Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [40-60]


  • -αλός , ή, ό: επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ντροπ~/παρδ~/ροδ~.
  • -αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
  • -άμενος , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
  • -αμός βλ. -μός
  • -άνη : επίθημα όρων της βιοχημείας: γλυκ~.
  • -άνθρωπος β' συνθετικό για τον σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν 1. συνήθ. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα προσώπου ή ομοιότητα με αυτό: αγρι~/αρχοντ~/βατραχ~/λεβεντ~/μισ~/φιλ~/χιον~. 2. πρόσωπο που ασχολείται συστηματικά με κάτι: θεατρ~/μπασκετ~/ποδοσφαιρ~. 3. σύνολο μελών μιας ομάδας: πολυάνθρωπη (= πολυπληθής) κοινότητα. Πβ. -μελής, -πρόσωπος.
  • -ανίζω : επίθημα ρημάτων που παράγονται από ονοματοποιημένες λέξεις: κριτσ~/μουγκ~/χαχ~. Βλ. -αρίζω.
  • -άνιο {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.
  • -ανός, -ανή, -ανό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει 1. χρονική στιγμή ή περίοδο: μεθαυρι~/μεσημερι~. Πβ. -ιάτικος.|| (ως ουσ., ΙΣΤ.) Τα Δεκεμβρι-ανά/Ιουλι-ανά. 2. ό,τι σχετίζεται με το πρόσωπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βικτωρι~ (< Βικτωρία)/γρηγορι~ (< Γρηγόριος).
  • -άνος1, -άνα : επίθημα πατριδωνυμικών: Ναπολιτ~. Βραζιλι-άνα.|| Αμερικ~/Αφρικ~/Μεξικ~ (κ. -ανός, -ανή & -ανίδα). Βλ. -ιάνος, -ιάνα. ΑΝΟΣ1, ΑΝΑ
  • -ανός1, -ανή : επίθημα πατριδωνυμικών: Βολιβι~/Γεωργι~/Τεξ~.|| Αμερικ-ανός/Αφρικ-ανή (κ. -άνος, -άνα & -ανίδα). Βλ. -ιανός, -ιανή.
  • -άνος2, -άνα : επίθημα ουσιαστικών ξένης προέλευσης: βετερ-άνος/παρτιζ~/χουλιγκ~. Ρεπουμπλικ-άνα. Βλ. -ιάνος, -ιάνα.
  • -ανός2, -ανή : επίθημα ουσιαστικών ξένης προέλευσης: πουριτ~/ροταρι~.
  • -άντζα (λαϊκό): επιτατικό επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από ονόματα με αρνητική ή σπανιότ. ουδέτερη σημασία: δευτερ~/σοφερ~.|| Mπροστ~.
  • -αξονικός , ή, ό: β' συνθετικό για τη δήλωση ορισμένου αριθμού αξόνων: δι~ό τρέιλερ. Τρι~ό όχημα.
  • -άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
  • -αράκι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει υποκορισμό: βιβλι~/μηλ~/φιλ~ (πβ. -αράκος). Βλ. -άκι.
  • -αράκος : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν υποκορισμό: κλεφτ~/ψευτ~. Πβ. -άκος, -αράκι.
  • -άρας : μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών κυρίων ονομάτων και επίθημα για τον σχηματισμό επωνύμων του ίδιου γένους: (οικ.) Μητσ~/Παυλ~.|| Παναγιωτ~.
  • -αράς, -αρού {σπάν. ουδ. -αράδικο (λαϊκό) -αρούδικο} (επιτατ.): επίθημα για τον σχηματισμό μεγεθυντικών ουσιαστικών: κοιλ~/υπν~/ψευτ~.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-αρίζω & -ρίζω & -ουρίζω

-αρίζω & -ρίζω & -ουρίζω επίθημα ρημάτων που παράγονται από: 1. ονοματοποιημένες λέξεις: κακ-αρίζω. Νιαου-ρίζω. Πλατσ-ουρίζω. Βλ. -ανίζω. 2. (μόνο για το -αρίζω) ουσιαστικά και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά: παιδι~. Βλ. -ίζω. 3. (μόνο για το -αρίζω) αριθμητικά και δηλώνουν ηλικία κατά προσέγγιση: πενηντ~/σαραντ~ (= μπαίνω στα σαράντα).

-ιανός

-ιανός, ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~. 2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.

-μός

-μός & -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.