αναστήλωση [ἀναστήλωση] α-να-στή-λω-ση ουσ. (θηλ.) & (αδόκ.) αναστύλωση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω: ~ της Ακρόπολης/του Παρθενώνα. Έργα συντήρησης και ~ης. Πβ. ανάπλαση, ανοικοδόμηση, ανόρθωση.|| (μτφ.) ~ της δημοκρατίας (= αποκατάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων: ΙΣΤ. επαναφορά της λατρείας τους από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843 μ.Χ., μετά τη λήξη της εικονομαχίας. Βλ. εικονολατρία, Κυριακή της Ορθοδοξίας. [< μτγν. ἀναστήλωσις, γαλλ. restauration]
δόση δό-ση ουσ. (θηλ.) 1. καθορισμένη ποσότητα φαρμακευτικής ουσίας η οποία χορηγείται σε κάποιον ανά τακτά χρονικά διαστήματα: (σε συνταγή γιατρού:) μέγιστη (προτεινόμενη/συνιστώμενη) ~ ... Χορήγηση ~ης. Παίρνει ισχυρή/υπερβολική/υψηλή ~ ινσουλίνης/κορτιζόνης/φαρμάκων. Του αύξησαν/μείωσαν τη ~. Πότε πρέπει να γίνει η αναμνηστική/επόμενη ~ του εμβολίου; 2. (γενικότ.) ποσότητα ουσίας την οποία λαμβάνει ή στην οποία εκτίθεται κάποιος ή κάτι: Ήπιε/πήρε γερή ~ αλκοόλ. Δέχτηκε μεγάλη ~ ακτινοβολίας.|| (για ναρκωτικά:) Ενδοφλέβια/θανατηφόρα ~. Πέθανε από ισχυρή ~ (ηρωίνης).|| (αργκό) Έχει πάρει τη ~ του (= συμπεριφέρεται αλλόκοτα). 3. (γενικότ.) μικρή ποσότητα: μια-δυο ~εις αλάτι/αλεύρι. Πβ. πρέζα. Βλ. μονο~.|| (μτφ.) Διακρίνω μια ~ ειρωνείας/κακίας/υπερβολής στα λόγια του (πβ. ίχνος, σταγόνα, στάλα, υποψία). Με λίγη/μεγάλη ~ τρέλας.|| (ειρων.) Κατέφθασε η πρώτη ~ τουριστών (= φουρνιά). ● δόσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. μορφή πώλησης με πίστωση κατά την οποία ο αγοραστής συμφωνεί να καταβάλει τμηματικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το τίμημα του αντικειμένου συναλλαγής μέχρι την τελική εξόφλησή του: αγορές με άτοκες/μηνιαίες ~. (Χρεολυτικές) ~ δανείου. ΑΝΤ. αντικαταβολή, εφάπαξ, τοις μετρητοίς. Βλ. βερεσέ. ● Υποκ.: δοσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: απορροφούμενη/απορροφώμενη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. η ποσότητα ενέργειας από ιονίζουσα ακτινοβολία που απορροφάται ανά μονάδα μάζας υλικού (μετριέται σε ραντ). [< αγγλ. absorbed dose, 1963] , ισοδύναμη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μέγεθος το οποίο εκφράζει τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει σε ιστό η απορροφώμενη δόση συγκεκριμένης ακτινοβολίας. Βλ. ρεμ. [< αγγλ. equivalent dose, 1963] , δόση/ίχνος αλήθειας βλ. αλήθεια [< αρχ.-μτγν. δόσις, γαλλ. dose]
εικονολατρία [εἰκονολατρία] ει-κο-νο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. εικονολατρεία) 1. (μτφ.) αποθέωση της εικόνας στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία: σύγχρονη ~. ~ των καναλιών. Βλ. -λατρία. 2. ΙΣΤ. η λατρεία των ιερών εικόνων και η θεολογική άποψη που υποστήριζε τη λατρευτική τους χρήση και τους απέδιδε θαυματουργές ιδιότητες. Βλ. αναστήλωση των (ιερών) εικόνων. [< γαλλ. iconolâtrie, αγγλ. iconolatry]
-λατρία (συχνά αδόκ.) -λατρεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει πάθος, εμμονή ή πίστη σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: φυσιο-λατρία.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχαιο-λατρία/εγω~ (πβ. -πάθεια)/ξενο~ (πβ. -μανία)/προγονο~/τυπο~.|| Eιδωλο-λατρία.
-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
προσροφά [προσροφᾷ] προσ-ρο-φά ρ. (μτβ.) {προσρόφ-ησε, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. (για σώμα, οργανισμό ή υλικό που) επιτρέπει σε ουσία, συνήθ. υγρή ή αέρια, να το διαπεράσει επιφανειακά: Προϊόν που ~ ευκολότερα την υγρασία. Φίλτρα που ~ούν την ηλιακή ακτινοβολία. Βλ. απορροφά. [< γαλλ. adsorber, 1907]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ