αγιο- & αγιό- & αγι-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά σε Άγιο ή γενικότ. στην Εκκλησία: αγιο-βασιλόπιτα/~γραφία/~δημητριάτικος. Αγιό-νερο. Αγι-ωνύμιο.
αθεΐα [ἀθεΐα] α-θε-ΐ-α ουσ. (θηλ.): απουσία πίστης στην ύπαρξη Θεού. ΣΥΝ. αθεϊσμός [< μτγν. ἀθεΐα]
άθεος, η, ο [ἄθεος] ά-θε-ος επίθ./ουσ. {-ων (λόγ.) -έων} 1. που δεν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού και γενικότ. οποιασδήποτε θεότητας: ~οι: διανοούμενοι/υλιστές/φιλόσοφοι. ~ εκ πεποιθήσεως. Πβ. αθεϊστής. Βλ. αγνωστικιστής, άπιστος, θεϊστής. ΑΝΤ. θρήσκος, πιστός (1) 2. {μόνο ως επίθ.} που αναφέρεται στην αθεΐα: ~η: εποχή. ~ες: αντιλήψεις. 3. (μειωτ.) που δεν πιστεύει στον Χριστό, αντίχριστος: τα αντιχριστιανικά κείμενα των ~ων. Βλ. άπιστος. [< αρχ. ἄθεος]
δεισιδαιμονία δει-σι-δαι-μο-νί-α ουσ. (θηλ.): παράλογος φόβος που βασίζεται στην πίστη ύπαρξης μυστηριωδών υπερφυσικών δυνάμεων, οι οποίες μπορούν να κάνουν κακό στον άνθρωπο: θρησκευτική/λαϊκή ~. Δοξασίες και ~ες. Πβ. πρόληψη. Βλ. προκατάληψη. [< μτγν. δεισιδαιμονία]
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
εκκλησιαστικός, ή, ό [ἐκκλησιαστικός] εκ-κλη-σι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Εκκλησία: ~ός: γάμος (πβ. θρησκευτικός)/ηγέτης/θεσμός/συγγραφέας/τουρισμός/ύμνος. ~ή: ακολουθία/διοίκηση/εκπαίδευση/ζωή/ιστορία/μουσική/παιδεία/παράδοση/ποίηση (πβ. υμνογραφία)/τέχνη. ~ό: αξίωμα/Δίκαιο (= Κανονικό Δίκαιο). ~οί: κύκλοι. ~ές: φυσιογνωμίες. ~ά: βιβλία/είδη/κειμήλια/σκεύη/σχολεία. Πβ. χριστιανικός. Βλ. αντι~, παρα~. || Ριζάρειος ~ Σχολή (ΡΕΣ). ● επίρρ.: εκκλησιαστικώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος βλ. έτος, εκκλησιαστικό όργανο βλ. όργανο [< μτγν. ἐκκλησιαστικός, γαλλ. ecclésiastique, αγγλ. ecclesiastic]
ημίγυμνος, η, ο [ἡμίγυμνος] η-μί-γυ-μνος επίθ. (λόγ.): που δεν είναι εντελώς ντυμένος, που αφήνει μεγάλο μέρος του σώματός του ακάλυπτο: ~ο: μοντέλο.|| (κατ' επέκτ.) ~η: εμφάνιση. ~ες: φωτογραφίες (: που απεικονίζουν ~α κορμιά).|| (ως ουσ.) Το ~ο. Βλ. ολόγυμνος. ΣΥΝ. μισόγυμνος [< μτγν. ἡμίγυμνος]
θεο- & θεό- & θε-: πρόθημα λέξεων 1. με αναφορά στο θεό ή τα θεία: Θεο-κρατία/~δικία.|| (κατ' επέκτ.) Θεό-πνευστος/~σταλτος.|| (μτφ.) Θεο-ποιώ. Θε-άρεστος.|| (αρνητ.) Θεο-μπαίχτης. 2. (επιτατ.) εντελώς ή πάρα πολύ: θεο-πάλαβος/~νήστικος. Θεό-γυμνος (πβ. ολό-)/~κλειστος/~κουφος/~χοντρος.|| Θεο-σκότεινος. Θεό-ξερος Πβ. κατά-. || Θεο-γκόμενα. Βλ. παν-.
κακοκαιρία κα-κο-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) κακοκαιριά: άσχημες καιρικές συνθήκες: έντονη/ξαφνική/παρατεταμένη/πρωτοφανής/φονική ~. Σφοδρή ~ με θυελλώδεις ανέμους/καταρρακτώδεις βροχές. Έκτακτο δελτίο ~ας. Σε κλοιό ~ας η Ελλάδα. Σταδιακή ύφεση της ~ας. Ισχυρό/νέο κύμα ~ας πλήττει/σαρώνει τη χώρα. Ματαιώσεις πτήσεων λόγω ~ας. Αναμένεται/έρχεται ~. Επιδεινώνεται/κόπασε/μαίνεται/συνεχίζεται η ~. Πβ. αντάρα, παλιόκαιρος. Βλ. θεομηνία. ΑΝΤ. καλοκαιρία
καταφατικός, ή, ό κα-τα-φα-τι-κός επίθ.: που εκφράζει κατάφαση: ~ή: απάντηση. ~ό: νεύμα. Πβ. βεβαιωτ-, συναινετ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: χωρίς άρνηση ή ερωτηματικό).|| (σπάν. για πρόσ.) Είμαι ~ απέναντι σε ... (= το αποδέχομαι, συμφωνώ). Πβ. θετικός. ΑΝΤ. αποφατικός (1), αρνητικός (2) ● επίρρ.: καταφατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: καταφατική θεολογία (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ, Θ): ΘΕΟΛ. θεωρία που δέχεται την προσιτή και καταληπτή όψη του Θεού: αποφατική και ~ ~. [< αρχ. καταφατικός ‘διαβεβαιωτικός, εμφατικός’]
-κράτης {-κρατών | θηλ. -κράτισσα}: επίθημα που δηλώνει πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδεολογία ή τρόπο συμπεριφοράς, δράσης: αριστο~/δημο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αποικιο~/γραφειο~/κεφαλαιο~/τεχνο~/τρομο~/(στο αρσ.) φαλλο~.
-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
νηπτικός, ή, ό νη-πτι-κός επίθ.: ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με τη νήψη ή τη νηπτική θεολογία: ~ή: διδασκαλία/ζωή/θεωρία/παράδοση. ~ά: κείμενα. Οι ~οί Πατέρες της Εκκλησίας. Βλ. ασκητ-, ησυχαστ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: νηπτική θεολογία (κ. με κεφαλ. Ν, Θ): μέθοδος της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται μέσω της νήψης και της ησυχίας, που θα οδηγήσουν στην κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη. Βλ. ησυχασμός, μυστικισμός. [< μτγν. νηπτικός ‘νηφάλιος’]
παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ- (λόγ.) α' συνθετικό που δηλώνει 1. επίταση ιδιότητας: παν-άρχαιος/~εύκολος. Πάλ-λευκος (πβ. κατά-, ολό-). Πάμ-φθηνος. 2. όλα τα μέρη ενός συνόλου: παν-ελλήνιος/~εργατικός. Παγ-κόσμιος. Παλ-λαϊκός. Παμ-ψηφεί.
σταδία στα-δί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο υπολογισμού της απόστασης μεταξύ δύο σημείων. Βλ. θεοδόλιχος, ταχύμετρο, χωροβάτης. [< γαλλ.-αγγλ. stadia]
τιτανομαχία τι-τα-νο-μα-χί-α ουσ. (θηλ.): αναμέτρηση ανάμεσα σε πολύ ισχυρούς αντιπάλους: πολιτική ~. Ο πόλεμος συμφερόντων έχει λάβει διαστάσεις ~ας. Οι εκλογές εξελίχθηκαν σε πραγματική ~. ~ των δύο ομάδων για ένα εισιτήριο στα ημιτελικά. Βλ. -μαχία. ΣΥΝ. γιγαντομαχία [< μτγν. Τιτανομαχία]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ