αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]
αερόπλοιο [ἀερόπλοιο] α-ε-ρό-πλοι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. πτητικό όχημα με ειδικό αεροθάλαμο, ελαφρύτερο από τον αέρα, εφοδιασμένο με πηδάλιο κατεύθυνσης και ελικοφόρο κινητήρα: ~ για διαφήμιση/έρευνα/φωτογράφιση. ~ με υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης. Πβ. ζέπελιν. Βλ. πηδαλιουχούμενος. [< γερμ. Luftschiff]
αεροπορία [ἀεροπορία] α-ε-ρο-πο-ρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α): οτιδήποτε αφορά τη μετακίνηση με αεροσκάφη και το σύνολο των τεχνικών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή ή τη λειτουργία τους: μαχητική/ναυτική/στρατιωτική ~. Υπηρεσία Πολιτικής ~ας. Βλ. αεροπλοΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: Πολεμική Αεροπορία (ακρ. ΠΑ) & Αεροπορία: κλάδος των (ελληνικών) ΕΔ, με αποστολή την αποτροπή των επιθέσεων από αέρος, τη διεξαγωγή αεροπορικών επιχειρήσεων, τη διασφάλιση της αεράμυνας της χώρας και την παροχή αεροπορικής προστασίας: Αξιωματικός της ~ής ~ας (βλ. ανθυπασπιστής, πτέραρχος, σμηναγός, σμήναρχος, σμηνίας, σμηνίτης). Σχολές της ~ής ~ας (: ΣΙ, ΣΙΡ, ΣΜΑ, ΣΤΥΑ, ΣΥΔ). Στολές της ~ής ~ας. Η κοινωνική προσφορά της ~ής ~ας (: αεροπυρόσβεση, αεροδιακομιδές, έρευνα-διάσωση). Βλ. ΑΑΥΕ, ΑΤΑ, ΓΝΑ, ΔΑΕ, ΔΑΥ, ΚΕΑ, ΠΕΑ, ΣΠΑ, ΤΑΑ, ΤΑΣΑ, αερονομία.|| Γενικό Επιτελείο/Μετοχικό Ταμείο ~ας. Αρχηγείο Τακτικής ~ας. Κατατάχθηκε/υπηρετεί τη θητεία του στην ~. [< αγγλ. Air Force, 1917] ● ΦΡ.: υπέρ της αεροπορίας (παλαιότ.-ειρων.): για χρήματα που δίνονται χωρίς να γίνει έργο ή χωρίς να ξέρει κανείς τον σκοπό καταβολής τους. [< μεσν. αεροπορία 'πορεία στον αέρα', γαλλ. aviation]
ανεμο- & ανεμό- & ανεμ- α' συνθετικό 1. λέξεων που αναφέρονται στον άνεμο: ανεμο-βρόχι/~γεννήτρια/~δείκτης/~δέρνω/~θύελλα/~στρόβιλος. Aνεμό-μετρο/~μυλος. Πβ. αερο-. 2. (μτφ.) που δηλώνει ότι κάτι έχει ήπια μορφή ή είναι φανταστικό: ανεμο-βλογιά.|| Ανεμο-γκάστρι.
ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική: διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]
πηδαλιουχούμενος, η, ο πη-δα-λι-ου-χού-με-νος επίθ.: (για σκάφος) που μπορεί να κυβερνηθεί με πηδάλιο: ~ο: αερόστατο. Βλ. ζέπελιν. [< μτγν. πηδαλιουχούμενος, γαλλ. dirigeable]
FIR & ΦΙΡ (το): Τομέας Πληροφοριών Πτήσεων: όρια/παραβιάσεις του ~ Αθηνών. Το ~ Αθηνών καλύπτει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. [< αγγλ. Flight Information Region]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ