Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 93 εγγραφές  [0-20]


  • ζω1 [ζῶ] ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ζεις ..., μτχ. ζων, ζώσα, ζων (βλ. λ.) | ζούσα, έζη-σα, ζή-σω, ζώντας} 1. έχω ζωή ως οργανισμός· παραμένω ζωντανός: ~σε πολλά χρόνια/ως τα βαθιά γεράματα. -Πότε ~σε; - ~σε τον 19ο αι. Η ελιά ζει αιώνες (βλ. αιωνόβιος). Ένας σκύλος μπορεί να ~σει από 12 ως 17 χρόνια. Ζει (= αναπνέει, ανασαίνει, είναι ζωντανός) ακόμη, δεν έχει ξεψυχήσει. Αν και βαριά τραυματισμένος, τελικά ~σε (= επιβίωσε). Τον άφησε να ~σει (: δεν τον σκότωσε). Όσο ~, μαθαίνω. (σε όρκους:) Να μη ~σω, αν ...! (παρενθετικά, σε παράκληση:) Πες μου, να ~σεις, τι βλέπεις εκεί;|| Η ψυχή ζει αιώνια.|| (μτφ.) Θα ζει (= μείνει) για πάντα στις καρδιές/στη μνήμη μας (: δεν θα τον ξεχάσουμε). Ο ... ζει (: για προσωπικότητα, που συνεχίζει να ασκεί επιρροή και μετά θάνατον). ΑΝΤ. πεθαίνω (1) 2. διαμένω, κατοικώ· ειδικότ. συμβιώνω με κάποιον: ~ στο εξωτερικό/στην επαρχία/στο κέντρο/στα περίχωρα/στα προάστια/σε χωριό. ~ σε διαμέρισμα/μεζονέτα/πολυκατοικία. Ζει μόνος.|| ~ με την αδερφή (πβ. συγκατοικώ)/με τους γονείς/με τη φίλη μου (πβ. συζώ).|| (για ζώα) Ζουν στα δάση/στις λίμνες. 3. συντηρούμαι ή συντηρώ κάποιον, εξασφαλίζοντας αρκετά χρήματα για φαγητό, στέγη, ρουχισμό: ~ από τη δουλειά/τα εισοδήματά/τις οικονομίες μου. Ζει με δανεικά/χαρτζιλίκι. Ζει εις/σε βάρος μας. Τα λεφτά που παίρνει δεν φτάνουν για να ~σει (πβ. φυτοζωώ, ψευτοζώ).|| Προσπαθεί να ~σει τα παιδιά της με έναν μισθό. Τον ζουν οι γονείς του. Πβ. (δια)τρέφω. 4. ακολουθώ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής: Ζει έντονα/επικίνδυνα/υγιεινά/φτωχικά. Ζούσαν ειρηνικά. Ζει σαν αγρίμι/άρχοντας/βασιλιάς/ερημίτης/πασάς. Ζει (= διάγει) (μια) άνετη/ήρεμη/μοναχική/μονότονη/πολυτελή ζωή. Ζει μέσα στη βρομιά/στα πλούτη/στη χλιδή. ~ για το θέατρο/τα παιδιά μου/το σήμερα/το τώρα.|| Ζουν σε αγέλη (: για ζώα)/κοπαδιαστά (: για ψάρια)/σε σμήνη (: για πουλιά). 5. βιώνω εμπειρία ή συναίσθημα, ειδικότ. με ένταση, σε βάθος: ~ την κάθε ημέρα σαν να είναι η τελευταία (: έντονα και συνειδητά). ~ καθημερινά ένα δράμα. Έχει ~σει τον έρωτα (πβ. γεύομαι, γνωρίζω, δοκιμάζω). ~σαμε (= περάσαμε) την Κατοχή/την πείνα/τον πόλεμο/τη φτώχεια. ~σαμε σκηνές πανικού και φρίκης. ~σαν από κοντά την τραγωδία. ~σαν από πρώτο χέρι τα δραματικά γεγονότα. ~σε τη χαρά της επιστροφής στην πατρίδα. Τον έχω ~σει από κοντά και τον ξέρω.|| ~ (= απολαμβάνω) την κάθε στιγμή/το όνειρό μου. Άσε με να ~σω, μη με καταπιέζεις! Ζει τον ρόλο του (: ταυτίζεται με αυτόν). ● ΦΡ.: ... ζεις, εσύ μας οδηγείς!: ως σύνθημα για αποθανόντα ηγέτη ή (συν)αγωνιστή κυρ. σε πολιτικές πορείες ή γήπεδα., έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα: στερεότυπη φράση που σηματοδοτεί το αίσιο τέλος παραμυθιού: Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν και ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Το πρόβλημα λύθηκε και ~ ~., ζει (ή πέθανε); (προφ.): για πρόσωπο που δεν δίνει σημεία ζωής: Τον έχουμε χάσει από την παρέα· ~ ~; Έλα, τι έγινες, ζεις;, ζει σε άλλη εποχή (προφ.-ειρων.): είναι εκτός πραγματικότητας, δεν συμβαδίζει με τις σύγχρονες τάσεις., να ζει κανείς ή να μη ζει;: ως φιλοσοφικό ερώτημα: ~ ~ (ιδού η απορία). [< αγγλ. tο be or not to be] , να ζήσεις/να (σου) ζήσει!: ως ευχή σε κάποιον για τον ίδιο ή για το παιδί του: (για εορτάζοντα) Χρόνια σου πολλά! ~ ~ και να ευτυχήσεις! Να σου/σας ζήσει (: το παιδί)!|| (για νεόνυμφους:) Να ζήσετε! Να σας ζήσουν!, πού ζεις; (οικ.-ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι εκτός τόπου και χρόνου: Δεν το ξέρεις; Μα καλά ~ ~;, (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη βλ. στέγη, από τον Άρη κατέβηκε;/στον Άρη ζει; βλ. Άρης, βαριέμαι που ζω βλ. βαριέμαι, είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του βλ. κόσμος, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, ζω/μένω/είμαι στη σκιά βλ. σκιά, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, ξέρει να ζει (τη ζωή του/της) βλ. ξέρω, ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος βλ. άρτος, πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα βλ. πετώ, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι ● βλ. ζην, ζήτω [< αρχ. ζῶ]
  • ζω2 ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. φθόγγος της βυζαντινής μουσικής που αντιστοιχεί στο σι της ευρωπαϊκής. Βλ. πα2.
  • ζωαγορά ζω-α-γο-ρά ουσ. (θηλ.): τόπος στον οποίο γίνονται αγοραπωλησίες ζώων, κυρ. των κατάλληλων για εκτροφή ή γεωργικές εργασίες. Βλ. -αγορά, πετ σοπ.
  • ζωάκι ζω-ά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) μικρό σε μέγεθος ζώο. Πβ. ζούδι. 2. (κατ' επέκτ.) παιχνίδι ή αντικείμενο μικρών διαστάσεων με μορφή ζώου: χνουδωτό ~. Λούτρινα και πάνινα ~ια. Βλ. αρκουδάκι.
  • ζωγραφιά ζω-γρα-φιά ουσ. (θηλ.): σχεδίαση ή χρωματική αναπαράσταση ενός θέματος πάνω σε επιφάνεια, συνήθ. σε χαρτί: παιδική ~. Χριστουγεννιάτικες ~ιές. ~ιές με θέμα τη θάλασσα/στον τοίχο. Βιβλίο με ~ιές (= εικονογραφημένο). Πβ. εικόνα, εικονογράφημα, παράσταση, σκίτσο, σχεδίασμα, σχέδιο. ● ΦΡ.: μια/μία σκέτη/σωστή ζωγραφιά: για κάτι που είναι πολύ όμορφο: Το νησί φαντάζει από ψηλά ~ ~. Το πρόσωπό της είναι ~ ~. [< μεσν. ζωγραφία]
  • ζωγραφίζω ζω-γρα-φί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζωγράφι-σα, ζωγραφί-σει, -στηκε, -στεί, ζωγραφίζ-οντας, ζωγραφι-σμένος} 1. απεικονίζω, αναπαριστώ ένα θέμα πάνω σε επιφάνεια, συνήθ. με χρώματα: Ο καλλιτέχνης ~ει κυρίως θαλασσινά τοπία/πορτρέτα/νεκρή φύση. Σταμάτα να ~εις στους τοίχους. Πβ. σχεδιάζω. Βλ. ιχνογραφώ. 2. ασχολούμαι επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική: Στον ελεύθερό του χρόνο ~ει. 3. (μτφ.-προφ.) κάνω κάτι με τρόπο που προκαλεί τον θαυμασμό, τον εντυπωσιασμό των άλλων: Τι φοβερό ήταν αυτό που είπες; ~σες πάλι!|| Η ομάδα ~ει στο γήπεδο. Πβ. κάνει παπάδες. 4. (μτφ.) παρουσιάζω, προβάλλω κάτι με ακρίβεια και σαφήνεια: ~σε με τα μελανότερα χρώματα τα τραγικά γεγονότα. Η λύπη ήταν ~σμένη στα πρόσωπά τους. ● ΦΡ.: ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους βλ. άγγελος [< 1, 2: μεσν. ζωγραφίζω]
  • ζωγραφική ζω-γρα-φι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η εικαστική τέχνη της δισδιάστατης χρωματικής συνήθ. απεικόνισης ενός θέματος σε επιφάνεια: ατελιέ/διαγωνισμός/έκθεση/εργαστήριο/μάθημα/μπλοκ/πίνακας/τεχνική/υλικά (: καβαλέτο/μουσαμάς/πινέλα/χρώματα) ~ής. ~ για παιδιά. ~ με το στόμα και το πόδι (: για ΑΜΕΑ). Σπούδασε ~ και σχέδιο. Βλ. γλυπτική.|| Πανέμορφες ~ές (= ζωγραφιές). Βλ. ακουαρέλα, ελαιο-, υδατο-γραφία. 2. το σύνολο της ζωγραφικής παραγωγής χώρας, χρονικής περιόδου, τεχνοτροπίας ή καλλιτεχνικού ρεύματος: αμερικανική/ευρωπαϊκή ~.|| Αναγεννησιακή ~. ~ του 20ού αιώνα.|| Αφηρημένη/διακοσμητική/ιμπρεσιονιστική/λαϊκή/μνημειακή ~. 3. το ιδιαίτερο ύφος που χαρακτηρίζει τα έργα ενός ζωγράφου: Η ~ του διακρίνεται για τον πλούτο των χρωμάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: μεταφυσική ζωγραφική βλ. μεταφυσικός [< 1: μτγν. ζωγραφική]
  • ζωγραφικός , ή, ό ζω-γρα-φι-κός επίθ.: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που σχετίζεται με τον ζωγράφο, το έργο του ή τη ζωγραφική: ~ός: διάκοσμος (ναού)/πίνακας. ~ή: παράδοση/τέχνη. ~ό: ταλέντο/ύφος. ~ές: (ανα)παραστάσεις/συνθέσεις. ~ά: μέσα. Ξεχωριστή θέση στη ~ή παραγωγή του ... κατέχουν οι προσωπογραφίες. Βλ. ανάγλυφος, γλυπτός, ψηφιδωτός. [< αρχ. ζωγραφικός]
  • ζωγράφισμα ζω-γρά-φι-σμα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) ζωγράφημα: η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζωγραφίζω: ~ των αβγών. Πβ. ζωγραφική, σχεδίαση.|| Εκθέτουν ~ατα. Πβ. ζωγραφιά, σχεδίασμα.
  • ζωγραφιστός , ή, ό ζω-γρα-φι-στός επίθ. 1. που έχει ζωγραφιστεί: ~οί: τοίχοι. ~ά: ταβάνια. ΣΥΝ. ζωγραφισμένος. 2. πολύ όμορφος, που μοιάζει να τον έχουν ζωγραφίσει: ~ά: μάτια. Είναι μία κούκλα ~ή! ΣΥΝ. πανέμορφος ● ΦΡ.: ούτε ζωγραφιστό (δεν θέλω) να τον βλέπω (προφ.-επιτατ.): για κάποιον τόσο αντιπαθή, που είναι ανεπιθύμητη η επαφή μαζί του: Μετά τα προσβλητικά λόγια που της είπε, δεν θέλει να τον βλέπει ούτε ~ (: της προκαλεί αποστροφή). [< 1: μεσν. ζωγραφιστός]
  • ζωγράφος ζω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική: αυτοδίδακτος (βλ. ναΐφ)/εξπρεσιονιστής/λαϊκός ~.~ (του) δρόμου. ~ τοιχογραφιών (= τοιχογράφος). Πορτρέτα από τη ~ο ... Βλ. κολορίστας.|| (μτφ., για λογοτέχνη) ~ της ζωής και των ηθών της εποχής του (: που περιγράφει με παραστατικότητα). Βλ. -γράφος, καλλιτέχνης. [< αρχ. ζωγράφος]
  • ζωδιακός , ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]
  • ζώδιο ζώ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {ζωδί-ου | -ων} 1. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. καθένας από τους αστερισμούς οι οποίοι αντιστοιχούν στα δώδεκα μέρη του ζωδιακού κύκλου και θεωρείται ότι επιδρούν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη ψυχοσύνθεση του ατόμου που έχει γεννηθεί την ανάλογη χρονική περίοδο: τα ~α του αέρα (: Δίδυμοι, Ζυγός, Υδροχόος)/της γης (: Ταύρος, Παρθένος, Αιγόκερως)/του νερού (: Καρκίνος, Σκορπιός, Ιχθύς)/της φωτιάς (: Κριός, Λέων, Τοξότης). Ο Άρης φεύγει από/εγκαταλείπει το ~ των Ιχθύων. Ο Ήλιος/η Σελήνη βρίσκεται στο/περνά από το ~ του Καρκίνου. Ανήκει στο ~ του Λέοντα/της Παρθένου. Τι ~ είσαι; Πιστεύεις στα ~α;|| (προφ.) Ακούω/διαβάζω τα ~α (: τις αστρολογικές προβλέψεις). Βλ. πλανήτης, ωροσκόπιο, ωροσκόπος. 2. ΑΣΤΡΟΛ. (συνεκδ.) το σύμβολο που αναπαριστά καθέναν από τους δώδεκα αστερισμούς: Φορούσε ένα μενταγιόν με το ~ό του. [< αρχ. ζῴδιον]
  • ζωεμπόριο ζω-ε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): εμπόριο ζώων.
  • ζωέμπορος ζω-έ-μπο-ρος ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) ζωέμπορας: πρόσωπο που εμπορεύεται ζώα. Βλ. -έμπορος. [< γερμ. Viehhändler]
  • ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων.ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]
  • ζωηράδα ζω-η-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (προφ.): έντονη ενεργητικότητα, ζωντάνια: παιδί γεμάτο/όλο ~. ~ και ευκινησία. Πβ. ζωηρότητα.|| (συνεκδ.) Άσε τις ~ες (: αταξίες, παιδιαρίσματα). Βλ. -άδα.
  • ζωηρεύω ζω-η-ρεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζωήρε-ψε, ζωηρέ-ψει, ζωηρεύ-οντας} 1. γίνομαι περισσότερο δραστήριος, ενεργητικός, ευκίνητος ή άτακτος: Μετά την αρρώστια, ~ψε (= ζωογονήθηκε, τονώθηκε) ξανά. Αν και ήταν ήσυχο παιδί, τελευταία έχει ~ψει πολύ (ΑΝΤ. φρονιμεύω). 2. προσδίδω ζωντάνια, ένταση σε κάτι, κάνω κάτι πιο ενδιαφέρον: Οι εκπτώσεις έχουν ~ψει την κίνηση στην αγορά. 3. {στο γ' πρόσ.} αποκτώ μεγαλύτερη ένταση, ζωντάνια: Όλο και περισσότερο ~ει το ενδιαφέρον του κοινού για ... Πβ. ανάβω.|| Τα φυτά ~ψαν μετά τη βροχή (: αναζωογονήθηκαν). 4. προβαίνω σε εντονότερες εκδηλώσεις ερωτικού ενδιαφέροντος: Έχει ~ψει (= πονηρέψει) πολύ τον τελευταίο καιρό. Όλο κομπλιμέντα είναι!
  • ζωηρός , ή, ό ζω-η-ρός επίθ. 1. που εκφράζει ένταση ή χαρακτηρίζεται από αυτή· έντονος: ~ή: ανησυχία/αντίθεση/εικόνα/επιθυμία/φαντασία. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: αναμνήσεις. Δημοσίευμα που προκάλεσε ~ή αίσθηση/εντύπωση.|| ~ός: διάλογος/ρυθμός (= χαρούμενος)/χορός. ~ή: ατμόσφαιρα/κίνηση/συζήτηση. ~ό: βήμα (= γοργό)/περπάτημα/χειροκρότημα (= ενθουσιώδες).|| ~ή: έκφραση. ~ό: βλέμμα/ύφος.|| ~ή: λάμψη/φλόγα. ~ό: φως (= δυνατό). ~ά: χρώματα (= χτυπητά). Πβ. λαμπερός, φωτεινός. 2. που είναι γεμάτος ζωντάνια και ενεργητικότητα και ειδικότ. (για παιδιά ή ζώα) πολύ κινητικός και άτακτος: ~ός: χαρακτήρας. ~ό: πνεύμα. Εύθυμος και ~ άνθρωπος. Πβ. δραστήριος, ενεργητικός.|| ~ό: μωρό/παιδί. Είναι πολύ ~ και σκανδαλιάρης (πβ. απείθαρχος). ~ό και παιχνιδιάρικο σκυλί. ΑΝΤ. φρόνιμος. 3. που έχει έντονη ερωτική διάθεση και δραστηριότητα: Από μικρή ήταν ~ή. Πβ. ερωτιάρης. Βλ. -ηρός. ● Υποκ.: ζωηρούλης , α, -ικο/-ι, ζωηρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: ζωηρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. ζωηρός]
  • ζωηρότητα ζω-η-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ζωηρού: νεανική ~. ~ κινήσεων. Πβ. ζωηράδα.|| (μτφ.) Η ~ της αφήγησης (πβ. γλαφυρ-, παραστατικ-ότητα)/του πνεύματος. Ο πίνακας εντυπωσιάζει με τη ~ των χρωμάτων του. Πβ. ζωντάνια. Βλ. -ότητα.

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

-αγορά

-αγορά: β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην αγορά: κεφαλαι~/κτηματ~/χρηματ~.|| (για τόπο διάθεσης προϊόντων:) Kρεατ~/λαχαν~/ψαρ~.

άγριος

άγριος, α, ο [ἄγριος] ά-γρι-ος επίθ. {άγρι-ου κ. -ίου, (θηλ.) -ας κ. -ίας} 1. που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί ή (για φυτό) που δεν καλλιεργείται και κατ' επέκτ. που σχετίζεται με ή προέρχεται από άγριο είδος: ~ος: χοίρος (= αγριόχοιρος). ~α: γάτα. ~ο: άλογο/θήραμα (π.χ. μπεκάτσα)/θηρίο (λ.χ. λιοντάρι). ~οι: πληθυσμοί (όπως: ταράνδων). ~α: είδη/ζώα. ΣΥΝ. αδάμαστος, ανήμερος, ατίθασος. ΑΝΤ. εξημερωμένος, ήμερος.|| ~α: τριανταφυλλιά/φράουλα. ~α: βότανα/λουλούδια/ραδίκια/χόρτα. Πβ. αυτοφυής. Βλ. φυτευτός.|| ~α: βλάστηση/πανίδα/φύση. ~ο: παρθένο δάσος (πβ. άβατο, απάτητο).|| (μειωτ.) ~α φυλή (πβ. απολίτιστη, βάρβαρη, πρωτόγονη). Βλ. ημι~. 2. επιθετικός, ατίθασος, σκληρός, αγενής: ~ος: λαός (πβ. πολεμικός, πολεμοχαρής)/σκύλος. ~α: νεολαία (πβ. χούλιγκαν)/όψη. ~ο: βλέμμα (= αγριωπό, βλοσυρό)/ύφος. ~ες: διαθέσεις. ~α: ένστικτα/ήθη. Μας κοίταζε με ~ο μάτι.|| (ως ουσ.) Φυλή ~ίων. Βλ. πρωτόγονος. 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, ορμητικός, σφοδρός: ~ος: αγώνας (πβ. σκληρός)/άνεμος/ανταγωνισμός (πβ. αμείλικτος)/θάνατος (πβ. μαρτυρικός, τραγικός, φριχτός)/καιρός/καβγάς (πβ. χοντρός)/ξυλοδαρμός (πβ. βάναυσος, βίαιος)/πόλεμος. ~α: δολοφονία (πβ. αποτρόπαια, ειδεχθής, στυγνή)/θάλασσα (πβ. τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένη)/νύχτα/χαρά (πβ. μεγάλη). ~ο: γλέντι (πβ. ξέφρενο)/θέαμα (πβ. απάνθρωπο)/κυνηγητό/μεθύσι (πβ. άσχημο, τρελό). ~α: βασανιστήρια/κύματα (= μανιασμένα)/νερά (ποταμού, πβ. ορμητικά). Έρχονται/ξημερώνουν ~ες μέρες (πβ. δύσκολες). 4. (μτφ.) απόκρημνος, άγονος, αφιλόξενος, δύσβατος: ~α: ακρογιαλιά (πβ. βραχώδης). ~ο: βουνό/τοπίο. ~α: βράχια (πβ. απότομα). 5. σκληρός, τραχύς: ~α: επιδερμίδα/επιφάνεια (ΑΝΤ. λεία)/υφή/φωνή. ~ο: δέρμα (ΑΝΤ. απαλό)/μουστάκι (=αρειμάνιο). ~α: γένια (πβ. αξύριστα)/μαλλιά (πβ. ξηρά)/χέρια (ΑΝΤ. μαλακά). ● Υποκ.: αγριούτσικος , η, ο ● επίρρ.: άγρια & (λόγ.) αγρίως 1. (κυριολ.) με αγριότητα ή και βαρβαρότητα, βαναυσότητα, ωμότητα: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~. Με κοιτάζει/τσακώθηκαν άγρια. 2. (μτφ.) με μεγάλη ένταση ή σε μεγάλο βαθμό (συχνά για κάτι που γίνεται συστηματικά, προκλητικά ή απροκάλυπτα): Αποδοκιμάστηκε/φορολογούνται ~. Μας δουλεύουν αγρίως/την πάτησα ~.|| (αργκό) Σπάστηκα ~. Τα έχω πάρει ~. Του τα έχωσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ζωή: το σύνολο των ζώων κυρ. και των φυτών που αναπτύσσονται σε φυσικές συνθήκες: καταφύγια/παράνομο εμπόριο/πάρκα/προστασία της ~ας ~ής. Κλιματικές αλλαγές και ~ ~. Δάσος/υγρότοπος με πλούσια ~ ~. Βλ. οικοσύστημα. [< αγγλ. wildlife] , Άγρια Δύση βλ. δύση, άγρια ομορφιά βλ. ομορφιά, άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα (παροιμ.): για κάποιον που επιδιώκει να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα άλλου ή να επιβάλει τις απόψεις του: Ε, δεν θα μας πουν και οι νέοι υπάλληλοι πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας! ~ ~!, ιστορίες για αγρίους (μειωτ.): για βάρβαρες, αλλόκοτες, απίστευτες ή φανταστικές καταστάσεις., κάνει τον άγριο: παριστάνει τον σκληρό, τον ευέξαπτο., έγινε άγρια θάλασσα βλ. θάλασσα, με το κακό/με το άγριο βλ. κακό [< αρχ. ἄγριος, γαλλ. sauvage]

αγώνας

αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]

-άδα

-άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~. 2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~. 3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~. 4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~. 5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

ακουαρέλα

ακουαρέλα [ἀκουαρέλα] α-κου-α-ρέ-λα ουσ. (θηλ.) ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. 1. τεχνική ζωγραφικής ή σχεδιασμού που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυμένα σε νερό και συνεκδ. ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με την αντίστοιχη τεχνική: μολύβι/μπλοκ/χαρτί ~ας.|| Αυθεντική ~. ΣΥΝ. υδατογραφία 2. νερομπογιά. 3. χαρτί για ζωγραφική με χρώματα που διαλύονται σε νερό: Τα σχέδια έγιναν σε ~. [< γαλλ. aquarelle]

άλας

άλας [ἅλας] ά-λας ουσ. (ουδ.) {άλ-ατος | -ατα, -άτων} 1. (λόγ.) αλάτι: καθαρτικό/ορυκτό ~. Επεξεργασία/κρύσταλλοι ~ατος. Η αυξημένη πρόσληψη ~ατος σχετίζεται με την υπέρταση. 2. ΧΗΜ. {συνήθ. στον πληθ.} χημική ένωση που προκύπτει από αντίδραση εξουδετέρωσης μεταξύ οξέος και βάσης ή από την επίδραση οξέος ή βάσης επί μετάλλου: ανθρακικό/θειικό/νιτρικό/πυριτικό/φθοριούχο/φωσφορικό ~. ~ ασβεστίου/καλίου/μαγνησίου/χαλκού. Ανόργανα/βασικά/βιοχημικά/ένυδρα/κρυσταλλικά/όξινα/ουδέτερα/σύμπλοκα ~ατα. Τροφές πλούσιες σε ~ατα. Υψηλή/χαμηλή συγκέντρωση ~άτων.άλατα (τα): στοιχεία που συσσωρεύονται στις αρθρώσεις του σώματος ή σε αντικείμενα ή περιέχονται στο νερό: ~ στον αυχένα. Τα ~ του ιδρώτα. Τα χολικά ~ εκκρίνονται από το συκώτι.|| Σκληρά ~. ~ πλυντηρίου πιάτων. Μαλακό νερό, με χαμηλή περιεκτικότητα σε ~. Ο σωλήνας έπιασε ~ (πβ. πουρί).|| ~ μπάνιου. Χαλαρωτικό λουτρό με θαλάσσια ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αττικόν άλας (απαρχαιωμ.): παιγνιώδης και πνευματώδης τρόπος έκφρασης., κυανικά άλατα βλ. κυανικός, μεταλλικά άλατα/στοιχεία βλ. μεταλλικός ● ΦΡ.: το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής (ΚΔ): για κάτι πολύ σημαντικό που δίνει νόημα, ενδιαφέρον στη ζωή, ζωτικής σημασίας στοιχείο: Τα δάση και οι υδροβιότοποι είναι ~ της γης. Πβ. εκ των ων ουκ άνευ, το άλφα και το ωμέγα., μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη [< 1: αρχ. ἅλας 2: γερμ. Salz, γαλλ. sel]

αλλάζω

αλλάζω [ἀλλάζω] αλ-λά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άλλα-ζε, άλλα-ξε, αλλά-χτηκε κ. -χθηκε, -γμένος, αλλάζ-οντας} 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση, μεταβάλλομαι: ~ άποψη/γνώμη/ιδέα/τους όρους της διαθήκης/το περιεχόμενο (ΣΥΝ. τροποποιώ, πβ. παρ~)/ρυθμούς/συμπεριφορά/το σύστημα/τις τιμές/τρόπο ζωής/χρώμα μαλλιών. Αυτό το κούρεμα σε ~ει (: σε κάνει άλλον άνθρωπο). Μην ~ξεις τίποτα! Η εμπειρία αυτή/ο χρόνος με ~ξε. Η μπάλα/το πλοίο ~ξε πορεία. Το αρχικό κείμενο ~χτηκε (= αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε).|| ~ει η διαδικασία/η διάθεση/ο κανονισμός/το κλίμα/η νοοτροπία. Ο κόσμος δεν ~ει από τη μια στιγμή στην άλλη. ~ουν τα δεδομένα/οι προτιμήσεις/τα σχέδια. ~ αισθητά/απότομα/αυτόματα/γρήγορα/δραματικά/δραστικά/ριζικά. Ο καιρός από αύριο θα ~ξει. Η διατροφή μας/η ζωή σήμερα έχει ~ξει. Δεν έχεις ~ξει καθόλου (ως φιλοφρόνηση σε γνωστά πρόσωπα που συναντά κανείς ύστερα από πολλά χρόνια)! Τι θα ~ζε αν ... Δεν έχει ~ξει τίποτα. Πολλά έχουν ~ξει από τότε. Και τι θα ~ξει; Πβ. διαφοροποιώ, μετα-μορφώνω, -σχηματίζω, -τρέπω, τροποποιώ. 2. αντικαθιστώ, αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο: ~ αριθμό (τηλεφώνου)/αυτοκίνητο (: αγοράζω άλλο)/γραμματοσειρά/(για φίδι ή έντομο) δέρμα/διαβατήριο/διεύθυνση (= μετακομίζω)/δρομολόγιο/τους επιδέσμους (σε πληγή)/έπιπλα/θέση/κανάλι (πβ. ζάπινγκ)/λάδια (σε αυτοκίνητο)/λάμπα (: την καμένη με καινούργια)/λάστιχα/όνομα/πίστη (= θρησκεία, πβ. αλλαξοπιστώ)/σεντόνια/σταθμό (συνήθ. στο ραδιόφωνο)/σχολείο/το τραπεζομάντιλο (= βάζω καθαρό)/τρένο (= επιβιβάζομαι σε άλλο)/υπηκοότητα. ~ξε ταχύτητα. Έχει ~ξει τρία σπίτια και δύο δουλειές. Η εταιρεία ~ξε ιδιοκτήτες.|| Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το ~ξεις (: να επιστρέψεις το προϊόν στο κατάστημα και να πάρεις κάτι άλλο στην ίδια τουλάχιστον τιμή).|| ~ξε η ώρα/ο υπουργός/το ωράριο από θερινό σε χειμερινό/ο χρόνος. Τα σχολικά βιβλία θα ~ξουν. 3. ανταλλάσσω: Θες ν’ ~ξουμε θέσεις/τηλέφωνα;|| (προφ.) Μπορείτε να μου ~ξετε ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ (: να μου κάνετε ψιλά, να μου το χαλάσετε); Θα ~ξω χρήματα στην τράπεζα (: για συνάλλαγμα). ~ξαν πλαστά δολάρια σε/με ευρώ. 4. βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα ή βοηθώ κάποιον να το κάνει: Περίμενε ν’ ~ξω (φόρεμα) και φύγαμε!|| Ο μπαμπάς ~ει το μωρό (: τις λερωμένες πάνες). Ο ασθενής πρέπει να ~χτεί. ● ΦΡ.: αλλάζει πρόσωπο: μεταβάλλεται η δομή, η μορφή του: Η πόλη ~ ~ και εκσυγχρονίζεται. Η ιστοσελίδα ~ξε ~ μετά τον ανασχεδιασμό της., αλλάζει τα λόγια του (αρνητ. συνυποδ.): τροποποιεί, αναιρεί τα όσα είπε, λέει άλλα: Γιατί, άραγε, τώρα ~ ~; Υπόσχεται πράγματα και μετά τα αλλάζει (: δηλώνει το ακριβώς αντίθετο)., αλλάζει τους άντρες/τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: συνάπτει πολύ συχνά εφήμερες ερωτικές σχέσεις., αλλάζει χέρια: περνά σε άλλον ιδιοκτήτη, αποκτά νέο: Η εταιρεία ~ ~. [< αγγλ. change hands] , αλλάζουν οι καιροί: οι καταστάσεις μεταβάλλονται (συχνά προς το αντίθετο): Βρε πώς ~ ~! Εσύ δεν την ήθελες και τώρα τρέχεις από πίσω της;, αλλάζω δρόμο {συνήθ. στον αόρ.} 1. & αλλάζω πεζοδρόμιο: τροποποιώ την πορεία μου, για να αποφύγω κάποιον: Μόλις με είδε, ~ξε ~. 2. (μτφ.) ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση: Όταν είδαν τα σκούρα, ~ξαν ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα (μτφ.): αλλάζω τρόπο σκέψης ή συμπεριφορά, κάνω στροφή στη ζωή μου: Από τη στιγμή που έπιασα δουλειά, η ζωή μου ~ξε πορεία/ρότα. Πρέπει να ~ξεις σελίδα/ζωή και να τον ξεχάσεις., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου): ξεφεύγω από τη ρουτίνα: Πρέπει να φύγω από εδώ, ν' ~ξω ~. Πήγαινε μια βόλτα να ξεσκάσεις και ν' ~ξεις ~., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά (λαϊκό): αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Δεν ~ει τροπάρι. Για ~ξε ~, φτάνει πια αυτή η γκρίνια!, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση: αλλάζω θέμα από αμηχανία, για να βγω από τη δύσκολη θέση: ~σε ~ έξυπνα/τεχνηέντως και δεν απάντησε σ' αυτό που τον ρώτησα., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες: μεταβάλλω τη γνώμη, τη νοοτροπία ή την ιδεολογία κάποιου, τον μεταπείθω: Πήρε την απόφασή του· ό,τι και να κάνεις, δεν του ~εις μυαλά. Αγύριστο κεφάλι, δύσκολα του ~εις ιδέες., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς (παροιμ.): για επιφανειακή και όχι ουσιαστική μεταβολή. Πβ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα (μτφ.): αισθάνθηκε έντονη αμηχανία, θυμό, ζήλια (άσπρισε, κοκκίνισε, κιτρίνισε, πρασίνισε, χλόμιασε): Μόλις του ζήτησα να βγούμε, ~ξε ~., δεν τον/την/το αλλάζω με τίποτα: για κάποιον ή κάτι αναντικατάστατο, πολύτιμο, πολύ χρήσιμο: Την αγάπη του κόσμου δεν την ~ ~., το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα: για επανατοποθέτηση σε ένα θέμα: Θέλεις κι εσύ μερίδιο; Ε, τότε ~ ~. Αν το φτιάξεις μόνος σου, ~ ~., αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα [< μεσν. αλλάζω, αγγλ. change, γαλλ. changer, γερμ. ändern]

ανάγλυφος

ανάγλυφος, η, ο [ἀνάγλυφος] α-νά-γλυ-φος επίθ. 1. που είναι σκαλισμένος, σχεδιασμένος, δουλεμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά του: ~ος: κωδικός αριθμός κάρτας/χάρτης (: βλ. ανάγλυφο). ~η: αναπαράσταση/διακόσμηση/εικόνα/εκτύπωση (βλ. αναγλυφοτυπία)/μορφή/προτομή. ~ο: σύμβολο/σχέδιο. ~α: γράμματα. ~η γραφή (βλ. Μπράιγ). Οικόσημο με ~ο δικέφαλο αετό. Παραστάσεις ~ες σε μάρμαρο/ξύλο. Βλ. λείος. 2. (μτφ.) που αποδίδεται με ακρίβεια, ζωντάνια και εκφραστικότητα: ~η: διήγηση/περιγραφή. Μας έδωσε ~η την εικόνα της κατάστασης. Αφήγηση που αποτυπώνει με ~ο τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής. Πβ. γλαφυρός. ΣΥΝ. παραστατικός ● Ουσ.: ανάγλυφο (το) 1. ΚΑΛ.ΤΕΧΝ.-ΑΡΧΑΙΟΛ. γλυπτή απεικόνιση: αβαθές ή χαμηλό ~. Αναθηματικό/αρχιτεκτονικό/έκτυπο/ενεπίγραφο/επιτύμβιο/μαρμάρινο/ξύλινο/πέτρινο/πρόστυπο ~. Τα ~α του Παρθενώνα. Βλ. γλυπτό, λιθ~. 2. ΓΕΩΜΟΡΦ. οι ανωμαλίες του εδάφους, τα υψομετρικά και μορφολογικά του στοιχεία· ειδικότ. η τρισδιάστατη αναπαράστασή τους (σε χάρτη): ορεινό/γήινο/υποθαλάσσιο ~.|| Τοπογραφικό/ψηφιακό ~. [< γαλλ. anaglyphe, bas-relief] ● επίρρ.: ανάγλυφα [< μτγν. ἀνάγλυφος, γαλλ. en relief]

ανάσα

ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]

Άρης

Άρης [ Ἄρης] Ά-ρης ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -εως}: ΑΣΤΡΟΝ. ο τέταρτος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, του οποίου η επιφάνεια έχει χαρακτηριστικά κοκκινωπό χρώμα: οι συνθήκες στον Άρη. Εξωγήινοι από τον Άρη (= αρειανοί).|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ανάδρομος ~. Ο ~ στον Αιγόκερω (: στον αστρολογικό χάρτη). ● ΦΡ.: από τον Άρη κατέβηκε;/στον Άρη ζει; (οικ.-ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι εκτός πραγματικότητας. [< αρχ. Ἄρης]

αρκουδάκι

αρκουδάκι [ἀρκουδάκι] αρ-κου-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρή αρκούδα-παιχνίδι από διάφορα υλικά: λούτρινο/πάνινο ~. Πβ. αρκούδος. 2. απεικόνιση μικρής αρκούδας σε οποιαδήποτε μορφή: σοκολατένια ~ια. Σεντόνια με ~ια.

άρτος

άρτος [ἄρτος] άρ-τος ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) ψωμί: άζυμος ~. Παρασκευή/πρατήριο/προϊόντα (= αρτοσκευάσματα) ~ου. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το ψωμί της Θείας Λειτουργίας: ο άγιος ~. ~ και οίνος (βλ. Μετάληψη). Σφραγίδα για ~ους. Πβ. αντίδωρο, πρόσφορο. Βλ. αρτοκλασία, όστια. ● Υποκ.: αρτίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: βλ. -ίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: άρτος ο επιούσιος (λόγ.): τα καθημερινώς απαραίτητα για να ζήσει κανείς: Εξασφαλίζω τον ~ο τον ~ο. Δουλεύει σκληρά για τον ~ο τον ~ο. Πβ. το καθημερινό ψωμί. Βλ. μεροκάματο., ο άρτος της ζωής & (σπάν.) ο ουράνιος άρτος: ΕΚΚΛΗΣ. ο άρτος της Θείας Κοινωνίας, το σώμα του Ιησού, ο Χριστός. ● ΦΡ.: άρτος και θεάματα (ειρων.): υλικές απολαύσεις και εντυπωσιακές εκδηλώσεις, χαμηλής συνήθ. ποιότητας, που προσφέρονται κυρ. στον λαό, για να εξασφαλιστεί η εύνοιά του: Παρέχουν ~ο ~, για να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τα καίρια προβλήματα. [< γαλλ. du pain et des jeux] , ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος (ΚΔ): ο άνθρωπος εκτός από υλικές ανάγκες έχει και πνευματικές. [< αρχ. ἄρτος]

ασφάλεια

ασφάλεια [ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~.ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]

βαριέμαι

βαριέμαι βα-ριέ-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαρέθηκα} 1. αισθάνομαι ανία, πλήξη: ~ αφάνταστα/αφόρητα/θανάσιμα. Πώς ~ σήμερα (: δεν έχω όρεξη για τίποτα)! ~ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Βλ. σκυλο~. 2. χάνω την αντοχή μου, κουράζομαι ψυχικά: Βαρέθηκα (= μπούχτισα) ν' ακούω συνέχεια τις ίδιες δικαιολογίες. Σ' έχω βαρεθεί πια (= δεν σε αντέχω άλλο)! Πβ. απαυδώ. ● ΦΡ.: βαριέμαι που ζω (εμφατ.): πλήττω υπερβολικά., δε βαριέσαι: ως ενθάρρυνση, σε περιπτώσεις που δεν αξίζει κάποιος να στενοχωριέται, να ανησυχεί ή να ταλαιπωρείται για κάτι: ~ ~, ας γίνει ό,τι θέλει/θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτόν. Βλ. τι τα θες., το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς (παροιμ.): η διαρκής επανάληψη ενοχλεί, κουράζει., τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου (εμφατ.): δεν τον/την αντέχω άλλο., όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω [< μεσν. βαριούμαι]

βασιλεύω

βασιλεύω βα-σι-λεύ-ω ρ. (αμτβ.) {βασίλευ-σε κ. (προφ.) βασίλε-ψε, βασιλεύ-οντας, (σπάν.-λογοτ.) βασιλεμένος}: κατέχω το βασιλικό αξίωμα, ασκώ την εξουσία ως βασιλιάς. Βλ. συμ~.βασιλεύει (μτφ.) 1. κυριαρχεί, επικρατεί: Κοινωνία όπου ~ η αδικία/η τάξη και η ασφάλεια. Στην ψυχή της ~ η θλίψη. Εταιρεία που ~ στον χώρο της πληροφορικής. 2. (λογοτ.) δύει: Ο ήλιος ~ψε. ● ΣΥΜΠΛ.: βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία βλ. δημοκρατία ● ΦΡ.: διαίρει και βασίλευε 1. στρατηγική που αποσκοπεί στη διατήρηση της εξουσίας μέσω της πρόκλησης διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτούς που διοικεί ή ελέγχει κάποιος, προκειμένου να μην ενωθούν εναντίον του. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος επίλυσης προβλήματος που βασίζεται στα αποτελέσματα της λύσης των μικρότερων προβλημάτων στα οποία αυτό έχει διαιρεθεί: αλγόριθμοι (του) ~ ~. [< 1: λατ. divide ut regnes] , ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) (επιτατ.): ακμάζει· (για πρόσ.) χαίρει άκρας υγείας: (αρνητ. συνυποδ.) Η διαπλοκή/η διαφθορά/η παρανομία ~ ~.|| -Πώς είναι ο παππούς; -Καλά! ~ ~!, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια (σπάν.-λογοτ.): έκλεισαν τα μάτια (ενν. κάποιος αποκοιμήθηκε ή πέθανε):, στους τυφλούς/στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος βλ. μονόφθαλμος [< αρχ. βασιλεύω, γαλλ. régner]

βιοποικιλότητα

βιοποικιλότητα βι-ο-ποι-κι-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) βιοποικιλία: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των έμβιων όντων της Γης ως αλληλοεξαρτώμενο σύστημα: γενετική (: εντός του είδους)/ενδημική/θαλάσσια/οικολογική (: μεταξύ των οικοσυστημάτων)/υδάτινη/χερσαία ~. Διατήρηση/προστασία της ~ας. Βλ. βιοκοινότητα, βιόσφαιρα. [< αγγλ. biodiversity, 1985, γαλλ. biodiversité, 1990]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

γλυπτική

γλυπτική γλυ-πτι-κή ουσ. (θηλ.) & γλυπτική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η εικαστική τέχνη της δημιουργίας τρισδιάστατων αναπαραστάσεων ή μορφών με τη διαμόρφωση κυρ. μάρμαρου, πέτρας, ξύλου ή μετάλλου: αρχαία/αφαιρετική/μνημειακή/μοντέρνα ~. Βλ. αγαλματοποιία, ζωγραφική, λιθο~, μαρμαρο~, μικρο~, ξυλο~, χαρακτική. ΣΥΝ. πλαστική [< μτγν. γλυπτική]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

δημόσιος

δημόσιος, α, ο δη-μό-σι-ος επίθ. {-ου κ. -ίου (θηλ. -ας κ. -ίας) | -ων κ. -ίων, -ους κ. -ίους} 1. που σχετίζεται με το κράτος ή ανήκει σε αυτό: ~ος: δανεισμός/έλεγχος/κορβανάς/λειτουργός/πλούτος/τομέας/φορέας. ~α: Αρχή/βιβλιοθήκη/εκπαίδευση/εταιρεία/θέση/οικονομία/παιδεία/περιουσία/ραδιοφωνία/συγκοινωνία/σχολή/τηλεόραση/τράπεζα/υπηρεσία/χρηματοδότηση. ~ο: αξίωμα/δίκτυο/έγγραφο/έλλειμμα/ίδρυμα/κέντρο/λειτούργημα/μητρώο/νοσοκομείο/πανεπιστήμιο/πάρκο/σύστημα (υγείας)/σχολείο/ταμείο. ~ες: αργίες/πολιτικές/προμήθειες. ~α: δάση/έσοδα/οικονομικά. Πβ. κρατικός. Βλ. ημι~. ΑΝΤ. ιδιωτικός (1) 2. που αφορά τον λαό· που απευθύνεται σε όλο το κοινωνικό σύνολο ή σε ένα ευρύτερο κοινό, που προορίζεται για αυτό: ~ος: δρόμος. ~α: ασφάλεια. ~ο: ενδιαφέρον. ~α: αγαθά. Αυτοκίνητα/κτίρια/χώροι ~ας χρήσης.|| (που γίνεται μπροστά σε κόσμο, κοινό:) ~ος: διάλογος/διασυρμός/εξευτελισμός/έπαινος. ~α: αντιπαράθεση/διαβούλευση/διάλεξη/εικόνα (πβ. ίματζ, βλ. προφίλ)/εμφάνιση/παρέμβαση/προβολή/συζήτηση/συνεδρίαση.|| ~ος: διαγωνισμός. ~α: (εκ)δήλωση/καταγγελία/κλήρωση/πρόσβαση/πρόσκληση/πρόταση. ~ο: βήμα. ~α: δεδομένα. Πβ. ανοιχτός. ● Ουσ.: Δημόσιο (το) {Δημοσ-ίου}: το κράτος ως νομικό πρόσωπο: τα ταμεία/φορέας του ~ίου. Ασφαλισμένος στο ~. Εργάζομαι/διορίζομαι στο ~. Απολύσεις/προσλήψεις στο ~. Έκανε σύμβαση με το ~. Εταιρεία που περιήλθε/υπηρεσία που ανήκει στο ~. Συμβεβλημένος/συναλλαγές με το ~. Χρέη προς το ~. Οφειλές υπέρ του ~ίου. Αγωγή κατά του ~ίου.|| Ομόλογα του (Ελληνικού) ~ίου. ● επίρρ.: δημόσια & δημοσίως & (αρχαιοπρ.) δημοσία: Εκφράζω τη γνώμη μου ~. Άλλα είπε σε μένα και άλλα είπε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Δημόσια Διοίκηση: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. το σύνολο των κρατικών οργάνων που αναλαμβάνουν την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας· οι δημόσιες, διοικητικές υπηρεσίες: Εθνική Σχολή ~ας ~ης & Αυτοδιοίκησης (ακρ. ΕΣΔΔΑ)., δημόσιος τομέας: το σύνολο των υπηρεσιών, οργανισμών και επιχειρήσεων (υπουργεία, δήμοι, ασφαλιστικά ταμεία, πανεπιστήμια, ημικρατικοί φορείς) που ελέγχονται από το κράτος· συνεκδ. όσοι εργάζονται σε αυτά: ο ευρύτερος/στενός ~ ~.|| Απεργεί ο ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ. ΑΝΤ. ιδιωτικός τομέας, δημόσιος υπάλληλος: πρόσωπο που διορίζεται και υπηρετεί στον δημόσιο τομέα, συνήθ. με εργασιακή σχέση μονιμότητας, υπάγεται στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και μισθοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό: αποσπάσεις/μεταθέσεις/μετατάξεις ~ίων ~ων. [< γαλλ. officier public] , η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος: η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου: διαφάνεια/εξυγίανση της ~ας ~ής. Παράγοντες της ~ας ~ής. Αποσύρθηκε από τον ~ο ~ο. Πβ. κοινά. ΑΝΤ. ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος, δημόσια αιδώς βλ. αιδώς, δημόσια ακρόαση βλ. ακρόαση, δημοσία δαπάνη βλ. δαπάνη, δημόσια δύναμη βλ. δύναμη, δημόσια εγγραφή βλ. εγγραφή, δημόσια εξουσία βλ. εξουσία, δημόσια επιχείρηση βλ. επιχείρηση, δημόσια έργα βλ. έργο, δημόσια κτήση βλ. κτήση, δημόσια πράγματα βλ. πράγμα, δημόσιες δαπάνες βλ. δαπάνη, δημόσιες επενδύσεις βλ. επένδυση, δημόσιες σχέσεις βλ. σχέση, δημόσιο δάνειο βλ. δάνειο, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Δημόσιο Δίκαιο βλ. δίκαιο, δημόσιο λογιστικό βλ. λογιστικός, δημόσιο πρόσωπο βλ. πρόσωπο, δημόσιο συμφέρον βλ. συμφέρον, δημόσιο/εθνικό χρέος βλ. χρέος, δημόσιο/κρατικό χρήμα βλ. χρήμα, δημόσιος κατήγορος βλ. κατήγορος, δημόσιος κίνδυνος βλ. κίνδυνος, δημόσιος χώρος βλ. χώρος, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινωνική αντίληψη βλ. αντίληψη, κρατικός/δημόσιος/κοινοτικός προϋπολογισμός βλ. προϋπολογισμός, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα, υποδομή δημόσιου κλειδιού βλ. υποδομή ● ΦΡ.: σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα [< αρχ. δημόσιος, γαλλ.-αγγλ. public] ΔΗΜΟΣΙΟΣ

διπλός

διπλός, ή, ό δι-πλός επίθ. & (λόγ.) διπλούς 1. που είναι δύο (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι, σε μέγεθος, ποσότητα: ~ός: κίνδυνος/κόπος. ~ό: όφελος.|| ~ός: μισθός. ~ή: δόση/τιμή/χρέωση. ~ό: κέρδος/σκορ. ~ά: έξοδα. Πβ. διπλάσιος. Βλ. τρί-, τετρά-, πεντά-διπλος.|| (ως ουσ. στον πληθ.) Κερδίζει τα ~ά (ενν. λεφτά).|| (ειδικότ. για ποτά ή φαγητά:) ~ός: ελληνικός (καφές)/εσπρέσο. ~ή: μερίδα (φαγητό). ~ό: ουίσκι. ΑΝΤ. απλός, κανονικός. 2. που αποτελείται από δύο μέρη ή έχει δύο μορφές: ~ός: αερόσακος (: οδηγού-συνοδηγού)/πάτος/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) πέλεκυς. ~ή: πόρτα (: ασφαλείας)/πρόσοψη. ~ό: άλμπουμ (με τραγούδια)/τεύχος (περιοδικού) (: με διπλάσια ύλη)/φύλλο (τετραδίου). ~ό: λεωφορείο (= διώροφο). ~οί: προβολείς (αυτοκινήτου). ~ά: παράθυρα (: με ~ό τζάμι για καλύτερη θερμομόνωση και ηχομόνωση).|| (ΑΘΛ.) ~ό: σκιφ (= με δύο κωπηλάτες).|| ~ός: στόχος/συμβολισμός. ~ή: ευκαιρία/προστασία. Λέξεις με ~ή σημασία (= αμφίσημες). Πβ. διττός. 3. που γίνεται ή επαναλαμβάνεται δύο φορές· που αφορά δύο πρόσωπα ή γεγονότα: ~ός: έλεγχος/κόμπος/υπολογισμός. ~ή: περιστροφή/προσπάθεια.|| (ΑΘΛ.) ~ός: αγώνας/τελικός (εντός και εκτός έδρας).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κάντε ~ό κλικ στο εικονίδιο.|| ~ός: φόνος. ~ή: γιορτή/νίκη. 4. σχεδιασμένος για δύο άτομα: ~ός: καναπές. ~ή: κουβέρτα. ~ό: κρεβάτι/στρώμα. Βλ. ημί-, υπέρ-διπλος. ΑΝΤ. μονός (1) 5. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα δύο πλευρές, εκ των οποίων η μία συνήθ. είναι κρυφή: ~ός: εαυτός (βλ. διχασμένη προσωπικότητα, σχιζοφρένεια). ~ή: όψη (ζητήματος)/τακτική. ~ό: πρόσωπο (: ανειλικρινές).|| ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό δύο αντίπαλων κρατών).|| Κρατούσε ~ά (λογιστικά) βιβλία (βλ. φοροδιαφυγή). Βλ. -πλός. ● Ουσ.: διπλές (οι): ζαριά στην οποία και τα δυο ζάρια δείχνουν το δύο: Έφερε ~. Πβ. δυάρες. Βλ. ντόρτια, πεντάρες., διπλό (το) ΑΘΛ. 1. (προφ.) η εκτός έδρας νίκη ομάδας και το αντίστοιχο σύμβολο 2 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: Έφερε/πέτυχε το ~. 2. τρόπος διεξαγωγής αγωνίσματος (τένις, πινγκ πονγκ, μπάντμιντον), σύμφωνα με τον οποίο κάθε ομάδα αποτελείται από ένα ζευγάρι αθλητών: ~ ανδρών/γυναικών. 3. ανεπίσημος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, συχνά με αυτοσχέδια τέρματα ή μπασκέτες: Παιδιά θα παίξουμε ένα ~; Βλ. μονό. ● επίρρ.: διπλά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή ζωή: για παράλληλη εξωσυζυγική σχέση ή παράνομη, ύποπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα, η οποία κρατιέται σκόπιμα κρυφή: Έχει/ζει/κάνει ~ ~. [< γαλλ. double vie] , διπλή προσωπικότητα: διχασμένη., διπλή ταρίφα: αυξημένο τιμολόγιο ταξί για νυχτερινά δρομολόγια, από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί, ή για διαδρομές έξω από την έδρα του, εκτός περιμετρικής ζώνης: Τους χρέωσε ~ ~., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως 1. & με διπλή κατεύθυνση: με ροή οχημάτων σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: δρόμος ~ ~. ΑΝΤ. μονής κατεύθυνσης 2. προς δύο πλευρές: επικοινωνία ~ ~ (= αμφίδρομη)., οικογενειακό διπλό & διπλό: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) προπονητικός αγώνας που διεξάγεται μεταξύ παικτών της ίδιας ομάδας, με χρήση και των δύο τερμάτων., άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, διπλή άρθρωση βλ. άρθρωση, διπλή όραση βλ. όραση, διπλό ταυ βλ. ταυ, διπλός αστέρας βλ. αστέρας ● ΦΡ.: έγινε διπλός/διπλάσιος (προφ.): πάχυνε πολύ. ΑΝΤ. έμεινε (ο) μισός, έχει διπλό ρόλο 1. παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο: ~ ~ στην ταινία, καθώς υποδύεται δίδυμα αδέλφια. 2. (μτφ.) διττή συνεισφορά, επίδραση στην εξέλιξη ή διαμόρφωση κατάστασης: Η λειτουργία του εργαστηρίου ~ ~, αφενός ... και αφετέρου ... Θα ~ ~ στην ομάδα, ως προπονητής και παίκτης. 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΨΥΧΟΛ. διπλάσιες απαιτήσεις από πρότυπα αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς: Ο δάσκαλος στο ψηφιακό σχολείο ~ ~, του καθοδηγητή και υποστηρικτή. (κατ' επέκτ.) Η σύγχρονη γυναίκα καλείται να επιτελέσει τριπλό ρόλο: της μητέρας, της εργαζόμενης και της συζύγου., και του χρόνου διπλός/διπλή! (ευχετ. σε ανύπαντρο/-η): και του χρόνου να έχεις παντρευτεί: άντε, ~ ~! Πβ. και στα δικά σου., διπλά και τρίδιπλα βλ. τρίδιπλος, διπλής όψης/όψεως βλ. όψη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, τα βλέπω διπλά βλ. βλέπω ● βλ. διπλο- & διπλό-, δις2, τριπλός [< μτγν. διπλός, γαλλ.-αγγλ. double]

-έμπορος

-έμπορος & (λαϊκό) -έμπορας: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον επαγγελματία που εμπορεύεται ορισμένο είδος αγαθών ή με συγκεκριμένο τρόπο: γουν~/ζω~/λαδ~. Μεγαλ/χονδρ-έμπορος.|| (αρνητ. συνυποδ., αυτός που διακινεί παράνομα ανθρώπους ή προϊόντα:) Σωματ~/χασισ~.

έντονος

έντονος, η, ο [ἔντονος] έ-ντο-νος επίθ. 1. που έχει δύναμη, ένταση, ζωντάνια, ορμή, ενέργεια: ~ος: βήχας/θόρυβος/πόνος (= ισχυρός). ~η: ανησυχία/γεύση/επιθυμία/μυρωδιά (= βαριά, ΑΝΤ. απαλή, διακριτική)/παρουσία/σχέση. ~ο: ενδιαφέρον/κρύο (= δριμύ)/συναίσθημα. ~οι: ρυθμοί (ανάπτυξης/προετοιμασίας). ~α: γράμματα (= μπολντ)/καιρικά φαινόμενα (= σφοδρά)/χρώματα (= ζωηρά, χτυπητά, ΑΝΤ. αχνά). ΣΥΝ. δυνατός (3) ΑΝΤ. άτονος (1) 2. που εκδηλώνεται, ασκείται ή εκτελείται με σφοδρότητα και οξύτητα, ξεπερνώντας τα κοινά μέτρα: ~ος: αγώνας. ~η: αντιπαράθεση/διαμαρτυρία/διαμάχη (= οξεία)/δραστηριότητα/κινητικότητα/προσπάθεια (= εντατική, πυρετώδης)/σωματική άσκηση. ~ο: ύφος (πβ. αυστηρό). ~ες: πιέσεις. Σε ~ο κλίμα. ● επίρρ.: έντονα & (λόγ.) εντόνως ● ΣΥΜΠΛ.: έντονη ζωή (μτφ.): που χαρακτηρίζεται από εντατικούς ρυθμούς (πολλές ενασχολήσεις, συναισθηματικές διακυμάνσεις, πάθη): Έχει ζήσει/κάνει ~ ~. [< αρχ. ἔντονος]

επιστήμη

επιστήμη [ἐπιστήμη] ε-πι-στή-μη ουσ. (θηλ.) {επιστημ-ών}: σύνολο τεκμηριωμένων και ταξινομημένων γνώσεων που αποκτήθηκαν με έρευνα του επιστητού βάσει αντικειμενικών μεθόδων (π.χ. πείραμα)· καθένας από τους κλάδους στους οποίους διαιρούνται οι γνώσεις αυτές, σύμφωνα με το αντικείμενό τους ή (περιληπτ.) όλοι οι κλάδοι μαζί: καθαρή (: χωρίς πρακτική εφαρμογή)/πειραματική/σύγχρονη ~. ~ και ηθική/θρησκεία/τέχνη. Τα επιτεύγματα/η πρόοδος της ~ης. Σήμερα η ~ κάνει θαύματα. Η ~ σηκώνει ψηλά τα χέρια. Τι λέει η ~ (= οι επιστήμονες) σχετικά με ...;|| Η φιλοσοφία της ~ης. Μαθηματική (= Μαθηματικά)/Νομική (= Νομικά) ~ . Η ~ της Γλωσσολογίας/της Φιλοσοφίας. Τεχνολογία και εφαρμοσμένες ~ες. Αρχές/κανόνες/η ορολογία της ~ης της Ιστορίας (βλ. επιστημολογία). Υπηρέτησε την ~ του με ήθος. Βλ. γεω-, νανο-, νευρο-επιστήμες, παρα~, τεχνο~, ψευδο~.|| (κατ' επέκτ.) Η ~ του πολέμου. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικές επιστήμες: βιοεπιστήμες., επιστήμες της ζωής: το σύνολο των επιστημών που μελετούν τους ζωντανούς οργανισμούς. Βλ. ανθρωπο-, ζωο-, κοινωνιο-λογία, βιοεπιστήμες. [< αγγλ. life sciences, 1941] , ανθρωπιστικές επιστήμες βλ. ανθρωπιστικός, γνωστική/γνωσιακή επιστήμη βλ. γνωστικός1, Επιστήμη του Δικαίου βλ. δίκαιο, επιστήμη των υλικών βλ. υλικό, Επιστήμη των Υπολογιστών βλ. υπολογιστής, εφαρμοσμένες επιστήμες βλ. εφαρμοσμένος, θετικές επιστήμες βλ. θετικός, θεωρητικές επιστήμες βλ. θεωρητικός, κοινωνικές επιστήμες βλ. κοινωνικός, οικονομικές επιστήμες βλ. οικονομικός, πολιτικές επιστήμες βλ. πολιτικός, τεχνολογικές επιστήμες βλ. τεχνολογικός, υπολογιστική επιστήμη βλ. υπολογιστικός, φυσικές επιστήμες βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη βλ. ανάγω [< αρχ. ἐπιστήμη ‘γνώση, επιστημονική γνώση’, γαλλ.-αγγλ. science, πβ. γαλλ. épistémè, περ. 1965]

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

ζην

ζην [ζῆν] ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (αρχαιοπρ.): το να ζει κανείς, η ζωή· κυρ. στις ● ΦΡ.: τα προς το ζην: τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία, για να επιβιώσει κάποιος· τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη: Mόλις και μετά βίας εξασφαλίζει ~ ~. Οι γονείς του τού παρέχουν ~ ~ (: κυρ. τροφή, στέγη, ένδυση). Εργάζεται/παλεύει σκληρά για ~ ~. ΣΥΝ. ψωμί., το ευ ζην: ενάρετη, ηθική ή συνήθ. ευχάριστη και καλή ζωή: η υγεία και ~ ~. Χρήσιμες συμβουλές που προάγουν ~ ~., το ζην επικινδύνως: για να δηλωθεί ότι κάποιος διάγει ζωή γεμάτη κινδύνους, ζει ριψοκίνδυνα. Πβ. διακινδυνεύω, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο. [< ιταλ. vivere pericolosamente] , βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, εξεμέτρησε το ζην βλ. εκμετρώ ● βλ. ζω1 [< αρχ. ζῆν]

ζήτημα

ζήτημα ζή-τη-μα ουσ. (ουδ.) {ζητήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οποιοδήποτε θέμα, πρόβλημα, ερώτημα, τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση: ακανθώδες/ανοιχτό/βασικό/δευτερεύον/διεθνές/δύσκολο/εθνικό/επίκαιρο/επίμαχο/ευαίσθητο/θεμελιώδες/καίριο/καυτό/κεντρικό/κομβικό/κρίσιμο/κυρίαρχο/λεπτό/μείζον/σημαντικό/σοβαρό/φλέγον ~. Εκπαιδευτικό/κοινωνικό/μεταναστευτικό/νομικό/οικονομικό/πολιτικό/τεχνικό ~. Το ~ της ασφάλειας/του εκσυγχρονισμού. Το ~ των ναρκωτικών/του πολέμου. Ανακινώ/εγείρω/θέτω ένα ~ (: καλώ τους υπόλοιπους να πάρουν θέση). Αναδεικνύω/αντιμετωπίζω/εξετάζω/ερευνώ/μελετώ/συζητώ ένα ~. Ασχολούμαι/καταπιάνομαι με ένα ~. Με απασχολεί ένα ~. Πβ. υπόθεση.|| (αιτία αντιπαραθέσεων:) Αναφύεται/δημιουργείται/προκύπτει ~ εκ του μη όντος. Μην περιπλέκεις το ~! 2. ερώτημα σε γραπτή εξέταση: ~ πρώτο/δεύτερο/τρίτο ... Απαντήστε στα δύο από τα τρία ~ατα. Πβ. ερώτηση, παρατήρηση. ● Υποκ.: ζητηματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανατολικό (ζήτημα) βλ. ανατολικός, γλωσσικό (ζήτημα) βλ. γλωσσικός, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός ● ΦΡ.: είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα: για υπόθεση που αφορά κάποιον αποκλειστικά και κανέναν άλλο: Δεν σε αφορά τι θα κάνω, ~ ~ (= δική μου δουλειά). Αν εσύ δεν θέλεις ή δεν μπορείς να το καταλάβεις, αυτό είναι δικό σου ~., είναι ζήτημα/ζήτημα είναι αν/να...: για να δηλωθεί αμφιβολία· το πολύ να: Τι απολυτήριο, καλέ; ~ ~ αν ξέρει να διαβάζει! ~ ~ να έφαγε ένα φρούτο όλη μέρα., ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου: για κάτι από το οποίο εξαρτάται η ζωή κάποιου, (γενικότ.-μτφ.) πάρα πολύ σημαντικό: Η άμεση μεταφορά του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι ~ ~. Η προστασία της φύσης είναι ~ ~ (= ζωτικής σημασίας). [< γαλλ. question de vie ou de mort, αγγλ. a matter of life or death] , δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είναι θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, το θέμα/ζήτημα είναι (να ...) βλ. θέμα, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< 1: αρχ. ζήτημα ‘έρευνα, πρόβλημα’]

ζωή

ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων.ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]

ζωούλα

ζωούλα ζω-ού-λα ουσ. (θηλ.) 1. (ειρων.) εγωκεντρικός τρόπος ζωής: Τη ζει/τη χαίρεται τη ~ του. Nοιάζεται μόνο/φοβάται για τη ~ του. 2. (χαϊδευτ., συνήθ. σε προσφών.) για άτομο ιδιαίτερα αγαπητό: Τι θέλεις, ~ μου; 3. (οικ.) άνθρωπος ή ζώο μικρής ηλικίας: μια νέα ~. ● βλ. ζωή

ημιπερίοδος2

ημιπερίοδος2 [ἡμιπερίοδος] η-μι-πε-ρί-ο-δος ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ημιπερίοδος ζωής: ημιζωή.

ήμισυς

ήμισυς, εια, υ [ἥμισυς] ή-μι-συς επίθ. {ημίσ-εος (θηλ. -είας) | -εις (ουδ. -εα κ. ημίση), -εων} (αρχαιοπρ.): μισός: επί μία και ~εια ώρα. Προ ενός και ~εος έτους. ● Ουσ.: ήμισυ (το) (λόγ.): το μισό, το ένα δεύτερο: το πρώτο ~ του εικοστού αιώνα. Το ~ του κόστους/του πληθυσμού/ενός συνόλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ημίσεια ζωή: ημιζωή., το έτερον ήμισυ: ο/η σύζυγος ή ο/η ερωτικός/ερωτική σύντροφος. ● ΦΡ.: εξ ημισείας (λόγ.): σε δύο ίσα μέρη, μισό μισό, από μισό (ενν. μερίδιο) ο καθένας: Το χρηματικό έπαθλο απονεμήθηκε ~ ~ στους δύο νικητές. Βλ. εξ ολοκλήρου., κατά το ήμισυ (λόγ.): κατά το μισό: Το έδαφος της περιοχής είναι ~ ~ πεδινό και ~ ~ ορεινό. Έχεις ~ ~ δίκιο., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός βλ. αρχή [< αρχ. ἥμισυς]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

θάνατος

θάνατος θά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]

ιδιωτικός

ιδιωτικός, ή, ό [ἰδιωτικός] ι-δι-ω-τι-κός επίθ. 1. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία ιδιώτη ή ιδιωτών και όχι του κράτους: ~ός: δρόμος/φορέας/χώρος (ΣΥΝ. ιδιόκτητος. ΑΝΤ. κοινόχρηστος). ~ή: εκπαίδευση/επιχείρηση/κλινική/περιουσία (= ατομική, προσωπική)/τηλεόραση. ~ό: κεφάλαιο/νησί/σχολείο/τζετ. ~ές: επενδύσεις. ~ά: αρχεία/ιδρύματα/ΚΤΕΟ. ΑΝΤ. δημόσιος (1), δημοτικός (1), κρατικός 2. (για πρόσ.) που εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία ή προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ιδιώτη: ~ός: αστυνομικός (= ντετέκτιβ)/εκπαιδευτικός/υπάλληλος (ΑΝΤ. δημόσιος υπάλληλος). 3. (ειδικότ.) που αφορά ή ενδιαφέρει συγκεκριμένο άτομο ή περιορισμένο αριθμό ανθρώπων και όχι τρίτους, αυστηρά προσωπικός: ~ή: λέσχη/υπόθεση. ~ό: μάθημα (= ιδιαίτερο). ~ά: μηνύματα.|| ~ές: στιγμές. ΣΥΝ. πριβέ 4. που πραγματοποιείται ανεπίσημα: ~ή: επίσκεψη. ~ό: συμβόλαιο/συμφωνητικό (: που συνάπτεται μεταξύ ιδιωτών). ~ές: συνομιλίες. ● επίρρ.: ιδιωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος: προσωπική ζωή: παραβίαση/προστασία της ~ής ~ής/του ~ού ~ου. Πβ. ιδιωτικότητα. ΑΝΤ. η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος, ιδιωτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας των ιδιωτών: Η ~ ~ μαζί με την κρατική ή δημόσια οικονομία αποτελούν την εθνική οικονομία μιας χώρας., ιδιωτική πρωτοβουλία: ανάπτυξη δραστηριοτήτων οικονομικής συνήθ. φύσεως από πλευράς ιδιώτη, χωρίς τη στήριξη του κράτους: Έργα που έγιναν με ~ ~. [< γαλλ. initiative privée] , Ιδιωτικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες Δικαίου που αφορούν τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των πολιτών· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα: σύμβαση ~ού ~ου. Βλ. Δημόσιο Δίκαιο, ΝΠΙΔ., ιδιωτικός τομέας: το σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων. ΑΝΤ. δημόσιος τομέας [< αγγλ. private sector, 1952] , ιδιωτική χρήση βλ. χρήση, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα [< αρχ. ἰδιωτικός, γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Privat-]

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

ιχνογραφώ

ιχνογραφώ [ἰχνογραφῶ] ι-χνο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {ιχνογραφ-είς ..., -ώντας | ιχνογράφ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. (μτφ.) περιγράφω σε γενικές γραμμές, χωρίς να εμβαθύνω: Ο συγγραφέας ~εί το πνεύμα της εποχής/το πορτρέτο του σύγχρονου ανθρώπου. Το ιστορικό παρελθόν της πόλης ~είται από τις σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες. Πβ. σκιαγραφώ. 2. (κυρ. για μικρά παιδιά) σχεδιάζω πρόσωπα ή αντικείμενα συνήθ. με μολύβι, χωρίς τη χρήση χρωμάτων: ~ώντας τοπία. Πβ. σκιτσάρω. Βλ. -γραφώ.

καθιστικός

καθιστικός, ή, ό κα-θι-στι-κός επίθ.: που προορίζεται για να κάθεται κάποιος ή που γίνεται σε καθιστή θέση και κατ' επέκτ. ευνοεί την υποκινητικότητα, περιορίζοντας τη σωματική άσκηση: ~ός: χώρος. ~ά: έπιπλα.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ά: τραγούδια (= της τάβλας). Αργοί ~οί σκοποί (ΑΝΤ. χορευτικοί).|| ~ή: θέση/στάση.|| ~ή: εργασία. ● Ουσ.: καθιστικό (το) 1. σαλόνι: άνετο ~. Κουζίνα-~.|| Υπαίθριο ~. ΣΥΝ. λίβινγκ-ρουμ 2. {συνήθ. στον πληθ.} κάθισμα: ξύλινα/πέτρινα/χτιστά ~ά. Πβ. παγκάκι, πάγκος. [< 1: αγγλ. sitting-room] ● ΣΥΜΠΛ.: καθιστική ζωή: ο σύγχρονος τρόπος ζωής (δηλ. δουλειά γραφείου, πολλές ώρες μπροστά στην τηλεόραση και τον υπολογιστή) που έχει αποκόψει τον άνθρωπο από τη φυσική δραστηριότητα και το περπάτημα: Τσιγάρο, άγχος, ~ ~ και κακή διατροφή οδηγούν στο έμφραγμα. Η ~ ~ συνδέεται με την παχυσαρκία. Κάνω ~ ~. [< γαλλ. vie sédentaire] , καθιστική διαμαρτυρία βλ. διαμαρτυρία [< γαλλ. sédentaire]

κερδίζω

κερδίζω κερ-δί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κέρδ-ισα, -ίσει, -ήθηκε, -ηθεί, κερδίζ-οντας, κερδ-ισμένος} 1. αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: ~ισε την αγωγή/τον αγώνα/τη δίκη/τις εκλογές/το ματς (= πήρε)/τον πόλεμο. Τους ~ισε όλους και με διαφορά! Με ~ισε στο σκάκι. ~ισαν (με) 2-1 την αντίπαλη ομάδα. Βλ. ξανα~.|| Θέλει πάντα να ~ει. Ο τυχερός αριθμός που ~ει είναι το ... Ποιος ~ει μέχρι τώρα (: ποιος προηγείται στο σκορ); ΑΝΤ. ηττώμαι, χάνω (5) 2. αποκτώ κάτι ωφέλιμο ή επιθυμητό, λόγω τύχης ή ικανοτήτων, κατακτώ: Ο νικητής ~ει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Οι υπερτυχεροί που κληρώθηκαν ~ουν δώρα αξίας ... ~ισε το πρώτο βραβείο/το λαχείο/το χρυσό μετάλλιο/τον τίτλο/το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο παίκτης ~ισε πέναλτι/φάουλ. ~ισαν γνώσεις/την ελευθερία τους/εμπειρίες. Έχει ~ίσει δόξα και χρήμα/(επάξια) μια θέση στο πάνθεον των ...|| Τι θα ~ίσω, αν σου αποκαλύψω την αλήθεια (: τι όφελος θα έχω); ~ισα πολλά από το ταξίδι (: ωφελήθηκα).|| ~ την αγάπη/την εμπιστοσύνη/το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/την προτίμηση/τη φιλία κάποιου. Σε ~ει με την απλότητά της/με την πρώτη ματιά (= γοητεύει). Τα βιολογικά προϊόντα ~ουν την αγορά. ~ισε το κοινό με τον λόγο του. Έχει κάνει τα πάντα, για να την ~ίσει (: ερωτικά). Ο σεβασμός ~εται, δεν επιβάλλεται. 3. βγάζω χρήματα από την εργασία μου ή με άλλο τρόπο: Πόσα ~εις από αυτή τη δουλειά; ~ει πάνω από ... ευρώ το μήνα. ~ίσαμε σημαντικά ποσά. Πβ. αποκομίζω, οικονομώ, προσπορίζομαι.κερδίζει (μτφ.-προφ.) ΑΝΤ. χάνει 1. (+ σε) υπερέχει, υπερτερεί: Το έργο του ~ (= πλεονεκτεί) σε πρωτοτυπία και πολυμορφία. 2. βελτιώνεται, αναδεικνύεται: Ωραίο τραγούδι που ~ πολύ, όταν παίζεται ζωντανά. ● ΦΡ.: βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου & κερδίζω τη ζωή μου: εξασφαλίζω, συνήθ. μέσω εργασίας, τα απαραίτητα, για την επιβίωσή μου, χρήματα ή υλικά αγαθά: ~ ~ ως δημοσιογράφος/καθαρίστρια. ~ει ~ με κόπο και ιδρώτα., βγαίνω/είμαι (ο) κερδισμένος (μτφ.): ωφελούμαι: Βγήκε ~ από την υπόθεση. Ήταν ο μεγάλος ~ των εκλογών.|| (απειλητ.) Όποιος του πηγαίνει κόντρα, δεν θα βγει ~., κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο: προσπαθώ να αναπληρώσω τις ελλείψεις, τα κενά που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές μου., κερδίζω χρονιά/τάξη (παλαιότ.): δικαιούμαι να πάω στο σχολείο λίγο νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της ημερομηνίας γέννησής μου., κερδίζω χρόνο (μτφ.): συντομεύω τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τον παρατείνω προς όφελός μου: Πηγαίνω στη δουλειά με τη μηχανή, για να ~ίσω ~.|| Μας είπε ψέματα, προσπαθώντας να ~ίσει ~. Πβ. αγοράζω χρόνο., κέρδισε το εισιτήριο (μτφ.): κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια σημαντική δραστηριότητα: ~ ~ της συμμετοχής. ~ ~ για τον τελικό του διαγωνισμού., έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις βλ. εντύπωση, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, κερδίζει έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζει/παίρνει πόντους βλ. πόντος1, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, τον/την κέρδισε το τραγούδι βλ. τραγούδι [< μτγν. κερδίζω]

κολορίστας

κολορίστας κο-λο-ρί-στας ουσ. (αρσ.) 1. ζωγράφος που βασίζεται στη χρήση και τον συνδυασμό των χρωμάτων. Βλ. -ίστας. 2. & κολορίστ: (σε κομμωτήριο) ειδικός στη βαφή μαλλιών. [< γαλλ. coloriste]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

κόστος

κόστος κό-στος ουσ. (ουδ.) {κόστ-ους | σπάν. κόστη} 1. ΟΙΚΟΝ. το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την απόκτηση ή παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, τη διεκπεραίωση ενός έργου: άμεσο/αρχικό/βιομηχανικό/ελάχιστο/έμμεσο/ετήσιο/καθαρό/λειτουργικό/μειωμένο/μηδενικό/μηνιαίο/μισθολογικό/οριακό/πραγματικό/πρόσθετο/σταθερό/συμπληρωματικό/συνολικό/τελικό/υψηλό/χαμηλό ~. ~ αγοράς/αποστολής (παραγγελίας)/διαμονής/διανομής/διατήρησης (αποθεμάτων)/εγγραφής/εγκατάστασης/εκτύπωσης/επεξεργασίας/εργασιών/κατασκευής/των καταστροφών/κεφαλαίου/(τηλεφωνικής) κλήσης/κτήσης (πληροφοριακών συστημάτων)/λειτουργίας/μεταφοράς (βλ. ναύλος)/μονάδας/παραγωγής/πρόσβασης/πωλήσεων/σπουδών/συμμετοχής/συντήρησης/σχεδιασμού/υγείας/φοίτησης/χρήσης (αυτοκινήτου). ~-απόδοση/ζημία/όφελος. Ανάλυση/αύξηση/εκτίμηση (πβ. κοστολόγηση)/κάλυψη/κατανομή/κέντρα/μείωση/παράγοντες/περικοπές/συνάρτηση/υπολογισμός ~ους. ~ σε ευρώ. Διαχειριστικά ~η. Πβ. αξία, τιμή. ΑΝΤ. κέρδος (1) 2. (μτφ.) οι δυσάρεστες συνέπειες απόφασης, επιλογής, πράξης: ανυπολόγιστο/κοινωνικό/οικολογικό ~. Ψυχικό και σωματικό ~. Πβ. τίμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. οι μισθοί (ημερομίσθια ή/και ωρομίσθια) και οι εισφορές των εργοδοτών στα διάφορα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης: φθηνό ~ ~., κόστος ζωής: οι συνολικές δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την αγορά βασικών ειδών ή υπηρεσιών (φαγητό, ενδυμασία, στέγη) που εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο ανθρώπινης διαβίωσης: δείκτης ~ους ~. Αυξημένο το ~ ~ στις τουριστικές περιοχές. Πβ. επίπεδο τιμών.[< αγγλ. cost of living, γαλλ. le coût de la vie] , μέσο κόστος: ΟΙΚΟΝ. το συνολικό ποσό που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων διαιρούμενο με την αντίστοιχη ποσότητα που παράχθηκε., πολιτικό κόστος: αρνητική επίπτωση στη δημοφιλία κομμάτων ή προσώπων που ασκούν εξουσία για αποφάσεις ή ενέργειές τους: Αναλαμβάνω/δεν με ενδιαφέρει το ~ ~. Το βαρύ ~ ~ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων. Πάταξη της διαφθοράς παρά το (όποιο) ~ ~., τιμή κόστους & κόστος: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός προϊόντος που συμπίπτει με τη δαπάνη παραγωγής του, χωρίς δηλ. να αφήνει κέρδος: Διατίθεται σε ~ ~. Πωλείται κάτω του ~ους., το κόστος του χρήματος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος που προκύπτει από το αρχικό κεφάλαιο δανεισμού και το τελικό πληρωτέο ποσό, όπως διαμορφώνεται από τα επιτόκια τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο τόκος δανεισμού από χρηματοπιστωτκό οργανισμό., κόστος ανάπτυξης βλ. ανάπτυξη, κόστος ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, πληθωρισμός κόστους βλ. πληθωρισμός ● ΦΡ.: μετράω το κόστος βλ. μετρώ [< ιταλ. costo, αγγλ. cost, γαλλ. coût]

κρατώ

κρατώ [κρατῶ] κρα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρατ-άς (σπάν.) -είς, κρατ-ά κ. -άει (σπανιότ.) -εί ... | κράτ-ησα, -ιέται κ. -είται, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κρατάω 1. έχω κάτι ή κάποιον στα χέρια μου, πιάνοντάς το(ν) ώστε να μην πέσει, να μην κινείται: ~ τη βαλίτσα/λουλούδια/το μωρό (αγκαλιά)/πανό/τη ρακέτα/τη σημαία (πβ. βαστώ). Μου ~άει την πόρτα, για να περάσω. Τον ~ούσε σφιχτά από το μανίκι/τη μέση/το χέρι. ~ σταθερά το τιμόνι. ~ τον σκύλο από το λουρί. ~ά στα χέρια της ένα βιβλίο/το τρόπαιο. Κράτα το όρθιο/χαμηλά/ψηλά. Κράτα μου λίγο την τσάντα. ~ιέμαι από τα κάγκελα/την κουπαστή (πβ. πιάνομαι). ~ήσου καλά. ~ηθείτε χέρι-χέρι. ΑΝΤ. αφήνω.|| (κατ' επέκτ.) Δεν με ~άει το σκοινί. Πώς θα ~ήσει τόσο βάρος το τραπέζι; Πβ. αντέχω, σηκώνω. 2. (γενικότ.) έχω στην κατοχή μου κάτι: Θα ~ήσει το διαμέρισμα για δική του χρήση. ~ησε το μερίδιό του.|| ~άει όπλο. Δεν ~ χρήματα/ψιλά (: δεν έχω πάνω μου, δεν μου βρίσκονται). 3. διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ησε την ανωνυμία του/την αξιοπρέπειά του/το δικαίωμα να .../μια σχέση (μυστική)/την ψυχραιμία του (ΑΝΤ. έχασε). ~ ουδετερότητα. Μας ~άει σε αγωνία/αναμονή/εγρήγορση/υπερένταση/φόρμα. ~ούν το κοινό καθηλωμένο. ~ τα βλέφαρα/μάτια ανοιχτά. ~ αποθηκευμένο το μήνυμα/απόρρητη την έκθεση/(καλά) κρυμμένο το γράμμα. ~ το παράθυρο κλειστό/πατημένο το πλήκτρο/το περιβάλλον καθαρό/τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Οι παίκτες ~ησαν τη διαφορά σταθερά πάνω από τους δέκα πόντους. ~ήστε το δέρμα σας ενυδατωμένο/ίσια την πλάτη/το κεφάλι ψηλά/τον οργανισμό σας υγιή. ~άει τον ρυθμό με το ντέφι. Με το ζόρι ~ιέμαι ξύπνιος/όρθιος. Κατάφερε να ~ηθεί στην εξουσία/στην επιφάνεια/στην κορυφή/στην πρώτη θέση (πβ. παραμένω). 4. φυλάω ή συγκρατώ κάτι, ώστε να μη χαθεί, καταστραφεί ή ξεχαστεί: ~ αντίγραφο/αποδείξεις/αρχεία/ντοκουμέντα/τα πρωτότυπα/φωτογραφίες. ~ (κάτι) ως εγγύηση/για ενθύμιο/ως φυλαχτό. ~ αποθέματα/δυνάμεις για ... ~ τα γραπτά μου σε συρτάρι. Μην ~άτε προσωπικά δεδομένα στον υπολογιστή σας. Τα στοιχεία ~ούνται εμπιστευτικά. ~ήστε τα εισιτήρια μέχρι την έξοδό σας από τον σταθμό.|| ~ αυτά που είπες/τα βασικά/τα θετικά/την ουσία/μια φράση από ... ~ στη μνήμη/στο μυαλό/στο νου μου τις αναμνήσεις από .../(ζωντανά) τα λόγια/τη μορφή σου (πβ. θυμάμαι). Αυτό που ~ από τις δηλώσεις/από τη φετινή χρονιά είναι ... Θα ~ήσω μόνο τα καλά. 5. φυλακίζω προσωρινά κάποιον χωρίς δικαστική απόφαση ή ένταλμα σύλληψης, του στερώ την ελευθερία του: Τον ~ησαν για ανάκριση/στην Aσφάλεια/στο αυτόφωρο/στο (αστυνομικό) τμήμα. Τους ~ούσε αιχμαλώτους/δεμένους/δέσμιους/έγκλειστους/ομήρους/φυλακισμένους. ~ούνται αδίκως/παράνομα/για τα πολιτικά τους φρονήματα/υπό περιορισμό. ~είται σε απομόνωση/σε κελί/σε στρατόπεδο/στη φυλακή. Συνελήφθη και ~είται για εμπλοκή στη ληστεία/στην υπόθεση. Εξακολουθούν να ~ούνται από τις Αρχές οι ... (: τελούν υπό κράτηση). 6. έχω κάτι υπό τον έλεγχο, τη φροντίδα, την ευθύνη, την επίβλεψή μου: ~ το μαγαζί (πβ. διευθύνω)/το νοικοκυριό/το ξενοδοχείο/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συντηρώ)/το ταμείο. ~ τα λογιστικά βιβλία (πβ. ενημερώνω, τηρώ). Από τότε που αρρώστησε, τα παιδιά του ~άνε τη δουλειά/το μαγαζί.|| (μτφ.) ~άμε την τύχη στα χέρια μας. Η ομάδα ~ά το εισιτήριο για τον τελικό. ~ούν τα κλειδιά της επιτυχίας. Ένας παίκτης ~ησε μόνος του όλη την ομάδα (πβ. στηρίζω). Βλ. ανδρο-, γυναικο-κρατείται. 7. δεν αφήνω κάτι να εκτεθεί, να φανερωθεί, να εκδηλωθεί: ~ησε τα δάκρυα/τον θυμό/τα νεύρα του (πβ. συγκρατώ). Έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά την ~ για τον εαυτό μου/για μένα. Δεν μπορεί να ~ήσει τα συναισθήματά της. Το καλύτερο σας το ~ για το τέλος/έκπληξη. Μού 'ρχεται να κλάψω μα ~ιέμαι. Πώς ~ήθηκα και δεν είπα τίποτα! Δεν μπόρεσα να ~ηθώ από τα γέλια.|| Δεν μπορώ να ~ηθώ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. 8. τηρώ: ~ούν τις αξίες/τις αρχές/τα έθιμα/τις παραδόσεις. ~ησε την αξιοπρέπειά/το λόγο (της τιμής)/τον όρκο/την υπόσχεσή του (ΑΝΤ. αθετώ). ~ (αρνητική/θετική) στάση απέναντι σε ... Θα ~ηθεί σειρά προτεραιότητας. 9. (γενικότ.) για να δηλωθεί ενέργεια: ~ παρέα/συντροφιά σε κάποιον (πβ. κάνω). ~ τις επιφυλάξεις μου (= επιφυλάσσομαι).|| ~ ημερολόγιο (πβ. γράφω)/λογαριασμό/παρουσίες (πβ. παίρνω)/πρακτικά/σημειώσεις. ~ τα στοιχεία κάποιου (πβ. καταχωρώ, σημειώνω). Δεν ~ησα το νούμερο του αυτοκινήτου/το τηλέφωνό του. Εφαρμογή/συσκευή που ~άει τον χρόνο/την ώρα (πβ. καταγράφω). 10. κάνω κράτηση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων θέση, εισιτήριο: ~ δωμάτιο/τραπέζι (στο όνομά μου). Πβ. αγκαζάρω, κλείνω. 11. δεσμεύω κάποιον, δεν τον αφήνω να φύγει: Την ~ησα για φαγητό. Πουλάει φτηνά, για να ~ήσει τους πελάτες. Τίποτα δεν με ~άει πια εδώ. Πώς θα τον ~ήσω κοντά μου; Η αγάπη τούς ~ησε μαζί. Μη σας ~ άλλο (πβ. καθυστερώ). Μας ~ησε μέχρι αργά. Θα τον ~ήσουν (: δεν θα τον απολύσουν) στη δουλειά. 12. παρακρατώ: ~ μέρος των χρημάτων/τους τόκους. Τι σου ~άνε από τον μισθό; ~είται προμήθεια 0,30 ευρώ ανά συναλλαγή.|| (ειδικότ.) Κράτα τα ρέστα (: μη μου τα δίνεις). 13. (για πρόσ., πράγμα ή ουσία) συγκρατώ: Κράτα με, γιατί θα του ορμήξω. Τα δέντρα ~ούν το χώμα. Ο οργανισμός του ~ά (= κατακρατεί) περισσότερα υγρά από όσα χρειάζεται (πβ. απορροφώ). 14. αντέχω: Λάστιχα που ~άνε στον δρόμο (: είναι ανθεκτικά).|| (μτφ.) ~ησε στην πολιορκία (πβ. αντιστέκομαι). Πώς ~ησε και δεν τα παράτησε! (ως προτροπή) Κράτα γερά! Παρά τις δοκιμασίες ~ήθηκε στο ύψος του. Πβ. βαστώ. 15. (προφ.) κατάγομαι: ~άει από καλή οικογένεια/σόι. ~ από τη Μάνη.|| (παλαιότ.) ~άει από αρχοντική γενιά.κρατά & κρατάει 1. διαρκεί, αντέχει στον χρόνο: Μπαταρία που δεν ~ πολύ. Όλα τα ωραία ~άνε λίγο. Η εξορία/ο πόλεμος/η σχέση ~ησε δέκα χρόνια. Καλό ήταν όσο ~ησε. Πόσο ~ησαν οι διαπραγματεύσεις; 2. διατηρείται: Το μακιγιάζ/το χτένισμα ~ (: δεν χαλάει). Δεν ~άνε τα τυριά εκτός ψυγείου (: αλλοιώνονται). ● ΦΡ.: (ο χορός) καλά κρατεί (συχνά αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που έχει διάρκεια, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: Η βεντέτα/η κρίση/o πόλεμος ~ ~. ~ ~ η προεκλογική αντιπαράθεση. (Και) τα πανηγύρια/σκάνδαλα ~ ~ούν., δεν κρατιέμαι (προφ.): για να δηλωθεί έντονη ανυπομονησία, επιθυμία, ανάγκη για κάτι: ~ ~ιόταν από τη χαρά της., κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι με τη συνεργασία επιτυγχάνεται καλύτερα ο στόχος. Πβ. το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο., κρατά(ει) τη θέση του (μτφ.) 1. ενεργεί κατά τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπειά του ή να μην εκτίθεται: Ξέρει να ~ ~. 2. επιμένει στις απόψεις του., κρατάει χαρακτήρα (μτφ.-προφ.): παραμένει σταθερός στις απόψεις του, δεν αλλάζει στάση, συμπεριφορά., κρατάω το παιδί 1. (για έγκυο) αποφασίζω να μη διακόψω την κύηση. 2. το φυλάω, προσέχω (όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι): Ποιος σου ~άει ~; Βλ. μπέιμπι σίτερ., κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή: τον βοηθώ να ζήσει ή να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες: Την ~ούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.|| (μτφ.) Η ελπίδα/το πείσμα τον ~ησε ζωντανό. (κατ' επέκτ.) ~ησε ζωντανό το όνειρο., κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό: δεν το φανερώνω: ~ά(ει) (επτασφράγιστο) μυστικό το παρελθόν του. ~ησε κρυφό το γεγονός από τους φίλους του. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) (προφ.): θυμάμαι το κακό που μου έκαναν και επιδιώκω εκδίκηση: Μια φορά του είπα ψέματα και ακόμη μου το ~ει. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο, κρατάω (κάτι) γινάτι βλ. γινάτι, κρατάω (κάτι) μέσα μου βλ. μέσα, κρατάω κόντρα βλ. κόντρα, κρατάω πισινή βλ. πισινός, κρατάω τα μπόσικα βλ. μπόσικος, κρατάω το ίσο βλ. ίσο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, κρατώ (κάποιον) ενήμερο βλ. ενήμερος, κρατώ (το) φανάρι βλ. φανάρι, κρατώ αντίσταση βλ. αντίσταση, κρατώ επαφή (με κάποιον) βλ. επαφή, κρατώ κακία σε κάποιον βλ. κακία, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρατώ μακριά βλ. μακριά, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση βλ. απόσταση, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, κρατώ/τηρώ τις ισορροπίες βλ. ισορροπία, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, κρύβε λόγια βλ. λόγια, λαμβάνω/κρατώ υπό σημείωση βλ. σημείωση, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, πιάνω/κρατώ τη μύτη μου βλ. μύτη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή ● βλ. κράτει, κρατημένος, κρατούμενος, κρατών [< αρχ. κρατῶ ‘είμαι ισχυρός, επικρατώ, κρατώ σταθερά’]

κύκλος

κύκλος κύ-κλος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. σχήμα που ορίζεται από κλειστή, καμπύλη γραμμή της οποίας όλα τα σημεία έχουν την ίδια απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο του: εγγεγραμμένος/περιγεγραμμένος/τριγωνομετρικός ~. Ακτίνα/διάμετρος/εμβαδόν/περίμετρος/περιφέρεια/τόξο/χορδή ~ου. Ορθογώνιοι ~οι. Ευθεία που εφάπτεται στον/τέμνει τον ~ο. Έκανε/σχεδίασε/χάραξε έναν τέλειο ~ο με τον διαβήτη.|| Σημειώστε με ~ο (= κυκλώστε) τη σωστή απάντηση. 2. (κατ' επέκτ.) ό,τι έχει κυκλικό σχήμα: μαύροι ~οι γύρω/κάτω από τα μάτια (: μελανά σημάδια λόγω αϋπνίας, κούρασης· σακούλες). Ο τσάμικος χορεύεται σε ~ο. Οι ομάδες σχημάτισαν ~ο. Τα παιδιά κάθονται σε ~ο. Βλ. ημικύκλιο.|| Ολυμπιακοί ~οι (: οι πέντε διαφορετικού χρώματος ~οι που συμβολίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Βλ. δακτύλιος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Μέγιστοι ~οι της ουράνιας σφαίρας (: οι νοητοί ~οι που διέρχονται από τους πόλους της). Βλ. ουράνιος μεσημβρινός.|| (για κίνηση, πορεία, τροχιά) Ο ~ του ρολογιού (βλ. ώρα). Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης. Η Σελήνη διαγράφει έναν (πλήρη) ~ο γύρω από τη Γη. Βλ. δίσκος. 3. για φαινόμενα, καταστάσεις, γεγονότα που παρουσιάζουν περιοδικότητα· η διάρκειά τους: ο ~ των εποχών (βλ. έτος).|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αναπαραγωγικός ~ (συνήθ. ζώων). Ο ~ του ύπνου στα νεογέννητα είναι σύντομος. Ο ορμονικός ~. (ειδικότ., εμμηνόρροια, περίοδος) Ο ~ μου είναι κάθε είκοσι οκτώ/τριάντα μέρες. Έχω άστατο (βλ. καθυστέρηση)/σταθερό ~ο.|| Η ίωση θα κάνει τον ~ο της και σύντομα θα γίνεις καλά.|| Η ιστορία κάνει ~ους (: επαναλαμβάνεται). Έκλεισε οριστικά/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται ο ~ βίας και αίματος. Πβ. ανακύκληση.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Αστικός/μικτός/συνδυασμένος ~ (κατανάλωσης καυσίμου) ... λίτρα ανά 100 χλμ.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ημερήσιος λειτουργικός ~. Εβδομαδιαίος ~ των Ακολουθιών.|| (ΟΙΚΟΝ.) Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οι.|| Βλ. μεγάκυκλοι. 4. σύνολο δραστηριοτήτων ή έργων, κυρ. πνευματικού, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με ορισμένο θέμα ή πεδίο: νέος ~ διαλόγου (για την παιδεία)/επισκέψεων (του πρωθυπουργού στην Ευρώπη)/προβολών/συναντήσεων/συναυλιών (του συγκροτήματος)/συνομιλιών (πβ. γύρος). Εγκαινιάζεται ο εκπαιδευτικός/θεματικός ~ ... Η έναρξη του ~ου (= της σειράς) μαθημάτων θα γίνει στις ... του μηνός. Άρχισε/ξεκίνησε/ολοκληρώθηκε/πραγματοποιείται/συνεχίζεται ο (εισαγωγικός/πρώτος/τελευταίος) ~ διαλέξεων/ομιλιών/σεμιναρίων με θέμα ...|| (ΜΟΥΣ.) ~ τραγουδιών για πιάνο και φωνή. Το έργο ανήκει στον ~ο των κουαρτέτων για κρουστά.|| (ειδικότ. σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) Βασικός/(μετα/προ)πτυχιακός/τετραετής ~ σπουδών. Έγινε δεκτός/εγγράφηκε/φοιτά στον επόμενο ~ο (βλ. εξάμηνο, έτος).|| (ΤΗΛΕΟΡ.) Νέος ~ επεισοδίων.|| Κάτι (δεν) εμπίπτει/εντάσσεται στον ~ο των ενδιαφερόντων/καθηκόντων της. Πβ. εύρος, σφαίρα, φάσμα.|| (ΦΙΛΟΛ., έμμετρες ή πεζές αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένο ήρωα, μύθο) Ακριτικός/αργοναυτικός/τρωικός ~. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγενική, φιλική, επαγγελματική ή άλλου είδους κοινωνική σχέση· περιβάλλον, περίγυρος: Ο γάμος έγινε σε κλειστό/στενό οικογενειακό και φιλικό ~ο. Έχει μεγάλο ~ο (: γνωρίζει πολύ κόσμο). Με το διαδίκτυο μπορεί να διευρύνει τον ~ο των γνωριμιών του. Είναι ιδιαίτερα γνωστή στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ~ους. Σύμφωνα με (έγκυρους) εισαγγελικούς/εκκλησιαστικούς/κυβερνητικούς/οικονομικούς ~ους ... Ακαδημαϊκοί/διπλωματικοί/εκπαιδευτικοί/νομικοί/στρατιωτικοί/τραπεζικοί ~οι κάνουν λόγο για ... ~οι της αντιπολίτευσης/του υπουργείου αναμένουν/αναφέρουν/δηλώνουν/επιμένουν/θεωρούν/σχολιάζουν/υποστηρίζουν ότι ...|| (για ανώτερη συνήθ. κοινωνική τάξη) Δεν ανήκει/προσπαθεί να μπει στον ~ο μας. Κάνει παρέα μόνο με άτομα του ~ου της. Βλ. κλίκα, σινάφι, φάρα, φατρία. 6. φυσική διαδικασία ή φαινόμενο αποτελούμενο από διαδοχικές φάσεις που ολοκληρώνονται επιστρέφοντας στην αρχική κατάσταση και επαναλαμβάνονται συνέχεια: (ΓΕΩΧ.) ο ~ του αζώτου/άνθρακα/θείου/νερού (= υδρολογικός ~)/οξυγόνου/φωσφόρου. Ο ~ της ύλης.|| Αναπνευστικός (βλ. εισπνοή, εκπνοή)/καρδιακός (βλ. συστολή, διαστολή) ~. 7. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια περίοδος, πρόταση ή ένας στίχος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση. ● Υποκ.: κυκλάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός κύκλος: ΒΙΟΛ. τα στάδια από τα οποία περνά ένας ζωικός ή φυτικός οργανισμός μέχρι τον θάνατο (π.χ. γέννηση, ανάπτυξη): Ο ~ ~ του παρασίτου διαρκεί από τέσσερις ως σαράντα μέρες. [< αγγλ. biological cycle] , δημοσιογραφικοί κύκλοι: όρος που χρησιμοποιείται για να αποφύγει κάποιος να κατονομάσει τη δημοσιογραφική πηγή πληροφόρησης: Όπως εκτιμούν ~ ~ ..., έμμηνος/καταμήνιος/γεννητικός/εμμηνορροϊκός κύκλος & ο κύκλος (της γυναίκας): ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την κυκλική μεταβολή των ορμονών του φύλου κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας και συνήθ. διαρκεί είκοσι οκτώ μέρες: φυσιολογικός ~ ~. Ανωμαλίες/διαταραχές/ρύθμιση του ~ού ~ου. Βλ. οιστρογόνα, προγεστερόνη, ωορρηξία., κύκλος επαφών: σειρά συναντήσεων, συνομιλιών ή δραστηριοτήτων: ευρύς ~ ~. Αρχίζει νέος ~ ~ με τους επιστημονικούς φορείς. Ολοκληρώθηκε ο (πρώτος) ~ ~ του ..., κύκλος εργασιών: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εσόδων, πωλήσεων επιχείρησης σε ορισμένη χρονική περίοδο: αύξηση/ενίσχυση/μείωση/πτώση του ετήσιου ~ου ~. Η εταιρεία διευρύνει τον ~ο ~ της. Ο ενοποιημένος ~ ~ του ομίλου για την τριμηνία ανήλθε στα ... εκατομμύρια ευρώ/σημείωσε άνοδο ... %/υποχώρησε κατά ... %. Πβ. τζίρος.|| (παλαιότ.) Φόρος ~ου ~. Πβ. ΦΠΑ., κύκλος ζωής 1. τα στάδια από την παραγωγή ενός προϊόντος μέχρι το τέλος της χρησιμότητάς του: ο ~ ~ επιχειρησιακού προγράμματος/λογισμικού/συστήματος. Ανάλυση ~ου ~ (: εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϊόντος, διεργασίας ή δραστηριότητας). Οχήματα τέλους ~ου ~ (: αυτά που τίθενται εκτός κυκλοφορίας). 2. & ο κύκλος της ζωής: η πορεία ενός οργανισμού από τη γέννηση ως τον θάνατο. [< αγγλ. life cycle] , κύκλος ποιότητας: ομάδα υπαλλήλων εταιρείας που συνήθ. εθελοντικά πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση προβλημάτων ποιότητας και τη βελτίωση της απόδοσης των ίδιων και των συναδέλφων τους. [< αγγλ. quality circle, 1980] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, βιογεωχημικός κύκλος βλ. βιογεωχημικός, έγκυροι κύκλοι βλ. έγκυρος, έκκεντροι κύκλοι βλ. έκκεντρος, επικός κύκλος βλ. επικός, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ηλιακός κύκλος βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικός κύκλος βλ. θερμοδυναμικός, θηβαϊκός κύκλος βλ. θηβαϊκός, κατακόρυφος κύκλος βλ. κατακόρυφος, κύκλος (του) αίματος βλ. αίμα, οικονομικός κύκλος βλ. οικονομικός, ομόκεντροι κύκλοι βλ. ομόκεντρος, παράλληλος (κύκλος) βλ. παράλληλος, σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα βλ. σεληνιακός, τροπικός (κύκλος) βλ. τροπικός, ψυκτικός κύκλος βλ. ψυκτικός, ωριαίος κύκλος βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: κύκλοι (ανά δευτερόλεπτο): ΦΥΣ. (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) μονάδα μέτρησης της συχνότητας: Το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ήχους από 20 ως 20.000 ~ους ~. ΣΥΝ. χερτζ, του κύκλου τα γυρίσματα (προφ.): για να δηλωθεί το ευμετάβλητο της ζωής, της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., ανοίγει ο κύκλος βλ. ανοίγω, κύκλος/γύρος συζητήσεων βλ. συζήτηση, μη μου τους κύκλους τάραττε! βλ. ταράζω, τετραγωνίζω τον κύκλο βλ. τετραγωνίζω, τετραγωνισμός του κύκλου βλ. τετραγωνισμός, φαύλος κύκλος βλ. φαύλος [< 1: αρχ. κύκλος 2,3,4,5,6: γαλλ. cycle, cercle, αγγλ. cycle, πβ. γερμ. Zyklus 7: μτγν. ~]

λ

λ (πρόφ. λάμδα) 1. το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον συμφωνικό φθόγγο [l]: ~ κεφαλαίο (Λ). ~ μικρό (λ). Πβ. λάμδα. Βλ. σύμφωνο. 2. τριακοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική: (συνήθ. με τόνο λ΄/Λ΄) ~ μονάδα καταδρομών. Κεφάλαιο ΛΑ΄(= τριακοστό πρώτο). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Λ ή ,λ:) τριάντα χιλιάδες. [< αρχ. Λ, μεσν. λ]

Μάης

Μάης Μά-ης ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-λογοτ.) Μάιος: ο γαλλικός ~ (: η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών το 1968). 2. ΛΑΟΓΡ. {πληθ. Μάηδες} μαγιάτικο στεφάνι. ● ΦΡ.: ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) (παροιμ.): για προσδοκία που η ικανοποίησή της μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, γεγονός που την καθιστά αμφίβολη: Έγιναν συζητήσεις για πιθανές αυξήσεις μισθών μέσα στην ερχόμενη διετία, δηλαδή, ~ ~., πιάνω τον Μάη (μτφ.): μαζεύω λουλούδια στην εξοχή, για να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι., στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει (παροιμ.): για συνεχείς ατυχίες που υφίσταται κάποιος. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται. [< μτγν. Μάϊος]

μάχη

μάχη μά-χη ουσ. (θηλ.) {μαχ-ών} 1. πολεμική σύρραξη, στρατιωτική αντιπαράθεση: αιματηρή/αμφίρροπη/άνιση/εμφύλια/εναέρια/επική/θρησκευτική/ιστορική/καταστροφική/πολύνεκρη/σκληρή/σφοδρή/τιτάνια/φονική ~. Πέφτει/ρίχνεται στη ~. Έλαβε/πήρε μέρος στη ~. Αναπαράσταση/έκβαση/νικητές (της)/σκηνές/σχέδιο/τακτικές ~ης. Μονάδες/οχήματα/πτέρυγα/Σμηναρχία ~ης. Σε διάταξη ~ης. Ο εορτασμός/η επέτειος της ~ης. Το χρονικό των ~ών.|| (ΙΣΤ.) Η ~ του Μαραθώνα/των Θερμοπυλών/της Κρήτης. 2. (μτφ.) έντονη αντίθεση ή αντιπαράθεση μεταξύ αντίπαλων πλευρών ή στοιχείων: δικαστική/διπλωματική/(προ)εκλογική/μάταιη/ομηρική/πολιτική ~. ~ παρασκηνίου. Η ~ των εντυπώσεων (: ποιος από τους αντιπάλους θα εντυπωσιάσει περισσότερο). ~ για την εξουσία/τον τίτλο. ~ μέχρις εσχάτων. ~ μεταξύ του καλού και του κακού. Μαίνεται/φουντώνει η ~ μεταξύ των υποψηφίων. Προβλέπεται ~ στήθος με στήθος. Βγήκε αλώβητος από τη ~. Κερδήθηκε η ~.|| (ΑΘΛ.) Η συγκλονιστική/συναρπαστική ~ των αιωνίων.|| Ξέσπασε ~ (= καβγάς) μεταξύ των οπαδών. Πβ. συμπλοκή. 3. (μτφ.) αγώνας, μεγάλη προσπάθεια: ~ επιβίωσης. ~ για την επίλυση (των προβλημάτων)/τον πολιτισμό. ~ κατά της ακρίβειας/της ανεργίας/της διαφθοράς/του καπνίσματος/της κερδοσκοπίας/των ναρκωτικών. ~ για τη μείωση του ελλείμματος. ~ με τον καρκίνο/τις φλόγες/τον χρόνο. Δίνει ~ για τη ζωή. Πβ. πάλη. ● ΣΥΜΠΛ.: άρμα μάχης βλ. άρμα, μητέρα (όλων) των μαχών βλ. μητέρα, πεδίο μάχης βλ. πεδίο, πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων βλ. χαράκωμα2 ● ΦΡ.: έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο: πέθανε ύστερα από βαριά αρρώστια ή ατύχημα: ~ ~ μετά από πολύμηνη ασθένεια/υποκύπτοντας στα τραύματά του., σε θέση μάχης (μτφ.): σε κατάσταση ετοιμότητας για επικείμενη σύγκρουση και γενικότ. αντιπαράθεση: ~ ~ για το ασφαλιστικό/τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους., εκτός μάχης βλ. εκτός, έρως ανίκατε μάχαν βλ. έρως, μάχη εκ παρατάξεως βλ. παράταξη [< αρχ. μάχη]

μεταφυσικός

μεταφυσικός, ή, ό με-τα-φυ-σι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με ό,τι δεν μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά, να εξηγηθεί λογικά: ~ός: κόσμος/προβληματισμός/φόβος. ~ή: αγωνία/διάσταση (π.χ. της τέχνης)/εμπειρία/ποίηση. ~ό: θρίλερ. ~ά: ερωτήματα (για την ύπαρξη του Θεού)/θέματα/φαινόμενα. Πβ. υπερ-αισθητός, -βατικός, -φυσικός. 2. ΦΙΛΟΣ. που αναφέρεται στη μεταφυσική: ~ός: φιλόσοφος. ~ές: θεωρίες. ● Ουσ.: μεταφυσικό (το): οτιδήποτε δεν μπορεί να συλληφθεί και να εξηγηθεί με βάση τις αισθήσεις και τη λογική: η σχέση του ανθρώπου με το ~ό., μεταφυσικός (ο/η) 1. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το μεταφυσικό ή πιστεύει σε αυτό. 2. μεταφυσικός φιλόσοφος. [< γαλλ. métaphysicien] ● επίρρ.: μεταφυσικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταφυσική ζωγραφική: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος ζωγραφικής που άνθισε στην Ιταλία στις αρχές του 20ού αι., με κύριο χαρακτηριστικό την αναζήτηση της αινιγματικής πλευράς της πραγματικότητας. [< ιταλ. pittura metafisica] [< μεσν. μεταφυσικός, γαλλ. métaphysique, αγγλ. metaphysical]

μπαίνω

μπαίνω μπαί-νω ρ. (αμτβ.) {μπήκα, μπω, μπεις, μπει, μπούμε, μπείτε, μπουν(ε), μπες/έμπα, μπείτε, μπασμένος, μπαίν-οντας} 1. πηγαίνω, περνώ από έξω μέσα και γενικότ. εισέρχομαι σε έναν χώρο, μια περιοχή: ~ στη θάλασσα/στο μαγαζί/(ΑΘΛ.) στη μικρή περιοχή (γηπέδου)/στο μπάνιο/στο νοσοκομείο (= κάνω εισαγωγή)/στο σπίτι/στο στάδιο/στη φυλακή (= φυλακίζομαι)/στο χειρουργείο. Ο ληστής μπήκε από το παράθυρο. ~ει το πλοίο στο λιμάνι/το τρένο στον σταθμό. ~ κρυφά/στη ζούλα. Ο καθένας ~ει και βγαίνει (= μπαινοβγαίνει) όποτε θέλει. Μπες/Μπείτε μέσα! Μπήκε χωρίς άδεια/χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. ~ στο αμάξι/στο λεωφορείο (πβ. επιβιβάζομαι). Δεν ~ σε αεροπλάνο, φοβάμαι. Σε ποιες τάξεις ~εις (: διδάσκεις); Μπήκε αγκάθι στο δάχτυλο/άμμος στα μάτια/νερό στο σκάφος. Το υγρό ~ει από τον σωλήνα (= εισδύει, εισρέει). Από τη χαραμάδα έμπαινε κρύος αέρας/φως. Μπήκαν λαθραία στη χώρα. Πβ. εισχωρώ. Βλ. εξέρχομαι.|| (μτφ.) Μπήκε γκολ/καλάθι/τρίποντο.|| Από το τρακάρισμα η πόρτα μπήκε μέσα (= βούλιαξε).|| Ο εχθρός μπήκε στην πόλη. Πβ. εισβάλλω.|| Πώς ~ στην ιστοσελίδα/στο πρόγραμμα/στο σύστημα (= αποκτώ πρόσβαση);|| ~ει πατημένος στις στροφές (: με γκάζι). ΑΝΤ. βγαίνω (1) 2. (μτφ.) εισέρχομαι σε μία περίοδο, κατάσταση, ξεκινώ μια δραστηριότητα ή αναπτύσσω έναν τρόπο σκέψης: ~ στα πενήντα (πβ. κλείνω, πατώ). Τα κορίτσια ~ουν νωρίτερα στην εφηβεία. Η χώρα ~ει σε μια νέα φάση. Μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μπήκε για τα καλά στο λούκι της καθημερινότητας.|| ~ σε μια σχέση (πβ. ξεκινώ). ~ στη συζήτηση (= συμμετέχω). ~ στον αγώνα/σε μια διαδικασία/στη μάχη/στην παραγωγή/στο στάδιο υλοποίησης. Η ομάδα μπήκε σε ρυθμούς ντέρμπι.|| ~ στην καρδιά/ουσία του προβλήματος (: το κατανοώ). Μπήκαμε στη λογική του συμβιβασμού. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες (πβ. αναφέρομαι, υπεισέρχομαι). 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} τοποθετούμαι σε μία θέση, τίθεμαι: Το καπάκι ~ει συρταρωτά. Να μπουν τα πράγματα στη θέση τους/στην κούτα/στο ράφι. Δεν ~ει (= ταιριάζει) εδώ η πολυθρόνα. Η μπλούζα ~ει (= φοριέται) μέσα από το παντελόνι. Τώρα ~ουν τα πλακάκια (στο πάτωμα). Τα ονόματά μας μπήκαν (= γράφτηκαν) δίπλα-δίπλα. Μεταξύ των δύο λέξεων ~ει (= σημειώνεται) μια παύλα. Σε ποια πτώση ~ει το υποκείμενο; Πότε ~ει άνω τελεία/περισπωμένη; Πώς ~ει ο κωδικός (= εισάγεται);|| (μτφ.) ~ει ένα αίτημα/η διαχωριστική γραμμή/ένα ερώτημα/ένα θέμα προς εξέταση. ~ουν οι βάσεις/τα θεμέλια. Πότε θα μπει διαγώνισμα (: θα πραγματοποιηθεί); Τι κριτήρια ~ουν για την επιλογή των υποψηφίων; Σε ποια κατηγορία ~ει (= ανήκει); Δεν ~ει τίποτα στην άκρη. Η υπόθεση ~ει στην ατζέντα (προς συζήτηση)/στο μικροσκόπιο (= εξετάζεται εξονυχιστικά). Ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά. Η ζωή δεν ~ει σε καλούπια. Το γενικό συμφέρον ~ει πριν από το ατομικό. 4. (ειδικότ.) παίρνω μία θέση (κοινωνική, επαγγελματική), εντάσσομαι κάπου: ~ στη Βουλή/σε μια δουλειά (: προσλαμβάνομαι)/στην κληρωτίδα/στο κόμμα (: γίνομαι μέλος)/σε έναν νέο κόσμο/στο κύκλωμα/σε λίστα αναμονής/σε μοναστήρι (ως μοναχός)/στην ομάδα/στην οργάνωση/στην παρέα/στο ψηφοδέλτιο. ~ εγγυητής/επικεφαλής/μάρτυρας (= ορίζομαι)/συνέταιρος. (ειρων.) Τώρα που μπήκες στην καλή κοινωνία, δεν μας καταδέχεσαι! Μπήκε στο επάγγελμα/στην (: ασχολήθηκε με την) πολιτική πολύ νωρίς. Η επιχείρηση ετοιμάζεται να μπει στο διαδίκτυο/στη διεθνή αγορά/στο χρηματιστήριο/δυναμικά σε έναν χώρο. Η κόρη μου μπήκε στο Δημόσιο (πβ. διορίζομαι)/στο Πολυτεχνείο (πβ. εισάγομαι). Η χώρα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση/ΟΝΕ. Η ομάδα μπήκε (= προκρίθηκε) στους τέσσερις καλύτερους της Ευρώπης. Περιοχές που δεν μπήκαν στο σχέδιο πόλεως. 5. (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή οδηγούμαι στην κατάσταση που δηλώνει το ουσιαστικό: (ως απολεξικοποιημένο ρήμα) ~ει σε εφαρμογή (= εφαρμόζεται)/κίνηση (= κινείται)/λειτουργία (= λειτουργεί)/χρήση (= χρησιμοποιείται).|| ~ στο λούκι/στην τελική ευθεία/σε τροχιά.μπαίνει 1. (για περίοδο, εποχή) αρχίζει, ξεκινά, εμφανίζεται: Μπήκε η άνοιξη/η εβδομάδα/ο μήνας/το νέο έτος. Ο χειμώνας μπήκε βαρύς. 2. εφαρμόζει, χωρά: Το ψυγείο δεν ~ στην κουζίνα, είναι πολύ φαρδύ/ψηλό. Το πόδι μου δεν ~ στο παπούτσι. Το φόρεμα δεν μου ~, είναι μικρό/στενό. 3. (κυρ. για ρούχο) μαζεύει, στενεύει, συρρικνώνεται: Έπλυνα τα μάλλινα με ζεστό νερό και μπήκαν. Πβ. μπάζει.|| Τα μάγουλά της μπήκαν μέσα (: από την αδυναμία). ● ΦΡ.: έμπαινε! (προφ.-συχνά ειρων.): ως προτροπή, ενθάρρυνση για δραστηριοποίηση. Πβ. προχώρα!, μου (τη) μπαίνει (νεαν. αργκό): με προκαλεί με λόγια ενοχλητικά, επικριτικά: Γιατί μου ~εις; Μην του ~εις, θα τσαντιστεί άγρια! Πολύ μου τη ~ και δεν θα τα πάμε καλά! Πβ. τσιγκλάω., μπαίνει στο αρχείο (μτφ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υπόθεση, ζήτημα) δεν διευθετείται, εγκαταλείπεται: Η αναφορά/η έρευνα/η καταγγελία/ο φάκελος ~ ~. Η μήνυση μπήκε ~ δικαστικά/με απόφαση του εισαγγελέα/λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων., μπαίνει στο ψυγείο (μτφ.): (συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο) αναβάλλεται, συνήθ. επ' αόριστον, η διευθέτηση μιας υπόθεσης, παγώνει: Μετά από τις γενικευμένες αντιδράσεις, η μεταρρύθμιση μπήκε ~., μπαίνω σε σκέψεις: μου γεννιούνται σκέψεις, προβληματίζομαι: Διάβασα το μήνυμά σου και μπήκα ~. , μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι εμφανίζεται και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός προσώπου: Ήρθε ~ μου και μου έμαθε πολλά. Μπήκε ~ μας απρόσμενα. Η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στη ζωή μας., μπες-βγες: η διαδικασία του να μπαίνει και να βγαίνει κάποιος από κάπου: ~ ~ από το αυτοκίνητο. Κουράστηκα με τα ~ ~ στα νοσοκομεία. Πβ. μέσα έξω., μπήκα! (αργκό): κατάλαβα: Εγώ θα μιλάω κι εσύ θα ακούς, ~ες τώρα; Πβ. ελήφθη (όβερ)!, το 'πιασες;, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (μπαίνω) με το δεξί βλ. δεξιός, (μπήκε) από μικρός/νωρίς στα βάσανα βλ. βάσανο, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι βλ. συρτάρι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου βλ. μυαλό, είμαι/μπήκα μέσα βλ. μέσα, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, μάζεψε/μπήκε στο πλύσιμο βλ. πλύσιμο, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες βλ. ιδέα, μπαίνει στη/σε σειρά βλ. σειρά, μπαίνει/μένει στο ράφι βλ. ράφι, μπαίνω ανάμεσα σε κάποιους βλ. ανάμεσα, μπαίνω απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, μπαίνω με τις μπάντες βλ. μπάντα, μπαίνω μπροστά βλ. μπροστά, μπαίνω στα/σε έξοδα βλ. έξοδα, μπαίνω στη γραμμή βλ. γραμμή, μπαίνω στη μέση βλ. μέση, μπαίνω στο κλίμα βλ. κλίμα, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, μπαίνω στο πετσί βλ. πετσί, μπαίνω στο πνεύμα βλ. πνεύμα, μπαίνω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μπαίνω στον χορό βλ. χορός, μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια βλ. χωράφι, μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) βλ. μύτη, μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) βλ. σκύλος, μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι, μπήκε αλλαγή βλ. αλλαγή, μπήκε ο διάολος μέσα του βλ. διάβολος, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω, του μπαίνω στο μάτι βλ. μάτι, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος [< μεσν. εμπαίνω, γαλλ. entrer, αγγλ. enter]

νήμα

νήμα [νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

ξέρω

ξέρω ξέ-ρω ρ. (μτβ.) {ήξερα, ξέρ-οντας} & (ιδιωμ.) ξεύρω 1. έχω γνώση ή αντίληψη για κάτι: ~ τη διεύθυνσή της/το επάγγελμα/την (οικονομική του) κατάσταση/το όνομα (κάποιου). Δεν ~ πόσο χρονών είναι/πότε θα έρθει/πού είναι/πώς τον λένε. Δεν ~εις τίποτα παραπάνω/περισσότερο να μου πεις; Νομίζεις ότι ~εις τα πάντα/τα ~εις όλα; ~ τι ζητώ/θέλω/κάνω. Την ~ καλά την πόλη. (κατηγορία απάντησης σε ερωτηματολόγιο, δημοσκόπηση) Δεν ~ /δεν απαντώ. ~ τις αρμοδιότητές/τα δικαιώματά/τις υποχρεώσεις μου. Άσε/άφησε αυτά που ~εις. Αυτά που ~εις/ήξερες να τα ξεχάσεις. Όλα όσα/τι πρέπει να ~ουμε για το .../σχετικά με ... ~εις τι θα πει/τι σημαίνει να ...; Τον ρώτησα, αλλά δεν ~ει τίποτα για το θέμα. Κάτι ~ει, να την ακούς! Δεν ~ από που ν' αρχίσω. Απ’ όσο (μπορώ να)/απ’ ό,τι ~ , … Ποιος ~ει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Aν ήξερες/να 'ξερες πόσο την αγαπώ! ~εις (τώρα) εσύ (: για κάτι γνωστό στον άλλον ή για περιπτώσεις που δεν θέλουμε να αναφέρουμε κάτι ρητά). Πβ. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. ΑΝΤ. αγνοώ (1) 2. είμαι γνώστης, κατέχω κάποιο γνωστικό αντικείμενο ή μια δεξιότητα: ~ μια γλώσσα/γράμματα/κολύμπι/μαγειρική/μπάσκετ/τάβλι. ~ να γράφω/διαβάζω/μαγειρεύω/οδηγώ/παίζω (ένα παιχνίδι ή ένα μουσικό όργανο)/χειρίζομαι υπολογιστή/χορεύω. ~ να πω μάθημα/ένα ποίημα (απέξω). ~ει κανείς από μηχανές;|| (Δεν) ~ει να δίνει/παίρνει/περιμένει/χάνει. 3. γνωρίζω κάποιον καλά ή μου είναι γνωστός: ~ τους γονείς/την οικογένειά του. Την ~ εδώ και χρόνια/εξ όψεως/(από) καιρό/από παλιά/φυσιογνωμικά. Τον ~ από παιδί. Δεν ~ κανέναν σε αυτή τη γιορτή. Τον ~εις αυτόν εκεί; Την ~ μέσω ενός κοινού μας φίλου.|| (κατ' επέκτ.) Πόσο καλά ~εις τους φίλους σου (: γνωρίζεις τον χαρακτήρα τους); Με ~εις πόσο ανυπόμονος είμαι. Έλα μωρέ, δεν την ~εις; Κάθε φορά τα ίδια κάνει.|| (για δημόσιο πρόσωπο) Τους ~εις τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στο σίριαλ; ● ΦΡ.: (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου!: είναι αυτονόητο ή γνωστό σε όλους., δεν ήξερες, δεν ρώταγες; (ειρων.): λέγεται όταν κάποιος από αφέλεια βρεθεί μπλεγμένος σε δυσάρεστη κατάσταση, ενώ θα μπορούσε να την είχε αποφύγει, αν φρόντιζε προηγουμένως να ενημερωθεί., δεν ξέρει τι έχει: είναι πολύ πλούσιος, έχει μεγάλη περιουσία., ξέρει να ζει (τη ζωή του/της) (προφ.): την απολαμβάνει., ξέρεις ...: στην αρχή φράσης, συνήθ. ως ένδειξη αμηχανίας, δισταγμού, δυσκολίας να πούμε κατευθείαν αυτό που θέλουμε: ~, θέλω να μιλήσουμε., ξέρω (κάποιον) για ...: έχω σχηματίσει για κάποιον την άποψη, τη γνώμη, την εντύπωση: Τον ήξερα για τεμπέλη, αλλά με διέψευσε., ξέρω γω (προφ.): κειμενικός δείκτης για αναφορά παραδείγματος ή ως απάντηση για δήλωση άγνοιας και κατ' επέκτ. δυσφορίας, αδιαφορίας: Θα δώσω, ~ ~, είκοσι-τριάντα ευρώ και θα κάνω τη δουλειά μου. Πβ. ας πούμε, για παράδειγμα.|| -Τι του 'κανες και θύμωσε; -~ ~, μωρέ!, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! (προφ.): κειμενικός δείκτης που εκφράζει αμηχανία, άγνοια ή αμφιβολία για κάτι: Πώς τα κατάφερες έτσι; - ~ ~, τι να σου πω; Τελικά θα έρθουν; -~ ~, θα σε γελάσω., ποιος ξέρει;: για δήλωση άγνοιας: Άραγε θα έρθει, ~ ~; Πβ. τις οίδε;, ποτέ δεν ξέρεις ...: μη θεωρείς τίποτα απίθανο· όλα είναι πιθανά: ~ ~ τι σου επιφυλάσσει η μοίρα.|| -Δεν θα ξαναγυρίσει. -~ ~. Πβ. ποτέ μην λες/πεις ποτέ. [< αγγλ. you never know] , (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω; βλ. θέλω, δεν γνωρίζει/δεν ξέρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά βλ. αριστερός, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι βλ. γρι, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, δεν ξέρει την τύφλα του βλ. τύφλα, δεν ξέρει τι του φταίει βλ. φταίω, δεν ξέρεις τι σου γίνεται βλ. γίνομαι, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, ένας Θεός ξέρει βλ. θεός, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει βλ. θέλω, ξέρω τι θα πει βλ. λέω, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, πού σε είδα, πού σε ξέρω βλ. βλέπω, το ξέρουν και οι κότες βλ. κότα, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος [< μεσν. ξέρω < (ἐ)ξεύρω < αρχ. ἐξευρίσκω]

ορός

ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πα2

πα2 ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. ο πρώτος φθόγγος της βυζαντινής μουσικής κλίμακας που αντιστοιχεί στη νότα ρε της ευρωπαϊκής. Βλ. βου2, γα, δι, κε, ζω2, νη.

πετώ

πετώ [πετῶ] πε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πετ-άς ..., -ώντας | πέτ-αξα, -άγομαι (προφ.) -ιέμαι, -άχτηκα (λόγ.) -άχθηκα, -α(γ)μένος} & πετάω 1. (για πτηνό) κινούμαι στον αέρα με φτερά ή (για ιπτάμενο μέσο) με μηχανή· ειδικότ. ταξιδεύω αεροπορικώς: Ο αετός ~ούσε (ψηλά) στον ουρανό. Οι νεοσσοί μεγάλωσαν και ~αξαν από τη φωλιά. Οι μέλισσες/πεταλούδες ~ούν από λουλούδι σε λουλούδι (πβ. πεταρίζει, φτερουγίζει).|| Το αεροσκάφος ~ούσε σε χαμηλό ύψος/στα ... χιλιάδες πόδια. Πβ. ίπταται.|| ~ τον χαρταετό (πβ. αμολώ).|| ~ αύριο για Παρίσι. ~ με αερόστατο/ελικόπτερο. Βλ. απογειώνομαι.|| (μτφ.) Άσε τη φαντασία σου να ~άξει! 2. ρίχνω ένα αντικείμενο με δύναμη στον αέρα, συνήθ. προς συγκεκριμένο στόχο: ~αξε το ακόντιο (στα ... μέτρα)/την μπάλα (στο καλάθι)/τη φωτοβολίδα. ~αξαν προκηρύξεις/φυλλάδια (πβ. διασκορπίζω). Άγνωστοι ~ούσαν (= επιτέθηκαν με) πέτρες στους ... (πβ. πετροβολώ). Του ~αξε (= του έφερε) ένα βάζο στο κεφάλι. Πβ. εκσφενδονίζω, εκτοξεύω.|| Με μια απρόσεκτη κίνηση τα ~ξε όλα κάτω.|| Τον ~αξε (= κόλλησε) στον τοίχο. 3. απαλλάσσομαι από κάτι που δεν το χρειάζομαι· ειδικότ. ρίχνω στα σκουπίδια: ~αξε τα άχρηστα αντικείμενα/τα παλιά ρούχα (πβ. ξεφορτώνομαι). Τα μπάζα ~άχτηκαν στο ρέμα.|| (μτφ.) ~αξε τη στολή του αξιωματικού (= τα παράτησε)/τα χειμωνιάτικα (= τα έβγαλε, άρχισε να φοράει τα καλοκαιρινά). Μην ~άξεις την ευκαιρία (= μην την αφήσεις ανεκμετάλλευτη). Πρόταση που ~άχτηκε (= κατέληξε) στα αζήτητα/στον κάλαθο των αχρήστων. Βλ. παρα~. 4. (μτφ.-προφ.) μεταφέρω με αυτοκίνητο ή μηχανή: Θέλεις να σε ~άξω μέχρι το μετρό; 5. (μτφ.-προφ.) θριαμβεύω, σαρώνω, σκίζω: ~άει στα μαθηματικά (πβ. διαπρέπω). ~άει το αμάξι (πβ. φυσάει). 6. (μτφ.) σκορπίζω, σπαταλώ: ~άει (άσκοπα) τα χρήματά του (σε άχρηστα πράγματα). 7. (μτφ.-προφ.) λέω κάτι ελεύθερα και απρόσμενα: ~άει αστειάκια/εξυπνάδες/κοτσάνες (πβ. την πέταξε). ~αξε μια κουβέντα και έφυγε. ~αξε (πάλι) την κακία της. Ποιος ~αξε την ιδέα να ...; 8. (μτφ.-προφ.) διώχνω, αποπέμπω: Τον ~αξαν (= απέλυσαν) από την εταιρεία. 9. (μτφ.-επιτατ.) χαίρομαι πάρα πολύ, ενθουσιάζομαι: Τα λόγια σου με κάνουν και ~ από ευτυχία.πετάει (μτφ.-προφ.) 1. βγάζει, εμφανίζει: Το δέντρο ~αξε νέα φύλλα (= έχει βλαστήσει)/ρίζες.|| ~αξε γένια/σπυράκια. 2. προεξέχει: Ίσιωσε τα μαλλιά σου, γιατί ~άνε. ~άνε τα τσουλούφια του., πέταξε (μτφ.-προφ.): σταμάτησε να υπάρχει· έσβησε, χάθηκε: Τώρα πάει, ~ η ευκαιρία! ~αν οι ελπίδες! ● ΦΡ.: μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω (αργκό): για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, θαυμασμός, αναστάτωση, απορία, κυρ. για κάτι που είδε κάποιος. ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο, πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα (προφ.-ειρων.): για κάποιον που δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με ρεαλισμό, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. ΑΝΤ. πατάω (γερά) στη γη, ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, την πέταξε (αργκό): είπε βλακεία: ~ ~ες πάλι. Βλ. την άκουσα., τον πέταξε έξω/έδιωξε (κακήν κακώς/με τις κλοτσιές): για βίαιη απομάκρυνση προσώπου: Ο ιδιοκτήτης μάς πέταξε ~ (: μάς έκανε έξωση). Ο δάσκαλος τον πέταξε έξω από την τάξη (πβ. αποβάλλω). Τον πέταξαν με τις κλοτσιές από το κόμμα (πβ. διαγράφω)., (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! βλ. πουλάκι, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βρίσκομαι/πετώ στα σύννεφα/στα ουράνια βλ. σύννεφο, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάει η ομάδα βλ. ομάδα, πετάει ο γάιδαρος; πετάει! βλ. γάιδαρος, πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, πετάω φωτιές/φωτιά βλ. φωτιά, πετάω/ρίχνω μπανανόφλουδα σε κάποιον βλ. μπανανόφλουδα, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ κάποιον σαν στυμμένη λεμονόκουπα βλ. λεμονόκουπα, πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, πετώ κάτι απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, πετώ κάτι στον δρόμο βλ. δρόμος, πετώ με τα δικά μου φτερά βλ. φτερό, πετώ στα ύψη βλ. ύψος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πετώ τη σκούφια μου (για κάτι) βλ. σκούφια, πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά βλ. χαρά, πετώ/ρίχνω σε κάποιον το μπαλάκι βλ. μπαλάκι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας ● βλ. πετάγομαι, πεταμένος [< μεσν. πετώ < αρχ. πετῶ ‘πετάω, τρέχω γρήγορα’]

πλανήτης

πλανήτης πλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]

προσδόκιμος

προσδόκιμος, η, ο προσ-δό-κι-μος επίθ. (λόγ.): που προσδοκάται· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης & προσδόκιμο όριο ζωής & προσδοκώμενος/προσδόκιμος χρόνος ζωής (επιστ.): η αναμενόμενη μέση διάρκεια ζωής μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων: ~ ~ των ανδρών/γυναικών. Το κάπνισμα μειώνει ~ ~. [< αγγλ. life expectancy] [< αρχ. προσδόκιμος]

σημείο

σημείο [σημεῖο] ση-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, θέση που προσδιορίζεται με ακρίβεια· ειδικότ. ορισμένη περιοχή του σώματος: ~ αναχώρησης/αφετηρίας/άφιξης/εισόδου-εξόδου/εκκίνησης/εστίασης/ισορροπίας/προορισμού/συνάντησης/τερματισμού. ~ ελέγχου διαβατηρίων/πώλησης προϊόντων/σύνδεσης των καλωδίων. ~ του χώρου. Μεθοριακό ~ διέλευσης. Κεντρικό ~ της πόλης. Το ακριβές ~ της πτώσης του μετεωρίτη. Το ανώτερο ~ της διαδρομής. Ευστόχησε από το ~ του πέναλτι. Πόλη χτισμένη σε στρατηγικό ~. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του ~ου (= τόπου) που βρισκόμαστε. Τα φωτεινότερα ~α του ουρανού.|| ~ του θώρακα/κεφαλιού/ποδιού/χεριού. ~ στήριξης της πλάτης. 2. (μτφ.) τμήμα ευρύτερου συνόλου: Το θετικό ~ του κειμένου/νομοσχεδίου. Το επίμαχο ~ της εκπομπής/ομιλίας. Εξηγεί κάθε ~ των θέσεών της. Αρκετά ~α του βιβλίου είναι αμφιλεγόμενα. Διευκρίνισε τα δύσκολα/κυριότερα ~α της ύλης. Βασικά ~α της υπόθεσης παραμένουν αδιερεύνητα. Τα ενδιαφέροντα/κωμικά/μελανά ~α της παράστασης/ταινίας. Τα ~α-κλειδιά του σχεδίου διάσωσης. 3. συγκεκριμένη χρονική στιγμή· κατ' επέκτ. φάση, στάδιο: χρονικό ~. Στο ~ αυτό αξίζει/πρέπει να ... Από το ~ αυτό και μετά. Κομβικό/κρίσιμο ~ της εξέλιξης. Καθοριστικό ~ του αγώνα.|| Το πιο αποφασιστικό ~ της ιστορίας/πορείας της. Σε ποιο ~ της προετοιμασίας βρίσκεστε; Είναι στο καλύτερο ~ της καριέρας τους. 4. (μτφ.) (σε ποιοτική ή άλλου είδους κλίμακα) βαθμός: έσχατο ~ απανθρωπιάς/ξεπεσμού/παρακμής/υποτέλειας. Μέγιστο/ύψιστο ~ ακμής/δύναμης/μεγαλείου. Έχουν φτάσει στο ύστατο ~ εξευτελισμού. Στο ίδιο ~ ανάπτυξης. Σε ~ αγανάκτησης/απελπισίας/απόγνωσης. Μας ταλαιπώρησαν αφάνταστα, σε τέτοιο ~/σε ~ που δεν αντέχαμε άλλο. Σε/στο ~ μάλιστα που ... Ως ποιο ~/(λόγ.) μέχρι ποίου ~ου είναι διατεθειμένοι να ... Πβ. όριο. 5. σημάδι, αντικειμενική κυρ. ένδειξη: ~α ανάκαμψης/ανάρρωσης/βελτίωσης/κόπωσης/κούρασης/φθοράς/ύφεσης. Πβ. ίχνος, σύμπτωμα.|| Θεϊκά ~α. Πβ. οιωνός. 6. γραπτό σύμβολο: μουσικό/ορθογραφικό/τονικό/τυπογραφικό ~. Το ~ της αφαίρεσης (-)/της διαίρεσης (:)/του πολλαπλασιασμού (x)/της πρόσθεσης (+). (ΑΣΤΡΟΛ.) Τα ζωδιακά ~α (= ζώδια). 7. ΓΕΩΜ. το ελάχιστο, θεμελιώδες στοιχείο του χώρου, το οποίο θεωρητικά έχει θέση, αλλά όχι διαστάσεις: Οι διχοτόμοι των γωνιών ενός τριγώνου διέρχονται από το ίδιο ~ (βλ. έκκεντρο). ~ τομής των διαγωνίων. Έστω Α το δεδομένο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σημεία ζωής: στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιος βρίσκεται στη ζωή: Δεν δείχνει ~ ~ (: είναι νεκρός). (Δεν) υπάρχουν ~ ~ (βλ. σφυγμός).|| Δεν έχει δώσει ~ ~ (: έχει εξαφανιστεί, αγνοείται). [< γαλλ. signes de vie] , σημεία των καιρών (ΚΔ): αρνητικά συνήθ. γνωρίσματα συγκεκριμένης εποχής, που θεωρείται ότι προμηνύουν κάτι: ~ο ~ η απαξίωση της εντιμότητας. Τα ~ ~ δείχνουν ότι ..., σημείο μηδέν: η αρχή και κατ΄επέκτ. οριακή και συνήθ. κρίσιμη κατάσταση: Ξεκίνησε και πάλι από το ~ ~. ~ ~ για την ανάληψη της εξουσίας (πβ. ορόσημο).|| Σε ~ ~ οι διαπραγματεύσεις. Η ανθρωπότητα/οικονομία βρίσκεται στο ~ ~. Έχουμε φτάσει στο ~ ~ (: στο απροχώρητο, στο ναδίρ). Βλ. ώρα μηδέν. [< αγγλ. zero point] , σημείο πίεσης 1. στο οποίο ασκείται δύναμη: ~α ~ του σώματος. 2. (μτφ.) μέσο επιρροής, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα: Το ίντερνετ μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ~ ~ και κινητοποίησης., το σημείο του σταυρού: ΕΚΚΛΗΣ. οι κινήσεις του δεξιού χεριού με τις οποίες γίνεται το σχήμα του σταυρού· το αντίστοιχο σύμβολο: Έκανε ~ ~ (πβ. κάνω τον σταυρό μου)., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, ακτινοβόλο σημείο βλ. ακτινοβόλος, απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, αρχιμήδειο σημείο βλ. αρχιμήδειος, γειτονία του σημείου βλ. γειτονία, γλωσσικό σημείο βλ. γλωσσικός, Εθνικό Σημείο Επαφής βλ. επαφή, επώδυνα σημεία βλ. επώδυνος, καίριο σημείο βλ. καίριος, καταφανές σημείο βλ. καταφανής, νεκρό σημείο βλ. νεκρός, σημεία στίξης βλ. στίξη, σημείο ανάφλεξης βλ. ανάφλεξη, σημείο αναφοράς βλ. αναφορά, σημείο βρασμού/ζέσης βλ. βρασμός, σημείο δρόσου βλ. δρόσος, σημείο επαφής βλ. επαφή, σημείο καμπής βλ. καμπή, σημείο παρουσίας βλ. παρουσία, σημείο πήξης βλ. πήξη, σημείο τήξης βλ. τήξη, σημείο τριβής βλ. τριβή, τυφλό σημείο βλ. τυφλός, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: με έφερε στο σημείο να (προφ.): με οδήγησε, με εξανάγκασε να: Η φτώχεια την ~ ~ κλέψει. Μας έχει φέρει ~ μη μιλιόμαστε., μέχρι του σημείου να (εμφατ.): για να δηλωθεί ο βαθμός στον οποίο γίνεται κάτι: Έφτασε ~ ~ απειλεί ότι ..., σημεία και τέρατα & τέρατα και σημεία: σοβαρά, αποτρόπαια, σπάνια ή/και περίεργα γεγονότα ή καταστάσεις: Γίνονται/συμβαίνουν ~ ~. Βλέπω/καταγγέλλω ~ ~. , σημείο G (τζι): ΙΑΤΡ. ερωτογενής ζώνη που πιστεύεται ότι βρίσκεται στον γυναικείο κόλπο, της οποίας η διέγερση κατά την ερωτική επαφή μεγιστοποιεί τη σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας. Βλ. σεξουαλικότητα. [< αγγλ. Gräfenberg Spot, 1981] , σημείο προς σημείο: λεπτομερειακά, αναλυτικά: Απάντησε ~ ~ σε όλες τις κατηγορίες. Κατέρριψε ~ ~ τα επιχειρήματα των αντιπάλων. Πβ. διεξοδικά., τα τέσσερα σημεία (του ορίζοντα): ο βορράς, ο νότος, η ανατολή και η δύση· κατ' επέκτ. όλος ο κόσμος: προσωπικότητες από ~ ~ του πλανήτη. Είναι (δια)σκορπισμένοι στα ~ ~ της Γης/της οικουμένης/του ορίζοντα. [< γαλλ. les quatre points cardinaux] , φτάνω σε οριακό σημείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο: Η κατάσταση/κρίση έχει φτάσει ~ (= στο απροχώρητο).|| (σπανιότ. για πρόσ.) Έχουμε φτάσει ~ (= στο μη περαιτέρω)., φτάνω στο σημείο να ... (προφ.): περιέρχομαι σε άσχημη, δυσάρεστη κατάσταση, καταντώ: Έφτασα ~ μην πιστεύω τίποτα απ' όσα λέει.|| Έχει φτάσει ~ φοβάται με το παραμικρό., ως ένα σημείο & μέχρι(ς) ενός σημείου/ένα σημείο: για κάτι που γίνεται εν μέρει δεκτό ή φτάνει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή στάδιο: ~ ~, οι απόψεις/παρατηρήσεις του είναι σωστές. Ο στόχος μας, ~ ~, εκπληρώθηκε. Σε δικαιολογώ/καταλαβαίνω ~ (ορισμένο) ~. ΣΥΝ. εν τινι μέτρω, ως έναν βαθμό [< αγγλ. up to a point] , νίκη στα σημεία βλ. νίκη, νικώ στα σημεία βλ. νικώ, υπερέχει στα σημεία βλ. υπερέχω [< αρχ., μτγν. σημεῖον, αγγλ.-γαλλ. point, γαλλ. signe]

σκιά

σκιά σκι-ά ουσ. (θηλ.) 1. σκοτεινό είδωλο που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αδιαφανές σώμα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτή και σε εκπεμπόμενο φως· ειδικότ. σκοτεινή φιγούρα: ανθρώπινη ~. ~ές αντικειμένων. Η ~ του αεροπλάνου. ~ές στον τοίχο. (προφ., σε ακτινογραφία:) ~ στον πνεύμονα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ηλιακή ~. Η ~ της Γης/Σελήνης. Βλ. παρα~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αντιθέσεις/εναλλαγές φωτός και ~άς. Βλ. φωτοσκίαση.|| Είδα μια ~ να κινείται προς το μέρος μου. Οι ~ές της νύχτας. Πβ. ίσκιος. 2. μέρος ή τμήμα του εδάφους που δεν φωτίζεται συνήθ. από τον ήλιο, καθώς οι ακτίνες του δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε αυτό: δροσερή ~. Κατασκήνωση σε τεχνητή/φυσική ~. Αμμουδιά/αυλή με ~. Στη ~ των βουνών/δέντρων. Δημιουργείται/σχηματίζεται ~. Περίπατος στη ~. Κάτω από τη ~ των βράχων. Πβ. ίσκιωμα. 3. καλλυντικό με το οποίο βάφονται τα βλέφαρα και γενικότ. η περιοχή γύρω από τα μάτια: ανοιχτόχρωμη/απαλή/ουδέτερη/σκούρα/φωτεινή ~. Διακριτικές/ματ/περλέ/πολύχρωμες ~ές. Αποχρώσεις/παλέτες/σειρά/σετ ~ών. ~ές σε καφέ τόνους/με κρεμώδη υφή/σε σκόνη. Απλώστε τη ~ με το πινέλο. Βλ. κραγιόν, ρουζ. 4. (μτφ.) αρνητική ψυχική κυρ. επίδραση που προκαλείται από απειλητική ή γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση: ~ ανασφάλειας/καχυποψίας/μίσους/φόβου. 5. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ίχνος: ~ υποψίας. Διαλύθηκε και η τελευταία ~ αμφιβολίας. Πβ. υπόνοια. 6. (μτφ.) οτιδήποτε αρνητικό, ανεξιχνίαστο ή κρυφό, παράνομο: Δεν υπάρχει καμιά ~ στις σχέσεις των δύο ανδρών. Βγήκε από τη ~ (= αφάνεια).|| (ΤΗΛΕΠ., ως παραθετικό σύνθ.) Κλήσεις-/τηλέφωνα-~ές. Παρακολούθηση από κοριούς-~ές. 7. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: το βασίλειο/ο κόσμος των ~ών (= νεκρών, βλ. Άδης). ● Υποκ.: σκιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο σκιών: παράσταση με ημιδιαφανείς ζωγραφισμένες φιγούρες, τις οποίες ο καλλιτέχνης κινεί πίσω από λευκό φωτιζόμενο πανί μιμούμενος τις φωνές των ηρώων. Βλ. καραγκιόζης, κουκλοθέατρο. [< γαλλ. théâtre d'ombres] , βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: (είμαι) σκιά του εαυτού μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δύσκολα αναγνωρίζεται, που δεν είναι ή δεν αποδίδει όπως παλιά: Ήταν ~ του (παλιού) εαυτού της, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί. Πόλη που ερήμωσε και απόμεινε ~ ~ της. [< γαλλ. l' ombre de soi-même] , ζω/μένω/είμαι στη σκιά & στη σκιά (μτφ., για πρόσ.): παραμένω αφανής δίπλα σε κάποια πιο ισχυρή προσωπικότητα: Έζησε ~ της μεγάλης της αδελφής. Πβ. σε δεύτερο πλάνο. [< γαλλ. dans l' ombre] , ρίχνει τη σκιά του 1. (μτφ.) επιδρά αρνητικά, απλώνεται απειλητικά: Η θλίψη έριξε ~ της στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή του. 2. σκιάζει: Τα σπίτια έριχναν ~ τους στον δρόμο. Πβ. επισκιάζω., στη/υπό τη σκιά & κάτω από τη σκιά (μτφ.): υπό την επίδραση που ασκείται από αρνητική κατάσταση ή από σπουδαιότερο γεγονός: ~ ~ του πολέμου. Διαπραγματεύσεις ~ ~ απειλών. Συνεδρίαση που γίνεται ~ ~ των συνταρακτικών αποκαλύψεων., υπό σκιά(ν) (λόγ.): σε σκιερό μέρος, σημείο: Το θερμόμετρο άγγιζε τους 38 βαθμούς ~ ~. Καφές καλλιεργημένος ~ ~., έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, περί όνου σκιάς βλ. όνος, φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του βλ. ίσκιος [< αρχ. σκιά, γαλλ. ombre, αγγλ. shadow, shade]

σπαρτιατικός

σπαρτιατικός, ή, ό σπαρ-τι-α-τι-κός επίθ. & (προφ.) σπαρτιάτικος, η, ο 1. που σχετίζεται με τη Σπάρτη ή/και τους Σπαρτιάτες. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ολιγάρκεια και πειθαρχία: ~ός: τρόπος ζωής. ● ΦΡ.: ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα (οικ.): αρκούμαι στα απαραίτητα, ζω λιτά. [< μτγν. Σπαρτιατικός]

στάση

στάση στά-ση ουσ. (θηλ.) 1. προσωρινό σταμάτημα πορείας και (συνεκδ. για μέσα μεταφοράς) το συγκεκριμένο σημείο όπου σταματά ο οδηγός για επιβίβαση ή/και αποβίβαση: (μη) υποχρεωτική ~. Ενδιάμεσες/συχνές ~εις. ~ και επανεκκίνηση. Διαδρομή/πτήση χωρίς ~. Θα κάνω μια ~ για ξεκούραση/φαΐ. Πέντε λεπτά ~. Απαγόρευση/λωρίδες ~ης και στάθμευσης. (προφ.) ~ παρακαλώ! Θέλω να κατέβω.|| ~ λεωφορείου/μετρό ή τρένου (πβ. σταθμός)/προαστιακού σιδηροδρόμου/τραμ/τρόλεϊ. Ονομασία/στέγαστρο ~ης. Περίμενα στη ~ με τις ώρες. Θα κατέβω στην επόμενη/τελευταία ~. Έχασα τη ~ (: δεν κατάφερα να αποβιβαστώ στη σωστή ~).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις του Επιταφίου.|| (ΙΑΤΡ., διακοπή ή επιβράδυνση της κυκλοφορίας υγρών του σώματος:) ~ αίματος. Φλεβική ~. Βλ. επίσχεση. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης, αντίδρασης σε ορισμένη κατάσταση, συμπεριφορά: αδιάλλακτη/αδικαιολόγητη/άκαμπτη/αμερόληπτη/αμυντική/ανάρμοστη/αντικοινωνική/αξιοπρεπής/απαξιωτική/απαράδεκτη/απειλητική/αρνητική/άψογη/δυναμική/εγκληματική/εθνική/ενιαία/επιθετική/επιφυλακτική/ευνοϊκή/εχθρική/θετική/κοινώς αποδεκτή/παθητική/προκλητική/σκληρή/σταθερή/φιλική/χλιαρή ~. Διαφοροποίηση/μεταστροφή/σκλήρυνση της ~ης του. Ποια είναι η ~ σας απέναντι σε ...; Έχουν κοινή ~ στο ζήτημα του ... Κράτησε/τήρησε ουδέτερη ~. Δεν μου άρεσε η/εγκρίνω τη ~ του. Απολογούμαι για/εκθέτω/εξηγώ/καθορίζω τη ~ μου. Άλλαξαν ~ στο θέμα της ... Εμμένουν στη/σκληραίνουν τη ~ τους. Ποια/τι ~ θα υιοθετήσει; Πήρε ξεκάθαρη ~ υπέρ/κατά του ... Πβ. φέρσιμο. Βλ. διάθεση, προαίρεση. 3. θέση, τρόπος με τον οποίο στέκεται ή κάθεται κάποιος: άβολη/αναπαυτική/άνετη/βολική/εμβρυϊκή/πρηνής/ύπτια ~. ~ γιόγκα/εκκίνησης/του κεφαλιού/ξεκούρασης/των ποδιών/προσευχής/ύπνου. Ερωτικές ~εις (βλ. κάμα σούτρα). Λάθος/σωστή ~ του σώματος. Άσκηση σε όρθια ~. Άλλαξε ~, δεν μούδιασες; Κοιμάται στην ίδια πάντα ~. Κακή ~ (μπροστά) στον υπολογιστή.|| (ΦΩΤΟΓΡ., κυρ. παλαιότ.) Φιλμ δώδεκα/τριάντα έξι ~εων. Πβ. πόζα. 4. εξέγερση εναντίον νόμιμης Αρχής: ένοπλη ~. ~ κρατουμένων. ~ στο στράτευμα/στις φυλακές. Υποκίνηση ~ης/σε ~. Κατέστειλαν τη ~. Βλ. επανάσταση. ΣΥΝ. ανταρσία 5. (επίσ.) διακοπή ενέργειας, διαδικασίας: ~ εργασιών/λειτουργίας/συναλλαγών. Πβ. αναστολή, παύση. ● ΣΥΜΠΛ.: στάση εργασίας: κινητοποίηση εργαζομένων κατά την οποία διακόπτουν την εργασία τους για διάστημα λιγότερο από μία εργάσιμη μέρα: πανελλαδική/προγραμματισμένη ~ ~. Αναστέλλουν τη/κηρύσσουν ~ ~. Οι εργάτες έκαναν/πραγματοποίησαν δίωρη ~ ~. [< αγγλ. work stoppage, 1943] , στάση ζωής: συνειδητή επιλογή τρόπου αντιμετώπισης των καταστάσεων του βίου: αισιόδοξη/αξιοθαύμαστη/αρνητική/θετική/συντηρητική ~ ~. Ο εθελοντισμός/η οικολογία/η φιλανθρωπία ως ~ ~. , στάση πληρωμών βλ. πληρωμή, στάση προσοχής βλ. προσοχή, υπηρεσία μιας στάσης βλ. υπηρεσία, φώτα θέσης βλ. φως ● ΦΡ.: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου: η εμπορική δραστηριότητα διακόπτεται, όταν δεν υπάρχουν χρήματα., εν στάσει (λόγ.): κατά τη διάρκεια που κάποιος ή κάτι (συνήθ. όχημα) δεν κινείται: φορτηγό ~ ~. Όταν έγινε το ατύχημα, ήμασταν ~ ~. ΑΝΤ. εν κινήσει, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή [< αρχ. στάσις, γαλλ. stase, αγγλ. stasis]

στέγη

στέγη στέ-γη ουσ. (θηλ.) 1. κατασκευή που καλύπτει ένα κτίσμα στο πάνω μέρος του, προστατεύοντάς το από τις εξωτερικές συνθήκες: αεριζόμενη/ασφαλής/γυάλινη/δίριχτη/επικλινής/επίπεδη (βλ. ταράτσα)/ετοιμόρροπη/θολωτή/μεταλλική/ξύλινη ~. (ΟΙΚΟΛ.) Πράσινη ~ (= ταρατσόκηπος). ~ από λαμαρίνα/από πέτρα/με κεραμίδια. ~ με σοφίτα. Κλιμακωτές ~ες. Η ~ της αποθήκης/της οικοδομής/του σπιτιού (βλ. οροφή, ταβάνι). Αποκατάσταση/επισκευή/κατασκευή/(θερμο)μόνωση/στεγανοποίηση ~ης. Εργασίες/πρόσβαση στη ~. Ανεβαίνω στη ~. Η ~ κατέπεσε/κατέρρευσε. Η ~ μπάζει νερά. Βλ. πρόστεγο. ΣΥΝ. σκεπή 2. (συνεκδ.) σπίτι, κατοικία ή χώρος εργασίας και γενικότ. ένταξης και δράσης: επιχειρηματική/θεατρική (: το θέατρο και κατ΄επέκτ. ο θίασος)/ιδιόκτητη/κομματική/μουσική/πατρική (= το πατρικό)/ποδοσφαιρική/πολιτιστική/σχολική/φοιτητική (: γκαρσονιέρες, δυάρια)/φτηνή ~. Επίδομα/πρόβλημα ~ης. Αγορά/ανέγερση/έλλειψη/εξασφάλιση/εύρεση/παροχή ~ης. Δικαίωμα για αξιοπρεπή ~. Έμεινε χωρίς ~ (βλ. άστεγος). Ο σύλλογος απέκτησε τη δική του ~. Μονάδες φιλοξενίας για οικονομικούς μετανάστες προσφέρουν ~ (πβ. διαμονή, κατάλυμα· βλ. άσυλο, καταφύγιο).|| (στην επωνυμία εταιρειών, ιδρυμάτων, συλλόγων:) Παιδική/Φιλολογική ~. ~ Ανηλίκων/Αστέγων/Ηλικιωμένων/Κακοποιημένης Γυναίκας/Πολιτισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική στέγη: χώρος κατάλληλος για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος: μόνιμη ~ ~. Αναζήτηση/δάνειο/ενοικίαση/μεταφορά ~ής ~ης. Μετατροπή κατοικίας σε ~ ~. Βλ. έδρα., πολιτική στέγη: (για πολιτική οργάνωση ή κόμμα) χώρος πολιτικής ένταξης και δράσης: αναζήτηση νέας ~ής ~ης (: κατόπιν διαγραφής από κάποιο κόμμα). Δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν υπό κοινή ~ ~., συζυγική στέγη: ΝΟΜ. η κατοικία του παντρεμένου ζευγαριού: εγκατάλειψη ~ής ~ης. Αποχώρησε/έφυγε από τη ~ ~. Επέστρεψε στη ~ ~., εναλλακτική στέγη βλ. εναλλακτικός, οικογενειακή εστία/στέγη βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη: για άτομα που μένουν στο ίδιο σπίτι: Έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά εξακολουθούν και ζουν ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ οι δυο γνωστοί ηθοποιοί/τραγουδιστές και τη φετινή σεζόν. [< αρχ. στέγη, γαλλ. toit, maison]

στοιχίζει

στοιχίζει στοι-χί-ζει ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {στοίχι-σε, στοιχί-σει} 1. έχει ορισμένο κόστος, αξίζει· ειδικότ. κοστίζει πολύ: Πόσο ~ (= έχει, κάνει) το εισιτήριο; Τι θα (μου) ~σει; Η συνδρομή ~ ... ευρώ. Κάτι ~ ακριβά/αρκετά/πολλά/πολύ/φτηνά. Το νυφικό της ~σε μια περιουσία.|| Οι διακοπές ~ουν. 2. (μτφ.) έχει ως αρνητική συνέπεια, απαιτεί μεγάλο, συνήθ. μη υλικό, αντίτιμο· ειδικότ. προξενεί θλίψη: Ένα λάθος ~σε την ήττα στην ομάδα. Η ασθένεια τού ~σε την ακοή.|| Ο χαμός της ~σε σε όλους πάρα πολύ. Μου ~ (: λυπάμαι, στενοχωριέμαι) που φεύγω σε λίγες μέρες. ● ΦΡ.: δεν στοιχίζει τίποτα (προφ.-μτφ.): για κάτι που είναι πολύ εύκολο, ανώδυνο, απλό: Ένα χαμόγελο ~ ~, όμως δίνει πολλά., στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον): για αιτία που προκάλεσε τον θάνατο: Το πάθος για τις μηχανές τού ~ ~ (: έχασε τη ζωή του). Μια πανδημία μπορεί να ~σει ~ σε χιλιάδες ανθρώπους., μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι [< αρχ. στοιχίζω, ιταλ. costare]

φέρνω

φέρνω φέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έφερα, φέρει, φέρν-οντας, φερμένος} 1. παίρνω κάποιον ή κάτι από κάπου και το(ν) μεταφέρω κάπου αλλού ή το(ν) δίνω σε κάποιον άλλο· ενεργώ ώστε να μετακινηθεί κάποιος ή κάτι: ~ δώρα. Φρέσκα αβγά φερμένα απ' το χωριό. Κανάλια ~ουν νερό από το ποτάμι. Φέρε (μου) μια πετσέτα! Όλα στο χέρι τού τα ~ει. Κοίτα τι σου 'φερα! Μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου και ζακέτα (πβ. παίρνω).|| (ΓΥΜΝ.) ~ουμε τα γόνατα στο στήθος (πβ. μετακινώ).|| (για πρόσ., ενεργώ ώστε να έρθει κάποιος (μαζί μου) ή να πάει κάπου:) Φέρ' τον μέσα! Σε έφερα στα καλύτερα. Γιατί με έφερες/τι σε έφερε εδώ; Μπορώ να φέρω κι έναν φίλο μου;|| Μας έφερε βοήθεια. Έφεραν την Αστυνομία/τα κανάλια. Πβ. καλώ.|| Ρούχα φερμένα από το εξωτερικό (: εισαγόμενα).|| (μτφ.) ~ καλά νέα. Έφερα δουλειά στο σπίτι. Δεν ξέρω πώς να τον φέρω πίσω (πβ. γυρίζω, επιστρέφω). Έφερε νέους παίκτες στην ομάδα. Μακάρι να φέρναμε το χρυσό (ενν. μετάλλιο, πβ. κατακτώ, κερδίζω). 2. (μτφ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη θέση, κατάσταση, σημείο, εξωθώ: ~ κάποιον σε αμηχανία/στο εδώλιο του κατηγορουμένου/ενώπιον των ευθυνών του/στον σωστό δρόμο. Με ~εις τώρα στο σημείο να πω... Με ~ει συνεχώς στα όριά μου. Έφερε στην επικαιρότητα το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Η νίκη τους έφερε στην κορυφή της βαθμολογίας/στην πρώτη θέση. Πρόβλημα που μας ~ει αντιμέτωπους με το ζήτημα της ... Με φέρατε ακριβώς στην ερώτηση που ήθελα να κάνω. Ορκίστηκε να φέρει τους υπεύθυνους της δολοφονίας ενώπιον της δικαιοσύνης.|| ~ετε το μείγμα σε σημείο βρασμού.|| (κυριολ.) Ένας στενός δρόμος ~ει τον ταξιδιώτη στην πλατεία του χωριού. 3. (μτφ.) προκαλώ κατάσταση ή συναίσθημα: ~ προβλήματα. Μου ~εις τύχη. Το αλάτι ~ει δίψα. Η κλιματική αλλαγή ~ει πλημμύρες και ξηρασίες. Οι εξελίξεις ~ουν ανατροπές. Η μοίρα το 'φερε. Εύχομαι η νέα χρονιά να φέρει ειρήνη σε όλο τον κόσμο.|| Πώς τα ~ει η ζωή! Τα λεφτά δεν ~ουν την ευτυχία. Η ήττα έφερε απογοήτευση.|| Να ξέρατε τι αναμνήσεις μου φέρατε (πβ. ζωντανεύω, ξυπνώ). 4. εκφράζω, προβάλλω, προτείνω: ~ουν επιχειρήματα/προτάσεις. ~ κάτι σαν/ως απόδειξη/δικαιολογία. Έφερε τον εαυτό του ως παράδειγμα. Όχι που δεν θα έφερνες αντίρρηση εσύ ... Φοβόταν να μας το πει στα ίσια και το έφερε πλαγίως (: λέω κάτι με έμμεσο τρόπο). Μη σταματάτε να μας ~ετε τις ιδέες/τις παρατηρήσεις σας. Τσουχτερά πρόστιμα ~ει ο νέος ΚΟΚ (πβ. επιβάλλω). 5. πετυχαίνω: Έφερε εξάρες/ισοπαλία. Έφεραν 0-0. 6. αποφέρω: Επενδύσεις που ~ουν κέρδη. 7. (προφ.) μοιάζω με κάποιον ή κάτι: Της ~ει λιγάκι. Η γεύση ~ει προς το γλυκό. Πβ. πλησιάζει. 8. φέρω: ~ει την ευθύνη για ... Πβ. επωμίζομαι, κουβαλώ.|| Τα γκάλοπ τον ~ουν να προηγείται. Πβ. παρουσιάζω. 9. ΜΑΘ. σχηματίζω: ~ την ευθεία ΑΒ. ● Παθ.: φέρνομαι (λαϊκό): φέρομαι. ● ΦΡ.: τα φέρνω δύσκολα (προφ.): δεν τα καταφέρνω από οικονομική άποψη: ~ ~, αλλά είμαι εντάξει., τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω (προφ.): συμπεριφέρομαι δόλια. ΣΥΝ. μου την κατάφερε, το ένα φέρνει το άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχει προηγηθεί μια αλληλουχία γεγονότων, που όμως δεν αναφέρονται και τα οποία οδηγούν σε μια κατάσταση: Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια., το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση: ως έκφραση που χρησιμοποιεί ένας συνομιλητής για να στρέψει την προσοχή σε ένα θέμα που ανέκυψε τυχαία κατά τη συζήτηση: Αλήθεια, μια και/μια που ~ ~, έχεις κανένα νέο τους; Συζητούσαμε για διάφορα και, πώς το 'φερε η ~, μου ανέφερε ότι μιλήσατε. Πβ. πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα., το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει (συνήθ. προφ.): σκέφτομαι, δοκιμάζω διάφορους τρόπους: ~ ~, αλλά λύση καμία., του την έφερα (προφ.): τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: Ωραία μας την έφερες! Ποιος σου την έφερε; Πάλι μου τη φέρατε! Βλ. βάζω/φοράω τα γυαλιά σε κάποιον. , φέρνω (κάποιον) σε δύσκολη θέση: τον κάνω να αισθανθεί άβολα, αμήχανα, άσχημα με τα λόγια ή τις πράξεις μου: Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση., φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) (προφ.): τον χτυπώ με αυτό, συνήθ. εκτοξεύοντάς το προς το μέρος του: Λίγο έλειψε να της φέρω την κατσαρόλα ~., φέρνω (την) επανάσταση (εμφατ.): για να δηλωθεί ριζική αλλαγή, καινοτομία: Το ίντερνετ έφερε ~ στην οικονομία. Τα βλαστικά κύτταρα θα φέρουν ~ στον τομέα της ιατρικής., φέρνω μια βόλτα/ένα γύρο (προφ.): κάνω μια στροφή, περιστρέφομαι ή περιστρέφω κάτι: Έφερε ~ στην πίστα του μαγαζιού (: ενν. χορεύοντας). Παίζοντας με τον σκύλο, έφερα ~ την αυλή.|| (σε συνταγές μαγειρικής) Ρίχνουμε τα υλικά στην κατσαρόλα και τα ~ουμε μια βόλτα (= τα ανακατεύουμε)., φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά: ενεργώ, μεσολαβώ κυρ. ώστε να επικοινωνήσουν δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους: Το διαδίκτυο ~ει ~ ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Εγώ τους έφερα ~. Σκοπός του μαθήματος είναι να φέρει τους φοιτητές ~ με τη θεατρική τέχνη.|| Μη ~ετε τη συσκευή σε επαφή με το νερό. ΑΝΤ. απομακρύνω, χωρίζω. [< γαλλ. mettre en contact] , φέρνω στη ζωή/στον κόσμο (για πρόσ.): γεννώ· δημιουργώ: Έφερε ~ ~ ένα κοριτσάκι.|| (μτφ.) Έφερε ~ ~ τη νέα ιατρική., φέρνω τα πάνω κάτω: αλλάζω εντελώς μια κατάσταση: Τον γνώρισα και έφερε ~ ~ στη ζωή μου. Μέσα σε ένα ημίχρονο έφεραν ~ ~., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, ένας κούκος/ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη βλ. άνοιξη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, με έφερε στο σημείο να βλ. σημείο, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) βλ. βήμα, τα φέρνω βόλτα/γύρα βλ. βόλτα, φέρει στους ώμους του βλ. φέρω, φέρνει αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, φέρνει την καταστροφή βλ. καταστροφή, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω βόλτα βλ. βόλτα, φέρνω κάποιον γυροβολιά βλ. γυροβολιά, φέρνω κάποιον στα νερά μου βλ. νερό, φέρνω κάποιον τούμπα βλ. τούμπα1, φέρνω κάποιον/κάτι γύρα βλ. γύρα, φέρνω κάτι στα μέτρα μου βλ. μέτρο, φέρνω την άνοιξη βλ. άνοιξη, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, φέρνω/φέρω κάτι σε/εις πέρας βλ. πέρας [< μεσν. φέρνω < αρχ. φέρω]

φεύγω

φεύγω φεύ-γω ρ. (αμτβ.) {έφυγ-α, φύγει, φεύγ-οντας} 1. μετακινούμαι από ένα σημείο ή μέρος και κατευθύνομαι προς ένα άλλο· γενικότ. απομακρύνομαι, αφήνω, εγκαταλείπω ένα σημείο, τόπο ή πρόσωπο: ~ αμέσως/σε πέντε λεπτά/το βράδυ. ~ για διακοπές/ταξίδι/το χωριό. Πότε ~εις (με το καλό); Ακόμη δεν ήρθες και ~εις; Είναι ώρα/λέω να ~ουμε σιγά-σιγά. ~ετε κιόλας; ~ε άπραγος/άρον-άρον/βιαστικά/κακήν κακώς/κρυφά/λίγο πριν τις τρεις/με τα πόδια/νευριασμένος/νηστικός/σαν κυνηγημένος/σφαίρα (= πολύ γρήγορα)/τρέχοντας. ~ε απ' το σπίτι του (: ανεξαρτητοποιήθηκε) πολύ μικρός. Τα μάζεψε κι ~ε. Δεν ήξερε από πού να φύγει. Άσ' την να φύγει. Δεν λέει να φύγει. Έκανε να φύγει, αλλά τον σταμάτησα. Πάμε να φύγουμε. Περίμενε/στάσου, μη ~εις! Φύγε από 'δώ/από μπροστά μου (= δίνε του, ξεκουμπίσου, πάρε δρόμο, στρίβε)! ~οντας, μην ξεχάσεις να κλειδώσεις.|| Το τρένο ~ει (= αναχωρεί) στην ώρα του/στις οκτώ. Τι ώρα ~ει (= αποπλέει) το πλοίο; ΑΝΤ. φτάνει.|| Σουρώνουμε τα μακαρόνια, για να φύγει (= στραγγίξει) το νερό.|| Θέλω να φύγω απ' αυτήν τη σχέση (= να χωρίσω). Φοβάται μην του φύγει (: μην τη χάσει). Βλ. απο~, δια~, εκ~, κατα~, ξανα~, προσ~, υπεκ~. ΑΝΤ. έρχομαι (1) 2. διακόπτω μια συνεργασία, σταματώ να συμμετέχω σε κάτι· αποχωρώ, απέρχομαι: ~ει από πρόεδρος. Με έδιωξαν, δεν ~α. Γιατί ~ες απ' τη δουλειά; ~ε με το κεφάλι ψηλά/πικραμένος. Αναγκάστηκα να φύγω. Δεν είναι λόγος αυτός για να φύγεις.|| Ο διευθυντής ~ει του χρόνου (= παίρνει σύνταξη). 3. παρεκκλίνω: Συγγνώμη, ~α απ' το θέμα μας (= βγήκα εκτός θέματος).φεύγει 1. εξαφανίζεται, παύει να υπάρχει: Αυτή η μυρωδιά δεν ~ με τίποτα. Το μαύρισμα ~ε. Οι λεκέδες ~αν με το πλύσιμο. Το κρύωμα άργησε να φύγει (= περάσει).|| Η έμπνευση έρχεται και ~. Για να σου φύγει η απορία, ... Νιώθω σαν να ~ε ένα βάρος από πάνω μου (: ανακουφίστηκα).|| (για χρόνο· κυλά, παρέρχεται:) Πόσο γρήγορα ~ουν οι μέρες/τα νιάτα/τα χρόνια! Τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που ~ε. ~ε (= πάει) κι αυτό το καλοκαίρι.|| Μας ~αν (= ξοδέψαμε, σπαταλήσαμε) πολλά χρήματα.|| ~αν χιλιάδες εισιτήρια (= πουλήθηκαν). 2. ξεφεύγει: Μου 'φυγε το μαχαίρι και κόπηκα. Μου έχει φύγει ένα κουμπί/ένας πόντος απ' το καλσόν. Παραλίγο να του φύγει το τιμόνι.|| Κοίτα μη σου φύγει καμιά κουβέντα!|| Η μπάλα ~ε άουτ (= βγήκε, πέρασε)/κόρνερ/ξυστά πάνω απ' το δοκάρι. ● ΦΡ.: έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο & έφυγε (ευφημ.): πέθανε: ~ ξαφνικά απ' τη ζωή. Έφυγε άδικα/από κοντά μας/πρόωρα/νέος/σε βαθιά γεράματα., μου 'φυγε η ψυχή (προφ.-εμφατ.): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, όπου φύγει φύγει (προφ.): για να δηλωθεί άτακτη φυγή, ότι κάποιος σπεύδει να απομακρυνθεί από ένα μέρος: Μόλις άκουσαν τα περιπολικά, ~ ~ (= την έκαναν/κοπάνησαν, το ΄βαλαν στα πόδια/'σκασαν). Σε εξέλιξη η έξοδος του Αυγούστου· ~ ~ οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων., έφυγε από το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα φύγει/έφυγε νύχτα βλ. νύχτα, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, μου/σου/του ... φεύγει η μαγκιά/το κλαπέτο βλ. μαγκιά, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, σηκώνομαι και φεύγω βλ. σηκώνω, του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα βλ. βίδα, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση [< αρχ. φεύγω]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

χίλιοι

χίλιοι , ιες, ια χί-λιοι αριθμητ. επίθ. απόλ. 1. σύνολο χιλίων μονάδων, συνήθ. πραγμάτων ή προσώπων: ~ιοι: κάτοικοι.|| ~ιοι: τόνοι. ~ια: λίτρα/μέτρα/μίλια/στρέμματα. Αποζημίωση/πρόστιμο ~ίων ευρώ. (λόγ.) Ποσοστό επί τοις χιλίοις (βλ. επί τοις εκατό). Τέτοιο θέαμα θα δεις μια φορά στα ~ια χρόνια (: πολύ σπάνια). Δεν υπάρχει ούτε μία στις ~ιες πιθανότητες να κερδίσει (: καμία πιθανότητα). Βλ. τρισ~. 2. (εμφατ.) πάρα πολλοί και διάφοροι, αναρίθμητοι: ~ιες ευχές! ~ιες φορές (= πολύ) καλύτερα να ... Με ~ιες προφυλάξεις. Το μυαλό του παίρνει ~ιες στροφές το δευτερόλεπτο (: είναι πολύ έξυπνος). ~ια ευχαριστώ/συγγνώμη! Δέχτηκε μετά από ~ια παρακάλια. Έγινα ~ια κομμάτια για να τους εξυπηρετήσω (: προσπάθησα πολύ). Έχεις τα ~ια δίκια του κόσμου (: έχεις απόλυτο δίκιο). Πβ. άπειρος. ΣΥΝ. μύριοι (2) ● Ουσ.: χίλια (το) {άκλ.}: ο ακέραιος φυσικός αριθμός 1000 ή το σύνολο χιλίων μονάδων: ~ γραμμάρια (= 1 κιλό)/μέτρα (= 1 χιλιόμετρο). Κλίμακα ένα προς ~.|| (σε χρονολογία:) Γεννήθηκε το ~ εννιακόσια πενήντα. ● ΦΡ.: πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια: (για οδηγό) τρέχω με πολύ μεγάλη ταχύτητα: (κ. μτφ.) Η ομάδα ~ει ~ (: έχει σημειώσει πολλές συνεχείς νίκες)., χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις!: λέγεται σε άτομο που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι΄αυτό., χίλιες και μια νύχτες (από την ομώνυμη συλλογή παραμυθιών): για να δηλωθεί ότι κάτι ήταν γοητευτικό και παραμυθένιο., χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) (παροιμ.): οι καλότροποι άνθρωποι βολεύονται, ακόμα και όταν υπάρχει πολυκοσμία. Πβ. όλοι οι καλοί χωράνε., (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, εκατό τοις εκατό/εκατό (σ)τα εκατό/χίλια τα εκατό/χίλια τοις εκατό βλ. εκατό, με (τα) χίλια (δυο) ζόρια βλ. ζόρι, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, χίλιες/εκατό φορές βλ. φορά, χίλιοι δυο βλ. δύο & δυο, χίλιοι μύριοι βλ. μύριοι, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< αρχ. χίλιοι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.