Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [60-80]


  • -αρέλι (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών με υποκοριστική ή μειωτική σημασία: παιδ~. Πβ. -άριο.
  • -άρης, -άρα, -άρι {συνηθέστ. στο θηλ.}: επίθημα για τον σχηματισμό κυρ. ουσιαστικοποιημένων επιθέτων, δηλωτικό ιδιότητας, μεγέθους, ποσότητας, δυναμικού: κατοστ-άρης (: δρομέας εκατό μέτρων). Χιλι-άρα (ενν. μηχανή χιλίων κυβικών). Τριαντ-άρα οθόνη (: τριάντα ιντσών). Πεντ-άρα (: πέντε γκολ). Ενενηντ-άρα κασέτα (: διάρκειας ενενήντα λεπτών). Σαρανταπεντ-άρι περίστροφο (: διαμετρήματος σαρανταπέντε χιλιοστών).|| (περιληπτ.) Του κόστισε μια πεντακοσ-άρα ευρώ. Πβ. -αριά. ● βλ. -άρα
  • -άρης, -άρα, -άρικο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν 1. {κυρ. στο αρσ. κ. θηλ.} (προφ.) ηλικία κατά προσέγγιση: εικοσ~/σαραντ~. 2. χαρακτηριστική ιδιότητα: κατεργ~/πεισματ~/πρωτ~. Βλ. -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο. ● βλ. -άρα
  • -άρης, -άρισσα (λαϊκό): επίθημα επαγγελματικών ουσιαστικών: τσαγκ~. Πβ. -ιάρης, -ιάρισσα.|| (ουσ. δηλωτικών ιδιότητας:) Mπροστ~/νοικ~.
  • -άρι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από 1. απόλυτα αριθμητικά, για τον προσδιορισμό ποσότητας, αριθμού, μεγέθους, συνόλου, αξίας: ένα δωδεκ~ (= περ. δώδεκα, πβ. -αριά) κιλά.|| Πήρε δεκ~ (= δέκα)/εικοσ~ (= είκοσι) στο διαγώνισμα.|| Αγόρασε ένα δυ~/τεσσ~ (ενν. σπίτι).|| Χρησιμοποιεί δωδεκάρια (= γράμματα δώδεκα στιγμών).|| (ΑΘΛ.) Καλό δεκ~/το δεκ~ το καλό (: παίκτης με τον αριθμό δέκα).|| (στα χαρτιά:) Έχω τρία πεντάρια και έναν βαλέ.|| (σε τυχερά παιχνίδια, σύνολο σωστών προβλέψεων:) Έπιασε εξ~ στο λόττο.|| (προφ.) Κατοστ~ (= εκατό ευρώ, πβ. -άρικο). 2. ουσιαστικά, για την έκφραση υποκορισμού ή διαφοροποιημένης σημασίας: βλαστ~ (βλ. -αράκι)/δοκ~/ζευγ~/ζυμ~/κλων~/λιθ~/λυχν~/φαν~.|| Θυμ~/χαλιν~. Προσκυνητ~/συναξ~ (πβ. -άριο).|| (μειωτ.) Πάρε τα ποδάρια σου από ΄δω! 3. ρήματα, για τη δήλωση του αποτελέσματος μιας ενέργειας: απομειν~. Βλ. -άδι.
  • -αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~. 2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία. 3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
  • -αριά1 (περιληπτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από απόλυτα αριθμητικά και δηλώνουν κατά προσέγγιση υπολογισμό αριθμού, ποσότητας, ηλικίας: Φέρε καμιά εικοσ~ κομμάτια (πβ. -άρης -άρα -άρι). Είναι καμιά πενηντ~ (ενν. χρονών).
  • -αριά2 επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. όργανο ή συσκευή που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ζύγι) ζυγ~/(κλειδί) κλειδ~/(ψήστης) ψηστ~. Βλ. -ιέρα, -τρα. 2. (περιληπτ.) σύνολο: κληματ~/κουκουν~/συκωτ~.
  • -αρίζω & -ρίζω & -ουρίζω επίθημα ρημάτων που παράγονται από: 1. ονοματοποιημένες λέξεις: κακ-αρίζω. Νιαου-ρίζω. Πλατσ-ουρίζω. Βλ. -ανίζω. 2. (μόνο για το -αρίζω) ουσιαστικά και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά: παιδι~. Βλ. -ίζω. 3. (μόνο για το -αρίζω) αριθμητικά και δηλώνουν ηλικία κατά προσέγγιση: πενηντ~/σαραντ~ (= μπαίνω στα σαράντα).
  • -άρικο (παλαιότ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παραγώγων από αριθμητικά για την δήλωση νομίσματος: δεκ~/εικοσ~/χιλι~.
  • -άρικος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό γνώρισμα: αγαπησι~/αλανι~/αρρωστι~/ζαβολι~/παιχνιδι~.
  • -άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
  • -αριό (λαϊκό) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. (περιληπτ.-μειωτ.) πλήθος προσώπων: αλητ~ (πβ. -αρία)/γυφτ~/κατιν~/φοιτητ~.|| (για πράγματα ή κατάσταση:) Σκουπιδ~. Πβ. -λόι, -μάνι. 2. τόπο, (μη) στεγασμένο χώρο: καμπαν~/πλυστ~.|| Aσκητ~ (πβ. -τήριο). [παλαιότ. ορθογρ. -αρειό]
  • -άριος : επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: αποθηκ~/βιβλιοθηκ~.|| (προφ.) Πεζικ~/πυροβολικ~/πληροφορικ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Νομικ~.|| Αρχ~.
  • -αρόνα : μεγεθυντικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών: σπιτ~.
  • -αρος : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή εμφατική σημασία: αγόρ~/γάτ~/κορίτσ~/παίδ~/τσιγκούν~/ψεύτ~ (πβ. -αράς).|| Βασίλ~ (πβ. -άρας).
  • -αρός , ή, ό (εμφατ.): επίθημα για την παραγωγή επιθέτων συνήθ. από ουσιαστικά: λιπ~/μαλλι~/ρυπ~/σθεν~. Πβ. -ερός, -ηρός.
  • -αρούδι : υποκοριστικό επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών από ρήματα ή ουσιαστικά: ξεπετ~/σχολι~.
  • -άρχης {-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~. 2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~. 3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~
  • -αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

-άδι

-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.

-ανίζω

-ανίζω: επίθημα ρημάτων που παράγονται από ονοματοποιημένες λέξεις: κριτσ~/μουγκ~/χαχ~. Βλ. -αρίζω.

-άρα

-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο

-ερία

-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ίζω

-ίζω: κατάληξη ρημάτων παραγώγων κυρ. από ουσιαστικά, επίθετα ή άλλα ρήματα: αβγατ~ (αβγό, πβ. -αίνω)/αρχ~ (αρχή)/δυναμιτ~ (δυναμίτιδα)/μαϊμουδ~ (μαϊμού).|| Κοκκιν~ (κόκκινος).|| Λυγ~ (λυγώ)/πασχ~ (πάσχω).|| (ονοματοπ.) Νιαουρ~/πλατσουρ~. Βλ. -ιάζω. ΙΖΩ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.