Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 47 εγγραφές  [0-20]


  • KGB (η) (πρόφ. κα γκε μπε): Επιτροπή για την Ασφάλεια του Κράτους (στην ΕΣΣΔ ως το 1991). [< ρωσ. Komitét Gosudárstvennoj Bezopásnosti]
  • αγκιτάτσια [ἀγκιτάτσια] α-γκι-τά-τσι-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. ξεσηκωμός, κινητοποίηση των μαζών με πολιτικά ή κοινωνικά κίνητρα, όξυνση των πνευμάτων: επαναστατική/ιδεολογική ~. Βλ. δημαγωγία, προπαγάνδα. [< ρωσ. Agitatsija]
  • βόμβα βόμ-βα ουσ. (θηλ.) {βομβών} 1. κοίλο βλήμα με εκρηκτική ύλη και πυροδοτικό μηχανισμό, το οποίο τοποθετείται σε κάποιο μέρος ή ρίχνεται συνήθ. από πολεμικό αεροσκάφος: αυτοσχέδια/εμπρηστική/έξυπνη/θερμοβαρική/τηλεκατευθυνόμενη/χημική/ωρολογιακή ~. ~ κενού. ~ απεμπλουτισμένου ουρανίου. (παλαιότ.) ~ με φιτίλι. Έκρηξη/ρίψη/τοποθέτηση ~ας. ~-φάρσα. Η ~ εξερράγη/έσκασε στα χέρια του τρομοκράτη. Έβαλαν ~. Ο πυροτεχνουργός απενεργοποίησε/εξουδετέρωσε τη ~. Βλ. κροτίδα, οβίδα, ρουκέτα, χειροβομβίδα. ΣΥΝ. μπόμπα (1) 2. (μτφ.) καθετί αρνητικό ή/και αναπάντεχο που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, αναστάτωση, αιφνιδιασμό, ανατροπή ή καταστροφή: (ως παραθετικό σύνθ.) αποκάλυψη/δήλωση/έκθεση/επιστολή/παραίτηση-~ (πβ. καταπέλτης). Μεταγραφική/οικολογική ~. Τοξική/ωρολογιακή ~ η μόλυνση του περιβάλλοντος. Είδηση που έπεσε/έσκασε σαν ~!|| Βλ. σεξο~. ● Υποκ.: βομβίδια (τα) {σπάν. στον εν. βομβίδιο}, βομβίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα βυθού: ΣΤΡΑΤ. ειδικά σχεδιασμένη να εκρήγνυται σε συγκεκριμένο βάθος εναντίον υποβρύχιων στόχων. Βλ. νάρκη, τορπίλη.|| (μτφ.) Χωματερές-~ες ~ού (: για θαλάσσια απόβλητα)., βόμβα διασποράς: όπλο που φέρει πολλά μικρά βομβίδια, τα οποία εκτοξεύονται σε μεγάλη έκταση και εκρήγνυνται στον αέρα ή στο έδαφος. [< αγγλ. cluster bomb, 1967] , βόμβα μολότοφ & (προφ.) μολότoφ & κοκτέιλ μολότοφ: αυτοσχέδια βόμβα από γυάλινο μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και στουπί στο στόμιο ως φιτίλι: Επίθεση με ~ ~ από ομάδα κουκουλοφόρων. Βλ. γκαζάκι. [< αγγλ. molotov (cocktail), 1940, ρωσ. ανθρ. M. W. Molotow] , βρόμικη βόμβα (προφ.): η οποία διαχέει ραδιενεργό υλικό, πυρηνική βόμβα. [< αγγλ. dirty bomb, 1955] , (βόμβα) ναπάλμ βλ. ναπάλμ, ατομική βόμβα βλ. ατομικός, βόμβα (πολλών) μεγατόνων βλ. μεγάτονος, βόμβα κοβαλτίου βλ. κοβάλτιο, βόμβα νετρονίου βλ. νετρόνιο, βόμβα υδρογόνου βλ. υδρογόνο, βραδυφλεγής βόμβα βλ. βραδυφλεγής, μετεωρολογική βόμβα βλ. μετεωρολογικός, πυρηνική βόμβα βλ. πυρηνικός [< ιταλ. bomba (ηχομιμητ.), αγγλ. bomb]
  • βότκα βότ-κα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. οινοπνευματώδες ποτό, συνήθ. άχρωμο, απόσταγμα δημητριακών ή πατάτας: κόκκινη ~. ~ λεμόνι/πορτοκάλι. || Κοκτέιλ ~ μαρτίνι. [< ρωσ. υποκ. vódka ‘νεράκι’, αγγλ.-γαλλ. vodka - αγγλ.vodka martini, 1948]
  • γιάφκα γιάφ-κα ουσ. (θηλ.): μυστικός χώρος τον οποίο χρησιμοποιούν τα μέλη παράνομης οργάνωσης, κυρ. τρομοκρατικής, για τις συναντήσεις, τον συντονισμό της δράσης και τη φύλαξη του οπλισμού τους: ~ με όπλα, ρουκέτες και χειροβομβίδες. Πβ. άντρο, κρησφύγετο, κρυψώνα, λημέρι, ορμητήριο. [< ρωσ. javka] ΓΙΑΦΚΑ
  • δούμα δού-μα ουσ. (θηλ.) (με κεφαλ. Δ): η κάτω Βουλή του ρωσικού κοινοβουλίου (από το 1993). [< ρωσ. dúma, γαλλ. douma]
  • θερμοβαρικός , ή, ό θερ-μο-βα-ρι-κός επίθ.: που μετατρέπει τον ατμοσφαιρικό αέρα σε εκρηκτικό μείγμα, το οποίο στη συνέχεια αναφλέγεται: ~ή: βόμβα. ~ά: εκρηκτικά/όπλα (βλ. συμβατικά). [< αγγλ. thermobaric, 1999 < ρωσ. termobaricheskiy, γαλλ. thermobarique]
  • ινστρούχτορας [ἰνστρούχτορας] ιν-στρού-χτο-ρας ουσ. (αρσ.) & ινστρούκτορας (κυρ. ειρων.): καθοδηγητής κομμουνιστικού κυρ. κόμματος, κινήματος ή οργάνωσης. Βλ. συμβουλάτορας. [< ρωσ. instruktor]
  • ιντελιγκέντσια [ἰντελιγκέντσια] ι-ντε-λι-γκέ-ντσι-α ουσ. (θηλ.) (περιληπτ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. μορφωμένοι, διανοούμενοι: η διεθνής ~. Η ~ της εποχής. Πβ. άνθρωποι των γραμμάτων, διανόηση, πνευματική ηγεσία. [< γαλλ. intelligentsia, 1902 < ρωσ. intelligentsija]
  • καλάσνικοφ κα-λάσ-νι-κοφ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & καλάζνικοφ: ΤΕΧΝΟΛ. είδος εξαιρετικά απλού και ανθεκτικού υποπολυβόλου: επίθεση με ~. [< αγγλ. kalashnikov, 1970, γαλλ. kalachnikov, 1972, ρωσ. ανθρ. M. Kalashnikov]
  • καπίκι κα-πί-κι ουσ. (ουδ.) 1. υποδιαίρεση του ρουβλίου, ίση με το ένα εκατοστό του. 2. (στην πρέφα) πόντος. Bλ. κάσα. [< ρωσ. kopejka, γαλλ. kopeck]
  • κνούτο [κνοῦτο] κνού-το ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) μορφή πίεσης, καταναγκασμού. Πβ. βούρδουλας. 2. ΙΣΤ. δερμάτινο μαστίγιο με λωρίδες και μικρές μεταλλικές σφαίρες δεμένες στην άκρη τους, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρ. από το τσαρικό καθεστώς. Πβ. φραγγέλιο. [< ρωσ. knut]
  • κολεκτίβα κο-λε-κτί-βα ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κολεχτίβα 1. (παλαιότ. στην κομμουνιστική Ρωσία) ομάδα εργατών ή αγροτών που ακολουθούν τις αρχές του κολεκτιβισμού. Βλ. κιμπούτς, κολχόζ, κοοπερατίβα. 2. (μτφ.) καλλιτεχνική συνήθ. ομάδα στην οποία επικρατεί πνεύμα συλλογικότητας: θεατρική/μουσική ~. Βλ. μπάντα. [< ρωσ. kolektiv, γαλλ. collectif, 1936]
  • κολχόζ κολ-χόζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (παλαιότ.): συνεταιριστική οργάνωση αγροτών στα πλαίσια του κολεκτιβισμού στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Βλ. κιμπούτς, κολεκτίβα, κοοπερατίβα, σοβχόζ. [< ρωσ. kolhoz, αγγλ. kolkhoz, 1921, γαλλ. kolkhoze, 1935]
  • κομισάριος κο-μι-σά-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίου} (κ. με κεφαλ. Κ) 1. ΑΘΛ. παρατηρητής αγώνα μπάσκετ ή βόλεϊ: ~ της λίγκας/του ΝΒΑ. Έκθεση του ~ίου. Διαιτητές, κριτές και ~οι. 2. επίτροπος, πληρεξούσιος: ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.|| (παλαιότ., στη Σοβιετική Ένωση) ~ Εξωτερικών/Εσωτερικών Υποθέσεων. [< μεσν. κομμισσάριος ‘πληρεξούσιος, επιστάτης’, γαλλ. commissaire, ιταλ. commissario, ρωσ. komissár]
  • κοσμοδρόμιο κο-σμο-δρό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. χώρος ειδικά εξοπλισμένος για την εκτόξευση και την προσεδάφιση διαστημόπλοιων (στη Ρωσία και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ). Πβ. αεροδιαστημικό κέντρο, διαστημοδρόμιο. Βλ. -δρόμιο. [< ρωσ. kosmodrom < kosmo(navt) + -drom, αγγλ. cosmodrome, 1953, γαλλ. ~, 1961]
  • κοσμοναύτης κο-σμο-ναύ-της ουσ. (αρσ.): αστροναύτης. [< ρωσ. kosmonavt, αγγλ. cosmonaut, 1955, γαλλ. cosmonaute, 1961]
  • κρεμλίνο κρε-μλί-νο ουσ. (ουδ.): η έδρα της ρωσικής κυβέρνησης και μετωνυμ. η ίδια η κυβέρνηση. [< γαλλ. kremlin < ρωσ. kreml ‘φρούριο’]
  • μαζούτ μα-ζούτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό καύσιμο, προϊόν απόσταξης του αργού πετρελαίου, που χρησιµοποιείται κυρ. σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και για την κίνηση πλοίων. Βλ. βενζίνη, κηροζίνη, ντίζελ. ΣΥΝ. βαρύ πετρέλαιο ● ΦΡ.: καίει κάρβουνο/μαζούτ βλ. κάρβουνο [< γαλλ. mazout, ρωσ. mazut]
  • ματριόσκα μα-τρι-ό-σκα ουσ. (θηλ.): μπάμπουσκα. [< ρωσ. mаtrёshka, γαλλ. matriochka, 1949, αγγλ. matrioshka, 1964]

ατομικός

ατομικός, ή, ό [ἀτομικός] α-το-μι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο άτομο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: (ΣΤΡΑΤ.) οπλισμός (: του κάθε στρατιώτη)/φάκελος (μαθητή/υπαλλήλου). ~ή: ασφάλεια/δράση/έκθεση/επιλογή/επιχείρηση/εργασία/θέρμανση (= αυτόνομη)/πίτσα/προσπάθεια/πρωτοβουλία/σύμβαση/συσκευασία/χρήση/ψυχοθεραπεία. ~ό: βιβλιάριο/δελτίο (υγείας). ~ές: δαπάνες/ελευθερίες. ~ά: στοιχεία. Σε ~ή βάση. Σε ~ό επίπεδο. ~ές διαφορές στη μάθηση. ~ά και κοινωνικά δικαιώματα. Βλ. ενδο~, υπερ~. ΣΥΝ. ιδιαίτερος (1), προσωπικός (1) ΑΝΤ. ομαδικός (2), συλλογικός 2. ΑΘΛ. που αφορά μόνο έναν ή συγκεκριμένο αθλητή: ~ή: διάκριση/επίδοση/προπόνηση. ~ό: άθλημα/παιχνίδι. Κάθε χρόνο βελτιώνει το ~ό της ρεκόρ. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στο άτομο της ύλης ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: φυσική. ~ό: εργοστάσιο. ~ό: ρολόι (καισίου). Πβ. πυρηνικός. Βλ. μονο~, δι~, τρι~, πολυ~.|| (ΦΥΣ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ~ χρόνος. ● επίρρ.: ατομικά ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικά όπλα: πυρηνικά όπλα., ατομική βόμβα 1. βόμβα από ραδιενεργή ύλη με ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση του ατόμου: ~ ~ ουρανίου/πλουτωνίου. Δοκιμή/κατοχή/ρίψη ~ής ~ας. ~ές ~ες και βόμβες υδρογόνου. ~ ~ πολλών μεγατόνων. Πβ. όπλα μαζικής καταστροφής. ΣΥΝ. πυρηνική βόμβα 2. (μτφ.) συνταρακτική πληροφορία ή εξέλιξη: Η είδηση έσκασε σαν ~ ~. [< αγγλ. atom(ic) bomb, 1914, γαλλ.  bombe atomique, 1945] , ατομική ενέργεια 1. ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα) ενέργεια που γίνεται αποκλειστικά από έναν παίκτη: Πέτυχε το νικητήριο γκολ με ~ ~. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική ενέργεια. [< 2: αγγλ. atomic energy, 1922] , ατομική θεωρία (η): ΦΙΛΟΣ. ατομοκρατία, ατομισμός., ατομική μάζα & σχετική ατομική μάζα: ΧΗΜ. η σχέση της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου ως προς το δωδέκατο της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< γαλλ. masse atomique] , ατομικό βάρος: ΧΗΜ. η μάζα του ατόμου ενός στοιχείου υπολογισμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. [< γαλλ. poids atomique] , ατομικός αριθμός (σύμβ. Z): ΧΗΜ. ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα του ατόμου ενός χημικού στοιχείου που δηλώνει και τη θέση του στο περιοδικό σύστημα: ~ ~ του νατρίου/ουρανίου/πυριτίου. [< γαλλ. nombre/numéro atomique] , μονάδα ατομικής μάζας: ΧΗΜ. μονάδα που ισούται με το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< αγγλ. atomic mass unit, 1955] , σύνθετο ατομικό: ΑΘΛ. σύνολο αγωνισμάτων της ρυθμικής ή ενόργανης γυμναστικής, στα οποία διαγωνίζεται ένας αθλητής και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει το υψηλότερο άθροισμα στη συνολική βαθμολογία του: ~ ~ ανδρών/γυναικών/κορασίδων/νεανίδων/παίδων., ατομική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, ατομικό καλοριφέρ βλ. καλοριφέρ, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο [< 1,2: γαλλ. individuel, personnel 3: γαλλ. atomique, αγγλ. atomic]

βενζίνη

βενζίνη βεν-ζί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. άχρωμο, πτητικό και πολύ εύφλεκτο υγρό μείγμα υδρογονανθράκων, που παράγεται με απόσταξη αργού πετρελαίου, έχει χαρακτηριστική οσμή και χρησιμοποιείται κυρ. ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης ή ως διαλύτης: αμόλυβδη/απλή (: μολυβδούχος)/νοθευμένη/συνθετική ~. ~ σούπερ. Αντλία/κάνιστρο/κινητήρας/ντεπόζιτο/πρατήριο (= βενζινάδικο)/στάθμη/τάπα/τιμή (ανά λίτρο)/φίλτρο ~ης. ~ υψηλών (/95/100) οκτανίων. Βάζω ~/γεμίζω με ~ (το ρεζερβουάρ). Έμεινε από ~. (προφ.) Το αυτοκίνητο έχει ένα σωρό έξοδα, ασφάλειες, ~ες. Πβ. βενζίνα. Βλ. ντίζελ.|| ~ εκχύλισης/καθαρισμού. ~ για ισχυρούς λεκέδες. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. benzine, γερμ. Benzin]

βραδυφλεγής

βραδυφλεγής, ής, ές βρα-δυ-φλε-γής επίθ. {βραδυφλεγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) 1. που καίγεται αργά: ~ές: ύφασμα. ~ή: υλικά. Βλ. άφλεκτος. ΣΥΝ. βραδύκαυστος ΑΝΤ. εύφλεκτος (1) 2. (μτφ.) που αργεί να εκφραστεί, να ξεσπάσει: ~ής: αντίδραση. ● επίρρ.: βραδυφλεγώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βραδυφλεγής βόμβα (μτφ.): για οτιδήποτε αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, εκδηλώνεται σιγά-σιγά και παίρνει τελικά εκρηκτικές διαστάσεις: ~ ~ η ανεργία. Οι χωματερές αποτελούν βραδυφλεγή ~ για το περιβάλλον. [< αγγλ. slow-burning, γαλλ. à combustion lente]

γκαζάκι

γκαζάκι γκα-ζά-κι ουσ. (ουδ.) 1. οικιακή μικροσυσκευή για πρόχειρο μαγείρεμα ή παρασκευή αφεψημάτων που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου ή, συνήθ., βουτανίου· συνεκδ. η ίδια η φιάλη: ~ του καφέ. Ανάβω το ~. Έβαλε το μπρίκι στο ~. Πβ. καμινέτο. Βλ. γκάζι. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκευάζεται με το αντίστοιχο φιαλίδιο: εμπρησμός/επίθεση με ~ια. Εξερράγησαν ~ια. Βλ. βόμβα μολότοφ.γκαζάκια (τα): (παλαιότ.) γκαζές.

δημαγωγία

δημαγωγία δη-μα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.): πολιτική παραπλάνησης της κοινής γνώμης με υποσχέσεις, κολακείες, κινδυνολογίες και συνεκδ. ο σχετικός λόγος ή η αντίστοιχη ενέργεια: ακατάσχετη/κοινωνική/φτηνή ~. Διαπλοκή, διαφθορά και ~. Πβ. δημοκοπία, λαϊκισμός. Βλ. προπαγάνδα, χειραγώγηση.|| Προεκλογικές ~ες. [< αρχ. δημαγωγία, γαλλ. démagogie, αγγλ. demagogy]

-δρόμιο

-δρόμιο {-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~. 3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~. 4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

κιμπούτς

κιμπούτς κι-μπούτς ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & κιμπούτζ: κολεκτιβιστική, συνήθ. αγροτική, κοινότητα στο Ισραήλ. Βλ. κολχόζ. [< αγγλ. kibbutz, 1926, γαλλ. kibboutz, περ. 1950]

κοβάλτιο

κοβάλτιο κο-βάλ-τι-ο ουσ. (ουδ.) {κοβαλτί-ου}: ΧΗΜ. αργυρόλευκο μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Co, Ζ 27) με μαγνητικές ιδιότητες, το οποίο υπάρχει και στον οργανισμό ως ιχνοστοιχείο: θειικό/χλωριούχο ~. Σίδηρο, νικέλιο και ~. Ισότοπο του ~ου (= το ραδιενεργό ~-60). Οξείδια ~ου.|| Μπλε/πράσινο (του) ~ου (= χρωστική ουσία, μείγμα οξειδίων ~ου και αργιλίου). Βλ. κομπάλτ. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα κοβαλτίου: πηγή που εκπέμπει ακτινοβολία Χ από κοβάλτιο -60 και χρησιμοποιείται στην ακτινοθεραπεία καρκινικών όγκων. [< αγγλ. cobalt bomb, 1954] [< γερμ. Kobalt, γαλλ.-αγγλ. cobalt]

κροτίδα

κροτίδα κρο-τί-δα ουσ. (θηλ.): πυροτέχνημα με μικρή ποσότητα εκρηκτικής ουσίας για πρόκληση κρότου: αυτοσχέδια ~. Έκρηξη/ρίψη ~ας. ~ες ήχου. Πβ. βαρελότο, στρακαστρούκα. Βλ. βεγγαλικό, φωτοβολίδα. [< γαλλ. pétard]

μεγάτονος

μεγάτονος με-γά-το-νος ουσ. (αρσ.) {μεγατόν-ου} (σύμβ. ΜΤ): ΦΥΣ. ΠΥΡ. -ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ενέργειας που απελευθερώνεται κατά την πυρηνική έκρηξη, ίση με ένα εκατομμύριο τόνους τρινιτροτολουόλης: βόμβα (ισχύος) ενός ~ου.|| (μτφ.) ~οι άχρηστων πληροφοριών. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα (πολλών) μεγατόνων (μτφ.): αρνητικό, συνήθ., και αιφνίδιο γεγονός που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, φέρνει αναστάτωση ή/και ανατρέπει τα δεδομένα: μεταγραφική ~ ~. ~ ~ αναμένεται να σκάσει στα τηλεοπτικά δρώμενα/στο χρηματιστήριο. ● ΦΡ.: πολλών μεγατόνων/ρίχτερ/ντεσιμπέλ βλ. πολύς, πολλή, πολύ [< γαλλ. mégatonne, περ. 1950, αγγλ. megaton, 1952]

μετεωρολογικός

μετεωρολογικός, ή, ό με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στη μετεωρολογία και κατ' επέκτ. στον καιρό: ~ός: δορυφόρος/σταθμός. ~ές: παράμετροι (π.χ. θερμοκρασία, άνεμος, σχετική υγρασία, ατμοσφαιρική πίεση, νέφη)/παρατηρήσεις/προβλέψεις/προγνώσεις. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/όργανα (βλ. ανεμό-, βαρό-, θερμό-, υγρό-μετρο)/φαινόμενα (= καιρικά, βλ. βροχή, καταιγίδα, χαλάζι, χιονόπτωση). Βλ. κλιματολογικός, υδρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία (συντομ. ΕΜΥ): κρατική υπηρεσία με κύριο έργο την πρόγνωση του καιρού., μετεωρολογική βόμβα (μτφ.): βαρομετρικό χαμηλό που συνοδεύεται από σφοδρότατους ανέμους και ισχυρές βροχοπτώσεις. Βλ. κυκλώνας., μετεωρολογικός κλωβός: άσπρο ξύλινο κιβώτιο το οποίο στηρίζεται σε μεταλλική συνήθ. βάση, ύψους ενάμισι περίπου μέτρου από το έδαφος, και βρίσκεται εγκατεστημένο σε εξωτερικό χώρο, μέσα στο οποίο προφυλάσσονται από τον ήλιο και τη βροχή διάφορα μετεωρολογικά όργανα., μετεωρολογικός χάρτης: γεωγραφικός χάρτης μικρής κλίμακας στον οποίο σημειώνονται οι θέσεις και τα όρια των μετεωρολογικών σταθμών και περιοχών αντιστοίχως και αναγράφονται, με διεθνή σύμβολα και αριθμούς, οι εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες: ~ ~ της Ελλάδας., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο [< αρχ. μετεωρολογικός, γαλλ. météorologique, αγγλ. meteorological]

μπάντα

μπάντα μπά-ντα ουσ. (θηλ.) 1. & πάντα (λαϊκό): πλευρά, πλάι: Γέρνει από την αριστερή/δεξιά/μια ~. Γύρισε από την άλλη ~. Τον περικύκλωσαν από όλες τις ~ες. 2. ΜΟΥΣ. συγκρότημα, γκρουπ και ειδικότ. ορχήστρα με πνευστά και κρουστά όργανα: ερασιτεχνική/ηλεκτρονική/ιστορική/κλασική/μεγάλη/μπλουζ/ροκ/τζαζ/χορευτική ~. Τα μέλη της ~ας. Παίζω σε μια ~. Η ~ θα δώσει επτά συναυλίες.|| Μαθητική/στρατιωτική/συμφωνική/τοπική/φιλαρμονική ~. ~ του δρόμου. Διεύθυνση ~ας. Λιτάνευση της εικόνας με συνοδεία ~ας. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έψαλε η ~ του δήμου. Η ~ παιάνιζε τον εθνικό ύμνο. 3. ζώνη του φάσματος συχνοτήτων: δορυφορική/ραδιοερασιτεχνική/ραδιοφωνική/τηλεοπτική/υψηλή/χαμηλή ~. ~ λειτουργίας. Ηχητική ~ ταινίας. Λήψη στην ~ των FM/UHF. Παράνοµη εκποµπή εκτός ~ας. Λειτουργεί στην ~ των ... γιγαχέρτζ (GHz). Τα FM είναι στην ~ των 88 έως 108 μεγαχέρτζ (MHz). Κεραία αυτοκινήτου HF για όλες τις ~ες. 4. (λαϊκό) επιτοίχιο εργόχειρο. ● ΦΡ.: μπαίνω με τις μπάντες (αργκό): εισβάλλω ορμητικά: Γκαζώνει και ~ει ~ στις στροφές. Μπήκαν ~ στον αγώνα., βάζω στην άκρη/στην μπάντα βλ. άκρη, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα βλ. άκρη [< 1: μεσν. μπάντα 2: ιταλ. banda 3: αγγλ. band, 1922]

ναπάλμ

ναπάλμ να-πάλμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΧΗΜ. εύφλεκτη ζελατινώδης ουσία με βάση το πετρέλαιο. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: (βόμβα) ναπάλμ : εμπρηστική βόμβα με γόμωση από ναπάλμ, η οποία ρίχνεται συνήθ. από πολεμικά αεροσκάφη. [< αγγλ. napalm bomb, 1945] [< αγγλ. napalm, 1942 < na(phthene) + palm(itate)]

νετρόνιο

νετρόνιο νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {νετρονί-ου | -ων}: ΦΥΣ. πυρηνικό σωματίδιο χωρίς ηλεκτρικό φορτίο, με περίπου την ίδια μάζα με αυτή του πρωτονίου (σύμβ. n): ελεύθερα ~α. Πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο, ~ (: τα δομικά σωματίδια της ύλης). ~α υψηλής/χαμηλής ενέργειας. Βομβαρδισμός πυρήνα με ~α. Ανάκλαση/αντιδράσεις/γεννήτρια/δέσμες/ροή/σκέδαση/φασματοσκοπία ~ων. Αντιδραστήρας ταχέων/θεωρία διάχυσης ~ων. Θεραπεία με ραδιενεργό ενσωμάτωση ~ου. Ο αριθμός των ~ων καθορίζει το ισότοπο ενός στοιχείου. Βλ. αδρόνιο, αντι~, κουάρκ, νουκλεόνιο. ΣΥΝ. ουδετερόνιο ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα νετρονίου: ΣΤΡΑΤ. πυρηνικό όπλο κατά την έκρηξη του οποίου παράγεται τεράστια ακτινοβολία νετρονίων που καταστρέφει κυρ. τους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. neutron bomb, 1959] , άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας [< γαλλ. neutron, 1912, αγγλ. ~, 1921]

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

συμβουλάτορας

συμβουλάτορας συμ-βου-λά-το-ρας ουσ. (αρσ.) (ειρων.) : σύμβουλος: επαγγελματίες/κακοί/νομικοί/οικονομικοί/τηλεοπτικοί ~ες. Βλ. -άτορας. [< μεσν. συμβουλάτωρ, συμβουλάτορας, 14ος αι.]

υδρογόνο

υδρογόνο [ὑδρογόνο] υ-δρο-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο χημικό στοιχείο (σύμβ. Η, Z 1), το ελαφρύτερο από όλα τα αέρια, το οποίο υπάρχει στη μεγαλύτερη ποσότητα στο Σύμπαν και βρίσκεται σε ενώσεις, όπως το νερό ή το πετρέλαιο: υγρό ~. Αυτοκίνητο ~ου. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύ υδρογόνο: ΧΗΜ. δευτέριο. [< αγγλ. heavy hydrogen, 1933] , βόμβα υδρογόνου & θερμοπυρηνική βόμβα & βόμβα σύντηξης: όπλο μαζικής καταστροφής, η καταστρεπτική δύναμη του οποίου βασίζεται στη θερμοπυρηνική αντίδραση των ατόμων του υδρογόνου. Πβ. πυρηνική βόμβα. ΣΥΝ. υδρογονοβόμβα [< αγγλ. hydrogen bomb, 1947] , υπεροξείδιο του υδρογόνου: ΧΗΜ. άχρωμο παχύρρευστο υγρό με ισχυρή οξειδωτική δράση (σύμβ. H2O2), το υδατικό διάλυμα του οποίου είναι το οξυζενέ και χρησιμοποιείται σε απολυμαντικά και λευκαντικά. [< αγγλ. hydrogen peroxide] [< γαλλ. hydrogène, αγγλ. hydrogen]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.