άθληση [ἄθληση] ά-θλη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} 1. ενασχόληση με τον αθλητισμό, με ένα ή περισσότερα αθλήματα, γυμναστική: αεροβική/ομαδική/σχολική/σωματική/τακτική ~. ~ για όλους/στην ύπαιθρο/στη φύση. ~ και αναψυχή/υγεία/ψυχαγωγία. Ιατρική (= αθλητιατρική)/κέντρα/χώροι ~ης. Η καθημερινή ~ συμβάλλει στη μακροζωία. Πβ. εκγύμναση, γύμνασμα. 2. (μτφ.-λόγ.) επίπονη διανοητική και ψυχική κυρ. προσπάθεια ή δοκιμασία για την επίτευξη ορισμένου στόχου: ηθική ~. Η επιστημονική έρευνα/καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια συνεχής πνευματική ~. [< μτγν. ἄθλησις]
ακροβατικός, ή, ό [ἀκροβατικός] α-κρο-βα-τι-κός επίθ.: (κυριολ. κ. μτφ.) που σχετίζεται με την ακροβασία ή/και τον ακροβάτη: ~ός: θίασος. ~ή: βουτιά/επίδειξη/παράσταση/ποδηλασία/πτήση (: επικίνδυνοι ελιγμοί με αεροπλάνο). ~ό: θέαμα/σμήνος/σόου. ~ές: ασκήσεις/φιγούρες. ~ά: κόλπα/νούμερα.|| (μτφ.) ~ή: πολιτική. ~οί: συλλογισμοί. ● Ουσ.: ακροβατικά (τα): η ακροβασία και γενικότ. κάθε παράτολμη ή επικίνδυνη ενέργεια που γίνεται για εντυπωσιασμό ή επίδειξη: εναέρια/εντυπωσιακά/περίτεχνα ~. Έκανε/εκτελούσε με επιδεξιότητα ~ ακριβείας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακροβατική γυμναστική: ΑΘΛ. ομαδικό μη ολυμπιακό άθλημα της γυμναστικής, το οποίο περιλαμβάνει ακροβατικές ασκήσεις (ασκήσεις ισορροπίας ή/και πετάγματα στον αέρα) που εκτελούνται με τη συνοδεία μουσικής. [< γαλλ. gymnastique acrobatique] [< μτγν. ἀκροβατικός 'για ανυψωτικό μηχάνημα', γαλλ. acrobatique, αγγλ. acrobatic]
αλφάδι [ἀλφάδι] αλ-φά-δι ουσ. (ουδ.) {αλφαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο για τον έλεγχο της οριζοντιότητας ή καθετότητας ενός επιπέδου ή μιας ευθείας: μαγνητικό ~. Ηλεκτρονικό ~ με λέιζερ. ~ με φυσαλίδα. ~ αλουμινίου/μαραγκού. ~ αυτόματης ισοστάθμισης. Βλ. νήμα της στάθμης. ΣΥΝ. αεροστάθμη, στάθμη (4) 2. (μτφ., ως επίθ.) απόλυτα ευθύς, ίσιος: χωρίστρα ~. Ο δρόμος είναι ~.|| (αργκό) ~ ο τύπος (= ειλικρινής, ντόμπρος). (ως επίρρ.) Τα είπε όλα ~ (: στα ίσια). ● ΣΥΜΠΛ.: χέρι/πόδι αλφάδι & χέρι/πόδι-αλφάδι (προφ.-μτφ.): ΑΘΛ. (για μπασκετμπολίστα ή ποδοσφαιριστή αντίστοιχα) που σουτάρει με μεγάλη ευστοχία και ακρίβεια: Έχει ~ ~. Με ~ ~ σκόραρε εναντίον της ... [< μεσν. αλφάδιον]
άρση [ἄρση] άρ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-επίσ.) παύση της ισχύος, ακύρωση, κατάργηση: μερική/ολική ~ (των κυρώσεων). Οριστική/προσωρινή ~ (των μέτρων). ~ της απαγόρευσης/της απόφασης/του ασύλου/του βέτο/του εμπάργκο/των εμποδίων (πβ. υπέρβαση)/του περιορισμού. Συζήτηση για την ~ της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Πβ. ανάκληση, διακοπή. 2. (λόγ.) ανύψωση. 3. ΜΟΥΣ. -ΦΙΛΟΛ. το ασθενές τμήμα κατά τη ρυθμική ανάγνωση μουσικού κομματιού· η άτονη συλλαβή του μετρικού ποδός. ΑΝΤ. θέση (11) ● ΣΥΜΠΛ.: άρση βαρών: ΑΘΛ. ολυμπιακό άθλημα κατά το οποίο οι αθλητές καλούνται να σηκώσουν μια σιδερένια μπάρα με μεταλλικούς δίσκους ποικίλου βάρους προσαρμοσμένους στα άκρα της· άσκηση για την εκγύμναση αθλητών ή αθλουμένων. Βλ. αρασέ, ζετέ.|| Δυναμική ~ ~ (: των Ειδικών Ολυμπιακών Αγώνων). ~ ~ σε πάγκο (: των Παραολυμπιακών Αγώνων). [< αγγλ. weight lifting] , άρση (του) απορρήτου βλ. απόρρητο [< 1,2: αρχ. ἄρσις, γαλλ. levée 3: levé]
άτοπο [ἄτοπο] ά-το-πο ουσ. (ουδ.) 1. (λόγ.) παράλογος ή ανάρμοστος λόγος ή πράξη, ατόπημα: Παραδέχτηκαν το ~ της ενέργειάς τους. Πβ. ατοπία. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) οτιδήποτε εμπεριέχει λογική αντίφαση ή αντιτίθεται σε κάτι αληθές: το ~ ενός επιχειρήματος/μιας θεωρίας. ● ΦΡ.: εις άτοπο(ν) απαγωγή (λόγ.) & απαγωγή σε άτοπο: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. λογική μέθοδος που αποδεικνύει την αλήθεια μιας πρότασης, δείχνοντας ότι η αντίθετή της οδηγεί σε λογική αντίφαση ή εσφαλμένο συμπέρασμα: απόδειξη με την ~ ~. [< γαλλ. démonstration par l'absurde] [< αρχ. ἄτοπον]
γαλβανόμετρο γαλ-βα-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ανίχνευσης και μέτρησης ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων και τάσεων. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. galvanomètre]
-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.
εκπαίδευση [ἐκπαίδευση] εκ-παί-δευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΑΙΔΑΓ. συστηματική, οργανωμένη και χρονικά καθορισμένη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων, αξιών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, η οποία υλοποιείται από την Πολιτεία ή άλλους φορείς: γλωσσική/δημόσια (δωρεάν)/δίγλωσση/ελληνόγλωσση/ιδιωτική/συμπεριληπτική/φροντιστηριακή (πβ. παραπαιδεία) ~. Εγκύκλια ~. Υποχρεωτική (: νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο) και μη υποχρεωτική (: λύκειο) ~. Ανώτατη (: ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή) και ανώτερη (: τεχνολογική) ~. (Προ)σχολική ~. Προ-/μετα-πτυχιακή ~. Κοινωνιολογία της ~ης. Σύμβουλος ~ης (= σχολικός σύμβουλος). Οι νέες τεχνολογίες στην ~. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ~ης. Πβ. παιδεία. Βλ. μετ~, συν~, τηλ~. 2. (κατ' επέκτ.) κατάρτιση: επαγγελματική ~. Συνεχής ~ (προσωπικού/υπαλλήλων). Βλ. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε., αυτο~, (εξ)ειδίκευση, επιμόρφωση. 3. άσκηση: αθλητική ~. Λαμβάνω θεωρητική (πχ. ως υποψήφιος οδηγός)/ταχύρυθμη (βλ. σεμινάριο) ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Βασική ~ (: στα ΚΕΝ). ~ στα όπλα.|| ~ σκύλων (= εκγύμναση). Βλ. προ~. 4. αγωγή, γαλούχηση, διαπαιδαγώγηση: ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/την υγεία. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη εκπαίδευση/μάθηση & (σπάν.) ανεπίσημη εκπαίδευση/μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που πραγματοποιείται μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες και την προσωπική αναζήτηση του ατόμου. [< αγγλ. informal education/learning] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση: το Γυμνάσιο και το Λύκειο, η βαθμίδα της εκπαίδευσης μεταξύ της πρωτοβάθμιας και της τριτοβάθμιας: δημόσια/ιδιωτική ~ ~., διά βίου μάθηση/εκπαίδευση: που συντελείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής και καλύπτει όλα τα είδη και επίπεδα της τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Βλ. Λαϊκό Πανεπιστήμιο, συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση. [< αγγλ. lifelong learning, 1930, lifelong education] , εκπαίδευση ενηλίκων: κάθε οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία το ενήλικο άτομο αναπτύσσει τις ικανότητές του, εμπλουτίζει τις γνώσεις του, βελτιώνει τα προσόντα του, με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ενεργό συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη: άτυπη ~ ~. Γενική γραμματεία ~ης ~ (ακρ. ΓΓΕΕ). ~ ~ μεταναστών στην ελληνική γλώσσα. Η ~ ~ συμβάλλει στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Πβ. συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Βλ. σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. [< αγγλ. adult education, 1814] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση & διδασκαλία/μάθηση/σπουδές εξ αποστάσεως/από απόσταση: που γίνεται χωρίς φυσική παρουσία στον ίδιο χώρο διδασκόντων και διδασκομένων και βασίζεται στην επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, όπως το διαδίκτυο. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, τηλεκατάρτιση. ΣΥΝ. τηλεκπαίδευση, τηλεμάθηση [< αγγλ. distance education, distance learning, 1972] , επίσημη/τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που παρέχεται μέσα από ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα σπουδών και εκτείνεται σε τρεις βαθμίδες. Βλ. πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια εκπαίδευση. [< αγγλ. formal education] , ηλεκτρονική εκπαίδευση: σύγχρονη μέθοδος εκμάθησης από απόσταση που βασίζεται σε ηλεκτρονικά μέσα: (α)σύγχρονη ~ ~. ~ ~ των ατόμων με ειδικές ανάγκες/των εργαζομένων στη χρήση των νεώτερων τεχνολογιών (πβ. τηλε-κατάρτιση, -µάθηση). Μοντέλο/περιβάλλον/πλατφόρμα/πρόγραμμα/σύστημα/υπηρεσίες ~ής ~ης. ~ ~ και χρήση πολυμέσων. Πβ. τηλεκπαίδευση. Βλ. κινητή μάθηση. [< αγγλ electronic/e- learning, e-education] , μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη και παρέχει συμπληρωματικές γνώσεις και δεξιότητες. Βλ. περιβαλλοντική εκπαίδευση. [< αγγλ. non-formal education] , πρωτοβάθμια εκπαίδευση & στοιχειώδης: το Δημοτικό Σχολείο., συνεχιζόμενη εκπαίδευση: επιμορφωτικά προγράμματα, που απευθύνονται κυρ. σε επαγγελματίες, για τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο του ενδιαφέροντός τους: ~ ~ και κατάρτιση (ακρ. ΣΕΚ). ~ ~ και διά βίου μάθηση. Πβ. εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. continuing education, 1927, further education, 1937] , τριτοβάθμια εκπαίδευση: η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση: εισαγωγή στην ~ ~. Βλ. ΑΕΙ, ΤΕΙ., ανοιχτή εκπαίδευση βλ. ανοιχτός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση, βασική εκπαίδευση βλ. βασικός, διαπολιτισμική εκπαίδευση βλ. διαπολιτισμικός, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, περιβαλλοντική εκπαίδευση βλ. περιβαλλοντικός, τεχνική εκπαίδευση βλ. τεχνικός [< γαλλ. éducation, αγγλ. education]
ενόργανος, η, ο [ἐνόργανος] ε-νόρ-γα-νος επίθ. 1. που γίνεται με ειδικά όργανα. 2. ΒΙΟΛ.-ΧΗΜ. οργανικός: ~ή: ύλη (ΑΝΤ. ανόργανη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενόργανη (γυμναστική): ΑΘΛ. άθλημα που εκτελείται με όργανα γυμναστικής: ~ ~ ανδρών (βλ. ασκήσεις εδάφους, πλάγιος ίππος, κρίκοι, άλμα ίππου, μονόζυγο, δίζυγο)/γυναικών (βλ. ασύμμετροι ζυγοί, δοκός). Χρυσός Ολυμπιονίκης στην ~ ~. Βλ. ρυθμική γυμναστική. ΑΝΤ. ανόργανος (5), ενόργανη ανάλυση: ΧΗΜ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση δειγμάτων με χρήση χημικών οργάνων., ενόργανη μουσική: ΜΟΥΣ. που συντίθεται μόνο για μουσικά όργανα και όχι για φωνές. ΣΥΝ. οργανική/ορχηστρική μουσική. ΑΝΤ. φωνητική μουσική. [< γαλλ. instrumental]
επαναστατικός, ή, ό [ἐπαναστατικός] ε-πα-να-στα-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την επανάσταση: ~ός: αγώνας/στρατός. ~ή: βία/δράση/κυβέρνηση/οργάνωση/σκέψη. ~ό: κίνημα/συμβούλιο. ~οί: πυρήνες. ~ές: Αρχές. ~ά: συνθήματα/τραγούδια. Βλ. αντ~, μετ~, προ~.|| ~ά: στοιχεία (= ανυπότακτοι, απείθαρχοι, ατίθασοι). 2. πρωτοποριακός, νεωτεριστικός, ριζοσπαστικός: ~ός: θεσμός/τρόπος (ζωής). ~ή: έρευνα/θεωρία/μέθοδος (θεραπείας). ~ό: μηχάνημα/προϊόν. ~ές: αλλαγές/ιδέες. ~ά: μυαλά/ρεύματα. Πβ. ανατρεπτικός, ρηξικέλευθος. ● επίρρ.: επαναστατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επαναστατική γυμναστική (ειρων.): χαρακτηρισμός της τάσης συνδικαλιστικών οργανώσεων, συνήθ. αριστερών, να οργανώνουν συγκεντρώσεις, πορείες, απεργίες χωρίς σοβαρό -όπως πιστεύεται από μερικούς- λόγο. [< μεσν. επαναστατικός, γαλλ. révolutionnaire]
ηλεκτροκαρδιογράφημα [ἠλεκτροκαρδιογράφημα] η-λε-κτρο-καρ-δι-ο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.) (συντομ. ΗΚΓ): ΙΑΤΡ. καρδιογράφημα. [< γαλλ. électrocardiogramme, 1916, αγγλ. electrocardiogram, 1904]
καλλιέργεια καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) {καλλιεργει-ών} 1. σύνολο αγροτικών εργασιών που αποσκοπούν στην προετοιμασία του εδάφους για σπορά και, μετά το φύτρωμα των φυτών, στη σωστή ανάπτυξή τους, με σκοπό την καλύτερη δυνατή συγκομιδή: (μέθοδοι/τεχνικές ~ας:) αρδευόμενη (/ποτιστική)/ξηρή (/ξερική) ~. Εκτατική/ενδιάμεση/εντατική/μηχανική (βλ. εκμηχάνιση)/συμβατική ~. Δευτερεύουσες/κύριες ~ες. Εναλλασσόμενες (= αμειψισπορά· βλ. αγρανάπαυση)/μόνιμες ~ες. Βλ. μονο~, πολυ~, συγ~.|| ~ του αγρού/της γης/του κήπου.|| Υπαίθρια ~ ή ~ σε θερμοκήπιο (βλ. υπό κάλυψη). Η ~ της ελιάς (= ελαιο~). ~ βαμβακιού (= βαμβακο~)/λαχανικών/μανιταριών/μεταλλαγμένων (πβ. παραγωγή). Βλ. -καλλιέργεια. 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη ορισμένης πνευματικής ή συναισθηματικής ιδιότητας ή κατάστασης: αισθητική/γλωσσική/ψυχική ~ (βλ. αυτο~). ~ του γούστου/της κρίσης/της μνήμης/του νου/της φαντασίας. ~ των γραμμάτων/της μουσικής/των τεχνών (πβ. ενασχόληση, εντρύφηση, επίδοση).|| ~ προτύπων.|| ~ (κλίματος) μίσους/φόβου (βλ. συντήρηση, υπόθαλψη). 3. {χωρ. πληθ.} (κατ' επέκτ.) παιδεία, μόρφωση: άνθρωπος με/χωρίς ~ (= καλλιεργημένος/ακαλλιέργητος). 4. εκτροφή: ~ μυδιών/πέστροφας/στρειδιών (= οστρεο~). Βλ. ιχθυο~, υδατο~.|| ~ μαργαριταριών. 5. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός βιολογικού υλικού (μικροοργανισμών, κυττάρων, ιστών) πάνω σε ειδικό θρεπτικό υλικό, για επιστημονικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: (ως έρευνα:) ~ βακτηριδίων/ιών/μυκήτων.|| (ως εξέταση:) Αρνητική/θετική ~. ~ αίματος/κολπικού υγρού/κοπράνων/ούρων (= ουρο~)/πτυέλων. Βλ. ανα~, ιστο~, κυτταρο~. ● καλλιέργειες (οι): εκτάσεις στις οποίες καλλιεργούνται φυτά και συνεκδ. τα ίδια τα φυτά: αγροτικές (= αγρο~)/γενετικά τροποποιημένες/γεωργικές/δασικές/εμπορικές/θερμοκηπιακές ~. ~ οπωροφόρων (= οπωρο~, οπωρώνες). Άρδευση ~ών. Η παγωνιά έκαψε τις ~. Πβ. περιβόλι, φυτεία, χωράφι. Βλ. λίπασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσική καλλιέργεια: ΓΕΩΠ. γεωργική μέθοδος στην οποία δεν χρησιμοποιούνται λιπάσματα και φυτοφάρμακα και δεν γίνεται κατεργασία της γης. [< αγγλ. natural farming] , βιολογική/οικολογική/οργανική γεωργία/καλλιέργεια βλ. γεωργία, ενεργειακά φυτά/ενεργειακές καλλιέργειες βλ. φυτό [< 1: μεσν. καλλιέργεια 2-5: γαλλ. culture]
κωλοτούμπα κω-λο-τού-μπα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. τούμπα που γίνεται με τα χέρια στο έδαφος και με σκύψιμο του σώματος και του κεφαλιού. ΣΥΝ. κυβίστηση 2. (μτφ.) ενέργεια ή δήλωση αναίρεσης προηγούμενης θέσης, άποψης ή στάσης (ως ένδειξη ασυνέπειας): πολιτικές ~ες. Βλ. αναποδογύρισμα.
παθητικός, ή, ό πα-θη-τι-κός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν συμμετέχει ενεργά, δεν αντιδρά, δεν αντιστέκεται· (για συμπεριφορά) που φανερώνει υποχωρητικότητα ή/και αδράνεια: ~ός: ακροατής/αναγνώστης/δέκτης (της πραγματικότητας)/θεατής/παρατηρητής. ~οί: καταναλωτές/πολίτες. Πβ. αδρανής. ΑΝΤ. δραστήριος.|| ~ή: αντιμετώπιση/αποδοχή (της κατάστασης)/πολιτική (μη παρέμβασης)/στάση/συμμετοχή. (ΑΘΛ.) ~ό: παιχνίδι (: αμυντικό). ΑΝΤ. αντιδραστικός (1), ενεργητικός (1), ενεργός (1) 2. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την παθητική φωνή ή την παθητική διάθεση: ~ός: αόριστος/μέλλοντας/παρακείμενος. ~ή: μετοχή/σύνταξη. ~οί: ρηματικοί τύποι. Βλ. μεσο~. ΑΝΤ. ενεργητικός (4) 3. (επιστ.) που επηρεάζεται ή προκαλείται από εξωτερικό παράγοντα, που αποτελεί τον αποδέκτη μιας ενέργειας ή/και δεν διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε διαδικασία: (ΙΑΤΡ.) ~ή: ανοσία ή ανοσοποίηση (: με τη χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων)/συμφόρηση ή υπεραιμία. Βλ. νευρο~, συμ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: δορυφόρος (: δεν φέρει ενεργούς πομπούς). ~ή: κεραία (= δέκτης). ~ό: σύστημα (θέρμανσης/ψύξης)/κύκλωμα/φίλτρο (: για προστασία από απότομες αλλαγές τάσης).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: λεξιλόγιο (: το σύνολο των λέξεων που γνωρίζει και κατανοεί κάποιος, αλλά δεν χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ομιλία). ~οί: αρθρωτές (δόντια, ουρανίσκος).|| ~ά: μέτρα (π.χ. κοινωνικής προστασίας, όπως επίδομα ανεργίας). Βλ. τηλε~. ΑΝΤ. ενεργητικός (1) 4. ΟΙΚΟΝ. ελλειμματικός: ~ό: εμπορικό ισοζύγιο. Πβ. χρεωστικός. ΑΝΤ. ενεργητικός (2), πιστωτικός, πλεονασματικός (1) 5. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. (για μέταλλο) ανθεκτικό στη διάβρωση, ως αποτέλεσμα παθητικοποίησης. 6. που χαρακτηρίζεται από πάθος: ~ό: τάνγκο/φιλί. Πβ. παθιάρικος, παθιασμένος. ● επίρρ.: παθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: παθητικά ηλιακά συστήματα: ΤΕΧΝΟΛ. κατάλληλα σχεδιασμένα και συνδυασμένα δομικά στοιχεία κτιρίου, που αξιοποιούν την ηλιακή ενέργεια για θέρμανση, δροσισμό και φωτισμό με φυσικό τρόπο: βιοκλιματική αρχιτεκτονική και ~ ~. Βλ. ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα, θερμομόνωση., παθητικά στοιχεία: ΗΛΕΚΤΡ. στοιχεία ηλεκτρικού κυκλώματος που καταναλώνουν, αλλά δεν παράγουν ενέργεια. Βλ. αντιστάτης, δίοδος, πηνίο, πυκνωτής, συσσωρευτής. ΑΝΤ. ενεργητικά στοιχεία [< αγγλ. passive elements, 1965] , παθητική γυμναστική: ΓΥΜΝ. που γίνεται χωρίς συμβατική άσκηση, με τη μέθοδο της ηλεκτροθεραπείας ή θερμοθεραπείας: μηχανήματα/όργανα ~ής ~ής (βλ. ηλεκτροδιεγέρτης, πλατφόρμα δόνησης). [< αγγλ. passive exercise] , παθητική διάθεση: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία ρημάτων που δηλώνουν ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι (π.χ. "διανέμεται", "πουλιέται"). Βλ. ενεργητική, μέση, ουδέτερη διάθεση., παθητική δωροδοκία: ΝΟΜ. δωροληψία., παθητική φωνή: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία στην οποία ανήκουν όλα τα ρήματα με κατάληξη -μαι στο α' ενικό πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα (π.χ. ντύνομαι, χτυπιέμαι). Βλ. ενεργητική φωνή., παθητικός (ομοφυλόφιλος): που έχει τον ρόλο της γυναίκας στο ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ ανδρών. ΑΝΤ. ενεργητικός (ομοφυλόφιλος) [< γαλλ. homosexuel passif, αγγλ. passive homosexual, 1916] , παθητική αεράμυνα βλ. αεράμυνα, παθητική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, παθητική ευθανασία βλ. ευθανασία, παθητική κίνηση βλ. κίνηση, παθητική μάθηση βλ. μάθηση, παθητική μεταφορά βλ. μεταφορά, παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια βλ. πυροπροστασία, παθητική/ενεργητική αντίσταση βλ. αντίσταση, παθητικό κάπνισμα βλ. κάπνισμα, παθητικός καπνιστής βλ. καπνιστής, καπνίστρια [< αρχ. παθητικός ‘που υφίσταται κάτι, υποφέρει’, γαλλ. passif, αγγλ. passive 2: μτγν. ~ 6: γαλλ. pathétique]
πεδίο πε-δί-ο ουσ. (ουδ.) 1. χώρος, περιοχή όπου αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αναρριχητικό/στρατιωτικό ~. Το ~ της μάχης (πβ. μέτωπο).|| (ΦΥΣ.) Βαρυτικό/δυναμικό/ηλεκτρικό/ηλεκτροστατικό/(ηλεκτρο)μαγνητικό ~. Κβαντική Θεωρία ~ου.|| (ΓΕΩΦ.) Γεωθερμικό ~.|| (ΜΑΘ.) Διακριτό/διανυσματικό/τανυστικό ~. Το ~ ορισμού μιας συνάρτησης.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξιλογικό/σημασιολογικό ~ (: ομάδα σημασιολογικά συγγενών λέξεων). 2. τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας: γεωπολιτικό/ιατρικό ~. Κατάταξη Σχολών σε επιστημονικά ~α (: 1ο: ανθρωπιστικές, νομικές και κοινωνικές επιστήμες. 2ο: θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. 3ο: επιστήμες υγείας και ζωής. 4ο: επιστήμες της εκπαίδευσης. 5ο: επιστήμες Οικονομίας και πληροφορική). Εξελίξεις στο διπλωματικό ~. Γνωστικά (= κλάδοι· π.χ. φυσική, ιστορία, μαθηματικά)/θεματικά ~α (= κατηγορίες). Έχει (ένα) ευρύ/περιορισμένο ~ (= σφαίρα) ενδιαφερόντων. Θέματα που καλύπτουν (ένα) τεράστιο ~ (= φάσμα) έρευνας/εφαρμογής. 3. ΠΛΗΡΟΦ. οριοθετημένο τμήμα πίνακα ή σελίδας όπου γίνεται εγγραφή στοιχείων: εισαγωγή/προσθήκη νέου ~ου. Προαιρετικά/υποχρεωτικά (συνήθ. με αστερίσκο) ~α (: ως προς τη συμπλήρωσή τους). Αυτόματη ενημέρωση ~ων. Στο ~ "Όνομα" γράφετε το επώνυμό σας. Βλ. κελί, στήλη. 4. (σπάν.-λόγ.) πεδιάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: έρευνα/μελέτη πεδίου: ΣΤΑΤΙΣΤ. που διεξάγεται σε φυσικό περιβάλλον, υπό πραγματικές συνθήκες και με προσωπικές συνεντεύξεις (σε αντιδιαστολή με την έρευνα που γίνεται στα εργαστήρια): ~ ~ με ερωτηματολόγιο., οπτικό πεδίο: ΟΠΤ. το εύρος του χώρου το οποίο μπορεί να δει κάποιος με γυμνό μάτι ή με οπτικό όργανο και το οποίο υπολογίζεται σε μοίρες: περιορισμένο ~ ~. Το ~ ~ κάμερας/τηλεσκοπίου/φακού.|| (προφ.) Μην μπαίνεις μπροστά, γιατί μου κλείνεις/περιορίζεις το ~ ~ (= δεν μπορώ να δω). [< γαλλ. champ visuel] , πεδίο ασκήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή όπου ασκούνται ή εκπαιδεύονται στρατιωτικές μονάδες., πεδίο βολής: ΣΤΡΑΤ. αυστηρά οριοθετημένη περιοχή στην οποία εκτελούνται βολές. [< γαλλ. champ de tir] , πεδίο δοκιμών: περιοχή κατάλληλη για τη διεξαγωγή δοκιμών, πειραμάτων, για παρατήρηση ή άσκηση: ~ ~ νέων όπλων/τεχνολογιών., πεδίο δράσης: τομέας, χώρος δραστηριοποίησης: Επεκτείνεται συνέχεια το ~ ~ του. [< γαλλ. champ d'action] , πεδίο μάχης: χώρος όπου εκτυλίσσονται συγκρούσεις ή έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ (ομάδων) ατόμων: Το κέντρο της πόλης θύμιζε ~ ~. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ~ ~ κατά τη διάρκεια της πορείας. Πβ. ρινγκ. [< γαλλ. champ de bataille] , βάθος πεδίου βλ. βάθος, δυναμικό πεδίο βλ. δυναμικός, ηλεκτρικό πεδίο βλ. ηλεκτρικός, Ηλύσια Πεδία βλ. ηλύσιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< 1,2: γαλλ. champ 3: αγγλ. field, 1946, 4: αρχ. πεδίον]
προσομοίωση προ-σο-μοί-ω-ση ουσ. (θηλ.): αναπαραγωγή των πραγματικών συνθηκών ενός φαινομένου ή μιας διαδικασίας για ερευνητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς, συνήθ. με ειδικό λογισμικό: ~ ατυχήματος (πβ. κρας τεστ)/πτήσης. Μοντέλο/παιχνίδια ~ης. ~ώσεις πειραμάτων φυσικής. Αριθμητικές ~ώσεις κλιματικών/μετεωρολογικών παραμέτρων. Πβ. εξομοίωση. Βλ. μοντελοποίηση, τηλεπαρουσία. ● ΣΥΜΠΛ.: άσκηση προσομοίωσης: που συντελεί σε προετοιμασία για την αντιμετώπιση μιας πραγματικής κατάστασης με ρεαλιστική αναπαράσταση των στοιχείων της: γραπτές/εργαστηριακές/προφορικές ~ήσεις ~. Στρατιωτικές ~ήσεις ~ επιθέσεων. ~ ~ αστροναυτών. Βλ. εικονική πραγματικότητα. || ΟΙΚΟΝ.: ~ ~ ακραίων καταστάσεων. [< αγγλ. stress test(ing)] [< γαλλ.-αγγλ. simulation]
ρυθμικός, ή, ό [ῥυθμικός] ρυθ-μι-κός επίθ.: που γίνεται ή εκτελείται με ρυθμό, που διακρίνεται από αυτόν: ~ός: βηματισμός/χτύπος. ~ή: αναπνοή/άσκηση/κίνηση/κολύμβηση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ός: χορός. ~ή: ανάγνωση/αξία/δομή/κιθάρα/μουσική. ~ό: κομμάτι/τραγούδι. ~ές: συνθέσεις. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. άρρυθμος ● επίρρ.: ρυθμικά ● ΣΥΜΠΛ.: ρυθμική (γυμναστική): ΑΘΛ. γυναικείο άθλημα, ατομικό και ομαδικό, στο οποίο οι αθλήτριες εκτελούν το πρόγραμμά τους με συνοδεία μουσικής, χρησιμοποιώντας σχοινάκι, στεφάνι, μπάλα, κορύνες ή κορδέλα. Βλ. ανσάμπλ, ενόργανη (γυμναστική). [< γαλλ. gymnastique rythmique, αγγλ. rhytmic gymnastics, 1912] , ρυθμική αγωγή: ΜΟΥΣ. τέμπο. [< αρχ. ῥυθμικός, γαλλ. rythmique, αγγλ. rhythmic(al)]
σουηδικός, ή, ό σου-η-δι-κός επίθ. & (προφ.) σουηδέζικος, η, ο: που σχετίζεται με τη Σουηδία ή/και τους Σουηδούς: ~ή: κορώνα (: το εθνικό νόμισμα). ● Ουσ.: Σουηδικά & (προφ.) Σουηδέζικα (τα) & (επίσ.) Σουηδική (η): η σουηδική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: σουηδική γυμναστική: ΓΥΜΝ. είδος γυμναστικής με ελαφριές ασκήσεις εδάφους και ορθής στάσης, με χρήση ελάχιστου εξοπλισμού. [< γαλλ. gymnastique suédoise] , σουηδικό μασάζ: θεραπευτικό μασάζ που βασίζεται κυρ. στις μαλάξεις των μυών από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος στους μυς και στις αρθρώσεις. Βλ. ρεφλεξολογία, σιάτσου.
στεφάνη στε-φά-νη ουσ. (θηλ.) 1. δακτύλιος που περιβάλλει κάτι: μεταλλική ~. ~ του βαρελιού (πβ. τσέρκι)/του κέρματος/του τροχού. ΣΥΝ. στεφάνι (5) 2. ΙΑΤΡ. ακίνητη προσθετική αποκατάσταση του δοντιού, η οποία το καλύπτει εξ ολοκλήρου και μόνιμα: τεχνητή ~. Πβ. θήκη, κορόνα. Βλ. γέφυρα. 3. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) το μεταλλικό, στρογγυλό τμήμα του καλαθιού: Η μπάλα βρήκε στη ~. 4. ΒΟΤ. το σύστημα των πετάλων του άνθους: κάλυκας και ~. Βλ. περιάνθιο. 5. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινός δακτύλιος γύρω από ουράνιο σώμα, κυρ. η ζώνη που παραμένει ορατή γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη κατά την ολική έκλειψη: ηλιακή ~. Πβ. άλως, στέμμα. [< 1,2,3,5: μτγν. στεφάνη, γαλλ. couronne 4: γαλλ. corolle]
χημεία χη-μεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. (κ. με κεφαλ. Χ) επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες, τη σύνθεση και την ατομική και μοριακή δομή της ύλης, καθώς και τις μεταβολές που υφίσταται· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ατμοσφαιρική/βιοναλυτική/βιολογική (= βιο~)/βιομηχανική/γενική/γεωργική/δομική/εγκληματολογική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/θεωρητική/κλινική/πυρηνική/συνθετική/υπολογιστική/φαρμακευτική ~. ~ εδάφους/μετάλλων/περιβάλλοντος (= περιβαλλοντική ~)/πολυμερών/υλικών/φυσικών προϊόντων. ~ του αίματος/της ατμόσφαιρας. Βλ. αγρο~, ανοσοϊστο~, ανοσο~, γεω~, ηλεκτρο~, θερμο~, ιστο~, κβαντο~, κυτταρο~, μικρο~, νευρο~, πετρο~, ραδιο~, στερεο~, φαρμακο~, φυσικο~, φωτο~, θετικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες.|| Χρώματα οικολογικά ή ήπιας ~ας (= χημικής σύστασης). 2. (μτφ.) έλξη ή συμπάθεια μεταξύ δύο προσώπων, ταύτιση, ταίριασμα των χαρακτήρων τους: ερωτική/σεξουαλική ~. Δεν υπάρχει ~ (μεταξύ τους)/δεν έχουν ~ (= δεν κολλούν, δεν ταιριάζουν). ● χημείες (οι) (αργκό) 1. χημικά σκευάσματα, αναβολικά· ναρκωτικά: Παίρνει ~. 2. μάγια, μαγικά. Βλ. αλχημεία. ● ΣΥΜΠΛ.: ανόργανη χημεία & (λόγ.) ανόργανος χημεία: κλάδος που μελετά τη σύσταση, δομή, ταξινόμηση και ονοματολογία των ανόργανων ενώσεων., ιατρική χημεία: κλάδος με αντικείμενό του την εφαρμογή των γνώσεων της χημείας στους επιστημονικούς τομείς που σχετίζονται με την ιατρική (φυσιολογία, φαρμακολογία)., οργανική χημεία: κλάδος που μελετά τη σύσταση, δομή, ταξινόμηση και ονοματολογία των οργανικών ενώσεων: πειραματική ~ ~., Αναλυτική Χημεία βλ. αναλυτικός, κβαντική χημεία βλ. κβαντικός, πράσινη χημεία βλ. πράσινος, χημεία τροφίμων βλ. τρόφιμα [< μτγν. χυμεία 'τέχνη της ένωσης των μετάλλων' < αρχ. χυμός, μεσν. χημεία, γαλλ. chimie, αγγλ. chemistry]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ