Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 29 εγγραφές  [0-20]


  • αλαλούμ [ἀλαλούμ] α-λα-λούμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): παντελής έλλειψη τάξης, σύγχυση σε σημείο παραλογισμού: απίστευτο/γλωσσικό/κυκλοφοριακό/τηλεοπτικό ~. Κατάσταση ~. ~ στις μεταθέσεις/στην παιδεία. Πρωτοφανές ~ με τα δρομολόγια στην άγονη γραμμή. Γίνεται/επακολούθησε ~ (βλ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις). Μόλις μετακόμισαν και επικρατεί ένα γενικό ~. Πβ. αναμπουμπούλα, αναρχία, αναστάτωση, αναταραχή, βαβούρα, κομφούζιο, μπάχαλο, φασαρία, χαλασμός. [< πιθ. αραβ. επιφ. ulalum]
  • βαράκι2 βα-ρά-κι ουσ. (ουδ.): πολύ λεπτό φύλλο χρυσού που χρησιμοποιείται για επικάλυψη ή διακόσμηση αντικειμένων: κορνίζα επιχρυσωμένη με ~. [< μεσν. βαράκι < αραβ. varak]
  • γαζί γα-ζί ουσ. (ουδ.): ραφή, κυρ. ραπτομηχανής: Διπλό ~ στα μανίκια. Διακοσμητικά/εξωτερικά ~ιά. Βλ. βελονιά, πλέξη. ● ΦΡ.: μας δουλεύει ψιλό γαζί (προφ.): μας ξεγελά, μας εξαπατά: Μου φαίνεται πως ~ ~. Δεν έχουν καταλάβει τόσο καιρό ότι τους ~ ~. Πβ. κοροϊδεύω. Βλ. παίρνω κάποιον στο ψιλό. [< αραβ. qazzy]
  • ελιξίριο [ἐλιξίριο] ε-λι-ξί-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι οδηγεί με θαυματουργό τρόπο σε επιθυμητό αποτέλεσμα: μαγικό ~. Το ~ της επιτυχίας/του έρωτα/της ευτυχίας/της νεότητας. Πβ. φίλτρο.|| (κατ' επέκτ.) ~ ζωής/υγείας η μεσογειακή διατροφή. 2. (σπανιότ.) υγρό φαρμακευτικό παρασκεύασμα, με βάση το οινόπνευμα και το σιρόπι και κατ' επέκτ. κάθε φαρμακοτεχνικό σκεύασμα: μάσκες και ~α από φυτικά εκχυλίσματα. [< γαλλ. élixir, αγγλ. elixir < μεσν. λατ. elixir < αραβ. al-iksîr < μτγν. ξηρίον ‘αποξηραντική σκόνη’]
  • κάλι κά-λι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-παλαιότ.): ΧΗΜ. κάλιο. [< αραβ. qalī]
  • κελεμπία κε-λε-μπί-α ουσ. (θηλ.): αραβικό ένδυμα, ανδρικό ή γυναικείο, με μακριά και πλατιά μανίκια που πέφτει χαλαρά στο σώμα σαν φουστάνι, φτάνοντας ως τον αστράγαλο και κατ' επέκτ. κάθε παρόμοιο φαρδύ ρούχο: λευκή/μαύρη/παραδοσιακή ~. Βλ. καφτάνι, μπούρκα. [< αραβ. kelebia]
  • κουλουβάχατα κου-λου-βά-χα-τα επίρρ. (προφ.): για να δηλωθεί πρόκληση αναστάτωσης, σύγχυσης· άνω-κάτω: Τα έκανε ~ (= θάλασσα, μαντάρα). Γίναμε ~ (: για άγριο καβγά). [< αραβ. kulluwahad]
  • λουλάκι λου-λά-κι ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. (παλαιότ.) φυσική ή (σήμερα) συνθετική χρωστική ουσία σκούρου γαλάζιου χρώματος: λεύκανση και βαφή ρούχων με ~. Βλ. λευκαντικό. ΣΥΝ. ινδικό [< μεσν. λουλάκιν < μτγν. λουλάκιον < αραβ. līlak]
  • μακάμ & μακάμι μα-κάμ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. μακάμια}: ΜΟΥΣ. (κυρ. για έγχορδα) τρόπος εκτέλεσης μιας κλίμακας σε συνθέσεις και αυτοσχεδιασμούς της ανατολικής κυρ. μουσικής: αραβικά/τουρκικά ~ια. Πβ. ταξίμι. [< αραβ. maqam]
  • μασταμπάς μα-στα-μπάς ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. ταφικό μνημείο της Αιγύπτου, πρόδρομος της πυραμίδας, με ορθογώνια βάση, κεκλιμένες πλευρές (συνήθ. βαθμιδωτές) και επίπεδη στέγη, που προοριζόταν για τους φαραώ και τους αξιωματούχους. [< αραβ. miçṭabah, maçṭabah]
  • νεράντζι νε-ρά-ντζι ουσ. (ουδ.) & νεράτζι: ο σφαιρικός καρπός της νεραντζιάς, ο οποίος μοιάζει με πορτοκάλι, αλλά έχει πικρή και ξινή γεύση: γλυκό (κουταλιού) ~ (= νεραντζάκι). [< μεσν. νεράντζιον < αραβ. nārandj]
  • νούφαρο νού-φα-ρο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποώδες, πολυετές, υδρόβιο φυτό (επιστ. ονομασ. Nymphaea alba) με μεγάλα, στιλπνά, καρδιόσχημα ή ωοειδή φύλλα, που συνήθ. επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού, και κίτρινα, λευκά, ροζ ή ρόδινα άνθη σε σχήμα κύπελλου με πολλά πέταλα: λίμνη/σιντριβάνι με ~α. Βλ. λωτός. [< μεσν. νούφαρο < αραβ. nenūfar]
  • παπαγάλος πα-πα-γά-λος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. γενική ονομασία τροπικών πτηνών (οικογ. Psittacidae) με λαμπερά πολύχρωμα φτερά και σκληρό γαμψό ράμφος· ορισμένα είδη μπορούν να μιμηθούν την ανθρώπινη φωνή ή άλλους ήχους. ΣΥΝ. ψιττακός 2. (μτφ.) πρόσωπο που επαναλαμβάνει απερίσκεπτα τα λόγια, μιμείται τις πράξεις των άλλων ή αποστηθίζει μηχανικά κάποιο κείμενο. 3. ΤΕΧΝΟΛ. είδος πένσας που μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πτηνού και χρησιμοποιείται για το σφίξιμο μεταλλικών αντικειμένων. Βλ. παπαγαλάκι. || Μικρός γερανός μόνιμα εγκατεστημένου σε καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου. ● ΦΡ.: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι (προφ.): για να δηλωθεί παντελής αδιαφορία: ~ ~ αν με συμπαθεί ή όχι. [< ιταλ. pappagallo < μεσν. παπαγάς < αραβ. babagâ]
  • ριάλ ρι-άλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ριάλι: ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών. [< αραβ. riyal]
  • Σαρακηνοί Σα-ρα-κη-νοί επίθ./ουσ. (οι): ΙΣΤ. αραβικό νομαδικό φύλο και γενικότ. μεσαιωνική ονομασία των μουσουλμάνων Αράβων. Βλ. πειρατής. [< μτγν. Σαρακηνός < αραβ. sarqī]
  • σαρία σα-ρί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Σ): ΘΡΗΣΚ. ο ιερός ισλαμικός νόμος. [< αγγλ. sharia, γαλλ. charia, περ. 1950, αραβ. šari'ah ‘οδός’]
  • σεντούκι σε-ντού-κι ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): μικρό μπαούλο, κασέλα: ξύλινο/πειρατικό ~. Ξεκλείδωσε το ~. Ένα ~ με χρυσά νομίσματα. [< μεσν. σεντούκι(ν) < αραβ. sanduk, τουρκ. sandık]
  • Σουαχίλι Σου-α-χί-λι ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} & (επίσ.) Σουαχίλι (η): γλώσσα που έχει δεχτεί επίδραση από την Αραβική και μιλιέται ως λίνγκουα φράνκα, αλλά και ως μητρική, σε χώρες της Ανατολικής Αφρικής. [< αγγλ. Swahili, αραβ. sawāhilīy]
  • σούνα [σοῦνα] σού-να ουσ. (θηλ.): ΘΡΗΣΚ. το σύνολο των παραδόσεων για τη ζωή και τη διδασκαλία του Μωάμεθ που μαζί με το Κοράνι αποτελούν τη βάση του ισλαμικού νόμου. [< γαλλ. sunna < αραβ. sunnah]
  • σούρα3 σού-ρα ουσ. (θηλ.): ΘΡΗΣΚ. καθένα από τα κεφάλαια του Κορανίου. [< αραβ. sūrah]

βελονιά

βελονιά βε-λο-νιά ουσ. (θηλ.): τρύπημα υφάσματος με βελόνα και κλωστή και συνεκδ. οι διαφορετικοί τρόποι ραφής, κεντήματος: σταυρωτή ~ (πβ. σταυρο~). Διακοσμητικές/παραδοσιακές ~ιές. Βλ. γκομπλέν, κοπανέλι, ψαροκόκαλο.βελονιές (οι) (μτφ.-λαϊκό): πόνος αιφνίδιος και διαπεραστικός σαν τσίμπημα με βελόνα: Νιώθω ~, μουδιάσματα στην πλάτη. Πβ. σουβλιά.

καφτάνι

καφτάνι κα-φτά-νι ουσ. (ουδ.) 1. καλοκαιρινό ριχτό γυναικείο φόρεμα με μήκος μέχρι τους γοφούς, τα γόνατα ή τον αστράγαλο: ~ για την παραλία. Πβ. καμιζόλα, πουκαμίσα, τουνίκ. 2. επίσημο ανδρικό ανατολίτικο ένδυμα, φαρδύ, μακρύ και πολυτελές. [< τουρκ. kaftan]

λευκαντικό

λευκαντικό λευ-κα-ντι-κό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. κάθε χημική ουσία λεύκανσης: οικολογικό/φυσικό ~. ~ δοντιών/ρούχων. ~ σε σκόνη/ταμπλέτες. ~ με οξυγόνο/χλώριο. Πβ. λευκαντής. Βλ. απορρυπαντικό. [< γαλλ. blanchissant]

παίρνω

παίρνω παίρ-νω ρ. (μτβ.) {πήρα, πάρει, πάρ-θηκε, -θεί, -μένος, παίρν-οντας} 1. πιάνω κάτι με το χέρι ή τα χέρια μου, για να το χρησιμοποιήσω, να το έχω πάνω μου και να το μεταφέρω, να το μετακινήσω από ένα σημείο σε άλλο ή να το κρατήσω: ~ετε τη ζύμη και την κόβετε σε μικρά κομμάτια. Του πήρε την μπάλα μέσα από τα χέρια.|| Πήρε το παλτό της και έφυγε. Πάρε τα απολύτως απαραίτητα. Μην ξεχάσεις να πάρεις (μαζί σου) τη φωτογραφική (πβ. φέρνω).|| Πάρε το χέρι σου από τον ώμο μου. Πάρε τον σκύλο από εδώ (= απομάκρυνέ τον).|| Πάρε το αρχείο από τον φάκελο (π.χ. του σκληρού δίσκου).|| (κάνω ανάληψη:) Πήρα από την τράπεζα ... χιλιάδες ευρώ.|| (για πρόσ.) Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Την πήρε αγκαλιά (= την αγκάλιασε). Με πήρε από το μπράτσο/το χέρι.|| (μτφ.) Πήρα δουλειά για το σπίτι. Οι πληροφορίες/τα στοιχεία ~θηκαν (= αντλήθηκαν) από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ... 2. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαλλαγή (= απαλλάσσομαι)/αποζημίωση (= αποζημιώνομαι)/απόσπαση (= αποσπώμαι)/απόφαση (= αποφασίζω)/άριστα (= αριστεύω)/μετεγγραφή (= μετεγγράφομαι)/τη νίκη (= νικώ)/πόζα (= ποζάρω)/προαγωγή (= προάγομαι)/προφυλάξεις (= προφυλάσσομαι)/σύνταξη (= συνταξιοδοτούμαι)/φωτογραφία (= φωτογραφίζω). Η δίκη πήρε αναβολή για τις ... (= αναβλήθηκε). Η ταινία πήρε βραβείο για... (= βραβεύτηκε). Αργά ή γρήγορα θα πάρω την εκδίκησή μου (= θα εκδικηθώ). Η αγωνία πήρε τέλος (= τελείωσε). Το φαγητό πήρε βράση (= έβρασε).|| Πήραμε μεγάλη χαρά (= χαρήκαμε)/μια στενοχώρια (= στενοχωρηθήκαμε)/μια τρομάρα (= τρομάξαμε)!|| (με αντικείμενο ουσ. που εκφράζει ασθένεια:) Πήρα ένα κρύωμα (= κρύωσα). Πήρε το μικρόβιο (= μολύνθηκε).|| ~ αποτελέσματα (από εξετάσεις)/δείγμα/κλήση/το προβάδισμα/πρωτοβουλία να .../την πτήση για .../έναν υπνάκο/ψήφους. Του πήρε αίμα/τα αποτυπώματα/κατάθεση/συνέντευξη. 3. αγοράζω ή ενοικιάζω· δανείζομαι: Πάρε ένα πακέτο τσίχλες. Πήρα ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά. Πήρες τα εισιτήρια; Δεν πήραμε τίποτα. Ό,τι πάρετε ... ευρώ. Ό,τι πληρώσεις ~εις. Διαλέγετε και ~ετε.|| (για δώρο:) Του/της πήρα ένα βιβλίο για την πρωτοχρονιά.|| Πήρα μια ταινία από το βιντεοκλάμπ.|| Να πάρω λίγο το στιλό σου; 4. αποκτώ, γίνομαι κάτοχος, μου παραχωρείται: ~ άδεια/δίπλωμα (οδήγησης)/εξιτήριο/επίδομα/πιστοποίηση/πόντους/υποτροφία. Πήρε την επάρκεια στα Αγγλικά. Πήρε πτυχίο. Πήρε τον βαθμό της ισοπαλίας.|| (για πρόσ.) Τον πήραν, όταν ήταν μωρό ακόμη (: τον υιοθέτησαν).|| Το ταλέντο του στη μουσική το πήρε από τον πατέρα του. Πβ. κληρονομώ.|| Πήραμε ρεύμα από την μπαταρία του αυτοκινήτου. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 5. οικειοποιούμαι κάτι, κλέβω· καταλαμβάνω, κατακτώ: Της πήρε (= άρπαξε) την τσάντα. Τους πήραν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι. (για πρόσ.) Του/της πήρε τη γυναίκα/τον άνδρα.|| Πήρε την εξουσία (: νόμιμα ή με τη βία). Τους πήραν τα σπίτια (πβ. επιτάσσω, κατάσχω). Ο στρατός πήρε το ύψωμα (πβ. κυριεύω). 6. παραλαμβάνω· δέχομαι: ~ μια επιστολή/ένα μήνυμα/μια πρόσκληση. Ήταν το ωραιότερο δώρο που πήρα ποτέ. Δεν πήραμε καμία απάντηση.|| Αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά. Δεν ~ εντολές από κανέναν. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 7. (προφ.) τηλεφωνώ: ~ κάποιον από κινητό/σταθερό (τηλέφωνο). Τους πήρα, για να τους ευχαριστήσω. Πήρα να δω τι κάνεις. Πήρα να σου πω ... Πάρε με ό,τι ώρα θέλεις. 8. (για πρόσ.) μεταφέρω ή απομακρύνω κάποιον: Πάρε με μακριά. Τον πήρε παράμερα, για να του μιλήσει.|| (ενν. με όχημα:) Θα με πάρετε μαζί σας; Θα περάσω να σε πάρω από τη δουλειά. Το ταξί πήρε την ηλικιωμένη κυρία. Ανέπνεε ακόμη, όταν την πήρε το ασθενοφόρο.|| (μτφ.) Ο Θεός τον πήρε κοντά του (: για κάποιον που πέθανε). 9. χρησιμοποιώ ως μεταφορικό μέσο, μετακινούμαι με: ~ (σπάνια/τακτικά) λεωφορείο/μετρό/ταξί/τρόλεϊ. Πάρε το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα.|| Πάρτε εσείς το ασανσέρ κι εγώ ανεβαίνω από τις σκάλες. 10. κερδίζω, νικώ: ~ το κύπελλο/την πρόκριση/το πρωτάθλημα/τον τίτλο/το χρυσό. Η Εθνική πήρε το πρώτο παιχνίδι. Πήρε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.|| Πήραν την έβδομη θέση (= κατέλαβαν)/την ισοπαλία/την πρωτιά. Αισιοδοξούμε να πάρουμε ένα καλό αποτέλεσμα. 11. εισάγω στον οργανισμό μου· καταναλώνω: ~ αντιβίωση/βιταμίνες/σίδηρο/συμπληρώματα διατροφής/φάρμακα/χάπια. Έχει πάρει απαγορευμένες ουσίες/ναρκωτικά.|| Από τις τροφές ~ουμε ενέργεια.|| Δεν αισθάνομαι καλά, θέλω να πάρω λίγο αέρα.|| (τρώω ή πίνω:) Πάρε όση τούρτα θέλεις. -Θέλετε λίγο γλυκό; - Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τι θα πάρετε; (: τυπική ερώτηση σερβιτόρου· πβ. παραγγέλνω). Πήρε πρωινό. 12. (για χρήματα) αμείβομαι, κερδίζω: ~ (= βγάζω) ... ευρώ το(ν) μήνα. ~ει περισσότερα από σένα.|| Πόσα σου πήρε ο γιατρός; Δεν ~ει πολλά. 13. (προφ.) για διάρκεια, χρόνο που απαιτείται, για να γίνει κάτι: Μου πήρε πέντε χρόνια (για) να ... Του πήρε (= χρειάστηκε) μια ώρα να το φτιάξει.|| Δεν με ~ει ο χρόνος για να ... (: δεν μου αρκεί). Ξεκινάμε τώρα, διαφορετικά δεν θα μας πάρει η ώρα (: δεν θα προλάβουμε).|| Δεν σε πήραν τα χρόνια ακόμη (: δεν γέρασες)! 14. προσλαμβάνω: Δεν θα πάρουμε άλλο προσωπικό. Η ομάδα θα πάρει δύο νέους παίκτες. 15. (προφ.) εκλαμβάνω, θεωρώ: Συγγνώμη, σε πήρα (= σε πέρασα) για άλλη (: νόμισα ότι ήσουν άλλη)! Τον πήραν για χαζό.|| Μην ~εις στα σοβαρά όσα λέει. Το ~ ως κομπλιμέντο. Βλ. παρα~. 16. επιλέγω και παρακολουθώ ένα μάθημα: Στο τρίτο εξάμηνο μπορείς να πάρεις νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. 17. ακολουθώ: Πάρε τον πρώτο δρόμο αριστερά.|| (σε συζητήσεις) Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 18. αναλαμβάνω: ~ το βάρος της ευθύνης. 19. βγάζω, εξάγω, παράγω: Το μαζούτ και η βενζίνη είναι υγρά καύσιμα που ~ουμε με κατεργασία. 20. μετρώ με ειδικό όργανο: ~ τη θερμοκρασία/την πίεση/τον σφυγμό κάποιου. 21. αποσπώ, αφαιρώ: Του πήραν τις πινακίδες. Ο αέρας πήρε τη σκεπή/την ομπρέλα.|| (μτφ.) ~ τη ζωή κάποιου (= τον σκοτώνω). 22. (προφ.) κάνω έρωτα σε κάποιον. 23. (προφ.) παντρεύομαι: Πήρε καλή/καλό σύζυγο. 24. βιντεοσκοπώ, κινηματογραφώ: Χαμογέλασε, μας ~ει η κάμερα. ~ ένα κοντινό πλάνο. 25. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω, χτυπώ κάποιον: Τα θραύσματα τον πήραν ξώφαλτσα.παίρνει (προφ.) 1. (για μηχανές, συσκευές) χρησιμοποιεί, για να λειτουργήσει: Το αυτοκίνητό μου ~ αμόλυβδη. Το κινητό ~ μπαταρία λιθίου. 2. επιδέχεται, σηκώνει: Το ζήτημα/η υπόθεση δεν ~ αναβολή. 3. χωρά: Η αίθουσα ~ πάνω από χίλια άτομα. ● ΦΡ.: βάζω/παίρνω κιλά/βάρος: παχαίνω: Πήρα τρία κιλά. ~ πολύ εύκολα βάρος., δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ...: δεν σταματώ να κοιτάζω, να προσέχω ή να διαβάζω: Δεν μπορώ να πάρω ~ ~ από πάνω της ούτε λεπτό. Η πλοκή δεν σε αφήνει να πάρεις ~ ~ σου από το βιβλίο/την οθόνη., έδωσε πήρε (προφ.): για επίμονη προσπάθεια: Επέμεινε, ~ ~, και τελικά τα κατάφερε., θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει (προφ.-απειλητ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση, οργή: Μη μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα σε ~ και θα σε ~ (= την έβαψες)., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ (προφ.): αργήσαμε, καθυστερήσαμε: ~ ~, αλλά τα προλάβαμε όλα!, με παίρνει (προφ.): μπορώ, έχω τη δυνατότητα να: Δεν μας ~ να κάνουμε λάθος., με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος (προφ.): αποκοιμιέμαι: Δεν ~ ~ με τίποτα (= δεν μπορώ να κοιμηθώ). Τον πήρε ο ~ διαβάζοντας/στο σινεμά., με πήρε και με σήκωσε (προφ.): για ισχυρό άνεμο· μου επιτέθηκε φραστικά: Μας ~ και μας ~ ο αέρας σήμερα.|| (μτφ.) Μια κουβέντα είπα και ~ ~., όσο δεν παίρνει (άλλο) & μέχρι/ως εκεί που δεν παίρνει (άλλο): όσο είναι δυνατόν, στον ανώτερο βαθμό: Είμαστε αποφασισμένοι ~ ~. Έχει καβαλήσει το καλάμι ~ ~., παίρνει μορφή 1. υλοποιείται: Το νέο αθλητικό κέντρο ~ ~. Οι καλλιτεχνικές της ευαισθησίες πήραν ~ πάνω στο ξύλο. 2. (μτφ.) εξελίσσεται, παίρνει διαστάσεις: Οι καταγγελίες έχουν πάρει (τη) ~ χιονοστιβάδας. Το πρόβλημα έχει πάρει ~ επιδημίας., παίρνω άφεση (αμαρτιών): συγχωρούμαι: Από μένα έχεις πάρει ~ ~., παίρνω δύναμη/δυνάμεις: αποκτώ ψυχική δύναμη, θάρρος: ~ουμε ~ ο ένας από τον άλλο. Με τη χθεσινή μας νίκη πήραμε ~ για τη συνέχεια., παίρνω ιδέες: εμπνέομαι από ξένα πρότυπα, συμπεριφορές, απόψεις και τις χρησιμοποιώ δημιουργικά: Άλλο είναι να ~εις ~ και άλλο να αντιγράφεις. Πάρτε ~ για τη διακόσμηση του σπιτιού., παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά (προφ.): τον αποδοκιμάζω έντονα, τον γιουχάρω: Δεν πρόλαβε να μιλήσει και τον πήραν ~ ~. Πβ. θα μας κυνηγήσουν., παίρνω κάποιον στο ψιλό & (σπάν.) στον μεζέ: κοροϊδεύω, χλευάζω κάποιον: Σοβαρευτείτε, γιατί σας πήραν ~ ~! Πβ. του κρέμασαν κουδούνια. Βλ. μας δουλεύει ψιλό γαζί., παίρνω κάτι στα χέρια μου (μτφ.): έχω υπό τον έλεγχό μου, στην ευθύνη μου: Είναι καιρός να πάρεις τη ζωή σου/την κατάσταση στα χέρια σου. Πβ. αναλαμβάνω, επωμίζομαι., παίρνω λόγια (από κάποιον) (προφ.): μαθαίνω, συνήθ. με έμμεσο ή πονηρό τρόπο, κάτι: Δεν του ~εις εύκολα λόγια., παίρνω τηλέφωνο: τηλεφωνώ: Την πήρα ~, αλλά δεν το σηκώνει. Δεν άντεξα και την/τον πήρα ~., παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Μας έχουν πάρει ~! Έχετε πάρει ~ ότι ...; Δεν έχουν πάρει πρέφα τι γίνεται. Πβ. μυρίζομαι., πάρ' τον/την κάτω (προφ.): για κάποιον που πέφτει: Σκόνταψε στο χαλί και ~ ~., πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον (μτφ.): για ανθρώπους ανάξιους, άχρηστους: Είναι και οι δύο ~ ~. Ήταν ο μόνος που άξιζε, όλοι οι άλλοι ήταν ~ ~., πήρα να/και: αρχίζω ή άρχισα: Πήρα να διαβάζω. Ο αέρας πήρε να κοπάζει. Πήρε και βραδιάζει., τα παίρνει χοντρά (αργκό): αμείβεται αδρά ή δωροδοκείται: ~ ~ από το κανάλι. Τους τα πήρε ~.|| Λένε ότι τα πήρε ~, για να πουλήσει το ματς. Πβ. χρηματίζομαι, τα πιάνει. Βλ. κάτω από το τραπέζι., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) (αργκό): εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: Μην τα ~εις! Τα έχω πάρει ~ με όσα γράφτηκαν για μένα!, το παίρνω πίσω: αναιρώ, συνήθ. προηγούμενο λόγο μου, υπόσχεση: Αν σε πείραξε/αν είναι έτσι, τότε ~ ~., τον παίρνεις! (αργκό-υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., τον πήρα (προφ.): ενν. τον ύπνο· αποκοιμήθηκα: ~ ~ για λίγο., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι, (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, (παίρνω κάποιον) κάτω από τις φτερούγες μου βλ. φτερούγα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, (παίρνω) τον πούλο βλ. πούλος, (που) να πάρει η ευχή! βλ. ευχή, (που) να πάρει η οργή! βλ. οργή, (το) παίρνω απόφαση βλ. απόφαση, αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία βλ. αναλαμβάνω, αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν (τα) παίρνει τα γράμματα βλ. γράμμα, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δεν παίρνει από λόγια βλ. λόγια, δεν παίρνω από αστεία βλ. αστείο, δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, δίνει και παίρνει βλ. δίνω, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι βλ. πόδι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα βλ. αέρας, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, κυνηγάω/παίρνω κάποιον με το σκουπόξυλο βλ. σκουπόξυλο, λαμβάνει/παίρνει σάρκα και οστά βλ. οστό, λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι βλ. μέρος, λαμβάνω/παίρνω μέτρα βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω υπόψη βλ. λαμβάνω, ληγμένα παίρνεις/πίνεις; βλ. ληγμένος, μαζεύω/παίρνω τα μπογαλάκια μου βλ. μπογαλάκι, μας πήρε το κεφάλι βλ. κεφάλι, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, με παίρνει από κάτω/αποκάτω βλ. κάτω, με παίρνει η μπάλα βλ. μπάλα, με παίρνουν τα ζουμιά βλ. ζουμί, με πήραν τα αίματα βλ. αίμα, με πήραν τα δάκρυα/κλάματα βλ. δάκρυ, με πήραν τα σιρόπια βλ. σιρόπι, με πήραν τα σκάγια βλ. σκάγι, με πήρε το ποτάμι βλ. ποτάμι, με πιάνει/με παίρνει το παράπονο βλ. παράπονο, μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά βλ. αυτί, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, να το πάρει το ποτάμι; βλ. ποτάμι, νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; βλ. νύχτα, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, παίρνει σειρά βλ. σειρά, παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει την ανιούσα βλ. ανιών, παίρνει την κατιούσα βλ. κατιών, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι) βλ. μάτι, παίρνει ύφος βλ. λάσπη, παίρνει/λαμβάνει/προσλαμβάνει διαστάσεις βλ. διάσταση, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια βλ. χρόνος, παίρνω (και) τα σώβρακα (κάποιου) βλ. σώβρακο, παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά βλ. πίσω, παίρνω (κάποιον) στο κατόπι βλ. κατόπι, παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου βλ. λαιμός, παίρνω (κάποιον) φαλάγγι βλ. φαλάγγι, παίρνω (κάτι) επί πόνου βλ. πόνος, παίρνω (κάτι) τοις μετρητοίς βλ. μετρητοίς, παίρνω (μια) ανάσα βλ. ανάσα, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία, παίρνω αέρα/τον αέρα μου βλ. αέρας, παίρνω αμπάριζα βλ. αμπάριζα, παίρνω αμπάριζα και βγαίνω βλ. αμπάριζα, παίρνω ανάποδες (στροφές) βλ. ανάποδος, παίρνω ανοιχτά τη στροφή βλ. ανοιχτά, παίρνω από το χέρι βλ. χέρι, παίρνω απουσίες βλ. απουσία, παίρνω γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω θέση για/σε κάτι βλ. θέση, παίρνω κάποιον με το μέρος μου βλ. μέρος, παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο βλ. φόβος, παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω κεφάλι βλ. κεφάλι, παίρνω όρκο βλ. όρκος, παίρνω πάνω μου την αμαρτία βλ. αμαρτία, παίρνω παραμάζωμα βλ. παραμάζωμα, παίρνω πίσω βλ. πίσω, παίρνω σβάρνα βλ. σβάρνα, παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι βλ. πλάκα, παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) βλ. κυνήγι, παίρνω τα (όρη και τα) βουνά βλ. βουνό, παίρνω τα μέτρα (κάποιου) βλ. μέτρο, παίρνω τα μούτρα μου και ... βλ. μούτρο, παίρνω τα πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω την παρθενιά βλ. παρθενιά, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, παίρνω το δισάκι μου (στον ώμο) βλ. δισάκι, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια βλ. κεφάλι, παίρνω το κολάι βλ. κολάι, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, παίρνω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τον αέρα κάποιου βλ. αέρας, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τους δρόμους βλ. δρόμος, παίρνω ύψος βλ. ύψος, παίρνω φόρα βλ. φόρα1, παίρνω χρήματα βλ. χρήμα, παίρνω χρώμα βλ. χρώμα, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, παίρνω/λαμβάνω τον λόγο βλ. λόγος, παίρνω/παντρεύομαι κάποιον με παπά και με κουμπάρο βλ. κουμπάρος, κουμπάρα, παίρνω/πιάνω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίρνω/πιάνω τα όπλα βλ. όπλο, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα βλ. κρυάδα, πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! βλ. χρωστώ, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) βλ. μήνυμα, πιάνω/παίρνω φωτιά βλ. φωτιά, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, το παίρνω πατριωτικά βλ. πατριωτικός, το πήρε αλλιώς βλ. αλλιώς, το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη βλ. ανάποδα, το πήρε άσχημα βλ. άσχημος, το πήρε βαριά βλ. βαρύς, το πήρε ελαφριά βλ. ελαφρύς, το πήρε καλά βλ. καλά, το πήρε κατάκαρδα βλ. κατάκαρδα, το πήρε προσωπικά βλ. προσωπικός, τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον βλ. πόνος, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, του πήρε την ταυτότητα βλ. ταυτότητα, τραβάει/παίρνει τον ανήφορο/την ανηφόρα βλ. ανήφορος, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος [< μεσν. παίρνω, γαλλ. prendre, αγγλ. take]

παπαγαλάκι

παπαγαλάκι πα-πα-γα-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) ΟΡΝΙΘ. κ. ΤΕΧΝΟΛ. μικρός παπαγάλος. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτων και διασπείρει συνήθ. ελλιπείς ή ψευδείς πληροφορίες: τηλεοπτικά ~ια. Πβ. κεκράκτες, φερέφωνο.

πειρατής

πειρατής πει-ρα-τής ουσ. (αρσ.) {(σπάν.) θηλ. πειρατίνα} 1. (από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα του 19ου αι.) καθένα από τα μέλη πληρώματος πλοίων που λεηλατούσαν άλλα πλοία και νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές: διαβόητος/θρυλικός ~. Σαρακηνοί ~ές. Οι ~ές της Μεσογείου. Ο θησαυρός/το ορμητήριο/η σημαία (: νεκροκεφαλή πάνω σε διασταυρούμενα οστά) των ~ών. Πβ. κουρσάρος. 2. καθένας από τους άνδρες που ζουν σε πλοία-ορμητήρια και καταλαμβάνουν πλοία-στόχους (κυρ. εμπορικά, φορτηγά ή κρουαζιερόπλοια) με ταχύπλοα, βαρύ οπλισμό και ανεμόσκαλες, ληστεύοντάς τα ή ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωση του πληρώματός τους. Βλ. αερο~, νηοψία. 3. (μτφ.) πρόσωπο που χρησιμοποιεί ή κυρ. εκμεταλλεύεται εμπορικά προϊόν, χωρίς να έχει άδεια: ~ές μουσικής/λογισμικού/ταινιών. Οι ~ές του διαδικτύου (= κράκερ, κυβερνοπειρατές, χάκερ).|| ~ές των ερτζιανών (= ραδιοπειρατές). Βλ. τηλε~.|| (ειδικότ.) ~ές της ασφάλτου (: που οδηγούν με μεγάλη ταχύτητα, παραβιάζοντας τον ΚΟΚ). [< 1: μτγν. πειρατής 2,3: αγγλ.-γαλλ. pirate]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.