αγαπησιάρης, α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α. 2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.
απογευματινός, ή, ό [ἀπογευματινός] α-πο-γευ-μα-τι-νός επίθ. & (λαϊκό) απογεματινός: που συμβαίνει ή έχει σχέση με το απόγευμα: ~ός: ύπνος. ~ή: βάρδια. ~ές: εφημερίδες. ~ά: ιατρεία. Πβ. μεταμεσημβρινός. Βλ. βραδ-, νυχτερ-, πρω-ινός. ● Ουσ.: απογευματινή (η): κινηματογραφική συνήθ. προβολή που πραγματοποιείται τις συγκεκριμένες ώρες. Βλ. βραδινή., απογευματινό (το) 1. πρόχειρο γεύμα κατά τις απογευματινές ώρες: ~ με φρούτα και πορτοκαλάδα. Βλ. πρωινό, δεκατιανό, κολατσιό, μεσημεριανό, βραδινό. 2. δρομολόγιο συνήθ. λεωφορείου ή τρένου που γίνεται απόγευμα: Θα έρθω με το ~., απογευματινός, απογευματινή (ο/η): που εργάζεται ή έχει μάθημα στο σχολείο το απόγευμα: Σήμερα είμαι ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή απογευματινή: απογευματινή θεατρική παράσταση σε ορισμένη μέρα της εβδομάδας με μειωμένο συνήθ. εισιτήριο. Βλ. βραδινή. [< μεσν. απογευματινός]
βόδι βό-δι ουσ. (ουδ.) {βοδ-ιού} & (λαϊκό) βόιδι 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό (ταύρος το αρσενικό, αγελάδα το θηλυκό, μοσχάρι το μικρό· επιστ. ονομασ. Bos indicus/taurus)· κυρ. το αρσενικό που έχει ευνουχιστεί (μεταξύ 8-12 μηνών), για να δώσει καλής ποιότητας κρέας ή (συνήθ. παλαιότ.) για να χρησιμοποιηθεί σε γεωργικές εργασίες: κρέας ~ιού (= βοδινό). Το ~ μουγκρίζει. Βλ. υποζύγιο.|| Χολή ~ιού (: συνθετικό διάλυμα με χρήση στη ζωγραφική).|| Κοιμάται/τρώει σαν ~ (= πάρα πολύ). Τι με κοιτάς σαν ~ (= σαν βλάκας); Βλ. κέρατο. 2. (μτφ.-υβριστ.) παχύς, άξεστος ή ανόητος άνθρωπος. Πβ. βουβάλι, γαϊδούρι, γουρούνι, ζώο(ν), μουλάρι. ● Υποκ.: βοδάκι & βοϊδάκι (το) ● ΦΡ.: εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, κάνω τη μύγα βόδι βλ. μύγα, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος [< μτγν. βοΐδιον < υποκ. αρχ. βοῦς]
γαστρ- βλ. γαστρο-
γκανιάν γκα-νιάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (στον ιππόδρομο) το άλογο που θεωρείται ο επικρατέστερος νικητής της κούρσας· γενικότ. φαβορί: το ~ της ημέρας. Ποντάρω στο ~. Παίζει ~ (: στοιχηματίζει σε αυτό). Βλ. δίδυμο, πλασέ.|| (μτφ., για πολιτικό υποψήφιο) Πάει για ~ στις εκλογές. [< γαλλ. gagnant]
δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.
διαταγή δι-α-τα-γή ουσ. (θηλ.): εντολή από ανώτερη προς υφιστάμενη Αρχή, της οποίας η εκτέλεση είναι υποχρεωτική· συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: αυστηρή/γραπτή/εμπιστευτική/παράνομη/προφορική/ρητή ~. Εγκύκλιος-~. Ήρθε ~. Έλαβε τη/έχει/πήρε τη ~ (= τον διέταξαν) να ... (Ενεργώ) σύμφωνα με τη ~/(λόγ.) κατά διαταγή(ν) κάποιου.|| Στάλθηκε ειδική ~ προς όλα τα αρμόδια όργανα.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ του διοικητή. ~ επιχειρήσεων. Ο στρατιώτης υπάκουσε στις ~ές των ανωτέρων του. Πβ. προσταγή. Βλ. ντιρεκτίβα, οδηγία. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμάτιο/συναλλαγματική εις διαταγήν/σε διαταγή: ΟΙΚΟΝ. έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα άτομο (εκδότη) προς άλλο άτομο (αποδέκτη) για να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό σε διαταγή τρίτου (δικαιούχου)., ημερήσια διαταγή: ΣΤΡΑΤ. ειδικό βιβλίο επιτελείου ή μονάδας στο οποίο καταχωρούνται οι αποφάσεις της στρατιωτικής διοίκησης· συνεκδ. κάθε επίσημη στρατιωτική ανακοίνωση. || ~ ~ του Υπουργού Άμυνας. Βλ. ημερήσια διάταξη., εντολή/διαταγή πληρωμής βλ. εντολή ● ΦΡ.: (είμαι) στις διαταγές/υπό τις διαταγές & (λόγ.) υπό τας διαταγάς (κάποιου): είμαι υπό την εξουσία του: Η στρατιωτική δύναμη είναι/τελεί υπό τις ~ές του Συμβουλίου Ασφαλείας/του ΟΗΕ., βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα (προφ.): για απόφαση που πρέπει να εφαρμοστεί αμέσως και χωρίς αντιρρήσεις., στις διαταγές σας! (συχνά ειρων.): για δήλωση υπακοής., μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) βλ. νεότερος [< μτγν. διαταγή, γαλλ. ordre]
διάταξη δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. τοποθέτηση, διευθέτηση· συνεκδ. στοιχεία σε σειρά, σχηματισμός: ακτινωτή/αλφαβητική/(αμφι)θεατρική/ασύμμετρη/γεωμετρική/γραμμική/κάθετη/κατακόρυφη/κυκλική/σχηματική ~. ~ αντικειμένων/των δρόμων/επίπλων/της ύλης ενός βιβλίου. Βλ. ανα~, χωρο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων/δικτύου/πληκτρολογίου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Πειραματική ~. Βλ. μικροδιατάξεις.|| (ΣΤΡΑΤ.) Επιθετική ~. ~ δυνάμεων/μάχης.|| (μτφ.) Λογική ~ των ιδεών. Αμυντική ~ της ομάδας/των παικτών. Σε ~ μάχης τα κόμματα ενόψει εκλογών (πβ. θέση). 2. ΝΟΜ. τμήμα κυρ. νομικού κειμένου ή διοικητικής πράξης: αγορανομική/αστυνομική/ειδική/εισαγγελική/νομοθετική/συνταγματική ~. Θεσμικές/ισχύουσες/περιβαλλοντικές ~άξεις. Οι ~άξεις της διαθήκης (πβ. όρος, ρήτρα). Οι ~άξεις ενός κανονισμού/νόμου. Θεμελιώδεις ~άξεις του Συντάγματος (: που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση). Η ~ αποσύρεται/καταργείται/κατατίθεται στη Βουλή/τροποποιείται/ψηφίζεται. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης: ΝΟΜ. διαθήκη., ημερήσια διάταξη (επίσ.) 1. κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση από συλλογικό όργανο: η ~ ~ της γενικής συνέλευσης/της ολομέλειας. Το θέμα αναγράφεται/περιλαμβάνεται/προστέθηκε στην ~ ~. Συζήτηση (στη Βουλή) εκτός/προ ~ίας ~άξεως. Πβ. ατζέντα. Βλ. ημερήσια διαταγή. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για κάτι που συμβαίνει συχνά, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο: Οι μικροκλοπές είναι/βρίσκονται στην ~ ~. [< γαλλ. ordre du jour] , ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, παράλληλη σύνδεση/διάταξη βλ. παράλληλος [< 1: αρχ. διάταξις 2: μτγν. ~]
δίζυγο δί-ζυ-γο ουσ. (ουδ.): ΑΘΛ. άθλημα της ενόργανης γυμναστικής που εκτελείται σε δύο παράλληλες μπάρες, στηριγμένες σε κατακόρυφους ορθοστάτες, το οποίο περιλαμβάνει προγράμματα με συνεχή εναλλαγή ασκήσεων· ειδικότ. το αντίστοιχο όργανο: ~ ανδρών (= παράλληλοι ζυγοί).|| Ασύμμετρο ~ (γυναικών) (= ασύμμετροι ζυγοί). Βλ. μονόζυγο
ενδεικτικός, ή, ό [ἐνδεικτικός] εν-δει-κτι-κός επίθ.: που παρέχει ένδειξη για κάτι: ~ός: κατάλογος/πίνακας/προϋπολογισμός. ~ή: αξία (πβ. συμβολικός)/βιβλιογραφία (: βασική). ~ό: κόστος/παράδειγμα (= αντιπροσωπευτικό, χαρακτηριστικό)/πελατολόγιο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό. ~ά: στοιχεία. ~ές: απαντήσεις. ~ό είναι το γεγονός ότι … ~ό της κατάστασης που επικρατεί είναι ... Πβ. δηλωτ-, εμφαντ-ικός. ● επίρρ.: ενδεικτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: (προφ.) ~ σας αναφέρω/παραθέτω κάποια θέματα ... ● ΣΥΜΠΛ.: ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ε, Η, Π): συνολική ημερήσια ποσότητα θερμίδων, πρωτεϊνών, υδατανθράκων, σακχάρων, (κορεσμένων) λιπαρών, νατρίου και φυτικών ινών που ενδείκνυται να προσλαμβάνει υγιής ενήλικος ή παιδί. [< αγγλ. Guideline Daily Amounts (GDAs)] , ενδεικτική τιμή: προτεινόμενη τιμή πώλησης: ~ ~ γεύματος/δωματίου., ενδεικτική λυχνία βλ. λυχνία [< μτγν. ἐνδεικτικός, γαλλ. indicatif]
επιθηλίωμα [ἐπιθηλίωμα] ε-πι-θη-λί-ω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης επιθηλιακός όγκος. Πβ. καρκίνωμα. Βλ. -ωμα2. [< γαλλ. épithélioma, αγγλ. epithelioma]
κοίμηση κοί-μη-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. Κ): ΕΚΚΛΗΣ. θάνατος Αγίου, κληρικού ή μοναχού: η ~ του γέροντα/οσίου ... Πβ. αποδημία εις Κύριον, εκδημία.|| (κυρ.) Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (: στις 15 Αυγούστου· ο Δεκαπενταύγουστος). Βλ. ανάληψη, μετάσταση. [< μτγν. κοίμησις]
κύων κύ-ων ουσ. (αρσ.) {κυν-ός} (αρχαιοπρ.) 1. ΖΩΟΛ. σκύλος: κυνηγετικός ~. 2. ΑΣΤΡΟΝ. {στον εν.} (με κεφαλ. Κ) ονομασία δύο αστερισμών, του Μεγάλου και του Μικρού Κυνός. Βλ. Αιγόκερως, Σείριος, Σταυρός του Νότου. ● ΦΡ.: τα άγια τοις κυσί βλ. άγιος [< αρχ. κύων] ΚΥΩΝ
μαστογραφία μα-στο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία μαστού: μαγνητική/ψηφιακή ~. Κάνω ~. Βλ. -γραφία, Παπ τεστ, προληπτική ιατρική. [< ιταλ. mastografia, 1937, αγγλ. mammography, 1937, γαλλ. mammographie, 1945]
-ον2 & -όν (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων, παράγωγων από τακτικά αριθμητικά: πρώτ-ον (βλ. εν πρώτοις)/δεύτερ~. Εικοστ-όν.
οστεϊχθύες [ὀστεϊχθύες] ο-στε-ϊ-χθύ-ες ουσ. (αρσ.) (οι): ΙΧΘΥΟΛ. ομοταξία η οποία περιλαμβάνει ψάρια με οστέινο σκελετό. Πβ. τελεόστεοι. Βλ. χονδριχθύες. [< γαλλ. ostéichthyens, περ. 1954, αγγλ. osteichtyes, πβ. αγγλ. osteichthyan, 1967]
ουρανός [οὐρανός] ου-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. επιφάνεια της ατμόσφαιρας, ορατή σε παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη, η οποία μοιάζει με θόλο και φαίνεται να εφάπτεται με τη νοητή γραμμή του ορίζοντα: αίθριος/βαρύς/γαλάζιος/γκρίζος/έναστρος/μαύρος/νυχτερινός/ξάστερος/σκοτεινός/συννεφιασμένος/φωτεινός ~. Χαρτογράφηση του ~ού. Το κυανό χρώμα του ~ού. Παρατήρηση του ~ού με τηλεσκόπιο. Καθάρισε ο ~ (: διαλύθηκαν τα σύννεφα). Ο ήλιος/το φεγγάρι βγήκε στον ~ό. Τα αεροπλάνα/τα πουλιά πετούν στον ~ό. Πβ. αιθέρες, ουράνια σφαίρα, στερέωμα.|| (μτφ.) Ένας κεραυνός έσκισε τον ~ό στα δύο.|| (ειδικότ.) Κάτω από τον αττικό ~ό. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) {συνήθ. στον πληθ.} νοητός τόπος που θεωρείται κατοικία του Θεού καθώς και η μεταθανάτια κατοικία των πιστών: η βασιλεία των ~ών. Η Πλατυτέρα των ~ών (: η Παναγία). Οι άγγελοι/δυνάμεις των ~ών. Η ανάληψη (του Χριστού) στους ~ούς. (κάλαντα Χριστουγέννων) "Οι ~οί αγάλλονται...". Πβ. (επ)ουράνια, παράδεισος. 3. (μτφ.) θολωτή οροφή: κρεβάτι με ~ό. Ο ~ (= σκεπή) του αυτοκινήτου. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: κάνω κάποιον χαρούμενο, του προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ευφορία: Αγάπες/έρωτες που μας ~ουν ~., ανοίγει ο ουρανός: τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά ή/και σταματά η βροχή: ~ ~ και βγαίνει ο ήλιος. Βλ. ανοίγει ο καιρός., είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι (προφ.): ζαλίζομαι από χτύπημα ή αιφνιδιάζομαι: Έφαγε μια γροθιά και είδε ~ ~. Του ήρθε ~ ~ με το εκκαθαριστικό της εφορίας. Πβ. έφαγα/μου (ή)ρθε/μου έπεσε κεραμίδα (στο κεφάλι), μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς., στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: πανευτυχής: Κέρδισε το λαχείο και βρίσκεται/είναι/πετάει ~ ~., τον ουρανό με τ' άστρα: για κάτι ανέφικτο, υπερβολικό: Ζητώ/προσφέρω/τάζω/υπόσχομαι/χαρίζω ~ ~., άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξαν οι ουρανοί βλ. ανοίγω, δάκρυσε ο ουρανός βλ. δακρύζω, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, μάννα εξ ουρανού βλ. μάννα1, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα πετεινά του ουρανού βλ. πετεινά, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα [< αρχ. οὐρανός 3: γαλλ. ciel de lit]
πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]
πλανήτης πλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]
σιαμαίος, α, ο [σιαμαῖος] σι-α-μαί-ος επίθ. & σιαμέζος & σιαμέζικος, η, ο: που κατάγεται από το Σιάμ (: σημερινή Ταϊλάνδη) ή αναφέρεται σε αυτό: (ΖΩΟΛ.) ~α: γάτα. ● Ουσ.: σιαμαίοι (οι) (μτφ.-προφ.): πολύ στενοί, αχώριστοι φίλοι. Πβ. κολλητός. ● ΣΥΜΠΛ.: σιαμαία (δίδυμα) & σιαμαίοι αδελφοί, σιαμαίες αδελφές, σιαμαία αδέλφια: ΙΑΤΡ. που γεννιούνται ενωμένα σε κάποιο σημείο του σώματος και συχνά έχουν κοινά όργανα. [< γαλλ. siamois]
στοίχος [στοῖχος] στοί-χος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): σειρά από άτομα ή πράγματα που έχουν τοποθετηθεί το ένα πίσω από το άλλο: (για μαθητές ή στρατιώτες) Παραταχθείτε κατά ~ους! Κίνηση/κυκλοφορία (των αυτοκινήτων) σε ~ους. Πβ. γραμμή. Βλ. ζυγός. [< αρχ. στοῖχος]
ΤΑ (η) 1. Τοπική Αυτοδιοίκηση. 2. Τουριστική Αστυνομία.
τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ