Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 87 εγγραφές  [0-20]


  • αιγιαλός [αἰγιαλός] αι-γι-α-λός ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΓΡ. η χερσαία ζώνη μεταξύ της ακτογραμμής και του σημείου που βρέχεται από το μεγαλύτερο χειμέριο κύμα. Πβ. γιαλός. ● ΣΥΜΠΛ.: παλαιός αιγιαλός (επίσ.): ζώνη ξηράς που προέκυψε από μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα εξαιτίας φυσικών προσχώσεων ή τεχνικών έργων και η οποία οριοθετείται από τη νέα γραμμή του αιγιαλού και την παλιά. [< αρχ. αἰγιαλός]
  • ακρωτήριο [ἀκρωτήριο] α-κρω-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ακρωτηρί-ου| -ων} 1. ΓΕΩΓΡ. & (λαϊκό-λογοτ.) ακρωτήρι: προέκταση της ξηράς στη θάλασσα πέρα από τη μέση ακτογραμμή: απόκρημνο ~. Βραχώδη ~α. Χερσόνησοι και ~α. Πβ. κάβος. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. διακοσμητικό στοιχείο (ανθέμιο, άγαλμα) που βρίσκεται πάνω σε καθεμία από τις τρεις γωνίες του αετώματος αρχαιοελληνικού ναού: επιβλητικά μαρμάρινα ~α. Πβ. ακροκέραμο. [< αρχ. ἀκρωτήριον]
  • ακτογραφία [ἀκτογραφία] α-κτο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος της γεωγραφίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της γεωφυσικής διαμόρφωσης των ακτών και την περιγραφή τους. Βλ. -γραφία.
  • ακτογραφικός , ή, ό [ἀκτογραφικός] α-κτο-γρα-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που έχει σχέση με την ακτογραφία: ~ός: όρος. ~ά: στοιχεία (π.χ. χερσόνησοι, κόλποι, ακρωτήρια).
  • ανατολή [ἀνατολή] α-να-το-λή ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. εμφάνιση του ήλιου στον ορίζοντα και κατ' επέκτ. κάθε ουράνιου σώματος· συνεκδ. η συγκεκριμένη ώρα: ~ των αστέρων/της σελήνης.|| Θ' ανοίξουν οι κάλπες με την ~ του ήλιου. Πβ. αυγή, ξημέρωμα, φέξιμο, χάραμα. ΑΝΤ. δύση (1), ηλιοβασίλεμα 2. (κατ' επέκτ., με κεφαλ. το αρχικό Α, συντομ. Α.) σημείο του ορίζοντα, από όπου παρατηρείται η ανατολή του Ηλίου· κατ' επέκτ. το δεξιό τμήμα σε χάρτη και το αντίστοιχο σημείο της πυξίδας απέναντι από τη δύση: Το δωμάτιο βλέπει προς την ~. Βλ. βορράς, νότος. 3. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το ανατολικό τμήμα γεωγραφικής περιοχής (κυρ. χώρας ή ηπείρου)· οι χώρες της Ασίας: Στα βάθη της ~ής.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το σχίσμα ~ής και Δύσης (= ορθόδοξης και ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας). 4. (μτφ.) αρχή, ξεκίνημα: Στην ~ του 21ου αιώνα. Με την ~ του νέου έτους. Πβ. απαρχή, αυγή, αφετηρία.|| (ΙΑΤΡ.) ~ δοντιού. ● ΣΥΜΠΛ.: Άπω Ανατολή: οι χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας (Ανατολική Ρωσία, Ιαπωνία, οι χώρες της Ινδοκίνας, Ινδονησία, Κίνα, Κορέα, Φιλιππίνες). [< γαλλ. Extrême-Orient] , η Εγγύς Ανατολή: (κυρ. στην ΑΡΧΑΙΟΛ., ΙΣΤ., ΓΕΩΓΡ.) η Μέση Ανατολή. [< γαλλ. Proche-Orient] , Μέση Ανατολή: τα μέρη που εκτείνονται μεταξύ ΝΔ Ασίας και ΒΑ Αφρικής (Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Σαουδική Αραβία, Συρία). [< γαλλ. Moyen-Orient] ● ΦΡ.: εξ Ανατολών (λόγ.): από ανατολικά: ~ ~ απειλή/γείτονες. ~ ~ προς δυσμάς., η καθ' ημάς Ανατολή (λόγ.): οι περιοχές της Ασίας όπου άκμασε ο ελληνισμός, κυρ. η Μικρά Ασία: η ορθόδοξη καθ' ~., προς ανατολάς (λόγ.): προς τα ανατολικά: επέκταση/πορεία ~ ~. Από δυσμάς ~ ~. [< 1,2: αρχ. ἀνατολή 3: γαλλ. Orient, Est 4: κατά τη σημ. 2 του ανατέλλει]
  • ανθρωπογεωγραφία [ἀνθρωπογεωγραφία] αν-θρω-πο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού στη Γη καθώς και την αλληλεπίδραση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου: ~ της φτώχειας/των φυσικών καταστροφών. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. anthropogéographie, αγγλ. anthropogeography]
  • ανταρκτικός , ή, ό [ἀνταρκτικός] α-νταρ-κτι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που βρίσκεται στον Νότιο Πόλο ή γύρω του ή σχετίζεται με αυτόν: ~ός: κύκλος/παράλληλος. ~ή: ζώνη/ήπειρος (= η Α~ή). Πβ. πολικός. ΑΝΤ. αρκτικός1 [< αρχ. ἀνταρκτικός, γαλλ. antarctique, αγγλ. Antarctic]
  • αντέρεισμα [ἀντέρεισμα] α-ντέ-ρει-σμα ουσ. (ουδ.) {αντερείσμ-ατα} 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή που χρησιμοποιείται ως μέσο στήριξης: πέτρινο ~. ~ θόλου. Εγκάρσια ~ατα για την ενδυνάμωση της κατασκευής. Πβ. ανάλημμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα, υποστύλωμα. 2. ΓΕΩΓΡ. τμήμα του βουνού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές χαράδρες: ~ της κορυφής. Βραχώδη ~ατα. Τα ~ατα της οροσειράς ... 3. (απαιτ.-λεξιλόγ.-μτφ.) στήριγμα, έρεισμα: πνευματικά ~ατα. [< μτγν. ἀντέρεισμα]
  • αραβικός , ή, ό [ἀραβικός] α-ρα-βι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Αραβία ή/και τους Άραβες: ~ή: πίτα. ~ό: αλφάβητο/κόμμι (: της ακακίας). ~οί: αριθμοί (: τα αριθμητικά ψηφία 0, 1, 2, 3, ...). ~ά: άλογα. (ΓΕΩΓΡ.) Ηνωμένα ~ά Εμιράτα. Βλ. παν~. ● Ουσ.: Αραβικά (τα) & (επίσ.) Αραβική (η): η αραβική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. [< μτγν. Ἀραβικός]
  • αρκτικός1 , ή, ό [ἀρκτικός] αρ-κτι-κός επίθ.: που βρίσκεται στον ή γύρω από τον Βόρειο Πόλο ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: αλεπού/ζώνη/θάλασσα/τούνδρα. ~ό: κλίμα. ~οί: πάγοι. ~ές: χώρες. Πβ. βόρειος, πολικός. Βλ. αντ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρκτικός κύκλος & βόρειος πολικός κύκλος: ΓΕΩΓΡ. ο βορειότερος νοητός γεωγραφικός παράλληλος του ισημερινού της Γης. [< αρχ. ἀρκτικός, γαλλ. arctique, αγγλ. arctic]
  • αρχιπελαγικός , ή, ό [ἀρχιπελαγικός] αρ-χι-πε-λα-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με το αρχιπέλαγος: ~ό: κράτος (: που περιβρέχεται από ένα ή περισσότερα αρχιπελάγη). ~ά: ύδατα. [< αγγλ. archipelagic]
  • αρχιπέλαγος [ἀρχιπέλαγος] αρ-χι-πέ-λα-γος ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΓΡ. μεγάλη θαλάσσια περιοχή με σύμπλεγμα νησιών· συνεκδ. η ίδια η ομάδα των νησιών· ειδικότ. το Αιγαίο και τα νησιά του. [< ιταλ. arcipelago, γαλλ. archipel, αγγλ. archipelago]
  • άτρακτος [ἄτρακτος] ά-τρα-κτος ουσ. (θηλ.) {ατράκτ-ου} 1. ΑΕΡΟΝ. -ΜΗΧΑΝ.-ΤΕΧΝΟΛ. το κύριο μέρος, ο σκελετός του αεροσκάφους που περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοήγησης, τους χώρους των επιβατών, του φορτίου και των οργάνων ελέγχου: ~ αεροπλάνου/ελικοπτέρου. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. επιμήκης, συνήθ. κυλινδρικός άξονας που μεταδίδει περιστροφική κίνηση στις μηχανές: ~ ηλεκτροκινητήρα. 3. ΓΕΩΜ. τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας μεταξύ δύο μέγιστων ημικυκλίων με κοινή διάμετρο. 4. ΒΙΟΛ. ατρακτοειδές σχήμα που παρατηρείται κατά τη μετάφαση της κυτταρικής διαίρεσης και το οποίο αποτελείται από μικροσωληνίσκους που συνδέονται με τα χρωμοσώματα: μιτωτική/πυρηνική ~. 5. (λόγ.) αδράχτι. ● Υποκ.: ατρακτίδιο (το) (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: μυϊκή άτρακτος & (σπάν.) νευρομυϊκή άτρακτος: ΙΑΤΡ. μια από τις αισθητήριες απολήξεις των σκελετικών μυών που αποτελούν τους υποδοχείς των ερεθισμάτων και είναι υπεύθυνοι για το παθητικό τέντωμα του μυός. [< γαλλ. fuseau (neuro)musculaire] , ωριαία άτρακτος: ΓΕΩΓΡ. ζώνη ώρας. [< γαλλ. fuseau horaire, 1911] [< 1: γαλλ. fuselage, 1908 2-4: γαλλ. fuseau 5: μτγν. ἄτρακτος]
  • βαλκανικός , ή, ό βαλ-κα-νι-κός επίθ.: που ανήκει ή αναφέρεται στα Βαλκάνια: (ΙΣΤ.) Οι ~οί πόλεμοι (1912-1913). Βλ. δια~, παμ~. ● Ουσ.: Βαλκανική (Χερσόνησος) (η): ΓΕΩΓΡ. περιοχή της ΝΑ Ευρώπης., Βαλκανικοί (οι) (προφ.) 1. ΑΘΛ. ενν. αγώνες με τη συμμετοχή βαλκανικών χωρών. 2. ενν. πόλεμοι. [< γαλλ. balkanique]
  • βαλτικός , ή, ό βαλ-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη Βαλτική Θάλασσα: ~ά: κράτη (: Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία). [< γαλλ. baltique]
  • βιογεωγραφία βι-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή φυτών και ζώων στη Γη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βλ. βιοκλιματολογία, ζωο-, φυτο-γεωγραφία. [< γαλλ. biogéographie, 1907, αγγλ. biogeography]
  • βιογεωγραφικός , ή, ό βι-ο-γε-ω-γρα-φι-κός επίθ.: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη βιογεωγραφία: η μεσογειακή ~ή περιοχή. [< γαλλ. biogéographique, 1907, αγγλ. biogeographic]
  • βιοκοινότητα βι-ο-κοι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & βιοκοινωνία: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. το σύνολο των φυτικών και ζωικών πληθυσμών ενός βιότοπου σε δεδομένη χρονική περίοδο. Βλ. βιομάζα, οικοσύστημα, φυτοκοινωνία. [< γαλλ. biocénose, 1908, αγγλ. biocenosis, γερμ. Biozönese]
  • βιόσφαιρα βι-ό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. οι περιοχές στην ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και την επιφάνεια της Γης όπου αναπτύσσεται ζωή· (σπάν.-συνεκδ.) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών που βρίσκονται σε αυτή: θαλάσσια/περιβαλλοντικά προστατευόμενη ~. Βιωσιμότητα/ρύπανση της ~ας. Βλ. λιθόσφαιρα, βιοκοινότητα, βιοποικιλότητα, οικοσύστημα. [< γαλλ. biosphère, αγγλ. biosphere]
  • βροχή βρο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη με μορφή σταγόνων: ασθενής/έντονη/ξαφνική/πρωινή/ραγδαία/σιγανή/ψιλή (= ψιλόβροχο) ~. Ήλιος και ~. Στάλες/σύννεφο/ψιχάλες ~ής. Αισθητήρας/κουκούλα/λάστιχα/ομπρέλα ~ής. Ματαίωση της εκδρομής λόγω της ~ής. Έξω/μες στη ~. Τροπικές/φθινοπωρινές ~ές. Οι πρώτες ~ές (= πρωτοβρόχια). Πέφτει (η) ~. Έρχεται (= πλησιάζει, προμηνύεται) ~. Μας έπιασε (δυνατή) ~. Η ~ δυνάμωσε/εξασθένισε/κόπασε/κράτησε πολύ/σταμάτησε. Ρίχνει καταρρακτώδη ~ (πβ. ρίχνει/πέφτει νερό με το τουλούμι). Το πάει για ~ (: μάλλον θα βρέξει). Βλ. θύελλα, καταιγίδα, κατακρημνίσματα, λασπο~, νεροποντή.|| Ο μέσος όρος/το ύψος της ~ής. Η περίοδος των ~ών. Είχαμε πολλές ~ές. (σε πρόγνωση καιρού:) Εκδήλωση/πιθανότητα σποραδικών ~ών. Νεφώσεις με ~ές. Θα σημειωθεί πρόσκαιρη ~/~ κατά διαστήματα. Πβ. βροχόπτωση, όμβρος. Βλ. ανεμοβρόχι, χιονόβροχο. 2. (μτφ.) συχνή εμφάνιση, αδιάκοπη διαδοχή, πλήθος αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ ανατιμήσεων/ερωτήσεων/καταγγελιών/τηλεφωνημάτων (πβ. κύμα, χορός). ~ από προτάσεις. ~ τα γκολ! Πβ. βομβαρδισμός, καταιγίδα, καταιγισμός, καταιονισμός, κατακλυσμός, ομοβροντία, χαλάζι, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| (ως επίρρ.) Οι σφαίρες έπεφταν ~ (: η μία μετά την άλλη). Κυλούν/τρέχουν τα δάκρυα ~ (πβ. ποτάμι). 3. (μτφ.) μαζική πτώση (από τον ουρανό): ~ διαττόντων. ~ από μετεωρίτες. ~ ζώων (: ως αποτέλεσμα της μεταφοράς τους σε μεγάλα ύψη από θύελλες ή τυφώνες). ● Υποκ.: βροχούλα (η) ● Μεγεθ.: βροχάρα (η) & βρόχα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δάσος βροχής & (σπάν.) βροχερό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. τροπικό δάσος με αειθαλή πλατύφυλλα δέντρα σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Βλ. ζούγκλα. ΣΥΝ. βροχοδάσος [< αγγλ. rain forest, 1903] , τεχνητή βροχή 1. σύστημα άρδευσης από εκτοξευτήρες: πότισμα με ~ ~. Πβ. καταιονισμός. 2. πρόκληση βροχής με ψεκασμό των νεφών, συνήθ. με ξηρό πάγο και ιωδιούχο άργυρο σε περιπτώσεις έντονης ξηρασίας. [< αγγλ. artificial rain] , όξινη βροχή βλ. όξινος, ποτιστική βροχή βλ. ποτιστικός ● ΦΡ.: ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται βλ. βρέχω, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μτγν. βροχή, γαλλ. pluie, αγγλ. rain]

ανεμοβρόχι

ανεμοβρόχι [ἀνεμοβρόχι] α-νε-μο-βρό-χι ουσ. (ουδ.) & ανεμόβροχο (λαϊκό-λογοτ.): ισχυρός άνεμος σε συνδυασμό με βροχή: δυνατό ~. Πβ. δρολάπι. [< μεσν. ανεμοβρόχιν]

βιογεωγραφία

βιογεωγραφία βι-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή φυτών και ζώων στη Γη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βλ. βιοκλιματολογία, ζωο-, φυτο-γεωγραφία. [< γαλλ. biogéographie, 1907, αγγλ. biogeography]

βιοκλιματολογία

βιοκλιματολογία βι-ο-κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τις επιδράσεις του κλίματος στους ζωντανούς οργανισμούς. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. bioclimatologie, 1960, αγγλ. bioclimatology, 1922]

βιομάζα

βιομάζα βι-ο-μά-ζα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων της φυτικής, ζωικής, δασικής, αστικής και βιομηχανικής παραγωγής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοκαύσιμο: αεριοποίηση/πυρόλυση ~ας. Σύστημα θέρμανσης με ~. 2. ΒΙΟΛ. η μάζα ενός ζωντανού οργανισμού ή του συνόλου των έμβιων όντων μιας βιοκοινότητας σε δεδομένη μονάδα επιφάνειας. [< αγγλ. biomass, 1931, γαλλ. biomasse, 1966]

βορράς

βορράς [βορρᾶς] βορ-ράς ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Β, συντομ. Β.) 1. σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται στην κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου: αληθής/γεωγραφικός/μαγνητικός (: η ένδειξη της βελόνας της πυξίδας) ~. Οδικός άξονας ~ά-Νότου. (Προς τα) πού βρίσκεται/είναι/πέφτει ο ~; Βλ. απόκλιση, ισημερ-, μεσημβρ-ινός, προσανατολισμός.|| Εισβολή από/(λόγ.) εκ ~ά. Κατευθύνομαι/στρέφω το βλέμμα μου στον ~ά. Το παράθυρο βλέπει/κοιτάζει προς τον ~ά. To πλοίο κινείται προς ~ά (= βόρεια). 2. το βόρειο τμήμα της υδρογείου, μιας ηπείρου, χώρας ή γενικότ. τόπου: στον αρκτικό ~ά. Ο αμερικανικός/ιταλικός ~. Οι λαοί του ~ά. Ο βιομηχανικός ~. 3. ΜΕΤΕΩΡ. βοριάς, τραμουντάνα. Βλ. μεσο~. [< αρχ. βορρᾶς]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

ζούγκλα

ζούγκλα ζού-γκλα ουσ. (θηλ.) 1. τροπικό, βροχερό δάσος με αδιαπέραστη και πλούσια βλάστηση. Βλ. παρθένο δάσος. 2. (μτφ.) χώρος ή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αναρχία, καταπάτηση των κανόνων δικαίου, βιαιότητα ή αθέμιτο ανταγωνισμό: η ~ της ασφάλτου. ● ΦΡ.: ο νόμος της ζούγκλας (αρνητ. συνυποδ.) 1. η χρήση αθέμιτων μέσων από κάποιον με σκοπό την επικράτησή του σε χώρο που υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: Σε ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να επικρατεί ~ ~. 2. & το δίκαιο της ζούγκλας: το δίκαιο του ισχυρότερου. Πβ. το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. [< γαλλ. jungle]

θύελλα

θύελλα θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) θυέλλ-ης} 1. ΜΕΤΕΩΡ. καιρικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ανέμους υψηλής έντασης και βροχή: (κυριολ. κ. μτφ.) Έρχεται/πλησιάζει/προβλέπεται/προμηνύεται ~. Η ~ άρχισε να εξασθενεί/να κοπάζει. Η ~ πέρασε/προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στις καλλιέργειες. Πβ. μπουρίνι. Βλ. χιονο~. ΣΥΝ. ανεμοθύελλα 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται με ορμή και σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα· αναταραχή, αναστάτωση: (+ γεν.) ~ δηλώσεων/δημοσιευμάτων/συζητήσεων/χειροκροτημάτων. Το νέο νομοσχέδιο ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ αντιδράσεων/διαμαρτυριών. Πβ. λαίλαπα, ορυμαγδός, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| Ξέσπασε πολιτική ~. Πβ. τρικυμία, φουρτούνα. ΣΥΝ. καταιγίδα (2) ΑΝΤ. νηνεμία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο θυέλλης: ΜΕΤΕΩΡ. έκτακτο μετεωρολογικό δελτίο το οποίο ενημερώνει για επερχόμενη θύελλα., φανός θυέλλης: λάμπα θυέλλης. ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος [< 1: αρχ. θύελλα]

λιθόσφαιρα

λιθόσφαιρα λι-θό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. το άκαμπτο, εξωτερικό, στερεό περίβλημα της Γης, πάχους ογδόντα ως εκατόν πενήντα περ. χιλιομέτρων, που αποτελείται από τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα: ηπειρωτική/ωκεανική ~. Βλ. ασθενόσφαιρα, τεκτονικός. [< γερμ. Lithosphäre, γαλλ. lithosphère, 1907, αγγλ. lithosphere]

όξινος

όξινος, η, ο [ὄξινος] ό-ξι-νος επίθ. 1. ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα οξέα, που περιέχει πολλά οξέα: ~ος: χαρακτήρας (διαλύματος). ~η: φωσφατάση. ~ο: άλας/ανθρακικό αμμώνιο/φωσφορικό ασβέστιο/θειικό κάλιο/θειώδες νάτριο. Βλ. αλκαλικός.|| ~ος: μανδύας επιδερμίδας. ~η: δράση προϊόντος. ~ο: έδαφος/καθαριστικό (: με διάλυμα οξέος για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών)/νερό/περιβάλλον/(γαστρικό) υγρό. ~ες: ιδιότητες/ουσίες/συνθήκες. ~α: αέρια/απόβλητα. 2. (για τροφές) ξινός: ~ος: καρπός/καφές/χυμός (βλ. λεμόνι). ~α: φρούτα (π.χ. πορτοκάλι, γκρέιπ φρουτ, μανταρίνι).|| ~η: γεύση/οσμή. Βλ. στυφός. ● ΣΥΜΠΛ.: όξινη βροχή: ΟΙΚΟΛ. φαινόμενο κατά το οποίο ποσότητες κυρ. θειικού και νιτρικού οξέος, που απελευθερώνονται κατά την καύση φυσικών καυσίμων, φτάνουν στο έδαφος με τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη, το χαλάζι, προκαλώντας καταστρεπτικές συνέπειες στη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και σε κτίρια και μνημεία. [< αγγλ. acid rain, 1845] , όξινη απορροή (μεταλλείων) βλ. απορροή, όξινο τρυγικό κάλιο βλ. τρυγικός [< μτγν. ὄξινος]

ποτιστικός

ποτιστικός, ή, ό πο-τι-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ξερικός 1. που σχετίζεται με το πότισμα: ~ό: μηχάνημα.|| (ως ουσ.) Ρύθμισε το ~ό (ενν. σύστημα άρδευσης).|| ~ό: νερό (= κατάλληλο για πότισμα). Βλ. πόσιμος. 2. (για φυτό ή γεωργικό προϊόν) που χρειάζεται νερό για να ευδοκιμήσει: ~ά: λαχανικά. ΑΝΤ. άνυδρος (3) 3. (για γεωργική συνήθ. έκταση) που αρδεύεται, ποτίζεται: ~ά: στρέμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: ποτιστική βροχή: η σιγανή και διαρκής βροχή που απορροφάται βαθιά από το έδαφος και είναι ιδανική για το πότισμα καλλιεργειών. [< μεσν. ποτιστικός]

χορεύω

χορεύω χο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρ-εψα, -έψει, χορεύ-οντας} 1. εκτελώ μόνος ή μαζί με ένα ή περισσότερα πρόσωπα συγκεκριμένες ρυθμικές κινήσεις ή βήματα, ακολουθώντας τον ρυθμό μουσικής ή τραγουδιού: ~ σε γάμους/γιορτές/κλαμπ. ~ πάνω στο τραπέζι/προκλητικά/στην πίστα. ~ με κάποιον. ~ και τραγουδώ. Δεν ξέρω/μου αρέσει να ~. ~ουν γύρω από τη φωτιά/κυκλικά/ντουέτο. Το ζευγάρι ~εψε μέχρι το πρωί. Της ζήτησε να ~έψουν. ~ετε, παρακαλώ;|| ~ λάτιν/τσιφτετέλι. ~ουν βαλς/καλαματιανό/μπλουζ/τανγκό. Χορός που ~εται αντικριστά/από άνδρες/από γυναίκες/αργά.|| ~εψε τη νύφη (= ~εψε μαζί της). 2. κουνώ ρυθμικά: ~εψε το μωρό στα γόνατά/πόδια του (= το ταχτάρισε). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) εκτελώ κινήσεις κυκλικές ή απότομες, χωρίς ρυθμό ή σταθερότητα: (λογοτ.) Οι νιφάδες/τα κύματα ~ουν.|| Τα πάντα άρχισαν να ~ουν (= γυρίζουν) μπροστά του (βλ. ζαλίζομαι).|| Η γη ~ει (: σείεται λόγω δυνατού σεισμού). ● ΣΥΜΠΛ.: ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας ● ΦΡ.: μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα: όσο δεν φέρεις την ευθύνη άλλων ατόμων, μπορείς να κάνεις ό,τι θες., χόρευε στη βροχή/στη λάσπη (μτφ.): (για ποδοσφαιριστή ή αθλητή) είχε εξαιρετική επίδοση παρά τον βρεγμένο ή λασπωμένο αγωνιστικό χώρο., χορεύει (πάνω) στις πλάτες: εξυπηρετεί τα συμφέροντά του σε βάρος κάποιου: ~ουν ~ του κοσμάκη/των ανέργων., αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει βλ. αρκούδι, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν βλ. λαλεί, χορεύω (κάποιον) στο ταψί/κάνω (κάποιον) να χορέψει στο ταψί βλ. ταψί [< 1: αρχ. χορεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.