-αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~.2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.
-άρω (προφ.) επίθημα ρημάτων 1. που παράγονται από ξένες λέξεις ή αποδίδουν δάνεια ρήματα: αγκαζ~/ζουμ~/σερφ~.|| Ιντριγκ~/λανσ~/μπαρκ~/φρεν~.2. που προέρχονται από άλλη ελληνική λέξη, συνήθ. ουσιαστικό: κριτικ~ (κριτική)/λουφ~ (λούφα)/ξαπλ~ (ξάπλα).
-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~.2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
-ας, -ασα, -αν {-αντος (θηλ. -ασας, σπάν.-λογιότ. -άσης), -αντα | -αντες (ουδ. -αντα), -άντων}: κατάληξη λόγιας μετοχής αορίστου ενεργ. φωνής που εμφανίζεται κυρ. σε στερεότυπες φράσεις με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού: Ο μοναδικός επιζήσ-ας. Η πρώτη διδάξ-ασα. Το θέμα θεωρείται λήξ-αν. Οι διατελέσ-αντες πρόεδροι.
-άς, -ού {πληθ. αρσ. -άδες | πληθ. θηλ. -ούδες} (προφ.) επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν 1. (συνήθ. στο αρσ.) συγκεκριμένο επάγγελμα: αλουμιν-άς/γαλατ~/σιδερ~/ψαρ~.2. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα ή προτίμηση σε μεγάλο βαθμό: δοντάς/χειλού.|| Γλωσσού/λεφτάς/παλικαράς/φωνακλάς.|| Μακαρονού/φαγάς. ● βλ. -ού2
-ασκία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν χειρισμό όπλου και το σχετικό άθλημα: ξιφ~/σπαθ~.|| (μτφ.) Φων~.
-άτης, -άτισσα: επίθημα για την παραγωγή ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή ή ιδιότητα: Ασι~/Μυκονι~.|| Διπλωμ~.
-άτικος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι κάποιος ή κάτι ανήκει ή ταιριάζει στη σχετική χρονική περίοδο: αποκρι~.|| (σε επιρρ. χρήση, έκφρ. δυσαρέσκειας:) Κυριακ-άτικα. Βλ. -ιάτικος.
-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~.2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~.3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~.4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.
-άτορας επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. πρόσωπο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή συμπεριφορά: δικτ~/προβοκ~.|| (ειρων.) Συμβουλ~. Βλ. -κράτορας.2. τον ιδιοκτήτη: εστι~/μαγαζ~.
-άτος , η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~.2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~.3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~.4. τρόπο: ποδαρ~.5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.
-βάθμιος , α, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο 1. έχει ορισμένη θέση σε κατάταξη ή ιεραρχία: Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δευτεροβάθμιο δικαστήριο.|| Πρωτοβάθμιος καθηγητής. 2. υποδιαιρείται σε συγκεκριμένο αριθμό μονάδων: δεκαβάθμια κλίμακα. ΣΥΝ. -βαθμος (2)
-βαθμος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει 1. θέση σε ιεραρχία: υψηλό~/χαμηλό~.2. υποδιαίρεση σε συγκεκριμένο αριθμό μονάδων: εικοσάβαθμη κλίμακα. ΣΥΝ. -βάθμιος (2)
-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~.2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.
-βιομηχανία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε βιομηχανία παραγωγής ορισμένου προϊόντος: αερο~/αλευρο~/αρτο~/αυτοκινητο~/γαλακτο~/καπνο~/μεταλλο~/σοκολατο~/τσιμεντο~/φαρμακο~/χαρτο~.|| Μεγαλο~/μικρο~.
-βιος , α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
-κράτορας
-κράτορας {κ. (λόγ.) -κράτωρ (γεν. -κράτορος), -κρατόρων | θηλ. -κράτειρα (λαϊκό) -κρατόρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον κυρίαρχο ή εξουσιαστή: αυτο-κράτορας (θηλ. αυτο-κράτειρα, σπανιότ. αυτο-κρατόρισσα)/μονο~. Θαλασσο-κράτορας.|| (συνήθ. μτφ.) Κοσμο-κράτορας/παντο~. Κλειδο-κράτορας.
-ού2
-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού
-φιλος
-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.