Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 49 εγγραφές  [0-20]


  • αιγόκερως [αἰγόκερως] αι-γό-κε-ρως ουσ. (αρσ.) {-ω} & αιγόκερος {-ου}: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Α) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου· το δέκατο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (22 Δεκεμβρίου-19 Ιανουαρίου) μεταξύ Τοξότη και Υδροχόου· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Κύων. ● ΣΥΜΠΛ.: Τροπικός του Αιγόκερω βλ. τροπικός [< μτγν. αἰγόκερως]
  • αισθηματικός , ή, ό [αἰσθηματικός] αι-σθη-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στα αισθήματα και ειδικότ. τα ερωτικά: ~ός: κόσμος (ΣΥΝ. συναισθηματικός)/τομέας. ~ή: ζωή/ιστορία/κωμωδία/περιπέτεια/σχέση/ταινία. ~ό: δράμα/μυθιστόρημα. ~ά: προβλήματα. Βλ. αγαπησιάρης. ● Ουσ.: αισθηματικά (τα) (προφ.): οι ερωτικές υποθέσεις, η ερωτική ζωή κάποιου: Μην μπλέκετε τα ~ με τα επαγγελματικά. (ΑΣΤΡΟΛ.) Εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στα ~ σας. Πβ. γκομενικά. ΣΥΝ. ερωτικά (τα) ● επίρρ.: αισθηματικά [< γαλλ. sentimental]
  • ανάδρομος , η, ο [ἀνάδρομος] α-νά-δρο-μος επίθ. (επιστ.): που κινείται ή σπανιότ. γίνεται αντίθετα από το κανονικό· ανάποδος, ανάστροφος: ~η ροή αίματος (πβ. παλίνδρομος, παλινδρομικός).|| (ΙΧΘΥΟΛ.) ~α ψάρια (: που μεταναστεύουν στα γλυκά νερά για αναπαραγωγή· βλ. πέστροφα, σολομός, χέλι).|| (ΒΙΟΛ.) ~η διασταύρωση (: υβριδικού απογόνου με έναν από τους αρχικούς γονείς).|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ο Ερμής γίνεται/γυρίζει ~. ΑΝΤ. ορθόδρομος ● επίρρ.: ανάδρομα ● ΣΥΜΠΛ.: ανάδρομη πορεία/κίνηση/τροχιά/φορά: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. κίνηση ενός ουράνιου σώματος αντίθετα από τη φορά των περισσότερων ουράνιων σωμάτων του ηλιακού συστήματος: (για πλανήτη) Ξεκινά/σταματά την ~ κίνησή/πορεία του. Ακολουθεί ~ ~. Βρίσκεται/μπήκε σε ~ τροχιά. Περιστρέφεται με ~ φορά. [< μτγν. ἀνάδρομος, γαλλ. anadrome, rétrograde, αγγλ. anadromous]
  • Άρης [ Ἄρης] Ά-ρης ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -εως}: ΑΣΤΡΟΝ. ο τέταρτος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, του οποίου η επιφάνεια έχει χαρακτηριστικά κοκκινωπό χρώμα: οι συνθήκες στον Άρη. Εξωγήινοι από τον Άρη (= αρειανοί).|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ανάδρομος ~. Ο ~ στον Αιγόκερω (: στον αστρολογικό χάρτη). ● ΦΡ.: από τον Άρη κατέβηκε;/στον Άρη ζει; (οικ.-ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι εκτός πραγματικότητας. [< αρχ. Ἄρης]
  • αστερισμός [ἀστερισμός] α-στε-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. ομάδα αστέρων, συνήθ. φαινομενικά γειτονικών, που είναι ορατοί από τη Γη και διαμορφώνουν ένα αναγνωρίσιμο σχήμα: αμυδρός ~. Ο ~ της Ανδρομέδας/των Πλειάδων/του Ωρίωνα. Βλ. Κύων, -ισμός. 2. ΑΣΤΡΟΛ. ζώδιο: Ανήκει/γεννήθηκε στον ~ό των Διδύμων. 3. (μτφ.) πλαίσιο, πεδίο (μέσα στο οποίο διαδραματίζονται γεγονότα, δρομολογούνται εξελίξεις): οικογενειακός ~. 4. ΤΗΛΕΠ. ομάδα, σύνολο: ~ δορυφόρων. ● ΦΡ.: στον αστερισμό (+ γεν.) (μτφ.): στο πλαίσιο, στην ατμόσφαιρα, στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί (από κάτι): (Είμαστε/ζούμε) ~ ~ της ταχύτητας. (Κινείται) ~ ~ των δημοσκοπήσεων/της μόδας/των νέων τεχνολογιών. [< γαλλ. sous le signe de ...] [< 1: μτγν. ἀστερισμός, αγγλ.-γαλλ. constellation]
  • αστρολογία [ἀστρολογία] α-στρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΛ. η περιγραφή της υποτιθέμενης επίδρασης των ουράνιων σωμάτων στον χαρακτήρα και τη μοίρα των ανθρώπων: κινεζική/συμβουλευτική/ψυχολογική ~. Ζώδια και ~. Βλ. ωρο-σκόπιο, -σκόπος, -λογία. [< μτγν. ἀστρολογία, γαλλ. astrologie, αγγλ. astrology]
  • αστρολογικός , ή, ό [ἀστρολογικός] α-στρο-λο-γι-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με την αστρολογία: ~ός: οδηγός/χάρτης. ~ό: αλμανάκ/περιοδικό/προφίλ. ~ές: αναλύσεις/μελέτες/προβλέψεις/συμβουλές. ~ά: άρθρα/βιβλία/σύμβολα. Ο ~ ζωδιακός κύκλος. [< αρχ. ἀστρολογικός 'αστρονομικός', γαλλ. astrologique, αγγλ. astrological]
  • Αφροδίτη [Ἀφροδίτη] Α-φρο-δί-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. ο δεύτερος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Ερμή και τη Γη. (ΑΣΤΡΟΛ.) Η ~ στον Αιγόκερω. ΣΥΝ. Έσπερος 2. (μετωνυμ.) εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. ● ΣΥΜΠΛ.: το όρος της Αφροδίτης: ΑΝΑΤ. το γυναικείο εφήβαιο. [< γαλλ. mont de Vénus] [< αρχ. Ἀφροδίτη]
  • γενέθλιος , α/ος, ο γε-νέ-θλι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη γέννηση ενός προσώπου: ~ος: τόπος. ~α/ος: ημέρα (= τα γενέθλια)/χώρα. ~ο: έτος/πάρτι. ~α: δώρα.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) ~ος: χάρτης. ~ο: ωροσκόπιο. ● Ουσ.: γενέθλιο (το): ΕΚΚΛΗΣ. εορτή της γέννησης: το ~ της Θεοτόκου. Βλ. κοίμηση. ● ΣΥΜΠΛ.: γενέθλια γη: γενέτειρα: επιστροφή στη ~ ~. [< αρχ. γενέθλιος]
  • Δίας Δί-ας ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο πέμπτος από τον Ήλιο και μεγαλύτερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος: οι δορυφόροι του ~α.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Είσοδος του ~α στον Κριό (: στον αστρολογικό χάρτη). [< αρχ. Ζεύς, αιτ. Δία]
  • δίδυμος , η, ο δί-δυ-μος επίθ. 1. καθένα από τα δύο παιδιά που γεννιούνται με διαφορά λίγων λεπτών από την ίδια μητέρα: ~οι: γιοι. ~ες: κόρες. ~α: αδέλφια. Έχει (δύο) ~α αγόρια/κορίτσια.|| ~η: κύηση (: με δύο έμβρυα). Βλ. -δυμος. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) διπλός ή όμοιος: ~ος: αγωγός/αυλός (= δίαυλος)/κρύσταλλος (βλ. διδυμία). ~η: εκκλησία/σήραγγα. ~οι: πλανήτες/σεισμοί. ~ες: γέφυρες. ~α: σπίτια. ● Ουσ.: δίδυμο (το) {διδύμ-ου | -ων} 1. δύο άτομα που έχουν στενή συνεργασία ή εμφανίζονται συχνά μαζί: καλλιτεχνικό/συγγραφικό ~. Αχτύπητο τηλεοπτικό ~. (ΑΘΛ.) Αμυντικό/διαιτητικό/επιθετικό/προπονητικό ~. Το ~ της επιτυχίας/(ειρων.) της συμφοράς. Βλ. τρίδυμο. ΣΥΝ. ντουέτο (2) 2. (στον ιππόδρομο) στοίχημα στο οποίο κερδίζει κάποιος, αν τα άλογα που επέλεξε τερματίσουν στις δύο πρώτες θέσεις με οποιαδήποτε σειρά. Βλ. γκανιάν, πλασέ., Δίδυμοι (οι) {Διδύμ-ων, -ους}: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου· το τρίτο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (20 Mαΐου-20 Ιουνίου), μεταξύ Ταύρου και Καρκίνου· συνεκδ. αστρολογικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. [< μτγν. Δίδυμοι] , δίδυμοι/δίδυμες/δίδυμα (οι/οι/τα) {διδύμ-ων}: δύο αμφιθαλή αδέρφια που γεννιούνται την ίδια περ. στιγμή: ετεροζυγωτικά/ομοζυγωτικά ~α. Καρότσι ~ων. Γέννησε ~α.|| Μοιάζουν σαν ~οι. Βλ. δι-, μονο-ζυγωτικός, τρίδυμοι/τρίδυμες/τρίδυμα. ● ΣΥΜΠΛ.: σιαμαία (δίδυμα) βλ. σιαμαίος [< 1: αρχ. δίδυμος 2: γαλλ. jumelé, géminé]
  • έβδομος , η, ο [ἕβδομος] έ-βδο-μος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. εβδ-όμου, (λόγ.) θηλ. εβδόμη} (σύμβ. 7ος, Ζ' ή ζ', VII): που σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα κατέχει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό εφτά: ~ος: γύρος/κύκλος (: επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς)/(ΑΣΤΡΟΛ.) οίκος/τόμος. ~η: έκδοση (βιβλίου, αυτοκινήτου)/θέση/συνεδρία/φορά. ~ο: κεφάλαιο/τεύχος (: περιοδικού). Για ~η συνεχή χρονιά. Ο γιος μας γιόρτασε τα ~α γενέθλιά του. ~οι στη βαθμολογία/στη λίστα. ● επίρρ.: έβδομον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έβδομη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: Είχαμε θέσει συγκεκριμένους στόχους: πρώτον, ... δεύτερον, ... ~ ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: εβδόμη (η) 1. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 2. ΜΟΥΣ. διάστημα επτά φθόγγων: πέμπτη/συγχορδία μεθ' ~ης., έβδομο (το): το ένα από τα επτά ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ της κληρονομιάς., έβδομος (ο) 1. ενν. όροφος κτιρίου: Τα γραφεία μας βρίσκονται στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούλιος: στις 8/7 (: οχτώ ~όμου). ● ΣΥΜΠΛ.: η έβδομη τέχνη: ο κινηματογράφος. [< γαλλ. le septième art] ● ΦΡ.: στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς βλ. ουρανός [< αρχ. ἕβδομος]
  • Ερμής [Ἑρμῆς] Ερ-μής ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο πλησιέστερος στον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος: (διαστημική) αποστολή στον ~ή.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ανάδρομος ~. Ο ~ στον Τοξότη/Υδροχόο (: στον αστρολογικό χάρτη). [< αρχ. Ἑρμῆς]
  • ζυγός ζυ-γός ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.) σκλαβιά και γενικότ. οτιδήποτε καταπιεστικό, περιοριστικό: αβάσταχτος/βαρύς ~. Ο ~ του κατακτητή. Βρίσκονται/ζουν/στενάζουν κάτω από τον ξένο ~ό. Απελευθερώθηκαν από τον ~ό. Αποτίναξαν τον ~ό της δουλείας. Πβ. υποτέλεια.|| Ο ~ της δικτατορίας/της τυραννίας. Πβ. αλυσίδες, δεσμά. 2. (λόγ.) ζυγαριά: ηλεκτρονικός ~ ακριβείας. 3. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (με κεφαλ. Ζ) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το έβδομο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (23 Σεπτεμβρίου-23 Οκτωβρίου) μεταξύ Παρθένου και Σκορπιού· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. 4. (παλαιότ.) εξάρτημα που προσαρμοζόταν εγκάρσια στον τράχηλο των υποζυγίων, για να ζευτούν σε αλέτρι ή άμαξα: Έζεψε τα βόδια στον ~ό. 5. (στον στρατό, στη γυμναστική, σε παρελάσεις) σειρά από ανθρώπους που έχουν παραταχθεί μετωπικά στην ίδια γραμμή. Βλ. στοίχος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασύμμετροι ζυγοί: ΑΘΛ. γυναικείο άθλημα της ενόργανης που εκτελείται σε δύο οριζόντιες μπάρες, στηριγμένες σε κατακόρυφους ορθοστάτες σε διαφορετικό ύψος από το έδαφος η καθεμία· το αντίστοιχο όργανο γυμναστικής: άσκηση στους ~ους ~ούς. Βλ. δίζυγο. [< αγγλ. asymmetric bars, 1961] , παράλληλοι ζυγοί: ΑΘΛ. ανδρικό άθλημα της ενόργανης που εκτελείται σε δύο παράλληλες οριζόντιες μπάρες, στηριγμένες σε κατακόρυφους ορθοστάτες στο ίδιο ύψος από το έδαφος· ειδικότ. το αντίστοιχο όργανο γυμναστικής. ΣΥΝ. δίζυγο [< αγγλ. parallel bars] ● ΦΡ.: εφ' ενός ζυγού: ΣΤΡΑΤ. σε έναν στοίχο: διάταξη ~ ~. Βαδίζουν ~ ~.|| (ως παράγγελμα) "~ ~!" (: ο ένας πίσω από τον άλλο)., τους ζυγούς λύσατε!: (ως παράγγελμα για τη διάλυση παράταξης) είστε ελεύθεροι. [< αρχ. ζυγός 3: μτγν. ~]
  • ζωδιακός , ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]
  • ζώδιο ζώ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {ζωδί-ου | -ων} 1. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. καθένας από τους αστερισμούς οι οποίοι αντιστοιχούν στα δώδεκα μέρη του ζωδιακού κύκλου και θεωρείται ότι επιδρούν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη ψυχοσύνθεση του ατόμου που έχει γεννηθεί την ανάλογη χρονική περίοδο: τα ~α του αέρα (: Δίδυμοι, Ζυγός, Υδροχόος)/της γης (: Ταύρος, Παρθένος, Αιγόκερως)/του νερού (: Καρκίνος, Σκορπιός, Ιχθύς)/της φωτιάς (: Κριός, Λέων, Τοξότης). Ο Άρης φεύγει από/εγκαταλείπει το ~ των Ιχθύων. Ο Ήλιος/η Σελήνη βρίσκεται στο/περνά από το ~ του Καρκίνου. Ανήκει στο ~ του Λέοντα/της Παρθένου. Τι ~ είσαι; Πιστεύεις στα ~α;|| (προφ.) Ακούω/διαβάζω τα ~α (: τις αστρολογικές προβλέψεις). Βλ. πλανήτης, ωροσκόπιο, ωροσκόπος. 2. ΑΣΤΡΟΛ. (συνεκδ.) το σύμβολο που αναπαριστά καθέναν από τους δώδεκα αστερισμούς: Φορούσε ένα μενταγιόν με το ~ό του. [< αρχ. ζῴδιον]
  • ημερήσιος , α (λόγ.) ία, ο [ἡμερήσιος] η-με-ρή-σι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. που αναφέρεται στην ημέρα, που γίνεται κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, σπανιότ. μέχρι τη δύση του ήλιου και συνήθ. καθημερινά: ~ος: έλεγχος/μισθός (= ημερομίσθιο)/τζίρος/χρόνος (εργασίας). ~α: ανάλυση (αγορών)/απασχόληση/αποζημίωση/διατροφή/δόση (φαρμάκου)/ενημέρωση/κατανάλωση. ~ο: δελτίο/επίδομα/κόστος/πρόγραμμα/ωράριο. ~ες: δαπάνες/εισπράξεις/πτήσεις/πωλήσεις/συναλλαγές/τιμές. ~α: στατιστικά. Αυξήθηκε ο ~ αριθμός δρομολογίων. Σε ~α βάση. Πβ. καθημερινός.|| ~ο: σχολείο (= πρωινό· ΑΝΤ. εσπερινό). Βλ. απογευματινός. ΑΝΤ. νυχτερινός (1) 2. μονοήμερος, που διαρκεί μόνο για μία μέρα: ~α: εκδρομή/κρουαζιέρα. ~οι: φακοί επαφής.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) ~α: πρόβλεψη. ~ο: ωροσκόπιο. Βλ. εβδομαδ-, μην-ιαίος, ετήσιος. ΣΥΝ. εικοσιτετράωρος ● επίρρ.: ημερησίως (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: ημερήσιος Τύπος: που κυκλοφορεί καθημερινά: ~ και περιοδικός Τύπος., ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη βλ. ενδεικτικός, ημερήσια διαταγή βλ. διαταγή, ημερήσια διάταξη βλ. διάταξη [< αρχ. ἡμερήσιος]
  • ιχθύς [ἰχθύς] ι-χθύς ουσ. (αρσ.) {ιχθ-ύος, -ύ | -ύες (συχνότ. εσφαλμ. -είς), -ύων, -ύς (συχνότ. εσφαλμ. -είς)} 1. (λόγ.) ψάρι: εκτροφή/παραγωγή ~ύων. Βλ. οστεϊχθύες, χονδριχθύες. 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Ι) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το δωδέκατο και τελευταίο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (20 Φεβρουαρίου-20 Μαρτίου) μετά τον Υδροχόο· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. ● ΦΡ.: ιχθύος αφωνότερος/άφωνος ιχθύς (μτφ.): υπερβολικά ολιγόλογος, σιωπηλός., τηρεί σιγή(ν) ιχθύος & (σπάν.) κρατά σιγή ιχθύος (μτφ.): σιωπά, δεν αποκαλύπτει, δεν κοινοποιεί κάτι. Πβ. κρατά το στόμα του κλειστό, κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό. [< αρχ. ἰχθύς]
  • καρκίνος καρ-κί-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος που προκαλείται από ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε μια περιοχή του σώματος, αναπτύσσεται γρήγορα, εμποδίζοντας τη φυσιολογική λειτουργία του συγκεκριμένου μέρους του οργανισμού και συχνά κάνει μεταστάσεις: επιθετικός/μεταστατικός~. ~  του αίματος (βλ. λευχαιμία)/δέρματος (βλ. μελάνωμα)/εγκεφάλου/της ουροδόχου κύστης. ~ (του) ήπατος (: κυρ. λόγω ηπατίτιδας ή κίρρωσης)/λάρυγγα (βλ. αμίαντος)/μαστού (βλ. ταμοξιφένη)/παγκρέατος/παχέος εντέρου/πνεύμονα (κυρ. λόγω του καπνίσματος)/προστάτη/στομάχου (βλ. καρκινοειδές). (Οικογενειακό) ιστορικό ~ου. Εμβόλιο κατά του ~ου (του τραχήλου της μήτρας). Ανίχνευση/διάγνωση (βλ. αξονική/μαγνητική τομογραφία, βιοψία, καρκινικοί δείκτες)/εκδήλωση/εμφάνιση ~ου. Αντιμετώπιση (βλ. γαστρ-, κυστ-, ογκ-, προστατ-εκτομή)/θεραπεία (βλ. ορμονο-, ραδιο-, χημειο-θεραπεία, κυτταροστατικά)/καταπολέμηση/πρόληψη (βλ. μαστογραφία, Παπ τεστ) του ~ου. Έχει/της βρήκαν ~ο στις ωοθήκες. Έχασε την άνιση μάχη με τον ~ο (= την επάρατη νόσο). Νικημένος από τον ~. Πβ. κακοήθεια. Βλ. επιθηλίωμα, νεόπλασμα, νευροβλάστωμα, ογκοκατασταλτικά (γονίδια), πολυφαινόλες, σάρκωμα.|| (κατ' επέκτ.) ~ της ελιάς (= καρκίνωση). 2. (μτφ.) αρνητικό φαινόμενο με ταχεία εξέλιξη και εξάπλωση και βλαβερές επιπτώσεις: ο ~ της βίας. Πβ. καρκίνωμα, πληγή. 3. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου· το τέταρτο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Ιουνίου-22 Ιουλίου) μεταξύ Διδύμων και Λέοντος· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο: (ΑΣΤΡΟΛ.) Η Σελήνη στον ~ο. Με ωροσκόπο ~ο.|| Είναι ~. Βλ. τα ζώδια του νερού. 4. ΖΩΟΛ. (επίσ.) κάβουρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Τροπικός του Καρκίνου βλ. τροπικός ● ΦΡ.: μου έβγαλε/έχει βγάλει τον καρκίνο (προφ.-εμφατ.): με ταλαιπώρησε πολύ: Μου έβγαλε ~ μέχρι να το καταλάβει! Αυτό το μηχάνημα μου έχει βγάλει ~! Πβ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία. [< 1,4: αρχ. καρκίνος 2: γαλλ.-αγγλ. cancer 3: μτγν. ~]
  • κριάρι κρι-ά-ρι ουσ. (ουδ.) {κριαρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό πρόβατο: κέρατα ~ιού. Βλ. βόδι, προβατίνα, τράγος. ΣΥΝ. κριός (2) 2. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) πρόσωπο που είναι Κριός στο ζώδιο. ● Υποκ.: κριαράκι (το) [< μεσν. κριάρι(ν)]

αγαπησιάρης

αγαπησιάρης, α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α. 2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.

απογευματινός

απογευματινός, ή, ό [ἀπογευματινός] α-πο-γευ-μα-τι-νός επίθ. & (λαϊκό) απογεματινός: που συμβαίνει ή έχει σχέση με το απόγευμα: ~ός: ύπνος. ~ή: βάρδια. ~ές: εφημερίδες. ~ά: ιατρεία. Πβ. μεταμεσημβρινός. Βλ. βραδ-, νυχτερ-, πρω-ινός. ● Ουσ.: απογευματινή (η): κινηματογραφική συνήθ. προβολή που πραγματοποιείται τις συγκεκριμένες ώρες. Βλ. βραδινή., απογευματινό (το) 1. πρόχειρο γεύμα κατά τις απογευματινές ώρες: ~ με φρούτα και πορτοκαλάδα. Βλ. πρωινό, δεκατιανό, κολατσιό, μεσημεριανό, βραδινό. 2. δρομολόγιο συνήθ. λεωφορείου ή τρένου που γίνεται απόγευμα: Θα έρθω με το ~., απογευματινός, απογευματινή (ο/η): που εργάζεται ή έχει μάθημα στο σχολείο το απόγευμα: Σήμερα είμαι ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή απογευματινή: απογευματινή θεατρική παράσταση σε ορισμένη μέρα της εβδομάδας με μειωμένο συνήθ. εισιτήριο. Βλ. βραδινή. [< μεσν. απογευματινός]

βόδι

βόδι βό-δι ουσ. (ουδ.) {βοδ-ιού} & (λαϊκό) βόιδι 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό (ταύρος το αρσενικό, αγελάδα το θηλυκό, μοσχάρι το μικρό· επιστ. ονομασ. Bos indicus/taurus)· κυρ. το αρσενικό που έχει ευνουχιστεί (μεταξύ 8-12 μηνών), για να δώσει καλής ποιότητας κρέας ή (συνήθ. παλαιότ.) για να χρησιμοποιηθεί σε γεωργικές εργασίες: κρέας ~ιού (= βοδινό). Το ~ μουγκρίζει. Βλ. υποζύγιο.|| Χολή ~ιού (: συνθετικό διάλυμα με χρήση στη ζωγραφική).|| Κοιμάται/τρώει σαν ~ (= πάρα πολύ). Τι με κοιτάς σαν ~ (= σαν βλάκας); Βλ. κέρατο. 2. (μτφ.-υβριστ.) παχύς, άξεστος ή ανόητος άνθρωπος. Πβ. βουβάλι, γαϊδούρι, γουρούνι, ζώο(ν), μουλάρι. ● Υποκ.: βοδάκι & βοϊδάκι (το) ● ΦΡ.: εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, κάνω τη μύγα βόδι βλ. μύγα, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος [< μτγν. βοΐδιον < υποκ. αρχ. βοῦς]

γαστρ-

γαστρ- βλ. γαστρο-

γκανιάν

γκανιάν γκα-νιάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (στον ιππόδρομο) το άλογο που θεωρείται ο επικρατέστερος νικητής της κούρσας· γενικότ. φαβορί: το ~ της ημέρας. Ποντάρω στο ~. Παίζει ~ (: στοιχηματίζει σε αυτό). Βλ. δίδυμο, πλασέ.|| (μτφ., για πολιτικό υποψήφιο) Πάει για ~ στις εκλογές. [< γαλλ. gagnant]

δι- & δί- & δισ-

δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.

διαταγή

διαταγή δι-α-τα-γή ουσ. (θηλ.): εντολή από ανώτερη προς υφιστάμενη Αρχή, της οποίας η εκτέλεση είναι υποχρεωτική· συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: αυστηρή/γραπτή/εμπιστευτική/παράνομη/προφορική/ρητή ~. Εγκύκλιος-~. Ήρθε ~. Έλαβε τη/έχει/πήρε τη ~ (= τον διέταξαν) να ... (Ενεργώ) σύμφωνα με τη ~/(λόγ.) κατά διαταγή(ν) κάποιου.|| Στάλθηκε ειδική ~ προς όλα τα αρμόδια όργανα.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ του διοικητή. ~ επιχειρήσεων. Ο στρατιώτης υπάκουσε στις ~ές των ανωτέρων του. Πβ. προσταγή. Βλ. ντιρεκτίβα, οδηγία. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμάτιο/συναλλαγματική εις διαταγήν/σε διαταγή: ΟΙΚΟΝ. έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα άτομο (εκδότη) προς άλλο άτομο (αποδέκτη) για να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό σε διαταγή τρίτου (δικαιούχου)., ημερήσια διαταγή: ΣΤΡΑΤ. ειδικό βιβλίο επιτελείου ή μονάδας στο οποίο καταχωρούνται οι αποφάσεις της στρατιωτικής διοίκησης· συνεκδ. κάθε επίσημη στρατιωτική ανακοίνωση. || ~ ~ του Υπουργού Άμυνας. Βλ. ημερήσια διάταξη., εντολή/διαταγή πληρωμής βλ. εντολή ● ΦΡ.: (είμαι) στις διαταγές/υπό τις διαταγές & (λόγ.) υπό τας διαταγάς (κάποιου): είμαι υπό την εξουσία του: Η στρατιωτική δύναμη είναι/τελεί υπό τις ~ές του Συμβουλίου Ασφαλείας/του ΟΗΕ., βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα (προφ.): για απόφαση που πρέπει να εφαρμοστεί αμέσως και χωρίς αντιρρήσεις., στις διαταγές σας! (συχνά ειρων.): για δήλωση υπακοής., μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) βλ. νεότερος [< μτγν. διαταγή, γαλλ. ordre]

διάταξη

διάταξη δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. τοποθέτηση, διευθέτηση· συνεκδ. στοιχεία σε σειρά, σχηματισμός: ακτινωτή/αλφαβητική/(αμφι)θεατρική/ασύμμετρη/γεωμετρική/γραμμική/κάθετη/κατακόρυφη/κυκλική/σχηματική ~. ~ αντικειμένων/των δρόμων/επίπλων/της ύλης ενός βιβλίου. Βλ. ανα~, χωρο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων/δικτύου/πληκτρολογίου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Πειραματική ~. Βλ. μικροδιατάξεις.|| (ΣΤΡΑΤ.) Επιθετική ~. ~ δυνάμεων/μάχης.|| (μτφ.) Λογική ~ των ιδεών. Αμυντική ~ της ομάδας/των παικτών. Σε ~ μάχης τα κόμματα ενόψει εκλογών (πβ. θέση). 2. ΝΟΜ. τμήμα κυρ. νομικού κειμένου ή διοικητικής πράξης: αγορανομική/αστυνομική/ειδική/εισαγγελική/νομοθετική/συνταγματική ~. Θεσμικές/ισχύουσες/περιβαλλοντικές ~άξεις. Οι ~άξεις της διαθήκης (πβ. όρος, ρήτρα). Οι ~άξεις ενός κανονισμού/νόμου. Θεμελιώδεις ~άξεις του Συντάγματος (: που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση). Η ~ αποσύρεται/καταργείται/κατατίθεται στη Βουλή/τροποποιείται/ψηφίζεται. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης: ΝΟΜ. διαθήκη., ημερήσια διάταξη (επίσ.) 1. κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση από συλλογικό όργανο: η ~ ~ της γενικής συνέλευσης/της ολομέλειας. Το θέμα αναγράφεται/περιλαμβάνεται/προστέθηκε στην ~ ~. Συζήτηση (στη Βουλή) εκτός/προ ~ίας ~άξεως. Πβ. ατζέντα. Βλ. ημερήσια διαταγή. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για κάτι που συμβαίνει συχνά, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο: Οι μικροκλοπές είναι/βρίσκονται στην ~ ~. [< γαλλ. ordre du jour] , ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, παράλληλη σύνδεση/διάταξη βλ. παράλληλος [< 1: αρχ. διάταξις 2: μτγν. ~]

δίζυγο

δίζυγο δί-ζυ-γο ουσ. (ουδ.): ΑΘΛ. άθλημα της ενόργανης γυμναστικής που εκτελείται σε δύο παράλληλες μπάρες, στηριγμένες σε κατακόρυφους ορθοστάτες, το οποίο περιλαμβάνει προγράμματα με συνεχή εναλλαγή ασκήσεων· ειδικότ. το αντίστοιχο όργανο: ~ ανδρών (= παράλληλοι ζυγοί).|| Ασύμμετρο ~ (γυναικών) (= ασύμμετροι ζυγοί). Βλ. μονόζυγο

ενδεικτικός

ενδεικτικός, ή, ό [ἐνδεικτικός] εν-δει-κτι-κός επίθ.: που παρέχει ένδειξη για κάτι: ~ός: κατάλογος/πίνακας/προϋπολογισμός. ~ή: αξία (πβ. συμβολικός)/βιβλιογραφία (: βασική). ~ό: κόστος/παράδειγμα (= αντιπροσωπευτικό, χαρακτηριστικό)/πελατολόγιο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό. ~ά: στοιχεία. ~ές: απαντήσεις. ~ό είναι το γεγονός ότι … ~ό της κατάστασης που επικρατεί είναι ... Πβ. δηλωτ-, εμφαντ-ικός. ● επίρρ.: ενδεικτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: (προφ.) ~ σας αναφέρω/παραθέτω κάποια θέματα ... ● ΣΥΜΠΛ.: ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ε, Η, Π): συνολική ημερήσια ποσότητα θερμίδων, πρωτεϊνών, υδατανθράκων, σακχάρων, (κορεσμένων) λιπαρών, νατρίου και φυτικών ινών που ενδείκνυται να προσλαμβάνει υγιής ενήλικος ή παιδί. [< αγγλ. Guideline Daily Amounts (GDAs)] , ενδεικτική τιμή: προτεινόμενη τιμή πώλησης: ~ ~ γεύματος/δωματίου., ενδεικτική λυχνία βλ. λυχνία [< μτγν. ἐνδεικτικός, γαλλ. indicatif]

επιθηλίωμα

επιθηλίωμα [ἐπιθηλίωμα] ε-πι-θη-λί-ω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης επιθηλιακός όγκος. Πβ. καρκίνωμα. Βλ. -ωμα2. [< γαλλ. épithélioma, αγγλ. epithelioma]

κοίμηση

κοίμηση κοί-μη-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. Κ): ΕΚΚΛΗΣ. θάνατος Αγίου, κληρικού ή μοναχού: η ~ του γέροντα/οσίου ... Πβ. αποδημία εις Κύριον, εκδημία.|| (κυρ.) Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (: στις 15 Αυγούστου· ο Δεκαπενταύγουστος). Βλ. ανάληψη, μετάσταση. [< μτγν. κοίμησις]

κύων

κύων κύ-ων ουσ. (αρσ.) {κυν-ός} (αρχαιοπρ.) 1. ΖΩΟΛ. σκύλος: κυνηγετικός ~. 2. ΑΣΤΡΟΝ. {στον εν.} (με κεφαλ. Κ) ονομασία δύο αστερισμών, του Μεγάλου και του Μικρού Κυνός. Βλ. Αιγόκερως, Σείριος, Σταυρός του Νότου. ● ΦΡ.: τα άγια τοις κυσί βλ. άγιος [< αρχ. κύων] ΚΥΩΝ

μαστογραφία

μαστογραφία μα-στο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία μαστού: μαγνητική/ψηφιακή ~. Κάνω ~. Βλ. -γραφία, Παπ τεστ, προληπτική ιατρική. [< ιταλ. mastografia, 1937, αγγλ. mammography, 1937, γαλλ. mammographie, 1945]

-ον2 & -όν

-ον2 & -όν (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων, παράγωγων από τακτικά αριθμητικά: πρώτ-ον (βλ. εν πρώτοις)/δεύτερ~. Εικοστ-όν.

οστεϊχθύες

οστεϊχθύες [ὀστεϊχθύες] ο-στε-ϊ-χθύ-ες ουσ. (αρσ.) (οι): ΙΧΘΥΟΛ. ομοταξία η οποία περιλαμβάνει ψάρια με οστέινο σκελετό. Πβ. τελεόστεοι. Βλ. χονδριχθύες. [< γαλλ. ostéichthyens, περ. 1954, αγγλ. osteichtyes, πβ. αγγλ. osteichthyan, 1967]

ουρανός

ουρανός [οὐρανός] ου-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. επιφάνεια της ατμόσφαιρας, ορατή σε παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη, η οποία μοιάζει με θόλο και φαίνεται να εφάπτεται με τη νοητή γραμμή του ορίζοντα: αίθριος/βαρύς/γαλάζιος/γκρίζος/έναστρος/μαύρος/νυχτερινός/ξάστερος/σκοτεινός/συννεφιασμένος/φωτεινός ~. Χαρτογράφηση του ~ού. Το κυανό χρώμα του ~ού. Παρατήρηση του ~ού με τηλεσκόπιο. Καθάρισε ο ~ (: διαλύθηκαν τα σύννεφα). Ο ήλιος/το φεγγάρι βγήκε στον ~ό. Τα αεροπλάνα/τα πουλιά πετούν στον ~ό. Πβ. αιθέρες, ουράνια σφαίρα, στερέωμα.|| (μτφ.) Ένας κεραυνός έσκισε τον ~ό στα δύο.|| (ειδικότ.) Κάτω από τον αττικό ~ό. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) {συνήθ. στον πληθ.} νοητός τόπος που θεωρείται κατοικία του Θεού καθώς και η μεταθανάτια κατοικία των πιστών: η βασιλεία των ~ών. Η Πλατυτέρα των ~ών (: η Παναγία). Οι άγγελοι/δυνάμεις των ~ών. Η ανάληψη (του Χριστού) στους ~ούς. (κάλαντα Χριστουγέννων) "Οι ~οί αγάλλονται...". Πβ. (επ)ουράνια, παράδεισος. 3. (μτφ.) θολωτή οροφή: κρεβάτι με ~ό. Ο ~ (= σκεπή) του αυτοκινήτου. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: κάνω κάποιον χαρούμενο, του προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ευφορία: Αγάπες/έρωτες που μας ~ουν ~., ανοίγει ο ουρανός: τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά ή/και σταματά η βροχή: ~ ~ και βγαίνει ο ήλιος. Βλ. ανοίγει ο καιρός., είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι (προφ.): ζαλίζομαι από χτύπημα ή αιφνιδιάζομαι: Έφαγε μια γροθιά και είδε ~ ~. Του ήρθε ~ ~ με το εκκαθαριστικό της εφορίας. Πβ. έφαγα/μου (ή)ρθε/μου έπεσε κεραμίδα (στο κεφάλι), μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς., στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: πανευτυχής: Κέρδισε το λαχείο και βρίσκεται/είναι/πετάει ~ ~., τον ουρανό με τ' άστρα: για κάτι ανέφικτο, υπερβολικό: Ζητώ/προσφέρω/τάζω/υπόσχομαι/χαρίζω ~ ~., άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξαν οι ουρανοί βλ. ανοίγω, δάκρυσε ο ουρανός βλ. δακρύζω, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, μάννα εξ ουρανού βλ. μάννα1, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα πετεινά του ουρανού βλ. πετεινά, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα [< αρχ. οὐρανός 3: γαλλ. ciel de lit]

πέστροφα

πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]

πλανήτης

πλανήτης πλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]

σιαμαίος

σιαμαίος, α, ο [σιαμαῖος] σι-α-μαί-ος επίθ. & σιαμέζος & σιαμέζικος, η, ο: που κατάγεται από το Σιάμ (: σημερινή Ταϊλάνδη) ή αναφέρεται σε αυτό: (ΖΩΟΛ.) ~α: γάτα. ● Ουσ.: σιαμαίοι (οι) (μτφ.-προφ.): πολύ στενοί, αχώριστοι φίλοι. Πβ. κολλητός. ● ΣΥΜΠΛ.: σιαμαία (δίδυμα) & σιαμαίοι αδελφοί, σιαμαίες αδελφές, σιαμαία αδέλφια: ΙΑΤΡ. που γεννιούνται ενωμένα σε κάποιο σημείο του σώματος και συχνά έχουν κοινά όργανα. [< γαλλ. siamois]

στοίχος

στοίχος [στοῖχος] στοί-χος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): σειρά από άτομα ή πράγματα που έχουν τοποθετηθεί το ένα πίσω από το άλλο: (για μαθητές ή στρατιώτες) Παραταχθείτε κατά ~ους! Κίνηση/κυκλοφορία (των αυτοκινήτων) σε ~ους. Πβ. γραμμή. Βλ. ζυγός. [< αρχ. στοῖχος]

ΤΑ

ΤΑ (η) 1. Τοπική Αυτοδιοίκηση. 2. Τουριστική Αστυνομία.

τροπικός

τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.