Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 48 εγγραφές  [0-20]


  • γάλα γά-λα ουσ. (ουδ.) {γάλ-ακτος (σπάν.) -ατος | -ατα} 1. λευκό, αδιαφανές, πολύ θρεπτικό υγρό, που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών θηλυκών κατοικίδιων ζώων (κυρ. από αγελάδες, προβατίνες ή κατσίκες) και αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής· γενικότ. το αντίστοιχο υγρό που παράγεται από όλα τα θηλυκά θηλαστικά μετά τη γέννα ως πρώτη και κύρια τροφή για τα νεογέννητά τους: αγελαδινό/αγνό/αιγοπρόβειο/άπαχο/(ημι)αποβουτυρωμένο/αποστειρωμένο (~ μακράς διαρκείας)/αφυδατωμένο/βουβαλίσιο/βρεφικό/γίδινο/εβαπορέ/ζαχαρούχο/κατσικίσιο/νωπό/ολόπαχο/ομογενοποιημένο/παστεριωμένο/πλήρες/πολυβιταμινούχο/συμπυκνωμένο/συσκευασμένο/φρέσκο ~. ~ κατανάλωσης (: που πληροί τις προδιαγραφές για να κυκλοφορεί στο εμπόριο). ~ χαμηλό σε/χωρίς λιπαρά. ~ με κακάο/σοκολάτα (= σοκολατούχο). ~ (σε) σκόνη (: που έχει αφυδατωθεί). Ένα λίτρο/μπουκάλι/ποτήρι ~. Καφές/σοκολάτα/τσάι με ~. Κορν φλέικς με ~. Βιομηχανία/καρτέλ/παραγωγή ~ακτος. Βλ. ανθό-, αφρό-, βουτυρό-, ξινό-, τυρό-γαλα, γαλακτοκομικά προϊόντα.|| ~ της γάτας/γαϊδούρας/καμήλας/φάλαινας. 2. (ειδικότ.) το ανάλογο υγρό που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών των γυναικών μετά τον τοκετό: μητρικό ~. Βλ. πρωτόγαλα. 3. (κατ' επέκτ.) λευκή ή υπόλευκη ρευστή ουσία που εκκρίνεται από ορισμένα φυτά ή παράγεται με την πολτοποίηση των καρπών τους: ~ αμυγδάλου/καρύδας/ρυζιού/σόγιας/συκιάς. ● Υποκ.: γαλατάκι (το) 1. (οικ.) γάλα: Το μωρό ήπιε το ~ του. 2. πολύ μικρή συσκευασία γάλακτος, συνήθ. 15 γραμμαρίων: ~ια λάιτ. Ατομικά ~ια για τον καφέ. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητό γάλα: αγελαδινό γάλα ενισχυμένο με τέτοια συστατικά, ώστε να αποκτήσει σύνθεση παρόμοια με του μητρικού: Σίτιση βρέφους με ~ ~., κρέμα (γάλακτος) βλ. κρέμα, ορός γάλακτος βλ. ορός ● ΦΡ.: βγάζω/κατεβάζω γάλα (προφ.): (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παράγω γάλα για θηλασμό., βλαστημάω/ξερνάω/μαρτυρώ/φτύνω το γάλα της μάνας μου/της μάνας μου το γάλα (προφ.): υφίσταμαι μεγάλη δοκιμασία, ταλαιπωρία: (απειλητ.) Θα φτύσεις ~ ~! Πβ. υποφέρω., γάλακτος: χαρακτηρισμός κρέατος που προέρχεται από ζώο πολύ μικρό σε ηλικία: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι/χοιρινό (του) ~. , και του πουλιού το γάλα (μτφ.-εμφατ.): για μεγάλη ποικιλία και υψηλή ποιότητα αγαθών: Έχει ~ ~., μέλι-γάλα/μέλι και γάλα (μτφ.): αρμονικά, ήρεμα: Τα ξαναβρήκαν και τώρα όλα ~ ~ (= μια χαρά). , πιες το γάλα/το γαλατάκι σου (ειρων.): είσαι πολύ άπειρος και ανώριμος (για κάτι): Άντε ~ ~ καλύτερα ... ΣΥΝ. φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου, σαν (το) γάλα: ως χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει πολύ λευκό δέρμα και γενικότ. για οτιδήποτε έχει έντονα λευκό χρώμα: Ήταν άσπρη ~ ~. , σαν τη μύγα μες στο γάλα (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δεν ταιριάζει, που ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο: Στις παρέες αισθανόμουν πάντα ~ ~., της κόπηκε το γάλα (προφ.): (για γυναίκα που θηλάζει) σταμάτησε να παράγει γάλα για ψυχολογικούς ή παθολογικούς λόγους., χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα [< αρχ. γάλα, γαλλ. lait, αγγλ. milk]
  • γαλάζιος , ια, ιο γα-λά-ζιος επίθ.: που έχει ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως ο ασυννέφιαστος ουρανός: ~ιο: πέλαγος. ~ια: μάτια/νερά. Πβ. σιέλ. Βλ. βαθυγάλαζος, τιρκουάζ.|| ~ιος: πλανήτης (: η Γη, η οποία φαίνεται ~ια από το Διάστημα λόγω των ωκεανών). ΣΥΝ. γαλανός, γλαυκός, θαλασσής, κυανός ● Ουσ.: γαλάζιο (το): το αντίστοιχο χρώμα: το ~ του ουρανού.|| (στον πληθ.) Ντυμένη στα ~ια (ενν. ρούχα).|| (μτφ.) Ταξιδεύοντας στο απέραντο ~ (: στη θάλασσα). ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία βλ. σημαία, γαλάζιο αίμα βλ. αίμα [< μεσν. γαλάζιος]
  • γαλαζοαίματος , η, ο γα-λα-ζο-αί-μα-τος επίθ.: που ανήκει σε βασιλική ή αριστοκρατική οικογένεια ή κατάγεται από αυτή. Πβ. αριστοκράτης, ευγενής, ευπατρίδης. Βλ. γόνος, καθαρόαιμος, λαϊκός. [< γαλλ. sang-bleu]
  • γαλαζόπετρα γα-λα-ζό-πε-τρα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΥΚΤ. κοινή ονομασία του ένυδρου θειικού χαλκού, ορυκτού με μεγάλους διαφανείς κρυστάλλους ευδιάλυτους στο νερό. 2. μείγμα θειικού χαλκού και ασβέστη που διαλύεται σε νερό και χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο για την προστασία κυρ. των αμπελιών από τον περονόσπορο και τις μυκητιάσεις: ψεκασμοί με θειάφι και ~. 3. κάθε (ημι)πολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος. Βλ. περουζές, τιρκουάζ.
  • γαλαζοπράσινος , η, ο γα-λα-ζο-πρά-σι-νος επίθ. & (σπάν.) γαλανοπράσινος: που έχει απόχρωση ανάμεσα στο γαλάζιο και το πράσινο: ~η: λίμνη. ~οι: λίθοι. ~α: μάτια/νερά.|| (μτφ.) ~ο: νησί (: που συνδυάζει θάλασσα και βλάστηση). ΣΥΝ. κυανοπράσινος, πρασινογάλαζος, τιρκουάζ ● Ουσ.: γαλαζοπράσινο (το): το αντίστοιχο χρώμα: το ~ της θάλασσας. ● ΣΥΜΠΛ.: κυανοπράσινα φύκη βλ. κυανοπράσινος
  • γαλαζωπός , ή, ό γα-λα-ζω-πός επίθ.: που το χρώμα του πλησιάζει προς το γαλάζιο. Πβ. υποκύανος. Βλ. -ωπός.
  • γαλακτερός , ή, ό γα-λα-κτε-ρός επίθ. & γαλατερός (προφ.) 1. που είναι λευκός και αδιαφανής, όπως το γάλα: ~ό: γυαλί/δέρμα/πλεξιγκλάς/υγρό. Πβ. γαλακτώδης. 2. που παράγει πολύ γάλα ή περιέχει γάλα: ~ή: αγελάδα.|| ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. γαλακτούχος. Βλ. -ερός. ● Ουσ.: γαλακτερά (τα): τα γαλακτοκομικά προϊόντα ή τρόφιμα και γλυκά με κύριο συστατικό παρασκευής τους το γάλα: Νηστεύει το κρέας και τα ~. Βλ. κρεατικό. [< μεσν. γαλακτερός]
  • γαλακτικός , ή, ό γα-λα-κτι-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα ή την περίοδο γαλουχίας: ~οί: αδένες. 2. ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το γαλακτικό οξύ: ~ός: ψευδάργυρος. ~ό: ασβέστιο. ~ά: βακτήρια/ένζυμα. Πβ. οξυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαλακτικό οξύ: ΒΙΟΧ. οργανική ένωση που σχηματίζεται στον ανθρώπινο και ζωικό οργανισμό κατά τη ζύμωση του γλυκογόνου, ενώ παράγεται με μικροβιακή δράση στο γάλα: Το ~ ~ και τα άλατά του χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά τροφίμων., γαλακτική ζύμωση βλ. ζύμωση [< 1: μτγν. γαλακτικός 2: γαλλ. lactique]
  • γαλακτο- & γαλατο-, γαλακτό-, γαλατό-: α' συνθετικό για τον σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο γάλα: (ως προϊόν:) γαλακτο-βιομηχανία/~παραγωγή. Γαλακτο-κομικός.|| (ως συστατικό:) Γαλακτο-μπούρεκο. Γαλατό-πιτα.|| (BIOX.) Γαλακτο-βάκιλοι.|| (IATΡ.) Γαλακτό-ρροια.
  • γαλακτοβάκιλοι γα-λα-κτο-βά-κι-λοι ουσ. (αρσ.) (οι): ΒΙΟΧ. ραβδόμορφα αερόβια βακτήρια που παράγουν με ζύμωση γαλακτικό οξύ (με προβιοτική δράση): ~ του γιαουρτιού. Βλ. προβιοτικά. [< αγγλ. lactobacilli, 1924, γαλλ. lactobacille, περ. 1950]
  • γαλακτοβιομηχανία γα-λα-κτο-βι-ο-μη-χα-νί-α ουσ. (θηλ.): βιομηχανία παραγωγής γάλακτος ή/και γαλακτοκομικών προϊόντων. Βλ. -βιομηχανία.
  • γαλακτόζη γα-λα-κτό-ζη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. μονοσακχαρίτης (C6H12O6) που παράγεται με υδρόλυση της λακτόζης. Βλ. γλυκ-, μανν-, φρουκτ-όζη. [< γαλλ.-αγγλ. galactose]
  • γαλακτοκομείο [γαλακτοκομεῖο] γα-λα-κτο-κο-μεί-ο ουσ. (ουδ.): μονάδα παραγωγής προϊόντων γάλακτος. Βλ. -κομείο. [< γαλλ. laiterie]
  • γαλακτοκομία γα-λα-κτο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): παραγωγή, επεξεργασία γάλακτος και παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων· ειδικότ. ο σχετικός κλάδος και συνεκδ. η αντίστοιχη βιομηχανία. Πβ. γαλακτο-βιομηχανία, -κομείο, -παραγωγή. Βλ. -κομία.
  • γαλακτοκομικός , ή, ό γα-λα-κτο-κο-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη γαλακτοκομία: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: βιομηχανία (= γαλακτοβιομηχανία)/μονάδα/παραγωγή (= γαλακτοπαραγωγή). ~ά: είδη. Βλ. τυροκομικός.|| (ως ουσ.) Αυστηροί έλεγχοι στα ~ά (ενν. προϊόντα, βλ. βούτυρο, γάλα, γιαούρτι, κρέμα γάλακτος, παγωτό, τυρί). Βλ. γαλακτερά. [< γαλλ. laitier]
  • γαλακτομπούρεκο γα-λα-κτο-μπού-ρε-κο ουσ. (ουδ.) & (προφ.) γαλατομπούρεκο: ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό ταψιού με στρώσεις φύλλου κρούστας και γέμιση κρέμας (από γάλα, σιμιγδάλι, ζάχαρη και αβγά). Βλ. γαλατόπιτα, μπακλαβάς.
  • γαλακτοπαραγωγή γα-λα-κτο-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.): παραγωγή γάλακτος: ζώα (υψηλής) ~ής (: βοοειδή και αιγοπρόβατα). Αύξηση/μείωση της ~ής. Βλ. γαλακτοκομία, -παραγωγή.
  • γαλακτοπαραγωγικός , ή, ό γα-λα-κτο-πα-ρα-γω-γι-κός επίθ. & (λόγ.) γαλακτοπαραγωγός, ός, ό: που σχετίζεται με την παραγωγή γάλακτος: ~ός: συνεταιρισμός/τομέας. ~ή: μονάδα. Βλ. γαλακτοκομικός.|| ~ές: αγελάδες. ~ά: ζώα. Πβ. γαλακτοφόρος. Βλ. -παραγωγικός.
  • γαλακτοπαραγωγός γα-λα-κτο-πα-ρα-γω-γός ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την παραγωγή γάλακτος: ένωση/συνεταιρισμός ~ών. Βλ. -παραγωγός, κτηνοτρόφος.
  • γαλακτοπωλείο [γαλακτοπωλεῖο] γα-λα-κτο-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.): κατάστημα πώλησης, κυρ. γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων: ζαχαροπλαστείο-~. Βλ. -πωλείο. ΣΥΝ. γαλατάδικο [< γαλλ. laiterie]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

ανθο- & ανθό-

ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα. 2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.

βαθυγάλαζος

βαθυγάλαζος, η, ο βα-θυ-γά-λα-ζος επίθ. & βαθυγάλανος: που έχει σκούρο γαλάζιο χρώμα. Πβ. ζαφειρένιος, λουλακής. ΣΥΝ. βαθυκύανος

-βιομηχανία

-βιομηχανία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε βιομηχανία παραγωγής ορισμένου προϊόντος: αερο~/αλευρο~/αρτο~/αυτοκινητο~/γαλακτο~/καπνο~/μεταλλο~/σοκολατο~/τσιμεντο~/φαρμακο~/χαρτο~.|| Μεγαλο~/μικρο~.

βούτυρο

βούτυρο βού-τυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύρου} ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. 1. εδώδιμη λιπαρή ουσία λευκοκίτρινου χρώματος, σε στερεή και μαλακή μορφή, που παράγεται από επεξεργασία γάλακτος και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική: αγελαδινό/αλατισμένο/ανάλατο/άνυδρο (= βουτυρέλαιο)/κατσικίσιο/νωπό/πρόβειο/φρέσκο ~. Ψωμί με ~ και μαρμελάδα/μέλι. Αλείψτε το ταψί με ~. Το ~ λιώνει. Βλ. στακο~. 2. ανάλογη ουσία που παρασκευάζεται από τους σπόρους διάφορων φυτών: ζωικό/φυτικό ~. ~ καριτέ/καρύδας/μάνγκο/φιστικιών (= φιστικοβούτυρο). Πβ. μαργαρίνη.βουτύρου: που περιέχει βούτυρο: καραμέλες/κρουασάν/μπισκότα ~ (= βουτυράτα). ● Υποκ.: βουτυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: βούτυρο (του) κακάο βλ. κακάο ● ΦΡ.: βούτυρο στο ψωμί (μτφ.): για καθετί που ενισχύει κάποιον ή κάτι, που αποβαίνει προς όφελός του: ~ ~ των κερδοσκόπων/των λαϊκιστών. Ρυθμίσεις που αποτελούν ~ ~ των εμπόρων/των πολυεθνικών. [< αρχ. βούτυρον, αγγλ. butter, γαλλ. beurre]

γαλακτοκομία

γαλακτοκομία γα-λα-κτο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): παραγωγή, επεξεργασία γάλακτος και παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων· ειδικότ. ο σχετικός κλάδος και συνεκδ. η αντίστοιχη βιομηχανία. Πβ. γαλακτο-βιομηχανία, -κομείο, -παραγωγή. Βλ. -κομία.

γαλακτοκομικός

γαλακτοκομικός, ή, ό γα-λα-κτο-κο-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη γαλακτοκομία: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: βιομηχανία (= γαλακτοβιομηχανία)/μονάδα/παραγωγή (= γαλακτοπαραγωγή). ~ά: είδη. Βλ. τυροκομικός.|| (ως ουσ.) Αυστηροί έλεγχοι στα ~ά (ενν. προϊόντα, βλ. βούτυρο, γάλα, γιαούρτι, κρέμα γάλακτος, παγωτό, τυρί). Βλ. γαλακτερά. [< γαλλ. laitier]

γαλατόπιτα

γαλατόπιτα γα-λα-τό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. γλυκό ταψιού που έχει ως βάση το γάλα και περιέχει σιμιγδάλι ή αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη και αβγά: ~ με/χωρίς φύλλο. Βλ. -πιτα.

γλυκ-

γλυκ- βλ. γλυκο1- & γλυκό-, γλυκο2- & γλυκ-

γόνος

γόνος γό-νος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) τέκνο, απόγονος: ~ αριστοκρατικής/εφοπλιστικής/καλής/πλούσιας οικογένειας. Πβ. παιδί. Βλ. πρόγονος. 2. ΙΧΘΥΟΛ. -ΖΩΟΛ. νεογέννητα ψάρια, προνύμφες ή αβγά ψαριών ή εντόμων: Παραγωγή ~ου τσιπούρας. Αλίευση/εκτροφή ~ων. Εμπλουτισμός υγρότοπων με ~ους. Πβ. ιχθύδιο.|| ~ στρειδιών.|| Ο ~ των μελισσών. [< αρχ. γόνος]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

ζύμωση

ζύμωση ζύ-μω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΧ. χημική μετατροπή κατά την οποία μία οργανική ένωση διασπάται σε απλούστερα συστατικά με την επίδραση ενζύμων που παράγονται από μικροοργανισμούς: (αν)αερόβια/μερική/οξική ~. Βιομηχανικές/μικροβιακές ~ώσεις. ~ μούστου/οίνου. (Βιο)αέριο από τη ~ αποβλήτων. Πβ. βρασμός. 2. (μτφ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} διαδικασία που προετοιμάζει την εμφάνιση μιας νέας κατάστασης και οδηγεί συχνά σε μεταβολές και ανακατατάξεις: εσωτερικές/ιδεολογικές/παρασκηνιακές/προεκλογικές ~ώσεις. ~ώσεις για τη διαδοχή/τη θέση του προέδρου/σχηματισμό κυβέρνησης. Έχουν αρχίσει/εντείνονται/κορυφώνονται οι ~ώσεις για τις δημοτικές εκλογές. Πβ. διεργασία, κυοφορία. Βλ. αναβρασμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αλκοολική ζύμωση: ΒΙΟΧ. μετατροπή σακχάρων σε αιθανόλη με τη βοήθεια ζυμομυκήτων., γαλακτική ζύμωση: ΒΙΟΧ. μετατροπή της γλυκόζης σε γαλακτικό οξύ. Βλ. γιαούρτι., βουτυρική ζύμωση βλ. βουτυρικός [< 1: αρχ. ζύμωσις, γαλλ. fermentation]

καρδάρα

καρδάρα καρ-δά-ρα ουσ. (θηλ.) & καρδάρι (το) (λαϊκό): κάδος, δοχείο κυρ. για άρμεγμα ζώων. ● ΦΡ.: χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που από απροσεξία, βιασύνη, επιπολαιότητα ή ανυπομονησία καταστρέφει ό,τι έχει επιτύχει προηγουμένως: Είχαν τη νίκη στα χέρια τους, αλλά στο τέλος έχυσαν/κλότσησαν ~ ~. [< μεσν. καρδάρα, καρδάρι]

-κομείο

-κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~. 2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).

-κομία

-κομία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται στην ειδική φροντίδα, την καλλιέργεια, την παραγωγή ή την εκτροφή: βρεφο~.|| Οροφο~/τραπεζο~.|| Ανθο~/δασο~/ελαιο~/φυτο~.|| Τυρο~.|| Ζωο~/ιχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -τροφία)/μελισσο~.

κρέμα

κρέμα κρέ-μα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μίγμα από γάλα κυρ., αλλά και βούτυρο, αβγά, αλεύρι και συνήθ. ζάχαρη: βρεφική (βλ. φρουτόκρεμα)/παιδική ~. ~ γαλακτομπούρεκου/ζαχαροπλαστικής(= πατισερί)/πιάτου (βλ. μουχαλεμπί). ~ αραβοσίτου/βανίλια(ς)/λεμόνι/σοκολάτα(ς) (: ως επιδόρπιο). Παγωτό ~. Μπουγάτσα με ~.|| Τυρί-~ (= με κρεμώδη υφή).|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ μπεσαμέλ. 2. καλλυντικό ή φαρμακευτικό παρασκεύασμα με λιπαρή υφή, συνήθ. παχύρρευστο: αντηλιακή/αντιρυτιδική/(εν)υδατική/θρεπτική/καταπραϋντική/κολπική/προστατευτική/υποαλλεργική ~. ~ αδυνατίσματος/αντιγήρανσης/ημέρας/καθαρισμού/ματιών/νύχτας/προσώπου/σύσφιξης/σώματος/χεριών. ~ για εγκαύματα/κατά της ακμής/με εκχύλισμα .../ξυρίσματος (: για να μαλακώνουν τα γένια πριν από το ξύρισμα· βλ. αφρός). ~ περιποίησης για ξηρή και ευαίσθητη επιδερμίδα. Μαλακτική ~ μαλλιών. Eπάλειψη με ~. Απλώστε/εφαρμόστε την ~. Βάζω ~. Πβ. αλοιφή. Βλ. οδοντόκρεμα. ● Υποκ.: κρεμούλα & (σπάν.) κρεμίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κρέμα (γάλακτος): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ανθόγαλα, καϊμάκι: πηχτή/φυτική/χτυπημένη (= σαντιγί) ~ ~. [< γαλλ. crème fraîche] , κρέμα/κρεμ καραμελέ βλ. καραμελέ ● ΦΡ.: φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου (ειρων.): σε άπειρο ή/και νεαρό συνομιλητή. ΣΥΝ. πιες το γάλα/το γαλατάκι σου [< 1: ιταλ. crema 2: γαλλ. crème]

κυανοπράσινος

κυανοπράσινος, η, ο κυ-α-νο-πρά-σι-νος επίθ. (λόγ.): γαλαζοπράσινος. Βλ. τιρκουάζ. ΣΥΝ. πρασινογάλαζος ● ΣΥΜΠΛ.: κυανοπράσινα φύκη & γαλαζοπράσινα φύκια: κυανοβακτήρια. Βλ. σπιρουλίνα. ΣΥΝ. κυανοφύκη

ορός

ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]

-παραγωγικός

-παραγωγικός, ή, ό: το επίθετο παραγωγικός ως β' συνθετικό: γαλακτο~/πετρελαιο~. Πβ. -παραγωγός2.

περουζές

περουζές πε-ρου-ζές ουσ. (αρσ.) (σπάν.-λαϊκό): ΟΡΥΚΤ. γαλαζοπράσινος πολύτιμος λίθος. Βλ. -ές, γαλαζόπετρα, τιρκουάζ. [< τουρκ. peruze]

πρωτόγαλα

πρωτόγαλα πρω-τό-γα-λα ουσ. (ουδ.) {χωρ. πληθ.}: ΙΑΤΡ. υποκίτρινο γαλακτώδες υγρό που παράγεται από τους μαστούς της γυναίκας αμέσως μετά τον τοκετό. Πβ. πύαρ. [< μτγν. πρωτόγαλα]

-πωλείο

-πωλείο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση καταστήματος, χώρου πώλησης συγκεκριμένου είδους: ανθο~/βιβλιο~/δισκο~/οινο~ (βλ. -ποιείο). Παντο~.|| Μεζεδο~.

σημαία

σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]

τυροκομικός

τυροκομικός, ή, ό τυ-ρο-κο-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την τυροκομία: ~ή: επιχείρηση/μονάδα/παράδοση. ~ό: αλάτι. ~ές: εργασίες. Βλ. γαλακτοκομικός.|| (ως ουσ.) Αυστηροί έλεγχοι στα ~ά (ενν. προϊόντα, βλ. κεφαλοτύρι, μανούρι, φέτα). [< γαλλ. fromager]

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.