Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 41 εγγραφές  [0-20]


  • -ού1 {-ούδες} (λαϊκό) θηλυκό επίθημα 1. ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό: κοπτοραπτ~ (= κοπτοράπτ-ρια)/προπατζ~/ψιλικατζ~.|| (προφ.) Καμωματ~.|| (μειωτ.) Σουρλουλ~. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) κύριων ονομάτων, παράγωγων από το βαφτιστικό του ανδρός: Μιχαλ~. Βλ. -αινα.|| Μυλων~ (: η γυναίκα του μυλωνά). Βλ. -ίνα, -ισσα.
  • -ού2 : (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού
  • -ού3 : επίθημα μεγεθυντικών θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά σε -άς: (αρνητ.) χειλ~. Ψευταρ~.
  • -ού4 {-ούδες}: κατάληξη ανισοσύλλαβων ουσιαστικών θηλυκού γένους: μπουρ~/φουφ~.|| Αλεπ~/μαϊμ~.
  • -ούδα : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών: κοπελ~. Πβ. -ίτσα.
  • -ουδάκι : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: αλεπ~/ζ~/χν~. Βλ. -άκι.|| (οικ.) Λαιμ~/μωρ~.|| (μειωτ.) Γιατρ~. Βλ. -άκος, -ίσκος.
  • -ουδέλι : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών: μωρ~.
  • -ούδι1 : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (χαϊδευτ.) αγγελ~ (= -ουδάκι).|| Kαλ-ούδια.|| (διαλεκτ.-οικ.) Μαθητ~/σκολιαρ~.
  • -ούδι2 : (σπάν.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα: (πελεκάω) πελεκ~.
  • -ούκλα (κυρ. προφ.): μεγεθυντικό επίθημα ουσιαστικών θηλυκού γένους: ψαρ~.|| (κ. με αρνητ.-μειωτ. σημ.) Mατ~ (βλ. -άρα)/χερ~ (πβ. -άκλα). Φυτ~.
  • -ούκλας : (σπάν.) (προφ.) μεγεθυντικό επίθημα ουσιαστικών αρσενικού γένους: αντρ~ (πβ. άντρ-ακλας).
  • -ούλα : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών θηλυκού γένους: καμαρ~/πορτ~. Βλ. -άκι.|| (κυρ. χαϊδευτ.) Αγαπ~/καρδ~.|| (μειωτ.) Kαθηγητρι~. Bλ. -ίτσα.
  • -ουλάκι : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (ως επέκταση της κατάλ. -ούλι) χερ~.|| (επίρρ.) Λιγ~.
  • -ουλας : (σπάν.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή εμφατική σημασία: (γάτος) γάτ~ (πβ. -αρος, βλ. -όνι)/φύτ~ (πβ. φυτ-ούκλα).
  • -ουλάς {-ουλάδες} (λαϊκό): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν αυτόν που πουλάει ό,τι εκφράζει το θέμα: αβγ~/νερ~.
  • -ούλης, -ούλα : υποκοριστικό επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών: (οικ.-χαϊδευτ.) αδερφ-ούλης/ανιψ~/μπαμπ~ (πβ. -άκας)/παππ~. Αδερφ-ούλα/μαν~/ξαδερφ~.|| Bαρκ-ούλα/σημαι~ (πβ -άκι). Βλ. -ούλι.|| (αρνητ.) Εαυτ-ούλης.
  • -ούλης, -ούλα, -ούλικο : επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων: κοντ-ούλης/λεπτ~/μικρ~. Εξυπν-ούλα/χοντρ~. Χαζ-ούλικο.
  • -ούλι : (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.
  • -ούλιακας (μειωτ.-εμφατ.): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για την έκφραση αρνητικής ιδιότητας: γκαβ~ (πβ. γκάβ-ακας)/μπεκρ~ (βλ. -ας)/στραβ~/χαζ~.
  • -ουλίζω (κυρ. προφ.): επίθημα ρημάτων παράγωγων από άλλα ρήματα: (μασουλώ) μασ~/(μπουσουλώ) μπουσ~.

-αινα

-αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-άκος

-άκος επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης.

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

-ούλι

-ούλι: (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.