Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 69 εγγραφές  [0-20]


  • νεύρο [νεῦρο] νεύ-ρο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΝΑΤ. καθεμία από τις κυλινδρικές δεσμίδες νευρικών ινών, οι οποίες ξεκινούν από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και διακλαδίζονται σε ολόκληρο το σώμα, μεταφέροντας αισθητικά ή κινητικά ερεθίσματα: αιθουσαίο/ακουστικό/γλουτιαίο/γλωσσικό/γναθιαίο/δερματικό/ζυγωματικό/ηθμοειδές/θυρεοειδές/ινιακό/ισχιακό/καρδιακό/κερκιδικό/κνημιαίο/κοκκυγικό/κοχλιακό/λαρυγγικό/μασχαλιαίο/μέσο/μεσόστεο/μετωπιαίο/μηριαίο/πελματιαίο/περονιαίο/προσωπικό/σπονδυλικό/υπογλώσσιο/φατνιακό/ωλένιο ~. Η απόληξη/οι κλάδοι/η ρίζα ενός ~ου. (Παρα)συμπαθητικά ~α. Αυχενικά/θωρακικά/καρωτιδικά/κολπικά/κροταφικά/πυελικά/σηραγγώδη/χειλικά ~α. (Περιφερικά) ~α και γάγγλια (: περιφερικό νευρικό σύστημα). ~α των δαχτύλων. Βλ. νευρώνες.|| (προφ.) Χτύπησα στο ~ και πονάω (βλ. τένοντας).|| Φιλέτο καθαρισμένο από λίπη και ~α. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) ίνα: τα ~α του μαρουλιού/των φύλλων (= φλέβες). Αφαιρώ τα ~α από τα φασολάκια.|| Ράχη (βιβλίου) με ~α. 3. {μόνο στον εν.} (μτφ.) δύναμη, ένταση, ενεργητικότητα, ζωντάνια: νέος γεμάτος ~.|| Κινήσεις/τραγούδια με/όλο ~. Η παράσταση είχε πολύ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απαγωγό νεύρο: ΑΝΑΤ. που εκφύεται από τη βάση του εγκεφάλου και νευρώνει τον έξω ορθό μυ του οφθαλμού., εγκεφαλικά/κρανιακά νεύρα & εγκεφαλικές συζυγίες: ΑΝΑΤ. τα δώδεκα ζεύγη των νεύρων που ξεκινούν από το εγκεφαλικό στέλεχος. [< αγγλ. cerebral/cranial nerves] , προσαγωγό νεύρο: ΑΝΑΤ. που μεταφέρει ερεθίσματα από το περιφερικό στο κεντρικό νευρικό σύστημα., πνευμονογαστρικό νεύρο βλ. πνευμονογαστρικός, τρίδυμο νεύρο βλ. τρίδυμος, τροχιλιακό νεύρο βλ. τροχιλιακός [< αρχ. νεῦρον, γαλλ. nerf, αγγλ. nerve]
  • νευρο- & νευρ- & νευρό- & νεύρ-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. ΙΑΤΡ. στο νευρικό σύστημα: νευρο-ανατομία/~φυσιολογία/~χημεία.|| Νευρο-τοξίνη.|| Νευρο-λόγος. Νευρο-πάθεια. Νευρ-ίτιδα.|| Νεύρ-ωση. 2. (σπανιότ.) σε ευέξαπτο ή απότομο άνθρωπο: νευρό-σπαστο(ς).
  • νευροαισθητήριος , α/ος, ο νευ-ρο-αι-σθη-τή-ρι-ος επίθ.: ΙΑΤΡ. (για πάθηση ακοής) που οφείλεται σε βλάβη του έσω αυτιού ή του ακουστικού νεύρου: ~α: βαρηκοΐα/κώφωση. [< αγγλ. sensorineural, 1929]
  • νευροακτινολογία νευ-ρο-α-κτι-νο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της ακτινολογίας που ασχολείται με το νευρικό σύστημα: επεμβατική ~. [< αγγλ. neuroradiology, 1938]
  • νευροανατομία νευ-ρο-α-να-το-μί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ανατομία του νευρικού συστήματος: ακτινογραφική/κλινική ~. [< αγγλ. neuroanatomy, περ. 1961, γαλλ. neuroanatomie]
  • νευροβιολογία νευ-ρο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. βιολογία του νευρικού συστήματος: αναπτυξιακή/κλινική/κυτταρική/μοριακή ~. ~ της δυσλεξίας/της μνήμης και της μάθησης. [< αγγλ. neurobiology, 1906, γαλλ. neurobiologie, 1913]
  • νευροβιολογικός , ή, ό νευ-ρο-βι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη νευροβιολογία: ~οί: μηχανισμοί (της συμπεριφοράς). ~ές: διαταραχές. [< αγγλ. neurobiological, 1959, γαλλ. neurobiologique]
  • νευροβιολόγος νευ-ρο-βι-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): βιολόγος ή γιατρός ειδικευμένος στη νευροβιολογία: αναπτυξιακός/θεωρητικός ~. Βλ. νευροεπιστήμονας. [< αγγλ. neurobiologist, 1957, γαλλ. neurobiologiste]
  • νευροβλάστωμα νευ-ρο-βλά-στω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. σάρκωμα που αποτελείται από εμβρυϊκά νευρικά κύτταρα, προσβάλλει κυρ. βρέφη και παιδιά και αναπτύσσεται συνήθ. στην περιοχή των επινεφριδίων ή στην υπόλοιπη κοιλιακή χώρα. Βλ. -ωμα2. [< αγγλ. neuroblastoma, 1910]
  • νευρογενής , ής, ές νευ-ρο-γε-νής επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που προέρχεται από το νευρικό σύστημα ή από κάποια βλάβη του: ~ής: κύστη/φλεγμονή. ~ές: σοκ. ~είς: διαταραχές λόγου. Βλ. -γενής. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική ανορεξία βλ. ανορεξία, νευρική βουλιμία βλ. βουλιμία [< αγγλ. neurogenic, 1901, γαλλ. neurogène]
  • νευρογλοία νευ-ρο-γλοί-α ουσ. (θηλ.) & γλοία: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. υποστηρικτική δομή του νευρικού ιστού που βρίσκεται ανάμεσα στα νευρικά κύτταρα και εμφανίζεται με τη μορφή διαφόρων κυτταρικών τύπων στο νευρικό σύστημα (π.χ. αστροκύτταρα). [< γαλλ. névroglie, αγγλ. neuroglia]
  • νευρογλοιακός , ή, ό νευ-ρο-γλοι-α-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη νευρογλοία: ~ός: ιστός. ~ή: κοιλία. ~ό: δίκτυο. ~ές: ίνες. ~ά: κύτταρα (βλ. νευρώνες). [< γαλλ. névroglique, αγγλ. neurogliac]
  • νευρογλωσσολογία νευ-ρο-γλωσ-σο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου ως προς την κατάκτηση, παραγωγή και κατανόηση της γλώσσας· ειδικότ. διερευνά τις γλωσσικές διαταραχές. [< αγγλ. neurolinguistics, 1961, γαλλ. neurolinguistique, περ. 1965]
  • νευροδερματίτιδα νευ-ρο-δερ-μα-τί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δερματοπάθεια που οφείλεται σε ψυχοσωματικούς ή νευρογενείς παράγοντες. Βλ. έκζεμα, -ίτιδα. ΣΥΝ. ατοπική δερματίτιδα [< γαλλ. névrodermite, αγγλ. neurodermatitis, neurodermatosis, 1909]
  • νευροδιαβίβαση νευ-ρο-δι-α-βί-βα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. διαδικασία με την οποία απελευθερώνονται νευροδιαβιβαστές μέσω των συνάψεων· γενικότ. μεταφορά νευρικών σημάτων μεταξύ των νευρώνων: χολινεργική ~. ΣΥΝ. νευρομεταβίβαση, συναπτική διαβίβαση [< αγγλ. neurotransmission, 1961, γαλλ. ~]
  • νευροδιαβιβαστής νευ-ρο-δι-α-βι-βα-στής ουσ. (αρσ.): ΦΥΣΙΟΛ. χημική ουσία που μεταφέρει τις νευρικές ώσεις κατά μήκος του νευράξονα: ανασταλτικός/βασικός ~. Ορμόνη-~. Απελευθέρωση/δράση/επίπεδα/σύνθεση/υποδοχείς ~ών. Βλ. κατεχολαμίνες, σεροτονίνη. ΣΥΝ. διαβιβαστής (2), νευρομεταβιβαστής [< αγγλ. neurotransmitter, 1961, γαλλ. neurotransmetteur, περ. 1960]
  • νευροδιαβιβαστικός , ή, ό νευ-ρο-δι-α-βι-βα-στι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με τους νευροδιαβιβαστές ή/και τη νευροδιαβίβαση: ~ές: ουσίες (: εγκεφαλίνη, ενδορφίνες, σεροτονίνη).
  • νευροεκφυλισμός νευ-ρο-εκ-φυ-λι-σμός ουσ. (αρσ.) & νευροεκφύλιση (η): ΙΑΤΡ. προοδευτική καταστροφή των νευρώνων ή θάνατος των νευρικών κυττάρων: μηχανισμοί ~ού. Βλ. νευροπροστασία. [< αγγλ. neurodegeneration, γαλλ. neurodégénérescence]
  • νευροεκφυλιστικός , ή, ό νευ-ρο-εκ-φυ-λι-στι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον νευροεκφυλισμό: ~ές: ασθένειες/παθήσεις (βλ. Αλτσχάιμερ, πάρκινσον). [< αγγλ. neurodegenerative, 1907, γαλλ. neurodégénératif, 1990]
  • νευροενδοκρινικός , ή, ό νευ-ρο-εν-δο-κρι-νι-κός επίθ. & νευροενδοκρινής, ής, ές: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το νευρικό σύστημα και τους ενδοκρινείς αδένες: ~ή: διαφοροποίηση/λειτουργία/ρύθμιση. ~ό: καρκίνωμα/σύστημα. ~οί: όγκοι. ~ές: διαταραχές. ~ά: κύτταρα. [< αγγλ. neuroendocrine, 1922, γαλλ. ~, neuroendocrinien, 1952]

Αλτσχάιμερ

Αλτσχάιμερ [Ἀλτσχάιμερ] Ἀλτσ-χά-ι-μερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: (νόσος του) Αλτσχάιμερ: ΙΑΤΡ. προοδευτική εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, συνήθ. της προγεροντικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται από διάχυτη ατροφία του εγκεφαλικού φλοιού και καταλήγει σε άνοια. Βλ. αμυλοειδές, γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου. [< γερμ. Alzheimer(krankheit), αγγλ. Alzheimer's disease, 1911, γαλλ. alzheimer, 1988, γερμ. ανθρ. Α. Alzheimer]

ανορεξία

ανορεξία [ἀνορεξία] α-νο-ρε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. όρεξη 1. έλλειψη επιθυμίας για φαγητό. 2. (μτφ.) απουσία καλής ψυχικής διάθεσης, ενεργητικότητας: Τον έπιασε ~ και όλα του ξινίζουν. Πβ. α-, δυσ-θυμία, α-, κακο-κεφιά. ΑΝΤ. ευδιαθεσία, κέφι. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική ανορεξία & νευρογενής/ψυχογενής ανορεξία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που παρουσιάζεται κυρ. σε νεαρές γυναίκες και χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο παχυσαρκίας, άρνηση λήψης τροφής και υπερβολική μείωση βάρους. ΣΥΝ. σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας. Βλ. νευρική βουλιμία. [< αγγλ. anorexia nervosa] [< 1: μτγν. ἀνορεξία, γαλλ. anorexie, αγγλ. anorexia]

βουλιμία

βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

έκζεμα

έκζεμα [ἔκζεμα] έκ-ζε-μα ουσ. (ουδ.) {εκζέμ-ατος | -ατα}: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης αντίδραση της επιδερμίδας που χαρακτηρίζεται κυρ. από ερυθρότητα, κνησμό, φυσαλίδες και απολέπιση: αλλεργικό/ατοπικό/βρεφικό/υγρό/χρόνιο ~. ~ εξ επαφής. ~ στο πρόσωπο/στα χέρια. Εξανθήματα και ~ατα. Βλ. δερματίτιδα, δερματοπάθεια. [< μτγν. ἔκζεμα, γαλλ. eczéma, αγγλ. eczema]

κατεχολαμίνες

κατεχολαμίνες κα-τε-χο-λα-μί-νες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. κατεχολαμίνη}: ΒΙΟΧ. ομάδα συμπαθητικομιμητικών αμινών που λειτουργούν ως ορμόνες ή/και ως νευροδιαβιβαστές: Το στρες προκαλεί έκκριση ~ών. Βλ. (νορ)αδρεναλίνη, ντοπαμίνη. [< αγγλ. catecholamine, 1954, γαλλ. catécholamine, 1958]

νευροεπιστήμονας

νευροεπιστήμονας νευ-ρο-ε-πι-στή-μο-νας ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που έχει ειδικευτεί στις νευροεπιστήμες: γνωστικός ~. Βλ. νευρολόγος. [< αγγλ. neuroscientist, 1967, γαλλ. neuroscientiste]

νευροπροστασία

νευροπροστασία νευ-ρο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που στοχεύουν στην προστασία των νευρώνων από εκφυλιστικές διαδικασίες και στην καθυστέρηση του κυτταρικού θανάτου. Βλ. νευροεκφυλισμός. [< αγγλ. neuroprotection]

νευρώνες

νευρώνες [νευρῶνες] νευ-ρώ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. νευρώνας} 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευρικά κύτταρα τα οποία αποτελούν τις θεμελιώδεις μονάδες μετάδοσης σημάτων του νευρικού συστήματος: αισθητικοί, κινητικοί και διάμεσοι ~ (: τα κύρια είδη ~ων). ~ και νευρογλοιακά κύτταρα (: οι δύο κατηγορίες νευρικών κυττάρων). Βλ. δενδρίτης, νευράξονας, σύναψη. 2. ΠΛΗΡΟΦ. τα δομικά στοιχεία ενός νευρωνικού δικτύου: υπολογιστικοί ~. ~ εισόδου/εξόδου. ● ΣΥΜΠΛ.: κατοπτρικοί νευρώνες & νευρώνες-κάτοπτρα: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευρώνες που καθιστούν τον οργανισμό ικανό να προσομοιώνει νοητικά τις συμπεριφορές που παρατηρεί και οι οποίοι θεωρείται ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη λειτουργιών όπως η ενσυναίσθηση, η ομιλία και η αυτοσυνείδηση. [< αγγλ. mirror neurons] [< γαλλ. neurones, αγγλ. neurons]

πνευμονογαστρικός

πνευμονογαστρικός, ή, ό πνευ-μο-νο-γα-στρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πνευμονογαστρικό νεύρο: ΑΝΑΤ. κρανιακό νεύρο που μεταφέρει αίσθηση και κίνηση στον φάρυγγα, τον λάρυγγα, τους πνεύμονες, την καρδιά, τον οισοφάγο, το στομάχι και τα περισσότερα γαστρικά σπλάχνα. Βλ. βαγοτομή. [< γαλλ. nerf pneumogastrique, αγγλ. pneumogastric nerve]

τρίδυμος

τρίδυμος, ος/η, ο τρί-δυ-μος επίθ. 1. που γεννήθηκε μαζί με δύο ακόμα αδέρφια με διαφορά λίγων λεπτών κατά τον ίδιο τοκετό: ~α: αγόρια/κορίτσια.|| ~η: κύηση (: με τρία έμβρυα). Βλ. -δυμος. 2. τριπλός. ● Ουσ.: τρίδυμο (το) (προφ.) 1. τρία άτομα που έχουν στενή συνεργασία ή εμφανίζονται συχνά μαζί: Νίκησε πάλι το ~ της επιτυχίας. Βλ. δίδυμο. 2. παιχνίδι στον ιππόδρομο που περιλαμβάνει ποντάρισμα στον συνδυασμό των τριών αλόγων που τερματίζουν πρώτα σε τυχαία ή μη σειρά., τρίδυμοι/τρίδυμες/τρίδυμα (οι/οι/τα) {τριδύμ-ων}: τρία αδέρφια που γεννιούνται από την ίδια κύηση: Γέννησε ~α. Βλ. δίδυμοι/δίδυμες/δίδυμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τρίδυμο νεύρο & τρίδυμο {τριδύμ-ου}: ΑΝΑΤ. η πέμπτη εγκεφαλική συζυγία που αποτελείται από νεύρα για την κίνηση και την αίσθηση του προσώπου: νευραλγία ~ου. [< αγγλ. trigeminal (nerve)] , τρίδυμος λαχνός & (προφ.) τρίδυμο (το): τρεις λαχνοί τριών διαδοχικών σειρών που προσδιορίζονται μετά από κλήρωση ενός αριθμού σε μια από τις σειρές που κυκλοφορούν: Κληρώθηκε ο αριθμός ... της πέμπτης σειράς, οπότε κερδίζει ο ίδιος αριθμός της τέταρτης και της έκτης σειράς. [< μτγν. τρίδυμος]

τροχιλιακός

τροχιλιακός, ή, ό τρο-χι-λι-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: τροχιλιακό νεύρο: η τέταρτη εγκεφαλική συζυγία· κινητικό νεύρο που νευρώνει τον άνω λοξό μυ του οφθαλμικού βολβού: παράλυση του ~ού ~ου. [< γαλλ. trochléen, αγγλ. trochlear]

-ωμα2

-ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.