ανεμοβρόχι [ἀνεμοβρόχι] α-νε-μο-βρό-χι ουσ. (ουδ.) & ανεμόβροχο (λαϊκό-λογοτ.): ισχυρός άνεμος σε συνδυασμό με βροχή: δυνατό ~. Πβ. δρολάπι. [< μεσν. ανεμοβρόχιν]
βιογεωγραφία βι-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή φυτών και ζώων στη Γη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βλ. βιοκλιματολογία, ζωο-, φυτο-γεωγραφία. [< γαλλ. biogéographie, 1907, αγγλ. biogeography]
βιοκλιματολογία βι-ο-κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τις επιδράσεις του κλίματος στους ζωντανούς οργανισμούς. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. bioclimatologie, 1960, αγγλ. bioclimatology, 1922]
βιομάζα βι-ο-μά-ζα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων της φυτικής, ζωικής, δασικής, αστικής και βιομηχανικής παραγωγής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοκαύσιμο: αεριοποίηση/πυρόλυση ~ας. Σύστημα θέρμανσης με ~. 2. ΒΙΟΛ. η μάζα ενός ζωντανού οργανισμού ή του συνόλου των έμβιων όντων μιας βιοκοινότητας σε δεδομένη μονάδα επιφάνειας. [< αγγλ. biomass, 1931, γαλλ. biomasse, 1966]
βορράς [βορρᾶς] βορ-ράς ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Β, συντομ. Β.) 1. σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται στην κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου: αληθής/γεωγραφικός/μαγνητικός (: η ένδειξη της βελόνας της πυξίδας) ~. Οδικός άξονας ~ά-Νότου. (Προς τα) πού βρίσκεται/είναι/πέφτει ο ~; Βλ. απόκλιση, ισημερ-, μεσημβρ-ινός, προσανατολισμός.|| Εισβολή από/(λόγ.) εκ ~ά. Κατευθύνομαι/στρέφω το βλέμμα μου στον ~ά. Το παράθυρο βλέπει/κοιτάζει προς τον ~ά. To πλοίο κινείται προς ~ά (= βόρεια). 2. το βόρειο τμήμα της υδρογείου, μιας ηπείρου, χώρας ή γενικότ. τόπου: στον αρκτικό ~ά. Ο αμερικανικός/ιταλικός ~. Οι λαοί του ~ά. Ο βιομηχανικός ~. 3. ΜΕΤΕΩΡ. βοριάς, τραμουντάνα. Βλ. μεσο~. [< αρχ. βορρᾶς]
βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες. ● βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
ζούγκλα ζού-γκλα ουσ. (θηλ.) 1. τροπικό, βροχερό δάσος με αδιαπέραστη και πλούσια βλάστηση. Βλ. παρθένο δάσος. 2. (μτφ.) χώρος ή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αναρχία, καταπάτηση των κανόνων δικαίου, βιαιότητα ή αθέμιτο ανταγωνισμό: η ~ της ασφάλτου. ● ΦΡ.: ο νόμος της ζούγκλας (αρνητ. συνυποδ.) 1. η χρήση αθέμιτων μέσων από κάποιον με σκοπό την επικράτησή του σε χώρο που υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: Σε ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να επικρατεί ~ ~. 2. & το δίκαιο της ζούγκλας: το δίκαιο του ισχυρότερου. Πβ. το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. [< γαλλ. jungle]
θύελλα θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) θυέλλ-ης} 1. ΜΕΤΕΩΡ. καιρικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ανέμους υψηλής έντασης και βροχή: (κυριολ. κ. μτφ.) Έρχεται/πλησιάζει/προβλέπεται/προμηνύεται ~. Η ~ άρχισε να εξασθενεί/να κοπάζει. Η ~ πέρασε/προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στις καλλιέργειες. Πβ. μπουρίνι. Βλ. χιονο~. ΣΥΝ. ανεμοθύελλα 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται με ορμή και σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα· αναταραχή, αναστάτωση: (+ γεν.) ~ δηλώσεων/δημοσιευμάτων/συζητήσεων/χειροκροτημάτων. Το νέο νομοσχέδιο ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ αντιδράσεων/διαμαρτυριών. Πβ. λαίλαπα, ορυμαγδός, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| Ξέσπασε πολιτική ~. Πβ. τρικυμία, φουρτούνα. ΣΥΝ. καταιγίδα (2) ΑΝΤ. νηνεμία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο θυέλλης: ΜΕΤΕΩΡ. έκτακτο μετεωρολογικό δελτίο το οποίο ενημερώνει για επερχόμενη θύελλα., φανός θυέλλης: λάμπα θυέλλης. ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος [< 1: αρχ. θύελλα]
λιθόσφαιρα λι-θό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. το άκαμπτο, εξωτερικό, στερεό περίβλημα της Γης, πάχους ογδόντα ως εκατόν πενήντα περ. χιλιομέτρων, που αποτελείται από τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα: ηπειρωτική/ωκεανική ~. Βλ. ασθενόσφαιρα, τεκτονικός. [< γερμ. Lithosphäre, γαλλ. lithosphère, 1907, αγγλ. lithosphere]
όξινος, η, ο [ὄξινος] ό-ξι-νος επίθ. 1. ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα οξέα, που περιέχει πολλά οξέα: ~ος: χαρακτήρας (διαλύματος). ~η: φωσφατάση. ~ο: άλας/ανθρακικό αμμώνιο/φωσφορικό ασβέστιο/θειικό κάλιο/θειώδες νάτριο. Βλ. αλκαλικός.|| ~ος: μανδύας επιδερμίδας. ~η: δράση προϊόντος. ~ο: έδαφος/καθαριστικό (: με διάλυμα οξέος για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών)/νερό/περιβάλλον/(γαστρικό) υγρό. ~ες: ιδιότητες/ουσίες/συνθήκες. ~α: αέρια/απόβλητα. 2. (για τροφές) ξινός: ~ος: καρπός/καφές/χυμός (βλ. λεμόνι). ~α: φρούτα (π.χ. πορτοκάλι, γκρέιπ φρουτ, μανταρίνι).|| ~η: γεύση/οσμή. Βλ. στυφός. ● ΣΥΜΠΛ.: όξινη βροχή: ΟΙΚΟΛ. φαινόμενο κατά το οποίο ποσότητες κυρ. θειικού και νιτρικού οξέος, που απελευθερώνονται κατά την καύση φυσικών καυσίμων, φτάνουν στο έδαφος με τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη, το χαλάζι, προκαλώντας καταστρεπτικές συνέπειες στη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και σε κτίρια και μνημεία. [< αγγλ. acid rain, 1845] , όξινη απορροή (μεταλλείων) βλ. απορροή, όξινο τρυγικό κάλιο βλ. τρυγικός [< μτγν. ὄξινος]
ποτιστικός, ή, ό πο-τι-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ξερικός 1. που σχετίζεται με το πότισμα: ~ό: μηχάνημα.|| (ως ουσ.) Ρύθμισε το ~ό (ενν. σύστημα άρδευσης).|| ~ό: νερό (= κατάλληλο για πότισμα). Βλ. πόσιμος. 2. (για φυτό ή γεωργικό προϊόν) που χρειάζεται νερό για να ευδοκιμήσει: ~ά: λαχανικά. ΑΝΤ. άνυδρος (3) 3. (για γεωργική συνήθ. έκταση) που αρδεύεται, ποτίζεται: ~ά: στρέμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: ποτιστική βροχή: η σιγανή και διαρκής βροχή που απορροφάται βαθιά από το έδαφος και είναι ιδανική για το πότισμα καλλιεργειών. [< μεσν. ποτιστικός]
χορεύω χο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρ-εψα, -έψει, χορεύ-οντας} 1. εκτελώ μόνος ή μαζί με ένα ή περισσότερα πρόσωπα συγκεκριμένες ρυθμικές κινήσεις ή βήματα, ακολουθώντας τον ρυθμό μουσικής ή τραγουδιού: ~ σε γάμους/γιορτές/κλαμπ. ~ πάνω στο τραπέζι/προκλητικά/στην πίστα. ~ με κάποιον. ~ και τραγουδώ. Δεν ξέρω/μου αρέσει να ~. ~ουν γύρω από τη φωτιά/κυκλικά/ντουέτο. Το ζευγάρι ~εψε μέχρι το πρωί. Της ζήτησε να ~έψουν. ~ετε, παρακαλώ;|| ~ λάτιν/τσιφτετέλι. ~ουν βαλς/καλαματιανό/μπλουζ/τανγκό. Χορός που ~εται αντικριστά/από άνδρες/από γυναίκες/αργά.|| ~εψε τη νύφη (= ~εψε μαζί της). 2. κουνώ ρυθμικά: ~εψε το μωρό στα γόνατά/πόδια του (= το ταχτάρισε). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) εκτελώ κινήσεις κυκλικές ή απότομες, χωρίς ρυθμό ή σταθερότητα: (λογοτ.) Οι νιφάδες/τα κύματα ~ουν.|| Τα πάντα άρχισαν να ~ουν (= γυρίζουν) μπροστά του (βλ. ζαλίζομαι).|| Η γη ~ει (: σείεται λόγω δυνατού σεισμού). ● ΣΥΜΠΛ.: ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας ● ΦΡ.: μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα: όσο δεν φέρεις την ευθύνη άλλων ατόμων, μπορείς να κάνεις ό,τι θες., χόρευε στη βροχή/στη λάσπη (μτφ.): (για ποδοσφαιριστή ή αθλητή) είχε εξαιρετική επίδοση παρά τον βρεγμένο ή λασπωμένο αγωνιστικό χώρο., χορεύει (πάνω) στις πλάτες: εξυπηρετεί τα συμφέροντά του σε βάρος κάποιου: ~ουν ~ του κοσμάκη/των ανέργων., αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει βλ. αρκούδι, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν βλ. λαλεί, χορεύω (κάποιον) στο ταψί/κάνω (κάποιον) να χορέψει στο ταψί βλ. ταψί [< 1: αρχ. χορεύω]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ