Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 43 εγγραφές  [0-20]


  • αγγούρι [ἀγγούρι] αγ-γού-ρι ουσ. (ουδ.) {αγγουρ-ιού} 1. μακρύ συνήθ., κυλινδρικό και σαρκώδες λαχανικό με πράσινο φλοιό που τρώγεται ωμό (κυρ. σε σαλάτα) ή γίνεται τουρσί: δροσιστικό ~. Εκχύλισμα/φέτες/φλούδα ~ιού. Τρυφερά ~ια. ~ια θερμοκηπίου. Βλ. ξυλ-, πικρ-άγγουρο. 2. (αργκό) για κάθε δύσκολη κατάσταση: Εδώ είναι το ~. Η δουλειά/ζωή είναι ~. Πολύ ~ αυτή η υπόθεση. Από δω και πέρα θα δεις τ' ~ια! Τα βρήκε ~ια (= σκούρα, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες). ΣΥΝ. ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4), παλούκι (2) 3. {μόνο πληθ.} (αργκό) επιφώνημα απαξίωσης γι' αυτά που ισχυρίζεται, υποστηρίζει ο συνομιλητής. 4. (ευφημ.-αργκό) πέος. ● Υποκ.: αγγουράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αγγούρι της θάλασσας: ΖΩΟΛ. ολοθούριο. [< αγγλ. sea cucumber] ● ΦΡ.: σαν αγγούρι (μτφ.-προφ.): αδέξια, άκομψα· σπανιότ. ακοινώνητα: ψυχρός ~ ~. Περπατάει/στέκεται/χορεύει ~ ~., ξεβράκωτος στ' αγγούρια βλ. ξεβράκωτος [< μεσν. αγγούριν]
  • αδιαθεσία [ἀδιαθεσία] α-δι-α-θε-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ελαφρά συνήθ. διαταραχή της υγείας ή ειδικότ. της διάθεσης, δυσφορία, ακεφιά: απλή/γενική/έντονη/ξαφνική/σοβαρή/στομαχική ~. Συμπτώματα ~ας (: πονοκέφαλος, ζαλάδες, τάση για εμετό, λιποθυμία). ~ες εγκυμοσύνης. Αισθάνθηκα/ένιωσα ~ και ξάπλωσα. Επικαλέστηκε ~ και αποχώρησε. 2. (ευφημ.) έμμηνος ρύση. [< γαλλ. indisposition]
  • αερίζω [ἀερίζω] α-ε-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {αέρι-σα, -στηκε, -στεί, μτχ. αεριζ-όμενος, αερι-σμένος, συνηθέστ. μεσοπαθ.} 1. αφήνω κάτι εκτεθειμένο στον αέρα: ~ ρούχα/χαλιά. Σκαλίζουμε επιφανειακά το χώμα, ώστε να ~στεί (= πάρει αέρα).|| Γάντια από ~όμενο (= αεροδιαπερατό) υλικό. ~όμενα: δισκόφρενα. 2. ανανεώνω τον αέρα, κάνω εξαερισμό σε κλειστό χώρο: ~ το σπίτι. Το υπνοδωμάτιο πρέπει να ~εται καθημερινά. Καλά ~όμενη αίθουσα.|| Συστήματα κλιματισμού που ψύχουν, θερμαίνουν ή ~ουν τους χώρους. ΣΥΝ. εξαερίζω ● Παθ.: αερίζομαι 1. κάνω αέρα με κάτι, για να δροσιστώ: ~ με τη βεντάλια. 2. (ευφημ.) πέρδομαι. [< μεσν. αερίζω]
  • αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]
  • αμελέτητα [ἀμελέτητα] α-με-λέ-τη-τα ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό-ευφημ.): όρχεις σφαγίων και ιδ. κατ' επέκτ. ο σχετικός μεζές: γλυκάδια/συκωτάκια και ~.|| (συνεκδ., τα αχαμνά:) Τον κλότσησε στα ~.
  • αμελέτητος , η, ο [ἀμελέτητος] α-με-λέ-τη-τος επίθ. (λόγ.) 1. που δεν διάβασε ή δεν ενημερώθηκε επαρκώς: Ήρθε στο μάθημα ~ (= αδιάβαστος, ΑΝΤ. διαβασμένος) και απροετοίμαστος. 2. που δεν μελετήθηκε ή δεν προγραμματίστηκε συστηματικά: ~η: ενέργεια. Εσπευσμένη/πρόχειρη και ~η απόφαση. Απερίσκεπτες και ~ες πρωτοβουλίες. Βλ. (προ)μελετημένος, (προ)σχεδιασμένος. ● Ουσ.: αμελέτητος (ο) (λαϊκό-ευφημ.): ο διάβολος. [< αρχ. ἀμελέτητος]
  • αναγκαίος , α, ο [ἀναγκαῖος] α-να-γκαί-ος επίθ. (λόγ.) 1. απαραίτητος: ~ος: έλεγχος. ~α: απόφαση/διευκρίνιση (για την κατανόηση του κειμένου)/παρέμβαση/προϋπόθεση (για την επιτυχία). ~ο: βήμα. ~ες: πληροφορίες. ~α: δικαιολογητικά/προσόντα. Ο ~ (= ελάχιστος) αριθμός προσωπικού. Κρίνεται ~α η ... Συμπληρώστε τα κενά, όπου είναι ~ο. Λήφθηκαν όλα τα ~α μέτρα. Πβ. βασικός. 2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός: ~ος: εμβολιασμός/συμβιβασμός. ~α: (χειρουργική) επέμβαση. ~ες: διαπραγματεύσεις. ~α: έξοδα. Εκτιμώ/θεωρώ/κρίνω κάτι (ως) ~ο. Πβ. επιβεβλημένος. Βλ. προαιρετικός. ΣΥΝ. αναπόφευκτος ● Ουσ.: αναγκαία (τα) 1. τα απαραίτητα για την επιβίωση είδη: Ο μισθός δεν του φτάνει ούτε για τα ~. Πάρτε μαζί σας μόνο τα απολύτως ~. Πβ. απαιτούμενα, χρειαζούμενα. 2. οι απαιτούμενες ενέργειες: Έκανε όλα τα ~, για να τον σώσει. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαία συνθήκη 1. (μτφ.) απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να γίνει κάτι· προαπαιτούμενο: Η παιδεία αποτελεί ~ ~ για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Πβ. συνθήκη sine qua non. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. πρόταση η οποία πρέπει να είναι αληθής, προκειμένου να είναι αληθής μια άλλη πρόταση: ικανή και ~ ~. [< γαλλ. condition necessaire], αναγκαίο κακό & (σπάν.-ευφημ.) αναγκαίο καλό: για κάτι δυσάρεστο, αλλά συγχρόνως απαραίτητο (για την επίτευξη ενός σκοπού). [< αρχ. ἀναγκαῖος, γαλλ. nécessaire]
  • ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία. 2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης 1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~. 2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]
  • ανακουφίζω [ἀνακουφίζω] α-να-κου-φί-ζω ρ. (μτβ.) {ανακούφι-σα, -στηκα, -σμένος}: απομακρύνω από κάποιον ή μετριάζω σε κάποιον οτιδήποτε του προκαλεί δυσάρεστο συναίσθημα ή αποτελεί γι' αυτόν ψυχικό ή συναισθηματικό βάρος, κάνοντάς τον να αισθανθεί καλύτερα: Τα αναλγητικά ~ουν τους ασθενείς από τον πόνο. Κρέμα που ~ει το δέρμα από τους ερεθισμούς. Πβ. απαλύνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω.|| Με ~ει η ιδέα ότι .../~ομαι κάπως με τη σκέψη ότι ... Τον ~σαν τα λόγια της. Πότε θα ~στούμε, επιτέλους, από τις έγνοιες/την κούραση/τα προβλήματα (= αναπνεύσουμε, απαλλαγούμε, ησυχάσουμε); Ανάσανε/έδειχνε ~σμένος. Αισθάνομαι/είμαι ιδιαίτερα ~σμένος που .../από την εξέλιξη της υπόθεσης. Πβ. ξαλαφρώνω. ● Παθ.: ανακουφίζομαι (ευφημ.): αφοδεύω. Πβ. ξαλαφρώνω. [< αρχ. ἀνακουφίζω, γαλλ. alléger]
  • ανοχή [ἀνοχή] α-νο-χή ουσ. (θηλ.) 1. συμπεριφορά κατά την οποία αντιμετωπίζεται με σεβασμό, υπομονή ή διαλλακτική στάση οτιδήποτε διαφορετικό ή δυσάρεστο: θρησκευτική/κοινωνική/πολιτική/σιωπηρή ~. ~ της διαφορετικότητας/προς τις μειονότητες. Έδειξε ~ στην (: ανέχτηκε την) απειρία του. Ξεπέρασαν κάθε όριο ~ής. Πβ. διαλλακτικότητα, επιείκεια. ΣΥΝ. ανεκτικότητα ΑΝΤ. δυσανεξία (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. επιτρεπτή απόκλιση της τιμής ενός μεγέθους από την προβλεπόμενη: εδαφική/κατασκευαστική ~. ~ θερμοκρασίας/συχνότητας. ~ές διαστάσεων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ βλαβών. ~ σε σφάλματα. 3. ΙΑΤΡ. ικανότητα του οργανισμού να υφίσταται, χωρίς συμπτώματα ή αντίδραση, τη δράση φαρμάκου, φυσικής ή χημικής ουσίας: διαταραγμένη/παθολογική ~ γλυκόζης (: τα επίπεδα σακχάρου βρίσκονται μεταξύ των φυσιολογικών και των διαβητικών τιμών). Ανοσολογική ~ (: απουσία ανοσιακής αντίδρασης σε ορισμένο αντιγόνο).|| (ειδικότ.) Ανέπτυξε ~ στο φάρμακο (: λόγω παρατεταμένης χρήσης). Βλ. εθισμός, εξάρτηση. ΑΝΤ. δυσανεξία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: οίκος ανοχής (ευφημ.): πορνείο. Πβ. χαμαιτυπείο. ΣΥΝ. μπουρδέλο (1) [< γαλλ. maison de tolérance] , ψήφος ανοχής: που δίνεται στην κυβέρνηση από βουλευτές της αντιπολίτευσης ως προσπάθεια αποφυγής πρόωρων εκλογών (και όχι ως ένδειξη υποστήριξης της πολιτικής της). Βλ. ψήφος εμπιστοσύνης., μηδενική ανοχή βλ. μηδενικός [< 1: αρχ. ἀνοχή 2,3: γαλλ. tolérance]
  • απαυτός , ή, ό [ἀπαυτός] α-παυ-τός αντων. (προφ.) 1. (μειωτ.) αναφορά σε πρόσωπο ή πράγμα, το όνομα του οποίου μας διαφεύγει, δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε: Τι κάνει ο ~, ο ... πώς τον λένε; Πβ. (απο)τέτοιος. 2. (ευφημ.) πισινός, κώλος. ● Ουσ.: απαυτά/αυτά (τα): (ευφημ.) τα γεννητικά όργανα. ● ΦΡ.: στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου βλ. αρχίδι [< μεσν. απαυτός]
  • απαυτώνω [ἀπαυτώνω] α-παυ-τώ-νω ρ. (μτβ.) {απαύτω-σε, -θηκε} (προφ.-ευφημ.): αντί για το γαμώ. Πβ. αυτώνω, πηδώ.
  • απόκρυφος , η, ο [ἀπόκρυφος] α-πό-κρυ-φος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον αποκρυφισμό, υπερφυσικός, μαγικός: ~ος: κόσμος/συμβολισμός. ~η: γνώση/φιλοσοφία. ~ες: δοξασίες. Οι ~οι νόμοι της φύσης. Οι ~ες επιστήμες (: μαγεία, μαντεία, αλχημεία, αστρολογία). Σκοτεινές και ~ες δυνάμεις. Πβ. αποκρυφιστικός.|| (ως ουσ.) Το άγνωστο και το ~ο. 2. κρυφός και κατ' επέκτ. άγνωστος: ~η: επιθυμία. ~ες: σκέψεις (= ενδόμυχες)/φαντασιώσεις. ~α: μυστικά/στοιχεία. Ο ~ βίος του ... Αποκάλυψη των ~ων πτυχών της υπόθεσης. Πβ. κρυμμένος, μυστικός. 3. ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τα Απόκρυφα (βιβλία): ~η: Γραμματεία. ~α: κείμενα. ● Ουσ.: απόκρυφα (τα): κρυφά σημεία, κρυφές λεπτομέρειες: Ήρθαν στο φως τα ~ της σχέσης τους. ● ΣΥΜΠΛ.: απόκρυφα σημεία (του σώματος) & απόκρυφα μέρη: (ευφημ.) τα γεννητικά όργανα. Πβ. αχαμνά., Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία βλ. ευαγγέλιο [< 1: γαλλ. occulte 2: αρχ. ἀπόκρυφος 3: μτγν. ~, γαλλ. apocryphe, αγγλ. Apocrypha]
  • αποτέτοιος , α, ο [ἀποτέτοιος] α-πο-τέ-τοιος αόρ. αντων. (προφ.-συνήθ. μειωτ.): όνομα προσώπου ή πράγματος που δεν θυμάται, δεν ξέρει ή δεν θέλει να αναφέρει κάποιος: Τι κάνει ο ~, ο τέτοιος, μωρέ, ο ... Δώσε μου το ~ο, το ..., πώς το λένε; Πβ. απαυτός. ● Ουσ.: αποτέτοια (τα) (ευφημ.): τα ανδρικά κυρ. γεννητικά όργανα.
  • αυτώνω [αὐτώνω] αυ-τώ-νω ρ. (μτβ.) {αύτω-σα} (προφ.) 1. με τη γενική σημασία κάνω, όταν ο ομιλητής δεν βρίσκει το κατάλληλο ρήμα: Το ~σε, πώς το λένε, το θεώρησε το βιβλιάριο. 2. (ευφημ.) απαυτώνω. ΑΥΤΩΝΩ
  • βραχιόλι βρα-χιό-λι ουσ. (ουδ.) 1. κόσμημα που φοριέται συνήθ. στον καρπό του χεριού: ασημένιο/δερμάτινο/χρυσό ~. ~ με χάντρες/από κοχύλια. Πβ. μπρασελέ. Βλ. αλυσίδα, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι.|| ~ παρακολούθησης. (προφ.-ευφημ.) Του πέρασαν σιδερένια ~ια (= χειροπέδες). 2. ΤΕΧΝΟΛ. (κατ' επέκτ.) κρίκος, κυρ. από μέταλλο, που συνδέει δύο τμήματα (μηχανής, όπλου, συσκευής). ● Υποκ.: βραχιολάκι (το): Διακοπές με ~ (: με προπληρωμένα όλα τα έξοδα σε συγκεκριμένη ξενοδοχειακή μονάδα, με την υποχρέωση του τουρίστα να φορά ειδικό έγχρωμο βραχιόλι). [< μεσν. βραχιόλι(ον), γαλλ. bracelet]
  • γειτονιά γει-το-νιά ουσ. (θηλ.) 1. τμήμα συνοικίας αποτελούμενο από περιορισμένο αριθμό σπιτιών, κτισμένων σε κοντινή απόσταση: ήσυχη/ιστορική/κακόφημη/λαϊκή/παραδοσιακή ~. Μένουμε στην ίδια ~. Βλ. φτωχο~. 2. (κατ' επέκτ., περιληπτ.) γείτονες: Σηκώθηκε όλη η ~ στο πόδι από τη φασαρία. Δεν με νοιάζει τι θα πει η ~ (: τι γνώμη θα σχηματίσει). 3. (μτφ.-προφ.) όμορες χώρες: Διαφύλαξη της ειρήνης στη ~ μας (: στα Βαλκάνια). ● ΦΡ.: η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων (ευφημ.): για να δηλωθεί ο θάνατος συνήθ. γνωστού καλλιτέχνη: Πήγε/ταξίδεψε στη/έφυγε για τη ~ ~., της γειτονιάς: συνοικιακός: το μαγαζάκι/ο φούρνος ~ ~. [< μεσν. γειτονιά]
  • γλυκάδι γλυ-κά-δι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-ευφημ.): ξίδι. ● γλυκάδια (τα): ΜΑΓΕΙΡ. οι αδένες κυρ. του λαιμού και του παγκρέατος των σφαγίων, ως παραδοσιακός μεζές: αρνίσια/μοσχαρίσια ~. Βλ. εντόσθια. [< μεσν. γλυκάδιν]
  • ειρηνικός , ή, ό [εἰρηνικός] ει-ρη-νι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται ή συμβάλλει στην ειρήνη: ~ός: αγώνας. ~ή: διαδήλωση/επίλυση διαφορών/ζωή/κατάκτηση/περίοδος/συμβίωση/συνύπαρξη. ~ό: κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα. ~ές: αποστολές/εκδηλώσεις/σχέσεις. ~ή χρήση της πυρηνικής ενέργειας. ΑΝΤ. πολεμικός 2. φιλειρηνικός· κατ' επέκτ. ήρεμος, ήσυχος: ~ός: λαός/χαρακτήρας. ~ό: κίνημα. ~ά: κράτη. Πβ. ειρηνόφιλος. ΑΝΤ. πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.|| ~ός: θάνατος. ~ή: ζωή. ~ό: βλέμμα. Πβ. γαλήνιος.|| (ΓΕΩΓΡ., ευφημ.) Ε~ ωκεανός. ● Ουσ.: ειρηνικά (τα): ΕΚΚΛΗΣ. αιτήματα που απευθύνονται στον Θεό κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας (ξεκινούν με τη φράση ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν). ● επίρρ.: ειρηνικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. εἰρηνικός]
  • ενδιαφέρων , ουσα, ον [ἐνδιαφέρων] εν-δι-α-φέ-ρων επίθ. {ενδιαφέρ-οντος, -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)}: που προσελκύει το ενδιαφέρον, την προσοχή: (για πρόσ.) Είναι ~ άνθρωπος/~ον άτομο.|| ~ουσα: άποψη/εμπειρία/ιστορία/περίπτωση/πρόταση/συζήτηση. ~ον: βιβλίο. ~ουσες: ταινίες/τιμές (= λογικές). ~οντα: ζητήματα. Έχει ~ον πρόσωπο (: ελκυστικό, ιδιαίτερο). ΑΝΤ. αδιάφορος (2) ● ΦΡ.: είναι σε ενδιαφέρουσα (κατάσταση) (ευφημ.): είναι έγκυος. Πβ. εγκυμονούσα. [< γαλλ. elle est dans une position intéressante] [< γαλλ. intéressant]

αδήριτος

αδήριτος, η, ο [ἀδήριτος] α-δή-ρι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν μπορεί να αγνοηθεί, να παραμεριστεί, να κατανικηθεί: ~ος: φυσικός νόμος/συμβιβασμός. ~η: αλλαγή/πραγματικότητα (= αδιαμφισβήτητη). ~ο: καθήκον/πεπρωμένο. Πβ. ακαταμάχητος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= αναπόφευκτο) του θανάτου. ● επίρρ.: αδήριτα ● ΣΥΜΠΛ.: αδήριτη ανάγκη/(σπανιότ.) αναγκαιότητα: απόλυτη, επιτακτική: Είναι ~ ~ να ... [< αρχ. ἀδήριτος ‘χωρίς μάχη, ασυναγώνιστος’]

αλυσίδα

αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]

αντιασφυξιογόνος

αντιασφυξιογόνος, ος/α, ο [ἀντιασφυξιογόνος] α-ντι-α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων & προσωπίδα αερίων: ΤΕΧΝΟΛ. που προστατεύει κυρ. από τα ασφυξιογόνα αέρια. [< αγγλ. gas mask, 1915]

αρχίδι

αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]

ασφυξιογόνος

ασφυξιογόνος, ος, ο [ἀσφυξιογόνος] α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: που προκαλεί ασφυξία: ~ος: ουσία. Βλ. αντι~, -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφυξιογόνα (αέρια): που προξενούν ερεθισμό και αναπνευστικά προβλήματα: έκθεση σε ~ ~. Βλ. δακρυγόνο, μονοξείδιο του αζώτου, φωσγένιο, χημικό, χλώριο. [< γαλλ. asphyxiant, αγγλ. asphyxiating]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

διερεύνηση

διερεύνηση δι-ε-ρεύ-νη-ση ουσ. (θηλ.): λεπτομερής έρευνα: δικαστική/εμπειρική/κλινική/πειραματική ~. ~ αγοράς/δυνατοτήτων (π.χ. εξοικονόμησης ενέργειας)/των επιπτώσεων (του καπνίσματος)/των προοπτικών (π.χ. συνεργασίας)/των πτυχών ενός προβλήματος. ~ και δίωξη εγκλημάτων. Η υπόθεση βρίσκεται/είναι υπό ~. Πβ. ανίχνευση. Βλ. εξερεύνηση.|| (ΜΑΘ.) ~ εξίσωσης (: μελέτη των όρων της και των δυνατών λύσεων που μπορεί να έχει). ● ΣΥΜΠΛ.: διερεύνηση αναγκών: συστηματική εξέταση και καταγραφή απαιτήσεων ή τάσεων: ~ ~ των επιχειρήσεων/των εργαζομένων/των καταναλωτών. Ερωτηματολόγιο/μελέτη ~ης ~. [< μτγν. διερεύνησις, γαλλ. enquête]

εθισμός

εθισμός [ἐθισμός] ε-θι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ.-ΨΥΧΟΛ. εξάρτηση του οργανισμού από τοξική ψυχοτρόπο ουσία ή δραστηριότητα: σωματικός/ψυχολογικός ~. ~ στο αλκοόλ (: αλκοολισμός)/στα ναρκωτικά (: τοξικομανία). Σύμβουλος σε θέματα ~ού. Κάτι δημιουργεί/προκαλεί ~ό. Πβ. έξη. Βλ. απεξάρτηση, αποτοξίνωση.|| (μτφ.) ~ στη βία/στο διαδίκτυο/στα γλυκά. (προφ.) Έχει ~ό (= έχει εθιστεί) στο κινητό. Πβ. μανία. 2. (σπανιότ.) εξοικείωση: ~ του μαθητή στην υπεύθυνη εργασία. Πτήσεις ~ού (: κατά τη διάρκεια πτητικής εκπαίδευσης). Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἐθισμός ‘συνήθεια, έξη’, γαλλ.-αγγλ. addiction]

ειδικός

ειδικός, ή, ό [εἰδικός] ει-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. γενικός 1. που υπάρχει, γίνεται ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό, που διαφοροποιείται από το κανονικό, το σύνηθες: ~ός: εξοπλισμός/φόρος. ~ή: αίθουσα/(ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/αποστολή/διαδρομή (ράλι)/Διδακτική (ενός μαθήματος)/έκδοση (για παιδιά)/θεραπεία/κάρτα (μέλους)/μελέτη/σχέση/υπηρεσία. ~ό: βραβείο/ένθετο/καθεστώς/μηχάνημα/πρόγραμμα. ~ές: απαιτήσεις/γλώσσες/διατάξεις/κατασκευές (επίπλων)/προσφορές (του μήνα)/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/λεξικά/μέτρα/προϊόντα/χαρακτηριστικά (βλ. καθολικός). ~οί όροι συμμετοχής. Σε ~ές συνθήκες θερμοκρασίας. Χρειάζεται ~ή άδεια. Συμπληρώστε το ~ό έντυπο.|| ~ό Σχολείο (: που απευθύνεται σε παιδιά με ~ές ανάγκες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: δευτερεύουσα ονοματική πρόταση που εισάγεται με τους συνδέσμους ότι, πως ή που). ~οί: σύνδεσμοι (: με τους οποίους εισάγονται οι ~ές προτάσεις). ~ό: απαρέμφατο (: είδος απαρεμφάτου της αρχαίας ελληνικής που αποδίδεται στα νέα με ~ή πρόταση). 2. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) που έχει ορισμένη αρμοδιότητα, αποστολή ή γνώσεις, πείρα, ικανότητες υψηλού επιπέδου σε ένα αντικείμενο, κλάδο: ~ός: απεσταλμένος/επιστήμονας/συνεργάτης. ~ή: επιτροπή. ~ό: κοινό (ΑΝΤ. ευρύ)/προσωπικό. ~ή εταιρεία συμβούλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: αλλεργιολόγος/χειρουργός. Πβ. ειδικευμένος. ΑΝΤ. ανειδίκευτος ● Ουσ.: ειδικός (ο/η): πρόσωπο, συνήθ. επαγγελματίας, με ορισμένη ειδικότητα: ~ εφαρμογών πληροφορικής/φοροτεχνικού γραφείου. Οι ~οί προτείνουν/συμβουλεύουν ... Ρωτήστε τον ~ό. Πβ. αυθεντία, γκουρού, ειδήμων, ειδικευμένος, εξπέρ, επαΐων, μετρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. άσχετος, άσχετη [< γαλλ. spécialiste] ● επίρρ.: ειδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικό βάρος 1. ΦΥΣ. ο λόγος του βάρους ενός σώματος προς τον όγκο του (σύμβ. ε): μικρό/υψηλό ~ ~. Το ~ ~ του νερού. Βλ. μάζα, πυκνότητα. 2. (μτφ.) σπουδαιότητα, σημασία: το ~ ~ των αντιπάλων. [< γαλλ. poids spécifique] , Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ακρ. ΕΛΚΕ): μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί στα ΑΕΙ με σκοπό την προαγωγή της έρευνας., Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ειδικές Δυνάμεις βλ. δύναμη, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, ειδική μνεία βλ. μνεία, ειδική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση βλ. περίπτωση, Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, ειδικός αγορητής βλ. αγορητής, ειδικός γραμματέας βλ. γραμματέας, ειδικός διαπραγματευτής βλ. διαπραγματευτής, ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, ειδικός φρουρός βλ. φρουρός ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες: που παρουσιάζουν σωματική ή πνευματική αναπηρία και χρειάζονται επιπλέον βοήθεια, για να ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες: απασχόληση/εκπαίδευση (των) ατόμων ~ ~. Πβ. ανάπηρος, εμποδιζόμενα άτομα, παράλυτος. Βλ. ΑΜΕΑ1. [< μτγν. εἰδικός, γαλλ. spécial, spécifique]

εντόσθια

εντόσθια [ἐντόσθια] ε-ντό-σθι-α ουσ. (ουδ.) {-ων (λόγ.) -ίων}: τα εσωτερικά όργανα στην περιοχή του θώρακα και κυρ. της κοιλιάς ζώων, ιδ. των σφαγίων: νωπά ~. Τα ~ του αρνιού. ~ πουλερικών/ψαριών. Βρώσιμα/ψιλοκομμένα ~ για κοκορέτσι/μαγειρίτσα. Πβ. σπλάχνο, σωθικά. Βλ. έντερα, καρδιά, πνευμόνι, σπλήνα, συκώτι. [< αρχ. ἐντόσθια]

ευαγγέλιο

ευαγγέλιο [εὐαγγέλιο] ευ-αγ-γέ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {ευαγγελί-ου | -ων} & (λαϊκό) βαγγέλιο 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης που διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, του θανάτου, της Ανάστασης και της Ανάληψης του Χριστού, παρουσιάζουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά στοιχεία του Χριστιανισμού· συνεκδ. ιερό λειτουργικό βιβλίο με περικοπές από τα τέσσερα Ευαγγέλια· ειδικότ. εδάφιο, απόσπασμα που διαβάζεται από τον ιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία· κατ' επέκτ. η Καινή Διαθήκη και το αντίστοιχο βιβλίο: το κατά Ματθαίον/Μάρκον/Λουκάν/Ιωάννην ~ (αλλιώς κανονικά ~α, γιατί αποτελούν μέρος του Κανόνα της Αγίας Γραφής). Η μετάφραση των ~ων στη Δημοτική (βλ. Ευαγγελικά).|| Ενεπίγραφο/χειρόγραφο ~.|| Ανάγνωση του ~ου (από τον ιερέα). Το ~ της Κυριακής/της Μεγάλης Παρασκευής.|| Προσκυνώ/φιλώ το ~. Ο μάρτυρας ορκίστηκε στο ~. Βλ. πρωτ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) η διδασκαλία του Χριστού, οι χριστιανικές αρχές, ο χριστιανισμός: η αλήθεια/η διάδοση/η διακονία/η ερμηνεία/το κήρυγμα/τα μηνύματα/το πνεύμα του ~ου. 3. (μτφ.) συνήθ. για βιβλίο που περιλαμβάνει τις βασικές αρχές ιδεολογικού, πολιτικού, φιλοσοφικού συστήματος ή οι ίδιες οι αρχές, που συχνά υπόσχονται σωτηρία, ευτυχία: το ~ ενός κόμματος/της μεταπολεμικής διανόησης. Πβ. βίβλος.|| Κοινωνικό ~. 4. (μτφ.) καθετί που θεωρείται αυθεντία και ακολουθείται πιστά: Έχω τα έργα του για ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία & (σπάν.) ψευδεπίγραφα ευαγγέλια: θρησκευτικά κείμενα που περιέχουν λάθη και φανταστικά στοιχεία, φέρουν ψευδώς το όνομα κάποιου γνωστού εκκλησιαστικού προσώπου, δεν θεωρούνται θεόπνευστα και δεν έχουν περιληφθεί στον Κανόνα της Αγίας Γραφής: Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης., Δώδεκα Ευαγγέλια: οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται τη Μεγάλη Πέμπτη και κατ' επέκτ. ο εσπερινός της Μεγάλης Πέμπτης., χαράς ευαγγέλια: για δήλωση πολύ μεγάλης χαράς, συνήθ. κατόπιν χαρμόσυνης είδησης ή γεγονότος., Γνωστικά Ευαγγέλια βλ. γνωστικός2, συνοπτικά Ευαγγέλια βλ. συνοπτικός ● ΦΡ.: άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο (προφ.): δεν ανήκει στις αρμοδιότητές μου: Αυτό που ζητάτε είναι ~ ~! Ποιος έχει δίκιο; ~ ~!, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο 1. (μτφ.) είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Έτσι άκουσα να λένε, αλλά δεν βάζω και το ~ ~. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο 2. (κυριολ.) για να ορκιστώ στο δικαστήριο. [< μτγν. εὐαγγέλιον 'ευχάριστα νέα', γαλλ. évangile, αγγλ. evangel, evangile]

θάλαμος

θάλαμος θά-λα-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άμου} 1. κλειστή κατασκευή ή χώρος μικρών σχετικά διαστάσεων με συγκεκριμένη χρήση: ~ καύσης απορριμμάτων (πβ. κλίβανος). ~ δοκιμών. Ψυκτικός ~ συντήρησης. Στεγανός ~ με ρυθμιζόμενη πίεση αέρα. Αεροστεγής ~ μέτρησης. ~οι ψυγείων. (ΦΥΣ. ΠΥΡ.) ~ ασφαλείας χημικών αντιδραστηρίων/φυσαλίδων υδρογόνου. ~ (ΒΟΤ.) επώασης σπόρων/(ΦΥΣ.) κενού. Θερμοκρασία ~άμου. Βλ. θερμο~.|| Τηλεφωνικός ~ (παλαιότ.). ~ επιβατών/πληρώματος. ~ ανελκυστήρα (= καμπίνα)/αυτοκινήτου (πβ. κλωβός)/διακυβέρνησης (= πιλοτήριο, κόκπιτ)/οδήγησης/πλοήγησης/της σάουνας (πβ. κουβούκλιο). ~ ελέγχου αεροσκάφους. ~ αποσυμπίεσης (π.χ. για δύτες, πιλότους, αστροναύτες). Βλ. αερο~, ραδιο~. 2. μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου, στρατώνα ή φυλακής, συνήθ. κοιτώνας: (ΙΑΤΡ.) ~ αρνητικής πίεσης (: για αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες όπου ο κυκλοφορούμενος αέρας δεν απελευθερώνεται σε άλλους χώρους)/ασθενών/επειγόντων περιστατικών/νεογνών/τοκετού. ~ βραχείας νοσηλείας έξι κλινών. ~ απομόνωσης (στη ΜΕΘ). Βλ. προ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ οπλιτών. ~ με πενήντα κρεβάτια. (συνεκδ.) Όλος ο ~ μιλούσε για ...|| Ο ~ Επιχειρήσεων του Λιμενικού. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. κτιστός υπόγειος τάφος: νεκρικός/ταφικός ~. Βλ. θησαυρός1, νεκρο~. 4. ΑΝΑΤ. κοιλότητα: ο οπίσθιος/πρόσθιος ~ του οφθαλμικού βολβού. Πβ. θαλάμη. ● ΣΥΜΠΛ.: θάλαμος αερίων 1. ΙΣΤ. ειδικός χώρος σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στον οποίο γίνονταν μαζικές θανατώσεις κρατουμένων με χρήση δηλητηριωδών αερίων: ~οι ~ και κρεματόρια/φούρνοι. Βλ. ολοκαύτωμα. 2. (μτφ.) περιοχή με μολυσμένη και αποπνικτική ατμόσφαιρα εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης αέριων ρύπων. [< αγγλ. gas chamber, 1945] , οπτικός θάλαμος & θάλαμος: ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο σχηματισμούς από φαιά ουσία που αναμεταδίδουν αισθητικά ερεθίσματα προς τον εγκεφαλικό φλοιό. [< γαλλ.-αγγλ. thalamus] , σκοτεινός θάλαμος ΦΩΤΟΓΡ. 1. σκοτεινό δωμάτιο με ειδικά εξαρτήματα, λεκάνες με χημικά εμφάνισης, εκτυπωτική μηχανή, και εξαερισμό μέσα στο οποίο γίνεται εμφάνιση και εκτύπωση φιλμ. Πβ. εμφανιστήριο.|| ψηφιακός ~ ~. 2. βασικό τμήμα της παραδοσιακής φωτογραφικής μηχανής με τη μορφή μικρού κουτιού με μαύρα εσωτερικά τοιχώματα, στη μια πλευρά του οποίου υπάρχει άνοιγμα, όπου εφαρμόζεται ο συγκεντρωτικός φακός. Βλ. διάφραγμα, φωτοφράκτης. [< γαλλ. chambre noire] , θάλαμος ιονισμού βλ. ιονισμός [< 1,2,3: αρχ. θάλαμος 1,2,4: γαλλ. chambre, αγγλ. chamber]

κατάσταση

κατάσταση κα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η θέση στην οποία ή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε δεδομένο χώρο και χρόνο: αδιέξοδη/άθλια/ακραία/ανησυχητική/αξιοθρήνητη/αρνητική/αφόρητη/δραματική/δυσάρεστη/δύσκολη/δυσχερής/έκτακτη/επείγουσα/επώδυνη/θλιβερή/κρίσιμη/μεταβατική/μόνιμη/παθολογική/πολύπλοκη/προβληματική/ρευστή/σταθερή/στάσιμη/σύνθετη/τραγική/υγιής/υποθετική/φυσιολογική/χαοτική ~. Η υφιστάμενη ~ είναι απαράδεκτη. (ειρων.) Η όλη ~ είναι για γέλια. Προσωπική ~ (π.χ. ηλικία, φύλο). Η διανοητική/ιατρική/πνευματική/σωματική/ψυχική/ψυχολογική (πβ. διάθεση) ~ κάποιου. Η ~ λειτουργίας ενός μηχανήματος. Η ~ της υγείας του ασθενούς δεν εμπνέει ανησυχία. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε η ~. Είναι σε άριστη/κακή ~. Στην ~ή σου δεν επιτρέπεται να εκνευρίζεσαι. Βλ. στάτους. 2. το σύνολο των εξωτερικών συνθηκών, περιστάσεων: ασταθής/διεθνής/εμπόλεμη/κοινωνική/παρούσα/πολιτική/τρέχουσα/τωρινή ~. Ατμοσφαιρική/καιρική ~. Εικονικές/πραγματικές ~άσεις επικοινωνίας. Η ~ της αγοράς/των πραγμάτων. Είναι κύριος της ~ης. Επικρατεί ~ διάλυσης/πανικού (βλ. περιρρέουσα ατμόσφαιρα). Η ~ είναι υπό έλεγχο/έχει ξεφύγει. Τηρώ θετική στάση απέναντι σε κάθε ~ (πβ. περίπτωση). Αυτή είναι η ~ (: έτσι έχουν τα πράγματα) τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Επιτυχής αντιμετώπιση όλων των ~άσεων. Βλ. καθεστώς, συγκυρία.|| Βρίσκεται συνέχεια μπλεγμένος σε ~άσεις (= προβλήματα). Βλ. παλιο~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Εμπρόθετος προσδιορισμός της ~ης.|| (ΦΥΣ.) ~ ισορροπίας/πίεσης.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ της θάλασσας (: ύψος κύματος). 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. η μορφή με την οποία εμφανίζεται ένα σώμα στη φύση ως αποτέλεσμα του βαθμού συνοχής των μορίων του: αέρια/άμορφη/κρυσταλλική/στερεά/υγρή ~. Μεταβολή της ~ης (βλ. στερεο-, υγρο-ποίηση). 4. κατάλογος, πίνακας στοιχείων: λογιστική/μισθοδοτική/μισθολογική/περιουσιακή/συγκριτική ~. Ονομαστική ~ των μαθητών/μελών. Αναλυτική ~ τηλεφωνικού λογαριασμού. Ημερήσια ~ εσόδων-εξόδων. Συγκεντρωτικές ~άσεις. Πβ. λίστα. ● ΣΥΜΠΛ.: κατάσταση έκτακτης ανάγκης & (λόγ.) εκτάκτου ανάγκης: που είναι πολύ κρίσιμη (π.χ. θεομηνία, πόλεμος, καταστροφή) και απαιτεί λήψη άμεσων μέτρων από το κράτος: Ο νομός/η χώρα έχει κηρυχθεί/τεθεί σε ~ ~ λόγω πυρκαγιών/σεισμού., οικογενειακή κατάσταση: δημογραφικά στοιχεία που αφορούν κάθε μέλος μιας οικογένειας (π.χ. άγαμος, έγγαμος, διαζευγμένος, αν έχει ή όχι παιδιά και πόσα): βεβαίωση/πιστοποιητικό ~ής ~ης., (νόμιμη) άμυνα/κατάσταση (νόμιμης) άμυνας βλ. άμυνα, έκρυθμη κατάσταση βλ. έκρυθμος, κατάσταση ανάγκης βλ. ανάγκη, κωμωδία καταστάσεων βλ. κωμωδία, οικονομικές καταστάσεις βλ. οικονομικός, σε κατάσταση πολιορκίας βλ. πολιορκία, φυσική κατάσταση βλ. φυσικός ● ΦΡ.: δημιουργώ καταστάσεις (προφ.): προκαλώ αρνητικό κλίμα, προστριβές: Μαλώνει συνεχώς με όλους και ~εί ~., είναι κατάσταση αυτή; & πού θα πάει αυτή η κατάσταση; & τι κατάσταση είναι αυτή; & δεν είναι κατάσταση αυτή! & ορίστε κατάσταση! (προφ.): για έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής: ~ ~, να μαλώνουμε γι' ασήμαντα πράγματα κάθε φορά;, κάνω κατάσταση (αργκό) 1. δημιουργώ συνήθ. ερωτική σχέση με κάποιον. Πβ. τα φτιάχνω. 2. διαμορφώνω ευχάριστη ατμόσφαιρα., παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου (προφ.): αναλαμβάνω τον έλεγχό της: Αποφάσισε να πάρει ~ ~ του., σε κατάσταση (+ γεν.) 1. σε φάση, σε συνθήκες: ~ ~ αναμονής/εγρήγορσης/επιφυλακής/ετοιμότητας/ηρεμίας/μέθης/συναγερμού. Περιήλθε ~ ~ πανικού. 2. για τη θέση αξιωματικού ή δημοσίου υπαλλήλου (στον χώρο εργασίας του): ~ ~ υπηρεσίας. Τελεί/τέθηκε ~ ~ αποστρατείας/αργίας/διαθεσιμότητας., σε κατάσταση να ...: σε σημείο ώστε να μπορεί να γίνει κάτι: Δεν ήταν ~ ~ (= σε θέση να) μιλήσει. Έφτασε ~ ~ μην ελέγχει τον εαυτό του., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, είναι σε ενδιαφέρουσα (κατάσταση) βλ. ενδιαφέρων, εκτόνωση της κατάστασης βλ. εκτόνωση, σε κατάσταση ευθυμίας βλ. ευθυμία [< αρχ. κατάστασις, γαλλ. état, γαλλ.-αγγλ. situation]

κροτεί

κροτεί [κροτεῖ] κρο-τεί ρ. (αμτβ.) {μτχ. ουδ. κροτ-ούν} (αρχαιοπρ.): παράγει κρότο: ~ούν τα βεγγαλικά και τα βαρελότα. ● ΣΥΜΠΛ.: κροτούν αέριο: ΧΗΜ. εκρηκτικό μείγμα υδρογόνου και οξυγόνου. [< αρχ. κροτῶ]

λύση

λύση λύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. τρόπος, μέσο αντιμετώπισης δυσχερειών, ενός θεωρητικού ή πρακτικού προβλήματος: αποδεκτή/αποτελεσματική/βιώσιμη/δίκαιη/εναλλακτική/ενδεδειγμένη/ενδιάμεση/έξυπνη/έτοιμη/εύκολη/ικανοποιητική/μόνιμη/νέα/οικολογική (ή πράσινη)/οικονομική/πρόσφορη/προσωρινή/ρεαλιστική/σίγουρη/συμβιβαστική/συμφέρουσα/συνολική ~. Εξεύρεση/επίτευξη/το κόστος μιας/προώθηση/σχέδιο ~ης. Η βέλτιστη/έσχατη/ιδανική/καλύτερη (δυνατή)/μόνη ~. ~ για/στο πρόβλημα (της ανεργίας). Βρίσκονται κοντά στη ~ του ζητήματος. Αξιόπιστες/διακοσμητικές/έντιμες/επαγγελματικές/επιχειρηματικές/καθαρές/καινοτόμες/ολοκληρωμένες/πιθανές/προηγμένες/προτεινόμενες/τεχνολογικές ~εις (βλ. πρόταση). (Ανα)ζητείται άμεση/ασφαλής/οριστική ~. Η άλλη ~ είναι να ... Δεν υπάρχει ~ (: διέξοδος, δρόμος, δυνατότητα, επιλογή). Η ~ είναι απλή. Η εταιρεία παρέχει/προσφέρει ασύρματες ~εις. Η επιστήμη μπορεί να δώσει ~ στο ενεργειακό. Δεν έχει ακόμα βρεθεί ~ για τις πυρόπληκτες περιοχές. Η αποχή από τις εκλογές δεν είναι ~.|| Επιμένουν σε ειρηνική/πολιτική ~ της διαμάχης (ΑΝΤ. στρατιωτική ~, πόλεμος, σύρραξη). Πβ. διακανονισμός, διευθέτηση, τακτοποίηση, ρύθμιση. 2. εύρεση του ζητουμένου, απάντηση: (στα μαθηματικά) αριθμητική/δημιουργική/σύντομη/σωστή ~. Τρόποι ~ης (μιας) άσκησης. Θέματα και ~εις μαθηματικών κατεύθυνσης. Οδηγός ~εων. Η εξίσωση δεν έχει ~ (= είναι αδύνατη). ~εις ασκήσεων (: βοηθητικό σχολικό βιβλίο).|| (για πνευματικά παιχνίδια) ~εις σταυρολέξων προηγούμενου τεύχους. Η ~ ενός αινίγματος/γρίφου/του μυστηρίου. Πβ. διευκρίνιση, εξήγηση, ερμηνεία, κλειδί. ΣΥΝ. επίλυση 3. (λόγ.) ακύρωση, κατάργηση ή τερματισμός: ~ του γάμου/της σύμβασης (πβ. καταγγελία)/της συνεργασίας (πβ. διάλυση)/της υιοθεσίας. Συμφωνητικό ~ης μίσθωσης κατοικίας.|| Το σωματείο οδηγείται προς ~ της απεργίας (πβ. διακοπή, λήξη, παύση, σταμάτημα). ΣΥΝ. λύσιμο (4) 4. (σπάν.) αποσυναρμολόγηση: ~ όπλου. ΣΥΝ. λύσιμο (2) ΑΝΤ. συναρμολόγηση 5. ΒΙΟΧ. καταστροφή κυττάρων, ιστών, μικροβίων υπό την επίδραση φυσικών, βιολογικών ή χημικών παραγόντων: (ΙΑΤΡ.) ~ της συνέχειας του δέρματος (= τραύμα). Βλ. κυτταρόλυση. 6. ΦΙΛΟΛ. μέρος του αρχαίου δράματος από την κορύφωση της περιπέτειας ως το τέλος ή γενικότ. έκβαση διηγήματος, μυθιστορήματος. Βλ. κάθαρση. ΑΝΤ. δέση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: λειτουργική λύση: εφαρμόσιμη και αποτελεσματική, πρακτική: ~ ~ του προβλήματος., λύση ανάγκης: τρόπος αντιμετώπισης προβληματικής κατάστασης που επιβάλλεται υποχρεωτικά από τις συνθήκες: Η μερική απασχόληση αποτελεί ~ ~ για τους ανέργους. ΑΝΤ. λύση επιλογής., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός, σολομώντεια λύση βλ. σολομώντειος ● ΦΡ.: μέση οδός/λύση βλ. μέσος [< αρχ. λύσις, 5: αγγλ. lysis, 1902, γαλλ. lyse 1918]

μεθάνιο

μεθάνιο με-θά-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο (CH4), κορεσμένος υδρογονάνθρακας, που απαντά στα ανθρακωρυχεία ως συστατικό του φυσικού αερίου, αλλά και ως προϊόν αποσύνθεσης οργανικής ύλης ή βιομηχανικής παραγωγής και χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Βλ. αλκάνια, -άνιο, (τρι)χλωρο~. [< γαλλ. méthane < méth(ylène) + -ane, αγγλ. methane]

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

μουστάρδα

μουστάρδα μου-στάρ-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αρτυματική ύλη με πικάντικη γεύση που παρασκευάζεται από σπόρους λευκού σιναπιού: δυνατή ~. Κρέμα/σάλτσα/σκόνη/σος ~ας. Βλ. κέτσαπ, μαγιονέζα. 2. σκόνη από σπόρους μαύρου σιναπιού με τονωτικές, θεραπευτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την ιατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο της μουστάρδας: ΧΗΜ. υπερίτης. [< αγγλ. mustard gas, 1917] [< ιταλ. mostarda]

ξεβράκωτος

ξεβράκωτος, η, ο ξε-βρά-κω-τος επίθ. (οικ.) 1. που δεν φορά βρακί και κατ' επέκτ. είναι γυμνός. 2. (μειωτ., συνήθ. για γυναίκα) προκλητικά ντυμένος, ξετσίπωτος: Κυκλοφορούν ~ες στους δρόμους. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) πάμφτωχος: Από ~ έγινε εκατομμυριούχος.|| Την παντρεύτηκε ~η (: χωρίς προίκα, άφραγκη). ● ΦΡ.: ξεβράκωτος στ' αγγούρια (αργκό): ξυπόλυτος στ' αγκάθια.

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ-

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ξύλο, κυρ. ως υλικό κατασκευής και στην ξυλεία: ξυλο-σκεπή. Ξυλό-σπιτο. Ξυλ-επένδυση.|| Ξυλο-κόπος. Ξυλ-ουργός.|| (ως ύλη για την οποία είναι κατάλληλο αυτό που δηλώνει το β' συνθ.) Ξυλό-κολλα/~προκα.|| Ξυλό-σομπα. 2. (μτφ.) στη σωματική βία: ξυλο-δαρμός.|| Ξυλο-κόπημα/~φόρτωμα.

προαιρετικός

προαιρετικός, ή, ό προ-αι-ρε-τι-κός επίθ.: που γίνεται με ελεύθερη βούληση: ~ός: εξοπλισμός (αυτοκινήτου). ~ή: εργασία/παρακολούθηση (παραδόσεων)/συμμετοχή/ψηφοφορία. ~ή: εκδρομή/επίσκεψη (σε μουσείο). ~ό: γεύμα/μάθημα/πρόγραμμα. ~ές: εισφορές. Πβ. εθελοντικός, εκούσιος. ΑΝΤ. αναγκαστικός, υποχρεωτικός (1) ● επίρρ.: προαιρετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. προαιρετικός, γαλλ. facultatif]

υποξείδιο

υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]

φιλοτιμία

φιλοτιμία φι-λο-τι-μί-α ουσ. (θηλ.): αναπτυγμένο αίσθημα αξιοπρέπειας, τιμής και καθήκοντος που εκδηλώνεται με αντίστοιχη στάση ή συμπεριφορά: εθνική/πολιτική ~. Προσπάθησε να κεντρίσει τη ~ τους (= να τους φιλοτιμήσει). Πέτυχε χάρη στη ~ του. Επαφίεται στη ~ τους. Πβ. εγωισμός, ευαισθησία, ευθιξία.|| (ειδικότ.) Η ~ των εργαζομένων (πβ. ευσυνειδησία, προθυμία). Πβ. φιλότιμο. ● ΦΡ.: κάνω την ανάγκη φιλοτιμία: παρουσιάζω κάτι που υποχρεώθηκα να κάνω, ως οικειοθελή πράξη: Έκανε ~ ~ και παραδέχτηκε το πρόβλημα. [< αρχ. φιλοτιμία ‘φιλοδοξία, ένδειξη τιμής’]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ψήφος

ψήφος ψή-φος ουσ. (θηλ.) & (προφ.) ψήφος (ο) 1. κάθε μέσο με το οποίο πραγματοποιείται μια ψηφοφορία (π.χ. ανάταση του χεριού, ψηφοδέλτιο)· συνεκδ. η γνώμη που εκφράζεται με το συγκεκριμένο μέσο: άκυρες/έγκυρες ~οι. Διαλογή/καταμέτρηση/κατανομή των ~ων. Υποκλοπή ~ων. Έριξε την ~ο του (ενν. στην κάλπη). Απέσπασε το ...% των ~ων. Εκλέχτηκε με διαφορά ... ~ων. Έλαβε/πήρε/συγκέντρωσε ... ~ους. Με 164 ~ους υπέρ και 25 ~ους κατά, συνεχίζεται η απεργία των ... Βγήκε πρώτος σε ~ους (: σταυρούς· βλ. παμψηφεί). (μειωτ.) Ψαρεύει ~ους (βλ. ψηφοθήρας). Βλ. διπλοψηφία, κουκιά, ψηφαλάκι, ισο-, μειο-, πλειο-ψηφώ.|| Θετική/κερδισμένη ~ (πβ. υπερψήφιση). Αρνητική (πβ. φούμο)/μαύρη (= μαύρο) ~ (πβ. καταψήφιση). Η λαϊκή ~. Αδιευκρίνιστη ~. ~ ενάντια στον πόλεμο/κατά του κατεστημένου/υπέρ των μεταρρυθμίσεων. ~ αποδοκιμασίας/διαμαρτυρίας/καταδίκης (ή καταδικαστική ~)/μομφής/τιμωρίας. Διεκδικούν την ~ο των πολιτών. Ευχαρίστησε όσους του έδωσαν την/τον τίμησαν με την ~ο τους.|| Ταξινομική ~ (: στην οποία οι εκλογείς ταξινομούν τους υποψηφίους κατά σειρά προτίμησης). 2. (συνεκδ.) συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία· ψηφοφορία: μυστική/υποχρεωτική ~. Δικαίωμα (βλ. εκλογικό σώμα, σουφραζέτα)/πρόθεση/στέρηση ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα της ψήφου: αρχή σύμφωνα με την οποία σε κάθε ψηφοφόρο αναλογεί μόνο μία ψήφος και όλες οι ψήφοι είναι ισοδύναμες., λευκή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. που δηλώνει ουδετερότητα και γίνεται με χρήση λευκού ψηφοδελτίου. Πβ. λευκό., χαλαρή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. κατά την οποία ο εκλογέας ψηφίζει χωρίς κομματική πειθαρχία, αλλά κατά συνείδηση., ψήφος εμπιστοσύνης 1. ΠΟΛΙΤ. στήριξη, μέσω ψηφοφορίας, της κυβέρνησης από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών: παροχή ~ου ~. Ο πρωθυπουργός ζήτησε/κέρδισε/έλαβε ~ο ~. Βλ. η αρχή της δεδηλωμένης, διερευνητική εντολή, πρόταση εμπιστοσύνης, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. 2. (μτφ.) έμπρακτη στήριξη., ψήφος ανοχής βλ. ανοχή ● ΦΡ.: η θεωρία της χαμένης ψήφου: ΠΟΛΙΤ. άποψη ότι είναι καλύτερο να ψηφίσει κανείς ένα κόμμα ή συνδυασμό που είναι πιο πιθανό να κερδίσει τις εκλογές, παρά ένα άλλο που δεν έχει τις ίδιες πιθανότητες, έστω και αν ο ψηφοφόρος πρόσκειται σε αυτό., μετά/άνευ ψήφου μετοχές βλ. μετοχή [< αρχ. ψῆφος, γαλλ. vote, voix]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.