αγάς[ἀγάς] α-γάς ουσ. (αρσ.) {αγάδες}: ΙΣΤ. τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: το τσιφλίκι του αγά. Βλ. μπέης, πασάς. ● ΦΡ.: σαν αγάς 1. με άνεση, πολυτέλεια: Ζει/κάθεται/περνά ~ ~. 2. αυταρχικά, δεσποτικά: (Συμπερι)φέρεται ~ ~., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< μεσν. αγάς]
-ές{-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.
-ίστας{θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.
κρίκετκρί-κετ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ομαδικό άθλημα που παίζεται από δύο ομάδες έντεκα παικτών, με ξύλινα ρόπαλα και δερμάτινες μπάλες. Βλ. γκολφ, κροκέ, χόκεϊ. [< αγγλ. cricket, 1575, γαλλ. ~, 1728]
μπαίνωμπαί-νω ρ. (αμτβ.) {μπήκα, μπω, μπεις, μπει, μπούμε, μπείτε, μπουν(ε), μπες/έμπα, μπείτε, μπασμένος, μπαίν-οντας} 1. πηγαίνω, περνώ από έξω μέσα και γενικότ. εισέρχομαι σε έναν χώρο, μια περιοχή: ~ στη θάλασσα/στο μαγαζί/(ΑΘΛ.) στη μικρή περιοχή (γηπέδου)/στο μπάνιο/στο νοσοκομείο (= κάνω εισαγωγή)/στο σπίτι/στο στάδιο/στη φυλακή (= φυλακίζομαι)/στο χειρουργείο. Ο ληστής μπήκε από το παράθυρο. ~ει το πλοίο στο λιμάνι/το τρένο στον σταθμό. ~ κρυφά/στη ζούλα. Ο καθένας ~ει και βγαίνει (= μπαινοβγαίνει) όποτε θέλει. Μπες/Μπείτε μέσα! Μπήκε χωρίς άδεια/χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. ~ στο αμάξι/στο λεωφορείο (πβ. επιβιβάζομαι). Δεν ~ σε αεροπλάνο, φοβάμαι. Σε ποιες τάξεις ~εις (: διδάσκεις); Μπήκε αγκάθι στο δάχτυλο/άμμος στα μάτια/νερό στο σκάφος. Το υγρό ~ει από τον σωλήνα (= εισδύει, εισρέει). Από τη χαραμάδα έμπαινε κρύος αέρας/φως. Μπήκαν λαθραία στη χώρα. Πβ. εισχωρώ. Βλ. εξέρχομαι.|| (μτφ.) Μπήκε γκολ/καλάθι/τρίποντο.|| Από το τρακάρισμα η πόρτα μπήκε μέσα (= βούλιαξε).|| Ο εχθρός μπήκε στην πόλη. Πβ. εισβάλλω.|| Πώς ~ στην ιστοσελίδα/στο πρόγραμμα/στο σύστημα (= αποκτώ πρόσβαση);|| ~ει πατημένος στις στροφές (: με γκάζι). ΑΝΤ. βγαίνω (1) 2. (μτφ.) εισέρχομαι σε μία περίοδο, κατάσταση, ξεκινώ μια δραστηριότητα ή αναπτύσσω έναν τρόπο σκέψης: ~ στα πενήντα (πβ. κλείνω, πατώ). Τα κορίτσια ~ουν νωρίτερα στην εφηβεία. Η χώρα ~ει σε μια νέα φάση. Μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μπήκε για τα καλά στο λούκι της καθημερινότητας.|| ~ σε μια σχέση (πβ. ξεκινώ). ~ στη συζήτηση (= συμμετέχω). ~ στον αγώνα/σε μια διαδικασία/στη μάχη/στην παραγωγή/στο στάδιο υλοποίησης. Η ομάδα μπήκε σε ρυθμούς ντέρμπι.|| ~ στην καρδιά/ουσία του προβλήματος (: το κατανοώ). Μπήκαμε στη λογική του συμβιβασμού. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες (πβ. αναφέρομαι, υπεισέρχομαι). 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} τοποθετούμαι σε μία θέση, τίθεμαι: Το καπάκι ~ει συρταρωτά. Να μπουν τα πράγματα στη θέση τους/στην κούτα/στο ράφι. Δεν ~ει (= ταιριάζει) εδώ η πολυθρόνα. Η μπλούζα ~ει (= φοριέται) μέσα από το παντελόνι. Τώρα ~ουν τα πλακάκια (στο πάτωμα). Τα ονόματά μας μπήκαν (= γράφτηκαν) δίπλα-δίπλα. Μεταξύ των δύο λέξεων ~ει (= σημειώνεται) μια παύλα. Σε ποια πτώση ~ει το υποκείμενο; Πότε ~ει άνω τελεία/περισπωμένη; Πώς ~ει ο κωδικός (= εισάγεται);|| (μτφ.) ~ει ένα αίτημα/η διαχωριστική γραμμή/ένα ερώτημα/ένα θέμα προς εξέταση. ~ουν οι βάσεις/τα θεμέλια. Πότε θα μπει διαγώνισμα (: θα πραγματοποιηθεί); Τι κριτήρια ~ουν για την επιλογή των υποψηφίων; Σε ποια κατηγορία ~ει (= ανήκει); Δεν ~ει τίποτα στην άκρη. Η υπόθεση ~ει στην ατζέντα (προς συζήτηση)/στο μικροσκόπιο (= εξετάζεται εξονυχιστικά). Ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά. Η ζωή δεν ~ει σε καλούπια. Το γενικό συμφέρον ~ει πριν από το ατομικό. 4. (ειδικότ.) παίρνω μία θέση (κοινωνική, επαγγελματική), εντάσσομαι κάπου: ~ στη Βουλή/σε μια δουλειά (: προσλαμβάνομαι)/στην κληρωτίδα/στο κόμμα (: γίνομαι μέλος)/σε έναν νέο κόσμο/στο κύκλωμα/σε λίστα αναμονής/σε μοναστήρι (ως μοναχός)/στην ομάδα/στην οργάνωση/στην παρέα/στο ψηφοδέλτιο. ~ εγγυητής/επικεφαλής/μάρτυρας (= ορίζομαι)/συνέταιρος. (ειρων.) Τώρα που μπήκες στην καλή κοινωνία, δεν μας καταδέχεσαι! Μπήκε στο επάγγελμα/στην (: ασχολήθηκε με την) πολιτική πολύ νωρίς. Η επιχείρηση ετοιμάζεται να μπει στο διαδίκτυο/στη διεθνή αγορά/στο χρηματιστήριο/δυναμικά σε έναν χώρο. Η κόρη μου μπήκε στο Δημόσιο (πβ. διορίζομαι)/στο Πολυτεχνείο (πβ. εισάγομαι). Η χώρα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση/ΟΝΕ. Η ομάδα μπήκε (= προκρίθηκε) στους τέσσερις καλύτερους της Ευρώπης. Περιοχές που δεν μπήκαν στο σχέδιο πόλεως. 5. (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή οδηγούμαι στην κατάσταση που δηλώνει το ουσιαστικό: (ως απολεξικοποιημένο ρήμα) ~ει σε εφαρμογή (= εφαρμόζεται)/κίνηση (= κινείται)/λειτουργία (= λειτουργεί)/χρήση (= χρησιμοποιείται).|| ~ στο λούκι/στην τελική ευθεία/σε τροχιά. ● μπαίνει 1. (για περίοδο, εποχή) αρχίζει, ξεκινά, εμφανίζεται: Μπήκε η άνοιξη/η εβδομάδα/ο μήνας/το νέο έτος. Ο χειμώνας μπήκε βαρύς. 2. εφαρμόζει, χωρά: Το ψυγείο δεν ~ στην κουζίνα, είναι πολύ φαρδύ/ψηλό. Το πόδι μου δεν ~ στο παπούτσι. Το φόρεμα δεν μου ~, είναι μικρό/στενό. 3. (κυρ. για ρούχο) μαζεύει, στενεύει, συρρικνώνεται: Έπλυνα τα μάλλινα με ζεστό νερό και μπήκαν. Πβ. μπάζει.|| Τα μάγουλά της μπήκαν μέσα (: από την αδυναμία). ● ΦΡ.: έμπαινε! (προφ.-συχνά ειρων.): ως προτροπή, ενθάρρυνση για δραστηριοποίηση. Πβ. προχώρα!, μου (τη) μπαίνει (νεαν. αργκό): με προκαλεί με λόγια ενοχλητικά, επικριτικά: Γιατί μου ~εις; Μην του ~εις, θα τσαντιστεί άγρια! Πολύ μου τη ~ και δεν θα τα πάμε καλά! Πβ. τσιγκλάω., μπαίνει στο αρχείο (μτφ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υπόθεση, ζήτημα) δεν διευθετείται, εγκαταλείπεται: Η αναφορά/η έρευνα/η καταγγελία/ο φάκελος ~ ~. Η μήνυση μπήκε ~ δικαστικά/με απόφαση του εισαγγελέα/λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων., μπαίνει στο ψυγείο (μτφ.): (συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο) αναβάλλεται, συνήθ. επ' αόριστον, η διευθέτηση μιας υπόθεσης, παγώνει: Μετά από τις γενικευμένες αντιδράσεις, η μεταρρύθμιση μπήκε ~., μπαίνω σε σκέψεις: μου γεννιούνται σκέψεις, προβληματίζομαι: Διάβασα το μήνυμά σου και μπήκα ~. , μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι εμφανίζεται και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός προσώπου: Ήρθε ~ μου και μου έμαθε πολλά. Μπήκε ~ μας απρόσμενα. Η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στη ζωή μας., μπες-βγες: η διαδικασία του να μπαίνει και να βγαίνει κάποιος από κάπου: ~ ~ από το αυτοκίνητο. Κουράστηκα με τα ~ ~ στα νοσοκομεία. Πβ. μέσα έξω., μπήκα! (αργκό): κατάλαβα: Εγώ θα μιλάω κι εσύ θα ακούς, ~ες τώρα; Πβ. ελήφθη (όβερ)!, το 'πιασες;, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (μπαίνω) με το δεξί βλ. δεξιός, (μπήκε) από μικρός/νωρίς στα βάσανα βλ. βάσανο, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι βλ. συρτάρι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου βλ. μυαλό, είμαι/μπήκα μέσα βλ. μέσα, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, μάζεψε/μπήκε στο πλύσιμο βλ. πλύσιμο, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες βλ. ιδέα, μπαίνει στη/σε σειρά βλ. σειρά, μπαίνει/μένει στο ράφι βλ. ράφι, μπαίνω ανάμεσα σε κάποιους βλ. ανάμεσα, μπαίνω απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, μπαίνω με τις μπάντες βλ. μπάντα, μπαίνω μπροστά βλ. μπροστά, μπαίνω στα/σε έξοδα βλ. έξοδα, μπαίνω στη γραμμή βλ. γραμμή, μπαίνω στη μέση βλ. μέση, μπαίνω στο κλίμα βλ. κλίμα, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, μπαίνω στο πετσί βλ. πετσί, μπαίνω στο πνεύμα βλ. πνεύμα, μπαίνω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μπαίνω στον χορό βλ. χορός, μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια βλ. χωράφι, μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) βλ. μύτη, μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) βλ. σκύλος, μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι, μπήκε αλλαγή βλ. αλλαγή, μπήκε ο διάολος μέσα του βλ. διάβολος, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω, του μπαίνω στο μάτι βλ. μάτι, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος [< μεσν. εμπαίνω, γαλλ. entrer, αγγλ. enter]
νεγκλιζένε-γκλι-ζέ επίθ./ουσ. {άκλ.} 1. (ως ουσ.) γυναίκειο ένδυμα, κυρ. νυχτικό ή ρόμπα, από απαλό, συνήθ. στιλπνό και διάφανο ύφασμα: ~ από δαντέλα/σατέν. Βλ. κομπινεζόν, μπέιμπι ντολ. 2. (σπάν. ως επίθ.) πρόχειρος, ατημέλητος ή/και αποκαλυπτικός: ~ εμφάνιση. [< γαλλ. négligé]
όψη[ὄψη] ό-ψη ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των ορατών εξωτερικών χαρακτηριστικών, μορφή, εμφάνιση: εσωτερική ~. Η γενική ~ του οικοδομήματος. Η αρχιτεκτονική ~ οικισμού. Πανοραμική ~ του νησιού. Με τα έργα η γειτονιά άλλαξε ~ και εκμοντερνίστηκε. Βελτίωση της όψης του κήπου/σπιτιού.|| (μτφ.) Η βραδινή ~ της πόλης.|| Κρέμα που δίνει λεία/ομοιόμορφη ~ στην επιδερμίδα.|| Πλακάκια με ~ ξύλου. 2. εμφανής πλευρά, επιφάνεια: κύρια/μπροστινή (= κάτοψη)/πλαϊνή ~. Ανατολική/βόρεια/δυτική/νότια ~ του ναού. Η κοινή ~ των κερμάτων ευρώ. Ανάπλαση της όψης του κτιρίου. Οι όροι του εισιτηρίου αναγράφονται στην οπίσθια ~ του. Βλ. πρόσοψη. 3. (μτφ.) οπτική γωνία, διάσταση: Η άγνωστη/αθέατη/κρυφή ~ των γεγονότων. Όψεις της ιστορίας/της οικονομίας/του πολιτισμού. Οι αντιφατικές όψεις του προβλήματος. Προσπάθησε να δεις την καλή ~ των πραγμάτων. Πβ. πτυχή. 4. έκφραση του προσώπου, ύφος: άγρια/αποκρουστική/γαλήνια/θλιβερή/θλιμμένη/κουρασμένη ~. Χάθηκε το χαμόγελο από την ~ του. Πβ. θωριά, κοψιά. 5. (στην αισθητική οδοντιατρική) λεπτή επικάλυψη που συγκολλάται στην πρόσθια επιφάνεια δοντιού ή δοντιών με σκοπό τη διόρθωση του σχήματος ή/και τη λεύκανση: (ολο)κεραμικές όψεις. ~ πορσελάνης/ρητίνης. 6. ΠΛΗΡΟΦ. εικονικός πίνακας, υποσύνολο της βάσης δεδομένων. 7. ΓΛΩΣΣ. ποιόν ενεργείας: συνοπτική (ρηματική) ~. ΣΥΝ. άποψη (4), τρόπος (5) 8. ΑΣΤΡΟΛ. η απόσταση μεταξύ δύο πλανητών υπολογισμένη σε μοίρες του ζωδιακού κύκλου. ● ΣΥΜΠΛ.: λογαριασμός όψεως βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: διπλής όψης/όψεως & δύο όψεων: που έχει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές: αντίγραφο/αφίσα/εκτύπωση/μαξιλάρι/μπουφάν/σάρωση ~ ~. Πβ. μπρος πίσω, ντουμπλ φας., εκ πρώτης όψεως/όψης (λόγ.): με μια πρώτη, επιφανειακή ματιά, όπως φαίνεται: Το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο μοιάζει ~ ~. ~ ~ δείχνει απότομος, αλλά κατά βάθος είναι ευγενικός., εξ όψεως (λόγ.): εμφανισιακά· με μια πρώτη ματιά: Τον γνωρίζω μόνο ~ ~ (= φατσικά), αλλά δεν έχουμε μιλήσει.|| Οι δύο έννοιες συνδεέονται άμεσα μεταξύ τους, ~ ~ μόνο διαφέρουν. Βλ. εξ ακοής., η άλλη όψη/πλευρά βλ. άλλος, η μια/η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος βλ. νόμισμα, νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν βλ. νίπτω, οι δύο/διαφορετικές όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος βλ. νόμισμα [< αρχ. ὄψις ‘όραση, θέα, εμφάνιση, οπτασία’, γαλλ. aspect, face, 6: αγγλ. view]
πεζεβέγκηςπε-ζε-βέ-γκης ουσ. (αρσ.) {πεζεβέγκηδες} & μπεζεβέγκης (ιδιωμ.) 1. (υβριστ.) αισχρός, αχρείος, φαύλος. 2. (παρωχ.) προαγωγός, μαστρωπός. [< μεσν. (θηλ.) πεζεβέγκισσα, τουρκ. pezevenk]
ψεκασμόςψε-κα-σμός ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ψέκασμα (το): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψεκάζω: (ΓΕΩΠ., ράντισμα με φυτοφάρμακα:) δολωματικός ~ κατά του δάκου. Προληπτικοί/χημικοί ~οί. ~ φυλλώματος (= διαφυλλικός ~)/των πεύκων (: για καταπολέμηση της πιτυοκάμπης). ~οί με μυκητοκτόνα. Βλ. αερο~.|| ~οί για κουνούπια.|| Ομοιόμορφος ~ (χρώματος). ~ με σπρέι. Ακροφύσια/αντλία/βαλβίδα/πιστόλι/συσκευή (= ψεκαστήρας)/σύστημα ~ού (βαφής). Πβ. εκνέφωση. ● ΣΥΜΠΛ.: μπεκ ψεκασμού: ΜΗΧΑΝΟΛ. (σε όχημα) εξαρτήματα του συστήματος τροφοδοσίας του κινητήρα, τα οποία διασκορπίζουν το καύσιμο στον θάλαμο καύσης. Βλ. καρμπιρατέρ. [< μεσν. ψεκασμός, γαλλ. pulvérisation]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ