Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 53 εγγραφές  [0-20]


  • οχ & ωχ [ὄχ] επιφών.: δηλωτικό έντονου αρνητικού συναισθήματος: (πόνος) ~, χτύπησα το πόδι μου! Πβ. άουτς.|| (στενοχώρια) ~ βάσανα ...|| (αγανάκτηση, δυσφορία, δυσαρέσκεια) ~, δε μας αφήνεις στην ησυχία μας πρωί πρωί; Πβ. ουφ, όχου.|| (έκπληξη) ~, χίλια συγγνώμη, δεν το ήθελα!|| (ως ουσ.) Άρχισε τα ~ και τα αχ πάλι! ● ΦΡ.: (οχ) αμάν αμάν βλ. αμάν, οχ/ωχ, αδερφέ! βλ. αδελφός [< μεσν. οχ, λ. ηχομιμητ.]
  • οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός
  • ΟΧΕ (η): Ομοσπονδία Χειροσφαιρίσεως Ελλάδος.
  • οχεία [ὀχεία] ο-χεί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): γονιμοποίηση θηλυκού ζώου από το αρσενικό, ζευγάρωμα: φυσική ~ ή τεχνητή σπερματέγχυση. [< αρχ. ὀχεία]
  • όχεντρα [ὄχεντρα] ό-χε-ντρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): ΖΩΟΛ. οχιά. [< μεσν. όχεντρα]
  • οχετός [ὀχετός] ο-χε-τός ουσ. (αρσ.) 1. αποχετευτικό σύστημα ή βόθρος: ανοιχτός ~. Κιβωτοειδής/πλακοσκεπής/σωληνωτός ~. ~ αποβλήτων/ομβρίων (υδάτων). Πβ. λαγούμι, υπόνομος. 2. (μτφ.-μειωτ.) χείμαρρος απαξιωτικών σχολίων ή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σήψη, διαφθορά: ~ βωμολοχιών/κατηγοριών/λάσπης/συκοφαντιών/ψεμάτων. ~ μίσους εναντίον/κατά ... Βουτηγμένοι μέσα στα σκάνδαλα και στον ~ό της δημόσιας ζωής. Πβ. βόρβορος, βούρκος, χαβούζα.|| (για πρόσ.) Έχει στόμα-~ό. [< αρχ. ὀχετός]
  • οχεύει [ὀχεύει] ο-χεύ-ει ρ. (αμτβ.) {όχευσε} (επιστ.): (για αρσ. ζώο) ζευγαρώνει με θηλυκό. Πβ. βατεύει. [< αρχ. ὀχεύω]
  • όχημα [ὄχημα] ό-χη-μα ουσ. (ουδ.) {οχήμ-ατος | -ατα, -άτων} (επίσ.) 1. κάθε μέσο μεταφοράς ανθρώπων ή/και αντικειμένων, συνήθ. μηχανοκίνητο: διαστημικό/εναέριο/πλωτό/ρομποτικό/υποβρύχιο/χερσαίο ~. Βενζινοκίνητο/ηλεκτρικό/υβριδικό ~. Δημόσιο/ιδιωτικό (= ΙΧ)/κρατικό/μεταχειρισμένο/υπηρεσιακό ~. Απορριμματοφόρο/βυτιοφόρο/διασωστικό (βλ. ασθενοφόρο)/πυροσβεστικό/ρυμουλκούμενο/σιδηροδρομικό (= βαγόνι)/υδροφόρο ~. Εγκαταλελειμμένα/κλεμμένα ~ατα. Ανακύκλωση/απόσυρση ~άτων. ~ παντός εδάφους/πόλης/πολλαπλών χρήσεων. ~ τύπου ... Απαγόρευση διέλευσης/κυκλοφορίας/στάθμευσης ~άτων. Χειριστές βαρέων ~άτων. Πβ. τροχοφόρο.|| (ΣΤΡΑΤ.) Ερπυστριοφόρα/τεθωρακισμένα ~ατα. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) μέσο για την προώθηση σκοπού: ~ ανάπτυξης (πβ. μοχλός)/εξέλιξης/επικοινωνίας.|| Πρόοδος με ~ την τεχνολογία.|| (ως παραθετικό σύνθ.) εργαλείο-~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανατρεπόμενο όχημα/φορτηγό βλ. ανατρεπόμενος [< αρχ. ὄχημα ‘άμαξα, πλοίο’ 2: γαλλ. véhicule]
  • οχηματαγωγό [ὀχηματαγωγό] ο-χη-μα-τα-γω-γό ουσ. (ουδ.) 1. (επίσ.) πλοίο που μεταφέρει οχήματα ή και τους επιβάτες τους· φεριμπότ: επιβατηγό/φορτηγό-~. Ταχύπλοο ~.|| (ως επίθ.) ~ πλοίο (ακρ. Ο/Γ). ΣΥΝ. πορθμείο (2) 2. ΣΤΡΑΤ. πολεμικό πλοίο για μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων και αρμάτων μάχης. Πβ. αρματαγωγό. [< αγγλ. car ferry]
  • οχηματοπομπή [ὀχηματοπομπή] ο-χη-μα-το-πο-μπή ουσ. (θηλ.): πομπή οχημάτων: στρατιωτική ~. ~ του ΝΑΤΟ. Βλ. αυτοκινητοπομπή.
  • όχθη [ὄχθη] ό-χθη ουσ. (θηλ.) {οχθών} 1. λωρίδα ξηράς που περιβάλλει έκταση νερού ή βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε αυτή: αμμώδης ~. Η ~ της λίμνης (= ακρολιμνιά)/του ποταμού (= ακροποταμιά)/του ρέματος. Κατά μήκος της ~ης. 2. (κατ' επέκτ.) πλευρά: Άλλαξε ομάδα και πέρασε στην αντίπερα ~ (: έγινε οπαδός της αντίπαλης ομάδας). [< 1: αρχ. ὄχθη]
  • όχθρητα βλ. έχθρητα
  • όχι [ὄχι] ό-χι επίρρ. 1. ως αρνητική απάντηση ή απόρριψη, διάψευση της σημασίας πρότασης, φράσης ή λέξης: -Ήρθε; -~ ακόμα. -Έχετε ξανασυναντηθεί; -~, δεν έτυχε. -Φεύγετε αύριο; -~, σήμερα. -Το πρόβλημα λύνεται με περισσότερα χρήματα; -Βεβαίως/οπωσδήποτε ~. ~ άλλα/πια ψέματα! (σε συνθήματα) ~ στη βία/στα ναρκωτικά! Ε, ~ και να μας κάνει ό,τι θέλει! Εξελίξεις ~ πάντα θετικές. Ταινία για παιδιά και ~ μόνο (: δηλ. και για μεγάλους). (εμφατ.) -Είναι επικίνδυνο; -~ βέβαια! ΑΝΤ. ναι (1) 2. ενισχύει το νόημα μιας αποφατικής πρότασης: ~, δεν πρόκειται ν' αλλάξω γνώμη! ~, κανένας δεν ξέρει τι συνέβη. (κ. ως επιφών.) ~, μη φύγεις! ~ προς Θεού, δεν ήθελα να σε προσβάλω. (δηλώνει έντονη απαγόρευση, αποτροπή) ~, ~, δεν πρέπει/μην το κάνεις! 3. ως ελλειπτική αποφατική πρόταση: -Προλαβαίνουμε; -Εννοείται/νομίζω/πιστεύω/φοβάμαι πως ~ (: πως δεν προλαβαίνουμε). Συμφωνείτε ή ~; Εάν όλα πάνε καλά, είμαστε εντάξει· εάν ~, τι θα κάνουμε; Θα το πω άσχετα με το αν είναι σωστό ή ~. Μπορείς να φύγεις. Ή μάλλον ~, περίμενε λίγο ακόμα. Να το αγοράσω, ναι ή ~; Αυτή είναι περιποίηση! ~ σαν τότε που περιμέναμε μία ώρα! Εδώ δεν μπορούσα τότε που εργαζόμουν, ~ τώρα που είμαι άνεργος (: πόσο μάλλον, πολύ περισσότερο). 4. σε σχήμα λιτότητας: -Πώς τα πήγες; -~ και τόσο καλά (: μέτρια). -Πεινάς; -~ πολύ (: έτσι κι έτσι). 5. σε αποφατική ή αντιθετική σύνδεση όρων ή προτάσεων αντίστοιχα: Το ζήτημα είναι κοινωνικό και ~ πολιτικό. Περασμένα και ~ ξεχασμένα. Δύσκολο, αλλά ~ (και) ακατόρθωτο. Χρειάζονται έργα, ~ μόνο λόγια. (με άρνηση και στα δύο σκέλη) ~ απολύσεις, αλλά ούτε και προσλήψεις. 6. (ως επιφών.) προς δήλωση έντονης δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή δυσάρεστης έκπληξης, συνήθ. για κάτι απρόοπτο: ~, πάλι τα ίδια. -Τα έμαθες; Χώρισαν! -~! Πβ. δεν το πιστεύω, μη μου το λες! 7. εκφράζει συμφωνία με το περιεχόμενο της αποφατικής πρότασης που διατύπωσε ο συνομιλητής: -Δεν υπάρχει πια φιλότιμο. -~ (= ναι, έχεις δίκιο, συμφωνώ). ● Ουσ.: όχι (το) 1. αρνητική απάντηση ή ψήφος: Δεν ξέρει να λέει ~ (= να αρνείται). Απάντησαν μ' ένα βροντερό/δυνατό/ηχηρό/κατηγορηματικό/σθεναρό ~. Τα ναι και τα ~ της δίαιτας (: όσα επιτρέπονται και όσα δεν επιτρέπονται αντιστοίχως).|| Τα ~ υπερίσχυσαν των ναι με διαφορά ... %. ΑΝΤ. ναι 2. ΙΣΤ. (με κεφαλ. το πρώτο ή όλα τα γράμματα) η απόρριψη, από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, του τελεσίγραφου της 28ης Οκτωβρίου 1940, με το οποίο η Ιταλία ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των στρατιωτικών της δυνάμεων από την ελληνοαλβανική μεθόριο, γεγονός που σήμανε την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου: το ~ του '40. Το ελληνικό ~. Η επέτειος του ~. Ζήτω το ~! ● ΦΡ.: δε(ν) θα έλεγα όχι: δηλώνει ευγενική αποδοχή, συγκατάθεση: ~ ~ σε μια συνεργασία μαζί τους (: θα δεχόμουν να συνεργαστώ μαζί τους)., όχι και πάλι όχι (εμφατ.): ως επίμονη, κατηγορηματική άρνηση: ~ ~, δεν έρχομαι!, όχι μόνο ..., αλλά και: για να δηλωθεί εναντίωση ή έμφαση στο δεύτερο μέρος: Θέλουμε ~ λόγια, ~ πράξεις.|| Είναι ~ απρόσεκτος, ~ αυθάδης., όχι να ...: αντί να: Θέλω να σε βοηθήσω, ~ ~ σε εκμεταλλευτώ.|| (εκφράζει έντονη αποδοκιμασία για μια πράξη που έγινε ή πρόκειται να γίνει) Να κοιτάζεις τη δουλειά σου· ~ ~ κουτσομπολεύεις τον καθένα., όχι ότι/πως ... (προφ.) 1. όχι γιατί: Δεν πήγαμε στην εκδρομή· ~ ~ δεν θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, έστω και αν δεν είναι τόσο έντονο ή φανερό: ~ ~ δεν τα ήξερα. Τα ήξερα, όμως κόμπλαρα.|| ~ ~ με νοιάζει δηλαδή, έτσι ρωτάω από περιέργεια., όχι που (προφ.): ως απόρριψη πιθανού ενδεχομένου: ~ ~ θα γλίτωνες/θα σ΄ άφηνε να μιλάς έτσι (: σιγά μην ...)!, όχι, ευχαριστώ (δεν θα πάρω)!: ως ευγενική αρνητική απάντηση σε πρόταση ή προσφορά ή ως έκφραση άρνησης, απόρριψης: -Θέλεις λίγο ακόμα; -~, ευχαριστώ! Βλ. παρακαλώ.|| Φαστ φουντ; ~ ~ (ΣΥΝ. να μου λείπει)!, πώς όχι;: βεβαίως: -Τον γνωρίζεις; -~ ~; Ήμασταν συμφοιτητές., ίσως ναι, ίσως όχι βλ. ίσως, και ναι και όχι βλ. και, όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... βλ. παινεύω, όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) βλ. κάθομαι, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, όχι αστεία βλ. αστείο, όχι Γιάννης, Γιαννάκης βλ. Γιάννης, όχι δα! βλ. δα, όχι κ(α)ι έτσι βλ. έτσι, όχι, παίζουμε! βλ. παίζω [< μεσν. όχι < αρχ. οὐχί]
  • οχιά [ὀχιά] ο-χιά ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. γένος δηλητηριωδών φιδιών (οικογ. Viperidae) με βαρύ σώμα και κοντή ουρά, που φέρουν δύο μυτερά δόντια στην άνω γνάθο: κόκκινη ~. Δάγκωμα/τσίμπημα ~ιάς. Βλ. αστρίτης, βόας, κόμπρα, κροταλίας, πύθωνας. ΣΥΝ. έχιδνα (1), όχεντρα 2. (μτφ.) ύπουλο και κακόβουλο πρόσωπο: Μην τον/την εμπιστεύεσαι, είναι ~ φαρμακερή! ● ΣΥΜΠΛ.: οχιά διμούτσουνη βλ. διμούτσουνος [< 1: αρχ. ἔχις]
  • οχλαγωγία [ὀχλαγωγία] ο-χλα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.): έντονος θόρυβος που προκαλείται από ομιλίες, φωνές ή κραυγές συγκεντρωμένου πλήθους: η ~ της πόλης. Πβ. καλαμπαλίκι. ΣΥΝ. οχλοβοή, χάβρα (1), χλαπαταγή [< μτγν. ὀχλαγωγία]
  • οχλαγωγικός , ή, ό [ὀχλαγωγικός] ο-χλα-γω-γι-κός επίθ. (σπάν.): που σχετίζεται με την οχλαγωγία: ~ές: εκδηλώσεις.
  • οχληρός , ή, ό [ὀχληρός] ο-χλη-ρός επίθ. (λόγ.): ενοχλητικός, δυσάρεστος: ~ός: ήχος. ~ές: παρεμβάσεις/συνέπειες. Χρονοβόρα και ~ή διαδικασία.|| (για πρόσ.) Βρίσκω ~ή την παρουσία του. Πβ. φορτικός. Βλ. -ηρός. [< αρχ. ὀχληρός]
  • οχληρότητα [ὀχληρότητα] ο-χλη-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.): ενοχλητικότητα. Βλ. -ότητα.
  • όχληση [ὄχληση] ό-χλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ενόχληση που προκαλείται στον άνθρωπο, κυρ. από εισροή ρύπων ή περιβαλλοντική επιβάρυνση: έντονη ~. Αισθητική/ηχητική (βλ. ηχορύπανση)/κυκλοφοριακή ~. Πηγή ~ης. Ελαχιστοποίηση της ~ης. Βιομηχανίες/δραστηριότητες/μονάδες μέσης/υψηλής/χαμηλής ~ης. 2. ΝΟΜ. ειδοποίηση προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του: έγγραφη (: με εξώδικο)/τηλεφωνική ~. Επιστολή ~ης. ~ για καταβολή χρέους. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική όχληση βλ. οπτικός [< αρχ. ὄχλησις ‘στενοχώρια, ανία’, αγγλ. disturbance]
  • οχλοβοή [ὀχλοβοή] ο-χλο-βο-ή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): οχλαγωγία.

αδελφός

αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]

αμάν

αμάν [ἀμάν] α-μάν επιφών.: δηλώνει έντονο συναίσθημα (παράκληση, απόγνωση, φόβο, λύπη, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, θαυμασμό) ανάλογα με το συγκείμενο και τον επιτονισμό: ~ Παναγιά μου, φύλαγε (πβ. έλεος). ~ πες το μου, μη μ' αφήνεις στην αγωνία. ~, τη βάψαμε! ~! Τώρα τι κάνουμε; Οχ ~, τι κακό που μας βρήκε! ~ τι πάθαμε! ~ τι βάσανο κι αυτό. ~ μ' αυτούς τους ιούς! ~ (= πω πω), τι γυναικάρα ήταν αυτή! ● ΦΡ.: (οχ) αμάν αμάν: για να εκφραστεί μεγάλος καημός, ντέρτι: Αν σε χτυπήσει ο έρωτας, ~ ~.|| (στο ρεμπέτικο και σε μαντινάδες) Σεβντά μου άναψε, ~ ~., αμάν πια: για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση, δυσφορία: ~ ~ βαρέθηκα να τον περιμένω! Πβ. αρκετά, νισάφι (πια), φτάνει πια., βρε αμάν, βρε ζαμάν: για μάταιη παράκληση: Τον χιλιοπαρακάλεσα, ~ ~, τίποτε αυτός! Πβ. βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου., κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον 1. επιθυμώ πάρα πολύ, διακαώς: ~ει ~ να γυρίσει στην πατρίδα του. Πβ. κάνω κρα, πεθαίνω. 2. καταβάλλω μεγάλο κόπο, προσπαθώ πολύ για να καταφέρω κάτι: Ο κόσμος ~ει ~, για να βρει εισιτήριο!, λέω αμάν {συνήθ. στον αόρ.}: αγανακτώ εξαιτίας μεγάλης ταλαιπωρίας: Είπαμε ~ να γλιτώσουμε απ' αυτόν και να 'τος πάλι! [< τουρκ. aman]

ανατρεπόμενος

ανατρεπόμενος, η, ο [ἀνατρεπόμενος] α-να-τρε-πό-με-νος επίθ.: που έχει δυνατότητα κλίσης, ώστε να αδειάζει το περιεχόμενό του: ~ος: κάδος. ~η: πλατφόρμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανατρεπόμενο όχημα/φορτηγό & φορτηγό με ανατρεπόμενη καρότσα & (προφ.) ανατρεπόμενο: που η καρότσα του ανυψώνεται και αποκτά κλίση προς τα κάτω, δεξιά ή αριστερά για άδειασμα του φορτίου της. [< αγγλ. dump truck, 1924] ● βλ. ανατρέπω [< μτγν. ἀνατρεπόμενος]

αστείο

αστείο [ἀστεῖο] α-στεί-ο ουσ. (ουδ.): οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται για πείραγμα και προκαλεί γέλιο ή ευθυμία, ευχάριστη συνήθ. ανατροπή μιας κατάστασης: άνοστο/έξυπνο/επιτυχημένο/κακόγουστο/κρύο/ξεκαρδιστικό/πρωταπριλιάτικο/σαχλό/σεξιστικό/χαζό/χαριτωμένο/χοντρο(κομμένο) ~. Το ~ (της ημέρας) είναι ότι ... Πού βλέπεις/είναι το ~; Για ~ (: στα αστεία) το είπα. Ένα ~ έκανα (αστειεύτηκα) και το πήρε στα σοβαρά (= παρεξηγήθηκε). Γελάω/ενοχλούμαι με τ' ~α κάποιου. Άσε τ' ~α (= σοβαρέψου) και πες μου! Να λείπουν τ' ~, ας μιλήσουμε σοβαρά. (εμφατ.) Πέρα από/χωρίς ~α, πάντως, να προσέχεις, όταν οδηγείς τη μηχανή. Πβ. ανέκδοτο, αστεϊσμός, καλαμπούρι, πλάκα, φάρσα, χιούμορ, χωρατό. ● ΦΡ.: δεν παίρνω από αστεία: δεν δέχομαι αστεία, που συχνά έχουν στόχο εμένα· είμαι πολύ αυστηρός., δεν σηκώνει αστεία: για κάτι πολύ σοβαρό: Η κατάσταση ~ ~., ούτε για/γι' αστείο (εμφατ.): για κάτι που δεν γίνεται δεκτό σε καμιά περίπτωση: Αυτό μην το λες ~ ~., όχι αστεία (εμφατ.): προς επιβεβαίωση των λεγομένων: Κάνει ζέστη, ~ ~. Πβ. δεν είναι παίξε-γέλασε., στ' αστεία: για να προκληθεί γέλιο ή εύθυμη διάθεση· χωρίς σοβαρότητα: Δεν λέει τίποτα ~ ~ (= τα εννοεί αυτά που λέει). ΣΥΝ. αστεία (2) ΑΝΤ. στα σοβαρά, το αστείο του πράγματος/του θέματος/στην υπόθεση είναι ότι ...: για κάτι παράξενο, απρόσμενο: Τα φόρτωσαν όλα πάνω μου, αλλά ~ ~ εγώ δεν είχα ιδέα/δεν ήξερα τίποτα., μεταξύ σοβαρού και αστείου βλ. σοβαρός, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα βλ. γυρίζω ● βλ. αστειάκι [< αρχ. ἀστεῖον 'ευφυολογία', γαλλ. plaisanterie]

αστρίτης

αστρίτης [ἀστρίτης] α-στρί-της ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. είδος εξαιρετικά δηλητηριώδους οχιάς (επιστ. ονομασ. Vipera berus) που ζει σε ορεινές περιοχές. Βλ. -ίτης1.

αυτοκινητοπομπή

αυτοκινητοπομπή [αὐτοκινητοπομπή] αυ-το-κι-νη-το-πο-μπή ουσ. (θηλ.): πομπή αυτοκινήτων: στρατιωτική ~. ~ των δυνάμεων ασφαλείας. ~ με διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια/τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Επίθεση κατά ~ής. Βλ. οχηματοπομπή.

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

δα

δα μόρ. (προφ.) 1. επιτατικό μετά από αντωνυμίες (δεικτικές), επιρρήματα (ποσοτικά, χρονικά, τροπικά, τοπικά): Ήταν μικρή, τόση ~! Μακάρι ν' άλλαζες, έστω τόσο ~ (: λίγο)! 2. εμφατικό, συχνά μετά από άρνηση: Σιγά, δεν είναι ~ και κανένας γόης! (συχνά ειρων.) Το ξέρετε ~ πως βγήκε πρώτη στην τάξη (= βέβαια, φυσικά)! ● ΦΡ.: δεν είναι δα και για: για να μετριαστεί υπερβολική αντίδραση: Ένα λάθος έκανα, ~ ~ θάνατο!, όχι δα! (ως επιφών.): για μετριασμό ή αμφισβήτηση όσων προαναφέρθηκαν (συχνά για υπερβολές): Ε ~ ~ και να μου λένε τι να κάνω! -Άργησε, λες να μην έρθει; -~ ~!, αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε βλ. λείπω, έλα τώρα/δα! βλ. έλα, τώρα δα/μόλις βλ. τώρα [< αρχ. δή, μεσν. δα]

διμούτσουνος

διμούτσουνος, η, ο δι-μού-τσου-νος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: οχιά διμούτσουνη (υβριστ.): διπρόσωπος, ύπουλος, υποκριτής. Πβ. φίδι κολοβό.

έτσι

έτσι [ἔτσι] έ-τσι επίρρ. 1. (τροπικό) με αυτόν τον ή με τον ίδιο τρόπο: Σου αρέσουν ~ τα μαλλιά μου; ~ γίνονται οι δουλειές σήμερα. ~ είχες πει. Πώς την πατήσαμε ~! Κράτα το ~ από την άκρη. Πώς τα κατάφερες ~; (επιτατ. + επίρρ.) Σας το λέω ~ απλά. Να γινόταν ένα θαύμα ~ ξαφνικά! Mην κάνεις ~. ~ έχω συνηθίσει/με έχουν μάθει. Μόνο εγώ βλέπω ~ τα πράγματα; ~ θα συνεχίσουμε. ~ γράφεται; ~ κάνουν οι φίλοι; ~ κι έγινε. Μας έδωσε ~ την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την κατάσταση. Ιζήματα κάλυψαν τον πάγο, διατηρώντας τον ~ ανέπαφο. Μπα, ~ σου μάθανε να μιλάς; ~ λέμε εμείς από το νησί. Όπως κάθε χρόνο, ~ και φέτος κάναμε Πάσχα στο χωριό. -Θα γίνει καλά; -~ (= αυτό) νομίζω. Τα πράγματα δεν έχουν ~ (ακριβώς). (παρενθετικά) Το μειονέκτημά της, ας/να το πούμε ~, είναι ότι ...|| Γιατί/πώς είσαι ~; ~ έχει η ζωή/ο κόσμος. Αν είναι ~, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Πβ. τοιουτοτρόπως, ως ακολούθως, ως εξής. Βλ. αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά. 2. συνήθ. στην αρχή περιόδου για σύνδεση με τα προηγούμενα ή για να εκφράσει αποτέλεσμα, συμπέρασμα: (στο τέλος αφηγήσεων) Κι ~ έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. ~ η τελευταία έρευνα ανατρέπει τα προηγούμενα δεδομένα. ~, ένα χρόνο αργότερα, ολοκλήρωσε την πρώτη της ταινία. ~ για παράδειγμα ... ~ (= συνεπώς) η βαθμολογία διαμορφώνεται ως εξής ... 3. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό: ~ το είπε (πβ. συμπτωματικά)/το έκανε στ' αστεία/για να γελάσουμε/για πλάκα. ~ μου ήρθε και το έγραψα. ~ του αρέσει/κάπνισε. ΑΝΤ. σκόπιμα 4. (ως δείκτης στο τέλος φρ.) (προφ.) για να ζητηθεί συγκατάθεση ή επιβεβαίωση: Θα έρθεις μαζί μας, ~ (= εντάξει, σύμφωνοι); 5. (ποσοτικό) (συνήθ. + επίθ.) τόσο: Πώς μπορείς να κάθεσαι ~ ήρεμος! Τι θες και φωνάζεις ~; Πώς πάχυνες ~; 6. (προφ.) για να δηλωθεί ευχή: Πες μου σε παρακαλώ, ~ να χαρείς την οικογένειά σου! Πβ. είθε, μακάρι. 7. (προφ.) δωρεάν, τζάμπα: Τη συμπάθησε και της το έδωσε ~. ● Ουσ.: έτσι (αργκό) 1. (ο) για γνωστό πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται: Βγήκε/θα έρθει με τον ~ της. 2. (το) πείσμα, ιδιοτροπία: Με το ~ του όπου κι αν βρεθεί, κλέβει την παράσταση. ● ΦΡ.: δεν είναι έτσι (εμφατ.): για άρνηση ή για επιβεβαίωση (σε ερώτηση): ~ ~ όπως τα λες. ~ ~ τα πράγματα.|| Από την αρχή ήθελες να φύγεις, ~ ~ (: έτσι δεν είναι);, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε (ειρων.): ο καθένας έχει τη δική του άποψη για γεγονότα και καταστάσεις, θεωρώντας ότι αυτή είναι η μόνη αντικειμενική. [< ιταλ. così è, se vi pare] , έτσι ή αλλιώς(/αλλιώτικα)/είτε έτσι είτε αλλιώς/έτσι (κι) αλλιώς (κι αλλιώτικα): με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μια ή στην άλλη περίπτωση: Τι σημασία έχει αν τα πράγματα έγιναν ~ ~;, έτσι και: αν, σε περίπτωση που: ~ ~ αλλάξεις γνώμη, πες μου το. ~ ~ το μάθει, δεν θα σου ξαναμιλήσει.|| (απειλητ.) ~ ~ δω καμιά ύποπτη κίνηση, χάθηκες!, έτσι κι έτσι (προφ.) 1. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα, ούτε πολύ ούτε λίγο: -Πώς τα περνάς; -~ ~. Οι δουλειές πηγαίνουν ~ ~. Η ταινία ήταν ~ ~ (πβ. καλούτσικη).|| -Το κατάλαβες; -~ ~. Πβ. κομσί κομσά. 2. για αποφυγή περιττής επανάληψης ή λεπτομερούς αναφοράς: Βρήκαν τον δήμαρχο και του είπαν ~ ~. Του εξήγησα ότι ~ ~ έχει η κατάσταση. ~ ~ έμαθα, της είπε. Πβ. το και το. 3. σε κάθε περίπτωση: Και τι έχω να φοβηθώ; ~ ~ δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε. Σκέφθηκα ~ ~ είμαι χαμένος, ας το ριψοκινδυνέψω. Πβ. έτσι κι αλλιώς., έτσι μπράβο/έτσι ντε! (προφ.): ως έκφραση επιδοκιμασίας, ενθάρρυνσης ή (σπάν.) ειρωνείας: ~ μπράβο, ωραία του τα είπες! ~ μπράβο, τα πηγαίνετε πολύ καλά!|| ~ ντε! Να σκέφτεσαι αισιόδοξα!, έτσι όπως: κατά αυτόν τον τρόπο που: ~ ~ πάει η δουλειά/το πράγμα, θα τελειώσω σε καμιά εικοσαετία. Δεν είναι ~ ~ τα λέτε. ΣΥΝ. έτσι που (1), έτσι που 1. με τον τρόπο με τον οποίο: Ήταν επόμενο, ~ ~ φέρεσαι. ~ ~ το 'βαλες, θα πέσει. ΣΥΝ. έτσι όπως 2. ώστε: Το έγραψα ~ ~ να το καταλάβουν όλοι., έτσι σε θέλω (προφ.): (ως έκφρ. ενθάρρυνσης) μου αρέσεις έτσι όπως είσαι: ~ ~, να γελάς!, έτσι ώστε: με αποτέλεσμα: Ήταν τόσο σαφής, ~ ~ δεν υπήρξαν παρανοήσεις. Χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες, ~ ~ να (= για να) λυθεί το πρόβλημα., μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς (προφ.): (προκειμένου να δηλωθεί διαρκής μεταβολή) τη μια φορά έτσι, την άλλη διαφορετικά: Μου τα λέει ~ ~. Είναι ~ ~. Άστατος ο καιρός, ~ ~., μόνο έτσι/έτσι μόνο: μόνο με αυτόν τον τρόπο: ~ ~ θα σωθεί η επιχείρηση. ~ ~ πετυχαίνεις τον σκοπό σου., ο έτσι ο αλλιώς (προφ.): για αρνητικούς συνήθ. χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο, χωρίς να δηλώνονται συγκεκριμένα: Γι' αυτούς ήταν ο κακός άνθρωπος, ο φονιάς, ~ ~., όχι κ(α)ι έτσι: για κάτι που θεωρείται υπερβολικό ή αποδοκιμάζεται από τον ομιλητή: Είπαμε εκμετάλλευση του φυσικού τοπίου, αλλά ~ ~! Ε, ~ ~, το παράκαναν!, ώστε έτσι (λοιπόν) (προφ.): συνοψίζοντας όσα προαναφέρθηκαν: Α, ~ ~ της είπε; ~ ~, ε; Τώρα θα δεις!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, έτσι για την ιστορία βλ. ιστορία, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει βλ. γουστάρω, έτσι κι αλλιώς βλ. αλλιώς, έτσι λες; βλ. λέω, έτσι σου είπαν να λες; βλ. λέω, έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! βλ. κόσμος, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, κάπως έτσι βλ. κάπως, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, με το έτσι θέλω βλ. θέλω, μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι βλ. γιουβέτσι, πώς (κι) έτσι; βλ. πώς [< μεσν. έτσι]

έχθρητα

έχθρητα [ἔχθρητα] έ-χθρη-τα ουσ. (θηλ.) & όχθρητα (λαϊκό-λογοτ.): έχθρα. Βλ. -ητα. [< μεσν. έχθρητα]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ίσως

ίσως [ἴσως] ί-σως επίρρ.: είναι πιθανό: Ρώτησέ τον· ~ (να) ξέρει. ~ δεν έπρεπε να ... ~ να μη μάθουμε ποτέ τι έγινε. Είναι ~ ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. ΣΥΝ. ενδέχεται, ενδεχομένως, μπορεί, πιθανώς, τυχόν (1) ΑΝΤ. οπωσδήποτε (1), σίγουρα ● ΦΡ.: ίσως ναι, ίσως όχι: σε περιπτώσεις που δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: Θα έρθεις; ~ ~, εξαρτάται., όταν/αν ίσως: σε περίπτωση που συμβεί κάτι, αν και θεωρείται λίγο απίθανο: Θα καταλάβει το λάθος του, όταν ~ θα είναι πολύ αργά. Αν ~ σε ρωτήσουν πού είμαι, να τους πεις ότι δεν γνωρίζεις. [< αρχ. ἴσως]

κάθομαι

κάθομαι κά-θο-μαι ρ. (αμτβ.) {κάθ-ισα (σπάν. -ησα) κ. (προφ.) έκατσα (προστ. κάθισε κ. προφ. κάτσε), -ίσω κ. (προφ.) κάτσω, καθισμένος (λόγ.) καθήμενος} 1. δίνω στο σώμα μου τέτοια θέση, ώστε το βάρος του να στηρίζεται στους γλουτούς, συνήθ. με τον κορμό κάθετα στους μηρούς: ~ισε στον καναπέ/στην καρέκλα/στο κρεβάτι/στο πάτωμα/στο χαλί. ~ισαν στο τραπέζι για να φάνε (: ενν. σε καθίσματα γύρω από αυτό). Δεν βρήκα πουθενά να κάτσω. Βλ. ανα~, καθίζω, παρα~.|| (προφ.) Κάτσε κάτω (: μην είσαι όρθιος)! Έλα κάθισε/κάτσε κοντά μου! Kαθίστε, παρακαλώ!|| (προφ., πριν ανακοινώσει κάποιος κάτι συνταρακτικό) ~εσαι; Γιατί έχω κάτι φοβερό να σου πω!|| ~ ανακούρκουδα/καταγής/οκλαδόν/σταυροπόδι. Καθισμένος στα γόνατα.|| (σε κατάστημα) ~εται στο ταμείο (: εισπράττει τα χρήματα). 2. στέκομαι: ~ όρθιος. ~όταν στο παράθυρο. Έκατσα στην άκρη και περίμενα. 3. (προφ.) κατοικώ, μένω: ~εται στην οδό .../στην πόλη/στο εξωτερικό. Τώρα ~όμαστε σε άλλη γειτονιά. ~ονται σε διαμέρισμα/μονοκατοικία. Πβ. διαμένω.|| ~εται πολλές ώρες στη δουλειά. Θα κάτσω μέσα (: ενν. στο σπίτι), δεν θα βγω. Πόσες μέρες θα ~ίσεις στο νησί; Θα κάτσουμε κι άλλο ή θα φύγουμε; ~ισε καιρό στην εξουσία/στο νοσοκομείο. Πβ. παραμένω. 4. (προφ.) βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Κάτσε ήσυχα/φρόνιμος!|| ~εται με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση.|| (εμφατ., + και/να) Τι ~εσαι και ασχολείσαι/δίνεις σημασία/κλαις/κοιτάς/στενοχωριέσαι; Κάτσε και πες τα μου όλα! Ας κάτσουμε να μιλήσουμε! 5. (προφ.) ανέχομαι: ~εσαι και σε προσβάλλουν; Δεν θα κάτσω να με κλέψει κι από πάνω!|| (για παιδί) Δεν ~εται (= δέχεται) να το ταΐσω (: αντιδρά, αντιστέκεται)! 6. (προφ.) αδρανώ, τεμπελιάζω: Tι ~εσαι και δεν βοηθάς; Όλη τη μέρα ~εται (= δεν ασχολείται με τίποτα, δεν εργάζεται). Μην ~εσαι (= μην μένεις άπρακτος), κουνήσου!|| Εδώ γίνεται χαμός κι εσύ ~εσαι;κάθεται {συνήθ. στο θ. του αορίστου} (μτφ.-προφ.) 1. υφίσταται καθίζηση, κατακάθεται: ~ισε ο δρόμος (/η άσφαλτος)/το κέικ (= δεν φούσκωσε)/το λάστιχο (= έσκασε)/το πάτωμα (= βούλιαξε)/η σκόνη. 2. πέφτει σε απόδοση: Η ομάδα ~ισε αδικαιολόγητα και οι αντίπαλοι μείωσαν το σκορ. Η αγορά έχει ~ίσει., κάτσε/κάθισε (+ να, προφ.): περίμενε, στάσου: ~ να δεις τι θα γίνει σε λίγο! ~ να σιγουρευτούμε πρώτα και μετά βλέπουμε! ● ΦΡ.: (μου) έκατσε (προφ.): είχε θετική ή επιθυμητή εξέλιξη· έτυχε: Ήθελα να πάω στη συναυλία, αλλά δεν μου 'κατσε. Της ~ μια καλή δουλειά. Αν μου κάτσει το λαχείο, θα ..., εκεί που καθόμουν ... (σε αφήγηση): για κάτι ξαφνικό που επακολούθησε: ~ ~ κι έβλεπα τηλεόραση/ωραία και καλά, χτυπάει το τηλέφωνο!, κάτσε καλά! (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή επίκριση: (Για) ~ ~ μη σου αστράψω καμία/που θες και ...! ~ ~ και μην ξανοίγεσαι, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι!, κι ακόμα κάθεσαι/και κάθεσαι ακόμα; (προφ., ως έντονη προτροπή): μη διστάζεις, τρέχα, βιάσου: Ζήτησε να σε δει ~ ~;, μου 'κατσε/μου την έκατσε να ... (προφ.): μου μπήκε η ιδέα: Του ~ να φάει παγωτό!, μου την έκατσε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε· μου την έφερε., όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας: ~ ~ ν' ασχοληθώ/να στενοχωρηθώ! Σιγά μην κάτσω να σκάσω, ας γίνει ό,τι γίνει (= δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου)!, την κάτσαμε (τη βάρκα) (αργκό): βρίσκομαι σε δεινή θέση: Αν μας πιάσουν, ~ ~ (= τη βάψαμε, την κάναμε από κούπες, την πατήσαμε)!, του κάθισε (αργκό): για γυναίκα που αποδέχτηκε τις ερωτικές προτάσεις κάποιου, ενέδωσε., δεν κάθεται/δεν στέκεται σε χλωρό κλαρί βλ. χλωρός, καθίζω κάποιον/κάθομαι στο σκαμνί βλ. σκαμνί, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο, κάθομαι σαν (την) κότα βλ. κότα, κάθομαι στ' αβγά μου βλ. αβγό & αυγό, κάθομαι στα θρανία βλ. θρανίο, κάθομαι στη γωνιά μου βλ. γωνιά, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πριονίζω το κλαδί (πάνω) στο οποίο κάθεται (κάποιος)/την καρέκλα (κάποιου) βλ. κλαδί, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ βλ. σηκώνω, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε βλ. σηκώνω, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον λαιμό να σου (/του ...) κάτσει! βλ. λαιμός, του έχει καθίσει στον σβέρκο βλ. σβέρκος, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν βλ. πουλάκι [< μεσν. κάθομαι]

και

και σύνδ. & (πριν από φωνήεν) κι· (σύμβ. &) 1. για την παρατακτική σύνδεση δύο ή περισσότερων λέξεων, προτάσεων ή περιόδων: εγώ ~ εσύ. Καλός ~ έξυπνος. Μέρα ~ νύχτα. Μαθηματικά, φυσική ~ χημεία. Μιλούσε ~ έγραφε.|| (στην πρόσθεση:) Ένα ~ ένα κάνουν δύο. Πβ. συν.|| (σε αποφατική συμπλοκή:) Πάρε αυτό ~ όχι το άλλο. Πήγαινε ~ μη γυρίσεις πίσω. Θέλει να είναι πρώτη ~ να μην (= χωρίς να) κουράζεται.|| (προσθετικά:) Γενικά μαθήματα ~ ακόμη/επίσης μαθήματα ειδικότητας. Συνέδρια, συμπόσια καθώς ~ συζητήσεις. Θέλω ~ άλλο/αυτό. Έχω ~ λίγα φρούτα. Τον βοηθούσε ~ του συμπαραστεκόταν. ~ μην ξεχάσεις να ποτίσεις! Πβ. επιπλέον.|| (για υπολογισμό κατά προσέγγιση:) Είναι εξήντα (ετών) ~ (= και πάνω)/~ ούτε (ενν. καν). Είκοσι (κιλά) ~ βάλε.|| (αντιθετικά:) Κλαίω ~ εσύ γελάς. Δεν είπα ψέματα, αλλά ούτε ~ την αλήθεια. Άλλα του είπα ~ άλλα κατάλαβε! ~ όμως έτσι έγιναν τα πράγματα (: για έντονη αντίρρηση)! Δεν μπορώ· ~ έπειτα (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θέλω κιόλας. Πβ. αλλά.|| (μεταβατικά, σε αφηγήσεις:) ~ ο άλλος απάντησε ... ~ έτσι/μια μέρα έφυγε. Έμεινε για λίγο άφωνος. ~ έπειτα/ύστερα είπε ...|| (συγκριτικά:) Καμιά σαν ~ σένα. Σήμερα, όπως ~ χθες. 2. για έμφαση: ~ ο ένας ~ ο άλλος. ~ φαγητά ~ γλυκά ~ ποτά. Έως ~ τη Δευτέρα. Έλα ~ εσύ. Ήρθαν ~ οι πέντε. Απευθύνομαι ~ στους δυο σας. ~ συ αυτό πιστεύεις; Αυτό ~ μόνο αρκεί. Αυτός ~ κανένας άλλος (: είναι ανεπανάληπτος, μοναδικός). Ολοένα ~ περισσότερο. Τον πειράζει ~ το παραμικρό. Συνεχίζεται ~ στην επόμενη σελίδα.|| (σωρευτικά:) ~ δώρα του έκανε ~ ταξίδια τον πήγε ~, ~, ~.|| (διαζευκτικά:) ~ τώρα ~ μετά ~ όποτε θέλεις. Πβ. είτε ... είτε ...|| (επιδοτικά:) Βγήκε νικητής ~ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (πβ. και μάλιστα). Θα σου απαντήσω ~ αμέσως μάλιστα. Ακόμα/αφού ~ εγώ κουράστηκα, πόσο μάλλον το παιδί! Όχι μόνο ωραίο αλλά ~ πρακτικό. Όχι μόνο ήρθε, αλλά έφερε ~ παρέα.|| (Για κάτι ασυνήθιστο:) Πώς ~ τελείωσες τόσο νωρίς; Πώς ~ έτσι; ~ τώρα τι κάνουμε; Μην το θεωρείς ~ ακατόρθωτο. ~ πού να τη δεις από κοντά (ενν. είναι ακόμη καλύτερη)! ~ έπειτα/μετά/ύστερα μου λες να μην ανησυχώ ... 3. (σε στερεότυπες εκφράσεις, με επανάληψη της ίδιας λέξης) για έμφαση στον αριθμό, τη διάρκεια, την ποσότητα: Μήνες ~ μήνες. Χρόνια ~ χρόνια. Ποιοι ~ ποιοι ήταν εκεί (= ποιοι ακριβώς); Κόσμος ~ κοσμάκης (= πολλοί και διάφοροι· αόριστη αναφορά). Υπάρχουν μαθητές ~ μαθητές (: λογής λογής). Πόσοι ~ πόσοι δεν έκαναν την ίδια ερώτηση! Αυτό είναι όλο ~ όλο (ενν. μόνο αυτό); Τόσα ~ τόσα συνέβησαν στο μεταξύ. Περάσαμε μπόρες ~ μπόρες μαζί.|| Έλεγε ~ έλεγε (: μιλούσε συνεχώς) και δεν σταματούσε. Έκανε ~ έκανε τόσα και στο τέλος τον ξέχασαν όλοι.|| ~ θέλω ~ δεν θέλω να πάω (: δεν είμαι σίγουρος). (Για κατά προσέγγιση υπολογισμό:) Είναι ~ δεν είναι δυο χρονών. Τον βγάζει ~ δεν τον βγάζει τον χειμώνα (: θα πεθάνει σύντομα). Πβ. (μόλις και) μετά βίας. 4. για δήλωση εναντίωσης ή παραχώρησης: (αν και, παρόλο που, παρόλα αυτά:) ~ που στο είπα, με άκουσες; ~ να το ξέρω, δεν θα στο πω.|| (και αν:) Ακόμα ~ αν/να φύγεις, δεν με νοιάζει. Θα έρθω ~ ας μην είσαι εδώ. Όποιος ~ αν/να με ζητήσει ... Όποιο ~ αν/να είναι το αποτέλεσμα ... Ό,τι ~ αν/να γίνει ... Όσο ~ αν/να προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει. Ελάτε, όπου ~ αν/να βρίσκεστε. 5. σε θέση υποτακτικού συνδέσμου: (συμπερασματικού:) Δούλεψε πολύ ~ κέρδισε το πρώτο βραβείο. Είπε ψέματα ~ τώρα κανείς δεν τον πιστεύει. Μην πας τόσο νωρίς ~ περιμένεις απ' έξω. Είναι δυνατός ~ τον φοβούνται. Άκουσέ με ~ δεν θα το μετανιώσεις. Κάντο ~ θα δεις. Πβ. ώστε, με αποτέλεσμα να.|| (αιτιολογικού:) Μη φωνάζεις ~ δεν έχεις δίκιο (πβ. γιατί). Έλα ~ δεν αντέχω άλλο (πβ. επειδή).|| (χρονικού:) Έλα ~ (ενν. μετά) βλέπουμε. Έφαγα ~ κοιμήθηκα (πβ. έπειτα, ύστερα). Χτύπα ~ θα σου ανοίξουν. Διάβαζε ~ έβλεπε τηλεόραση (πβ. ενώ). Δεν είχα καλά καλά τελειώσει/δεν πρόλαβα να τελειώσω ~ χτύπησε το κουδούνι (πβ. μόλις, όταν, τη στιγμή που).|| (τελικού:) Έλα ~ δες. Πήγαινε ~ πες μου. Πβ. για να.|| (ενδοιαστικού:) Μην έρθεις ~ σε βρει εδώ. Πβ. μήπως.|| (βουλητικού:) Τον άκουσα ~ φώναζε. Σε βλέπω ~ είσαι διστακτικός. Αρχίζω ~ καταλαβαίνω. Έτυχε ~ τον είδα. Τι ήθελα ~ ήρθα; Πβ. να.|| (ειδικού:) Βλέπω ~ σ' αρέσει. Πβ. ότι, πως. 6. στην αρχή κυρ. ευχετικών εκφράσεων: ~ με τη νίκη/σ' ανώτερα/στα δικά σου/στις χαρές σου/του χρόνου! ~ μη χειρότερα!|| (για ανεκπλήρωτη ευχή:) Αχ, ~ να είχα τα χρόνια σου! Αχ, ~ να 'ξερες ... Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: και (το): για να δηλωθεί λεπτομερής αναφορά: Ούτε ένα "~" δεν ξέχασε. ● ΦΡ.: (ε) κι έπειτα/ύστερα; (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία, ειρωνεία ή ότι κάτι δεν είναι σημαντικό: - Άφησες το φαγητό έξω από το ψυγείο! - ~ ~; Πβ. και λοιπόν; και τι έγινε/και τι μ' αυτό;, ... και μη: σε ελλειπτικό αποφατικό λόγο, για αποφυγή επανάληψης όρου που έχει αναφερθεί αμέσως πριν καταφατικά: κυβερνητικοί ~ ~ (ενν. κυβερνητικοί) φορείς. Φαγητά νηστίσιμα ~ ~. Για αρχάριους/παντρεμένους ~ ~., ε, και; (προφ.): ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο: Μου υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει. ~ ~; -Είναι κλειστά τα μαγαζιά σήμερα. -~ ~; Θα πάω αύριο. Πβ. κι επειδή;, και άλλα (συντομ. κ.ά.): μετά από ενδεικτική παράθεση ομοειδών στοιχείων, για να αποφευχθεί η συσσώρευση: Αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κ.ά. Παιδικά ~ ~ τραγούδια. Κασκόλ, καπέλα ~ ~ αξεσουάρ. Αυτά ~ ~. ~ ~ παρόμοια/πολλά/τέτοια/(λόγ.-ειρων.) τινά. (σε απαρίθμηση) Πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ~ ~ φρούτα., και δεν (+ ρήμα): στην αρχή προτάσεων που αποτελούν καταφατική απάντηση· με παραινετική, προτρεπτική σημασία, σε ερώτηση που προηγήθηκε: -Να βγούμε το βράδυ; -~ ~ βγαίνουμε! (: Ας βγούμε!) -Να μαγειρέψω φακές σήμερα; -~ ~ μαγειρεύεις! (: Μαγείρεψε.), και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν: (σε θέση διαζευκτικού συνδέσμου) για δήλωση αδιαφορίας· είτε ... είτε: Και να γυρίσει και να μη γυρίσει, δεν με νοιάζει., και ναι και όχι & ούτε ναι ούτε όχι (προφ.): ως έκφραση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας: -Σου άρεσε; -Και ~ ~.|| Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι., (ακόμα) και οι πέτρες βλ. πέτρα, (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! βλ. πρώτος, (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο βλ. δίκιο, (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, (και) μια και δυο βλ. ένας, μία/μια, ένα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, ... και κακό! βλ. κακό, ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, εδώ και βλ. εδώ, εμείς κι εμείς βλ. εγώ, ένας κι ένας βλ. ένας, μία/μια, ένα, έτσι και βλ. έτσι, κάθε ... και ... βλ. κάθε, και βέβαια βλ. βέβαια, και δεν συμμαζεύεται βλ. συμμαζεύω, και δη βλ. δη, και καλά βλ. καλά, και κάτι βλ. κάτι, και λοιπά (κ.λπ.)/και τα λοιπά (κ.τ.λ.) βλ. λοιπός, και λοιπόν; βλ. λοιπόν, και μάλιστα βλ. μάλιστα, και μόνο βλ. μόνο, και να βλ. να1, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς), και όχι μόνο βλ. μόνο, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και πού 'σαι βλ. πού, και τα όμοια βλ. όμοιος, και τι δεν ...! βλ. τι, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, και τι να δω! βλ. βλέπω, και τι στον κόσμο! βλ. κόσμος, και το ρωτάς; βλ. ρωτώ, και του πουλιού το γάλα βλ. γάλα, και/κι ας βλ. ας, και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, κι εσύ (τέκνον) Βρούτε; βλ. Βρούτος, λες κ(α)ι βλ. λέω, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, ό,τι κι ό,τι βλ. ό,τι, όλα κι όλα! βλ. όλος, όποιος κι όποιος βλ. όποιος, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, πες το κι έγινε βλ. λέω, τα ίδια και τα ίδια βλ. ίδιος2, το και το βλ. αυτός [< αρχ. καί, μεσν. κι]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

οπτικός

οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παίζω

παίζω παί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπαι-ξα, παί-ξει, παί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, παίζ-οντας, -όμενος, παι-γμένος} 1. επιδίδομαι σε κάτι που με διασκεδάζει, με ψυχαγωγεί ή σε συγκεκριμένο παιχνίδι, συνήθ. με σκοπό τη νίκη· ειδικότ. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι: ~ με τις κούκλες/τους φίλους μου/τα χρώματα. Τα παιδιά ~ουν στον δρόμο. ~ και μαθαίνω. Πβ. παιχνιδίζει.|| ~ ποδόσφαιρο/σκάκι. ~ει ηλεκτρονικά/ονλάιν παιχνίδια. Τι ~ετε; ~ουμε κρυφτό/κυνηγητό/μήλα/μπιλιάρδο/παντομίμα/ρακέτες. ~εις! (: είναι η σειρά σου να ~ξεις). ~ουν τα λευκά/τα μαύρα (ενν. ο παίχτης με τα αντίστοιχα πιόνια στο σκάκι). Παίξαμε τρεις παρτίδες τάβλι. Η ζαριά δεν μπορεί να ~χτεί. Πώς ~εται το μπέιζμπολ (: ποιοι είναι οι κανόνες του); ~χτηκε καλό βόλεϊ και από τις δύο ομάδες. ~εται η παράταση. Δεν ~χθηκαν οι καθυστερήσεις.|| Γιατί δεν με ~ετε (: δεν με δέχεστε στο παιχνίδι, στην παρέα);|| ~ει στον ιππόδρομο/στο καζίνο. ~ λόττο/ρουλέτα/χαρτιά (πβ. χαρτο~). Ούτε πίνει ούτε ~ει (= δεν τζογάρει). 2. συμμετέχω σε ομαδικό άθλημα ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά, αγωνίζομαι: ~ει στην Εθνική/στο μουντομπάσκετ. ~ει βασικός/τραυματισμένος. Σε ποια θέση ~εις; ~ουμε στην έδρα μας/στον τελικό. ~ουμε εναντίον .../φιλικό. ~ουμε για τη νίκη. Έχει ~ξει δίπλα σε μεγάλους παίχτες/σε διάφορες ομάδες. Δεν ~ξε σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Παίξανε αμυντικά/έξυπνα/επιθετικά/με έναν παίκτη λιγότερο/μέτρια/νευρικά στο α' ημίχρονο/πειθαρχημένα/σκληρά/χωρίς άγχος/ώριμα. Στην επίθεση ~ξαν καλύτερα. Η ομάδα δεν ~ξε (ενν. καλά). 3. ερμηνεύω, υποδύομαι έναν ρόλο· ανεβάζω έργο στη σκηνή: Τα παιδιά έπαιζαν (= παρίσταναν, προσποιούνταν, υποκρίνονταν) τους μεγάλους.|| (για ηθοποιούς) ~ει (= υποδύεται) τον κακό. ~ουν (με αλφαβητική σειρά): ... ~ξε στον κινηματογράφο/σε κλασικές ταινίες. Έχουν ~ξει μαζί στην τηλεόραση.|| Στο δημοτικό θέατρο ~ει "...". Η παράσταση ~όταν για δύο σεζόν. (προφ.) Τα θέατρα δεν ~ουν τις Δευτέρες (= αργούν). 4. χειρίζομαι επιδέξια, γνωρίζω κάποιο μουσικό όργανο· (για μουσικό) εκτελώ μουσική σύνθεση: ~ βιολί/πιάνο από τα δώδεκα. Γράφει στίχους, μουσική και ~ει κιθάρα. Θα ~ξει ζωντανά. Το λαούτο ~εται με πένα.|| ~ σε συναυλίες/στη φιλαρμονική. Μου αρέσει η μουσική που ~ουν. Θα ~ξουν παλιές τους επιτυχίες. 5. εκθέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: ~εις με τη ζωή/την υγεία σου. Η εταιρεία ~ει το όνομα και τη φήμη της.|| (για κάτι αβέβαιο, που βρίσκεται σε κρίσιμη φάση:) ~εται το μέλλον/η τύχη της οικονομίας/του τόπου/χιλιάδων φοιτητών. ~εται η πρόκριση/το πρωτάθλημα/η πρωτιά. ~ονται μεγάλα συμφέροντα/εκατομμύρια ευρώ. Από εκεί και πέρα όλα ~ονται (: όλα είναι πιθανά). Πβ. διακινδυνεύω, διακυβεύω. 6. ποντάρω, στοιχηματίζω: ~ει χιλιάδες ευρώ στο προπό/ό,τι έχει και δεν έχει/τεράστια ποσά. ~ξα ... ευρώ υπέρ της ... Τα ~ξε όλα στα ζάρια.|| Ποντάρισμα που έχει ~χτεί δεν ακυρώνεται. Σε κάθε γύρο μπορούν να ~χτούν μέχρι τρεις μάρκες. 7. αστειεύομαι, κάνω πλάκα: Εμείς μιλάμε σοβαρά κι εσύ ~εις. Ξέρεις καλά ότι δεν ~ με τέτοια θέματα. Δεν μπορείς να ~ξεις μαζί του. Πβ. κοροϊδεύω. 8. κουνώ, πειράζω κάτι, συχνά από αμηχανία: Έπαιζε με τα γάντια/το κολιέ/τα μαλλιά της. ~ει το κομπολόι του.παίζει 1. λειτουργεί: Το βίντεο/η τηλεόραση δεν ~ (= χάλασε). Το αρχείο δεν ~ κανονικά (ενν. στον υπολογιστή). 2. προβάλλει, μεταδίδει: Τι ~ η τηλεόραση; Η σειρά θα ~χτεί σε περισσότερες από δέκα χώρες. Τι ~εται στις αίθουσες/στο σινεμά αυτή την εβδομάδα; (μτφ.) ~χτηκε το τελευταίο επεισόδιο της σχέσης τους.|| (για το ραδιόφωνο) Ο σταθμός ~ ροκ. Τα τραγούδια του ~ονται ακόμη. Θα ~χτούν δυόμισι λεπτά από το κομμάτι. 3. ακούγεται, ηχεί: Το ραδιόφωνο ~ πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το! Έπαιζε η μουσική κι εμείς χορεύαμε. 4. έχει χαλαρώσει και κουνιέται: Η βίδα ~. Οι μπροστινοί τροχοί ~ουν ανησυχητικά. 5. (μτφ.-προφ.) γίνεται, συμβαίνει, συνήθ. παρασκηνιακά: Δεν ξέρω τι ~ με αυτή την υπόθεση. Κάτι ~εται εδώ! ~ονται πολλές κομπίνες. Μάλλον δεν κατάλαβες τι ~χτηκε. ΣΥΝ. τρέχει (1) 6. (νεαν. αργκό) είναι πιθανό: ~ να έρθει αύριο. ~ το εξής σενάριο ... Όλα ~ονται. Πβ. ενδέχεται. 7. (μτφ.-προφ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, ακούγεται: Το θέμα/το όνομά του ~ πολύ τελευταία στα μίντια. 8. (μτφ.-προφ.) κυμαίνεται: Η τιμή πώλησης του πετρελαίου ~ από ... ως ... δολάρια το βαρέλι. ● ΦΡ.: δεν είναι παίξε-γέλασε (προφ.): για να τονιστεί η σοβαρότητα, η σπουδαιότητα μιας κατάστασης: Η ανατροφή ενός παιδιού/η ζωή/η θάλασσα ~ ~., δεν παίζομαι (νεαν. αργκό-εμφατ.): είμαι αξεπέραστος, ασυναγώνιστος σε κάτι: Όταν έχεις κέφια, ~ ~εσαι με τίποτα! Η μαγειρική της ~ ~εται. Στα εντός έδρας ~ ~ονται., δεν παίζω! (προφ.): παραίτηση από συμμετοχή σε παιχνίδι· (κατ' επέκτ.) ήπια έκφραση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή ασυμφωνίας: ~ ~! Είσαι ζαβολιάρης!|| Α, ~ ~, δεν έχει φαΐ σήμερα;, έπαιξα κι έχασα (μτφ.): προσπάθησα για κάτι, το διακινδύνευσα, αλλά χωρίς επιτυχία., μου την έπαιξε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε: ~ ~ ο παλιάνθρωπος!, όχι, παίζουμε! (προφ.): για έκφραση ικανοποίησης: Μια χαρά τα κατάφερες, ~ ~., παίζει ρόλο & παίζει τον ρόλο του (μτφ.): συνιστά βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση κατάστασης ή αποτελέσματος: Η διατροφή ~ καθοριστικό/καταλυτικό/σημαίνοντα ~ στην υγεία. Η ηλικία δεν ~ κανέναν ~ στον έρωτα. Η τύχη ~ει κι αυτή τον ~ της στις επιχειρήσεις., παίζεις με τον πόνο μου (οικ.): με πειράζεις, με προκαλείς· μου δημιουργείς ψεύτικες ελπίδες: Μην ~ ~ μας! Δεν ντρέπονται να παίζουν ~ των ανθρώπων;, παίζω με τη φωτιά (μτφ.): ριψοκινδυνεύω: Σε προειδοποιώ ότι ~εις ~. Έπαιξε ~ και κάηκε., παίζω ξύλο/μπουνιές/σφαλιάρες (προφ.) 1. έρχομαι στα χέρια, παλεύω με κάποιον: Παραλίγο να παίξουμε ~. 2. (μτφ.) έχω οικειότητα με κάποιον., παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι (παροιμ.): για αργή και βασανιστική εξολόθρευση του πιο αδύναμου σε άνιση αναμέτρηση: Έπαιζε με το θύμα του ~ ~. [< γαλλ. jouer au chat et à la souris /comme un chat avec une souris] , παίζω στο χρηματιστήριο: επενδύω σε μετοχές: Έπαιξε όλες τις οικονομίες του ~., παίζω το παιχνίδι μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ με συγκεκριμένο σχέδιο: Ο καθένας ~ει ~ του., παίζω τον ρόλο του ...: συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ...: Τους άφησα να τα βρουν μόνοι τους, εγώ δεν ~ ~ του διαιτητή. Βαρέθηκα να ~ ~ του μπαμπούλα., τα παιδία παίζει (λόγ.-ειρων.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας., τα παίζω (αργκό) 1. σαστίζω, μπλοκάρω, τα χάνω: Τα έχεις παίξει τελείως, χαλάρωσε! Τα έχεις παίξει και δεν ξέρεις τι λες! Τα είχα παίξει από τον φόβο μου. 2. εξαντλούμαι: Τα΄παιξα από τη δίψα/τη ζέστη/την κούραση. Πβ. κρεπάρω. 3. (για μηχάνημα ή μηχανισμό) χαλώ: Τα 'παιξε ο ανεμιστήρας/η τηλεόραση/ο υπολογιστής. ΣΥΝ. καίω φλάντζα, το παίζω (προφ.): προσποιούμαι ότι έχω ορισμένη ιδιότητα, παριστάνω κάποιον: ~ ~ει αδιάφορος/ανεξάρτητος/άνετος/βλάκας/δύσκολος/έξυπνος/μάγκας/σκληρός. (ειρων.) Τι μας ~ ~ει, δηλαδή, ήρωας;, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα βλ. δεύτερος, παίζει (το) κρυφτούλι/(το) κρυφτό βλ. κρυφτούλι, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει με τα νεύρα μου βλ. νεύρα, παίζει παιχνίδια βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, παίζει το μάτι του βλ. μάτι, παίζει το πουλί του βλ. πουλί, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, παίζει τον παπά βλ. παπάς, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίζουμε την κολοκυθιά βλ. κολοκυθιά, παίζω άμυνα βλ. άμυνα, παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον βλ. παιχνίδι, παίζω εν ου παικτοίς βλ. παικτός, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα βλ. γράμμα, παίζω κάτι στα ζάρια βλ. ζάρι, παίζω κωμωδία βλ. κωμωδία, παίζω με τα αισθήματα κάποιου βλ. αίσθημα, παίζω με τις λέξεις βλ. λέξη, παίζω μονά-ζυγά βλ. μονός, παίζω μπάλα βλ. μπάλα, παίζω στα δάχτυλα βλ. δάχτυλο, παίζω τα ρέστα μου βλ. ρέστα, παίζω το παιχνίδι του βλ. παιχνίδι, παίζω το χαρτί του ... βλ. χαρτί, τα παίζω όλα (για όλα) βλ. όλος, το παίζει ιστορία βλ. ιστορία, το παίζει μούρη βλ. μούρη, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το παίζω υπεράνω βλ. υπεράνω [< αρχ. παίζω, γαλλ. jouer, αγγλ. play]

παινεύω

παινεύω παι-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {παίν-εψα κ. -ευσα, παιν-έψει κ. -εύσει, παιν-εύτηκε, -ευτεί, παιν-εμένος, παινεύ-οντας} (προφ.): επαινώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι: Τον ~ει για την εργατικότητά του. ~ουν τις χάρες της. (λογοτ.) ~εμένη: πόλη/χώρα. Πβ. εγκωμιάζω, εκθειάζω. ● Παθ.: παινεύομαι: καυχιέμαι, περιαυτολογώ: ~εται για το ακριβό του αυτοκίνητο. ~όταν για την ομορφιά της (πβ. αυτοεπαινούμαι). ΣΥΝ. κοκορεύομαι ● ΦΡ.: αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει (παροιμ.): όποιος δεν επαινεί κάποιον ή κάτι δικό του, το πληρώνει., όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... (προφ.): λέγεται για να μετριαστεί ο αυτοέπαινος που ακολουθεί: ~ ~ η ομάδα μας σκίζει! ~ ~ είμαι πολύ καλή μαγείρισσα! [< μεσν. παινώ]

παρακαλώ

παρακαλώ [παρακαλῶ] πα-ρα-κα-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρακαλ-είς κ. -άς ...| παρακάλ-εσα, παρακαλ-είται, παρακλή-θηκε (λόγ. παρεκλήθη, -θησαν), -θεί, παρακαλ-ώντας} 1. & παρακαλάω: ζητώ ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι· ικετεύω, εύχομαι: ~ (κάποιον) επίμονα/θερμά. Καιρό τώρα την ~άω να βγούμε. Τον ~εσα να μην πάει. Θα ήθελα να/θα σας ~έσω να μην καθυστερήσετε. ~είται όποιος γνωρίζει κάτι να επικοινωνήσει μαζί μας. ~είστε να/(λόγ.) όπως προσέλθετε ντυμένοι ευπρεπώς. Σας αποστέλλω την παρούσα επιστολή, ~ώντας για ...|| Κάποια μέρα θα με ~άς. Σιγά μην τους ~έσω κιόλας.|| ~ούσε (γονατιστός) την Παναγία. Να ~άς τον Θεό να σε βοηθήσει. Πβ. εκλιπαρώ, θερμο~, προσεύχομαι.|| Να ~άς να μη σε πετύχω πουθενά. ~άτε να κάνει καλό καιρό την Κυριακή. 2. ως έκφραση ευγένειας, προκειμένου να ζητήσουμε από κάποιον κάτι, να τον εξυπηρετήσουμε ή να απαντήσουμε θετικά: Σας ~, τι ώρα είναι; ~ καθίστε/περάστε/περιμένετε. Ο επόμενος, ~. (ως απάντηση σε τηλεφώνημα:) (Λέγετε) ~! ~, ποιος είναι; (σε εστιατόρια, καφετέριες) ~, τι θα πάρετε; Ένα καφέ, σας ~.|| -Σε ευχαριστώ πολύ για όλα. -~, (δεν κάνει τίποτα). -Μπορώ να πάρω ένα γλυκό; -~! [< 1: μτγν. παρακαλῶ 2: γαλλ. prier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.