Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 41 εγγραφές  [0-20]


  • αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]
  • αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]
  • γεωδαιτικός , ή, ό γε-ω-δαι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τη γεωδαισία: ~ές: μέθοδοι (βλ. οπισθοτομία, ταχυμετρία)/μετρήσεις/συντεταγμένες. ~ά: όργανα (βλ. θεοδόλιχος, μετροταινία, τζι πι ες, χωροβάτης). ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαιτική αστρονομία: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω της παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων., γεωδαιτικός θόλος: ΑΡΧΙΤ. σφαιρική δομή αποτελούμενη από ένα σύνθετο πλέγμα τριγώνων και πολυγώνων. [< αγγλ. geodetic dome, 1959] , γεωδαιτικός σταθμός: ΤΟΠΟΓΡ. όργανο ψηφιακής μέτρησης γωνιών και αποστάσεων. [< γαλλ. géodésique, αγγλ. geodetic]
  • εμβαδομέτρηση [ἐμβαδομέτρηση] εμ-βα-δο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. υπολογισμός του εμβαδού: ~ κτιρίου/οικοπέδου. Βλ. ογκομέτρηση, -μέτρηση.
  • θεματικός1 , ή, ό θε-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε αντικείμενο μελέτης, συζήτησης ή οργανώνεται κατά θέματα: ~ός: άξονας/πυρήνας (προγράμματος). ~ή: ανάλυση/ενότητα/κατεύθυνση/κατηγορία/περίοδος ή πρόταση (: που περιέχει το θέμα της παραγράφου)/ύλη. ~ό: πεδίο/πλαίσιο.|| ~ός: διαχωρισμός/κατάλογος/κύκλος/πίνακας. ~ή: κατάταξη/ομάδα. ~ό: ευρετήριο/λεξικό/σεμινάριο. ~ές: βραδιές/δράσεις/συναντήσεις. ~ διαγωνισμός ζωγραφικής/οδηγός νομοθετημάτων. ~οί τομείς έρευνας/κατάρτισης. Πβ. θεματογραφ-, θεματολογ-ικός.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ή πύλη (ηλεκτρονικής) βιβλιοθήκης/ελεύθερου λογισμικού. Βλ. δια~. ● Ουσ.: θεματική (η) (απαιτ. λεξιλόγ.): σύνολο υπό εξέταση θεμάτων, θέμα, ιδιαίτερα ως προς τη συνθετότητά του: η πλούσια ~ του συνεδρίου. Η κύρια ~ ενός έργου (πβ. προβληματική). Συλλογή ποικίλης ~ής. Διευρύνει τη ~ της. Η ~ του απλώνεται/εκτείνεται/επικεντρώνεται σε ... Πβ. θεματογραφία, θεματολογία. [< γαλλ. thématique, 1936, γερμ. Thematik] ● επίρρ.: θεματικά ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός τουρισμός: που συνδέεται με συγκεκριμένο σκοπό ή γίνεται σε ορισμένο γεωγραφικό περιβάλλον ή σε προσδιορισμένη εποχή του χρόνου. Βλ. αγρο-, οικο-τουρισμός, εναλλακτικός τουρισμός., θεματικός χάρτης: ΤΟΠΟΓΡ. στον οποίο αναπαρίστανται συγκεκριμένα τοπογραφικά ή υδρογραφικά χαρακτηριστικά περιοχής., θεματική εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια, θεματικό πάρκο βλ. πάρκο, θεματικός χαρτογράφος βλ. χαρτογράφος [< γαλλ. thématique, γερμ. thematisch]
  • θεοδόλιχος θε-ο-δό-λι-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίχου} ΤΟΠΟΓΡ.-ΑΣΤΡΟΝ.: οπτικό όργανο για τη μέτρηση γωνιών του αζιμουθίου και των ζενιθιακών αποστάσεων: ηλεκτρονικός/ψηφιακός ~. ~ με τρίποδα. Πβ. ταχύμετρο. Βλ. σταδία, χωροβάτης. [< γαλλ. théodolite]
  • κλινόμετρο κλι-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΟΠΟΓΡ. τοπογραφικό όργανο σε σχήμα συνήθ. βεντάλιας, για τη μέτρηση της κλίσης του εδάφους: ~ και θεοδόλιχος/πυξίδα. Βλ. -μετρο. ΣΥΝ. κλισίμετρο [< αγγλ. (in)clinometer, γαλλ. clinomètre]
  • κλισίμετρο κλι-σί-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΟΠΟΓΡ. κλινόμετρο.
  • μετροτράπεζα με-τρο-τρά-πε-ζα ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο που αποτελείται από πίνακα σχεδίασης και γωνιόμετρο. Βλ. εξάντας, θεοδόλιχος.
  • μηκοτομή μη-κο-το-μή ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. γραφική αναπαράσταση του μήκους μιας οδού: γεωλογικές ~ές. [< αγγλ. longitudinal section]
  • όδευση [ὅδευση] ό-δευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μετακίνηση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: εναλλακτική/κατακόρυφη/οριζόντια/υπόγεια/φυσική ~. ~ διαφυγής (πβ. οδός/έξοδος διαφυγής). Η ~ του αγωγού/του δικτύου/του δρόμου/του καλωδίου/της κυκλοφορίας/των σωληνώσεων. Βλ. διοχέτευση, πορεία.|| Ζώνη ~ης πεζών σε πεζοδρόμια (: για άτομα με αναπηρία).|| (μτφ.) ~ προς ένα καλύτερο μέλλον. 2. ΤΟΠΟΓΡ. -ΓΕΩΔ. μέθοδος προσδιορισμού του γεωγραφικού μήκους και πλάτους σημείων στην επιφάνεια της Γης: ανοιχτή/εξαρτημένη/κλειστή/πολυγωνική ~. [< μτγν. ὅδευσις ‘πέρασμα’]
  • οδοιπορικός , ή, ό [ὁδοιπορικός] ο-δοι-πο-ρι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην οδοιπορία ή τον οδοιπόρο: ~ός: χάρτης. ~ή: άδεια (: που χορηγείται σε υπάλληλο για τη μετακίνησή του από τον τόπο καταγωγής στον τόπο διορισμού του). (ΤΟΠΟΓΡ.) ~ό: σκαρίφημα. ~ές: διαδρομές. ~ά: έξοδα (= οδοιπορικά). Πβ. πεζοπορικός. Βλ. περιηγητ-, περιπατητ-ικός. ● επίρρ.: οδοιπορικώς [-ῶς] [< μτγν. ὁδοιπορικός]
  • οπισθοτομία [ὀπισθοτομία] ο-πι-σθο-το-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. χειρουργική αφαίρεση οργάνου, ιστού ή άλλου μέρους του σώματος: ~ του προστάτη. Βλ. -τομή. 2. ΤΟΠΟΓΡ. μέθοδος προσδιορισμού της θέσης σημείου: πολλαπλή/φωτογραμμετρική ~. [< αγγλ. resection]
  • ορθοφωτοχάρτης [ὀρθοφωτοχάρτης] ορ-θο-φω-το-χάρ-της ουσ. (αρσ.): ΧΑΡΤΟΓΡ. -ΤΟΠΟΓΡ. χάρτης από ορθοφωτογραφίες στον οποίο έχουν προστεθεί χαρτογραφικές πληροφορίες: ~ες μεγάλης κλίμακας. [< αγγλ. orthophotomap, 1967]
  • οριζοντιογραφία [ὁριζοντιογραφία] ο-ρι-ζο-ντι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. αποτύπωση του ανάγλυφου μιας περιοχής σε οριζόντιο επίπεδο: γενική/υψομετρική ~. ~ του έργου/της οδού. Διαγράμματα ~ας. Βλ. ευθυγραμμία, μηκοτομή. [< αγγλ. horizontal alignment]
  • οφρύς [ὀφρῦς] ο-φρύς ουσ. (θηλ.) {οφρύ-ος, -ύ | -ες, -ων} (λόγ.) 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. φρύδι. 2. η (καμπύλη) γραμμή που σχηματίζουν τα ανώτερα σημεία (οι κορυφές) ενός προεξέχοντος όγκου: (ΤΟΠΟΓΡ.) Η ~ του βουνού/βράχου/ορύγματος.|| (ΣΤΡΑΤ.) Στρατιωτική ~ (: το σημείο στα πρανή ενός υψώματος από το οποίο επιτυγχάνεται η καλύτερη παρατήρηση της περιοχής από το δεδομένο σημείο μέχρι τους πρόποδες). 3. ΒΟΤ. γένος φυτών της οικογένειας των ορχεοειδών. [< αρχ. ὀφρῦς]
  • παράλλαξη πα-ράλ-λα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεταβολή της διεύθυνσης, της κυκλικής κίνησης των περιστρεφόμενων γύρω από τη Γη ουράνιων αντικειμένων, όπως παρατηρείται από δυο διαφορετικά σημεία· ειδικότ. γωνία υπό την οποία προβάλλεται από κάποιο ουράνιο σώμα η ακτίνα της Γης. 2. ΤΟΠΟΓΡ. εμφανής μετατόπιση αντικειμένου που οφείλεται στην αλλαγή της θέσης του παρατηρητή του. 3. ΝΑΥΤ. διάβαση πλοίου από κάποιο σημείο της ακτής, τη στιγμή κατά την οποία η γραμμή πλεύσης του πλοίου και η γραμμή σκόπευσης του σημείου τέμνονται κάθετα. [< αρχ. παράλλαξις, γαλλ. parallaxe, αγγλ. parallax]
  • σήμανση σή-μαν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. τοποθέτηση διακριτικών, αναγνωριστικών ή καθοδηγητικών σημείων ή σημάτων: ειδική/μόνιμη/oικολογική/παραπλανητική/προειδοποιητική/φορολογική/ψηφιακή ~. ~ δρόμων (= οδο~)/εγγράφων (= χαρτο~)/εξοπλισμού/μονοπατιών/τροφίμων. ~ ασφαλείας και υγείας στους χώρους εργασίας. ~ των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων. ~ ισόπεδων σιδηροδρομικών διαβάσεων. Κάθετη/οριζόντια ~ των οδών (: πινακίδες ~ης και διαγράμμιση οδοστρώματος, πβ. σηματοδότηση). ~ CE (: δηλώνει ότι ένα προϊόν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ με ετικέτα (= ετικετοποίηση). Μηχανές ~ης. Βλ. προ~, σημάδεμα, χρονο~.|| (ΤΟΠΟΓΡ.) ~ στο έδαφος (: προσδιορισμός της θέσης σημείου). Βλ. φωτο~. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Σ) υπηρεσία της Αστυνομίας που λαμβάνει και καταγράφει δακτυλικά αποτυπώματα, σωματομετρικά και άλλα στοιχεία υπόπτων ή κακοποιών: Τον οδήγησαν στη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα σήμανσης: ΠΛΗΡΟΦ. κωδικοποίηση των πληροφοριών δόμησης και μορφοποίησης εγγράφου: επεκτάσιμη ~ ~. ~ ~ εικονικής πραγματικότητας/υπερκειμένου (= HTML). [< αγγλ. markup language, 1980] , ενεργειακή κλάση/σήμανση βλ. ενεργειακός, σήμανση πιστότητας βλ. πιστότητα [< μτγν. σήμανσις]
  • σταδία στα-δί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο υπολογισμού της απόστασης μεταξύ δύο σημείων. Βλ. θεοδόλιχος, ταχύμετρο, χωροβάτης. [< γαλλ.-αγγλ. stadia]
  • σταθμός σταθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. σημείο, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιείται στάθμευση και κυρ. στάση οχημάτων δημόσιας συνήθ. συγκοινωνίας για μεταφορά επιβατών και φορτίων ή ανεφοδιασμό: διαμετακομιστικός/επιβατικός/κεντρικός/σιδηροδρομικός/συνοριακός/υπόγειος ~. ~ αυτοκινήτων (= πάρκινγκ)/διοδίων/εξυπηρέτησης πλοίων/του ηλεκτρικού/(υπεραστικών) λεωφορείων/μεταφόρτωσης απορριμμάτων/ταξί (πβ. πιάτσα)/του τρένου. Θα συναντηθούμε μπροστά στον ~ό. Με υποδέχτηκε στον ~ό. Αποβιβαστείτε/επιβιβαστείτε/κατεβείτε σε ~ό της γραμμής 1 (ενν. του ΗΣΑΠ). Ποιος ~ του μετρό σε εξυπηρετεί; Βλ. αερο~.|| (μτφ.) Επόμενος/πρώτος/τελευταίος ~ της περιοδείας του ... Ενδιάμεσος ~ στο ταξίδι προς ... 2. ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις υπηρεσίας, εταιρείας, ιδρύματος με κατάλληλο εξοπλισμό για πραγματοποίηση τεχνολογικού ή ερευνητικού έργου (παραγωγή ενέργειας, παρατηρήσεις, μετρήσεις και μελέτες, εκπομπή σημάτων) και το αντίστοιχο κτιριακό συγκρότημα: αστρονομικός/ατμοηλεκτρικός/βιολογικός/δορυφορικός/θερμοηλεκτρικός/μετεωρολογικός/περιβαλλοντικός/σεισμολογικός/τηλεοπτικός (= κανάλι, τηλε~) ~. ~ (ανα)μετάδοσης/της ΔΕΗ/επεξεργασίας αποβλήτων/ηλεκτρικής ενέργειας (ή ηλεκτρικός ~: το εργοστάσιο παραγωγής ή ο υπο~)/(ΓΕΩΔ.-ΤΟΠΟΓΡ.) παρατήρησης/ραντάρ. Κινητός ~ μέτρησης (ατμοσφαιρικών ρύπων).|| (ειδικότ. για ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό ~ό) Αγαπημένος/δημοτικός/ερασιτεχνικός/μουσικός/συνδρομητικός/τοπικός ~. Ακροαματικότητα/κεραία/πρωινή ζώνη ~ού. Αλλάζω/επιλέγω ~ό. Ποιον ~ό ακούτε; Ο ~ μεταδίδει ζωντανά από το ίντερνετ. Το ραδιόφωνό μου πιάνει μόνο δέκα ~ούς (: συχνότητες). Πβ. ραδιο~. 3. χώρος, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες ή από όπου διευθύνονται συγκεκριμένες επιχειρήσεις: αστυνομικός/δασικός/πυροσβεστικός ~. Συμβουλευτικός ~ ψυχικής υγείας. ~ αιμοδοσίας/ελέγχου (διαβατηρίων)/εξυπηρέτησης/μέριμνας ζώων/φροντίδας εξαρτημένων ατόμων. Ο ~ λειτουργεί καθημερινά. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στον ~ό πρώτων βοηθειών (βλ. πρώτες βοήθειες). 4. καθοριστικό γεγονός, ορόσημο, καμπή: ~ στη ζωή/στην καριέρα του υπήρξε η ... Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ό στην παγκόσμια ιστορία.|| (κυρ. ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση/έργο/παράσταση/συνέδριο/συνεργασία-~. Γεγονότα/ημερομηνίες-~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικός σταθμός & (σπάν.) τροχιακός σταθμός: ΑΕΡΟΝ. μεγάλος τεχνητός δορυφόρος σε τροχιά κυρ. γύρω από τη Γη, που χρησιμεύει ως βάση και διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. space station, 1930] , πυρηνικός σταθμός: μονάδα στην οποία η πυρηνική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, ώστε να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια: Εκτός λειτουργίας τέθηκε ο ~ ~. [< αγγλ. nuclear (power) station, 1955] , ραδιοφωνικός σταθμός & (προφ.) σταθμός: χώρος παραγωγής και μετάδοσης ραδιοφωνικών εκπομπών· η αντίστοιχη υπηρεσία και ραδιοφωνική συχνότητα ή δέσμη συχνοτήτων. ΣΥΝ. ραδιοσταθμός (1), σταθμός βάσης: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις λήψης και εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων σημάτων: ~ ~ κινητής τηλεφωνίας. [< αγγλ. base station] , σταθμός εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόνομος ηλεκτρονικός υπολογιστής, συνήθ. σε δίκτυο, με μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ από έναν προσωπικό υπολογιστή, κατάλληλα εφοδιασμένος, για να διεκπεραιώνει σειρά απαιτητικών εργασιών: ~ ~ με δύο επεξεργαστές. [< αγγλ. workstation, 1977] , σταθμός ηλεκτροπαραγωγής & ηλεκτροπαραγωγικός/ηλεκτροπαραγωγός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες μορφές, συνήθ. υδραυλική, πυρηνική, του ατμού, η οποία μεταφέρεται με γραμμές υψηλής τάσης. [< αγγλ. generating station] , τερματικός σταθμός ΣΥΝ. τέρμιναλ 1. αυτός στον οποίο καταλήγει μέσο μεταφοράς, αποβιβάζονται και επιβιβάζονται όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονται και φορτώνονται όλα τα εμπορεύματα: Το μετρό/τραμ έφτασε στον ~ό ~ό. Η αμαξοστοιχία προσεγγίζει (σ)τον ~ό ~ό. Ο ~ ~ του αεροδρομίου.|| (ειδικότ., για φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων σε λιμάνι) ~ ~ καυσίμων. 2. εγκαταστάσεις άντλησης και αποθήκευσης στο σημείο κατάληξης αγωγού πετρελαίου ή αερίου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. τερματικό: ~ ~ εργασίας. [< αγγλ. terminal station] , υγειονομικός σταθμός: ιατρικό κέντρο περιορισμένων δυνατοτήτων., υδροηλεκτρικός σταθμός: εγκαταστάσεις όπου η υδραυλική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. [< αγγλ. hydroelectric station, γαλλ. station hydroélectrique] , αιολικός σταθμός βλ. αιολικός2, βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός βλ. βρεφονηπιακός, γεωδαιτικός σταθμός βλ. γεωδαιτικός [< 1,2,3: αρχ. σταθμός, αγγλ.-γαλλ. station 4: γαλλ. étape]

αγρο- & αγρό- & αγρ-

αγρο- & αγρό- & αγρ-: α' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά σε αγρό ή σε αγροτική περιοχή: αγρο-ζημία/~καλλιέργεια/~κήπιο/~μίσθωση/~νομία/~τεμάχιο/~τουρισμός. Αγρό-κτημα. Αγρ-ανάπαυση.|| Αγρο-λήπτης. Βλ. αγροτο-.

αιολικός2

αιολικός2, ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]

αιτιατική

αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

αντιολισθητικός

αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]

απόκλιση

απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]

βρεφονηπιακός

βρεφονηπιακός, ή, ό βρε-φο-νη-πι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα βρέφη και τα νήπια: ~ή: αγωγή/περίθαλψη. ~ό: επίδομα. ~ές: ανάγκες/υπηρεσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός: εκπαιδευτικό ίδρυμα που δέχεται παιδιά προσχολικής ηλικίας: δημόσιος/ιδιωτικός ~ ~. Βλ. βρεφοκομείο.

γεωδαιτικός

γεωδαιτικός, ή, ό γε-ω-δαι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τη γεωδαισία: ~ές: μέθοδοι (βλ. οπισθοτομία, ταχυμετρία)/μετρήσεις/συντεταγμένες. ~ά: όργανα (βλ. θεοδόλιχος, μετροταινία, τζι πι ες, χωροβάτης). ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαιτική αστρονομία: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω της παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων., γεωδαιτικός θόλος: ΑΡΧΙΤ. σφαιρική δομή αποτελούμενη από ένα σύνθετο πλέγμα τριγώνων και πολυγώνων. [< αγγλ. geodetic dome, 1959] , γεωδαιτικός σταθμός: ΤΟΠΟΓΡ. όργανο ψηφιακής μέτρησης γωνιών και αποστάσεων. [< γαλλ. géodésique, αγγλ. geodetic]

δείξη

δείξη δεί-ξη ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. λειτουργία γλωσσικών στοιχείων που δηλώνουν πρόσωπο, τόπο, χρόνο ή γεγονός και αναφέρονται στο περιβάλλον του ομιλητή: προσωπική (: εγώ, εσύ, αυτός, εμείς ...)/τοπική/χρονική (: αύριο, μετά, τότε, τώρα)/χωρική (: εδώ, εκεί, πέρα) ~. Βλ. αναφορά, δεικτικός. [< αρχ. δεῖξις ‘απόδειξη’, γαλλ. deixis, αγγλ. ~, 1946]

διοχέτευση

διοχέτευση δι-ο-χέ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. διάθεση, προώθηση: ~ προϊόντος στην αγορά. Βλ. εισαγωγή, κυκλοφορία.|| ~ κεφαλαίων σε επενδύσεις (= τοποθέτηση).|| ~ εργατικού δυναμικού προς τον/στον ιδιωτικό τομέα (βλ. απορρόφηση).|| ~ της κυκλοφορίας σε παρακαμπτήριες οδούς (βλ. διευθέτηση).|| (αρνητ. συνυποδ., διακίνηση παράνομων υλικών, ουσιών:) ~ όπλων/ναρκωτικών στις φυλακές. (για πρόσ.) ~ λαθρομεταναστών. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) έμμεση διάδοση: ~ πληροφοριών/προσωπικών δεδομένων/στοιχείων (βλ. διαρροή)/ψευδών ειδήσεων (: διασπορά). Πβ. διακίνηση. Βλ. μετάδοση. 3. κατευθυνόμενη μεταφορά υγρού, αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος με χρήση αντλίας ή αγωγού: ~ λυμάτων σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού (βλ. παροχέτευση). ~ ατμού σε δεξαμενή. 4. (μτφ.) εκτόνωση: ~ της ενεργητικότητας των παιδιών σε δημιουργικές δραστηριότητες. Πβ. εξωτερίκευση. [< γαλλ. canalisation]

εγκυκλοπαίδεια

εγκυκλοπαίδεια [ἐγκυκλοπαίδεια] ε-γκυ-κλο-παί-δει-α ουσ. (θηλ.) & (παλαιότ.) εγκυκλοπαιδεία: έργο το οποίο περιλαμβάνει με αλφαβητική ή θεματική ταξινόμηση το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ή των γνώσεων συγκεκριμένης επιστήμης: γεωγραφική/έντυπη/επιστημονική/επίτομη/ιατρική/ιστορική/λογοτεχνική/μαθηματική/μουσική/παγκόσμια/πολύτομη/σχολική ~. Διαδικτυακή/ελεύθερη/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ (βλ. βικιπαίδεια). Άρθρα/έκδοση/λήμματα/συμπλήρωμα ~ας. Γενικές/έγκυρες/ειδικές ~ες. ~ εννέα τόμων. Εικονογραφημένη ~ υγείας/φυσικών επιστημών. Βλ. βιβλίο/έργο αναφοράς, λεξικό. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματική εγκυκλοπαίδεια: που έχει οργανωμένα τα λήμματά της σε θεματικές ενότητες, ανάλογα με τον τομέα του επιστητού στον οποίο αναφέρονται. ● ΦΡ.: είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια (μτφ.): πρόσωπο με εντυπωσιακή ευρυμάθεια. Πβ. παντογνώστης, φωστήρας. Βλ. πολύξερος. [< γαλλ. encyclopédie, αγγλ. encyclop(a)edia]

ενεργειακός

ενεργειακός, ή, ό [ἐνεργειακός] ε-νερ-γει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ενέργεια και τις μορφές της: ~ός: μετασχηματισμός/πλούτος (ενός τόπου). ~ή: αυτοδυναμία (της χώρας)/εξοικονόμηση/επανάσταση (βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας)/κατανάλωση/πολιτική/τροφοδοσία. ~ό: δυναμικό (: η διαθέσιμη ενέργεια περιοχής)/ισοζύγιο (: η ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται από ένα σύστημα ή μια χώρα)/πεδίο/πιστοποιητικό. ~οί: πόροι. ~ές: ανάγκες/δαπάνες. ~ά: αποθέματα. ~-βιοκλιματικός σχεδιασμός κτιρίων. ~ή και περιβαλλοντική τεχνολογία. ~ή αξιοποίηση απορριμμάτων (βλ. βιομάζα). Χώρα που αποτελεί ~ό δίαυλο (/κόμβο)/~ή δύναμη. Βλ. βιο~.|| ~ά: αναψυκτικά/ποτά (: που δίνουν ενέργεια).|| (ως ουσ.) Το ~ό (ενν. πρόβλημα). ● επίρρ.: ενεργειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακές τροφές: που έχουν μεγάλα αποθέματα υδατανθράκων., ενεργειακή κλάση/σήμανση: κατηγορία (A έως G) στην οποία κατατάσσεται (βάση κοινοτικής οδηγίας) μια ηλεκτρική συσκευή ανάλογα με την ενέργεια που καταναλώνει: κλιματιστικό με ~ ~ Α (: χαμηλή κατανάλωση)., ενεργειακά φυτά/ενεργειακές καλλιέργειες βλ. φυτό, ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα βλ. απόδοση, ενεργειακή ασφάλεια βλ. ασφάλεια, ενεργειακή βαθμονόμηση κτιρίου βλ. βαθμονόμηση, ενεργειακή επιθεώρηση βλ. επιθεώρηση, ενεργειακή κρίση βλ. κρίση, ενεργειακό αποτύπωμα βλ. αποτύπωμα, ενεργειακό μείγμα βλ. μείγμα, ενεργειακό ποτό βλ. ποτό, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, θεωρία των ζωνών βλ. ζώνη, κυψέλη καυσίμου/ενεργειακή κυψέλη βλ. κυψέλη [< αγγλ. energy, γαλλ. énergétique]

εξάντας

εξάντας [ἑξάντας] ε-ξά-ντας ουσ. (αρσ.) ΝΑΥΤ.-ΑΣΤΡΟΝ.: όργανο για τη μέτρηση της γωνιακής απόστασης μεταξύ ουράνιων σωμάτων και ορίζοντα. Βλ. αζιμούθιο, αστρολάβος, οκτάντας. [< πβ. αρχ. ἑξᾶς 'το ρωμαϊκό νόμισμα sextans', γαλλ.-αγγλ. sextant]

εργαστήριο

εργαστήριο [ἐργαστήριο] ερ-γα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} & εργαστήρι (κυρ. στις σημ. 2,3) 1. (συχνά με κεφαλ. Ε) χώρος ειδικά εξοπλισμένος για επιστημονική έρευνα, πείραμα, παρατήρηση, εξέταση: αιματολογικό/ακτινολογικό/βιοχημικό/μικροβιολογικό ~. ~ Ανατομίας/Βιολογίας/Ηλεκτρονικών Υπολογιστών/Πληροφορικής/Φαρμακευτικής/Φωνητικής/Χημείας (πβ. χημείο)/Ψυχολογίας. Βοηθός/υπεύθυνος ~ίου. Ιατρικά/πανεπιστημιακά/σχολικά ~α. Βλ. -τήριο. 2. μέρος κατάλληλο για την εκτέλεση χειρωνακτικών, τεχνικών εργασιών, που λειτουργεί συνήθ. και ως σημείο πώλησης των παραγόμενων προϊόντων: ηλεκτρολογικό/οδοντοτεχνικό ~. ~ αγγειοπλαστικής/αργυροχρυσοχοΐας/γλυπτικής/επίπλων/ζαχαροπλαστικής/ζωγραφικής (= ατελιέ, στούντιο)/κεραμικής/χειροτεχνίας. 3. εκπαιδευτικό κέντρο για την εκμάθηση και πρακτική εξάσκηση σε ένα αντικείμενο: βιωματικό/θεατρικό/πειραματικό ~. ~ δημοσιογραφίας/ελευθέρων σπουδών/σκηνοθεσίας/σχεδίου/υποκριτικής/φωτογραφίας/χορού. || ~α για παιδιά (: παιδικά ~α). 4. (συνεκδ.) μάθημα πρακτικών ασκήσεων και επιστημονικών εφαρμογών σε Σχολή: βιωματικό/υποχρεωτικό ~. Συμπληρωματικά ~α (: για αναπλήρωση χαμένων ωρών ή για ενίσχυση της διδασκαλίας). Παραδόσεις και ~α. Πέρασα το ~. 5. Επιστημονική συνάντηση συνήθ. κατά τη διάρκεια συνεδρίου για την παρουσίαση, συζήτηση ή και πρακτική εξάσκηση σε συγκεκριμένο θέμα, συνάντηση εργασίας. || (κυρ. ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα) Βιωματικά ~α (προβληματισμού και ευαισθητοποίησης). Βλ. βιωματική μάθηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εικονικό εργαστήριο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα προσομοίωσης και γραφικής αναπαράστασης των αποτελεσμάτων διαφόρων φαινομένων, επίλυσης εργαστηριακών ασκήσεων καθώς και σχεδίασης υπολογιστικών συστημάτων: ~ ~ Μαθηματικών/Φυσικής., εργαστήριο αναφοράς: που χρησιμεύει ως κέντρο πραγματογνωμοσύνης και εξασφαλίζει την τυποποίηση διαγνωστικών τεχνικών που σχετίζονται με συγκεκριμένο τομέα ειδίκευσης: ~ ~ και ποιοτικού ελέγχου. Kοινοτικά ~α ~ για την ασφάλεια τροφίμων και ζωοτροφών. [< αρχ. ἐργαστήριον ‘εργοτάξιο, κατάστημα, πορνείο’, γαλλ. laboratoire, αγγλ. laboratory, workshop]

ευθυγραμμία

ευθυγραμμία [εὐθυγραμμία] ευ-θυ-γραμ-μί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): σχηματισμός ευθείας ή η ιδιότητα του ευθύγραμμου: η ~ των δύο σηράγγων. Αλλαγές στην ~ της οδού. ~ες και καμπύλες. ~ες δομικών στοιχείων. [< γαλλ. alignement]

εφοδιαστικός

εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]

θεοδόλιχος

θεοδόλιχος θε-ο-δό-λι-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίχου} ΤΟΠΟΓΡ.-ΑΣΤΡΟΝ.: οπτικό όργανο για τη μέτρηση γωνιών του αζιμουθίου και των ζενιθιακών αποστάσεων: ηλεκτρονικός/ψηφιακός ~. ~ με τρίποδα. Πβ. ταχύμετρο. Βλ. σταδία, χωροβάτης. [< γαλλ. théodolite]

κόλλα

κόλλα κόλ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ουσία, ρευστής ή στερεής μορφής, κατάλληλη για συγκολλήσεις· συνεκδ. η συσκευασία της: αδιάβροχη/ακρυλική/βιομηχανική/διαφανής/εποξειδική/εύκαμπτη/ζωική/ισχυρή/θερμοπλαστική (βλ. θερμόκολλα)/ξηρή/παχύρρευστη/ρητινούχα/συνθετική/φυτική ~. ~ σε διάλυμα/σκόνη/σπρέι/στικ. ~ σιλικόνης. ~ για γυαλιά/μέταλλα/ξύλα (= ξυλόκολλα)/πλαστικά/υφάσματα/χαρτί. Ελαστική ~ πλακιδίων. ~ στιγμής (: που κολλά πολύ γρήγορα· κυανοακρυλική ~). ~ γενικής χρήσης/στεγανοποίησης. ~ από καουτσούκ. ~ και ψαλίδι (: στη χειροτεχνία). ~ες επαφής (= βενζινόκολλες). Πιστόλι/σταγόνες/σωληνάριο ~ας. Μηχανή βιβλιοδεσίας με θερμή ~. Απλώνω/εφαρμόζω την ~. Κόλλησα τα σπασμένα κομμάτια με ~. Αφήστε να στεγνώσει η ~. Πβ. κόλληση, κολλητικό. Βλ. -κολλα. 2. φύλλο χαρτιού: Πάρτε μια ~ και γράψτε το ονοματεπώνυμό σας. 3. ειδικό υγρό για κολλάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλλα αναφοράς: δύο φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4 με γραμμές, ενωμένα στη μια τους πλευρά σε σχήμα τετραδίου, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρ. σε εξετάσεις ή για υποβολή αιτήσεων: Όλες οι ερωτήσεις να απαντηθούν σε ~ ~., λευκή κόλλα: άγραφη: Δώσε μου μια ~ ~.|| (σε εξετάσεις) Έδωσε ~ ~ (: δεν απάντησε σε κανένα θέμα). [< γαλλ. feuille blanche] ● ΦΡ.: τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω [< 1: αρχ. κόλλα 2: μεσν. ~]

κωδικός

κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

ογκομέτρηση

ογκομέτρηση [ὀγκομέτρηση] ο-γκο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) & ογκομετρία (επιστ.): μέτρηση του όγκου: (ΧΗΜ.) ~ ασθενούς οξέος με ισχυρή βάση/διαλύματος/εξουδετέρωσης. Καμπύλη ~ης. Πβ. τιτλοδότηση. Βλ. αλκαλι-, οξυ-μετρία, προχοΐδα.|| ~ δεξαμενών/κτιρίων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ θαλάμων της καρδιάς. Βλ. -μέτρηση. [< γαλλ. volumétrie]

ομάδα

ομάδα [ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]

οπισθοτομία

οπισθοτομία [ὀπισθοτομία] ο-πι-σθο-το-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. χειρουργική αφαίρεση οργάνου, ιστού ή άλλου μέρους του σώματος: ~ του προστάτη. Βλ. -τομή. 2. ΤΟΠΟΓΡ. μέθοδος προσδιορισμού της θέσης σημείου: πολλαπλή/φωτογραμμετρική ~. [< αγγλ. resection]

πάρκο

πάρκο πάρ-κο ουσ. (ουδ.) 1. (σε πόλη) ανοιχτός χώρος, περιφραγμένος και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένος, με γρασίδι, δέντρα, καλλωπιστικά φυτά και διάφορες δομικές κατασκευές, που προορίζεται για ξεκούραση, περίπατο και ψυχαγωγικές δραστηριότητες: δημόσιο ή ιδιωτικό/δημοτικό/μητροπολιτικό ~. Αθλητικό/φυσικό ~. ~ αναψυχής/διασκέδασης (βλ. λούνα παρκ)/νερού (βλ. υδρο~)/πρασίνου/ψυχαγωγίας. ~ με γήπεδο/καθιστικούς χώρους/λίμνη/παιδική χαρά/πλατεία/σιντριβάνι(α). Βιοκλιματική αναβάθμιση/ανάπλαση/διαμόρφωση ~ου. Το αναψυκτήριο/το περίπτερο του ~ου. Βλ. κήπος. 2. (κατ' επέκτ.) υπαίθρια έκταση διαμορφωμένη για εκπαιδευτικούς ή/και ερευνητικούς σκοπούς: αστρονομικό/γεωλογικό (βλ. γεω~)/πολιτιστικό (βλ. πολυχώρος) ~. ~ κυκλοφοριακής αγωγής/περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (= περιβαλλοντολογικό ~). Βλ. τεχνο~. 3. κατασκευή που αποτελεί περιφραγμένο χώρο, για να κοιμούνται, να παίζουν και να στέκονται τα βρέφη και τα πολύ μικρά παιδιά, χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο. Πβ. παρκοκρέβατο. ● Υποκ.: παρκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιολογικό πάρκο: ΑΡΧΑΙΟΛ. μεγάλη ανοιχτή έκταση με αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα και διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο., εθνικό πάρκο: ευρεία περιοχή με ιδιαίτερη φυσική, ιστορική ή επιστημονική σημασία που προστατεύεται από το κράτος και προσφέρεται για δημόσια χρήση και ψυχαγωγία: εθνικό δασικό/θαλάσσιο πάρκο., θεματικό πάρκο: ιδιωτικό συνήθ. πάρκο του οποίου οι εγκαταστάσεις και τα αξιοθέατα στοχεύουν στην ανάδειξη συγκεκριμένου θέματος και προορίζονται κυρ. για ψυχαγωγία του κοινού: ~ ~ Βιολογικών και Παραδοσιακών Προϊόντων. ~ ~ για παιδιά. Ιστορικά ~ά ~α. Τεράστιο ~ ~ με τρενάκια και παιχνίδια (πβ. λούνα παρκ). [< αγγλ. theme park, 1960] , οικολογικό πάρκο 1. χώρος όπου διοργανώνονται εκθέσεις και διεξάγονται δραστηριότητες στη φύση για την οικολογική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των επισκεπτών και για αναψυχή. 2. περιοχή προστατευόμενη για τη χλωρίδα και την πανίδα της. Βλ. εθνικός δρυμός. [< αγγλ. eco park] , πάρκο κεραιών: οριοθετημένο μέρος στο οποίο έχουν εγκατασταθεί οι κεραίες αδειοδοτημένων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών: Κινητοποίηση κατοίκων ενάντια στο ~ ~. [< αγγλ. antenna park] , πάρκο τσέπης: μικρό πάρκο που δημιουργείται κυρ. σε πυκνοκατοικημένες περιοχές μεγαλουπόλεων με μεγάλη έλλειψη πρασίνου. αγγλ. pocket park, vest-pocket park, 1966] , τεχνολογικό πάρκο 1. κέντρο όπου παρουσιάζονται οι τεχνολογικές και ερευνητικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, π.χ. πανεπιστημιακού, και διοργανώνονται σχετικές εκθέσεις, συνέδρια, ημερίδες∙ συχνά εκεί διεξάγεται και πρωτογενής έρευνα στις σύγχρονες επιστήμες και τεχνολογίες. ΣΥΝ. τεχνοπάρκο. Βλ. τεχνόπολη. 2. χώρος όπου παρέχεται υλική και τεχνική υποδομή και διάφορες επί πληρωμή υπηρεσίες σε νέες συνήθ. επιχειρήσεις. Πβ. θερμοκοιτίδα. [< αγγλ. technology park] , αιολικό πάρκο βλ. αιολικός2, βιομηχανικό πάρκο βλ. βιομηχανικός, βιοτεχνικό πάρκο βλ. βιοτεχνικός, εμπορικό πάρκο βλ. εμπορικός, επιστημονικό πάρκο βλ. επιστημονικός, ζωολογικό πάρκο βλ. ζωολογικός, ηλιακό πάρκο βλ. ηλιακός, θαλάσσιο πάρκο βλ. θαλάσσιος, κτηνοτροφικό πάρκο βλ. κτηνοτροφικός, φωτοβολταϊκό πάρκο βλ. φωτοβολταϊκός [< 1: ιταλ. parco 2: αγγλ. park 3: γαλλ. parc]

πεπτιδικός

πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]

πιστότητα

πιστότητα πι-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. βαθμός ακρίβειας, γνησιότητας: χρωματική ~. ~ αντιγραφής/απόδοσης/μετάφρασης. 2. αφοσίωση, σταθερότητα σε κάτι: (ΟΙΚΟΝ.) ~ πελατών. Πβ. συνέπεια.|| Έλεγχος ~ας των προϊόντων (: συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές). Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: σήμανση πιστότητας (σύμβ. CE από το γαλλ. Conformité Européenne): ειδικό σήμα που τοποθετείται συνήθ. σε προϊόντα (όπως τρόφιμα, συσκευές), για να δηλωθεί ότι πληρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. certificat de conformité] , υψηλή πιστότητα: (για συστήματα ήχου, εικόνας) εξαιρετικής ποιότητας ηχητική αναπαραγωγή, πιστή στο πρωτότυπο και με τις λιγότερες δυνατές παραμορφώσεις. Πβ. χάι φάι. [< αγγλ. high fidelity] [< αρχ. πιστότης ‘καλή πίστη, τιμιότητα’, γαλλ. fidélité, αγγλ. fidelity]

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

σταδία

σταδία στα-δί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο υπολογισμού της απόστασης μεταξύ δύο σημείων. Βλ. θεοδόλιχος, ταχύμετρο, χωροβάτης. [< γαλλ.-αγγλ. stadia]

-τομή

-τομή & -τομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό όρων που δηλώνουν διάνοιξη τομής σε περιοχή του σώματος: τραχειο~.|| Λαπαρο-τομία. Βλ. -εκτομή.

τοπικότητα

τοπικότητα το-πι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) η ιδιότητα του τοπικού. ΑΝΤ. οικουμενικότητα, παγκοσμιότητα 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα σημείου να κατέχει μια θέση στον χώρο ή τον χρόνο. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: τοπικότητα της αναφοράς: ΠΛΗΡΟΦ. η ιδιότητα των προγραμμάτων να κάνουν χρήση των ίδιων ή παρόμοιων δεδομένων και εντολών που χρησιμοποίησαν πρόσφατα. [< αγγλ. locality of reference] [< γαλλ. localité] ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ

χαρτογράφος

χαρτογράφος χαρ-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΧΑΡΤΟΓΡ. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενό του τη χαρτογραφία. Βλ. τοπογράφος.|| (παλαιότ.) ~ και εξερευνητής. Βλ. γεωγράφος, θαλασσοπόρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή χαρτογράφησης: δορυφορικός ~. Βλ. -γράφος. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός χαρτογράφος: σειρά δορυφόρων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό χαρτών υπέρυθρης εκπομπής και ανάκλασης (από τη Γη): ενισχυμένος ~ ~. Επεξεργασία δορυφορικών εικόνων από ~ό ~ο. [< μεσν. χαρτογράφος 'αρχειοφύλακας', γαλλ. cartographe, αγγλ. cartographer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.