Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 66 εγγραφές  [0-20]


  • -βόλος επίθημα λέξεων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. {-ος/α, -ο} εκπέμπει κάτι: κεραυνο~/σπινθηρο~/φωτο~. 2. {-ος, -ο} ρίχνει, πετά κάτι: (ουσιαστικοπ.) δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~.|| Πολυ-/φλογο-βόλο. Βλ. -βολία, -βολώ.
  • -γραφος , η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
  • -γώνιος , α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
  • -δυμος, -η, -ο : λεξικό επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει τον αριθμό των παιδιών από την ίδια εγκυμοσύνη ή των όμοιων στοιχείων ενός συνόλου: δίδυμα αδέλφια.|| (ουσιαστικοπ.) Γέννησε πεντάδυμα.|| Τρίδυμος λαχνός.
  • -εδρος , η, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό, προσδιορίζοντας τον αριθμό των εδρών γεωμετρικού σώματος: πεντά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το εξά~ο. Βλ. -πλευρος.
  • -ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
  • -είς, -είσα, -έν {-έντος (θηλ. -είσης) | -έντες (ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (επίσ.): κατάληξη της μετοχής παθητικού αορίστου: η συσταθείσα επιτροπή. Το παρακρατηθέν ποσό.|| (ουσιαστικοπ.) Κατέθεσαν οι κληθέντες σχετικά με ...
  • -ετής , ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.
  • -ήμερος , η, ο: β' συνθετικό που δηλώνει χρονικό διάστημα συγκεκριμένων ημερών: δεκα~/οκτα~/τετρα~. Πενθ-ήμερη εκδρομή. Δι-ήμερο σεμινάριο.|| (ουσιαστικοπ.) Το τρι-ήμερο του Αγίου Πνεύματος.
  • -κλινος , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλινών: μονό-κλινος/τρί~/τετρά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δί-κλινο (ενν. δωμάτιο).
  • -κυκλος , η, ο (λόγ.) : β' συνθετικό που δηλώνει τον αριθμό τροχών ενός οχήματος: τρί~.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Το δί-κυκλο (= μηχανάκι). ΣΥΝ. -τροχος
  • -λεπτος , η, ο: β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας σε λεπτά: δί~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) Έφυγε πριν ένα δεκά-/δεκαπεντά-λεπτο (= τέταρτο).
  • -μαχος , η, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. μάχεται ή αντιμετωπίζει τη μάχη με έναν ορισμένο τρόπο ή από συγκεκριμένη θέση: (συνήθ. για πρόσ.) αξιό-μαχος. Φυγό-μαχος.|| (συνήθ. ουσιαστικοπ.) Οι ά-μαχοι/από~οι/παλαί~οι/σύμ~οι/υπέρ~οι.|| (μτφ.) Επί~. 2. είναι ανθεκτικό σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: πυρί~.
  • -μετρος , η, ο β' συνθετικό που συνδυάζεται με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση 1. μήκους, ύψους ή πλάτους σε μέτρα: δί-μετρος/τρί~/πεντά~/εξά~. 2. (ουσιαστικοπ.) μετρικών ποδών ή μουσικών μέτρων: δακτυλικό εξά-μετρο.
  • -μηνος , η, ο: β' συνθετικό για τη δήλωση διάρκειας ή ηλικίας σε μήνες: δί-μηνος/δωδεκά~. Βλ. -ετής.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) τρί-μηνο/εξά~. Βλ. -μηνία.
  • -ούμενος1 {ως ουσ. κ. θηλ. -ουμένη}: κατάληξη μετοχών μεσοπαθητικού ενεστώτα από ρήματα λόγιας προέλευσης σε -ούμαι: απαιτ~/επαπειλ~/ευνο~/παραπον~/προηγ~/φοβ~. Βλ. -είς, -μένος, -όμενος.|| (ουσιαστικοπ.) Κατηγορ-ούμενος. Ηγ-ουμένη. Βλ. -άμενος.
  • -παθητικός , ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο υφίσταται μία κατάσταση ή προκαλεί συγκεκριμένα συναισθήματα: τηλε~.|| (σπανιότ. ουσιαστικοπ., για ειδικό θεραπευτή) Ο/η ομοιο~/οστεο~.|| Aντι~/συμ~. Πβ. -παθής.
  • -ποδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού ποδιών αντικειμένων ή ζώων: δί-ποδη βάση (τραπεζιού).|| (ουσιαστικοπ.) Tα τετρά-ποδα.|| Tο τρί-ποδο της μηχανής.
  • -πτυχος , η, ο: επίθημα για δήλωση συνήθ. αριθμού πτυχών ή όψεων: τρί~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δίπτυχο.|| (μτφ.) Πολύπτυχη υπόθεση.
  • -σέλιδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.

-άμενος

-άμενος, η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.

-βολία

-βολία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. διάχυση, εκπομπή: ακτινο~/φωτο~. 2. ρίψη, πέταγμα: δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~. Βλ. -βόλος, -βολώ.

-ετής

-ετής, ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.

-μηνία

-μηνία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση περιόδου συγκεκριμένου αριθμού μηνών: δι~/τρι~/εξα~. Βλ. -ετία, -μηνος.

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

-πλευρος

-πλευρος, η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.

-φυλλος

-φυλλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι. 2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος. 3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.

-χρονος

-χρονος, η, ο β' συνθετικό που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκά~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) (Το) πεντά~ο. Τα εξηντά~α (: για συμπλήρωση εξήντα χρόνων από ορισμένο γεγονός).|| Δί~η φοίτηση (πβ. -ετής). 2. συγκεκριμένη χρονική σχέση: ισό~/ταυτό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) προτερό~ο/υστερό~ο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.