Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 50 εγγραφές  [0-20]


  • απώθηση [ἀπώθηση] α-πώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόκρουση, ανακοπή επίθεσης και γενικότ. απομάκρυνση: ~ των εισβολέων/του εχθρού. Βίαιη ~ των διαδηλωτών από τις αστυνομικές δυνάμεις. Πβ. αναχαίτιση.|| Μυοκτονίες και ~ήσεις πτηνών. ~ εντόμων (βλ. εντομοαπωθητικός). 2. ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητος μηχανισμός άμυνας κατά τον οποίο αποκλείονται από τη συνείδηση μη αποδεκτά, ανεκπλήρωτα ή επώδυνα συναισθήματα ή βιώματα: ~ των τραυματικών εμπειριών στο υποσυνείδητο. 3. (μτφ.) αποστροφή, απέχθεια: ερωτική ~. Αισθάνομαι/νιώθω (έντονη) ~ για ... Πβ. αντιπάθεια. 4. ΦΥΣ. άπωση: μαγνητική ~. ΑΝΤ. έλξη (1) 5. ώθηση, σπρώξιμο: ~ νερού.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του στομάχου (προς τα άνω/έξω). Νήμα ~ης των ούλων. [< 1,5 : μεσν. απώθησις 2: γερμ. Verdrängung, γαλλ. refoulement , 1906, αγγλ. repression, 1909 3,4: γαλλ. répulsion]
  • απωθητικός , ή, ό [ἀπωθητικός] α-πω-θη-τι-κός επίθ. 1. που προκαλεί αποστροφή, απέχθεια: ~ή: συμπεριφορά. ~ό: θέαμα. Ουσίες ~ές λόγω γεύσης/οσμής.|| (για πρόσ.) Μου είναι τελείως ~. Πβ. αντιπαθητ-, αποκρουστ-ικός. ΑΝΤ. γοητευτικός, ελκυστικός 2. που απομακρύνει οτιδήποτε θεωρείται ανεπιθύμητο, συνήθ. έντομα, τρωκτικά: ~ό: σπρέι. Σκευάσματα με ~ή δράση/~ές ιδιότητες. Βλ. υδατ~.|| (μτφ.) Παράγοντες ~οί (= αποτρεπτικοί) για επενδυτική δραστηριότητα. 3. ΨΥΧΑΝ. που αναφέρεται στον αμυντικό μηχανισμό της απώθησης: ~ές: τάσεις. ~ά: αισθήματα. 4. ΦΥΣ. που σχετίζεται με τη δύναμη της απώθησης: ~ή: βαρύτητα. ΣΥΝ. απωστικός ΑΝΤ. ελκτικός (1) ● Ουσ.: απωθητικό (το): φυσική ή χημική ουσία ή συσκευή που διώχνει έντομα ή ζώα: ηλεκτρικό/φυσικό ~. ~ κουνουπιών (= εντομο~)/πουλιών/σκόρων/τρωκτικών. ~ά για κατσαρίδες. Βλ. αντιπαρασιτικό. ● επίρρ.: απωθητικά [< 1: γαλλ. répulsif, repoussant 2,4: γαλλ. répulsif 3: γερμ. Verdrängungs-]
  • ασυνείδητο [ἀσυνείδητο] α-συ-νεί-δη-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ήτου}: ΨΥΧΑΝ. υποθετικός χώρος μη συνειδητών ψυχικών διεργασιών, κυρ. απωθημένων εμπειριών, επιθυμιών και συναισθημάτων, που μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά: ατομικό/προσωπικό ~. Εκδηλώσεις του ~ου (βλ. όνειρο). Οι τραυματικές εμπειρίες απωθούνται στο ~. Βλ. συνειδητό, υποσυνείδητο. ● ΣΥΜΠΛ.: συλλογικό ασυνείδητο: το γενετικά προκαθορισμένο τμήμα του ασυνειδήτου που περιλαμβάνει υπερατομικές (παν)ανθρώπινες εμπειρίες και είναι κοινό σε όλα τα μέλη μιας φυλής ή ενός λαού ή της ανθρωπότητας: Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα διαμορφώνουν το ~ ~. [< γερμ. das kollektive Unbewusste] [< γερμ. Unbewusste]
  • αυτό [αὐτό] αυ-τό ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΨΥΧΑΝ. το ενορμητικό μέρος της προσωπικότητας κατά τον Φρόιντ: ~, Εγώ και Υπερεγώ. ΣΥΝ. εκείνο ● βλ. αυτός [< γερμ. Es, 1923, αγγλ. id, 1924]
  • διανοητικοποίηση δι-α-νο-η-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΑΝ. μηχανισμός άμυνας που συνίσταται στην εκλογίκευση δυσάρεστων, αγχογόνων συναισθηματικών καταστάσεων με σκοπό την υποβάθμισή τους και την αποφυγή αντιμετώπισής τους. Βλ. απώθηση, προβολή, -ποίηση. [< γαλλ. intellectualisation]
  • εγώ [ἐγώ] ε-γώ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ατομικότητα, προσωπικότητα και συνείδηση της ταυτότητας του ανθρώπου: Γνώρισε το ~ σου (= τον εαυτό σου). 2. εγωισμός: υπερτροφικό ~. Το ~ και το εμείς/εσύ. Βλ. εγωκεντρ-, εγωτ-, ναρκισσ-ισμός. 3. ΨΥΧΑΝ. (κ. με κεφαλ. Ε) ψυχική βαθμίδα που καθιστά δυνατή την επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα πιέζοντας τις άλλες βαθμίδες (το υπερεγώ και το εκείνο) να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της: οι αμυντικοί μηχανισμοί του ~. ● ΦΡ.: το άλλο εγώ & το άλτερ έγκο ΣΥΝ. alter ego 1. πρόσωπο που συμπληρώνει κάποιο άλλο, δημιουργώντας άρρηκτη ενότητα: Βρήκα το ~ μου ~, το ιδανικό μου ταίρι (= το άλλο μου μισό). Βλ. σωσίας. 2. η διαφορετική ή αντίθετη πλευρά της προσωπικότητας, ο άλλος εαυτός: ~ ~ του ήρωα. [< αγγλ. ego, γερμ. das Ich]
  • εκείνος , η, ο [ἐκεῖνος] ε-κεί-νος δεικτ. αντων. {-ου (λαϊκό) εκειν-ού (θηλ. -ής) | -ων (λαϊκό) εκειν-ών} & (προφ.) κείνος: για να δηλωθεί κάποιος ή κάτι που συνήθ. είναι μακριά (τοπικά ή χρονικά), συχνά σε αντιδιαστολή με την αντων. αυτός· ειδικότ. για ανάμνηση: ~η την εποχή (πβ. τότε). (δείχνοντας:) Σου αρέσει ~η εκεί η μπλούζα; Πάει αρκετός καιρός από ~ο το απόγευμα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω ~ο το καταπληκτικό πάρτι. (για κάτι που έχει προαναφερθεί) Τι θα γίνει με ~η τη βόλτα που λέγαμε; Πρόεδρος εκλέγεται ~ που (= όποιος) συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. Ας έρθουν ~οι που (= όσοι) θέλουν. (επιτατ.) Όχι εγώ, ~ φταίει. ● Ουσ.: εκείνο (το) {άκλ.}: ΨΥΧΑΝ. αυτό. [< λατ. id] ● ΦΡ.: μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός [< αρχ. ἐκεῖνος]
  • ενδοβολή [ἐνδοβολή] εν-δο-βο-λή ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητη συμβολική διεργασία κατά την οποία η εικόνα βασικών μορφών του περιβάλλοντος, συνήθ. αγαπητών ή μισητών προσώπων, εσωτερικεύεται στο εγώ και το υπερεγώ. Πβ. εσωτερίκευση, ταύτιση. Βλ. μηχανισμοί άμυνας, προβολή. [< γερμ. Introjektion, γαλλ. introjection, 1924]
  • ενόρμηση [ἐνόρμηση] ε-νόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. ισχυρή και συνήθ. ασυνείδητη ενδογενής ώθηση του ατόμου για δράση, προκειμένου να μειωθεί μία κατάσταση διέγερσης του οργανισμού του: επιθετική ~. ~ θανάτου (πβ. ένστικτο). Σεξουαλικές ~ήσεις (βλ. λίμπιντο). ~ήσεις αυτοσυντήρησης (βλ. δίψα, πείνα). Απελευθέρωση (βλ. κάθαρση)/απώθηση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Βλ. παρόρμηση. [< γερμ. Trieb]
  • ενορμητικός , ή, ό [ἐνορμητικός] ε-νορ-μη-τι-κός επίθ.: ΨΥΧΑΝ. που σχετίζεται με την ενόρμηση: ~ή: διαδικασία. ~ές: τάσεις. Πβ. ενστικτώδης.
  • ένστικτο [ἔνστικτο] έν-στι-κτο ουσ. (ουδ.) {ενστίκτ-ου | ων} & (σπάν.-λαϊκό) ένστιχτο 1. έμφυτη και ισχυρή τάση, κοινή σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς ή σε όλα τα μέλη του ίδιου είδους, εντονότερη στα ζώα παρά στους ανθρώπους· ειδικότ. εγγενής ροπή για συγκεκριμένες πράξεις που εκτελούνται χωρίς προηγούμενη εμπειρία και για ανταπόκριση σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα χωρίς παρεμβολή της λογικής: μητρικό/φυσικό ~. Το αρχέγονο ~ της αναπαραγωγής/της διαιώνισης του είδους. (ΨΥΧΑΝ.) Το ~ της ζωής/του θανάτου (πβ. ενόρμηση).|| (συνήθ. στον πληθ., αρνητ. συνυποδ.) Επιθετικά/ζωώδη/πρωτόγονα/σκοτεινά/(δολο)φονικά ~α. Πβ. ορμέμφυτο. 2. (μόνο για τον άνθρωπο) διαίσθηση, αίσθημα, σε αντιδιαστολή με το λογικό: αλάνθαστο/σωστό ~. Ακολούθησε/εμπιστεύεται το ~ό του. Το ~ό μου δεν με έχει προδώσει/λέει ότι θα κερδίσουμε. Λειτούργησε με το ~. Βλ. οξυδέρκεια. 3. φυσικό χάρισμα, ταλέντο· ικανότητα κάποιου να κάνει ή να γνωρίζει κάτι: δημοσιογραφικό/καλλιτεχνικό/μουσικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετήσια ορμή/γενετήσιο ένστικτο βλ. γενετήσιος, ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης βλ. αυτοσυντήρηση ● ΦΡ.: από ένστικτο & (σπάν.-λόγ.) εξ ενστίκτου: αυθόρμητα, με φυσικό, πηγαίο τρόπο, χωρίς πολλή σκέψη: Αντέδρασα ~ ~ (= ενστικτωδώς). [< γαλλ.-αγγλ. instinct]
  • επαναβίωση [ἐπαναβίωση] ε-πα-να-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΑΝ. ανάκληση τραυματικών συνήθ. εμπειριών στο πλαίσιο θεραπείας, με σκοπό τη σταδιακή εκτόνωση της έντασής τους: θεραπευτική ~. Βλ. φλας μπακ. 2. (καταχρ.) αναβίωση: ~ παραδόσεων.
  • ευνουχισμός [εὐνουχισμός] ευ-νου-χι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. εκτομή ή καταστροφή των γεννητικών αδένων, συνήθ. για θεραπευτικούς σκοπούς: φαρμακευτικός/χειρουργικός/χημικός ~. ~ για την αντιμετώπιση του προστατικού καρκίνου. Βλ. ορχ-, σαλπιγγ-, ωοθηκ-εκτομή, στείρωση.|| (ΨΥΧΑΝ.) Ο φόβος του ~ού. Πβ. ακρωτηριασμός. ΣΥΝ. μουνούχισμα 2. (μτφ.) περιορισμός, καταστολή ή στέρηση της ζωτικότητας, της πρωτοβουλίας: ιδεολογικός ~. ~ της δημοκρατίας/προσωπικότητας. Βλ. -ισμός. [< 1: μτγν. εὐνουχισμός, γαλλ. eunuchisme, αγγλ. eunuchism]
  • Ηλέκτρα [Ἠλέκτρα] Η-λέ-κτρα ουσ. (θηλ.): στο ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/σύνδρομο της Ηλέκτρας: ΨΥΧΑΝ. σύμπλεγμα το οποίο εκδηλώνεται στα κορίτσια συνήθ. από το τρίτο έως το έβδομο έτος της ηλικίας τους, με τη μορφή ασυνείδητης ερωτικής αγάπης προς τον πατέρα και εχθρικής στάσης προς τη μητέρα. Βλ. οιδιπόδειο σύμπλεγμα. [< γερμ. Elektrakomplex]
  • κάθαρση κά-θαρ-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξαγνισμός, εξιλέωση: πνευματική/ψυχική ~. ~ της καρδιάς/ψυχής. Πβ. απο~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ από την αμαρτία. ~ με νηστεία (βλ. εγκράτεια, εξομολόγηση, μετάνοια, νήψη). (ΘΡΗΣΚ.) Τελετουργική ~. Πβ. καθαρμός. 2. (μτφ.) απαλλαγή χώρου, συνόλου από ανέντιμα πρόσωπα, πάταξη της διαφθοράς: κοινωνική/πολιτική ~. ~ του δημόσιου βίου/των θεσμών/του συστήματος. Αίτημα για (γενική) ~ στη δικαιοσύνη/στο κόμμα. Πβ. εκκαθάριση, εξυγίανση. Βλ. αυτο~. 3. ΦΥΣΙΟΛ. πλήρης απομάκρυνση από τα νεφρά ή το ήπαρ ουσίας ή διαλύματος· (ΒΙΟΧ.) μέτρηση αυτής της απομάκρυνσης σε συγκεκριμένο όγκο αίματος στη μονάδα του χρόνου, για τον έλεγχο της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας: ~ της ινσουλίνης/του οργανισμού (πβ. αποτοξίνωση).|| ~ κρεατινίνης (: εξέταση για ανίχνευση νεφρικής ανεπάρκειας)/ουρίας. Βλ. αιμο~. 4. ΙΑΤΡ. αποβολή βλαβερών ή περιττών ουσιών, καθαρισμός: ~ του εντέρου (με καθαρτικό). ~ των αεραγωγών (από εκκρίσεις). 5. ΦΙΛΟΛ. (στην τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη) πρόκληση στον θεατή αισθημάτων ελέους και φόβου για τα παθήματα του τραγικού ήρωα· γενικότ. λύτρωση από τα πάθη της ψυχής μέσω της τέχνης. 6. ΨΥΧΑΝ. απελευθέρωση από καταπιεσμένες ψυχικές συγκρούσεις και εσωτερικές εντάσεις, μέσω ανάκλησης στη συνείδηση των τραυματικών εμπειριών που τις προκάλεσαν: (στα παιδιά) το παιχνίδι/η ύπνωση/το ψυχόδραμα ως μέσο ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: υγειονομική κάθαρση: καραντίνα., εθνική εκκαθάριση/κάθαρση βλ. εκκαθάριση, εξωνεφρική κάθαρση βλ. εξωνεφρικός, περιτοναϊκή κάθαρση βλ. περιτοναϊκός [< 1,4: αρχ. κάθαρσις 2: γαλλ. épuration 3: αγγλ. clearance 5: αρχ. ~, γαλλ.-αγγλ. catharsis, γερμ. Katharsis 6: γερμ. ~]
  • καθήλωση κα-θή-λω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): ακινητοποίηση, στασιμότητα: αναγκαστική/μηχανική/χρόνια ~ στο κρεβάτι (πβ. κάρφωμα). Βλ. απο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ άνω/κάτω γνάθου. Χειρουργική επέμβαση για (ανάταξη και) ~ του στομάχου. Πβ. σταθεροποίηση.|| (ΨΥΧΑΝ.) ~ στο πρωκτικό/στοματικό στάδιο. Βλ. παλινδρόμηση.|| (μτφ.) Πολιτιστική/τεχνολογική ~ (= αποτελμάτωση, λίμνασμα). ~ των αμοιβών/μισθών/τιμών (= πάγωμα). [< μτγν. καθήλωσις ‘κάρφωμα, στερέωση’, γαλλ. clouage]
  • κόμπλεξ κό-μπλεξ ουσ. (ουδ.) {άκλ., συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): ΨΥΧΑΝ. αίσθημα κατωτερότητας, ανεπάρκειας από το οποίο διακατέχεται κάποιος και το οποίο εκδηλώνεται ως αρνητική στάση απέναντι στους άλλους και τον εαυτό του: ~ και απωθημένα/εμμονές. Έχει ~ με την εμφάνισή/τη μόρφωσή του. Της έχουν δημιουργηθεί πολλά ~. Είναι όλο ~ (= κομπλεξικός). Βγάζει (όλα) τα ~ του (: τα εκδηλώνει). Έχει αποβάλει/ξεπεράσει τα ~ του. Πβ. κόμπλα, κομπλεξικά, κομπλεξισμός. Βλ. στερεότυπο. ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας) βλ. σύμπλεγμα [< γαλλ. complexe, 1906, αγγλ. complex, 1907]
  • λίμπιντο λί-μπι-ντο ουσ. (θηλ. + ουδ.) {άκλ.} 1. σεξουαλική διάθεση, επιθυμία: ανδρική/γυναικεία/μειωμένη/πεσμένη ~. Τροφές που ανεβάζουν τη ~ (: αφροδισιακές). 2. ΨΥΧΑΝ. (στη φροϋδική θεωρία) γενετήσια ορμή. Βλ. ενόρμηση. [< γερμ. Libido, 1913]
  • μεταβατικός , ή, ό με-τα-βα-τι-κός επίθ.: που δεν είναι μόνιμος, οριστικός, που οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: ~ός: πρόεδρος. ~ή: διάταξη/έδρα (π.χ. εφετείου)/λύση/ρύθμιση. ~ό: στάδιο/σύστημα/φαινόμενο (πβ. παροδικό). ~ά: μέτρα (= προσωρινά). Η αγορά βρίσκεται σε ~ή εποχή/περίοδο/φάση. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ιδιότητα (π.χ., αν α=β και β=γ, τότε α=γ)/σχέση (βλ. σχέση ισοδυναμίας).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός (: με τον οποίο μετατίθενται υποχρεώσεις ή απαιτήσεις μιας εταιρείας σε επόμενες χρήσεις). ~ή: τράπεζα. ● επίρρ.: μεταβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβατική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών., μεταβατικό αντικείμενο: ΨΥΧΑΝ. αντικείμενο, συνήθ. παιχνίδι, στο οποίο προσκολλάται ένα παιδί, για να αντέξει το άγχος που του δημιουργείται, όταν απουσιάζει η μητέρα του. [< αγγλ. transitional object] , μεταβατικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. βλέπω, γράφω. Πβ. δί-, μονό-πτωτος. ΑΝΤ. αμετάβατο ρήμα [< μτγν. μεταβατικός, γαλλ. transitoire]
  • μετάθεση με-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. (για πρόσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} μετακίνηση υπαλλήλου, κυρ. εκπαιδευτικού ή στρατιωτικού, από μία οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη: μαζικές ~έσεις αστυνομικών/προσωπικού. Αίτηση ~ης/για ~. Βάσεις/εγκύκλιος/μόρια ~έσεων. Πήρε ~ για ... Ανακοινώθηκαν οι ~έσεις καθηγητών για το έτος ... Βλ. απόσπαση, διορισμός, τοποθέτηση. 2. αναβολή για κάποιο χρονικό διάστημα: (ενδεχόμενη/πιθανή/χρονική) ~ του αγώνα/των εκλογών/των εξετάσεων/της ημερομηνίας διεξαγωγής του διαγωνισμού. 3. (μτφ.) μετατόπιση: Η ~ των ευθυνών σε τρίτους/του προβλήματος στα παιδιά δεν αποτελεί λύση. Πβ. απόδοση, καταλογισμός. 4. ΓΡΑΜΜ. αλλαγή της σειράς φθόγγων στην ίδια λέξη: Η λέξη "φούχτα" με ~ γίνεται "χούφτα". 5. ΒΙΟΛ. γενετική ανωμαλία που οφείλεται στη μεταφορά τμήματος ενός χρωμοσώματος, συνήθ. σε ένα μη ομόλογό του: αμοιβαία ~ γενετικού υλικού μεταξύ των χρωμοσωμάτων 9 και 22 (πβ. μυελογενής λευχαιμία). 6. ΧΗΜ. οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα άτομο ή μία ρίζα ενός μορίου αντικαθίσταται από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα. 7. ΜΑΘ. αλλαγή της σειράς διαδοχής των στοιχείων ενός συνόλου, η οποία εξαρτάται μόνο από τη σειρά με την οποία ήταν διατεταγμένα αρχικώς. 8. ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητος μηχανισμός κατά τον οποίο συναισθήματα, ιδέες, επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο. ● ΣΥΜΠΛ.: δυσμενής μετάθεση βλ. δυσμενής [< αρχ. μετάθεσις 1,6: γαλλ. déplacement 2: αγγλ. postponement 3: γαλλ. transfert 4: μτγν. μετάθεσις, γαλλ. métathèse, γερμ. Metathese 5: αγγλ. translocation, 1923 6: αγγλ. metathesis 7: αγγλ. transposition 8: γαλλ. transfert, 1910]

απόσπαση

απόσπαση [ἀπόσπαση] α-πό-σπα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. προσωρινή τοποθέτηση δημοσίου υπαλλήλου σε θέση που δεν είναι η οργανική του: ~ γιατρού. Ανάκληση/ανανέωση/φορέας ~ης. ~άσεις αστυνομικών/εκπαιδευτικών. Ζητώ ~. Εγκρίθηκε/παρατάθηκε η ~ή του. Βλ. μετάθεση. 2. {συνήθ. χωρ. πληθ.} αποκοπή, αποσύνδεση τμήματος από σύνολο: ~ βράχων (= αποκόλληση)/μαρμάρων. ~ κράτους από συμμαχία/οικισμού από κοινότητα.|| (ΒΙΟΛ.) ~ του RNA από το DNA. Πβ. απομόνωση, αποχωρ-, διαχωρ-ισμός. 3. {συνήθ. χωρ. πληθ.} απόκτηση πράγματος ή επίτευξη στόχου ύστερα από επίπονη προσπάθεια ή με δόλιο τρόπο: ~ χρημάτων (πβ. κατάχρηση, υπεξαίρεση). ~ εδαφών (: βίαιη αφαίρεση, κατάκτηση).|| ~ ομολογίας/προσωπικών στοιχείων/συναίνεσης. ● ΣΥΜΠΛ.: διάσπαση/απόσπαση (της) προσοχής βλ. διάσπαση [< μτγν. ἀπόσπασις ‘αποκοπή, χωρισμός’ 1,2: γαλλ. détachement 3: γαλλ. extorsion]

απώθηση

απώθηση [ἀπώθηση] α-πώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόκρουση, ανακοπή επίθεσης και γενικότ. απομάκρυνση: ~ των εισβολέων/του εχθρού. Βίαιη ~ των διαδηλωτών από τις αστυνομικές δυνάμεις. Πβ. αναχαίτιση.|| Μυοκτονίες και ~ήσεις πτηνών. ~ εντόμων (βλ. εντομοαπωθητικός). 2. ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητος μηχανισμός άμυνας κατά τον οποίο αποκλείονται από τη συνείδηση μη αποδεκτά, ανεκπλήρωτα ή επώδυνα συναισθήματα ή βιώματα: ~ των τραυματικών εμπειριών στο υποσυνείδητο. 3. (μτφ.) αποστροφή, απέχθεια: ερωτική ~. Αισθάνομαι/νιώθω (έντονη) ~ για ... Πβ. αντιπάθεια. 4. ΦΥΣ. άπωση: μαγνητική ~. ΑΝΤ. έλξη (1) 5. ώθηση, σπρώξιμο: ~ νερού.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του στομάχου (προς τα άνω/έξω). Νήμα ~ης των ούλων. [< 1,5 : μεσν. απώθησις 2: γερμ. Verdrängung, γαλλ. refoulement , 1906, αγγλ. repression, 1909 3,4: γαλλ. répulsion]

αυτός

αυτός, ή, ό [αὐτός] αυ-τός αντων. {αυτ-ού (λαϊκό) -ουνού (θηλ. -ηνής), -ών (λαϊκό) -ωνών, -ούς (λαϊκό) -ουνούς | αδύνατοι τ.: τος (θηλ. τη, ουδ. το), του (θηλ. της), τον (θηλ. τη[ν], ουδ. το), των, τους (θηλ. τις/(λαϊκό) τες, ουδ. τα)} 1. {προσ. αντων. γ' προσ., με δυνατούς και αδύνατους τ.} δηλώνει εκείνον, εκείνη ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, στο οποίο αναφερόμαστε: Πήραν κι ~ές το μάθημά τους. Τη χαιρέτησε κι αποχώρησε. Μου το εξήγησε. Τους είπε ότι θα παραιτηθεί. Καλώς τον/(προφ.-σπανιότ.) καλώστον. Μπράβο της. Άνοιξέ το. Είναι πολύ καλύτερός τους. Να τες οι φίλες μου!|| (για αντιδιαστολή ή έμφαση:) ~οί έχουν άδικο, (κι) εμείς δίκιο. ~ούς μην τους πλησιάζεις! ~ είναι που έχει τον πρώτο λόγο.|| Δεν ήρθε σήμερα η Μαρία. Ας ξεκουραστεί κι ~ή λίγο!|| (με την αντων. ο ίδιος για έμφαση:) Σ’ ~ό το ίδιο χρονικό διάστημα ...|| (με τη σημ. μόνος:) Δεν του το είπα εγώ· ~ το κατάλαβε.|| (μειωτ.) Τι θέλει πάλι ~ή;|| (με άρθρο:) Τα γράφω όλα στ' ~ά μου (= στ' απαυτά μου). Η ~ή μού το 'πε (: όταν δεν μπορεί κάποιος να θυμηθεί ένα όνομα).|| (οι αδύνατοι τύποι σε θέση ουσ. σε φρ.:) Τα 'χασα. Τη γλίτωσα. Μου την έφερε. 2. {προσ. αντων. γ' προσώπου, με αδύνατους τ. του, της, τους} δηλώνει κτήση: Μου έδωσε το βιβλίο του. Υπέβαλε την αίτησή της στη γραμματεία. Άφησαν τις βαλίτσες τους στη ρεσεψιόν. 3. {δεικτ. αντων.} για να δείξει ο ομιλητής κάποιον ή κάτι που είναι κοντά του (τοπικά ή χρονικά): ~ με χτύπησε! Με την επιστολή ~ή επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε ότι ... Δεν είναι ~ό το θέμα μας. Έρχονται ~όν το(ν) μήνα. Μια χαρά τα κατάφεραν ~ή τη φορά. Τι ακούτε ~ή τη στιγμή (= τώρα); Πάει κι ~ός ο χρόνος (= φετινός). Ποιος είναι ~ εκεί με το μαύρο πουκάμισο;|| (με το εδώ/πια/δα, για έμφαση:) Σ' ~ήν εδώ την αίθουσα ... ~ό πια το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή.|| (με το αναφορικό που) ~ που τον σκότωσε κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Βρείτε ~ό που ψάχνετε εύκολα και γρήγορα. ~ό που σας λεω είναι απολύτως εξακριβωμένο.|| (εμφατ. ως έπαινος:) ~ είναι άντρας! ~ είναι καφές! ~ή είναι τύχη! ~ό θα πει διασκέδαση! Βλ. εκείνος. 4. {οριστ. αντων.} (συνήθ. έναρθρα) (επίσ.) ο ίδιος: Είμαστε της ~ής γνώμης. Και τα δύο ψευδώνυμα ανήκουν σε ένα και το ~ό πρόσωπο. Τα ~ά ισχύουν για όλους. || (επιτατ.) Μέχρι κι ~ ο αντίπαλός του ομολόγησε πως ήταν καλύτερός του. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτός καθαυτόν/αυτή καθαυτή/αυτό καθαυτό βλ. καθαυτόν. ● ΦΡ.: αντ' αυτού (συντομ. α.α.) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος κάνει κάτι στη θέση άλλου: Μίλησε/υπέγραψε ~ ~.|| (συχνά) Ο ~ ~ (= ο αντικαταστάτης) του πρωθυπουργού., αυτά (προφ.): για να δηλωθεί ότι η κουβέντα τερματίζεται ή ότι δεν έχουμε τι άλλο να πούμε: ~ για σήμερα. ~ που λες. ~ λοιπόν., αυτό κι αυτό/αυτά κι αυτά (σε αφηγήσεις): για να μην επαναληφθούν όσα έχουν ήδη ειπωθεί: Αν τους πω ότι συμβαίνει ~ ~, δεν θα με πιστέψουν. ~ ~ έγινε, πες μου τι να κάνω.|| (στον πληθ. συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Λέτε ~ ~ σε βάρος μου., αυτός κι/και αν (δεν) είναι (εμφατ.): είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~ ~ καλλιτέχνης/λαϊκισμός! Αυτό ~ είδηση. Αυτή κι αν δεν είναι έκπληξη!, επ' αυτού (λόγ.): σχετικά με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: Θα μπορούσα ~ ~ να αναπτύξω σειρά επιχειρημάτων. Θα τοποθετηθώ και ~ ~ (= πάνω σε αυτό το θέμα)., κι αυτό γιατί/διότι: αιτιολογείται εμφατικά ό,τι προηγείται: Οι μαζικές θεραπείες θα αντικατασταθούν από εξατομικευμένες, ~ ~ κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός., μ' αυτά και μ' αυτά ... (προφ.) 1. με αυτό τον τρόπο, με αυτά τα λόγια, με αυτές τις πράξεις: ~ ~ έχει απαξιωθεί πλήρως. ~ ~ παραμερίζεται κάθε παραδοσιακή αξία. 2. με τα συνηθισμένα, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~ με πήρε ο ύπνος., μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα (προφ.): με διάφορες ασχολίες, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~, πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες., το και το (προφ.): για αποφυγή λεπτομερούς αναφοράς ή επανάληψης αυτού που έχει ειπωθεί: Πάει και του λέει: "~ ~, κανόνισέ το"., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, άλλος (κι) αυτός! βλ. άλλος, άστα αυτά βλ. αφήνω, αυτά έχει/έχουν ... βλ. έχω, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, αυτό είν' όλο βλ. όλος, αυτό θα πει ...! βλ. λέω, αυτό το κάτι βλ. κάτι, αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε βλ. λείπω, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω, αυτός είσαι! βλ. είμαι, είναι αυτός ένας ... βλ. είμαι, θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε βλ. βλέπω, κάτι είναι κι αυτό! βλ. κάτι, με την ίδια/με αυτή τη λογική βλ. λογική, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, ποιος το είπε/λέει (αυτό); βλ. λέω, σωστό κι αυτό βλ. σωστός, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω ● βλ. αυτό, τος, τη, το [< αρχ. αὐτός]

αυτοσυντήρηση

αυτοσυντήρηση [αὐτοσυντήρηση] αυ-το-συ-ντή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοσυντηρούμαι: ικανότητα/μηχανισμός ~ης. Βλ. αυτάρκεια. ΑΝΤ. αυτοκαταστροφή ● ΣΥΜΠΛ.: ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης: ΒΙΟΛ. η φυσική τάση των έμβιων όντων για αυτοπροστασία και επιβίωση: ισχυρό ~ ~. Κατευθύνομαι/κινούμαι/οδηγούμαι από το ~ ~.|| (μτφ.) Το ~ ~ της κοινωνίας. [< γερμ. Selbsterhaltung]

γενετήσιος

γενετήσιος, α/ος, ο γε-νε-τή-σι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την αναπαραγωγική λειτουργία: ~α: διέγερση/επιθυμία/ζωή/πράξη (= συνουσία). ~ες: σχέσεις. (ΝΟΜ.) Προσβολή της ~ας αξιοπρέπειας (με άσεμνες χειρονομίες). Πβ. αφροδίσιος, ερωτ-, σεξουαλ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετήσια ορμή/γενετήσιο ένστικτο & σεξουαλική ορμή/σεξουαλικό ένστικτο: η έμφυτη τάση για συνουσία στα δύο φύλα· (στον πληθ.) οι ερωτικές παρορμήσεις. Πβ. λίμπιντο., γενετήσια ελευθερία βλ. ελευθερία, σεξουαλικός προσανατολισμός βλ. προσανατολισμός [< μτγν. γενετήσιος, γαλλ. génésique, sexuel]

δίψα

δίψα δί-ψα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. η ανάγκη λήψης υγρού, κυρ. νερού: Το αίσθημα της πείνας και της ~ας. To αλάτι προκαλεί ~. Βλ. αφυδάτωση, πολυδιψία.|| (εμφατ.) Κόλλησε/ξεράθηκε/στέγνωσε το στόμα μου από τη ~. Υποφέρει από ~. Έχω μια ~! 2. (μτφ.) ακατανίκητη επιθυμία: ασίγαστη/κρυφή/πνευματική ~. ~ για αγάπη/δουλειά/ζωή/μάθηση. H ~ της γνώσης. Πβ. διακαής πόθος, θέληση, λαχτάρα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Aκόρεστη ~ για αίμα/δόξα/τίτλους/χρήμα. Δεν ικανοποίησε τη ~ του για εκδίκηση. Τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη ~ τους για την εξουσία (: το πάθος). ΣΥΝ. πείνα (3) ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα: διψώ πάρα πολύ. [< αρχ. δίψα]

δυσμενής

δυσμενής, ής, ές δυ-σμε-νής επίθ. {δυσμεν-ούς | -είς (ουδ. -ή)· δυσμενέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): που προκαλεί δυσκολίες ή στρέφεται εναντίον κάποιου, αρνητικός: ~ής: έκβαση/συγκυρία. ~ές: κλίμα (στην αγορά)/περιβάλλον. ~είς: εξελίξεις/επιδράσεις/συνέπειες. ~ή: επακόλουθα. Πβ. δυσοίωνος.|| ~ής: μεταχείριση (: άδικη, άνιση). ~είς: διακρίσεις. ~ή: σχόλια. Συμφωνία ~ για τη χώρα. Πβ. εχθρικός.|| ~είς (καιρικές) συνθήκες (= κακές). ΑΝΤ. ευμενής, ευνοϊκός (1), θετικός (1) ● επίρρ.: δυσμενώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: δυσμενής μετάθεση: τοποθέτηση δημοσίου υπαλλήλου σε μη επιθυμητή θέση, συνήθ. σε απομακρυσμένη περιοχή, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος: Πήρε ~ή ~. [< αρχ. δυσμενής, γαλλ. défavorable] ΔΥΣΜΕΝΗΣ

εγκράτεια

εγκράτεια [ἐγκράτεια] ε-γκρά-τει-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ακράτεια 1. (λόγ.) η ικανότητα ενός προσώπου να συγκρατεί και να ελέγχει τις ορμές, τις επιθυμίες και τα πάθη του: ασκητική/αυστηρή/καταναλωτική/σεξουαλική ~. Υπόδειγμα ~ας. Νηστεία και ~. ~ στη χριστιανική ζωή. Ζούσε με ~ και σεμνότητα. Έδειξαν ~ στο αλκοόλ. Πβ. αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση. 2. ΙΑΤΡ. (σπάν.) ικανότητα ελέγχου των απεκκριτικών λειτουργιών: ~ των κοπράνων/των ούρων. [< 1: αρχ. ἐγκράτεια 2: αγγλ. continence, 1915]

εκκαθάριση

εκκαθάριση [ἐκκαθάριση] εκ-κα-θά-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. υπολογισμός ποσού, ρύθμιση, διεκπεραίωση οικονομικών υποχρεώσεων ή συναλλαγών και συνεκδ. το παραστατικό με το οποίο αυτή βεβαιώνεται: οικονομική ~. ~ αποδοχών/δαπανών/της επιταγής/μισθοδοσίας/φορολογικών δηλώσεων/φόρου. Βλ. ρευστοποίηση.|| Δεν έχουν λάβει την ~ (= το εκκαθαριστικό). 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) διαδικασία καθαρισμού, απομάκρυνσης κάθε ξένου, περιττού ή βλαβερού στοιχείου: ~ δασών/δρόμων/κοινόχρηστων χώρων.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ αρχείων/μητρώου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δίσκου. 3. (γενικότ.-απαιτ. λεξιλόγ.) διευθέτηση, διεκπεραίωση υπόθεσης ή αποστολής: οριστική ~ του ζητήματος. Πβ. τακτοποίηση.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~ κληρονομίας.εκκαθαρίσεις (οι) (μτφ.): αποπομπή, εκδίωξη ανεπιθύμητων προσώπων από υπηρεσία, οργάνωση ή εχθρικών δυνάμεων, πληθυσμών από περιοχή με συνοπτικό και βίαιο τρόπο: μαζικές/πολιτικές/φυλετικές ~. Κάνουν ~ αντιφρονούντων. ~ στο έμψυχο δυναμικό/στον στρατό. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική εκκαθάριση/κάθαρση: εθνοκάθαρση., εκκαθάριση (των) συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. εκτέλεση χρηματιστηριακής συναλλαγής με την παράδοση των τίτλων στον αγοραστή και την πληρωμή της αξίας τους., εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η διαδικασία με την οποία μια εταιρεία παύει να υφίσταται ως νομική οντότητα (υπολογισμός του ενεργητικού και παθητικού της, ώστε να ρυθμιστεί κάθε οφειλή που εκκρεμεί και το τυχόν πλεόνασμα να διανεμηθεί στους μετόχους της): αναγκαστική/εκούσια ~ ~. Περιουσιακά στοιχεία της υπό ~ ~. ... τέθηκε σε/τελεί υπό εκκαθάριση. Βλ. διάλυση, πτώχευση., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης βλ. τιμή [< μτγν. ἐκκαθάρισις ‘καθαρισμός’, γαλλ.-αγγλ. liquidation, αγγλ. clearing]

ενόρμηση

ενόρμηση [ἐνόρμηση] ε-νόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. ισχυρή και συνήθ. ασυνείδητη ενδογενής ώθηση του ατόμου για δράση, προκειμένου να μειωθεί μία κατάσταση διέγερσης του οργανισμού του: επιθετική ~. ~ θανάτου (πβ. ένστικτο). Σεξουαλικές ~ήσεις (βλ. λίμπιντο). ~ήσεις αυτοσυντήρησης (βλ. δίψα, πείνα). Απελευθέρωση (βλ. κάθαρση)/απώθηση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Βλ. παρόρμηση. [< γερμ. Trieb]

εξωνεφρικός

εξωνεφρικός, ή, ό [ἐξωνεφρικός] ε-ξω-νε-φρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: εξωνεφρική κάθαρση: ΙΑΤΡ. αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση. [< αγγλ. extrarenal]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

οξυδέρκεια

οξυδέρκεια [ὀξυδέρκεια] ο-ξυ-δέρ-κει-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): γρήγορη αντίληψη, διεισδυτική ματιά στα πράγματα και κριτική ικανότητα: επιχειρηματική/πολιτική ~. ~ πνεύματος. Η ~ των παρατηρήσεών της. Πβ. διορατικότητα. [< μτγν. ὀξυδέρκεια]

παλινδρόμηση

παλινδρόμηση πα-λιν-δρό-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΜΗΧΑΝ. εναλλάξ κίνηση τμήματος μηχανής προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις στον ίδιο άξονα και κατ' επέκτ. κάθε αντίστοιχη κίνηση. ΣΥΝ. παλινδρομική κίνηση 2. ΙΑΤΡ. διαταραχή κάθε βαλβιδικού μηχανισμού σε κοίλα όργανα, με αποτέλεσμα την κίνηση των υγρών τους προς τα πίσω ή αντίθετα προς τη συνηθισμένη κατεύθυνση ροής τους: ~ ούρων. 3. (μτφ.) αμφιταλάντευση· επιστροφή σε προηγούμενη (συνήθ. χειρότερη) κατάσταση, θέση: Παρά τις συνεχείς ~ήσεις, το ζήτημα λύθηκε. Πβ. υπαναχώρηση.|| ~ στο παρελθόν. Η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των γυναικών αποτελεί ~. Πβ. οπισθοδρόμηση. 4. ΨΥΧΑΝ. μηχανισμός άμυνας που συνίσταται στην επιστροφή του υποκειμένου σε προηγούμενους, συνήθ. παιδικούς, τρόπους σκέψης ή συμπεριφοράς. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. σχέση συνάρτησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ποσοτικών μεταβλητών: γραμμική/λογιστική/πολλαπλή/στατιστική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: παλινδρόμηση της μήτρας: ΙΑΤΡ. σταδιακή επαναφορά της μήτρας στο φυσιολογικό της μέγεθος μετά τον τοκετό., γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση βλ. γαστροοισοφαγικός [< μεσν. παλινδρόμησις 'επαναφορά', γαλλ. recul 2,3: γαλλ. reflux 4: γαλλ. régression 5: αγγλ. regression]

παρόρμηση

παρόρμηση πα-ρόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.): έντονη, ξαφνική και συνήθ. υποσυνείδητη τάση ή ώθηση για την εκτέλεση πράξης: ερωτική/εσωτερική/ισχυρή ~. ~ για δράση. ~ της στιγμής. Ελέγχει τις ~ήσεις του. Βλ. ένστικτο. [< αρχ. παρόρμησις 'παρακίνηση', γαλλ. impulsion]

περιτοναϊκός

περιτοναϊκός, ή, ό πε-ρι-το-να-ϊ-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το περιτόναιο: ~ός: καθετήρας. ~ή: διάλυση/κοιλότητα/πλύση. ~ό: υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: περιτοναϊκή κάθαρση: μέθοδος καθαρισμού του αίματος των νεφροπαθών από τις τοξίνες μέσω του περιτοναίου. Βλ. αιμοκάθαρση. [< γαλλ. péritonéal, αγγλ. peritoneal]

σύμπλεγμα

σύμπλεγμα σύ-μπλεγ-μα ουσ. (ουδ.) {συμπλέγμ-ατα} 1. (επιστ.) σύνολο από στοιχεία που συνδέονται, συνδυάζονται μεταξύ τους ή και αλληλεξαρτώνται: αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό/δασικό/κτιριακό/ορεινό (πβ. οροσειρά)/φυσικό ~. ~ αστέρων (πβ. αστερισμός)/βράχων/κατοικιών. Το Αιγαίο αποτελεί νησιωτικό ~/~ από νησιά (: που βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο· πβ. συστάδα).|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.-ΑΡΧΑΙΟΛ., ζωγραφική ή γλυπτική παράσταση με συμπλεκόμενα πρόσωπα, ζώα ή φυτά) Ανάγλυφο/μαρμάρινο/πήλινο/χάλκινο ~. ~ Έρωτα και Ψυχής. Πβ. σύνταγμα.|| (ΓΡΑΜΜ., ακολουθία φθόγγων που συμπροφέρονται ή αρθρώνονται σχεδόν ταυτόχρονα) Συμφωνικά ~ατα (π.χ. μπ, ντ, τσ).|| (ΧΗΜ.) ~ βιταμινών (π.χ. B και C)/πρωτεϊνών.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξικά ~ατα (= συνάψεις). || (ΤΥΠΟΓΡ., παράσταση κεφαλαίων γραμμάτων, πλεγμένων σε μονόγραμμα) Η γραμματοσειρά χαρακτηρίζεται από ~ατα και βραχυγραφίες. Πβ. συνδυασμός. 2. ΨΥΧΑΝ. σύνολο απωθημένων επιθυμιών ή εμπειριών που λειτουργούν στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά κάποιου: κοινωνικά/ψυχολογικά ~ατα. Έχει/κουβαλάει διάφορα ~ατα (: είναι κομπλεξικός). Πβ. κόμπλεξ. ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας): ΨΥΧΟΛ. η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι είναι ανώτερος ή κατώτερος σε σχέση με τους άλλους: Πάσχει από ~ ανωτερότητας για την καταγωγή της. Έχει ξεπεράσει το ~ κατωτερότητας απέναντι στον πατέρα του. [< γερμ. Superioritätskomplex, γαλλ. sentiment de superiorité/d'infériorité, αγγλ. superiority complex, περ. 1924, inferiority complex, 1922] , οιδιπόδειο σύμπλεγμα/σύνδρομο βλ. οιδιπόδειος, σύμπλεγμα/σύνδρομο της Ηλέκτρας βλ. Ηλέκτρα [< 1: μτγν. σύμπλεγμα, αγγλ. cluster 2: γερμ. Komplex]

σχέση

σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]

σωσίας

σωσίας σω-σί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που έχει εκπληκτική ομοιότητα με κάποιο άλλο: Βρήκε τον ~α του. ~ες διασημοτήτων/καλλιτεχνών/πολιτικών. Βλ. το άλλο εγώ. [< μτγν. Σωσίας, γαλλ.-αγγλ. sosie]

φλας

φλας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΦΩΤΟΓΡ. στιγμιαίο έντονο λευκό φως που παράγεται τεχνητά και χρησιμεύει για τη λήψη φωτογραφιών σε περιπτώσεις χαμηλού ή ανύπαρκτου φωτισμού και κυρ. συνεκδ. η αντίστοιχη συσκευή που μπορεί να είναι ενσωματωμένη ή πρόσθετη σε φωτογραφική μηχανή: Έβαλε ~, γιατί είχε σκοτάδι.|| Έχει ~ στο κινητό. 2. φωτεινό πορτοκαλί σήμα οχήματος που αναβοσβήνει επαναλαμβανόμενα και προειδοποιεί για άμεση αλλαγή πορείας και συνεκδ. το αντίστοιχο όργανο: Άναψε το ~ για να στρίψει. Βλ. αλάρμ.|| Αριστερό/δεξί/σπασμένο ~. 3. (αργκό) ξαφνική έμπνευση ή ιδέα: Εκεί που καθόμουν, μου ήρθε ~. Έφαγα ένα ~ (= φλασιά) και βρήκα τη λύση. Πβ. φλασάκι. ● ΦΡ.: οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα [< αγγλ. flash]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.