Αλτσχάιμερ [Ἀλτσχάιμερ] Ἀλτσ-χά-ι-μερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: (νόσος του) Αλτσχάιμερ: ΙΑΤΡ. προοδευτική εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, συνήθ. της προγεροντικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται από διάχυτη ατροφία του εγκεφαλικού φλοιού και καταλήγει σε άνοια. Βλ. αμυλοειδές, γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου. [< γερμ. Alzheimer(krankheit), αγγλ. Alzheimer's disease, 1911, γαλλ. alzheimer, 1988, γερμ. ανθρ. Α. Alzheimer]
ανορεξία [ἀνορεξία] α-νο-ρε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. όρεξη 1. έλλειψη επιθυμίας για φαγητό. 2. (μτφ.) απουσία καλής ψυχικής διάθεσης, ενεργητικότητας: Τον έπιασε ~ και όλα του ξινίζουν. Πβ. α-, δυσ-θυμία, α-, κακο-κεφιά. ΑΝΤ. ευδιαθεσία, κέφι. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική ανορεξία & νευρογενής/ψυχογενής ανορεξία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που παρουσιάζεται κυρ. σε νεαρές γυναίκες και χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο παχυσαρκίας, άρνηση λήψης τροφής και υπερβολική μείωση βάρους. ΣΥΝ. σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας. Βλ. νευρική βουλιμία. [< αγγλ. anorexia nervosa] [< 1: μτγν. ἀνορεξία, γαλλ. anorexie, αγγλ. anorexia]
βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]
-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.
έκζεμα [ἔκζεμα] έκ-ζε-μα ουσ. (ουδ.) {εκζέμ-ατος | -ατα}: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης αντίδραση της επιδερμίδας που χαρακτηρίζεται κυρ. από ερυθρότητα, κνησμό, φυσαλίδες και απολέπιση: αλλεργικό/ατοπικό/βρεφικό/υγρό/χρόνιο ~. ~ εξ επαφής. ~ στο πρόσωπο/στα χέρια. Εξανθήματα και ~ατα. Βλ. δερματίτιδα, δερματοπάθεια. [< μτγν. ἔκζεμα, γαλλ. eczéma, αγγλ. eczema]
κατεχολαμίνες κα-τε-χο-λα-μί-νες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. κατεχολαμίνη}: ΒΙΟΧ. ομάδα συμπαθητικομιμητικών αμινών που λειτουργούν ως ορμόνες ή/και ως νευροδιαβιβαστές: Το στρες προκαλεί έκκριση ~ών. Βλ. (νορ)αδρεναλίνη, ντοπαμίνη. [< αγγλ. catecholamine, 1954, γαλλ. catécholamine, 1958]
νευροεπιστήμονας νευ-ρο-ε-πι-στή-μο-νας ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που έχει ειδικευτεί στις νευροεπιστήμες: γνωστικός ~. Βλ. νευρολόγος. [< αγγλ. neuroscientist, 1967, γαλλ. neuroscientiste]
νευροπροστασία νευ-ρο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που στοχεύουν στην προστασία των νευρώνων από εκφυλιστικές διαδικασίες και στην καθυστέρηση του κυτταρικού θανάτου. Βλ. νευροεκφυλισμός. [< αγγλ. neuroprotection]
νευρώνες [νευρῶνες] νευ-ρώ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. νευρώνας} 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευρικά κύτταρα τα οποία αποτελούν τις θεμελιώδεις μονάδες μετάδοσης σημάτων του νευρικού συστήματος: αισθητικοί, κινητικοί και διάμεσοι ~ (: τα κύρια είδη ~ων). ~ και νευρογλοιακά κύτταρα (: οι δύο κατηγορίες νευρικών κυττάρων). Βλ. δενδρίτης, νευράξονας, σύναψη. 2. ΠΛΗΡΟΦ. τα δομικά στοιχεία ενός νευρωνικού δικτύου: υπολογιστικοί ~. ~ εισόδου/εξόδου. ● ΣΥΜΠΛ.: κατοπτρικοί νευρώνες & νευρώνες-κάτοπτρα: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευρώνες που καθιστούν τον οργανισμό ικανό να προσομοιώνει νοητικά τις συμπεριφορές που παρατηρεί και οι οποίοι θεωρείται ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη λειτουργιών όπως η ενσυναίσθηση, η ομιλία και η αυτοσυνείδηση. [< αγγλ. mirror neurons] [< γαλλ. neurones, αγγλ. neurons]
πνευμονογαστρικός, ή, ό πνευ-μο-νο-γα-στρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πνευμονογαστρικό νεύρο: ΑΝΑΤ. κρανιακό νεύρο που μεταφέρει αίσθηση και κίνηση στον φάρυγγα, τον λάρυγγα, τους πνεύμονες, την καρδιά, τον οισοφάγο, το στομάχι και τα περισσότερα γαστρικά σπλάχνα. Βλ. βαγοτομή. [< γαλλ. nerf pneumogastrique, αγγλ. pneumogastric nerve]
τρίδυμος, ος/η, ο τρί-δυ-μος επίθ. 1. που γεννήθηκε μαζί με δύο ακόμα αδέρφια με διαφορά λίγων λεπτών κατά τον ίδιο τοκετό: ~α: αγόρια/κορίτσια.|| ~η: κύηση (: με τρία έμβρυα). Βλ. -δυμος. 2. τριπλός. ● Ουσ.: τρίδυμο (το) (προφ.) 1. τρία άτομα που έχουν στενή συνεργασία ή εμφανίζονται συχνά μαζί: Νίκησε πάλι το ~ της επιτυχίας. Βλ. δίδυμο. 2. παιχνίδι στον ιππόδρομο που περιλαμβάνει ποντάρισμα στον συνδυασμό των τριών αλόγων που τερματίζουν πρώτα σε τυχαία ή μη σειρά., τρίδυμοι/τρίδυμες/τρίδυμα (οι/οι/τα) {τριδύμ-ων}: τρία αδέρφια που γεννιούνται από την ίδια κύηση: Γέννησε ~α. Βλ. δίδυμοι/δίδυμες/δίδυμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τρίδυμο νεύρο & τρίδυμο {τριδύμ-ου}: ΑΝΑΤ. η πέμπτη εγκεφαλική συζυγία που αποτελείται από νεύρα για την κίνηση και την αίσθηση του προσώπου: νευραλγία ~ου. [< αγγλ. trigeminal (nerve)] , τρίδυμος λαχνός & (προφ.) τρίδυμο (το): τρεις λαχνοί τριών διαδοχικών σειρών που προσδιορίζονται μετά από κλήρωση ενός αριθμού σε μια από τις σειρές που κυκλοφορούν: Κληρώθηκε ο αριθμός ... της πέμπτης σειράς, οπότε κερδίζει ο ίδιος αριθμός της τέταρτης και της έκτης σειράς. [< μτγν. τρίδυμος]
τροχιλιακός, ή, ό τρο-χι-λι-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: τροχιλιακό νεύρο: η τέταρτη εγκεφαλική συζυγία· κινητικό νεύρο που νευρώνει τον άνω λοξό μυ του οφθαλμικού βολβού: παράλυση του ~ού ~ου. [< γαλλ. trochléen, αγγλ. trochlear]
-ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ