-αλέος , α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που επιτείνει την δηλούμενη ιδιότητα: αβυσσ~/γηρ~/διψ~/θαρρ~/κραυγ~/λυσσ~/νυστ~/πειν~/ρωμ~/υπν~/φευγ~/φρικ~.
-άλευρο: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση συγκεκριμένου είδους άλευρου: καλαμποκ~/κριθ~/πατατ~/ρυζ~/σιτ~/σογι~.|| (κατ' επέκτ.) Χαρουπ~. Ιχθυ~/κρεατ~/οστε~.
-αλός , ή, ό: επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ντροπ~/παρδ~/ροδ~.
-αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
-άμενος , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
-άνθρωπος β' συνθετικό για τον σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν 1. συνήθ. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα προσώπου ή ομοιότητα με αυτό: αγρι~/αρχοντ~/βατραχ~/λεβεντ~/μισ~/φιλ~/χιον~.2. πρόσωπο που ασχολείται συστηματικά με κάτι: θεατρ~/μπασκετ~/ποδοσφαιρ~.3. σύνολο μελών μιας ομάδας: πολυάνθρωπη (= πολυπληθής) κοινότητα. Πβ. -μελής, -πρόσωπος.
-ανίζω: επίθημα ρημάτων που παράγονται από ονοματοποιημένες λέξεις: κριτσ~/μουγκ~/χαχ~. Βλ. -αρίζω.
-άνιο {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.
-ανός, -ανή, -ανό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει 1. χρονική στιγμή ή περίοδο: μεθαυρι~/μεσημερι~. Πβ. -ιάτικος.|| (ως ουσ., ΙΣΤ.) Τα Δεκεμβρι-ανά/Ιουλι-ανά.2. ό,τι σχετίζεται με το πρόσωπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βικτωρι~ (< Βικτωρία)/γρηγορι~ (< Γρηγόριος).
-άντζα (λαϊκό): επιτατικό επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από ονόματα με αρνητική ή σπανιότ. ουδέτερη σημασία: δευτερ~/σοφερ~.|| Mπροστ~.
-αξονικός , ή, ό: β' συνθετικό για τη δήλωση ορισμένου αριθμού αξόνων: δι~ό τρέιλερ. Τρι~ό όχημα.
-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες.2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
-αρίζω & -ρίζω & -ουρίζω
-αρίζω & -ρίζω & -ουρίζωεπίθημα ρημάτων που παράγονται από: 1. ονοματοποιημένες λέξεις: κακ-αρίζω. Νιαου-ρίζω. Πλατσ-ουρίζω. Βλ. -ανίζω.2. (μόνο για το -αρίζω) ουσιαστικά και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά: παιδι~. Βλ. -ίζω.3. (μόνο για το -αρίζω) αριθμητικά και δηλώνουν ηλικία κατά προσέγγιση: πενηντ~/σαραντ~ (= μπαίνω στα σαράντα).
-ιανός
-ιανός, ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~.2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.
-λής & -αλής, -λού & -αλού
-λής & -αλής, -λού & -αλού{-λήδες κ. -αλήδες | -λούδες κ. -αλούδες} (λαϊκό): επίθημα για τη δήλωση χαρακτηριστικού ή ιδιότητας: μερακ-λής (βλ. -ίδικος). Μπεσ-αλής/-αλού.
-μός
-μός& -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.