Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 16 εγγραφές  [0-16]


  • -λατρία (συχνά αδόκ.) -λατρεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: φυσιο-λατρία.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχαιο-λατρία/εγω~ (πβ. -πάθεια)/ξενο~ (πβ. -μανία)/προγονο~/τυπο~.|| Eιδωλο-λατρία.
  • ανακάθομαι [ἀνακάθομαι] α-να-κά-θο-μαι ρ. (αμτβ.) {ανακάθι-σα (αδόκ. ανακάθη-σα) -σμένος}: ανασηκώνομαι, για να καθίσω: ~σε στο κρεβάτι/στην καρέκλα. Έμεινε για λίγο ~σμένος. ΣΥΝ. ανακαθίζω (1) [< μτγν. ἀνακάθημαι]
  • αναστηλώνω [ἀναστηλώνω] α-να-στη-λώ-νω ρ. (μτβ.) {αναστήλω-σε, αναστηλώ-θηκε, -μένος} & (αδόκ.) αναστυλώνω 1. επισκευάζω και αποκαθιστώ κατεστραμμένο κτίριο ή συνηθέστ. ιστορικό μνημείο (ή τμήμα του), χρησιμοποιώντας τα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν διασωθεί: Νεοκλασικά κτίρια που ~θηκαν. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~μένος: ναός. Πβ. αναπλάθω, ανοικοδομώ, ανορθώνω. 2. (μτφ.) αποκαθιστώ: ~θηκε το γόητρο/ηθικό του. [< μτγν. ἀναστηλῶ ‘αναγράφω ή χαράσσω σε στήλη’, γαλλ. restaurer]
  • αναστήλωση [ἀναστήλωση] α-να-στή-λω-ση ουσ. (θηλ.) & (αδόκ.) αναστύλωση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω: ~ της Ακρόπολης/του Παρθενώνα. Έργα συντήρησης και ~ης. Πβ. ανάπλαση, ανοικοδόμηση, ανόρθωση.|| (μτφ.) ~ της δημοκρατίας (= αποκατάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων: ΙΣΤ. επαναφορά της λατρείας τους από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843 μ.Χ., μετά τη λήξη της εικονομαχίας. Βλ. εικονολατρία, Κυριακή της Ορθοδοξίας. [< μτγν. ἀναστήλωσις, γαλλ. restauration]
  • αντιβαίνει [ἀντιβαίνει] α-ντι-βαί-νει ρ. (αμτβ.) {αντέβαινε, αντιβαίν-οντας, μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): αντιτίθεται, αντίκειται σε κάτι: Πράξη/ρύθμιση που ~ στους/(σπανιότ.) προς τους/(συχνότ. αδόκ.) τους νόμους. ~ει στα συμφέροντα του κράτους. Πβ. εναντιώνομαι, προσκρούω. ΑΝΤ. συμφωνεί, ταιριάζει. [< αρχ. ἀντιβαίνω, γαλλ. aller à l΄encontre] ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ
  • απορροφώ [ἀπορροφῶ] α-πορ-ρο-φώ ρ. (μτβ.) {απορροφ-άς | απορρόφ-ησα, -ώμαι, -άται ... -ήθηκα, -ώντας, (λόγ. θηλ. μτχ.) -ώσα κ. -ούσα, -ώμενος κ. -ούμενος, -ημένος} & απορροφάω 1. (μτφ.) χρησιμοποιώ και αξιοποιώ (αγαθά ή ανθρώπους): ~ήθηκε στο σύνολό της η βαμβακοπαραγωγή. Έχουν ~ηθεί ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους ... ευρώ. Πβ. καταναλώνω. 2. (μτφ.) ενσωματώνω κάποιον ή κάτι σ' ένα ισχυρότερο σύνολο, αφομοιώνω, συγχωνεύω: Η μια κοινότητα ~ησε την άλλη. Οι μικρές επιχειρήσεις ~ήθηκαν από τις μεγάλες. ~ώσα: εταιρεία. Πβ. εντάσσω. 3. {συνήθ. μεσοπαθ.} (μτφ.) απασχολώ κάποιον, τραβώ πλήρως την προσοχή του· προσηλώνομαι σε κάτι: Οι επαγγελματικές του δραστηριότητες τον ~ούν πλήρως. Μας ~ησε η δουλειά. Πβ. συνεπαίρνω, δεν σηκώνω κεφάλι.|| Δεν πρόσεξα τι είπε, γιατί είχα ~ηθεί στις σκέψεις μου. Είχε ~ηθεί από την ταινία. ΣΥΝ. αφοσιώνομαι ● απορροφά & απορροφάει 1. (για σώμα, οργανισμό ή υλικό που) επιτρέπει σε ουσία, συνήθ. υγρή ή αέρια, να το διαπεράσει και να παραμείνει στο εσωτερικό του: Τα δέντρα ~ούν το διοξείδιο του άνθρακα. Το βαμβάκι/το σφουγγάρι ~ (= τραβάει) τα υγρά. Ο οργανισμός ~ το ασβέστιο/τις βιταμίνες/τα θρεπτικά συστατικά των τροφών. Τα βαμβακερά ρούχα ~ούν τον ιδρώτα. Αφήνουμε το ρύζι να ~ήσει όλο το νερό. Η κρέμα ~ήθηκε γρήγορα από το δέρμα. ~ώμενα: (αδόκ. ~ούμενα) ράμματα (πβ. απορροφήσιμος). Πβ. πίνω, ρουφώ. 2. ΦΥΣ. (για υλικό ή οργανισμό) συγκρατεί εξ ολοκλήρου (συνήθ. ακτινοβολία, ηχητικό κύμα) χωρίς αντανάκλαση ή μετάδοση: ~ τη θερμότητα/τους κραδασμούς/τις πιέσεις. Πβ. αποσβένω. Βλ. προσροφά. ● ΣΥΜΠΛ.: απορροφούμενη/απορροφώμενη δόση βλ. δόση [< μεσν. απορροφώ, γαλλ. absorber]
  • αρχαιολατρία [ἀρχαιολατρία] αρ-χαι-ο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. αρχαιολατρεία): θαυμασμός και εξιδανίκευση της αρχαιότητας. Βλ. -λατρία, αρχαιο-μανία, -πληξία.
  • διδάσκων , ουσα, ον δι-δά-σκων επίθ./ουσ. {διδάσκ-οντος, -οντα | -οντες, -όντων | αδόκ. διδάσκοντας (ο)} (επίσ.): πρόσωπο που διδάσκει: ~ων: καθηγητής. Η ~ουσα (καθηγήτρια). ~ον: προσωπικό.|| (κυρ. ως ουσ.) ~οντες και διδασκόμενοι. Σύλλογος ~όντων (σχολείου, σχολής). Πβ. δάσκαλος, εκπαιδευτικός. [< αρχ. διδάσκων]
  • εγωλατρία [ἐγωλατρία] ε-γω-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) (συχνά αδόκ. εγωλατρεία): εγωπάθεια. Βλ. -λατρία.
  • εικονολατρία [εἰκονολατρία] ει-κο-νο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. εικονολατρεία) 1. (μτφ.) αποθέωση της εικόνας στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία: σύγχρονη ~. ~ των καναλιών. Βλ. -λατρία. 2. ΙΣΤ. η λατρεία των ιερών εικόνων και η θεολογική άποψη που υποστήριζε τη λατρευτική τους χρήση και τους απέδιδε θαυματουργές ιδιότητες. Βλ. αναστήλωση των (ιερών) εικόνων. [< γαλλ. iconolâtrie, αγγλ. iconolatry]
  • κιλοβατώρα κι-λο-βα-τώ-ρα ουσ. (θηλ.) (σύμβ. kWh): ΦΥΣ. ποσό ενέργειας που παράγει μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ σε μία ώρα: ~ ηλεκτρισμού. Η τιμή της ~ας. Χρέωση κιλοβατωρών (αδόκ. κιλοβατώρων). Καταναλώνει ... ~ες την ημέρα/τον μήνα/τον χρόνο. [< γαλλ. kilowattheure, αγγλ. kilowatt-hour]
  • πατριδολατρία πα-τρι-δο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. πατριδολατρεία): υπερβολική αγάπη για την πατρίδα. Πβ. πατριδολαγνεία, πατριωτισμός, φιλοπατρία. Βλ. -λατρία.
  • περιπτερούχος [περιπτεροῦχος] πε-ρι-πτε-ρού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (αδόκ.) περιπτεριούχος (λόγ.): περιπτεράς. Βλ. -ούχος1.
  • προγονολατρία προ-γο-νο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. προγονολατρεία: προγονοπληξία. Βλ. -λατρία.
  • σέλας σέ-λας ουσ. (ουδ.) {άκλ. | γεν. σέλαος κ. αδόκ. σέλατος}: ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινό ουράνιο φαινόμενο που συμβαίνει στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, είναι ορατό στις πολικές περιοχές και οφείλεται στον βομβαρδισμό της ιονόσφαιρας από ηλεκτρικώς φορτισμένα σωματίδια του ηλιακού ανέμου: βόρειο/νότιο/πολικό ~. [< αρχ. σέλας 'φως, λάμψη', γαλλ. aurore polaire]
  • τυπολατρία τυ-πο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. τυπολατρεία: υπερβολική προσήλωση στους τύπους: στείρα ~. Πβ. σχολαστικότητα, φορμαλισμός. Βλ. -λατρία.

αναστήλωση

αναστήλωση [ἀναστήλωση] α-να-στή-λω-ση ουσ. (θηλ.) & (αδόκ.) αναστύλωση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω: ~ της Ακρόπολης/του Παρθενώνα. Έργα συντήρησης και ~ης. Πβ. ανάπλαση, ανοικοδόμηση, ανόρθωση.|| (μτφ.) ~ της δημοκρατίας (= αποκατάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων: ΙΣΤ. επαναφορά της λατρείας τους από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843 μ.Χ., μετά τη λήξη της εικονομαχίας. Βλ. εικονολατρία, Κυριακή της Ορθοδοξίας. [< μτγν. ἀναστήλωσις, γαλλ. restauration]

δόση

δόση δό-ση ουσ. (θηλ.) 1. καθορισμένη ποσότητα φαρμακευτικής ουσίας η οποία χορηγείται σε κάποιον ανά τακτά χρονικά διαστήματα: (σε συνταγή γιατρού:) μέγιστη (προτεινόμενη/συνιστώμενη) ~ ... Χορήγηση ~ης. Παίρνει ισχυρή/υπερβολική/υψηλή ~ ινσουλίνης/κορτιζόνης/φαρμάκων. Του αύξησαν/μείωσαν τη ~. Πότε πρέπει να γίνει η αναμνηστική/επόμενη ~ του εμβολίου; 2. (γενικότ.) ποσότητα ουσίας την οποία λαμβάνει ή στην οποία εκτίθεται κάποιος ή κάτι: Ήπιε/πήρε γερή ~ αλκοόλ. Δέχτηκε μεγάλη ~ ακτινοβολίας.|| (για ναρκωτικά:) Ενδοφλέβια/θανατηφόρα ~. Πέθανε από ισχυρή ~ (ηρωίνης).|| (αργκό) Έχει πάρει τη ~ του (= συμπεριφέρεται αλλόκοτα). 3. (γενικότ.) μικρή ποσότητα: μια-δυο ~εις αλάτι/αλεύρι. Πβ. πρέζα. Βλ. μονο~.|| (μτφ.) Διακρίνω μια ~ ειρωνείας/κακίας/υπερβολής στα λόγια του (πβ. ίχνος, σταγόνα, στάλα, υποψία). Με λίγη/μεγάλη ~ τρέλας.|| (ειρων.) Κατέφθασε η πρώτη ~ τουριστών (= φουρνιά).δόσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. μορφή πώλησης με πίστωση κατά την οποία ο αγοραστής συμφωνεί να καταβάλει τμηματικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το τίμημα του αντικειμένου συναλλαγής μέχρι την τελική εξόφλησή του: αγορές με άτοκες/μηνιαίες ~. (Χρεολυτικές) ~ δανείου. ΑΝΤ. αντικαταβολή, εφάπαξ, τοις μετρητοίς. Βλ. βερεσέ. ● Υποκ.: δοσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: απορροφούμενη/απορροφώμενη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. η ποσότητα ενέργειας από ιονίζουσα ακτινοβολία που απορροφάται ανά μονάδα μάζας υλικού (μετριέται σε ραντ). [< αγγλ. absorbed dose, 1963] , ισοδύναμη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μέγεθος το οποίο εκφράζει τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει σε ιστό η απορροφώμενη δόση συγκεκριμένης ακτινοβολίας. Βλ. ρεμ. [< αγγλ. equivalent dose, 1963] , δόση/ίχνος αλήθειας βλ. αλήθεια [< αρχ.-μτγν. δόσις, γαλλ. dose]

εικονολατρία

εικονολατρία [εἰκονολατρία] ει-κο-νο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. εικονολατρεία) 1. (μτφ.) αποθέωση της εικόνας στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία: σύγχρονη ~. ~ των καναλιών. Βλ. -λατρία. 2. ΙΣΤ. η λατρεία των ιερών εικόνων και η θεολογική άποψη που υποστήριζε τη λατρευτική τους χρήση και τους απέδιδε θαυματουργές ιδιότητες. Βλ. αναστήλωση των (ιερών) εικόνων. [< γαλλ. iconolâtrie, αγγλ. iconolatry]

-λατρία

-λατρία (συχνά αδόκ.) -λατρεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: φυσιο-λατρία.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχαιο-λατρία/εγω~ (πβ. -πάθεια)/ξενο~ (πβ. -μανία)/προγονο~/τυπο~.|| Eιδωλο-λατρία.

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

προσροφά

προσροφά [προσροφᾷ] προσ-ρο-φά ρ. (μτβ.) {προσρόφ-ησε, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. (για σώμα, οργανισμό ή υλικό που) επιτρέπει σε ουσία, συνήθ. υγρή ή αέρια, να το διαπεράσει επιφανειακά: Προϊόν που ~ ευκολότερα την υγρασία. Φίλτρα που ~ούν την ηλιακή ακτινοβολία. Βλ. απορροφά. [< γαλλ. adsorber, 1907]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.