Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 48 εγγραφές  [0-20]


  • ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα. 2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.
  • ανθοβολεί [ἀνθοβολεῖ] αν-θο-βο-λεί ρ. (αμτβ.) {ανθοβόλη-σε} (συνήθ. λογοτ.): βγάζει άνθη ή είναι γεμάτος από αυτά: Οι κήποι ~ούν. Πβ. ανθίζει. [< μτγν. ἀνθοβολῶ]
  • ανθόγαλα [ἀνθόγαλα] αν-θό-γα-λα ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} & (λαϊκό) ανθόγαλο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε λιπαρά προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια του φρέσκου γάλακτος: αγνό ~. Γιαούρτι με ~. Πβ. τσίπα. ΣΥΝ. αφρόγαλα (2), καϊμάκι (2), κρέμα (γάλακτος) [< μεσν. ανθόγαλο]
  • ανθογραφία [ἀνθογραφία] αν-θο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): απεικόνιση ανθέων, ζωγραφική ή πίνακας που παριστάνει κυρ. ή μόνο άνθη. Βλ. -γραφία.
  • ανθοδέσμη [ἀνθοδέσμη] αν-θο-δέ-σμη ουσ. (θηλ.): σύνολο από κομμένα λουλούδια που έχουν τοποθετηθεί ή δεθεί μαζί: γαμήλια ~. ~ από/με ορχιδέες/τριαντάφυλλα. Προσφέρω/στέλνω μια ~. (για νύφη:) Πετάω την ~. Τον υποδέχτηκαν με ~ες. Βλ. μάτσο. ΣΥΝ. μπουκέτο (1) [< γερμ. Blumenstrauß]
  • ανθοδέτης [ἀνθοδέτης ] αν-θο-δέ-της ουσ. (αρσ.) {(σπάν. θηλ.) ανθοδέτρια} (επίσ.): ειδικός στην ανθοδετική, αυτός που δημιουργεί συνθέσεις ανθέων για στολισμό ή δώρο. Βλ. ανθο-κόμος, -πώλης.
  • ανθοδετική [ἀνθοδετική] αν-θο-δε-τι-κή ουσ. (θηλ.): η τέχνη της δημιουργίας ανθοσυνθέσεων για διακοσμητικούς κυρ. λόγους: ιαπωνική ~ (βλ. ικεμπάνα).
  • ανθοδετικός , ή, ό [ἀνθοδετικός] αν-θο-δε-τι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με τον ανθοδέτη και την ανθοδετική: ~ός: οίκος. ~ή: τέχνη.
  • ανθοδιακόσμηση [ἀνθοδιακόσμηση] αν-θο-δι-α-κό-σμη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ανθοστολισμός: ~ γάμου. ~ήσεις δεξιώσεων/εκκλησιών.
  • ανθοδοχείο [ἀνθοδοχεῖο] αν-θο-δο-χεί-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): διακοσμητικό σκεύος στο οποίο τοποθετούνται λουλούδια. Πβ. βάζο. [< γερμ. Blumenvase, γαλλ. vase à fleurs]
  • ανθοθεραπεία [ἀνθοθεραπεία] αν-θο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χορήγηση κυρ. ανθοϊαμάτων. Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική, αρωματο-, βοτανο-, φυτο-θεραπεία. [< αγγλ. flower therapy]
  • ανθοϊάματα [ἀνθοϊάματα] αν-θο-ϊ-ά-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ανθοΐαμα} (επίσ.): φυσικά παρασκευάσματα από εκχυλίσματα φυτών και λουλουδιών. [< αγγλ. flower remedies/essences]
  • ανθοκαλλιέργεια [ἀνθοκαλλιέργεια] αν-θο-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): συστηματική καλλιέργεια λουλουδιών και καλλωπιστικών φυτών και (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις: ανθοκομία και ~. ~ες θερμοκηπίων/υπαίθρου. Βλ. -καλλιέργεια.
  • ανθοκαλλιεργητής [ἀνθοκαλλιεργητής] αν-θο-καλ-λι-ερ-γη-τής ουσ. (αρσ.) (επίσ.): αυτός που ασχολείται με την ανθοκαλλιέργεια. Πβ. ανθοκόμος.
  • ανθοκηπευτικός , ή, ό [ἀνθοκηπευτικός] αν-θο-κη-πευ-τι-κός επίθ. (επίσ.): που καλλιεργείται σε ανθόκηπο ή σχετίζεται με αυτόν: Εμπορία ~ών προϊόντων.|| (ως ουσ.) Φυτοπροστασία ~ών. Η ~ή (: ο τομέας που σχετίζεται με την ανθοκαλλιέργεια σε κήπο ή θερμοκήπιο).
  • ανθόκηπος [ἀνθόκηπος] αν-θό-κη-πος ουσ. (αρσ.) & ανθοκήπιο (το) (επίσ.): κήπος ή θερμοκήπιο όπου καλλιεργούνται συστηματικά λουλούδια και καλλωπιστικά φυτά. Πβ. ανθώνας. Βλ. -κηπος. [< γερμ. Blumengarten]
  • ανθοκομία [ἀνθοκομία] αν-θο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. συστηματική καλλιέργεια ανθοφόρων και καλλωπιστικών φυτών για εμπορικούς σκοπούς και ο αντίστοιχος επιστημονικός κλάδος. Πβ. κηπουρική. Βλ. δασο-, δενδρο-, φυτο-κομία. [< γερμ. Blumenzucht]
  • ανθοκομικός , ή, ό [ἀνθοκομικός] αν-θο-κο-μι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην ανθοκομία: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: έκθεση. ~ές: καλλιέργειες. ~ά: φυτά. ● Ουσ.: ανθοκομικά (τα): τα αντίστοιχα είδη, προϊόντα., ανθοκομική (η): ανθοκομία.
  • ανθοκόμος [ἀνθοκόμος] αν-θο-κό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται με την ανθοκομία. Βλ. -κόμος. [< μτγν. ἀνθοκόμος, γερμ. Blumenzüchter]
  • ανθολόγημα [ἀνθολόγημα] αν-θο-λό-γη-μα ουσ. (ουδ.): ανθολογία. [< μεσν. ανθολόγημα]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-καλλιέργεια

-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.

-κηπος

-κηπος: το ουσιαστικό κήπος ως β' συνθετικό: αγρό~/ανθό~/βραχό~/βυσσινό~/λαχανό~.

-κόμος

-κόμος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός). 2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~.

ματσό

ματσό μα-τσό επίθ./ουσ. {άκλ.} (αργκό): (για πρόσ.) που έχει πολλά χρήματα. [< συντετμημένος τ. της μτχ. ματσωμένος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.