-αρέλι (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών με υποκοριστική ή μειωτική σημασία: παιδ~. Πβ. -άριο.
-άρης, -άρα, -άρι {συνηθέστ. στο θηλ.}: επίθημα για τον σχηματισμό κυρ. ουσιαστικοποιημένων επιθέτων, δηλωτικό ιδιότητας, μεγέθους, ποσότητας, δυναμικού: κατοστ-άρης (: δρομέας εκατό μέτρων). Χιλι-άρα (ενν. μηχανή χιλίων κυβικών). Τριαντ-άρα οθόνη (: τριάντα ιντσών). Πεντ-άρα (: πέντε γκολ). Ενενηντ-άρα κασέτα (: διάρκειας ενενήντα λεπτών). Σαρανταπεντ-άρι περίστροφο (: διαμετρήματος σαρανταπέντε χιλιοστών).|| (περιληπτ.) Του κόστισε μια πεντακοσ-άρα ευρώ. Πβ. -αριά. ● βλ. -άρα
-άρης, -άρα, -άρικο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν 1. {κυρ. στο αρσ. κ. θηλ.} (προφ.) ηλικία κατά προσέγγιση: εικοσ~/σαραντ~.2. χαρακτηριστική ιδιότητα: κατεργ~/πεισματ~/πρωτ~. Βλ. -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο. ● βλ. -άρα
-άρι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από 1. απόλυτα αριθμητικά, για τον προσδιορισμό ποσότητας, αριθμού, μεγέθους, συνόλου, αξίας: ένα δωδεκ~ (= περ. δώδεκα, πβ. -αριά) κιλά.|| Πήρε δεκ~ (= δέκα)/εικοσ~ (= είκοσι) στο διαγώνισμα.|| Αγόρασε ένα δυ~/τεσσ~ (ενν. σπίτι).|| Χρησιμοποιεί δωδεκάρια (= γράμματα δώδεκα στιγμών).|| (ΑΘΛ.) Καλό δεκ~/το δεκ~ το καλό (: παίκτης με τον αριθμό δέκα).|| (στα χαρτιά:) Έχω τρία πεντάρια και έναν βαλέ.|| (σε τυχερά παιχνίδια, σύνολο σωστών προβλέψεων:) Έπιασε εξ~ στο λόττο.|| (προφ.) Κατοστ~ (= εκατό ευρώ, πβ. -άρικο).2. ουσιαστικά, για την έκφραση υποκορισμού ή διαφοροποιημένης σημασίας: βλαστ~ (βλ. -αράκι)/δοκ~/ζευγ~/ζυμ~/κλων~/λιθ~/λυχν~/φαν~.|| Θυμ~/χαλιν~. Προσκυνητ~/συναξ~ (πβ. -άριο).|| (μειωτ.) Πάρε τα ποδάρια σου από ΄δω!3. ρήματα, για τη δήλωση του αποτελέσματος μιας ενέργειας: απομειν~. Βλ. -άδι.
-αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~.2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία.3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
-αριά1 (περιληπτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από απόλυτα αριθμητικά και δηλώνουν κατά προσέγγιση υπολογισμό αριθμού, ποσότητας, ηλικίας: Φέρε καμιά εικοσ~ κομμάτια (πβ. -άρης -άρα -άρι). Είναι καμιά πενηντ~ (ενν. χρονών).
-αριά2 επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. όργανο ή συσκευή που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ζύγι) ζυγ~/(κλειδί) κλειδ~/(ψήστης) ψηστ~. Βλ. -ιέρα, -τρα.2. (περιληπτ.) σύνολο: κληματ~/κουκουν~/συκωτ~.
-αρίζω & -ρίζω & -ουρίζω επίθημα ρημάτων που παράγονται από: 1. ονοματοποιημένες λέξεις: κακ-αρίζω. Νιαου-ρίζω. Πλατσ-ουρίζω. Βλ. -ανίζω.2. (μόνο για το -αρίζω) ουσιαστικά και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά: παιδι~. Βλ. -ίζω.3. (μόνο για το -αρίζω) αριθμητικά και δηλώνουν ηλικία κατά προσέγγιση: πενηντ~/σαραντ~ (= μπαίνω στα σαράντα).
-άρικο (παλαιότ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παραγώγων από αριθμητικά για την δήλωση νομίσματος: δεκ~/εικοσ~/χιλι~.
-άρικος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό γνώρισμα: αγαπησι~/αλανι~/αρρωστι~/ζαβολι~/παιχνιδι~.
-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
-άριος: επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: αποθηκ~/βιβλιοθηκ~.|| (προφ.) Πεζικ~/πυροβολικ~/πληροφορικ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Νομικ~.|| Αρχ~.
-αρόνα: μεγεθυντικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών: σπιτ~.
-αρος: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή εμφατική σημασία: αγόρ~/γάτ~/κορίτσ~/παίδ~/τσιγκούν~/ψεύτ~ (πβ. -αράς).|| Βασίλ~ (πβ. -άρας).
-αρός , ή, ό (εμφατ.): επίθημα για την παραγωγή επιθέτων συνήθ. από ουσιαστικά: λιπ~/μαλλι~/ρυπ~/σθεν~. Πβ. -ερός, -ηρός.
-αρούδι: υποκοριστικό επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών από ρήματα ή ουσιαστικά: ξεπετ~/σχολι~.
-άρχης {-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~.2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~.3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~.2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~.3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
-άδι
-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.
-ανίζω
-ανίζω: επίθημα ρημάτων που παράγονται από ονοματοποιημένες λέξεις: κριτσ~/μουγκ~/χαχ~. Βλ. -αρίζω.
-άρα
-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες.2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
-ερία
-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.