Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 60 εγγραφές  [0-20]


  • αποστασιοποίηση [ἀποστασιοποίηση] α-πο-στα-σι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκούσια τήρηση ουδέτερης στάσης ή αποχή από υπόθεση ή κατάσταση: πλήρης ~ του κόσμου από ... Κρατά στάση διακριτικής ~ης απέναντι στην αντιπαράθεση. || Κοινωνική ~ (λόγω κορονοϊού)/σωματική/φυσική. Βλ. αποξένωση. 2. ΘΕΑΤΡ. -ΛΟΓΟΤ. αποφυγή ταύτισης, ιδ. συναισθηματικής, του ηθοποιού με τον ρόλο του ή του θεατή-αναγνώστη με τον ήρωα. Βλ. ανοικείωση, -ποίηση. [< 1: γερμ. Distanzierung, γαλλ. distanciation, 1959 2: γερμ. Verfremdung]
  • αρλεκίνος [ἀρλεκίνος] αρ-λε-κί-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΘΕΑΤΡ. παιχνιδιάρης και ερωτιάρης χαρακτήρας της κομέντια ντελ άρτε με μάσκα και φορεσιά με πολύχρωμους ρόμβους· συνεκδ. η αντίστοιχη αποκριάτικη αμφίεση: ~ και κολομπίνα. Ντύθηκε ~. Βλ. πιερότος. 2. (μτφ.-μειωτ.) θεατρίνος, καραγκιόζης. [< ιταλ. arlecchino]
  • αυλαία [αὐλαία] αυ-λαί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. βαριά κουρτίνα, παραπέτασμα που κλείνει και χωρίζει τη σκηνή θεάτρου από την πλατεία και συνεκδ. αρχή ή τέλος παράστασης: βελούδινη/κατακόκκινη ~. Άνοιγμα/κλείσιμο/πέσιμο της ~ας. Πβ. ριντό.|| Αυλαία (: στο τέλος θεατρικού κειμένου). ● ΦΡ.: κλείνει/πέφτει η αυλαία & ρίχνει/κατεβάζει (την) αυλαία 1. για το τέλος παράστασης ή σειράς παραστάσεων: (κατ' επέκτ., για τον θάνατο δημοσίου προσώπου, κυρ. καλλιτέχνη, συνήθ. στον δημοσιογραφικό λόγο) (Έπεσε η) ~ για τη μεγάλη ηθοποιό. Πβ. τίτλοι τέλους. 2. (γενικότ.) για λήξη θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Πέφτει απόψε η ~ για το/στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Έριξε/κατέβασε ~ η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά.|| Κλείνει αύριο η ~ της προεκλογικής περιόδου. [< γαλλ. baisser le rideau] , σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μτγν. αὐλαία]
  • βαριετέ βα-ριε-τέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΘΕΑΤΡ. είδος που συνδυάζει στοιχεία από την επιθεώρηση, το καμπαρέ και το τσίρκο· συνεκδ. το συγκεκριμένο θέαμα ή ο αντίστοιχος θίασος: ηθοποιός/τραγουδιστής του ~. Βλ. βοντβίλ, μιούζικ χολ. [< γαλλ. variétés]
  • βοντβίλ βοντ-βίλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΘΕΑΤΡ. ανάλαφρη κωμωδία με κύριο χαρακτηριστικό τις ανατροπές της πλοκής, τις παρεξηγήσεις καθώς και τις σκαμπρόζικες καταστάσεις· (παλαιότ.) είδος που συνδύαζε τραγούδι και χορό. Βλ. μπουλβάρ, μπουρλέσκ. [< γαλλ. vaudeville] ΒΟΝΤΒΙΛ
  • βουλεβάρτο βου-λε-βάρ-το ουσ. (ουδ.) 1. πλατιά λεωφόρος με δενδροστοιχίες και ευρύχωρα πεζοδρόμια σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού: τα ~α του Παρισιού. 2. ΘΕΑΤΡ. μπουλβάρ. [< γαλλ. boulevard]
  • δίπρακτος , η, ο δί-πρα-κτος επίθ.: ΘΕΑΤΡ. (για σκηνικό έργο) που αποτελείται από δύο πράξεις: ~η: κωμωδία. Βλ. μονό-, τρί-, πολύ-πρακτος.|| (συνήθ. ως ουσ.) Το ~ο. [< γερμ. zweiaktig]
  • δράμα [δρᾶμα] δρά-μα ουσ. (ουδ.) {δράμ-ατος | -ατα} 1. ΦΙΛΟΛ. -ΘΕΑΤΡ. έμμετρο θεατρικό είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης και κατ' επέκτ. κάθε έργο που προορίζεται για παράσταση: αναβίωση/παραστάσεις/υποκριτές/χορικά του αρχαίου ~ατος. Η εξέλιξη του ~ατος από τον διθύραμβο. Τα είδη του ~ατος είναι η τραγωδία, η κωμωδία και το σατιρικό ~.|| Θρησκευτικό ~. 2. έργο με έντονες συγκινήσεις και συγκρούσεις: αισθηματικό/κοινωνικό/κωμικό (βλ. ιλαροτραγωδία)/ρομαντικό/ψυχολογικό (= ψυχόδραμα) ~. ~ επιστημονικής φαντασίας/εποχής. Βλ. κοινωνιό-, μελό-, ονειρό-, παραμυθό-, χορό-δραμα, μελό. 3. (μτφ.) κάθε δυσάρεστο, τραγικό ή ανυπόφορο γεγονός: εθνικό/οικογενειακό ~. Το ~ των ανέργων/ομήρων/προσφύγων. Ζει το προσωπικό του ~ (πβ. κόλαση). Οι πρωταγωνιστές του ~ατος. Ανθρώπινα ~ατα.|| (ως επίρρ.-προφ.) ~ η κατάσταση! ΣΥΝ. τραγωδία (3) ● Υποκ.: δραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θείο δράμα: τα Πάθη του Χριστού., λειτουργικό δράμα βλ. λειτουργικός, μουσικό/λυρικό δράμα βλ. μουσικός ● ΦΡ.: η τελευταία πράξη του δράματος βλ. πράξη [< 1: αρχ. δρᾶμα 2,3: γαλλ. drame, αγγλ. drama] ΔΡΑΜΑ
  • δραματογραφία δρα-μα-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) ΘΕΑΤΡ. 1. το σύνολο των δραματικών έργων (χώρας, ευρύτερης περιοχής ή εποχής): ευρωπαϊκή/μεταπολεμική ~. Η ελληνική ~ του 19ου αι. ΣΥΝ. δραματολογία (2) 2. δραματουργία. Βλ. -γραφία.
  • δραματολογία δρα-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΘΕΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη δημιουργία ή/και τη διδασκαλία των δραματικών έργων: ευρωπαϊκή/συγκριτική ~. ~ νεοελληνικού θεάτρου. Βλ. θεατρολογία, -λογία. 2. (σπάν.) δραματογραφία.
  • δραματολογικός , ή, ό δρα-μα-το-λο-γι-κός επίθ.: ΘΕΑΤΡ. που έχει σχέση με τη δραματολογία. Πβ. δραματουργικός. ● επίρρ.: δραματολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]
  • δραματολόγιο δρα-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΘΕΑΤΡ. το σύνολο των έργων που ανεβάζει ένας θίασος σε ορισμένη θεατρική περίοδο· ρεπερτόριο: διεθνές/ελληνικό/κλασικό/σύγχρονο ~. Το ~ ενός θιάσου. Βλ. -λόγιο. [< γαλλ. répertoire]
  • δραματουργία δρα-μα-τουρ-γί-α ουσ. (θηλ.) ΘΕΑΤΡ. 1. συγγραφή θεατρικών έργων: υποκριτική, σκηνοθεσία και ~. 2. δραματογραφία: έργα από την παγκόσμια ~. Ανθολογία νεοελληνικής ~ας. Βλ. -ουργία. [< μτγν. δραματουργία, γαλλ. dramaturgie, αγγλ. dramaturgy]
  • δραματουργικός , ή, ό δρα-μα-τουρ-γι-κός επίθ.: ΘΕΑΤΡ. που σχετίζεται με τη δραματουργία ή τον δραματουργό: ~ή: δομή/επεξεργασία/σύνθεση/τεχνική. ~ά: πρότυπα. Το πεζογραφικό και ~ό έργο ενός συγγραφέα. Πβ. δραματολογικός. ● επίρρ.: δραματουργικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. δραματουργικός, γαλλ. dramaturgique, αγγλ. dramaturgic]
  • ειρωνεία [εἰρωνεία] ει-ρω-νεί-α ουσ. (θηλ.) 1. υποτιμητικό σχόλιο υπαινικτικά διατυπωμένο· ειδικότ. χρήση του προφορικού ή γραπτού λόγου με τρόπο που να εκφράζεται το αντίθετο νόημα από αυτό που δηλώνεται κυριολεκτικά: έντονη/καυστική (πβ. σαρκασμός)/πικρή/πικρόχολη ~. Κείμενο γεμάτο ~. Χιούμορ με αρκετή δόση ~ας. Να λείπουν οι ~ες.|| Ανεπαίσθητη/λεπτή ~. Χροιά ~ας. Διακρίνω/διαφαίνεται μια ελαφρά ~ στα λόγια/στον τόνο/στη φωνή του. 2. ανακολουθία μεταξύ του πραγματικού αποτελέσματος μιας κατάστασης και του κανονικού ή αναμενόμενου: η ~ της ιστορίας/της υπόθεσης. ● ΣΥΜΠΛ.: σωκρατική ειρωνεία: ΦΙΛΟΣ. η προσποιητή άγνοια του Σωκράτη απέναντι στους συνομιλητές του με στόχο την εκμαίευση των απόψεών τους γύρω από ένα θέμα, τη διαπίστωση της αντιφατικότητας των λόγων τους και την εύρεση στη συνέχεια της αλήθειας., τραγική ειρωνεία 1. ΘΕΑΤΡ. δραματική τεχνική κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί την πραγματική του κατάσταση, την οποία όμως γνωρίζει ο θεατής ή ο αναγνώστης. 2. (μτφ.) για κάθε εξέλιξη των πραγμάτων που έχει αρνητικό χαρακτήρα, αντίθετα απ' ό,τι αναμένεται: ~ ~ ο θάνατός του την ημέρα των γενεθλίων του. ● ΦΡ.: ειρωνεία της τύχης: για εξέλιξη διαφορετική ή αντίθετη από την προσδοκώμενη: Τι/κατά (τραγική) ~ της τύχης! Η ~ ~ είναι ότι η μπάλα χτύπησε και τις δύο φορές στο δοκάρι. [< αρχ. εἰρωνεία, γαλλ. ironie, αγγλ. irony]
  • ενδυματολόγιο [ἐνδυματολόγιο] εν-δυ-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) {ενδυματολογί-ου} το σύνολο των ενδυμάτων 1. ΘΕΑΤΡ. που χρησιμοποιούνται σε μία παράσταση. 2. που παράγει βιοτεχνία ενδυμάτων ή οίκος μόδας. 3. που διαθέτει κάποιο άτομο. ΣΥΝ. γκαρνταρόμπα (2)
  • επιθεώρηση [ἐπιθεώρηση] ε-πι-θε-ώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίσημος έλεγχος της πορείας μιας σειράς εργασιών, της εύρυθμης και σωστής λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή της καλής κατάστασης ενός χώρου: γενική/εβδομαδιαία/ειδική/έκτακτη/ετήσια/περιοδική/συστηματική/τακτική ~. ~ εξοπλισμού/πλοίων (βλ. νηογνώμονας). Επίσκεψη-~ (ενν. του Γενικού Επιθεωρητή) στην Αστυνομική Διεύθυνση. Αιφνιδιαστικές/επιτόπιες ~ήσεις. Εντατικοποίηση των ~ήσεων. Γίνονται/διενεργούνται/διεξάγονται/πραγματοποιούνται ~ήσεις. Κατά την ~ διαπιστώθηκε ότι ...|| (ΣΤΡΑΤ.) Στρατηγική/ταξιαρχική ~. ~ του αγήματος/όπλων και θαλάμων. 2. (συνεκδ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) ανώτερη δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον έλεγχο της λειτουργίας εκείνων που ανήκουν στη δικαιοδοσία της: Υγειονομική ~. ~ Δασών. 3. περιοδική έκδοση η οποία παρουσιάζει τις τελευταίες εξελίξεις σε κάποιο γνωστικό τομέα μέσα από άρθρα και δημοσιεύματα: επιστημονική/καλλιτεχνική/πολιτική ~.|| (ως τίτλος περιοδικού, με κεφάλ. το αρχικό Ε) Οικολογική ~. ~ Εκπαιδευτικών Θεμάτων. 4. ΘΕΑΤΡ. θεατρικό είδος με αυτοτελή νούμερα που συνοδεύονται από τραγούδια και χορό και σατιρίζουν την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα: μουσική ~. Νούμερο ~ης. Βλ. κωμειδύλλιο, κωμωδία, σάτιρα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή επιθεώρηση & (σπάν.) ενεργειακή αυτοψία/διάγνωση: εκτίμηση και καταγραφή της πραγματικής κατανάλωσης ενέργειας, των παραγόντων που την επηρεάζουν και των δυνατοτήτων εξοικονόμησής της σε ένα κτίριο ή κτιριακό συγκρότημα., Επιθεώρηση Εργασίας/Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας: υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με κύριο έργο την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. [< 1: μτγν. ἐπιθεώρησις ‘εξέταση’, γαλλ. inspection, revue 2: γαλλ. inspection 3,4: γαλλ. revue]
  • επιθεωρησιακός , ή, ό [ἐπιθεωρησιακός] ε-πι-θε-ω-ρη-σι-α-κός επίθ.: ΘΕΑΤΡ. που σχετίζεται με τη θεατρική επιθεώρηση: ~ή: παράσταση. ~ό: θέατρο/νούμερο/τραγούδι.
  • θεατρολογία θε-α-τρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. η επιστημονική μελέτη και ανάλυση του θεάτρου, της ιστορικής εξέλιξης, των μορφών του και των τάσεων που αναπτύχθηκαν σε αυτό. Βλ. -λογία. [< πβ. γαλλ. théâtrologie]
  • κατακάλι κα-τα-κά-λι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΘΕΑΤΡ. παραδοσιακό ινδικό χοροθέατρο που εξιστορεί επεισόδια από τα ινδικά έπη και από τη ζωή των ινδικών θεοτήτων. [< αγγλ. Kathakali, 1900, γαλλ. ~. 1926]

ανοικείωση

ανοικείωση [ἀνοικείωση] α-νοι-κεί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΟΤ. (στον ρωσικό φορμαλισμό) γνώρισμα λογοτεχνικού κειμένου που βασίζεται στη μη οικεία χρήση λέξεων, κυρ. μέσω νέων συνδυασμών, αλλά και πρωτότυπων αφηγηματικών τεχνικών· κατ' επέκτ. βασική ιδιότητα κάθε μορφής τέχνης που ανατρέπει τη συνήθη αντίληψη της πραγματικότητας, απομακρύνοντας την εμπειρία αναγνωστών ή θεατών από καθιερωμένες συμβάσεις. Βλ. αποστασιοποίηση, λογοτεχνικότητα. 2. (σπάν.) ανοικειότητα. [< αγγλ. defamiliarization, 1971]

αποξένωση

αποξένωση [ἀποξένωση] α-πο-ξέ-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξενώνω: κοινωνική/πλήρης ~. ~ του σύγχρονου ανθρώπου από το περιβάλλον. ~ και μοναξιά. ~ που προκαλείται από τον καταναλωτισμό/τη μαζοποίηση/την τεχνολογική εξέλιξη.|| (ΨΥΧΟΛ.) Σύνδρομο γονικής ~ης. Πβ. αλλοτρίωση, απομάκρυνση, αποξένωση, αποστασιοποίηση. 2. ΝΟΜ. μεταβίβαση: ~ ιδιοκτησίας/περιουσίας. [< μτγν. ἀποξένωσις ‘διαμονή στο εξωτερικό, εξορία’ 1: γερμ. Entfremdung, γαλλ. aliénation 2: γαλλ. ~]

βοντβίλ

βοντβίλ βοντ-βίλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΘΕΑΤΡ. ανάλαφρη κωμωδία με κύριο χαρακτηριστικό τις ανατροπές της πλοκής, τις παρεξηγήσεις καθώς και τις σκαμπρόζικες καταστάσεις· (παλαιότ.) είδος που συνδύαζε τραγούδι και χορό. Βλ. μπουλβάρ, μπουρλέσκ. [< γαλλ. vaudeville] ΒΟΝΤΒΙΛ

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

θεατρολογία

θεατρολογία θε-α-τρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. η επιστημονική μελέτη και ανάλυση του θεάτρου, της ιστορικής εξέλιξης, των μορφών του και των τάσεων που αναπτύχθηκαν σε αυτό. Βλ. -λογία. [< πβ. γαλλ. théâtrologie]

κοινωνιο- & κοινωνιό-

κοινωνιο- & κοινωνιό-: α' συνθετικό επιστημονικών κυρ. όρων που αναφέρονται στην κοινωνία ή την κοινωνιολογία: κοινωνιο-γλωσσολογία/~μετρία. Κοινωνιό-γραμμα.

κωμειδύλλιο

κωμειδύλλιο κω-μει-δύλ-λι-ο ουσ. (ουδ.): ΘΕΑΤΡ. μουσική κωμωδία με ηθογραφικό περιεχόμενο και εμφανές το νατουραλιστικό στοιχείο. Βλ. επιθεώρηση, λιμπρέτο, μελόδραμα, οπερέτα. [< γαλλ. comédie-vaudeville]

λειτουργικός

λειτουργικός, ή, ό λει-τουρ-γι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη λειτουργία επιχείρησης, φορέα, μηχανήματος, οργανισμού: ~ός: εκσυγχρονισμός (π.χ. νοσοκομείων)/έλεγχος (π.χ. κινητήρα)/(ΟΙΚΟΝ.) κίνδυνος/σχεδιασμός (π.χ. λιμένα). ~ή: απόδοση/δομή (ομίλου). ~ό: κόστος (βλ. πάγιο). ~ές: ανάγκες/δαπάνες (σχολείων/υπουργείων). ~ά: έξοδα. Τεχνικά και ~ά στοιχεία κατασκευής. Βλ. πολυ~.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) ~ή: οργάνωση (του κεντρικού νευρικού συστήματος). ~ές: διαταραχές (π.χ. του εντέρου). Το κύτταρο ως δομική και ~ή μονάδα της ζωής. Ο κύριος ~ ρόλος των φύλλων είναι η φωτοσύνθεση. Βλ. οργανικός.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: σύνταξη. ~ές: λέξεις (= άρθρα, προθέσεις, σύνδεσμοι). 2. που εξυπηρετεί πρακτικές ανάγκες: ~ός: υπολογιστής (παλάμης). ~ό: κτίριο/σπίτι (βλ. έξυπνο σπίτι). ~ά: έπιπλα. Άνετος και/απλός, αλλά ~ χώρος. Πβ. εργονομικός, χρηστικός.|| ~ή: γνώση. 3. ΕΚΚΛΗΣ. που αφορά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και γενικότ. των ιερών ακολουθιών: ~ή: θεολογία. ~οί: ύμνοι. ~ά: βιβλία (βλ. Απόστολος, Ευαγγέλιο, Ευχολόγιο, Μηνολόγιο, Ψαλτήριο). ● Ουσ.: Λειτουργική (η): ΘΕΟΛ. επιστημονικός κλάδος που ερευνά και ερμηνεύει τις τελετουργίες και τους τρόπους της θείας λατρείας στα διάφορα θρησκευτικά δόγματα., λειτουργικό(ν) (το): ΕΚΚΛΗΣ. βιβλίο που περιέχει τη Θεία Λειτουργία: το ~ της ορθόδοξης/καθολικής εκκλησίας. [< μεσν. τό λειτουργικόν] ● επίρρ.: λειτουργικά ● ΣΥΜΠΛ.: λειτουργικό (σύστημα): ΠΛΗΡΟΦ. το βασικό πρόγραμμα του υπολογιστή που ελέγχει και συντονίζει την επικοινωνία των διαφόρων εφαρμογών με το υλικό του. [< αγγλ. operating system, 1961] , λειτουργικό δράμα: ΘΕΑΤΡ. θεατρικό είδος που άνθισε τον 12ο και τον 13ο αι. π.Χ. στη Δύση και αναπαριστούσε ιστορίες της Αγίας Γραφής ή σκηνές από τη ζωή των Αγίων., λειτουργικό περιβάλλον : ΠΛΗΡΟΦ. το βασικό πρόγραμμα του υπολογιστή που αναλαμβάνει την επικοινωνία μεταξύ των εφαρμογών και του υλικού του με τον χρήστη., λειτουργικά αναλφάβητος βλ. αναλφάβητος, λειτουργικά τρόφιμα βλ. τρόφιμα, λειτουργική γλωσσολογία βλ. γλωσσολογία, λειτουργική γραμματική βλ. γραμματική, λειτουργική λύση βλ. λύση, λειτουργικό κέρδος βλ. κέρδος, λειτουργικός αναλφαβητισμός βλ. αναλφαβητισμός [< 1,2: γαλλ. fonctionnel, αγγλ. functional 3: μτγν. λειτουργικός]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

μονο- & μονό- & μον-

μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο. 2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.

μουσικός

μουσικός, ή, ό μου-σι-κός επίθ. 1. που παράγει ή περιλαμβάνει μουσική ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: αυτοσχεδιασμός/θίασος/κύκλος/φθόγγος. ~ή: αγωγή/βιβλιοθήκη/βιομηχανία/γλώσσα/γραφή/διεύθυνση/δισκογραφία/δραστηριότητα/εκδήλωση/εκπαίδευση/εκπομπή/εκτέλεση/έμπνευση/επιμέλεια/εταιρεία/καταγραφή/κληρονομιά/κλίμακα/κωμωδία/μορφή/νότα/παιδεία/παράδοση/παραλλαγή/παράσταση/παρουσία(ση)/πειρατεία/σκηνή/συναυλία/σύνθεση/συνοδεία/υπόκρουση/φράση. ~ ό: άλμπουμ/αρχείο/βιβλίο/γυμνάσιο/έργο/θέατρο/κείμενο/κομμάτι/κουτί/περιοδικό/πρόγραμμα/ρεπερτόριο/σήμα/στέκι/στιλ/συγκρότημα/σχήμα/σχολείο/ταλέντο/ύφος. ~ές: εκδόσεις/επιλογές/μνήμες/προτάσεις/συναντήσεις. ~ά: βραβεία/θέματα/ρεύματα. Τμήμα ~ής Επιστήμης και Τέχνης/Τμήμα ~ών Σπουδών. 2. που έχει μουσικότητα, ρυθμό, αρμονία: ~ός: ήχος/στίχος. ~ή: έκφραση/προφορά. ~ό: ιδίωμα. Πβ. μελωδ-, ρυθμ-ικός. 3. που χαρακτηρίζεται από έμφυτη ικανότητα αντίληψης των μουσικών ήχων: ~ή: ιδιοφυΐα. ~ό: αίσθημα/αισθητήριο/ένστικτο. Έχει ~ό αυτί. ● επίρρ.: μουσικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μουσικό/λυρικό δράμα: ΜΟΥΣ. μελόδραμα: ~ ~ σε τέσσερις πράξεις. Πβ. όπερα, οπερέτα. [< γαλλ. drame lyrique] , μηχανικά (μουσικά) όργανα βλ. όργανο, μουσικές καρέκλες βλ. καρέκλα, μουσική βραδιά βλ. βραδιά, μουσική επένδυση βλ. επένδυση, μουσική μορφολογία βλ. μορφολογία, μουσικό διάλειμμα βλ. διάλειμμα, μουσικός παραγωγός βλ. παραγωγός, μουσικός τόνος/τονισμός βλ. τόνος1 [< 1,3: αρχ. μουσικός 2: γαλλ.-αγγλ. musical]

μπουλβάρ

μπουλβάρ μπουλ-βάρ ουσ. (ουδ.): ΘΕΑΤΡ. κωμικό ή δραματικό ελαφρό θέατρο που αντλεί τα θέματά του από την αστική ζωή. Βλ. βοντβίλ. ΣΥΝ. βουλεβάρτο (2) [< γαλλ. boulevard]

-ουργία

-ουργία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση συγκεκριμένης τέχνης, επαγγελματικής δραστηριότητας ή τεχνικού τομέα: ταπητ~/υφαντ~.|| Ξυλ~ (πβ. ξυλουργική).|| Μεταλλ~/σιδηρ~.

πιερότος

πιερότος πι-ε-ρό-τος ουσ. (αρσ.): ΘΕΑΤΡ. χαρακτήρας της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και της γαλλικής παντομίμας, που φορούσε λευκά φαρδιά ρούχα, κωνικό καπέλο και είχε λευκό πουδραρισμένο πρόσωπο· συνεκδ. η αντίστοιχη αποκριάτικη αμφίεση. Βλ. αρλεκίνος. [< ιταλ. pierroto]

πράξη

πράξη πρά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. υλοποίηση και εφαρμογή ιδέας, πρόθεσης, σκέψης, έργου, σχεδίου και συνεκδ. ό,τι πραγματοποιείται: άδικη/ανέντιμη/ανίερη/ανόσια/αξιέπαινη/απάνθρωπη/βάρβαρη/βέβηλη/γενναία/διδακτική/δίκαιη/εγκληματική/εκπαιδευτική/ευγενική/ηρωική/ιατρική/κοινωνική/πολιτική/πολιτιστική/σχολική/χριστιανική/χυδαία ~. ~ αγάπης/απελπισίας/αυταπάρνησης/βίας/δειλίας/εξιλέωσης/ευθύνης/μίσους/πίστης/τρομοκρατίας.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Χρηματοδότηση ~ης (= έργου).|| Δράστης αξιόποινης ~ης. Τιμήθηκε/τιμωρήθηκε για τις ~εις του. Θα κριθεί από τις ~εις της (= ενέργειες). Κάνε μια καλή ~. Η ~ θα δείξει/θα φανεί στην ~, αν οι ιδέες μας είναι ορθές. Οι ~εις είναι που μετράνε. Ήταν διανοητής, αλλά και άνθρωπος της ~ης (= δράσης). Βλ. διάπραξη. 2. έγγραφη καταχώρηση γεγονότος, σύμβασης, υποχρέωσης ή επίσημη απόφαση ανώτατου κρατικού ή θρησκευτικού οργάνου· κατ' επέκτ. διεθνής συνθήκη, συμφωνία: δικαστική/διοικητική/ιδρυτική/κανονιστική/συμβολαιογραφική/ταμειακή ~. Πατριαρχική/συνοδική ~. ~ ακύρωσης/αποδοχής (κληρονομιάς)/διορισμού/νομοθετικού περιεχομένου/παραίτησης. Εκτελεστικές/νομικές/προπαρασκευαστικές/συστατικές ~εις. Με ~ του Υπουργού, ... Η παρούσα ~ θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. ~ υπουργικού συμβουλίου.|| Ενιαία Ευρωπαϊκή ~. 3. εμπορική ή χρηματιστηριακή ενέργεια, συναλλαγή: εταιρική/οικονομική/προθεσμιακή ~. ~εις ανταλλαγής νομισμάτων/συναλλάγματος. Βλ. αγοραπωλησία, δοσοληψία. 4. αυτοτελής ενότητα θεατρικού έργου· κατ' επέκτ. κάθε φάση σημαντικού γεγονότος ή υπόθεσης: κωμωδία/λυρικό δράμα/όπερα σε τρεις ~εις.|| Η τελευταία ~ του πολέμου/της πολύκροτης δίκης. Πβ. κεφάλαιο, σελίδα. ● ΣΥΜΠΛ.: (μαθηματική/αριθμητική) πράξη: ΜΑΘ. η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός, η διαίρεση. [< γαλλ. opération mathématique] , κυβερνητικές πράξεις: ΝΟΜ. οι πράξεις των διοικητικών Αρχών που δεν υπόκεινται σε δικαστικό ή διοικητικό έλεγχο. [< γαλλ. actes de gouvernement] , ληξιαρχική πράξη: καταγραφή, σε επίσημο αρχείο, προσωπικών στοιχείων ή γεγονότος, που αφορά την αστική κατάσταση πολίτη: ~ ~ βάπτισης/γάμου/γέννησης/θανάτου. Αντίγραφο ~ής ~ης., λογιστική πράξη: οτιδήποτε επιτελείται στο πλαίσιο της λογιστικής· ειδικότ. καταχώρηση σε λογιστικό βιβλίο., Πράξεις των Αποστόλων (οι): ΘΕΟΛ. βιβλίο της Καινής Διαθήκης που αναφέρεται στην ίδρυση της χριστιανικής Εκκλησίας, την εξάπλωση του χριστιανισμού και τη δράση κυρ. των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου., σεξουαλική/ερωτική πράξη: ερωτική επαφή, σεξ., ακόλαστη πράξη βλ. ακόλαστος, γλωσσική πράξη βλ. γλωσσικός, καταλογιστική πράξη βλ. καταλογιστικός, συντακτική πράξη βλ. συντακτικός ● ΦΡ.: βάζω κάτι σε πράξη: το εφαρμόζω, το επιτελώ: ~ ~ μια ιδέα/ένα πρόγραμμα/σχέδιο., η τελευταία πράξη του δράματος (μτφ.): το δραματικό τέλος γεγονότος, ιστορίας: Γράφτηκε/παίχτηκε ~ ~ για τα μέλη της οικογένειας., κάνω κάτι πράξη: το υλοποιώ, το πραγματοποιώ: Έκανε ~ το όνειρό/την πρότασή/υπόσχεσή του. Θα κάνει ~ τις πολιτικές του δεσμεύσεις/εξαγγελίες., στην πράξη: σε πρακτικό επίπεδο, στην εφαρμογή: διδασκαλία/έρευνα/τεχνολογία ~ ~. Ιδέα που δοκιμάστηκε ~ ~. Βλ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στη θεωρία [< 1: αρχ. πρᾶξις 2,4: γαλλ. acte 3: γαλλ. transaction]

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.