ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα.2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.
ανθοβολεί [ἀνθοβολεῖ] αν-θο-βο-λεί ρ. (αμτβ.) {ανθοβόλη-σε} (συνήθ. λογοτ.): βγάζει άνθη ή είναι γεμάτος από αυτά: Οι κήποι ~ούν. Πβ. ανθίζει. [< μτγν. ἀνθοβολῶ]
ανθόγαλα [ἀνθόγαλα] αν-θό-γα-λα ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} & (λαϊκό) ανθόγαλο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε λιπαρά προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια του φρέσκου γάλακτος: αγνό ~. Γιαούρτι με ~. Πβ. τσίπα. ΣΥΝ. αφρόγαλα (2), καϊμάκι (2), κρέμα (γάλακτος) [< μεσν. ανθόγαλο]
ανθογραφία [ἀνθογραφία] αν-θο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): απεικόνιση ανθέων, ζωγραφική ή πίνακας που παριστάνει κυρ. ή μόνο άνθη. Βλ. -γραφία.
ανθοδέσμη [ἀνθοδέσμη] αν-θο-δέ-σμη ουσ. (θηλ.): σύνολο από κομμένα λουλούδια που έχουν τοποθετηθεί ή δεθεί μαζί: γαμήλια ~. ~ από/με ορχιδέες/τριαντάφυλλα. Προσφέρω/στέλνω μια ~. (για νύφη:) Πετάω την ~. Τον υποδέχτηκαν με ~ες. Βλ. μάτσο. ΣΥΝ. μπουκέτο (1) [< γερμ. Blumenstrauß]
ανθοδέτης [ἀνθοδέτης ] αν-θο-δέ-της ουσ. (αρσ.) {(σπάν. θηλ.) ανθοδέτρια} (επίσ.): ειδικός στην ανθοδετική, αυτός που δημιουργεί συνθέσεις ανθέων για στολισμό ή δώρο. Βλ. ανθο-κόμος, -πώλης.
ανθοδετική [ἀνθοδετική] αν-θο-δε-τι-κή ουσ. (θηλ.): η τέχνη της δημιουργίας ανθοσυνθέσεων για διακοσμητικούς κυρ. λόγους: ιαπωνική ~ (βλ. ικεμπάνα).
ανθοδετικός , ή, ό [ἀνθοδετικός] αν-θο-δε-τι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με τον ανθοδέτη και την ανθοδετική: ~ός: οίκος. ~ή: τέχνη.
ανθοϊάματα [ἀνθοϊάματα] αν-θο-ϊ-ά-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ανθοΐαμα} (επίσ.): φυσικά παρασκευάσματα από εκχυλίσματα φυτών και λουλουδιών. [< αγγλ. flower remedies/essences]
ανθοκαλλιέργεια [ἀνθοκαλλιέργεια] αν-θο-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): συστηματική καλλιέργεια λουλουδιών και καλλωπιστικών φυτών και (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις: ανθοκομία και ~. ~ες θερμοκηπίων/υπαίθρου. Βλ. -καλλιέργεια.
ανθοκαλλιεργητής [ἀνθοκαλλιεργητής] αν-θο-καλ-λι-ερ-γη-τής ουσ. (αρσ.) (επίσ.): αυτός που ασχολείται με την ανθοκαλλιέργεια. Πβ. ανθοκόμος.
ανθοκηπευτικός , ή, ό [ἀνθοκηπευτικός] αν-θο-κη-πευ-τι-κός επίθ. (επίσ.): που καλλιεργείται σε ανθόκηπο ή σχετίζεται με αυτόν: Εμπορία ~ών προϊόντων.|| (ως ουσ.) Φυτοπροστασία ~ών. Η ~ή (: ο τομέας που σχετίζεται με την ανθοκαλλιέργεια σε κήπο ή θερμοκήπιο).
ανθόκηπος [ἀνθόκηπος] αν-θό-κη-πος ουσ. (αρσ.) & ανθοκήπιο (το) (επίσ.): κήπος ή θερμοκήπιο όπου καλλιεργούνται συστηματικά λουλούδια και καλλωπιστικά φυτά. Πβ. ανθώνας. Βλ. -κηπος. [< γερμ. Blumengarten]
ανθοκομία [ἀνθοκομία] αν-θο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. συστηματική καλλιέργεια ανθοφόρων και καλλωπιστικών φυτών για εμπορικούς σκοπούς και ο αντίστοιχος επιστημονικός κλάδος. Πβ. κηπουρική. Βλ. δασο-, δενδρο-, φυτο-κομία. [< γερμ. Blumenzucht]
ανθοκομικός , ή, ό [ἀνθοκομικός] αν-θο-κο-μι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην ανθοκομία: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: έκθεση. ~ές: καλλιέργειες. ~ά: φυτά. ● Ουσ.: ανθοκομικά (τα): τα αντίστοιχα είδη, προϊόντα., ανθοκομική (η): ανθοκομία.
ανθοκόμος [ἀνθοκόμος] αν-θο-κό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται με την ανθοκομία. Βλ. -κόμος. [< μτγν. ἀνθοκόμος, γερμ. Blumenzüchter]
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~.2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~.3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~.4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~.5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
-καλλιέργεια
-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~.2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία.3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.
-κηπος
-κηπος: το ουσιαστικό κήπος ως β' συνθετικό: αγρό~/ανθό~/βραχό~/βυσσινό~/λαχανό~.
-κόμος
-κόμος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός).2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~.
ματσό
ματσό μα-τσό επίθ./ουσ. {άκλ.} (αργκό): (για πρόσ.) που έχει πολλά χρήματα. [< συντετμημένος τ. της μτχ. ματσωμένος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.