Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 67 εγγραφές  [0-20]


  • θεο- & θεό- & θε-: πρόθημα λέξεων 1. με αναφορά στο θεό ή τα θεία: Θεο-κρατία/~δικία.|| (κατ' επέκτ.) Θεό-πνευστος/~σταλτος.|| (μτφ.) Θεο-ποιώ. Θε-άρεστος.|| (αρνητ.) Θεο-μπαίχτης. 2. (επιτατ.) εντελώς ή πάρα πολύ: θεο-πάλαβος/~νήστικος. Θεό-γυμνος (πβ. ολό-)/~κλειστος/~κουφος/~χοντρος.|| Θεο-σκότεινος. Θεό-ξερος Πβ. κατά-. || Θεο-γκόμενα. Βλ. παν-.
  • Θεογεννήτρια & Θεογεννήτωρ Θε-ο-γεν-νή-τρι-α επίθ./ουσ.: ΕΚΚΛΗΣ. προσωνυμία της Θεοτόκου. Πβ. Θεομήτωρ. [< μεσν. θεογεννήτρια]
  • θεόγυμνος , η, ο θε-ό-γυ-μνος επίθ. (επιτατ.): εντελώς γυμνός: Κολυμπούσαν ~οι (= ολόγυμνοι, τσίτσιδοι). Βλ. ημίγυμνος.|| (μτφ.) ~οι: τοίχοι. Βλ. θεο-.
  • θεοδίδακτος , η, ο θε-ο-δί-δα-κτος επίθ.: (σε εκκλησ. κείμενα) που τον έχει διδάξει ο Θεός: ~ος: Απόστολος. ~ο: κήρυγμα. Πβ. θεόπνευστος, θεοφώτιστος. [< μτγν. θεοδίδακτος]
  • θεοδικία θε-ο-δι-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΘΕΟΛ. εκδήλωση της εύνοιας ή οργής του Θεού για τις πράξεις των ανθρώπων μέσω θεόσταλτων σημείων. Βλ. δεισιδαιμονία, πρόληψη. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία που προσπαθεί να συμβιβάσει την έννοια του καλού και παντοδύναμου Θεού με την παρουσία του κακού και της δυστυχίας στον κόσμο. [< γερμ. Theodizee, γαλλ. théodicée]
  • θεοδόλιχος θε-ο-δό-λι-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίχου} ΤΟΠΟΓΡ.-ΑΣΤΡΟΝ.: οπτικό όργανο για τη μέτρηση γωνιών του αζιμουθίου και των ζενιθιακών αποστάσεων: ηλεκτρονικός/ψηφιακός ~. ~ με τρίποδα. Πβ. ταχύμετρο. Βλ. σταδία, χωροβάτης. [< γαλλ. théodolite]
  • θεοειδής , ής, ές θε-ο-ει-δής επίθ. (κυρ. σε εκκλησ. κείμενα): που μοιάζει με τον Θεό και κατ' επέκτ. υπερβαίνει το συνηθισμένο: ~ής: ύπαρξη/ψυχή. Βλ. -ειδής, θεόμορφος, ισόθεος. [< αρχ. θεοειδής]
  • θεόθεν θε-ό-θεν επίρρ. (λόγ., κυρ. σε εκκλησ. κείμενα): από τον Θεό: ~ αλήθεια/χάρις. [< αρχ. θεόθεν]
  • θεόκλειστος , η, ο θε-ό-κλει-στος επίθ. (επιτατ.): ερμητικά κλειστός: ~ο: σπίτι. ~α: παράθυρα. Πβ. κατά-, ολό-κλειστος. ΑΝΤ. ορθάνοιχτος.|| (σπάν.-μτφ.) ~α: μυαλά/στόματα.
  • θεόκουφος , η, ο θε-ό-κου-φος επίθ. (επιτατ.) 1. (μειωτ.) που δεν ακούει καθόλου, εντελώς κουφός. Βλ. θεο-. 2. (μτφ.-νεαν. αργκό) για κάτι που είναι υπερβολικά παράλογο, ασυνήθιστο: ~η: ερώτηση/πρόταση.|| (ως ουσ.) ~ο μου ακούγεται (= εντελώς παλαβό).
  • θεοκράτης θε-ο-κρά-της ουσ. (αρσ.): οπαδός της θεοκρατίας ή πρόσωπο που ασκεί εξουσία σε θεοκρατικό καθεστώς. Βλ. -κράτης. [< γαλλ. théocrate, γερμ. Theokrat, αγγλ. theocrat]
  • θεοκρατία θε-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) & θεοκρατισμός (ο): ΠΟΛΙΤ. -ΘΡΗΣΚ. πολιτικό και θρησκευτικό σύστημα, κατά το οποίο η διακυβέρνηση του κράτους καθορίζεται από τον θείο νόμο και η εξουσία ασκείται συχνά από τον ανώτερο κλήρο: καθεστώς ~ας.|| (ΙΣΤ.) Βυζαντινή ~. Βλ. -κρατία. [< μτγν. θεοκρατία, γαλλ. théocratie, γερμ. Theokratie, αγγλ. theocracy]
  • θεοκρατικός , ή, ό θε-ο-κρα-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. -ΘΡΗΣΚ. που σχετίζεται με τη θεοκρατία: ~ός: θεσμός/μεσαίωνας/ολοκληρωτισμός. ~ή: αντίληψη/εξουσία/κοινωνία/κυβέρνηση. ~ό: καθεστώς/κράτος (ΑΝΤ. κοσμικό, λαϊκό)/σύστημα. [< γαλλ. théocratique, γερμ. theokratisch, αγγλ. theocratic]
  • θεολογία θε-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Θ) ΘΕΟΛ. 1. επιστήμη που μελετά τη φύση του Θεού και τις ιδιότητες που Του αποδίδονται, τη σχέση Του με τον άνθρωπο και το Σύμπαν, θέματα θρησκευτικής πίστης, πρακτικής και εμπειρίας, ιδ. της χριστιανικής, καθώς και την ιστορία και το περιεχόμενο των θρησκειών· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι σχετικές σπουδές: βιβλική/δογματική/ερμηνευτική/ηθική/ιστορική/κοινωνική/λειτουργική/ορθόδοξη/πατερική (βλ. πατρολογία)/πρακτική/συμβολική ~. ~ της Παλαιάς/Καινής Διαθήκης. Φυσική ~ (: στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική)/εκκλησιαστική ~ (: βασίζεται στη θεία αποκάλυψη). Βλ. αγιο-, εκκλησιο-, θρησκειο-λογία, ποιμαντική.|| Σπούδασε συγκριτική ~. Βλ. -λογία. 2. το σύνολο των θεωριών ή αντιλήψεων κυρ. προσώπου ή σχολής για τον Θεό: ορφική/σχολαστική/φεμινιστική ~. Η ~ του Ομήρου/του Πλάτωνα/των Προσωκρατικών φιλοσόφων. ● ΣΥΜΠΛ.: καταφατική θεολογία βλ. καταφατικός, νηπτική θεολογία βλ. νηπτικός [< αρχ. θεολογία ‘επιστήμη των θείων πραγμάτων’, γαλλ. théologie, γερμ. Theologie, αγγλ. theology]
  • θεολογικός , ή, ό θε-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με τη θεολογία: ~ός: διάλογος/στοχασμός. ~ή: σκέψη/συζήτηση. ~ό: έργο/ερώτημα/κείμενο/περιεχόμενο/συνέδριο. ~ές: αναζητήσεις/απόψεις/διαφορές/μελέτες/σπουδές. ~ά: ζητήματα. Βλ. εκκλησιαστικός, θρησκευτικός. ● Ουσ.: Θεολογική (η) & (προφ.) Θεολογικό (το): ενν. σχολή ή τμήμα. ● επίρρ.: θεολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. θεολογικός, γαλλ. théologique, γερμ. theologisch, αγγλ. theologic(al)]
  • θεολόγος θε-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη θεολογία· ειδικότ. καθηγητής θεολογίας: καθολικός/ορθόδοξος/προτεστάντης/χριστιανός ~.|| Ήρθε καινούργιος ~ στο σχολείο. Βλ. -λόγος. [< αρχ. θεολόγος ‘αυτός που συζητά για τους θεούς ή τη θεότητα’, γαλλ. théologien, γερμ. Theologe, αγγλ. theologian]
  • θεολογώ [θεολογῶ] θε-ο-λο-γώ ρ. (αμτβ.) {θεολογ-εί, -ώντας | θεολόγ-ησε, -ήσει} (σπάν.-λόγ.): διδάσκω τον λόγο του Θεού ή μιλώ για θεολογικά ζητήματα: ~ούν ερμηνεύοντας την Αγία Γραφή. Βλ. -λογώ. [< αρχ. θεολογῶ]
  • θεομαχία θε-ο-μα-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΥΘ. αναμέτρηση, μάχη μεταξύ θεών. Βλ. τιτανομαχία. 2. (λόγ.) πολεμική που ασκείται στην πίστη περί ύπαρξης του Θεού. Βλ. αθεΐα, -μαχία. [< 1: αρχ. θεομαχία]
  • θεομάχος θε-ο-μά-χος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): αυτός που αντιτίθεται στην πίστη περί ύπαρξης του Θεού. Βλ. άθεος, -μάχος. [< μτγν. θεομάχος]
  • θεομηνία θε-ο-μη-νί-α ουσ. (θηλ.): ακραία καιρικά ή φυσικά φαινόμενα που εκδηλώνονται με μεγάλη ένταση και προκαλούν καταστροφές, τραυματισμούς ή/και απώλειες ζωών: φονική ~. Πρωτοφανής ~ έπληξε/χτύπησε τη χώρα. Ανθρωπιστική βοήθεια προς τους πληγέντες από τη ~. Ζημιές λόγω ~ας. Πβ. κοσμοχαλασιά, οργή θεού, φυσική καταστροφή. Βλ. κακοκαιρία, κατακλυσμός, πλημμύρα, σεισμός, τυφώνας. [< μτγν. θεομηνία 'οργή Θεού']

αγιο- & αγιό-

αγιο- & αγιό- & αγι-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά σε Άγιο ή γενικότ. στην Εκκλησία: αγιο-βασιλόπιτα/~γραφία/~δημητριάτικος. Αγιό-νερο. Αγι-ωνύμιο.

αθεΐα

αθεΐα [ἀθεΐα] α-θε-ΐ-α ουσ. (θηλ.): απουσία πίστης στην ύπαρξη Θεού. ΣΥΝ. αθεϊσμός [< μτγν. ἀθεΐα]

άθεος

άθεος, η, ο [ἄθεος] ά-θε-ος επίθ./ουσ. {-ων (λόγ.) -έων} 1. που δεν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού και γενικότ. οποιασδήποτε θεότητας: ~οι: διανοούμενοι/υλιστές/φιλόσοφοι. ~ εκ πεποιθήσεως. Πβ. αθεϊστής. Βλ. αγνωστικιστής, άπιστος, θεϊστής. ΑΝΤ. θρήσκος, πιστός (1) 2. {μόνο ως επίθ.} που αναφέρεται στην αθεΐα: ~η: εποχή. ~ες: αντιλήψεις. 3. (μειωτ.) που δεν πιστεύει στον Χριστό, αντίχριστος: τα αντιχριστιανικά κείμενα των ~ων. Βλ. άπιστος. [< αρχ. ἄθεος]

δεισιδαιμονία

δεισιδαιμονία δει-σι-δαι-μο-νί-α ουσ. (θηλ.): παράλογος φόβος που βασίζεται στην πίστη ύπαρξης μυστηριωδών υπερφυσικών δυνάμεων, οι οποίες μπορούν να κάνουν κακό στον άνθρωπο: θρησκευτική/λαϊκή ~. Δοξασίες και ~ες. Πβ. πρόληψη. Βλ. προκατάληψη. [< μτγν. δεισιδαιμονία]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

εκκλησιαστικός

εκκλησιαστικός, ή, ό [ἐκκλησιαστικός] εκ-κλη-σι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Εκκλησία: ~ός: γάμος (πβ. θρησκευτικός)/ηγέτης/θεσμός/συγγραφέας/τουρισμός/ύμνος. ~ή: ακολουθία/διοίκηση/εκπαίδευση/ζωή/ιστορία/μουσική/παιδεία/παράδοση/ποίηση (πβ. υμνογραφία)/τέχνη. ~ό: αξίωμα/Δίκαιο (= Κανονικό Δίκαιο). ~οί: κύκλοι. ~ές: φυσιογνωμίες. ~ά: βιβλία/είδη/κειμήλια/σκεύη/σχολεία. Πβ. χριστιανικός. Βλ. αντι~, παρα~. || Ριζάρειος ~ Σχολή (ΡΕΣ). ● επίρρ.: εκκλησιαστικώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος βλ. έτος, εκκλησιαστικό όργανο βλ. όργανο [< μτγν. ἐκκλησιαστικός, γαλλ. ecclésiastique, αγγλ. ecclesiastic]

ημίγυμνος

ημίγυμνος, η, ο [ἡμίγυμνος] η-μί-γυ-μνος επίθ. (λόγ.): που δεν είναι εντελώς ντυμένος, που αφήνει μεγάλο μέρος του σώματός του ακάλυπτο: ~ο: μοντέλο.|| (κατ' επέκτ.) ~η: εμφάνιση. ~ες: φωτογραφίες (: που απεικονίζουν ~α κορμιά).|| (ως ουσ.) Το ~ο. Βλ. ολόγυμνος. ΣΥΝ. μισόγυμνος [< μτγν. ἡμίγυμνος]

θεο- & θεό-

θεο- & θεό- & θε-: πρόθημα λέξεων 1. με αναφορά στο θεό ή τα θεία: Θεο-κρατία/~δικία.|| (κατ' επέκτ.) Θεό-πνευστος/~σταλτος.|| (μτφ.) Θεο-ποιώ. Θε-άρεστος.|| (αρνητ.) Θεο-μπαίχτης. 2. (επιτατ.) εντελώς ή πάρα πολύ: θεο-πάλαβος/~νήστικος. Θεό-γυμνος (πβ. ολό-)/~κλειστος/~κουφος/~χοντρος.|| Θεο-σκότεινος. Θεό-ξερος Πβ. κατά-. || Θεο-γκόμενα. Βλ. παν-.

κακοκαιρία

κακοκαιρία κα-κο-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) κακοκαιριά: άσχημες καιρικές συνθήκες: έντονη/ξαφνική/παρατεταμένη/πρωτοφανής/φονική ~. Σφοδρή ~ με θυελλώδεις ανέμους/καταρρακτώδεις βροχές. Έκτακτο δελτίο ~ας. Σε κλοιό ~ας η Ελλάδα. Σταδιακή ύφεση της ~ας. Ισχυρό/νέο κύμα ~ας πλήττει/σαρώνει τη χώρα. Ματαιώσεις πτήσεων λόγω ~ας. Αναμένεται/έρχεται ~. Επιδεινώνεται/κόπασε/μαίνεται/συνεχίζεται η ~. Πβ. αντάρα, παλιόκαιρος. Βλ. θεομηνία. ΑΝΤ. καλοκαιρία

καταφατικός

καταφατικός, ή, ό κα-τα-φα-τι-κός επίθ.: που εκφράζει κατάφαση: ~ή: απάντηση. ~ό: νεύμα. Πβ. βεβαιωτ-, συναινετ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: χωρίς άρνηση ή ερωτηματικό).|| (σπάν. για πρόσ.) Είμαι ~ απέναντι σε ... (= το αποδέχομαι, συμφωνώ). Πβ. θετικός. ΑΝΤ. αποφατικός (1), αρνητικός (2) ● επίρρ.: καταφατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: καταφατική θεολογία (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ, Θ): ΘΕΟΛ. θεωρία που δέχεται την προσιτή και καταληπτή όψη του Θεού: αποφατική και ~ ~. [< αρχ. καταφατικός ‘διαβεβαιωτικός, εμφατικός’]

-κράτης

-κράτης {-κρατών | θηλ. -κράτισσα}: επίθημα που δηλώνει πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδεολογία ή τρόπο συμπεριφοράς, δράσης: αριστο~/δημο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αποικιο~/γραφειο~/κεφαλαιο~/τεχνο~/τρομο~/(στο αρσ.) φαλλο~.

-κρατία

-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

νηπτικός

νηπτικός, ή, ό νη-πτι-κός επίθ.: ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με τη νήψη ή τη νηπτική θεολογία: ~ή: διδασκαλία/ζωή/θεωρία/παράδοση. ~ά: κείμενα. Οι ~οί Πατέρες της Εκκλησίας. Βλ. ασκητ-, ησυχαστ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: νηπτική θεολογία (κ. με κεφαλ. Ν, Θ): μέθοδος της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται μέσω της νήψης και της ησυχίας, που θα οδηγήσουν στην κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη. Βλ. ησυχασμός, μυστικισμός. [< μτγν. νηπτικός ‘νηφάλιος’]

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ-

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ- (λόγ.) α' συνθετικό που δηλώνει 1. επίταση ιδιότητας: παν-άρχαιος/~εύκολος. Πάλ-λευκος (πβ. κατά-, ολό-). Πάμ-φθηνος. 2. όλα τα μέρη ενός συνόλου: παν-ελλήνιος/~εργατικός. Παγ-κόσμιος. Παλ-λαϊκός. Παμ-ψηφεί.

σταδία

σταδία στα-δί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο υπολογισμού της απόστασης μεταξύ δύο σημείων. Βλ. θεοδόλιχος, ταχύμετρο, χωροβάτης. [< γαλλ.-αγγλ. stadia]

τιτανομαχία

τιτανομαχία τι-τα-νο-μα-χί-α ουσ. (θηλ.): αναμέτρηση ανάμεσα σε πολύ ισχυρούς αντιπάλους: πολιτική ~. Ο πόλεμος συμφερόντων έχει λάβει διαστάσεις ~ας. Οι εκλογές εξελίχθηκαν σε πραγματική ~. ~ των δύο ομάδων για ένα εισιτήριο στα ημιτελικά. Βλ. -μαχία. ΣΥΝ. γιγαντομαχία [< μτγν. Τιτανομαχία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.