Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 48 εγγραφές  [0-20]


  • -αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.
  • άναρχος , η, ο [ἄναρχος] ά-ναρ-χος επίθ. 1. που δεν ακολουθεί αρχές, κανόνες και ειδικότ. που δεν έχει κυβέρνηση, εξουσία: ~η: αλιεία/δόμηση. ~η ανάπτυξη των προαστιακών περιοχών. Πβ. ανεξέλεγκτος, αυθαίρετος, χαοτικός, χαώδης.|| ~η: κοινωνία. Πβ. ακέφαλος, ακυβέρνητος. 2. ΘΕΟΛ. που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, δεν προέρχεται από κάπου, κυρ. για τον Θεό. Πβ. αιώνιος, άχρονος. ● επίρρ.: άναρχα: ~ δομημένες περιοχές. [< αρχ. ἄναρχος]
  • ανθυπίλαρχος [ἀνθυπίλαρχος] αν-θυ-πί-λαρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. αξιωματικός του Στρατού Ξηράς και ειδικότ. των Τεθωρακισμένων, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπίλαρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον ανθυπολοχαγό. [< γερμ. Unterleutnant]
  • ανθυπομοίραρχος [ἀνθυπομοίραρχος] αν-θυ-πο-μοί-ραρ-χος ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.): υπαξιωματικός της Χωροφυλακής· αντιστοιχεί στον υπαστυνόμο Β' της σημερινής Ελληνικής Αστυνομίας. [< γαλλ. sous-lieutenant de gendarmerie]
  • ανθυποπλοίαρχος [ἀνθυποπλοίαρχος] αν-θυ-πο-πλοί-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον σημαιοφόρο και κατώτερος από τον υποπλοίαρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον υπολοχαγό του Στρατού Ξηράς, τον υποσμηναγό της Πολεμικής Αεροπορίας, τον υπαστυνόμο Α' της Ελληνικής Αστυνομίας και τον υποπυραγό της Πυροσβεστικής. [< γαλλ. enseigne (de vaisseau) premiè re classe]
  • αντιδήμαρχος [ἀντιδήμαρχος] α-ντι-δή-μαρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): κάθε δημοτικός σύμβουλος, δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον δήμαρχο και αρμόδιος για συγκεκριμένο τομέα: ~ αθλητισμού/καθαριότητας/παιδείας/περιβάλλοντος/πρασίνου/πολεοδομίας και τεχνικών έργων.
  • αντιναύαρχος [ἀντιναύαρχος] α-ντι-ναύ-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον υποναύαρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιστράτηγο του Στρατού Ξηράς, της Ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής και τον αντιπτέραρχο της Πολεμικής Αεροπορίας. [< γαλλ. vice-amiral]
  • αντιπλοίαρχος [ἀντιπλοίαρχος] α-ντι-πλοί-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. υψηλόβαθμος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον πλωτάρχη και κατώτερος από τον πλοίαρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντισυνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς, τον αντισμήναρχο της Πολεμικής Αεροπορίας, τον αστυνομικό υποδιευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας και τον αντιπύραρχο της Πυροσβεστικής.
  • αντιπτέραρχος [ἀντιπτέραρχος] α-ντι-πτέ-ραρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, ανώτερος από τον υποπτέραρχο και κατώτερος από τον πτέραρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιστράτηγο του Στρατού Ξηράς, της Ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής και τον αντιναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος.
  • αντιπύραρχος [ἀντιπύραρχος] α-ντι-πύ-ραρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ανώτερος από τον επιπυραγό και κατώτερος από τον πύραρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος και του Πολεμικού Ναυτικού, τον αστυνομικό υποδιευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας, τον αντισυνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς και τον αντισμήναρχο της Πολεμικής Αεροπορίας.
  • αντισμήναρχος [ἀντισμήναρχος] α-ντι-σμή-ναρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτερος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, ανώτερος από τον επισμηναγό και κατώτερος από τον σμήναρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντισυνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς, τον αντιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, τον αστυνομικό υποδιευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας και τον αντιπύραρχο της Πυροσβεστικής.
  • απείθαρχος , η, ο [ἀπείθαρχος] α-πεί-θαρ-χος επίθ.: που δείχνει ή φανερώνει απειθαρχία: ~οι: στρατιώτες. ~ και ανυπότακτος λαός. ~οι και ανήσυχοι/άτακτοι μαθητές. ~α και κακομαθημένα παιδιά. Πβ. ανυπάκουος, ατίθασος.|| (κατ' επέκτ.) ~ος: χαρακτήρας. ~η: σκέψη (= άναρχη)/συμπεριφορά. ~ο: πνεύμα. ΣΥΝ. απειθάρχητος, απειθής ΑΝΤ. πειθαρχικός (2), υπάκουος
  • αρχιπλοίαρχος [ἀρχιπλοίαρχος] αρ-χι-πλοί-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ή του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον πλοίαρχο και κατώτερος από τον υποναύαρχο κατά έναν βαθμό. Βλ. ταξίαρχος. 2. επικεφαλής πλοιάρχων σε ναυτιλιακή εταιρεία.
  • αρχιπύραρχος [ἀρχιπύραρχος] αρ-χι-πύ-ραρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ανώτατος αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ανώτερος από τον πύραρχο και κατώτερος από τον υποστράτηγο κατά έναν βαθμό. Βλ. ταξίαρχος.
  • βλαχοδήμαρχος βλα-χο-δή-μαρ-χος ουσ. (αρσ.) (μειωτ.) 1. δήμαρχος μικρής περιφέρειας, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν να είναι πολύ σπουδαίος. 2. (κατ' επέκτ.) επαρχιώτης που χαρακτηρίζεται από υπεροπτική συμπεριφορά και έλλειψη καλλιέργειας.
  • γυμνασίαρχος γυ-μνα-σί-αρ-χος ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. επόπτης αγώνων επιφορτισμένος με τον έλεγχο της τήρησης των κανονισμών. Βλ. -αρχος, διαιτητής, κομισάριος, κριτής, παρατηρητής. [< αρχ. γυμνασίαρχος ‘επικεφαλής του γυμναστηρίου’]
  • δήμαρχος δή-μαρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κ. (σπάν.-λαϊκό) θηλ. δημαρχίνα}: αιρετός άρχοντας ενός δήμου: εκλεγμένος ~. Το αξίωμα/οι αρμοδιότητες/το γραφείο/η θητεία του ~ου. Βάζει(/θέτει) υποψηφιότητα (= είναι υποψήφιος ~)/κατεβαίνει/πάει για ~. Εξελέγη ~ για δεύτερη συνεχή τετραετία. Βλ. -αρχος, αντι~, βλαχο~, υπερ~. ● ΦΡ.: από δήμαρχος κλητήρας (προφ.): για άτομο που υποβαθμίστηκε, συνήθ. κοινωνικά ή επαγγελματικά: Έχασε τα πάντα και βρέθηκε/έγινε/κατάντησε ~ ~! Πβ. απ' τα ψηλά στα χαμηλά., τα παράπονά σου στον δήμαρχο (προφ.): λέγεται ως απάντηση σε κάποιον που εκφράζει παράπονα ή διαμαρτυρίες, για να του δηλώσει την πλήρη αδιαφορία του. [< αρχ. δήμαρχος ‘αρχηγός του δήμου’]
  • εμποροπλοίαρχος [ἐμποροπλοίαρχος] ε-μπο-ρο-πλοί-αρ-χος ουσ. (αρσ.): ΝΑΥΤ. πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. [< γαλλ. capitaine marchand ] ΕΜΠΟΡΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
  • έξαρχος [ἔξαρχος] έ-ξαρ-χος ουσ. (αρσ.) (συνήθ. με κεφαλ. Ε): ΕΚΚΛΗΣ. εκκλησιαστικός ηγέτης με αποστολή τη διευθέτηση σοβαρής υπόθεσης ως ειδικός αντιπρόσωπος του Πατριάρχη ή της Ιεράς Συνόδου· τιμητικός τίτλος ιεράρχη, παλαιότ. τίτλος μητροπολίτη που είχε τα πρωτεία, την πρωτοκαθεδρία σε περιοχή: ο ~ του Παναγίου Τάφου. Βλ. -αρχος. [< μτγν. ἔξαρχος]
  • έπαρχος [ἔπαρχος] έ-παρ-χος ουσ. (αρσ.) (κυρ. παλαιότ.): αιρετός διοικητής επαρχείου, επικεφαλής πενταμελούς συμβουλίου. Βλ. -αρχος, δήμαρχος, νομ-, περιφερει-άρχης. [< μτγν. ἔπαρχος ‘διοικητής, κυβερνήτης’, < λατ. praefectus, γαλλ. préfet]

-αρχος

-αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.

ταξίαρχος

ταξίαρχος τα-ξί-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {ταξίαρχου (λόγ.) ταξιάρχου}: ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός, διοικητής ταξιαρχίας: ~ εν αποστρατεία. ~ της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. υποστράτηγος)/της Πολεμικής Αεροπορίας (βλ. σμήν-, υποπτέρ-αρχος)/του Στρατού Ξηράς (βλ. συνταγματάρχης). Βλ. -αρχος. [< αρχ. ταξίαρχος ‘διοικητής στρατιωτικού σώματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.