απόστροφος [ἀπόστροφος] α-πό-στρο-φος ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο του γραπτού λόγου (') στη θέση φωνήεντος που σιγήθηκε λόγω έκθλιψης, αφαίρεσης ή αποκοπής: Λέξη που παίρνει ~ο. [< μτγν. ἀπόστροφος, γαλλ.-αγγλ. apostrophe]
-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.
γναθοχειρουργική γνα-θο-χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα της χειρουργικής η οποία έχει ως αντικείμενο τη χειρουργική αντιμετώπιση δυσπλασιών, κακώσεων και παθήσεων της γνάθου. Βλ. γναθοπροσωπικός, ορθοδοντική. [< αγγλ. maxillofacial surgery]
γναθοχειρουργικός, ή, ό γνα-θο-χει-ρουρ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη γναθοχειρουργική: ~ή: κλινική. ~ό: τμήμα (νοσοκομείου). ~ές: επεμβάσεις.
-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.
-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
-γώνιος, α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.
ετερόδοξος, η, ο [ἑτερόδοξος] ε-τε-ρό-δο-ξος επίθ. (λόγ.): που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τον ορθόδοξο: ~ος: χριστιανός. ~η: Εκκλησία/κοινότητα.|| (ως ουσ.) Τα ανθρώπινα δικαιώματα των ~όξων. Πβ. ετερόθρησκος. Βλ. ανορθόδοξος. ΣΥΝ. αλλόδοξος ΑΝΤ. ομόδοξος (1) [< μτγν. ἑτερόδοξος, γαλλ. hétérodoxe, αγγλ. heterodox]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
κύβος κύ-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. κανονικό, πολύεδρο στερεό με δώδεκα ίσες ακμές και έξι έδρες που είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα. Βλ. κύλινδρος, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, πυραμίδα, σφαίρα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει σχήμα κύβου: πλαστικός ~. ~οι ζάχαρης/πάγου/σημειώσεων (: για το γραφείο). Βλ. ζάρι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~οι βοδινού/ζωμού κρέατος/κότας/λαχανικών.|| (στον πληθ., παιχνίδι για νήπια:) (Ξύλινοι) ~οι με αριθμούς/γράμματα/εικόνες. Κατασκευές με ~ους. 3. ΜΑΘ. η τρίτη δύναμη ενός αριθμού: Δύο στον/(λόγ.) εις τον ~ο (23) (βλ. δευτέρα, τετράγωνο).|| (μτφ.-ειρων.) Ηλιθιότητα στον ~ο (= σε μεγάλο βαθμό)! ΣΥΝ. τρίτη (3) ● Υποκ.: κυβάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: τέλειος κύβος 1. ΜΑΘ. αριθμός που είναι κύβος ακέραιου αριθμού. 2. ΓΕΩΜ. οτιδήποτε έχει ιδανικό κυβικό σχήμα. ● ΦΡ.: ο κύβος ερρίφθη (λόγ.): για τετελεσμένο γεγονός ή οριστική και αμετάκλητη απόφαση: ~ ~ για το νομοσχέδιο. [< λατ. alea jacta est] [< αρχ. κύβος]
ορθοδοντική [ὀρθοδοντική] ορ-θο-δο-ντι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα της οδοντιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, την πρόληψη και την αποκατάσταση ανωμαλιών των δοντιών και των γνάθων: αισθητική/γλωσσική ~. Βλ. γναθοχειρουργική. [< αγγλ. orthodontics, 1909, γαλλ. orthodontie, 1948]
προβολή προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική και έντονη παρουσίαση προσώπου, γεγονότος ή πράγματος, με σκοπό να γίνει γνωστό: διαφημιστική/παγκόσμια/τηλεοπτική/τουριστική ~. ~ στο διαδίκτυο. ~ ενός νέου αθλητή/ηθοποιού/πολιτικού/συγγραφέα/τραγουδιστή. ~ του αθλητισμού/βιβλίων/δραστηριοτήτων/έργου/ιστοσελίδας/προϊόντος (πβ. διαφήμιση, προώθηση). Δράσεις/δυνατότητες/εκδηλώσεις/εκστρατεία/στρατηγικές/σχέδια/υλικό/υπηρεσία ~ής. Δημόσιες σχέσεις και εταιρική ~. ~ του φυσικού κάλλους και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας στο εξωτερικό. Τεράστια ~ (= υπερπροβολή) του θέματος από τα ΜΜΕ. Δεν επιδιώκει την ~ του. Αποβλέπει/αποσκοπεί στην προσωπική ~. Απολαμβάνει/έτυχε ευρείας ~ής. 2. αναπαραγωγή εικόνων ή και ήχων με κατάλληλα οπτικοακουστικά μέσα πάνω σε επιφάνεια ή οθόνη· ειδικότ. παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας και συνεκδ. η ίδια η ταινία: ~ βίντεο/διαφανειών/ντοκιμαντέρ/ρεπορτάζ/τηλεοπτικού σποτ/φιλμ/φωτογραφιών. ~ αγγελιών/λίστας στο διαδίκτυο. Οθόνες/τηλεοράσεις οπίσθιας ~ής. Ειδικές/εκπαιδευτικές/επαναληπτικές/επίσημες/πρώτες/τιμητικές ~ές. Εβδομάδα ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/εγγράφων/παρουσίασης/σελίδων. Επεξεργασία και ~ των δεδομένων. ~ για εκτύπωση.|| Πήγα στην απογευματινή/βραδινή/μεταμεσονύχτια/νυχτερινή ~ (= παράσταση). Αίθουσα/ώρες ~ής. Το πρόγραμμα ~ών του φεστιβάλ. Έναρξη θερινών/χειμερινών ~ών. Έχουν προγραμματιστεί οι εξής ~ές ... 3. έκφραση, διατύπωση, συνήθ. μιας αντίθεσης: ~ αξιώσεων/απαιτήσεων/δικαιολογιών/ενστάσεων/ισχυρισμών. ~ επιχειρημάτων και διεκδικήσεων.|| Αποφεύγεται η ~ απόψεων με δογματικό τρόπο.|| ~ αντίστασης στην προέλαση του εχθρού. 4. ΨΥΧΑΝ. υποσυνείδητη μεταβίβαση προθέσεων, επιθυμιών, συναισθημάτων, ιδιοτήτων, προβλημάτων από ένα πρόσωπο στο περιβάλλον του· κατ' επέκτ. κάθε απόδοση των χαρακτηριστικών ενός πράγματος σε άλλο. 5. ΓΕΩΜ. απεικόνιση σημείου ή συνόλου σημείων σε μια επιφάνεια με συγκεκριμένη μέθοδο: παράλληλη/πλάγια ~.|| (ΜΑΘ.) ~ διανύσματος (σε διάνυσμα).|| (ΧΑΡΤΟΓΡ.) Χαρτογραφική ~ (: απεικόνιση της γήινης σφαίρας ή τμήματός της σε επίπεδο). 6. ΓΥΜΝ. μετακίνηση του ενός ποδιού, με λυγισμένο γόνατο, προς μία κατεύθυνση, συνήθ. προς τα εμπρός, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο: (στο ποδόσφαιρο) Έδιωξε την μπάλα με ~ (= τάκλιν). Βλ. προεκβολή. 7. (σπάν.-λόγ.) το να εκτείνεται κάτι προς τα εμπρός, προέκταση: (ΙΑΤΡ.) ~ της κάτω γνάθου (= προγναθισμός). 8. πρόβλεψη, εκτίμηση: δημογραφική ~. ~ στο μέλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: ισομετρική προβολή & ισομετρική απεικόνιση/προοπτική: ΓΕΩΜ. τρισδιάστατη γραφική αναπαράσταση στην οποία το επίπεδο σχεδίασης σχηματίζει ίσες γωνίες προς τις τρεις διαστάσεις του αντικειμένου., μηχανή προβολής: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που προβάλλει εικόνες και ήχο πάνω σε επιφάνεια και ειδικότ. η συσκευή που προβάλλει κινηματογραφικές ταινίες: ~ ~ διαφανειών. ΣΥΝ. προβολέας (2), ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή: ΜΑΘ. δισδιάστατη προβολή αντικειμένου στην οποία οι προβολικές ακτίνες είναι κάθετες στο επίπεδο προβολής., ταινίες α'/β' προβολής: ΚΙΝΗΜ. που παρουσιάζονται για πρώτη φορά (α') ή επαναπροβάλλονται (β')., στερεογραφική προβολή βλ. στερεογραφικός [< πβ. αρχ. προβολή ‘ώθηση προς τα μπρος, προεξοχή’, γαλλ.-αγγλ. projection]
τετραγωνικός, ή, ό τε-τρα-γω-νι-κός επίθ.: που έχει τετράγωνο σχήμα: ~ός: χώρος. ~ή: δομή/κάτοψη/πλάκα. ~ό: κτίσμα.|| (ΜΑΘ.) ~ός: πίνακας (: που έχει τον ίδιο αριθμό γραμμών και στηλών). Βλ. διαγώνιος, κυκλικός, ορθογώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: τετραγωνική ρίζα (θετικού αριθμού χ) (σύμβ. √): ΜΑΘ. αριθμός που, όταν υψωθεί στο τετράγωνο, δίνει τον αριθμό χ: H ~ ~ του εννέα είναι το τρία. [< γαλλ. racine carrée] , τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο (συντομ. τ.μ./τ.χλμ./τ.εκ./τ.δεκ./τ. χιλ., σύμβ. m2/km2/cm2/dm2/mm2): ΜΑΘ. βασικές μονάδες μέτρησης εμβαδού: τιμή διαμερίσματος ανά ~ μέτρο. (για πληθυσμιακή πυκνότητα) ... κάτοικοι ανά ~ χιλιόμετρο.|| Μεζονέτα διακοσίων τετραγωνικών (ενν. μέτρων).|| (μτφ.-εμφατ.) Έψαξε κάθε ~ εκατοστό του σπιτιού. Βλ. κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο. [< γαλλ. mètre carré] [< μτγν. τετραγωνικός]
φωνητικός, ή, ό φω-νη-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται ή συντελεί στην παραγωγή φωνής: ~ά: σήματα.|| ~ή: οδός. ~οί: μύες. ~ά: όργανα. Πβ. φωνητήριος.|| (ΜΟΥΣ., που σχετίζεται με το τραγούδι:) ~ή: μουσική (: γραμμένη για φωνές μονωδών ή χορωδιών με ή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων· βλ. οργαν-, ορχηστρ-ικός)/τέχνη. ~ό: συγκρότημα/σύνολο/ταλέντο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: τεχνικές. ~ά: μέρη (: τα χορωδιακά μέρη μιας σύνθεσης· βλ. άλτο, σοπράνο). Γυναικείο ~ό κουαρτέτο. Ερμηνεύτρια με σπάνια ~ή ποιότητα/με εκπληκτικές ~ές δυνατότητες. 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. που γίνεται μέσω φωνής ή που χρησιμοποιεί φωνή: ~ός: έλεγχος/πλοηγός. ~ή: αναγνώριση/αναζήτηση/εγγραφή/εισαγωγή/ενεργοποίηση/επικοινωνία/πύλη/συνομιλία/τεχνολογία/τηλεφωνία/υπαγόρευση. ~ές: εντολές/εφαρμογές/οδηγίες. ~ά: δεδομένα/μηνύματα (πβ. ηχητικά). Προηγμένες ~ές λειτουργίες/υπηρεσίες. 3. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τους φθόγγους ή τη φωνητική: ~ή: γραφή/διαφοροποίηση. ~ό: περιβάλλον/σύστημα. ~ές: αλλοιώσεις/μεταβολές. ~ά: χαρακτηριστικά. Βλ. γραμματ-, μορφολογ-, συντακτ-ικός. ● Ουσ.: φωνητικά (τα): ΜΟΥΣ. τα μέρη ενός μουσικού κομματιού που τραγουδιούνται: βασικά/δεύτερα/γυναικεία/οπερετικά ~. ● επίρρ.: φωνητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητική ορθογραφία: ΓΛΩΣΣ. στην οποία κάθε φθόγγος του φωνητικού συστήματος μιας γλώσσας αποδίδεται με ένα και μόνο γράφημα. Βλ. ιστορική ορθογραφία., διεθνές φωνητικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο, φωνητικές χορδές βλ. χορδή, φωνητική κλήση βλ. κλήση, φωνητική μεταγραφή βλ. μεταγραφή, φωνητική τοποθέτηση βλ. τοποθέτηση, φωνητικό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, φωνητικός κειμενογράφος βλ. κειμενογράφος [< μτγν. φωνητικός, γαλλ. phonétique, αγγλ. phonetic, γαλλ.-αγγλ. vocal]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ