Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 73 εγγραφές  [0-20]


  • ορθό [ὀρθό] ορ-θό ουσ. (ουδ.) & ορθόν: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου: κόλον και ~. ΣΥΝ. απευθυσμένο [< γαλλ. rectum]
  • ορθο1- & ορθό- & ορθ- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. όρθιου, κάθετου: Oρθο-στασία.|| Ορθό-κεντρο. Ορθο-γώνιο. 2. σωστού, ενδεδειγμένου: ορθο-γραφία/~φωνία.|| Ορθο-λογισμός.|| Ορθ-ότητα.|| Ορθο-δοντική/~παιδική.
  • ορθο2- : α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο ορθό, το κατώτερο τμήμα του παχέος εντέρου: ορθο-σκόπηση.
  • ορθογένεση [ὀρθογένεση] ορ-θο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. θεωρία σύμφωνα με την οποία η εξελικτική ανάπτυξη των οργανισμών ακολουθεί προκαθορισμένα στάδια. Βλ. -γένεση. [< γερμ. Orthogenesis, αγγλ. orthogenesis, γαλλ. orthogenèse]
  • ορθογναθικός , ή, ό [ὀρθογναθικός] ορ-θο-γνα-θι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ορθογναθική χειρουργική: ΙΑΤΡ. γναθοχειρουργική. Βλ. ορθοδοντική. [< αγγλ. orthognathic]
  • ορθογράφηση [ὀρθογράφηση] ορ-θο-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του ορθογραφώ: διπλή/εναλλακτική/καθιερωμένη (: ορθογραφία) ~. ~ λέξεων. Βλ. -γράφηση.
  • ορθογραφία [ὀρθογραφία] ορ-θο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ο καθιερωμένος τρόπος γραφής μιας λέξης σύμφωνα με κανόνες· συνεκδ. το συμβατικό ορθογραφικό σύστημα μιας γλώσσας: εναλλακτική/ετυμολογική ή ιστορική ~. Λέξεις με δύσκολη ~. Απλοποίηση της ~ας. Απλοποιημένη ~. Βλ. αν~.|| (στα πλαίσια σχολικού μαθήματος:) Αντιγραφή και ~. Ασκήσεις/διόρθωση/έλεγχος/υπαγόρευση της ~ας. Βλ. δυσ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Επεξεργασία κειμένου και αυτόματη διόρθωση ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητική ορθογραφία βλ. φωνητικός [< μτγν. ὀρθογραφία (αρχική σημ. ‘σχέδιο καθ’ ύψος’), γαλλ. orthographe, αγγλ. orthography]
  • ορθογραφικός , ή, ό [ὀρθογραφικός] ορ-θο-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ορθογραφία: ~ός: (ΠΛΗΡΟΦ.) διορθωτής/έλεγχος/οδηγός. ~ή: απλοποίηση/απόδοση/επιμέλεια/ικανότητα. ~ό: λεξικό/σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: ασκήσεις/διορθώσεις/παραλλαγές/παρατηρήσεις. ~ά: σημεία (βλ. απόστροφος, διαλυτικά, τόνος).|| (ως ουσ.) Κείμενο με πολλά ~ά (ενν. λάθη). ● επίρρ.: ορθογραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή [< μτγν. ὀρθογραφικός, γαλλ. orthographique, αγγλ. orthographical]
  • ορθογράφος [ὀρθογράφος] ορ-θο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. {κ. θηλ.} πρόσωπο που γράφει, χωρίς να κάνει ορθογραφικά λάθη. ΑΝΤ. ανορθόγραφος 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα ορθογραφικού ελέγχου λέξεων σε αρχεία κειμένου: αυτόματος ~. Βλ. διορθωτής. [< 1: μτγν. ὀρθογράφος 2: αγγλ. spell(ing) checker, 1980]
  • ορθογραφώ [ὀρθογραφῶ] ορ-θο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ορθογράφ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: γράφω χωρίς να κάνω ορθογραφικά λάθη: Πώς ~είται (= γράφεται σωστά) η λέξη ... ; ~ημένη: γραφή. ~ημένο: κείμενο. Βλ. -γραφώ. [< μτγν. ὀρθογραφῶ (αρχική σημ. ‘καταρτίζω σχέδιο οικοδομής καθ’ ύψος’)]
  • ορθογωνίζω [ὀρθογωνίζω] ορ-θο-γω-νί-ζω ρ. (μτβ.) {ορθογώνι-σε, ορθογωνί-στηκε, -σμένος} (σπάν.-επίσ.): κάνω κάτι (να φαίνεται) ορθογώνιο: Κατασκευή που ~ει τον χώρο. ~σμένες: πέτρες/πλάκες. ~σμένα: ξύλα.
  • ορθογωνικός , ή, ό [ὀρθογωνικός] ορ-θο-γω-νι-κός επίθ.: ορθογώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή
  • ορθογώνιος , α, ο [ὀρθογώνιος] ορ-θο-γώ-νι-ος επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που έχει ορθές γωνίες: ~ο: παραλληλεπίπεδο (: που όλες οι έδρες του είναι ~α παραλληλόγραμμα)/τραπέζιο (: με δύο ορθές γωνίες). Βλ. -γώνιος. 2. που έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου: ~ος: ναός/περίβολος/πύργος/χώρος. ~α: αίθουσα/δεξαμενή/κάτοψη. ~ο: γήπεδο/κουτί/κτίσμα/πλαίσιο/τραπέζι. Βλ. τετραγωνικός. ● επίρρ.: ορθογώνια & (λόγ.) ορθογωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: ορθογώνια πολυώνυμα: ΜΑΘ. σύστημα πολυωνύμων τα οποία είναι ορθογώνια ως προς μία μη αρνητική συνάρτηση βάρους., ορθογώνια υπερβολή: ΜΑΘ. υπερβολή της οποίας οι ασύμπτωτες είναι κάθετες μεταξύ τους. [< αγγλ. rectangular hyperbola] , ορθογώνιες συντεταγμένες: ΜΑΘ. σύστημα συντεταγμένων του οποίου οι άξονες τέμνονται κάθετα., ορθογώνιο παραλληλόγραμμο & ορθογώνιο: ΓΕΩΜ. τετράπλευρο που έχει όλες τις γωνίες του ορθές και τις απέναντι πλευρές του ίσες μεταξύ τους και παράλληλες. Βλ. κύβος., ορθογώνιο πλέγμα: ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία και επεξεργασία σχεδίων ή λογιστικών φύλλων., ορθογώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. του οποίου η μια γωνία είναι ορθή: ισοσκελές ~ ~. Βλ. αμβλυγώνιο, οξυγώνιο τρίγωνο., ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή [< μτγν. ὀρθογώνιος, γαλλ.-αγγλ. orthogonal]
  • ορθογωνισμός [ὀρθογωνισμός] ορ-θο-γω-νι-σμός ουσ. (αρσ.) (σπάν.-επίσ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του ορθογωνίζω: ~ κορμού (δέντρου)/οικοπέδου. Βλ. -ισμός, τετραγωνισμός.
  • ορθοδοντική [ὀρθοδοντική] ορ-θο-δο-ντι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα της οδοντιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, την πρόληψη και την αποκατάσταση ανωμαλιών των δοντιών και των γνάθων: αισθητική/γλωσσική ~. Βλ. γναθοχειρουργική. [< αγγλ. orthodontics, 1909, γαλλ. orthodontie, 1948]
  • ορθοδοντικός , ή, ό [ὀρθοδοντικός] ορ-θο-δο-ντι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ορθοδοντική ή τον ορθοδοντικό: ~ός: έλεγχος. ~ή: αγωγή/εξέταση/θεραπεία/μετακίνηση. ~ές: ανωμαλίες/εργασίες/συσκευές. ~ά: εμφυτεύματα/σιδεράκια. Βλ. γναθοχειρουργικός. [< αγγλ. orthodontic, 1905, γαλλ. orthodontique]
  • ορθοδοντικός [ὀρθοδοντικός] ορ-θο-δο-ντι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. επιστήμονας με ειδίκευση στην ορθοδοντική. [< αγγλ. othodontist, 1903, γαλλ. orthodontiste, 1951]
  • ορθοδοξία [ὀρθοδοξία] ορ-θο-δο-ξί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ο) η Ορθόδοξη Εκκλησία και το αντίστοιχο δόγμα της· συνεκδ. το σύνολο των μελών της: ελληνική/οικουμενική/χριστιανική ~. Οι Άγιοι/η ηγεσία/η παράδοση/οι Πατέρες/το πνεύμα της ~ας. Ο Προκαθήμενος της ~ας (: ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).|| Γιορτάζει/πενθεί η ~. Βλ. νεο~. 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) άποψη και δράση που θεωρείται κοινώς αποδεκτή, που ακολουθεί τα καθιερωμένα: επιστημονική/ιατρική/ιδεολογική/κομματική/οικονομική ~. Κατέρρευσε η παραδοσιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή της Ορθοδοξίας: ΕΚΚΛΗΣ. η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (της Μεγάλης Σαρακοστής), κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την αναστήλωση των εικόνων (843 μ.Χ.). [< μτγν. ὀρθοδοξία, γαλλ. orthodoxie, αγγλ. orthodoxy]
  • ορθόδοξος , η/ος, ο [ὀρθόδοξος] ορ-θό-δο-ξος επίθ. ΑΝΤ. ανορθόδοξος 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο) που σχετίζεται με την Ορθοδοξία: ~ος: γάμος/κλήρος/λόγος/μοναχισμός/σύλλογος/Τύπος/χριστιανισμός. ~η/ος: διδασκαλία/ενορία/ζωή/θεολογία/ιεραποστολή/κοινότητα/λατρεία/λειτουργία/μητρόπολη/νεολαία/ομολογία (: ομολογία πίστεως)/παράδοση/πίστη/πνευματικότητα. ~ο: δόγμα/ήθος/ποίμνιο/τυπικό/φρόνημα. ~οι: Άγιοι/λαοί/ναοί. ~ες: χώρες. ~α: κείμενα/μοναστήρια. Βλ. νεο~.|| (πλεοναστ.) ~ος: (Αρχι)επίσκοπος. Το ~ο Οικουμενικό Πατριαρχείο. ΑΝΤ. αιρετικός (1) 2. που θεωρείται ορθός και κατ' επέκτ. που ακολουθεί ή γίνεται σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα: ~ος: τρόπος (σκέψης). ~η: άποψη/θεώρηση/μέθοδος.|| (για πρόσ.) ~ος: κομμουνιστής/μαρξιστής. Πβ. συμβατικός. ● Ουσ.: ορθόδοξος, ορθόδοξη (ο/η) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός που είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Έλληνες ~οι (: ελληνορθόδοξοι). Το Πάσχα των ~όξων. Βλ. ετερόδοξος. ● επίρρ.: ορθόδοξα & (λόγ.) ορθοδόξως [< μτγν. ὀρθόδοξος, γαλλ. orthodoxe, αγγλ. orthodox]
  • ορθοδρομία [ὀρθοδρομία] ορ-θο-δρο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. πορεία πλοίου που πραγματοποιείται στο τόξο μέγιστου κύκλου της Γης που ενώνει δύο σημεία της και αποτελεί τη μικρότερη απόσταση μεταξύ αυτών των σημείων. Βλ. -δρομία. [< γαλλ. orthodromie, αγγλ. orthodromy]

απόστροφος

απόστροφος [ἀπόστροφος] α-πό-στρο-φος ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο του γραπτού λόγου (') στη θέση φωνήεντος που σιγήθηκε λόγω έκθλιψης, αφαίρεσης ή αποκοπής: Λέξη που παίρνει ~ο. [< μτγν. ἀπόστροφος, γαλλ.-αγγλ. apostrophe]

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

γναθοχειρουργική

γναθοχειρουργική γνα-θο-χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα της χειρουργικής η οποία έχει ως αντικείμενο τη χειρουργική αντιμετώπιση δυσπλασιών, κακώσεων και παθήσεων της γνάθου. Βλ. γναθοπροσωπικός, ορθοδοντική. [< αγγλ. maxillofacial surgery]

γναθοχειρουργικός

γναθοχειρουργικός, ή, ό γνα-θο-χει-ρουρ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη γναθοχειρουργική: ~ή: κλινική. ~ό: τμήμα (νοσοκομείου). ~ές: επεμβάσεις.

-γράφηση

-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.

-γραφώ

-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.

-γώνιος

-γώνιος, α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.

-δρομία

-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.

ετερόδοξος

ετερόδοξος, η, ο [ἑτερόδοξος] ε-τε-ρό-δο-ξος επίθ. (λόγ.): που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τον ορθόδοξο: ~ος: χριστιανός. ~η: Εκκλησία/κοινότητα.|| (ως ουσ.) Τα ανθρώπινα δικαιώματα των ~όξων. Πβ. ετερόθρησκος. Βλ. ανορθόδοξος. ΣΥΝ. αλλόδοξος ΑΝΤ. ομόδοξος (1) [< μτγν. ἑτερόδοξος, γαλλ. hétérodoxe, αγγλ. heterodox]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κύβος

κύβος κύ-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. κανονικό, πολύεδρο στερεό με δώδεκα ίσες ακμές και έξι έδρες που είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα. Βλ. κύλινδρος, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, πυραμίδα, σφαίρα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει σχήμα κύβου: πλαστικός ~. ~οι ζάχαρης/πάγου/σημειώσεων (: για το γραφείο). Βλ. ζάρι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~οι βοδινού/ζωμού κρέατος/κότας/λαχανικών.|| (στον πληθ., παιχνίδι για νήπια:) (Ξύλινοι) ~οι με αριθμούς/γράμματα/εικόνες. Κατασκευές με ~ους. 3. ΜΑΘ. η τρίτη δύναμη ενός αριθμού: Δύο στον/(λόγ.) εις τον ~ο (23) (βλ. δευτέρα, τετράγωνο).|| (μτφ.-ειρων.) Ηλιθιότητα στον ~ο (= σε μεγάλο βαθμό)! ΣΥΝ. τρίτη (3) ● Υποκ.: κυβάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: τέλειος κύβος 1. ΜΑΘ. αριθμός που είναι κύβος ακέραιου αριθμού. 2. ΓΕΩΜ. οτιδήποτε έχει ιδανικό κυβικό σχήμα. ● ΦΡ.: ο κύβος ερρίφθη (λόγ.): για τετελεσμένο γεγονός ή οριστική και αμετάκλητη απόφαση: ~ ~ για το νομοσχέδιο. [< λατ. alea jacta est] [< αρχ. κύβος]

ορθοδοντική

ορθοδοντική [ὀρθοδοντική] ορ-θο-δο-ντι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα της οδοντιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, την πρόληψη και την αποκατάσταση ανωμαλιών των δοντιών και των γνάθων: αισθητική/γλωσσική ~. Βλ. γναθοχειρουργική. [< αγγλ. orthodontics, 1909, γαλλ. orthodontie, 1948]

προβολή

προβολή προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική και έντονη παρουσίαση προσώπου, γεγονότος ή πράγματος, με σκοπό να γίνει γνωστό: διαφημιστική/παγκόσμια/τηλεοπτική/τουριστική ~. ~ στο διαδίκτυο. ~ ενός νέου αθλητή/ηθοποιού/πολιτικού/συγγραφέα/τραγουδιστή. ~ του αθλητισμού/βιβλίων/δραστηριοτήτων/έργου/ιστοσελίδας/προϊόντος (πβ. διαφήμιση, προώθηση). Δράσεις/δυνατότητες/εκδηλώσεις/εκστρατεία/στρατηγικές/σχέδια/υλικό/υπηρεσία ~ής. Δημόσιες σχέσεις και εταιρική ~. ~ του φυσικού κάλλους και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας στο εξωτερικό. Τεράστια ~ (= υπερπροβολή) του θέματος από τα ΜΜΕ. Δεν επιδιώκει την ~ του. Αποβλέπει/αποσκοπεί στην προσωπική ~. Απολαμβάνει/έτυχε ευρείας ~ής. 2. αναπαραγωγή εικόνων ή και ήχων με κατάλληλα οπτικοακουστικά μέσα πάνω σε επιφάνεια ή οθόνη· ειδικότ. παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας και συνεκδ. η ίδια η ταινία: ~ βίντεο/διαφανειών/ντοκιμαντέρ/ρεπορτάζ/τηλεοπτικού σποτ/φιλμ/φωτογραφιών. ~ αγγελιών/λίστας στο διαδίκτυο. Οθόνες/τηλεοράσεις οπίσθιας ~ής. Ειδικές/εκπαιδευτικές/επαναληπτικές/επίσημες/πρώτες/τιμητικές ~ές. Εβδομάδα ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/εγγράφων/παρουσίασης/σελίδων. Επεξεργασία και ~ των δεδομένων. ~ για εκτύπωση.|| Πήγα στην απογευματινή/βραδινή/μεταμεσονύχτια/νυχτερινή ~ (= παράσταση). Αίθουσα/ώρες ~ής. Το πρόγραμμα ~ών του φεστιβάλ. Έναρξη θερινών/χειμερινών ~ών. Έχουν προγραμματιστεί οι εξής ~ές ... 3. έκφραση, διατύπωση, συνήθ. μιας αντίθεσης: ~ αξιώσεων/απαιτήσεων/δικαιολογιών/ενστάσεων/ισχυρισμών. ~ επιχειρημάτων και διεκδικήσεων.|| Αποφεύγεται η ~ απόψεων με δογματικό τρόπο.|| ~ αντίστασης στην προέλαση του εχθρού. 4. ΨΥΧΑΝ. υποσυνείδητη μεταβίβαση προθέσεων, επιθυμιών, συναισθημάτων, ιδιοτήτων, προβλημάτων από ένα πρόσωπο στο περιβάλλον του· κατ' επέκτ. κάθε απόδοση των χαρακτηριστικών ενός πράγματος σε άλλο. 5. ΓΕΩΜ. απεικόνιση σημείου ή συνόλου σημείων σε μια επιφάνεια με συγκεκριμένη μέθοδο: παράλληλη/πλάγια ~.|| (ΜΑΘ.) ~ διανύσματος (σε διάνυσμα).|| (ΧΑΡΤΟΓΡ.) Χαρτογραφική ~ (: απεικόνιση της γήινης σφαίρας ή τμήματός της σε επίπεδο). 6. ΓΥΜΝ. μετακίνηση του ενός ποδιού, με λυγισμένο γόνατο, προς μία κατεύθυνση, συνήθ. προς τα εμπρός, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο: (στο ποδόσφαιρο) Έδιωξε την μπάλα με ~ (= τάκλιν). Βλ. προεκβολή. 7. (σπάν.-λόγ.) το να εκτείνεται κάτι προς τα εμπρός, προέκταση: (ΙΑΤΡ.) ~ της κάτω γνάθου (= προγναθισμός). 8. πρόβλεψη, εκτίμηση: δημογραφική ~. ~ στο μέλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: ισομετρική προβολή & ισομετρική απεικόνιση/προοπτική: ΓΕΩΜ. τρισδιάστατη γραφική αναπαράσταση στην οποία το επίπεδο σχεδίασης σχηματίζει ίσες γωνίες προς τις τρεις διαστάσεις του αντικειμένου., μηχανή προβολής: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που προβάλλει εικόνες και ήχο πάνω σε επιφάνεια και ειδικότ. η συσκευή που προβάλλει κινηματογραφικές ταινίες: ~ ~ διαφανειών. ΣΥΝ. προβολέας (2), ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή: ΜΑΘ. δισδιάστατη προβολή αντικειμένου στην οποία οι προβολικές ακτίνες είναι κάθετες στο επίπεδο προβολής., ταινίες α'/β' προβολής: ΚΙΝΗΜ. που παρουσιάζονται για πρώτη φορά (α') ή επαναπροβάλλονται (β')., στερεογραφική προβολή βλ. στερεογραφικός [< πβ. αρχ. προβολή ‘ώθηση προς τα μπρος, προεξοχή’, γαλλ.-αγγλ. projection]

τετραγωνικός

τετραγωνικός, ή, ό τε-τρα-γω-νι-κός επίθ.: που έχει τετράγωνο σχήμα: ~ός: χώρος. ~ή: δομή/κάτοψη/πλάκα. ~ό: κτίσμα.|| (ΜΑΘ.) ~ός: πίνακας (: που έχει τον ίδιο αριθμό γραμμών και στηλών). Βλ. διαγώνιος, κυκλικός, ορθογώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: τετραγωνική ρίζα (θετικού αριθμού χ) (σύμβ. √): ΜΑΘ. αριθμός που, όταν υψωθεί στο τετράγωνο, δίνει τον αριθμό χ: H ~ ~ του εννέα είναι το τρία. [< γαλλ. racine carrée] , τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο (συντομ. τ.μ./τ.χλμ./τ.εκ./τ.δεκ./τ. χιλ., σύμβ. m2/km2/cm2/dm2/mm2): ΜΑΘ. βασικές μονάδες μέτρησης εμβαδού: τιμή διαμερίσματος ανά ~ μέτρο. (για πληθυσμιακή πυκνότητα) ... κάτοικοι ανά ~ χιλιόμετρο.|| Μεζονέτα διακοσίων τετραγωνικών (ενν. μέτρων).|| (μτφ.-εμφατ.) Έψαξε κάθε ~ εκατοστό του σπιτιού. Βλ. κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο. [< γαλλ. mètre carré] [< μτγν. τετραγωνικός]

φωνητικός

φωνητικός, ή, ό φω-νη-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται ή συντελεί στην παραγωγή φωνής: ~ά: σήματα.|| ~ή: οδός. ~οί: μύες. ~ά: όργανα. Πβ. φωνητήριος.|| (ΜΟΥΣ., που σχετίζεται με το τραγούδι:) ~ή: μουσική (: γραμμένη για φωνές μονωδών ή χορωδιών με ή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων· βλ. οργαν-, ορχηστρ-ικός)/τέχνη. ~ό: συγκρότημα/σύνολο/ταλέντο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: τεχνικές. ~ά: μέρη (: τα χορωδιακά μέρη μιας σύνθεσης· βλ. άλτο, σοπράνο). Γυναικείο ~ό κουαρτέτο. Ερμηνεύτρια με σπάνια ~ή ποιότητα/με εκπληκτικές ~ές δυνατότητες. 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. που γίνεται μέσω φωνής ή που χρησιμοποιεί φωνή: ~ός: έλεγχος/πλοηγός. ~ή: αναγνώριση/αναζήτηση/εγγραφή/εισαγωγή/ενεργοποίηση/επικοινωνία/πύλη/συνομιλία/τεχνολογία/τηλεφωνία/υπαγόρευση. ~ές: εντολές/εφαρμογές/οδηγίες. ~ά: δεδομένα/μηνύματα (πβ. ηχητικά). Προηγμένες ~ές λειτουργίες/υπηρεσίες. 3. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τους φθόγγους ή τη φωνητική: ~ή: γραφή/διαφοροποίηση. ~ό: περιβάλλον/σύστημα. ~ές: αλλοιώσεις/μεταβολές. ~ά: χαρακτηριστικά. Βλ. γραμματ-, μορφολογ-, συντακτ-ικός. ● Ουσ.: φωνητικά (τα): ΜΟΥΣ. τα μέρη ενός μουσικού κομματιού που τραγουδιούνται: βασικά/δεύτερα/γυναικεία/οπερετικά ~. ● επίρρ.: φωνητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητική ορθογραφία: ΓΛΩΣΣ. στην οποία κάθε φθόγγος του φωνητικού συστήματος μιας γλώσσας αποδίδεται με ένα και μόνο γράφημα. Βλ. ιστορική ορθογραφία., διεθνές φωνητικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο, φωνητικές χορδές βλ. χορδή, φωνητική κλήση βλ. κλήση, φωνητική μεταγραφή βλ. μεταγραφή, φωνητική τοποθέτηση βλ. τοποθέτηση, φωνητικό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, φωνητικός κειμενογράφος βλ. κειμενογράφος [< μτγν. φωνητικός, γαλλ. phonétique, αγγλ. phonetic, γαλλ.-αγγλ. vocal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.