Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 19 εγγραφές  [0-19]


  • άλλοθι [ἄλλοθι] άλ-λο-θι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΝΟΜ. ένδειξη αθωότητας υπόπτου ή κατηγορουμένου που προκύπτει από τον ισχυρισμό του ότι βρισκόταν αλλού κατά τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται: αδιάσειστο/ακλόνητο/ισχυρό/ψεύτικο ~. Ο κατηγορούμενος είχε/παρουσίασε/πρόβαλε ατράνταχτο ~, ότι βρισκόταν στο εξωτερικό την ημέρα του φόνου. 2. (κατ' επέκτ.) δικαιολογία, πρόσχημα: βολικό/ιδεολογικό/κοινωνικό ~. Βρίσκω/δίνω ~. Επικαλούμαι/χρησιμοποιώ κάτι ως ~. Πβ. πρόφαση. [< αρχ. ἄλλοθι, διεθν. λατ. alibi]
  • ανθρακο- & ανθρακό- & ανθρακ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται 1. ΧΗΜ. στον άνθρακα: ανθρακ-ασβέστιο/~ούχος. 2. (λόγ.) στο κάρβουνο: ανθρακο-φόρο. [< μτγν. ἀνθρακ(ο)-, διεθν. anthrac(o)-, γαλλ. carbon-]
  • άτριο [ἄτριο] ά-τρι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. αίθριο σε σπίτια με ρωμαϊκό αρχιτεκτονικό πρότυπο. [< διεθν., λατ. atrium]
  • βασιλίσκος βα-σι-λί-σκος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το μικρότερο πτηνό της Ελλάδας (επιστ. ονομασ. Regulus ignicapillus), με μαύρη γραμμή ανάμεσα στα μάτια και χαρακτηριστική κίτρινη-πορτοκαλί λωρίδα (στέμμα) στο κεφάλι. 2. ΖΩΟΛ. δενδρόβια σαύρα της Νότιας Αμερικής με μικρό λοφίο στο πίσω μέρος του κεφαλιού (διεθν. ονομασ. Basiliscus), η οποία μπορεί να περπατά πάνω στο νερό, καθώς κινείται πάρα πολύ γρήγορα. Βλ. ιγκουάνα. 3. ΑΣΤΡΟΝ. ο φωτεινότερος αστέρας του Λέοντα (επιστ. ονομασ. Regulus). 4. (μειωτ.) ανάξιος βασιλιάς. Βλ. -ίσκος. [< 2, 3: μτγν. βασιλίσκος, αγγλ. basilisk 4: αρχ. ~]
  • γεροντο- : λεξικό πρόθημα που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο: (μειωτ.) ~έρωτας/~κόρη/~κρατία/~παλίκαρο.|| (ΙΑΤΡ.) ~λογία. ● βλ. γερο- & γερό-1, γηρο- & γηρ- [< αρχ. γεροντ(ο)- , διεθν. geront(o)-]
  • γιγα- & γκιγκα- (σύμβ. G): ΦΥΣ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που αντιπροσωπεύει το πολλαπλάσιο κατά ένα δισεκατομμύριο: ~βόλτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Βλ. κιλο-, μεγα-. [< διεθν. giga- ]
  • γλυκίδια γλυ-κί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {γλυκιδί-ων, σπάν. στον εν. γλυκίδιο}: ΒΙΟΧ. υδατάνθρακες. Βλ. -ίδια, άμυλο, δεξτρίνη, κυτταρίνη, σάκχαρο. [< διεθν. glycide]
  • εγκεφαλ- & εγκεφαλο- : α' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται στον εγκέφαλο: εγκεφαλο-νωτιαίος.|| Εγκεφαλο-γράφημα/~πάθεια. Eγκεφαλ-ίτιδα. [< διεθν. encephal(o)-, cérébro-]
  • επιτόκιο [ἐπιτόκιο] ε-πι-τό-κι-ο ουσ. (ουδ.) {επιτοκί-ου | -ων}: ΟΙΚΟΝ. τόκος τον οποίο αποδίδει κεφάλαιο εκατό νομισματικών μονάδων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ένα έτος: ανταγωνιστικό/βασικό/διατραπεζικό/διευθετήσιμο/ετήσιο/ισχύον/κλιμακούμενο/μεταβλητό/μηνιαίο/ονομαστικό/πραγματικό/προνομιακό/χρεωστικό ~. ~ αναφοράς/αναχρηματοδότησης/δανεισμού/επενδύσεων/καταθέσεων/ταμιευτηρίου/χορηγήσεων. ~ υπερημερίας (: βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι επί ληξιπρόθεσμων οφειλών). ~ 6%. Βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα ~α. ~α πιστωτικών καρτών. Επιδότηση ~ου. Αναπροσαρμογή/άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~ων. Συμφωνία ανταλλαγής ~ων. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: παρεμβατικό επιτόκιο: επιτόκιο που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. [< διεθν. Εuribor (Euro Interbank Offered Rate)] , σταθερό επιτόκιο: που παραμένει αμετάβλητο. [< αγγλ. fixed (interest) rate] , κυμαινόμενο επιτόκιο βλ. κυμαίνεται, προεξοφλητικό επιτόκιο βλ. προεξοφλητικός [< μτγν. ἐπιτόκιον]
  • ίντεξ [ἴντεξ] ί-ντεξ ουσ. (αρσ. + ουδ.) {άκλ.}: αλφαβητικός κατάλογος όρων και ονομάτων, συνήθ. στο τέλος βιβλίου. Πβ. γλωσσάριο, ευρετήριο. Βλ. περιεχόμενα. [< διεθν. index]
  • λιβερμόριο λι-βερ-μό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Lv, Ζ 116). Βλ. φλερόβιο. [< διεθν. livermorium, 2012 < αμερικ. πόλη Livermore]
  • λιπο- & λιπό- & λιπ-2 (κυρ. επιστ.): το ουσιαστικό λίπος ως α' συνθετικό λέξεων: (ΒΙΟΛ.) λιπο-σώματα. (ΦΥΣΙΟΛ.) Λιπο-κύτταρα. (ΒΙΟΧ.) Λιπό-λυση.|| Λιπο-διαλυτός (βλ. υδατο-). [< διεθν. lip(o)-]
  • μικρό(ν) μι-κρό(ν) ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): ΜΕΤΡΟΛ. μικρόμετρο. [< διεθν. micron < αρχ. μικρόν]
  • μυελικός , ή, ό μυ-ε-λι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον νωτιαίο μυελό ή τον μυελό των οστών: ~ός: αυλός. ~ή: απλασία (πβ. απλαστική αναιμία). [< διεθν. myelic]
  • παρωνυχία πα-ρω-νυ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του δέρματος που περιβάλλει το νύχι. Βλ. ονυχομυκητίαση. [< αρχ. παρωνυχία, διεθν. paronychia]
  • πηκτοειδής , ής, ές πη-κτο-ει-δής επίθ. (σπάν.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πηκτοειδής πυρήνας: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. μαλακή ζελατινώδης ουσία στο κεντρικό τμήμα του μεσοσπονδύλιου δίσκου. Βλ. -ειδής. [< διεθν. nucleus pulposus]
  • πικο- : ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό που δηλώνει υποπολλαπλάσια μονάδων (σύμβ. p), ίσα με το ένα τρισεκατομμυριοστό τους: ~αμπέρ/~γραμμάριο. Βλ. γιγα-, κιλο-, μεγα-, μικρο-, μιλι-, νανο-, πετα-, τερα-. [< διεθν. pico-
  • τρισδιάστατος , η, ο τρισ-δι-ά-στα-τος επίθ. (διεθν. συντομ. 3D): που έχει ή μοιάζει να έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος): ~ος: χάρτης/χώρος. ~η: απεικόνιση/εικόνα/μοντελοποίηση (π.χ. κτιρίων)/πραγματικότητα/ψηφιοποίηση (μνημείων). ~ο: αντικείμενο/(εικονικό) περιβάλλον/μοντέλο (λ.χ. εδάφους)/ολόγραμμα/σχέδιο/σχήμα. ~α: γραφικά. Τοπίο σε ~η μορφή. Βλ. μονο-, δισ-, πολυ-διάστατος.|| (κατ' επέκτ., που αναφέρεται στην ~η προβολή:) ~ος: κινηματογράφος. ~η: οθόνη/τεχνολογία.|| ~α: γυαλιά (: για την παρακολούθηση ~ων ταινιών).|| ~ος: ήχος (: που γίνεται αντιληπτός από τον ακροατή σαν να προέρχεται από διαφορετικά σημεία του περιβάλλοντος χώρου· βλ. ντόλμπι).|| (μτφ.-μειωτ.) Είναι ~ (= πάρα πολύ παχύς, ψηλός και γεροδεμένος)! ● επίρρ.: τρισδιάστατα [< γαλλ. à trois dimensions, γερμ. dreidimensional, αγγλ. three-dimensional]
  • φλερόβιο φλε-ρό-βι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Fl, Ζ 114). Βλ. λιβερμόριο. [< διεθν. flerovium, 2012 < ρωσ. ανθρ. G. N. Flërov]

γερο- & γερό-1

γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]

γιγα-

γιγα- & γκιγκα- (σύμβ. G): ΦΥΣ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που αντιπροσωπεύει το πολλαπλάσιο κατά ένα δισεκατομμύριο: ~βόλτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Βλ. κιλο-, μεγα-. [< διεθν. giga- ]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ιγκουάνα

ιγκουάνα [ἰγκουάνα] ι-γκου-ά-να ουσ. (ουδ. + θηλ.) {άκλ.}: ΖΩΟΛ. ερπετό (επιστ. ονομασ. Iguana iguana) της τροπικής Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των σαυροειδών, έχει σώμα καλυμμένο από κερατίνη και σειρά αγκαθωτών εξογκωμάτων κατά μήκος της ράχης: πράσινο ~. [< γαλλ. iguane]

-ίσκος

-ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.

κιλο-

κιλο-: ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που δηλώνει το πολλαπλάσιο κατά χίλια: ~βάτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Πβ. χιλιο-. Βλ. μεγα-, μιλι-.

κυμαίνεται

κυμαίνεται κυ-μαί-νε-ται ρ. (αμτβ.) {κυμάν-θηκε, -θεί, κυμαιν-όμενος}: (για μέγεθος) αυξομειώνεται μεταξύ ορισμένων ορίων: Οι τιμές ~ονται ανάμεσα σε ... και ... ευρώ. Ο ρυθμός ανάπτυξης ~θηκε (κοντά) στο ... %. Η θερμοκρασία θα ~θεί σε υψηλά/χαμηλά (για την εποχή) επίπεδα. Πού θα ~θούν φέτος οι βάσεις (ενν. εισαγωγής στα ΑΕΙ); ~όμενο: βάθος/ύψος. Αριθμός μελών ~όμενος από ... μέχρι ... άτομα.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τίτλοι σταθερής ή ~όμενης απόδοσης. Οικονομία με ~όμενη ισοτιμία.|| (σπανιότ. στο α', β' πρόσ., προφ.) ~ομαι από 70 έως 75 κιλά. ΣΥΝ. διακυμαίνεται ● ΣΥΜΠΛ.: κυμαινόμενο επιτόκιο : ΟΙΚΟΝ. που αυξομειώνεται ανάλογα με την διακύμανση του εκάστοτε βασικού επιτοκίου: καταναλωτικό/στεγαστικό δάνειο με ~ ~. ΑΝΤ. σταθερό επιτόκιο [< αγγλ. floating (interest) rate] [< αρχ. κυμαίνω 'έχω κύματα', γαλλ. fluctuer, αγγλ. fluctuate]

λιβερμόριο

λιβερμόριο λι-βερ-μό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Lv, Ζ 116). Βλ. φλερόβιο. [< διεθν. livermorium, 2012 < αμερικ. πόλη Livermore]

μονο- & μονό- & μον-

μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο. 2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.

ονυχομυκητίαση

ονυχομυκητίαση [ὀνυχομυκητίαση] ο-νυ-χο-μυ-κη-τί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μυκητίαση των νυχιών. Βλ. δερματόφυτα, παρωνυχία. [< γαλλ. onychomycose, αγγλ. onychomycosis]

προεξοφλητικός

προεξοφλητικός, ή, ό προ-ε-ξο-φλη-τι-κός επίθ.: που εξοφλείται εκ των προτέρων· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προεξοφλητικό επιτόκιο: ΟΙΚΟΝ. τόκος με τον οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει διάφορες χρηματοδοτήσεις, συνήθ. σε εμπορικές τραπέζες-μέλη της. [< αγγλ. discount rate]

φλερόβιο

φλερόβιο φλε-ρό-βι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Fl, Ζ 114). Βλ. λιβερμόριο. [< διεθν. flerovium, 2012 < ρωσ. ανθρ. G. N. Flërov]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.