Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 86 εγγραφές  [0-20]


  • χειρ ουσ. (θηλ.) {χειρ-ός, -α | -ες, -ών} (αρχαιοπρ.) & (λόγ.) χείρα: χέρι. ● χειρός (λόγ.) για κάτι που 1. δεν τοποθετείται μόνιμα κάπου, αλλά μεταφέρεται ή φοριέται στο χέρι: ανεμιστηράκι/κομπιουτεράκι/μίξερ/ομπρέλα/όπλο (βλ. βαλλίστρα, ξίφος, πιστόλι)/(ηλεκτρικό) σκουπάκι/συσκευές/τσάντα ~. (ΤΕΧΝΟΛ.) Οθόνη ~ (βλ. ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακό χαρτί).|| Ρολόι ~. 2. λειτουργεί χειροκίνητα: εργαλεία ~ (βλ. σφυρί, φτυάρι). 3. είναι χειροποίητο: κεντήματα/χαλιά ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι βλ. χέρι, αόρατο χέρι βλ. χέρι, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια ● ΦΡ.: ανά χείρας & (σπάν.) μετά χείρας (λόγ.): στο χέρι: με το βιβλίο ~ ~.|| Η ~ ~/μετά χείρας (= παρούσα, προκείμενη) μελέτη., διά της επιθέσεως/δι' επιθέσεως των χειρών: ΕΚΚΛΗΣ. με τοποθέτηση του χεριού ιερωμένου στο κεφάλι κληρικού ή πιστού. Βλ. χειρο-θεσία, -τονία., διά χειρός & (σπάν.) δια χειρών (λόγ.): από ή με το χέρι (ή τα χέρια): αγιογραφία/πίνακας ~ ~ ... (: ακολουθεί το όνομα του δημιουργού). Έπιπλα κατασκευασμένα ~ ~ (= χειροποίητα).|| Βραβεύτηκε ~ ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας.|| Τα συμπληρωμένα έντυπα επιδίδονται ~ ~ (: δεν αποστέλλονται ταχυδρομικά)., εις χείρας: ΝΟΜ. στα χέρια, στη δικαιοδοσία: Το κτίριο περιήλθε ~ ~ του Κράτους., ιδίαις χερσί(ν) (αρχαιοπρ.) 1. (συντομ. Ι.Χ.) ένδειξη σε φάκελο, που σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί προσωπικά στον παραλήπτη. 2. με τα ίδια μου/σου/του τα χέρια. Πβ. ιδιόχειρα. Βλ. ιδίοις όμμασι(ν)., συν Αθηνά και χείρα κίνει (αρχαιοπρ.-παροιμ.): μη βασίζεσαι αποκλειστικά στην τύχη ή στη βοήθεια ανώτερης δύναμης για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά να προσπαθείς και μόνος σου., τείνω/απλώνω/δίνω/παρέχω χείρα (μτφ.-λόγ.) & χέρι: προσφέρω, προτείνω κάτι: ~ουν ~ ειρήνης/προσέγγισης/συνεργασίας/φιλίας στη γείτονα χώρα., ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, ήρξατο χειρών αδίκων βλ. άδικος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, νίπτω τας χείρας μου βλ. νίπτω [< αρχ. χείρ]
  • χειρ- βλ. χειρο-.
  • χειραγώγηση χει-ρα-γώ-γη-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειραγωγώ: γλωσσική/ιδεολογική/κομματική/πνευματική/πολιτική (βλ. δημαγωγία, λαϊκισμός, προπαγάνδα) ~. ~ της ενημέρωσης/κοινής γνώμης (από τα ΜΜΕ)/της σκέψης. Πβ. εξανδραποδισμός, επηρεασμός, καναλιζ-, πατρον-άρισμα, καπέλωμα, κηδεμονία, χαλιναγώγηση.|| ~ των ειδήσεων (: αλλοίωση, διαστρέβλωση, παραποίηση).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ της αγοράς/των τιμών (των μετοχών)/του Χρηματιστηρίου. ΣΥΝ. ποδηγέτηση [< μεσν. χειραγώγησις, γαλλ.-αγγλ. manipulation]
  • χειραγωγήσιμος , η, ο χει-ρα-γω-γή-σι-μος επίθ. (λόγ.): που μπορεί να χειραγωγηθεί: εύπιστο και ~ο αγοραστικό κοινό/εργατικό δυναμικό. [< αγγλ. manipulable, γαλλ. ~, 1907]
  • χειραγωγία χει-ρα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): χειραγώγηση. [< μτγν. χειραγωγία ‘καθοδήγηση’]
  • χειραγωγικός , ή, ό χει-ρα-γω-γι-κός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που χειραγωγεί: ~οί: μηχανισμοί. ΑΝΤ. χειραφετικός [< μεσν. χειραγωγικός 'καθοδηγητικός΄, αγγλ. manipulative]
  • χειραγωγός χει-ρα-γω-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αυτός που χειραγωγεί: ~οί της κοινής γνώμης.|| (σπάν. θετ. συνυποδ.) Στάθηκε πολύτιμος ~ (: καθοδηγητής). 2. (επίσ.) σχοινί στήριξης συνήθ. στη γέφυρα ή σε σκάλα πλοίου, που λειτουργεί ως χειρολαβή. Βλ. κουπαστή. [< 1: μτγν. χειραγωγός 'αυτός που οδηγεί από το χέρι, οδηγός']
  • χειραγωγώ [χειραγωγῶ] χει-ρα-γω-γώ ρ. (μτβ.) {χειραγωγ-εί, -ώντας | χειραγώγ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (απαιτ. λεξιλόγ.): επηρεάζω, διαμορφώνω, κατευθύνω τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μιας ομάδας ατόμων ή την εξέλιξη μιας κατάστασης με στόχο την εξυπηρέτηση των προσωπικών μου συμφερόντων: Διαφημίσεις που ~ούν το καταναλωτικό κοινό. Προσπάθειες να ~ηθεί η Δικαιοσύνη. ~ούμενοι: πολίτες (βλ. σαν τα πρόβατα, υπηρέτης, υποχείριος). ~ημένη (από τα ΜΜΕ) κοινή γνώμη. ~ημένοι: αγώνες (= στημένοι). Πβ. εξανδραποδίζω, καθυποτάσσω, καναλιζάρω, καπελώνω, κηδεμονεύω, μανουβράρω, πατρονάρω, χαλιναγωγώ. ΑΝΤ. χειραφετώ.|| Καρτέλ/κερδοσκόποι που ~ούν την αγορά.|| ~ήθηκαν τα αποτελέσματα (: αλλοιώθηκαν, διαστρεβλώθηκαν, παραποιήθηκαν). ΣΥΝ. μανιπουλάρω, ποδηγετώ [< μτγν. χειραγωγῶ ‘οδηγώ κρατώντας από το χέρι, κατευθύνω’, γαλλ. manipuler]
  • χειράμαξα χει-ρά-μα-ξα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΤΕΧΝΟΛ. καρότσι μεταφοράς ελαφρών φορτίων: ~ες αποσκευών/οικοδομικών υλικών. ~ες διακίνησης εμπορευμάτων. [< μτγν. χειράμαξα]
  • χειραντλία χει-ρα-ντλί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. χειροκίνητη αντλία: ~ες αφρού (της Πυροσβεστικής). [< γαλλ. pompe à bras]
  • χειραποσκευή χει-ρα-πο-σκευ-ή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): αποσκευή μικρού βάρους, η οποία μεταφέρεται εύκολα με τα χέρια και την οποία επιτρέπεται να έχει μαζί του ο επιβάτης κατά τη διάρκεια ταξιδιού με μέσο μαζικής μεταφοράς, συνήθ. αεροπλάνο: έλεγχος ~ών (βλ. ακτινοσκόπηση). [< αγγλ. hand-luggage]
  • χειραπτικός , ή, ό χει-ρα-πτι-κός επίθ.: ΠΑΙΔΑΓ. που αγγίζεται με το χέρι: ~ό: υλικό. ~ά: εργαλεία/μέσα (π.χ. γεωμετρικά όργανα, πίνακες).
  • χειραφεσία χει-ρα-φε-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. απαλλαγή από τη γονική κηδεμονία: ~ ανηλίκου. [< μεσν. χειραφεσία]
  • χειραφέτηση χει-ρα-φέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειραφετώ: εθνική/ιδεολογική/πολιτική/σεξουαλική ~. ~ της γυναίκας από τον άνδρα (βλ. φεμινισμός)/των νέων από την οικογένεια/του πνεύματος από τις προκαταλήψεις (βλ. νεωτερικότητα). Πβ. ανεξαρτητοποίηση, απελευθέρωση, αποδέσμευση, αυτονόμηση. ΑΝΤ. χειραγώγηση [< γαλλ. émancipation]
  • χειραφετικός , ή, ό χει-ρα-φε-τι-κός επίθ. & (σπάν.) χειραφετητικός (επιστ.): που αποβλέπει στη χειραφέτηση: ~ή: εκπαίδευση/παιδαγωγική. ΑΝΤ. χειραγωγικός [< γαλλ. émancipateur]
  • χειραφετώ [χειραφετῶ] χει-ρα-φε-τώ ρ. (μτβ.) {χειραφετ-εί, -ώντας | χειραφέτ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): επανακτώ την ελευθερία μου από οποιασδήποτε μορφής ελέγχο ή καταπίεση που μου ασκείται ή γενικότ. από περιορισμούς που οφείλονται σε ηθικές ή κοινωνικές συμβάσεις: Προσπάθειες να ~ηθεί (: ανεξαρτητοποιηθεί, απελευθερωθεί, αυτονομηθεί) η γυναίκα από τον άνδρα. ~ημένοι: πολίτες.|| (σπάν. στην ενεργ. φωνή) Αγωνίζονται να ~ήσουν (= αποδεσμεύσουν) την εκπαίδευση από κάθε πολιτική επιρροή. Βλ. ποδηγετώ, χαλιναγωγώ. ΑΝΤ. χειραγωγώ [< μεσν. χειραφετώ, γαλλ. émanciper]
  • χειραψία χει-ρα-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μεταξύ δύο ατόμων) σφίξιμο και ελαφρύ κούνημα κυρ. των δεξιών άκρων χεριών για χαιρετισμό ή επισφράγιση συμφωνίας: δυνατή/θερμή/ιστορική/συμβολική/ψυχρή ~. ~ ανάμεσα στους δύο Υπουργούς. ~ες και αγκαλιές/συστάσεις/φιλιά. Ανταλλάσσω ~ες με τους καλεσμένους. Αποχαιρετώ/συγχαίρω/υποδέχομαι κάποιον διά ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. -ΤΗΛΕΠ. ανταλλαγή μηνυμάτων ή δεδομένων μεταξύ δύο συστημάτων, που συμβάλλει στη σύνδεση ή τον συγχρονισμό τους. [< 1: μτγν. χειραψία ‘συμπλοκή, μάχη σώμα με σώμα (στην πάλη), εντριβή, προσεκτικός χειρισμός (στις εγχειρήσεις)’, γερμ. Händedruck 2: αγγλ. handshake, 1966]
  • χειριδωτός , ή, ό χει-ρι-δω-τός επίθ. (σπάν.-αρχαιοπρ.): (για ένδυμα) που έχει μανίκια: ποδήρης ~ χιτώνας. [< αρχ. χειριδωτός]
  • χειρίζομαι χει-ρί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {χειρί-στηκα, -στεί, χειριζ-όμενος} 1. θέτω σε λειτουργία και χρησιμοποιώ μηχανική διάταξη ή εργαλείο, μέσω κινήσεων που εκτελώ με τα χέρια και συνήθ. με τη χρήση τεχνικών μέσων: ~ με άνεση/ευκολία την κάμερα/το πληκτρολόγιο. ~εται άριστα το νυστέρι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ικανοποιητικά/στοιχειωδώς το διαδίκτυο/τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. 2. διαχειρίζομαι: ~ έγγραφα/παραγγελίες/προσωπικά δεδομένα/τραπεζικούς λογαριασμούς/χρήματα. Ο τρόπος που ~εται τα οικονομικά/τη δημόσια εικόνα του είναι επιζήμιος.|| ~εται με ευχέρεια τον γραπτό/προφορικό λόγο.|| (για υπολογιστή) Το πρόγραμμα ~εται (= επεξεργάζεται) τα δεδομένα. Βλ. μετα~. 3. αντιμετωπίζω, διευθετώ, ρυθμίζω ένα ζήτημα: Ξέρω (πώς) να ~ τέτοιες καταστάσεις. Επιτροπή που ~εται τις διαπραγματεύσεις/διεθνείς σχέσεις. ~στηκε την υπόθεση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θα το ~στώ αυτοπροσώπως το πρόβλημα. Πβ. κουμαντάρω. [< μτγν. χειρίζω ‘εγχειρίζω, διαχειρίζομαι, διοικώ’]
  • χειρίσιμος , η, ο χει-ρί-σι-μος επίθ. (λόγ.): διαχειρίσιμος.

άδικος

άδικος, η, ο [ἄδικος] ά-δι-κος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίκου} 1. που παραβιάζει το νομικό δίκαιο ή το γενικό περί δικαίου αίσθημα: ~ος: άνθρωπος/κανονισμός/κόσμος/κριτής (ΑΝΤ. (ακριβο)δίκαιος, αμερόληπτος)/νόμος/χαρακτηρισμός. ~η: απόφαση/δίωξη/επίθεση/κατηγορία/κριτική/µεταχείριση (πβ. άνιση, ανισότιμη. ΑΝΤ. δίκαιη, ίση, ισότιμη)/ποινή/πράξη/τιμωρία. ~α: κέρδη (: που αποκτήθηκαν παράνομα)/μέτρα. Μη γίνεσαι ~! Γιατί είσαι ~η απέναντί/μαζί μου; Θα ήμουν ~, αν έλεγα ότι δεν με στήριξε (πβ. αχάριστος).|| (ως ουσ.) Η καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης αποθαρρύνει τους δικαίους και ενθαρρύνει τους αδίκους. 2. που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος: ~ος: αγώνας. ~η: προσπάθεια/ταλαιπωρία. ΣΥΝ. μάταιος (1) 3. για κάτι δυσάρεστο που συνέβη σε κάποιον χωρίς να του αξίζει: ~ος: θάνατος. ~η: ήττα (ομάδας)/μοίρα. ~ο: τέλος. ~α: έξοδα. Ο ξαφνικός και ~ χαμός της μας συγκλόνισε. ● επίρρ.: άδικα & (λόγ.) αδίκως 1. με τρόπο άδικο, αντίθετο προς το δίκαιο: ~ βασανίστηκε/καταδικάστηκε. Έφυγε/χάθηκε ~ (= πέθανε, ΣΥΝ. πήγε άδικα). 2. αδικαιολόγητα, μάταια, ανώφελα, άσκοπα: ~ στενοχωριέμαι/χάνω τον καιρό μου. Έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα και όχι ~. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος βλ. κόπος ● ΦΡ.: άδικα των αδίκων (επιτατ.): πολύ άδικα: ~ ~ θρηνήσαμε τόσα θύματα., ήρξατο χειρών αδίκων (αρχαιοπρ.): διέπραξε πρώτος μια άδικη, μεμπτή, αξιόποινη πράξη., πάει άδικα: για πρόσ. που παθαίνει κάτι χωρίς να του αξίζει ή γενικότ. για κάτι που δεν αξιοποιείται, πηγαίνει χαμένο: Κρίμα νέο παιδί να πάει έτσι ~ (: να πεθάνει)!|| Δεν πήγε ~ η θυσία/προσπάθειά τους., (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, τελεί εν αδίκω βλ. τελώ, τζάμπα κι άδικα βλ. τζάμπα [< αρχ. ἄδικος]

ανάταση

ανάταση [ἀνάταση] α-νά-τα-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) εξύψωση: αγωνιστική/εθνική/ηθική/πνευματική/πολιτιστική ~ του ανθρώπου. ~ ενός κινήματος. Πβ. έξαρση, μεταρσίωση. 2. ανύψωση· (ΓΥΜΝ.) άσκηση με τα χέρια τεντωμένα πάνω από το κεφάλι με τις παλάμες αντικριστά: || Σε θέση ~ης. Κάμψεις και ~άσεις. Βλ. ημι~, έκταση. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχική ανάταση: ψυχική ευφορία: Αισθάνομαι/νιώθω ~ ~. ● ΦΡ.: με ανάταση του χεριού (/των χεριών) & (λόγ.) δι΄ανατάσεως της χειρός (/των χειρών) (επίσ.): φανερή ψηφοφορία με ανύψωση του χεριού: Η εκλογή έγινε ~ ~. [< αρχ. ἀνάτασις, γαλλ. élévation]

βαλλίστρα

βαλλίστρα βαλ-λί-στρα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) βαλίστρα 1. είδος βαλλιστικού όπλου χειρός για πολεμική, κυνηγετική ή σκοπευτική χρήση: περιστρεφόμενη ~. Αξεσουάρ για ~ες. 2. ΙΣΤ. πολεμικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε παλαιότ. για την εκσφενδόνιση πετρών, βελών ή ακοντίων: καταπέλτες και ~ες. [< μεσν. βαλλίστρα]

βοήθεια

βοήθεια βο-ή-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. πράξη, διαδικασία, μέσο ή πρόσωπο που χρησιμεύει σε κάποιον, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει μια ανάγκη, μια δύσκολη κατάσταση ή έναν κίνδυνο: αμέριστη/άμεση/ανεκτίμητη/γενναιόδωρη/διεθνής/δωρεάν/ειδική/έκτακτη/έμμεση/επείγουσα/επιστημονική/ηθική/ηλεκτρονική/ιατρική/κοινωνική/κρατική/κυβερνητική/μικρή/νομική/οικονομική (βλ. ελεημοσύνη, επίδομα, επιδότηση, επιχορήγηση, έρανος, φιλανθρωπία, χορηγία)/οργανωτική/ουσιαστική/πολιτική/πολύτιμη/πρόσθετη/σημαντική/συμβουλευτική/τηλεφωνική/υλική/ψυχιατρική/ψυχολογική ~. Παροχή ~ας. Έκκληση για ~. Δίνω/παρέχω/προσφέρω ~ (= βοηθώ). Δέχομαι/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω/χρειάζομαι ~. Ελπίζω/έρχομαι/καλώ/(προσ)τρέχω/σπεύδω/φωνάζω σε ~. (ευχετ.) Με τη ~ του Θεού ... Ο ασθενής αναπνέει χωρίς τη ~ αναπνευστήρα. Δεν περιμένω ~ από κανέναν. Πβ. αρωγή, ενίσχυση, συνδρομή, (υπο)στήριξη. Βλ. αλληλο~, αυτο~, διάσωση.|| (ΠΛΗΡΟΦ., δυνατότητα παροχής πληροφοριών στον χρήστη σχετικά με κάποια λειτουργία ή διαδικασία ενός προγράμματος) Μενού ~. 2. (επιφών.) κάλεσμα που απευθύνει κάποιος σε περίπτωση κινδύνου: ~, φωτιά! Βλ. ΣΟΣ.βοήθειες (οι): ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα, κυρ. στο μπάσκετ και σπανιότ. στο ποδόσφαιρο) διάφορες ενέργειες παικτών κατά τη διάρκεια του αγώνα, με σκοπό να ενισχυθεί η αμυντική λειτουργία της ομάδας τους· η συνδρομή των παικτών σε συμπαίκτη τους που μαρκάρει επικίνδυνο επιθετικά αντίπαλο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπιστική βοήθεια: απαραίτητα είδη (τρόφιμα, νερό, φάρμακα, ρούχα, αντίσκηνα) που αποστέλλονται οργανωμένα σε πληθυσμούς που βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/της Εκκλησίας/του ΟΗΕ. Διανομή ~ής ~ας στην εμπόλεμη περιοχή/στους πυρόπληκτους. Βλ. Ερυθρός Σταυρός. [< γαλλ. aide humanitaire] , πρώτες βοήθειες & Α' βοήθειες: ενέργειες (π.χ. τεχνητή αναπνοή, καρδιακές μαλάξεις) που γίνονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα για την αρχική φροντίδα αρρώστου ή τραυματία, μέχρι να φτάσει σε νοσοκομείο: ~ ~ σε περίπτωση διαστρέμματος/εμφράγματος/ηλεκτροπληξίας. Κιτ/κουτί/σεμινάριο/σταθμός/τμήμα/φαρμακείο ~ων ~ών. Του δόθηκαν/παρασχέθηκαν/προσφέρθηκαν οι ~ ~.|| Καλώ το/τον πήρε το ~ων ~ών (= το ΕΚΑΒ, το 166). ΣΥΝ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη [< γαλλ. premiers secours] , χείρα βοηθείας (λόγ.) & (προφ.) χέρι/χεράκι βοηθείας/βοήθειας: βοήθεια: οικονομική/σημαντική ~ ~. Άπλωσαν/έδωσαν/έτειναν/παρείχαν ~ ~., οδική βοήθεια βλ. οδικός, τεχνική υποστήριξη/βοήθεια βλ. τεχνικός ● ΦΡ.: βοήθειά σου/μας! (ευχετ.) 1. (μόνο στο βοήθειά μας!) ως επίκληση σε Άγιο, για να παράσχει την προστασία του. Πβ. μεγάλη η χάρη του/της. 2. σε πιστό που μόλις κοινώνησε. [< αρχ. βοήθεια, γαλλ. aide, secours, αγγλ. help, aid]

δημαγωγία

δημαγωγία δη-μα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.): πολιτική παραπλάνησης της κοινής γνώμης με υποσχέσεις, κολακείες, κινδυνολογίες και συνεκδ. ο σχετικός λόγος ή η αντίστοιχη ενέργεια: ακατάσχετη/κοινωνική/φτηνή ~. Διαπλοκή, διαφθορά και ~. Πβ. δημοκοπία, λαϊκισμός. Βλ. προπαγάνδα, χειραγώγηση.|| Προεκλογικές ~ες. [< αρχ. δημαγωγία, γαλλ. démagogie, αγγλ. demagogy]

ζήτω

ζήτω ζή-τω επιφών. {άκλ.}: για δήλωση ένθερμης αποδοχής ή υποστήριξης: ~! Κερδίσαμε! ~ (ΑΝΤ. έξω, κάτω) η δημοκρατία! Πβ. γιούπι, ολέ, τραλαλά. ΑΝΤ. ου2 ● Ουσ.: ζήτω (το): ζητωκραυγή, επιδοκιμασία: Την ανακοίνωση του αποτελέσματος διαδέχθηκαν τα ~ και οι πανηγυρισμοί. ΣΥΝ. επευφημία ΑΝΤ. γιούχα, γιουχάισμα ● ΦΡ.: δεν κάνει ούτε για ζήτω (για πρόσ., προφ.): είναι άχρηστος, δεν αξίζει τίποτα., ζήτω που καήκαμε! (ειρων.): για πολύ δύσκολη κατάσταση ή προδιαγεγραμμένη αποτυχία: Αν περιμέναμε από 'σένα να μας βοηθήσεις, ~ ~!, ούτε για ζήτω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετό: Ο μισθός που παίρνει δεν του φθάνει ~ ~. ● βλ. ζω1 [< μτγν. ζήτω, γ’ πρόσ. προστ. εν. του ρ. ζῶ]

κατάσχεση

κατάσχεση κα-τά-σχε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. δέσμευση, κατόπιν δικαστικής απόφασης, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του δανειστή: μαζικές ~έσεις. ~ εγγράφων/εμπορευμάτων και μηχανημάτων εταιρείας/κινητής περιουσίας. Ακύρωση/ανατροπή/άρση της ~ης. Έκθεση ~ης (= κατασχετήρια). Διατάχθηκε/δόθηκε εντολή για ~ (κατά του ...). Η τράπεζα προέβη/προχώρησε σε ~ του διαμερίσματός του (= το κατέσχεσε). Του έκαναν ~. Βλ. εκποίηση, πλειστηριασμός, υποθήκη. 2. παρακράτηση από τις Αρχές αντικειμένου που βρέθηκε παράνομα στην κατοχή κάποιου ή ακατάλληλου εμπορεύματος: ~ αρχαίων/όπλων και ναρκωτικών (από την Αστυνομία).|| ~έσεις κρεάτων. Βλ. επίταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική κατάσχεση: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης για άμεση ή έμμεση χρηματική ικανοποίηση του δανειστή από τον πλειστηριασμό του πράγματος που κατασχέθηκε. Πβ. αναγκαστική διαχείριση., συντηρητική κατάσχεση: ΝΟΜ. ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο δεν μεταβάλλεται η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, αλλά προβλέπεται μελλοντική αναγκαστική εκτέλεση, σε περίπτωση που συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις που την επιτρέπουν. Πβ. απογραφή, μεσεγγύηση, σφράγιση. ● ΦΡ.: κατάσχεση στα χέρια τρίτου & (λόγ.) εις χείρας τρίτου/τρίτων: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής κατάσχεσης που γίνεται για περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στην κατοχή τρίτου. [< μτγν. κατάσχεσις ‘συγκράτηση, κτήση’, γαλλ. saisie]

κουπαστή

κουπαστή κου-πα-στή ουσ. (θηλ.): στενόμακρη επιφάνεια από ξύλο ή άλλο υλικό που διατρέχει το πάνω μέρος των τοιχωμάτων πλεούμενου· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο τμήμα κατακόρυφης σειράς από κάγκελα, στο οποίο μπορεί κάποιος να στηριχθεί: Ακουμπώ στην ~ του πλοίου. Πβ. δρύφακτο, παραπέτο.|| Ανοξείδωτη/μεταλλική/σιδερένια ~. Η ~ της γέφυρας/του μπαλκονιού/της σκάλας. ~ές τοίχου. Πβ. χειρολαβή. Βλ. κιγκλίδωμα, στηθαίο.

νίπτω

νίπτω νί-πτω ρ. (μτβ.) {ένιψα} (λόγ.): νίβω. Κυρ. στις ● ΦΡ.: νίπτω τας χείρας μου (ΚΔ) (μτφ.): για πρόσωπο ή φορέα που αρνείται κάθε ευθύνη ή ανάμειξη σε κάποιο ζήτημα: Η επιτροπή έσπευσε να νίψει τας χείρας της. Βλ. Πόντιος Πιλάτος., νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν (καρκινική επιγραφή): ξέπλυνε τα αμαρτήματά σου, όχι μόνο το πρόσωπό σου. [< μτγν. νίπτω]

ποδηγετώ

ποδηγετώ [ποδηγετῶ] πο-δη-γε-τώ ρ. (μτβ.) {ποδηγετ-εί, -ώντας | -ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): χειραγωγώ: ~εί την κοινωνία. ~ούν κάθε προσπάθεια προόδου και ανάπτυξης. Πβ. πατρονάρω. ΣΥΝ. μανιπουλάρω [< αρχ. ποδηγετῶ ‘καθοδηγώ’]

ΣΑΝ

ΣΑΝ (η): Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής.

σφυρί

σφυρί σφυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σφυρ-ιού | -ιών}: εργαλείο χειρός με ξύλινη συνήθ. λαβή, στην υποδοχή της οποίας έχει ενσωματωθεί πλατιά, σιδερένια κεφαλή και χρησιμοποιείται κυρ. για κάρφωμα ή στερέωση: ~ μπάλας (: για κοσμήματα)/πένας (: για φανοποιούς). Έμπηξε με το ~ ένα καρφί στον τοίχο. Με ~ και καλέμι. Πβ. σφύρα. Βλ. βαριά, βαριοπούλα, ματρακάς, ματσακόνι, ματσόλα, ξυλόσφυρο.|| Υδραυλικό ~. ● Υποκ.: σφυράκι (το): (παλαιότ.) το ~ του γιατρού/του ψυχιάτρου. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί (προφ.): πουλώ/πουλιέται σε δημοπρασία ή σε πολύ χαμηλή τιμή: Το σπίτι τους βγήκε ~ λόγω χρεών. Πβ. εκποιώ, ξεπουλώ. ΣΥΝ. εκπλειστηριάζω [< μεσν. σφυρί < μτγν. σφυρίον < αρχ. σφῦρα]

υπολογιστής

υπολογιστής [ὑπολογιστής] υ-πο-λο-γι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική συσκευή η οποία εκτελεί αυτόματα μαθηματικούς υπολογισμούς και επεξεργάζεται δεδομένα βάσει προκαθορισμένων εντολών· συνήθ. ειδικότ. ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ): αναλογικός/υβριδικός/ψηφιακός ~.|| Επιτραπέζιος (= ντέσκτοπ)/μαθητικός ~. Γραφικά/μνήμη ~ή. Αναβάθμιση/άνοιγμα/ιός/κλείσιμο/λογισμικό/(κεντρική) μονάδα/οθόνη/πληκτρολόγιο/σκληρός δίσκος/φορμάτ του ~ή. Ζητείται γραμματέας με γνώσεις ~ή. Υλικό του ~ή (= υλισμικό). Πβ. κομπιούτερ. Βλ. νέτμπουκ, υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιστήμη των Υπολογιστών: Πληροφορική. [< αγγλ. computer science, 1961] , κεντρικός υπολογιστής: που επεξεργάζεται πληροφορίες που λαμβάνει από άλλους υπολογιστές με τους οποίους συνδέεται., μοριακοί υπολογιστές: που μιμούνται τη λειτουργία βιολογικών μορίων και έχουν μεγάλη επεξεργαστική ισχύ. [< αγγλ. molecular computers] , ξένιος υπολογιστής: υπολογιστικό σύστημα που παρέχει υπηρεσίες σε άλλους υπολογιστές. Βλ. τερματικό. [< αμερικ. host (computer), 1966] , προσωπικός υπολογιστής: που προορίζεται για ατομική χρήση στο γραφείο ή/και στο σπίτι: φορητός ~ ~. ΣΥΝ. πι-σι & πισί [< αμερικ. personal computer (PC), 1959] , υπολογιστές/δίκτυα ζόμπι: που χρησιμοποιούνται από χάκερ εν αγνοία του χρήστη τους. [< αμερικ. zombie computers, 1999] , υπολογιστής παλάμης/χειρός & (σπάν.) υπολογιστής χεριού: υπολογιστής με διαστάσεις που επιτρέπουν στον κάτοχό του να τον χρησιμοποιεί κρατώντας τον στο χέρι του. ΣΥΝ. παλμ-τοπ [< αμερικ. palmtop, 1987] , υπολογιστής τσέπης 1. μικροϋπολογιστής χειρός, συνήθ. χωρίς πληκτρολόγιο, στον οποίο η εισαγωγή δεδομένων πραγματοποιείται μέσω μιας γραφίδας που επικοινωνεί απευθείας με την οθόνη: Το νέο κινητό τηλέφωνο λειτουργεί και ως ~ ~. 2. κομπιουτεράκι. [< αγγλ. pocket PC] , υπολογιστής-ταμπλέτα: ΤΕΧΝΟΛ. φορητός υπολογιστής σε μέγεθος ατζέντας με οθόνη αφής και ασύρματη πρόσβαση στο διαδίκτυο. ΣΥΝ. τάμπλετ [< αμερικ. tablet PC, 2001] , φορητός (ηλεκτρονικός) υπολογιστής: υπολογιστής μικρών διαστάσεων που μεταφέρεται εύκολα και έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί με μπαταρία. ΣΥΝ. λάπτοπ [< αμερικ. portable computer, 1984] [< αγγλ. calculator, computer]

χειρο- & χειρό- & χειρ-

χειρο- & χειρό- & χειρ- (λόγ.) α' συνθετικό με αναφορά σε ό,τι 1. χρησιμοποιείται ή λειτουργεί με το χέρι: χειρο-λαβή. Χειρ-αποσκευή.|| Xειρό-μυλος (πβ. χερό-).|| Χειρό-φρενο (βλ. ποδό-). Χειρο-κίνητος (ΑΝΤ. μηχανο-). 2. γίνεται ή έχει σχέση με το χέρι: χειρο-κρότημα/~νομία. Χειρ-αψία.|| Χειρό-γραφο. Xειρο-ποίητος.|| (μτφ.) Xειρ-αγώγηση.

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.