Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • αεριτζής [ἀεριτζής] α-ε-ρι-τζής επίθ./ουσ. {συνήθ. στον πληθ.} (λαϊκό) 1. πρόσωπο που κερδοσκοπεί, συχνά χωρίς δικά του κεφάλαια, απατεώνας: αδίστακτοι/επιτήδειοι ~ήδες. Καιροσκόποι/κομπιναδόροι και ~ήδες.|| ~ήδες επενδυτές. ΣΥΝ. απατεώνας 2. αυτός που πληρώνεται, για να συμμετέχει σε εικονικά χαρτοπαικτικά παιχνίδια και να προσελκύει πελάτες. ΣΥΝ. αβανταδόρος (2) [< αραϊτζής < τουρκ. arayici 'αυτός που ψάχνει' με παρετυμ. επίδραση της λ. αέρας]
  • εφτάζυμος , η, ο [ἑφτάζυμος] ε-φτά-ζυ-μος επίθ. & επτάζυμος: ΜΑΓΕΙΡ. που παρασκευάζεται από μαγιά ρεβυθιού. ● Ουσ.: εφτάζυμο (το): ενν. ψωμί: παραδοσιακό ~. [< μτγν. αυτόζυμος, παρετυμ. προς το εφτά]
  • κτίριο κτί-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {κτιρί-ου} & κτήριο: κτίσμα, συνήθ. μεγάλο και ψηλό, με έναν ή περισσότερους ορόφους, που προορίζεται για τη στέγαση αρκετών ατόμων ή γραφείων, υπηρεσίας, ιδρύματος, εταιρείας· συνεκδ. οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτό: ανακαινισμένο/αναπαλαιωμένο/αυτόνομο/αυτοτελές/βιομηχανικό/επαγγελματικό/επιβλητικό/ιστορικό/μοντέρνο/νεοκλασικό/νεόκτιστο/σύγχρονο ~. Το ~ της Ακαδημίας Αθηνών/της Βουλής/των Δικαστηρίων. ~ καταστημάτων (= πολυκατάστημα)/κατοικιών (= πολυκατοικία). Ανέγερση/αποκατάσταση/θεμελίωση/κατάρρευση/κατασκευή ~ου. Η κάτοψη/η πρόσοψη/το σώμα/οι χώροι του ~ου. Δημόσια/εμπορικά/σχολικά ~α. ~ που κηρύχθηκε διατηρητέο. Πβ. οικοδόμημα. Βλ. εγκαταστάσεις, ξενοδοχείο, οικοδομή.|| Όλο το ~ (: ο κόσμος) πετάχτηκε έξω. ● ΣΥΜΠΛ.: σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου: σειρά συμπτωμάτων, όπως έντονος πονοκέφαλος, εκνευρισμός, εξάντληση, ερεθισμός των ματιών, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής ρύπανσης των κτιρίων. [< αγγλ. sick building syndrome, 1983] , [< μεσν. κτίριον < κτίζω (παρετυμ.), μτγν. εὐκτήριον (οίκημα) ή αρχ. οἰκητήριον ‘κατοικία’]
  • μπορώ [μπορῶ] μπο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μπορ-είς ..., -ώντας | μπόρ-εσα} 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, καταφέρνω κάτι: ~ να τον ακούω ώρες. ~είς να κολυμπήσεις; Βρες το, αν ~είς. Μην πιεστείς, φάε όσο ~είς. Δεν ~ να βάλω μπρος το αυτοκίνητο/να βρω λύση/να ζήσω χωρίς εσένα/να τον καταλάβω. Δεν ~εί να περπατήσει. Έκανα ό,τι ~ούσα. ~ούσες και καλύτερα. Δεν ~ούσα να κουνηθώ. Δεν ~ούσε ούτε να με κοιτάξει στα μάτια (= δεν είχε το θάρρος). ~εσα να τελειώσω στην ώρα μου. Όλη νύχτα δεν ~εσα να κλείσω μάτι. Δεν ~εσαν να βρουν τα ίχνη του δολοφόνου. Μη ~ώντας να βλέπω τα αίσχη, απομακρύνθηκα. Πβ. δύναμαι. ΑΝΤ. αδυνατώ 2. έχω τη δυνατότητα, την ευκαιρία: ~εσα να την αποχαιρετήσω/και την είδα από κοντά. ~είς να κάνεις ό,τι θέλεις. Γλέντα τώρα που ~είς. Δεν ~είς να τα έχεις όλα. ~είς να μου πεις οτιδήποτε, σ' ακούω. -~είς να μου δώσεις δέκα ευρώ; -Λυπάμαι, δεν θα ~έσω. (Απ’) όσο ~ να ξέρω. Απ' όσο ~εσα να δω, το έργο φαίνεται καλό. Θα ~έσεις να έρθεις; Αύριο δεν ~. Συγγνώμη, αλλά δεν ~ να δεχτώ το δώρο. Δεν ~εσα να σπουδάσω. Θα έρθω, μόλις ~έσω.|| (σε εκφράσεις ευγενείας) Με συγχωρείτε, ~ να σας απασχολήσω/να σας διακόψω/να περάσω; ~ να βγω έξω; ~είτε να πηγαίνετε. ~ να ακυρώσω την κράτηση (= επιτρέπεται); Πού ~ να βρω ...; Πώς θα ~ούσα να σας εξυπηρετήσω; Θα ήθελα αυτό το βιβλίο, ~ (ενν. να το πάρω); 3. (θα + παρατ., κυρ. στον υποθετικό λογο) για να δηλωθεί πιθανότητα, που συνήθ. δεν πραγματοποιήθηκε: Πώς θα ~ούσα να το ξέρω; Θα ~ούσα να ζήσω οπουδήποτε, αν χρειαζόταν. Η κατάσταση θα ~ούσε να εξελιχθεί σε τραγωδία. (ως ευχή) (Μακάρι) να/Αν ~ούσα να μάθω τι σκέφτεσαι! 4. (σε αρνητ. πρόταση ή ερώτηση, προφ.) ανέχομαι, αντέχω: Δεν τον ~ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν τα ~ καθόλου εγώ αυτά (= δεν μου αρέσουν). Δεν ~ άλλο/πια, κουράστηκα.|| Δεν ξέρω τι έχω πάθει, δεν ~ καθόλου σήμερα (: δεν νιώθω καλά).μπορεί: είναι δυνατόν, υπάρχει το ενδεχόμενο, ενδέχεται: ~ να βρέξει. ~ και να πάω, αλλά το πιθανότερο είναι να μείνω σπίτι. Δεν είναι εδώ, ~ να βγήκε έξω. Του μοιάζει, αλλά δεν ~ (= αποκλείεται) να είναι αυτός. Δεν ~ να το έκανες εσύ (= είναι αδύνατο, απίθανο)! Δεν ~, κάποιο λάθος θα έγινε. Το υποσχέθηκε, δεν ~ να μην έρθει. -Θα πας; -~ (= ίσως)/~ ναι, ~ όχι. ΣΥΝ. ενδέχεται, ενδεχομένως ● ΦΡ.: δεν μπορώ να κάνω (κι) αλλιώς (προφ.): δεν έχω άλλη επιλογή: Κουράζομαι, αλλά ~ ~., πώς μπόρεσες και/να ...: για να δηλωθεί έκπληξη ή επίκριση για κάτι: ~ ~ και το ξέχασες; ~ ~ να μου το κάνεις αυτό/να σκεφτείς κάτι τέτοιο;, (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε βλ. χώρια, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω βλ. θέλω, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης [< μεσν. (ε)μπορώ < αρχ. εὐπορῶ ‘ευημερώ, είμαι σε θέση να κάνω κάτι’, με παρετυμ. του ουσ. έμπορος]
  • πολυθρόνα πο-λυ-θρό-να ουσ. (θηλ.): αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτομο που διαθέτει πλάτη και μπράτσα: βελούδινη/δερμάτινη/κουνιστή/περιστρεφόμενη ~. ~-κρεβάτι/μασάζ. Βλ. καναπές.|| Αναπηρική ~ (= αναπηρικό αμαξίδιο). ● Υποκ.: πολυθρονίτσα (η) [< ιταλ. poltrona, παρετυμ. πολύς + θρόνος]
  • τρίβολος τρί-βο-λος ουσ. (αρσ.) {τριβόλ-ου} 1. ΒΟΤ. αγριόχορτο (επιστ. ονομασ. tribulus terrestris) με αγκάθια, μικρά λευκοκίτρινα άνθη και χαμηλό βλαστό: ~ ο χερσαίος. Βλ. ζιζάνιο, κολλιτσίδα. ΣΥΝ. τριβόλι (1) 2. (μτφ.) δυσκολία, πρόβλημα: Στην πορεία της συνάντησε ~ους και παγίδες. 3. (μτφ.) δύναμη του κακού. ● ΦΡ.: διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι βλ. διάβολος [< 1: αρχ. τρίβολος 2,3: παρετυμ. τρι- κατά το διάβολος]

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

ζιζάνιο

ζιζάνιο ζι-ζά-νι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΓΕΩΠ. κάθε φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα, εμποδίζοντας την ανάπτυξή τους: Ψέκασε το χωράφι, για να απαλλαγεί από τα ~α. Πβ. αγριόχορτα, παράσιτο. Βλ. αγριάδα, μουχρίτσα, τρίβολος. 2. (μτφ.) πρόσωπο, συνήθ. παιδί, που κάνει σκανδαλιές, αταξίες: Είναι μεγάλο ~, δεν αφήνει κανέναν στην ησυχία του! ΣΥΝ. διαβολόπαιδο, πειραχτήρι, τριβόλι (2) 3. (μτφ.) καθετί που δημιουργεί προβλήματα ή παρεμποδίζει τη θετική εξέλιξη μιας κατάστασης: το ~ του ανταγωνισμού. 4. (μτφ.) παθολογική εμμονή σε κάτι: Έχει μέσα του το ~ της αναζήτησης. ΣΥΝ. μανία (3), μικρόβιο (2), πάθος (1), τρέλα (3) ● ΦΡ.: βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια (ΚΔ, μτφ.): προκαλώ διχόνοιες, διαμάχες, προστριβές. Πβ. βάζω λόγια (σε κάποιον). Βλ. φιτιλιά. [< μτγν. ζιζάνιον ‘ήρα’, γαλλ. zizanie]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

καναπές

καναπές κα-να-πές ουσ. (αρσ.): μακρόστενο κάθισμα με ράχη, μπράτσα και υφασμάτινη ή δερμάτινη ταπετσαρία, για δύο ή περισσότερα άτομα: αναπαυτικός/γωνιακός/πτυσσόμενος/τριθέσιος ~. ~ από ξύλο καρυδιάς/οξιάς. Ο ~ του σαλονιού. ~-κρεβάτι (πβ. ντιβάνι, σοφάς). Το κάλυμμα (πβ. ριχτάρι)/τα μαξιλάρια του ~έ. ~έδες εξωτερικού χώρου/κήπου. Άραξε/βολεύτηκε/κοιμήθηκε/ξάπλωσε/χαλαρώνει στον ~έ. Βλ. ανάκλιντρο, πολυθρόνα.|| (μτφ.-προφ.) Σήκω, επιτέλους, απ' τον ~έ (: δραστηριοποιήσου, κινητοποιήσου)! Βλ. -ές. ● Υποκ.: καναπεδάκι (το) ● ΦΡ.: του καναπέ (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): για να δηλωθεί αδράνεια, παθητικότητα, ιδιώτευση: ακτιβισμός/πολίτες ~ ~. Eπαναστάτες ~ ~ (βλ. του γλυκού νερού, του σαλονιού). Η ασφάλεια/το βόλεμα/η λογική/η νοοτροπία ~ ~. Η γενιά ~ ~ (και της τηλεόρασης). Βλ. καναπεδάτος.|| Δημοκρατία (βλ. τηλεδημοκρατία)/εκλογές ~ ~. [< γαλλ. canapé < αντιδάν. αρχ. κωνωπεῖον ‘κουνουπιέρα’]

χώρια

χώρια χώ-ρια επίρρ. (προφ.) 1. χωριστά: (για ρούχα:) Βάλε ~ τα χρωματιστά απ' τα λευκά (= ξεχωριστά). Κάθισε ~ απ' τους άλλους (: μόνος του).|| (για ζευγάρι:) Ζουν/κοιμούνται ~. Δεν μπορούν ούτε στιγμή ~. Είναι ~ (: έχουν χωρίσει). ΑΝΤ. μαζί (1) 2. χωρίς να συνυπολογιστεί, να συμπεριληφθεί κάποιος ή κάτι· εκτός από, εξαιρουμένου του: Θα σου κοστίσει ... ευρώ, ~ τα έξοδα διαμονής/την ταλαιπωρία. Εκατό σελίδες, ~ οι είκοσι του προλόγου. Πβ. με εξαίρεση, πλην, χωρίς.|| Δεν νιώθω πολύ καλά, ~ που κρυώνω και λίγο (ΣΥΝ. άσε που). ● ΦΡ.: (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε: παρά τις διαφορές μας, δεν μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλον., και μαζί και χώρια (προφ.): από κοινού, αλλά και χωριστά: (για ανθρώπινη σχέση:) Είναι ~ ~. (για προϊόντα:) Πωλούνται ~ ~., μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, χωρίς/χώρια τα καλοκαίρια βλ. καλοκαίρι [< μεσν. χωριά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.