Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 54 εγγραφές  [0-20]


  • -σύλλαβος , η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού ή πλήθους συλλαβών: (για λέξη) μονο-σύλλαβη/δι~/τρι~. Πολυ~.|| (σπανιότ. ΜΕΤΡ.) (ουσιαστικοπ.) (Ο) δεκαπεντα~.
  • ακατάληκτος , η, ο [ἀκατάληκτος] α-κα-τά-λη-κτος επίθ.: που δεν έχει κατάληξη, κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: ακατάληκτο όνομα/ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική ενικού χωρίς κατάληξη, π.χ. γέρων, σώμα., ακατάληκτος στίχος: ΜΕΤΡ. που έχει πλήρη τον τελευταίο πόδα: ιαμβικός ~ ~. ΑΝΤ. καταληκτικός στίχος [< μτγν. ἀκατάληκτος]
  • ακέφαλος , η, ο [ἀκέφαλος] α-κέ-φα-λος επίθ. 1. χωρίς κεφάλι: ~ο: άγαλμα/πτώμα. Παραγωγή ~ων κλώνων.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: βίδα. Βλ. -κέφαλος. 2. (μτφ.) που δεν έχει ηγεσία: ~η: Αρχή/Εκκλησία. ~ο: ίδρυμα/κόμμα (: που δεν έχει προεδρία)/υπουργείο. Πβ. αδιοίκητος, ακυβέρνητος.|| (ΑΘΛ.) ~η: ομάδα (: χωρίς διοίκηση ή προπονητή). Βλ. ασώματος. 3. ΦΙΛΟΛ. που δεν έχει αρχή και ειδικότ. που του λείπει το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα: ~ος: κώδικας. ~ο: χειρόγραφο. Βλ. κολοβός. ● ΣΥΜΠΛ.: ακέφαλος στίχος: ΜΕΤΡ. που η πρώτη συλλαβή απουσιάζει ή είναι βραχεία αντί για μακρά. [< 1,3: αρχ. ἀκέφαλος 2: αγγλ. acephalous, γαλλ. acéphale]
  • αναπαιστικός , η, ο [ἀναπαιστικός] α-να-παι-στι-κός επίθ.: ΜΕΤΡ. που σχετίζεται με τον ανάπαιστο: ~ός: ρυθμός/στίχος. ~ό: μέτρο. [< μτγν. ἀναπαιστικός]
  • ανάπαιστος [ἀνάπαιστος] α-νά-παι-στος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αίστου}: ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή και στην αρχαία ελληνική από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος στίχος. Βλ. δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος. [< αρχ. ἀνάπαιστος, γαλλ. anapeste, αγγλ. anapest]
  • ανομοιοκατάληκτος , η, ο [ἀνομοιοκατάληκτος] α-νο-μοι-ο-κα-τά-λη-κτος επίθ.: ΜΕΤΡ. για στίχο ή ποίημα που δεν έχει ομοιοκαταληξία. Βλ. ελεύθερος στίχος. ΑΝΤ. ομοιοκατάληκτος [< μτγν. ἀνομοιοκατάληκτος]
  • δακτυλικός , ή, ό δα-κτυ-λι-κός επίθ. & (προφ.) δαχτυλικός: που σχετίζεται ή γίνεται με τα δάχτυλα: ~ή: αποκόλληση (πλακούντα)/εξέταση. ~ά: νεύρα. Μασάζ με ~ή πίεση (βλ. σιάτσου). ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό εξάμετρο & δακτυλικός εξάμετρος: ΜΕΤΡ. (στην αρχ. Ελλην.) στίχος που αποτελείται από έξι δακτύλους, στους οποίους οι δύο βραχείες συλλαβές μπορούν να αντικατασταθούν από μία μακρά: Τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε ~ ~. Βλ. αναπαιστ-, ιαμβ-ικός, τροχαϊκός., δακτυλικά αποτυπώματα βλ. αποτύπωμα, δακτυλικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο [< μτγν. δακτυλικός, γαλλ. digital, αγγλ. dactylic]
  • δάκτυλος δά-κτυ-λος ουσ. (αρσ.) {δακτύλ-ου | -ων, -ους} & δάχτυλος 1. (μτφ.) υποκίνηση ενεργειών με αρνητικές συνήθ. συνέπειες: Υπάρχει ~ πίσω από τις επιθέσεις. 2. ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από μία τονισμένη και δύο άτονες συλλαβές και στην αρχαία ελληνική από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές. Βλ. ανάπαιστος, ίαμβος, τροχαίος. 3. (λόγ.) δάχτυλο: μικρός/παράμεσος ~. (ΙΑΤΡ.) Βλαισός μέγας ~ (= κότσι). 4. το εκατοστό, ο πόντος. ΣΥΝ. εκατοστόμετρο ● ΣΥΜΠΛ.: ξένος δάκτυλος: ανάμειξη ή επέμβαση συνήθ. μιας ξένης χώρας στα εσωτερικά ζητήματα μιας άλλης: Στην υπόθεση εμπλέκεται ~ ~. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος [< 2, 3: αρχ. δάκτυλος]
  • δεκαπεντασύλλαβος , η, ο δε-κα-πε-ντα-σύλ-λα-βος επίθ.: ΜΕΤΡ. που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές: ~ες: μαντινάδες. Βλ. -σύλλαβος. ● Ουσ.: δεκαπεντασύλλαβος (ο) & (σπάν.) δεκαπεντασύλλαβο (το): ο αντίστοιχος στίχος. ● ΣΥΜΠΛ.: ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (στίχος) βλ. ιαμβικός
  • διασκελισμός δι-α-σκε-λι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) άνοιγμα των ποδιών κατά το περπάτημα ή το τρέξιμο· μεγάλα βήματα: Με δέκα ~ούς μας έφτασε. Πβ. δρασκελιά, δρασκελισμός.|| (σπάν.-μτφ.) Προχωρούν με γρήγορους/μεγάλους ~ούς στην έρευνα ... (πβ. άλματα). Βλ. -ισμός. 2. ΜΕΤΡ. συνέχιση και ολοκλήρωση του νοήματος στον επόμενο στίχο ενός ποιήματος: μετρικός ~. [< μεσν. διασκελισμός, 1: γαλλ. enjambée 2: γαλλ. enjambement]
  • δίμετρος , η, ο δί-με-τρος επίθ. 1. που έχει μήκος ή ύψος δύο μέτρων· (για πρόσ.) πολύ ψηλός: ~ο: καλώδιο.|| (επιτατ.) ~ος: μπασκετμπολίστας/τερματοφύλακας. ~η: καλλονή (= πανύψηλη). ~ο: μοντέλο/παλικάρι. 2. ΜΕΤΡ. που αποτελείται από δύο μέτρα: ~ος: στίχος.|| (ως ουσ.) Αναπαιστικό(ς) ~ο/~ος. Βλ. -μετρος. [< 2: μτγν. δίμετρος]
  • διποδία δι-πο-δί-α ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΡ. διπλός πους με αξία ενός μέτρου: τροχαϊκή ~. [< αρχ. διποδία]
  • δισύλλαβος , η, ο δι-σύλ-λα-βος επίθ.: που έχει δύο συλλαβές: (ΓΡΑΜΜ.) ~η: λέξη. ~ο: θέμα. Βλ. -σύλλαβος, υπερ~.|| (ΜΕΤΡ.) ~ο: μέτρο (βλ. ίαμβος). [< μτγν. δισύλλαβος]
  • δωδεκασύλλαβος , η, ο δω-δε-κα-σύλ-λα-βος επίθ./ουσ.: ΜΕΤΡ. που έχει δώδεκα συλλαβές: ιαμβικός/τροχαϊκός ~ (στίχος). Βλ. αλεξανδρινός, δεκαπεντασύλλαβος, -σύλλαβος. [< μτγν. δωδεκασύλλαβος]
  • εξάμετρος , η, ο [ἑξάμετρος] ε-ξά-με-τρος επίθ. 1. ΜΕΤΡ. (συνήθ. για στίχο) που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες. 2. που έχει μήκος έξι μέτρα: ~η: βάρκα. ~οι: σωλήνες. ~ες: κολόνες. Βλ. -μετρος. ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό εξάμετρο βλ. δακτυλικός [< 1: αρχ. ἑξάμετρος]
  • ζευγαροπλεχτός , ή, ό ζευ-γα-ρο-πλε-χτός επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ζευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία: ΜΕΤΡ. τύπος ομοιοκαταληξίας σ' ένα εξάστιχο, όπου ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος στίχος με τον δεύτερο, ο τέταρτος με τον πέμπτο και ο τρίτος με τον έκτο.
  • ζευγαρωτός , ή, ό ζευ-γα-ρω-τός επίθ. (λαϊκό) 1. που γίνεται κατά ζεύγη ή αποτελεί ζευγάρι με άλλο όμοιό του: ~ό: ψάρεμα.|| ~ά: σκάφη. 2. (για χορό) που χορεύεται από ζεύγος, συνήθ. άνδρα και γυναίκας: ~ός: συρτός. Βλ. αντικριστός. ● επίρρ.: ζευγαρωτά: ΣΥΝ. ζυγά ζυγά ● ΣΥΜΠΛ.: ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία: ΜΕΤΡ. στην οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο κ.ο.κ. Βλ. πλεκτή ομοιοκαταληξία. [< μεσν. ζευγαρωτός]
  • ημιστίχιο [ἡμιστίχιο] η-μι-στί-χι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΜΕΤΡ. καθένα από τα δύο μέρη ενός μετρικού στίχου: πρώτο/δεύτερο ~. [< μτγν. ἡμιστίχιον, γαλλ. hémistiche]
  • ηρωικός , ή, ό [ἡρωικός] η-ρω-ι-κός επίθ. 1. που φανερώνει ή έχει επιδείξει ηρωισμό: ~ός: αγώνας/θάνατος. ~ή: άμυνα/αντίσταση/δράση/εξέγερση/έξοδος/μάχη/στάση. ~ές: πράξεις. ~ά: κατορθώματα (= ανδραγαθήματα).|| ~ός: λαός. ~οί: πολεμιστές. ~ές: μορφές. Βλ. αντι~. ΣΥΝ. ανδρείος, γενναίος (1), θαρραλέος 2. ΑΡΧ. που σχετίζεται με τους μυθικούς κυρ. ήρωες της αρχαιότητας: ~ή: καταγωγή. ~οί: μύθοι/χρόνοι. ● επίρρ.: ηρωικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια: περίοδος κατά την οποία συντελέστηκαν πολύ σημαντικά γεγονότα, που ανέδειξαν τη γενναιότητα και την αυτοθυσία ορισμένων ανθρώπων: η ~ ~/τα ~ ~ των εθνικών αγώνων.|| (μτφ., χρονικό διάστημα πειραματισμών και επίπονων προσπαθειών που τελεσφόρησαν:) η ~ ~/τα ~ ~ της αρχαιολογίας/του κινηματογράφου/του μοντερνισμού., ηρωική ποίηση: ΦΙΛΟΛ. που εξυμνεί τον βίο και τα κατορθώματα ηρώων· ειδικότ. η επική ποίηση., ηρωικός στίχος/ηρωικό μέτρο: ΜΕΤΡ. το δακτυλικό εξάμετρο. [< αρχ. ἡρωικός, γαλλ. héroïque, αγγλ. heroic]
  • ιαμβικός , ή, ό [ἰαμβικός] ι-αμ-βι-κός επίθ.: ΜΕΤΡ. που σχετίζεται με τον ίαμβο: ~ός: ρυθμός. ~οί: στίχοι.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ή: ποίηση. ~οί: ποιητές (= ιαμβογράφοι). Βλ. ελεγειακός, μελ-, χορ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (στίχος): που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές και έχει ιαμβικό μέτρο. Βλ. δίστιχο. ΣΥΝ. πολιτικός στίχος [< μτγν. ἰαμβικός, γαλλ. iambique, αγγλ. iambic]

αλεξανδρινός

αλεξανδρινός, ή, ό [ἀλεξανδρινός] α-λε-ξαν-δρι-νός επίθ. & (προφ.) αλεξαντρινός: που προέρχεται από ή σχετίζεται με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ιδ. της ελληνιστικής περιόδου: ~ή: βιβλιοθήκη/εποχή ή περίοδος/σχολή/τέχνη. Πβ. ελληνιστικός.|| ~ός: στίχος (: ιαμβικός δωδεκασύλλαβος της γαλλικής ποίησης). ● Ουσ.: Αλεξανδρινοί (οι): οι φιλόλογοι και γραμματικοί της αλεξανδρινής εποχής. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή βλ. κοινός [< μτγν. Ἀλεξανδρινός]

αλφάβητο

αλφάβητο [ἀλφάβητο] αλ-φά-βη-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ήτου} & (λόγ.) αλφάβητος (η) 1. σταθερή σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γραπτά σύμβολα που αναπαριστούν τους φθόγγους μιας γλώσσας: το ελληνικό/λατινικό/ρωσικό/φοινικικό ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε σύστημα γραφής ή συμβόλων που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία: μουσικό/συλλαβικό/συμφωνικό/φωνητικό ~. ~ αφής/τυφλών (πβ. Μπράιγ). ~ Μορς. Το ~ της σφηνοειδούς γραφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δυαδικό ~. ~ μιας γλώσσας προγραμματισμού (: πεπερασµένο σύνολο διακριτών χαρακτήρων). 3. (μτφ.) βασικές αρχές και στοιχειώδεις γνώσεις: το ~ της ιατρικής/του κοινοτικού δικαίου/του προσκόπου/της τέχνης. Πβ. αλφαβήτα, αλφαβητάριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό αλφάβητο: αναπαράσταση του αλφαβήτου με κινήσεις και καθορισμένα σχήματα των χεριών και των δακτύλων: ~ ~ των κωφών. Βλ. νοηματική γλώσσα., διεθνές φωνητικό αλφάβητο: σύστημα συμβόλων για τη φωνητική καταγραφή όλων των γλωσσών, το οποίο καταρτίζει και αναθεωρεί η Διεθνής Φωνητική Ένωση. [< αγγλ. International Phonetic Alphabet (IPA)] [< μεσν. αλφάβητον, αγγλ.-γαλλ. alphabet, γερμ. Alphabet]

ανάπαιστος

ανάπαιστος [ἀνάπαιστος] α-νά-παι-στος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αίστου}: ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή και στην αρχαία ελληνική από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος στίχος. Βλ. δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος. [< αρχ. ἀνάπαιστος, γαλλ. anapeste, αγγλ. anapest]

αντικριστός

αντικριστός, ή, ό [ἀντικριστός] α-ντι-κρι-στός επίθ. 1. αντικρινός: ~ές: πόρτες. Κείμενο και μετάφραση σε ~ές σελίδες. 2. (σπάν.) που γίνεται σε αντιπαράθεση με άλλο ομοειδές: ~ές: μαντινάδες (: που δημιουργούνται για να δώσουν απάντηση σε άλλες μαντινάδες). ● επίρρ.: αντικριστά ● ΣΥΜΠΛ.: αντικριστός (χορός): παραδοσιακός χορός με ζεύγη χορευτών που χορεύουν ο ένας απέναντι από τον άλλον: ~ Θράκης/Μακεδονίας. Βλ. ζευγαρωτός, καρσιλαμάς, κυκλικός, σούστα.

αποτύπωμα

αποτύπωμα [ἀποτύπωμα] α-πο-τύ-πω-μα ουσ. (ουδ.) {αποτυπώμ-ατα, -άτων} 1. σημάδι, ίχνος που αφήνει αντικείμενο ή σώμα, όταν ακουμπήσει ή πιεστεί πάνω σε επιφάνεια: ευκρινές ~. ~ ανθρώπινου πέλματος/παπουτσιού (πάνω) στο χιόνι (ΣΥΝ. πατημασιά, χνάρι). ~ παλάμης (βλ. δαχτυλιά)/σφραγίδας (βλ. στάμπα). ~ σε βράχο/στο τσιμέντο/σε χαρτί. (ΙΑΤΡ.) ~ (άνω/κάτω) γνάθου (πβ. εκμαγείο). Εξετάζω/σβήνω τα ~ατα. (Βρέθηκαν) ~ατα ζώων/φυτών (πβ. απολίθωμα).|| (κατ' επέκτ.) Ηλεκτρονικό/φωνητικό/ψηφιακό ~. (ΟΙΚΟΛ.) ~ άνθρακα (: τρόπος μέτρησης της εκπομπής ρύπων)/νερού (: δείκτης της ποσότητας νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων). 2. (μτφ.) καθετί που εντυπώνεται, διατηρείται στο χρόνο ή στη μνήμη: ιστορικό ~. ~ μιας εποχής. ~ στην παράδοση/ψυχή. Άφησε ανεξίτηλο καλλιτεχνικό ~ στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Διάφοροι πολιτισμοί άφησαν το ~ά τους στο νησί. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετικό αποτύπωμα/αποτύπωμα DNA: ΒΙΟΛ. μοναδική για κάθε άνθρωπο ακολουθία των βάσεων του DNA που περιέχεται σε κάθε κύτταρο και χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του. [< αγγλ. genetic/DNA fingerprinting, 1984] , δακτυλικά αποτυπώματα: αυτά που αφήνουν οι γραμμές της επιδερμίδας των άκρων των δακτύλων, από την εσωτερική πλευρά του ανθρώπινου χεριού, και χρησιμοποιούνται ως στοιχείο αναγνώρισης, εξαιτίας της μοναδικότητάς τους: σαρωτές ~ών ~άτων. Η αστυνομία πήρε τα (ψηφιακά) ~ ~ των συλληφθέντων. Βλ. βιομετρικός, δακτυλοσκόπηση., ενεργειακό αποτύπωμα: ΟΙΚΟΛ. η ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας της καθημερινής κατανάλωσης ενέργειας από τις ανθρώπινες δραστηριότητες: ~ ~ κτιρίου/σπιτιού., περιβαλλοντικό/οικολογικό αποτύπωμα: ΟΙΚΟΛ. το μέτρο της κατανάλωσης ανανεώσιμων φυσικών πόρων από δεδομένο ανθρώπινο πληθυσμό, η εκτίμηση της έκτασης της παραγωγικής γης και θάλασσας που απαιτείται για την αναπλήρωσή τους και την απορρόφηση των αντίστοιχων αποβλήτων και συνεκδ. η ίδια η έκταση: το κατά κεφαλήν οικολογικό ~. Το περιβαλλοντικό ~ μιας επιχείρησης/χώρας. [< αγγλ. environmental/ecological footprint, 1979] [< αρχ. ἀποτύπωμα ‘εκτύπωμα’, γαλλ. empreinte]

ασώματος

ασώματος, η/ος, ο [ἀσώματος] α-σώ-μα-τος επίθ. ΑΝΤ. ενσώματος 1. ΘΕΟΛ. που δεν έχει σώμα, σωματική και γενικότ. υλική υπόσταση: ~ος: λόγος. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ~. Η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων (: των Αρχαγγέλων). Οι άγγελοι είναι όντα άυλα και ~α. Πβ. άσαρκος. 2. ΝΟΜ. για περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν υλική, φυσική υπόσταση, όπως είναι τα δικαιώματα ή τα προνόμια: ~ες: ακινητοποιήσεις (: μη χρηματικά στοιχεία ενεργητικού). ~α: πάγια. Πβ. άυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασώματος κεφαλή 1. (κυρ. παλαιότ., λαϊκό θέαμα σε πανηγύρια) κεφάλι χωρίς σώμα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο και κυρ. για όργανο, θεσμό χωρίς λαϊκά ή άλλα ερείσματα: οι ~ες ~ές στην κορυφή της δημόσιας διοίκησης/στα παράθυρα της τηλεόρασης. Βλ. ακέφαλος. [< αρχ. ἀσώματος]

δακτυλικός

δακτυλικός, ή, ό δα-κτυ-λι-κός επίθ. & (προφ.) δαχτυλικός: που σχετίζεται ή γίνεται με τα δάχτυλα: ~ή: αποκόλληση (πλακούντα)/εξέταση. ~ά: νεύρα. Μασάζ με ~ή πίεση (βλ. σιάτσου). ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό εξάμετρο & δακτυλικός εξάμετρος: ΜΕΤΡ. (στην αρχ. Ελλην.) στίχος που αποτελείται από έξι δακτύλους, στους οποίους οι δύο βραχείες συλλαβές μπορούν να αντικατασταθούν από μία μακρά: Τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε ~ ~. Βλ. αναπαιστ-, ιαμβ-ικός, τροχαϊκός., δακτυλικά αποτυπώματα βλ. αποτύπωμα, δακτυλικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο [< μτγν. δακτυλικός, γαλλ. digital, αγγλ. dactylic]

δάκτυλος

δάκτυλος δά-κτυ-λος ουσ. (αρσ.) {δακτύλ-ου | -ων, -ους} & δάχτυλος 1. (μτφ.) υποκίνηση ενεργειών με αρνητικές συνήθ. συνέπειες: Υπάρχει ~ πίσω από τις επιθέσεις. 2. ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από μία τονισμένη και δύο άτονες συλλαβές και στην αρχαία ελληνική από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές. Βλ. ανάπαιστος, ίαμβος, τροχαίος. 3. (λόγ.) δάχτυλο: μικρός/παράμεσος ~. (ΙΑΤΡ.) Βλαισός μέγας ~ (= κότσι). 4. το εκατοστό, ο πόντος. ΣΥΝ. εκατοστόμετρο ● ΣΥΜΠΛ.: ξένος δάκτυλος: ανάμειξη ή επέμβαση συνήθ. μιας ξένης χώρας στα εσωτερικά ζητήματα μιας άλλης: Στην υπόθεση εμπλέκεται ~ ~. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος [< 2, 3: αρχ. δάκτυλος]

ελεγειακός

ελεγειακός, ή, ό [ἐλεγειακός] ε-λε-γει-α-κός επίθ. 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από λυρικότητα και μελαγχολικό ύφος: ~ή: ατμόσφαιρα/διάθεση. Χαμηλός ~ τόνος. Ο ~ χαρακτήρας της ρομαντικής ποίησης. 2. ΦΙΛΟΛ. που αναφέρεται στην αρχαία ελληνική και λατινική ελεγεία: ~ό: μέτρο. ~οί: ποιητές (βλ. ιαμβογράφος). Βλ. ιαμβ-, μελ-, χορ-ικός. [< 1: γαλλ. élégiaque 2: μτγν. ἐλεγειακός, αγγλ. elegiac]

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

ήλος

ήλος [ἧλος] ή-λος ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) καρφί: μπουλόνια, κοχλίες και ~οι. Βλ. πριτσίνι. 2. ΙΑΤΡ. συνδετικό υλικό συνήθ. από μέταλλο, το οποίο χρησιμεύει για την επανένωση οστών που έχουν υποστεί κάταγμα: ενδομυελικοί ~οι. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων (ΚΔ) (μτφ.-λόγ.) 1. ασχολούμαι άμεσα και αποφασιστικά με την ουσία ενός θέματος ή προβλήματος: Η κυβέρνηση πρέπει να θέσει ~, για να βρεθεί λύση στο φλέγον ζήτημα της ανεργίας. 2. ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις, προκειμένου να πειστώ για κάτι: Αν δεν θέσω πρώτα τον δάκτυλόν μου ~, δεν πιστεύω τίποτα απ' όσα μου λες. [< 1: αρχ. ἧλος]

ιαμβικός

ιαμβικός, ή, ό [ἰαμβικός] ι-αμ-βι-κός επίθ.: ΜΕΤΡ. που σχετίζεται με τον ίαμβο: ~ός: ρυθμός. ~οί: στίχοι.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ή: ποίηση. ~οί: ποιητές (= ιαμβογράφοι). Βλ. ελεγειακός, μελ-, χορ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (στίχος): που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές και έχει ιαμβικό μέτρο. Βλ. δίστιχο. ΣΥΝ. πολιτικός στίχος [< μτγν. ἰαμβικός, γαλλ. iambique, αγγλ. iambic]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-κέφαλος

-κέφαλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).

κολοβός

κολοβός, ή, ό κο-λο-βός επίθ. (λαϊκό) 1. που έχει κομμένη ουρά: ~ή: αλεπού/γάτα. Βλ. κόλουρος. 2. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, ανολοκλήρωτος: ~ό: έργο/νομοσχέδιο. ~ές: αυξήσεις (σε μισθούς). Πβ. λειψός, μισερός, μισός. Βλ. ακέφαλος. ● ΦΡ.: φίδι κολοβό (μτφ.-μειωτ.): ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος: Πού να ήξερε τι ~ ~ έκρυβε στο σπίτι του/έτρεφε στον κόρφο του! Πβ. νυφίτσα, οχιά. [< αρχ. κολοβός]

-μετρος

-μετρος, η, ο β' συνθετικό που συνδυάζεται με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση 1. μήκους, ύψους ή πλάτους σε μέτρα: δί-μετρος/τρί~/πεντά~/εξά~. 2. (ουσιαστικοπ.) μετρικών ποδών ή μουσικών μέτρων: δακτυλικό εξά-μετρο.

-σύλλαβος

-σύλλαβος, η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού ή πλήθους συλλαβών: (για λέξη) μονο-σύλλαβη/δι~/τρι~. Πολυ~.|| (σπανιότ. ΜΕΤΡ.) (ουσιαστικοπ.) (Ο) δεκαπεντα~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.