Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 81 εγγραφές  [0-20]


  • βατόμουρο βα-τό-μου-ρο ουσ. (ουδ.): ο μικρός, εδώδιμος, σκουρόχρωμος σφαιρικός καρπός της βατομουριάς: άγριο/μαύρο ~. Λικέρ/μαρμελάδα/σορμπέ/χυμός ~ου. Κόκκινο ~ (= σμέουρο, φραμπουάζ). Βλ. μούρο. ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό βατόμουρο: ΚΙΝΗΜ. ετήσιο βραβείο που απονέμεται στους συντελεστές των χειρότερων κινηματογραφικών ταινιών: ~ ηθοποιίας/σεναρίου/σκηνοθεσίας. Βλ. αντιβραβείο. ΣΥΝ. αντι-όσκαρ [< αμερικ. Golden Raspberry (award), 1981]
  • βινιέτα βι-νιέ-τα & βι-νι-έ-τα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό, διαφημιστικό ή άλλου είδους σχέδιο, σε έντυπο ή ιστοσελίδα· (ειδικότ. στα κόμικς) καρέ μέσα στο οποίο σχεδιάζεται ένα σκίτσο· (κυρ. παλαιότ.) σχεδίασμα στην πρώτη σελίδα ή στο τέλος των κεφαλαίων ενός βιβλίου ή περίγραμμα σελίδων. Βλ. σκιαγράφηση. 2. σύντομο πεζογράφημα τριών έως πέντε σελίδων· (κυρ. ΚΙΝΗΜ.) καθεμία από τις φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες που αποτελούν ένα φιλμ: Επτά ξεκαρδιστικές ~ες συνθέτουν την τελευταία του ταινία. Πβ. στιγμιότυπο. 3. μικρό αυτοκόλλητο που επικολλάται συνήθ. σε αντικείμενο ή προϊόν με νομική ισχύ: ~ες διοδίων. Πβ. ένσημα. Βλ. -έτα. [< γαλλ. vignette]
  • βουβός , ή, ό βου-βός επίθ./ουσ. & (σπάν.-λόγ.) βωβός 1. (για πρόσ.) που δεν μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει: ~ εκ γενετής (= μουγγός). Κουφός και ~ (= κωφάλαλος).|| Έστεκε ~ (= αμίλητος, άφωνος) κι ακίνητος. Έμεινε ~ (= άλαλος) από την έκπληξη/τον πόνο/τον φόβο. 2. (μτφ.) που δεν ακούγεται, δεν εκδηλώνεται έντονα ή γίνεται σιωπηλά: ~ός: αναστεναγμός/θρήνος/πόνος/σπαραγμός. ~ή: αγανάκτηση/συγκατάθεση/χαρά. ~ό: κλάμα (= άηχο)/παράπονο.|| ~ό ποτάμι. Το ~ό δράμα των προσφύγων.|| ~ός: πόλεμος. ~ή: διαμαρτυρία/επανάσταση. Πβ. σιωπηρός. ΑΝΤ. ηχηρός. ● επίρρ.: βουβά ● ΣΥΜΠΛ.: βουβό πρόσωπο 1. ήρωας του οποίου ο ρόλος απαιτεί να μη μιλά σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο. Βλ. κομπάρσος. 2. (μτφ.) που δεν εκφράζεται, δεν αντιδρά: Δεν μπορούμε να μένουμε ~ά ~α, όταν παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα. Πβ. αμέτοχος, απαθής. [< γαλλ. personnage muet] , βουβός/βωβός κινηματογράφος & βουβές ταινίες: ΚΙΝΗΜ. το σύνολο των φιλμ (ιδ. στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.) στα οποία η εικόνα δεν συνοδεύεται από ήχο. Βλ. ομιλών κινηματογράφος. [< γαλλ. cinéma muet, αγγλ. silent cinema, 1914] [< μεσν. βουβός]
  • γκρο πλαν ουσ. (ουδ.) {συνήθ. άκλ.} & γκροπλάν: ΚΙΝΗΜ. κοντινό πλάνο (ως τεχνική λήψης): πρόσωπο σε ~ ~. Κάνω/τραβάω ~ πλάνα (: εστιάζω). Βλ. ζουμ, πανοραμική λήψη. [< γαλλ. gros plan]
  • γουέστερν γου-έ-στερν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΚΙΝΗΜ. είδος αμερικανικής ταινίας με θέμα τη ζωή των Ευρωπαίων αποίκων στην Άγρια Δύση και τις μάχες με τους Ινδιάνους για την επικράτηση στα εδάφη της (19ος-αρχές του 20ού αι.)· καουμπόικη ταινία. κλασικά ~. ΣΥΝ. καουμπόικο ● ΣΥΜΠΛ.: σπαγγέτι γουέστερν (παλαιότ.): γουέστερν ιταλικής παραγωγής. [< αγγλ. spaghetti western, 1967] [< αμερικ. western, 1912, γαλλ. ~, 1919]
  • γραμμικός , ή, ό γραμ-μι-κός επίθ. 1. που αποτελείται από γραμμές ή έχει μορφή γραμμής: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ή: διακόσμηση/παράσταση/σύνθεση. ~ό: στοιχείο. ~ά: κοσμήματα/μοτίβα/σχήματα. 2. (μτφ.) που αναπτύσσεται ευθύγραμμα, σε ακολουθία, διαδοχή: ~ός: χρόνος. ~ή: ανάγνωση/αντίληψη (για την ιστορία)/διαδικασία/εξέλιξη/μορφή/πλοκή/πορεία/σκέψη/σχέση (βλ. μητρο~, πατρο~). Πβ. σειριακός. Βλ. διακλαδωτός, πολυεπίπεδος. || (ΚΙΝΗΜ.) ~ό μοντάζ (: που γίνεται πλάνο προς πλάνο, από την αρχή προς το τέλος). 3. (επιστ.) που έχει μορφή ή διάταξη ευθείας γραμμής: (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ., που αναφέρεται σε ανάλογη μεταβολή μεγεθών, παραμέτρων:) ~ός: κινητήρας/ταλαντωτής. ~ή: ανίχνευση (θερμοκρασίας)/πυκνότητα/ταχύτητα. ~ό: κύκλωμα/φάσμα/φορτίο. (Μη) ~ές: ιδιότητες/ταλαντώσεις. (Μη) ~ά: κύματα/φαινόμενα. Βλ. μονο~.|| (ΜΑΘ., που μπορεί να αναπαρασταθεί με ευθεία γραφική παράσταση:) ~ός: μετασχηματισμός/συνδυασμός (διανυσμάτων)/χώρος. ~ή: ανάλυση/απεικόνιση/διάταξη/εξάρτηση (διανυσμάτων)/συνάρτηση. ~ό: μοντέλο/πρόβλημα/σύστημα/υπόδειγμα. ~οί: περιορισμοί. ~ές: εξισώσεις (: α' βαθμού). ● επίρρ.: γραμμικά: Η ιστορία δεν εξελίσσεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική (γραφή) Α: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε κυρ. στη μινωική Κρήτη (περ. 1750 - 1450 π.Χ.). [< αγγλ. Linear A, 1948] , γραμμική (γραφή) Β: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε στη μυκηναϊκή Eλλάδα (περ. 1450 - 1200 π.Χ.) και αποδίδει την ελληνική γλώσσα: πινακίδες με/σε ~ ~. Η αποκρυπτογράφηση της ~ής ~ής Β έγινε από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952. [< αγγλ. Linear Β, 1950] , γραμμική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. παραδοσιακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο γίνεται παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και απόρριψη σκουπιδιών χωρίς καμιά πρόνοια για το περιβάλλον. ΑΝΤ. κυκλική οικονομία., γραμμικό σχέδιο: που δημιουργείται με κανόνα και διαβήτη. Βλ. ελεύθερο σχέδιο., γραμμικός προγραμματισμός: ΜΑΘ. μέθοδος επίλυσης πρακτικών προβλημάτων (π.χ. κατανομή πόρων) με γραμμικές εξισώσεις, των οποίων οι μεταβλητές υπόκεινται σε περιορισμούς: ακέραιος ~ ~. ~ ~ και αριστοποίηση (σε δίκτυα)/βελτιστοποίηση/μοντελοποίηση. Βλ. παραμετρικός. [< αγγλ. linear programming, 1949] , γραμμική άλγεβρα βλ. άλγεβρα, γραμμική αφήγηση βλ. αφήγηση, γραμμικός επιταχυντής βλ. επιταχυντής, γραμμωτός/γραμμικός κώδικας βλ. γραμμωτός [< μτγν. γραμμικός, γαλλ. linéaire, αγγλ. linear]Σ
  • γωνία γω-νί-α ουσ. (θηλ.) {γωνι-ών} 1. ΓΕΩΜ. το σημείο τομής μεταξύ δύο ευθειών ή επιπέδων και το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα: δίεδρη/εξωτερική/επίπεδη/κεντρική/λοξή/πολύεδρη/στερεά/σφαιρική ~. Προσκείμενες ~ες. ~ βάσης/κατεύθυνσης (: μεταξύ δεδομένης ευθείας και άξονα αναφοράς). Διχοτόμηση ~ας. Βλ. ακμή.|| (ΦΥΣ.) Μεταβαλλόμενη/σταθερή ~. ~ ανάκλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της ανακλώμενης ακτίνας και μιας κάθετης γραμμής)/διάθλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της διαθλώμενης ακτίνας και της κανονικής)/πρόσπτωσης. ~ ανύψωσης (: μεταξύ των γραμμών του βλέμματος και του ορίζοντα, για αντικείμενα που βρίσκονται πάνω από αυτόν)/βύθισης (: για αντικείμενα κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα). ~ απόκλισης (: που σχηματίζουν οι ευθείες που συνδέουν το κέντρο αναφοράς με το κέντρο του δέκτη και με αυτό της πηγής φωτισμού)/έγκλισης. ~ ακτινοβολίας/αναφοράς/ανόδου (αεροσκάφους)/εκπομπής/εκτόξευσης/εκτροπής/θέασης/καθόδου/τριβής. 2. εσοχή ή εξοχή που διαμορφώνουν δύο τεμνόμενες ευθείες, επιφάνειες (ιδ. οδοί, τοίχοι, πλευρές αντικειμένου): Θα σε περιμένω/ραντεβού στη ~. Εμφανίστηκε/φάνηκε από τη ~. Στρίψε στη ~ (πβ. στροφή). Το κατάστημα είναι (στη) ~ (των οδών) ... και ... (πβ. συμβολή). Mένω δύο ~ες πιο κάτω (βλ. οικοδομικό τετράγωνο). Βλ. οπισθο~.|| Βάλε το κομοδίνο στη ~ (του δωματίου). Βλ. άκρη.|| (ΑΘΛ.) ~ του γηπέδου (= κόρνερ)/του τέρματος.|| Στρογγυλή ~ επίπλου. Η αριστερή/δεξιά/κάτω/πάνω ~ της οθόνης. Οι καναπέδες σχηματίζουν ~. Χτύπησα στη ~ του τραπεζιού. Προστατευτικά ~ών.|| ~ γλυκού/πίτας/ψωμιού (: το ακριανό κομμάτι).|| Πρόσωπο με ~ες (= γωνιώδες).|| (σημείο από το οποίο παρατηρεί κάποιος κάτι:) Από ποια ~ τράβηξες το πλάνο; (ΚΙΝΗΜ.-ΦΩΤΟΓΡ.) ~ λήψης (βλ. οπτικό πεδίο). 3. όργανο χάραξης ορθών γωνιών· κατ' επέκτ. κάθε γωνιώδες εξάρτημα, αξεσουάρ ή τούβλο για το αντίστοιχο σημείο του τοίχου: μεταβλητή ~. Πβ. ταυ.|| ~ στερέωσης/στήριξης/σύνδεσης (βλ. τακάκια, τάκος). Προστατευτικές ~ες (π.χ. από τσόχα). Βλ. σιδηρο~.|| ~ες βιβλίων. Πβ. βιβλιοστάτης. ΣΥΝ. τρίγωνο (5) ● ΣΥΜΠΛ.: εκτός/εντός εναλλάξ γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται, όταν δύο ευθείες α, β τέμνονται από τρίτη γ και βρίσκονται εκτός των α, β (εκτός) ή μεταξύ τους (εντός), σε διαφορετικό όμως ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους., εντός, εκτός και επί τα αυτά (γωνίες) 1. ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται όταν δύο ευθείες α και β τέμνονται από τρίτη γ και η μία βρίσκεται μεταξύ των α και β (εντός), η άλλη εκτός αυτών και οι δύο στο ίδιο ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες, μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους. 2. (μτφ.) μέσα και έξω, στο εσωτερικό και το εξωτερικό: ~ ~ της χώρας., κατά κορυφήν γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μίας αποτελούν προεκτάσεις των πλευρών της άλλης., οπτική γωνία: τρόπος θεώρησης ενός ζητήματος: Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ~. Αποκλίνουσες/διαφορετικές ~ές (~ες). Αλλαγή ~ής ~ας. Υπό ορισμένη/συγκεκριμένη ~ ~. Kοιτάζω/παρουσιάζω/προσεγγίζω το θέμα (κάτω/μέσα) από άλλη/νέα ~ ~. Εξαρτάται από την ~ ~ που βλέπεις τα πράγματα. Όλα είναι ζήτημα ~ής ~ας. Πβ. πλευρά, πρίσμα, σκοπιά. [< γαλλ. point de vue] , αμβλεία γωνία βλ. αμβλύς, διαδοχικές γωνίες βλ. διαδοχικός, ευθεία γωνία βλ. ευθύς, εφεξής γωνίες βλ. εφεξής, ημίτονο γωνίας βλ. ημίτονο, κλειστή γωνία βλ. κλειστός, κορυφή γωνίας βλ. κορυφή, νεκρή γωνία βλ. νεκρός, οξεία γωνία βλ. οξύς, ορθή γωνία βλ. ορθός, παραλλακτική γωνία βλ. παραλλακτικός, παραπληρωματικές γωνίες βλ. παραπληρωματικός, συμπληρωματικές γωνίες βλ. συμπληρωματικός, ωριαία γωνία βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον παραμερίζω, τον περιθωριοποιώ. Πβ. παραγκωνίζω., περιμένω κάποιον στη γωνία/στροφή (μτφ.-προφ.): περιμένω την ευκαιρία να τον ξεμπροστιάσω, να εξηγηθώ μαζί του ή να τον βλάψω. Πβ. του την έχω στήσει/στημένη. [< γαλλ. attendre quelqu'un au tournant] , πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι (ειρων.): έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο., στριμώχνω κάποιον στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον φέρνω σε δύσκολη θέση: Τον στρίμωξε ~ ~ και δεν μπόρεσε να πει κουβέντα., υπό γωνία: από/σε σημείο που να σχηματίζει γωνία: εξέταση/θέαση/λήψη/προβολή ~ ~ (πβ. λοξά). [< αρχ. γωνία, γαλλ.-αγγλ. angle]
  • διανομέας δι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]
  • διανομή δι-α-νο-μή ουσ. (θηλ.): διαχωρισμός συνόλου σε μέρη και παράδοσή τους σε έναν αριθμό ατόμων, συνήθ. δικαιούχων, μοίρασμα· κατ' επέκτ. παράδοση, παροχή σε διάφορους αποδέκτες ή στο ευρύτερο κοινό: δωρεάν/ελεύθερη/ψηφιακή ~. ~ εισιτηρίων/εντύπων (= διάθεση, διακίνηση)/καυσίμων/κερδών/κληρονομιάς/λογισμικού/τροφίμων (σε καταυλισμό)/Τύπου (: εφημερίδων και περιοδικών)/φαγητού (πβ. ντελίβερι)/φαρμάκων. Δίκτυο ~ής ηλεκτρικής ενέργειας. ~ κατ' οίκον. ~ ρόλων (πβ. κάστινγκ). Κέντρο/πρακτορείο ~ής. Ζητούνται άτομα για ~ές διαφημιστικού υλικού.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Σύστημα ~ής αέρα (κλιματιστικού).|| (ΚΙΝΗΜ.) Εταιρεία ~ής ταινιών σε κινηματογράφους.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ εισοδήματος και πλούτου (: ο τρόπος κατανομής τους μεταξύ των κοινωνικών ομάδων ενός κράτους ή μεταξύ των κρατών). ~ μερίσματος ... ευρώ ανά μετοχή. Κανάλι ~ής (: μηχανισμός ή σύστημα πώλησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών απευθείας ή μέσω εμπόρων, καταστημάτων, πωλητών). Πβ. επι-, κατα-μερισμός. Βλ. ανα~, εντυπο~, ταχυ~. [< αρχ. διανομή, γαλλ.-αγγλ. distribution]
  • δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ
  • ζενερίκ ζε-νε-ρίκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΚΙΝΗΜ. το μέρος κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής εκπομπής στο οποίο προβάλλονται ο τίτλος και τα ονόματα των ηθοποιών ή/και των συντελεστών της. ΣΥΝ. τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης (1) [< γαλλ. générique, 1934]
  • ζουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΦΩΤΟΓΡ. σύστημα φακών με τους οποίους επιτυγχάνεται αυξομείωση της εστιακής απόστασης· συνεκδ. ο αντίστοιχος φακός: ισχυρό ~. Ψηφιακή μηχανή με ~. Ενεργοποιείται το ~ της κάμερας. 2. ΚΙΝΗΜ. λήψη σκηνής με τους εν λόγω φακούς: Η ταινία τελειώνει με αργό ~ (: εστίαση, ζουμάρισμα) στο πρόσωπο της ηθοποιού.|| (μτφ.) ~ (: επικέντρωση) στις λεπτομέρειες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. αυξομείωση κατά βούληση του μεγέθους της ψηφιακής εικόνας που προβάλλεται σε οθόνη υπολογιστή: εργαλείο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτικό ζουμ: δυνατότητα φωτογραφικής μηχανής για εστίαση, χωρίς εμφανή αλλοίωση της ποιότητας. ● ΦΡ.: κάνω ζουμ: ζουμάρω. [< 1: αγγλ. zoom lens, 1936, 2,3: αγγλ. zoom, 1948]
  • καδράρισμα κα-δρά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καδράρω: ~ διπλώματος/πορτρέτου (= κορνιζάρισμα).|| (ΦΩΤΟΓΡ.-ΚΙΝΗΜ.) Ακριβές/ευρηματικό/συμμετρικό ~. Πβ. εστίαση, κεντράρισμα. Βλ. -ισμα. [< γαλλ. encadrement, cadrage, 1923]
  • καδράρω κα-δρά-ρω ρ. (μτβ.) {καδράρι-σα, -σμένος, καδράρ-οντας} 1. τοποθετώ σε κάδρο· κορνιζάρω: ~σμένη: φωτογραφία. ~σμένο: πτυχίο. 2. ΦΩΤΟΓΡ.-ΚΙΝΗΜ. ρυθμίζω μια εικόνα, ώστε να βρίσκεται μέσα στα όρια του οπτικού πεδίου του φακού: ~ το θέμα/πλάνο. Πβ. εστιάζω, κεντράρω. [< 1: γαλλ. encadrer 2: γαλλ. cadrer, 1912]
  • κάδρο κά-δρο ουσ. (ουδ.) 1. πίνακας ζωγραφικής· ειδικότ. κορνίζα: Κρεμάω ένα ~ (στον τοίχο).|| Ξύλινα/τετράγωνα ~α. 2. ΦΩΤΟΓΡ. -ΚΙΝΗΜ. η εστιασμένη στον οπτικό φακό εικόνα: πανοραμικό ~. Εκτός/εντός ~ου χώρος. Βλ. ντεκουπάζ. ● Υποκ.: καδράκι (το): σημ.1. ● ΦΡ.: βάζω στο κάδρο (μτφ.): υποδεικνύω κάποιον ως υπεύθυνο, στοχοποιώ: Τα ΜΜΕ βάζουν ~ ~ (του σκανδάλου) τον ... [< 1: μεσν. κάδρον < ιταλ. quadro 2: γαλλ. cadre]
  • καουμπόης κα-ου-μπό-ης ουσ. (αρσ.) {καουμπό-η | -ηδες | σπανιότ. θηλ. καουμπόισσα} & {άκλ.} καουμπόι, κάου-μπόι 1. (στην αμερικανική Δύση) άνδρας που φροντίζει και οδηγεί, συνήθ. έφιππος, αγέλη βοοειδών· (κυρ. ΚΙΝΗΜ.) ο αντίστοιχος ήρωας γουέστερν που συχνά μάχεται εναντίον Ινδιάνων ή παρανόμων: μοναχικός ~ (βλ. καβαλάρης). ΣΥΝ. αγελαδάρης. Βλ. λάσο, πιστολέρο, ροντέο, σερίφης.|| Οι ~ηδες της μεγάλης οθόνης. 2. (μτφ.-ειρων.) παράτολμος, ατίθασος ή/και θρασύς άνδρας: Το παίζει ~. [< αμερικ. cowboy]
  • καουμπόικος , η, ο κα-ου-μπό-ι-κος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον καουμπόη: ~ο: καπέλο/στιλ. ~ες: μπότες/ταινίες. 2. (μτφ.-ειρων.) ατίθασος, επιθετικός, θρασύς: ~η: συμπεριφορά. ● Ουσ.: καουμπόικο (το): ΚΙΝΗΜ. γουέστερν.
  • καρατερίστας, καρατερίστα κα-ρα-τε-ρί-στας ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΚΙΝΗΜ. ηθοποιός που έχει τυποποιηθεί και συνήθ. διακριθεί σε συγκεκριμένους, κυρ. δεύτερους ρόλους: ~ που καθιερώθηκε παίζοντας τον κακό. Πβ. ρολίστας. Βλ. ενζενί, ζεν πρεμιέ, μανιέρα, σουμπρέτα. [< ιταλ. caratterista]
  • καρέ κα-ρέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. τετράδα: ~ νικών/τίτλων. Συμπληρώθηκε το ~ (: μαζεύτηκαν τέσσερα άτομα).|| (σε χαρτοπαίγνια) ~ του δέκα/της ντάμας/του ρήγα. ~ με βαλέδες. ~ για πρέφα. Κάνω ~ (: έχω τέσσερα τραπουλόχαρτα με το ίδιο νούμερο ή συνεχόμενα τραπουλόχαρτα με το ίδιο χρώμα). 2. τετράγωνο· τετράγωνος: (ΖΑΧΑΡ.) ~ σοκολάτας.|| (ως επίθ.) ~ τραπεζομάντιλο. Κέντημα ~.|| Μπλοκ/χαρτί ~ (: με τετραγωνάκια). Βλ. μιλιμετρέ.|| (ως επίρρ.) Ντομάτα/πιπεριά κομμένη ~ (: σε κυβάκια). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καθένα από τα πλαίσια με εικόνες (στο φιλμ) ή με σχέδια (στα κόμικς): κινηματογραφικά ~. Πάγωμα ~. Λήψη τριών ~ ανά δευτερόλεπτο.|| Τα ~ της ιστορίας. ΣΥΝ. βινιέτα. 4. κοντό, σχετικά, κούρεμα με ίσο μήκος μαλλιών. Βλ. καπελάκι. 5. (στο ποδόσφαιρο) ο χώρος της μεγάλης και της μικρής περιοχής γύρω από το τέρμα: Η μπάλα παίζεται στα ~ των γηπεδούχων. 6. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κομμάτι σφαγίου από τη σπονδυλική στήλη ζώου, κομμένο κατάλληλα για μαγείρεμα: ~ αρνιού/μοσχαριού/χοιρινού. Πβ. μπριζόλα, παϊδάκι. Βλ. κόντρα, λαιμός, σπάλα. 7. η περιοχή πάνω από το στήθος· κατ' επέκτ. ντεκολτέ. 8. (σε πλοίο) σάλα που χρησιμεύει ως εντευκτήριο ή εστιατόριο για αξιωματικούς. ● Υποκ.: καρεδάκι (το): στις σημ. 1,2,4. ● ΦΡ.: καρέ του άσου (μτφ.): για επιτυχία σε τέσσερα σημεία: Με ~ ~ άγγιξε την κορυφή η ομάδα., καρέ-καρέ 1. ΚΙΝΗΜ. αναπαραγωγή του φιλμ με σταμάτημα σε καθένα από τα καρέ του: ~ ~ ανάλυση του βίντεο. Φωτογράφιση/ψηφιακή επεξεργασία εικόνας ~ ~. 2. (μτφ.) ανά εικόνα, στιγμιότυπο ή σκηνή· στιγμή προς στιγμή: ~ ~ τα γεγονότα/η επιχείρηση διάσωσης (= λεπτό προς λεπτό). Παρακολουθήστε ~ ~ το χρονικό της ... Είδε τη ζωή να περνάει ~ ~ από μπροστά του. Οι κάμερες κατέγραψαν ~ ~ τη ληστεία., στοπ καρέ βλ. στοπ [< γαλλ. carré]
  • καρτούν καρ-τούν ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} ΚΙΝΗΜ.-ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.: ήρωας κινουμένων σχεδίων ή κόμικς· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη σειρά ή ταινία: αστεία ~. Βλ. Μίκυ Μάους, σούπερμαν.|| Ψηφιακά ~. Χαρακτήρες ~. [< αγγλ. cartoon]

ακμή

ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]

άκρη

άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]

άλγεβρα

άλγεβρα [ἄλγεβρα] άλ-γε-βρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. επιστήμη που μελετά τις μαθηματικές δομές, σχέσεις και ποσότητες και ασχολείται με την επίλυση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων και ιδ. σήμερα με τις αλγεβρικές δομές: αριθμητική/βασική/διανυσματική/στοιχειώδης/υπολογιστική ~. ~ διαίρεσης/μέτρων/ομάδων/πινάκων/συναρτήσεων/συνόλων. Βλ. πολυώνυμο.|| ~ της Λογικής ή του Μπουλ ή Δυαδική ~ (: με μεταβλητές δύο τιμών). 2. (συνεκδ.) σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα που πραγματεύεται θέματα του ομώνυμου κλάδου· το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική άλγεβρα: ΜΑΘ. που μελετά τα διανύσματα, την έννοια του διανυσματικού χώρου, τις γραμμικές απεικονίσεις, καθώς και τα συστήματα γραμμικών εξισώσεων. [< αγγλ. linear algebra] [< μεσν. λατ.-ιταλ. algebra, γαλλ. algèbre]

αλλάζω

αλλάζω [ἀλλάζω] αλ-λά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άλλα-ζε, άλλα-ξε, αλλά-χτηκε κ. -χθηκε, -γμένος, αλλάζ-οντας} 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση, μεταβάλλομαι: ~ άποψη/γνώμη/ιδέα/τους όρους της διαθήκης/το περιεχόμενο (ΣΥΝ. τροποποιώ, πβ. παρ~)/ρυθμούς/συμπεριφορά/το σύστημα/τις τιμές/τρόπο ζωής/χρώμα μαλλιών. Αυτό το κούρεμα σε ~ει (: σε κάνει άλλον άνθρωπο). Μην ~ξεις τίποτα! Η εμπειρία αυτή/ο χρόνος με ~ξε. Η μπάλα/το πλοίο ~ξε πορεία. Το αρχικό κείμενο ~χτηκε (= αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε).|| ~ει η διαδικασία/η διάθεση/ο κανονισμός/το κλίμα/η νοοτροπία. Ο κόσμος δεν ~ει από τη μια στιγμή στην άλλη. ~ουν τα δεδομένα/οι προτιμήσεις/τα σχέδια. ~ αισθητά/απότομα/αυτόματα/γρήγορα/δραματικά/δραστικά/ριζικά. Ο καιρός από αύριο θα ~ξει. Η διατροφή μας/η ζωή σήμερα έχει ~ξει. Δεν έχεις ~ξει καθόλου (ως φιλοφρόνηση σε γνωστά πρόσωπα που συναντά κανείς ύστερα από πολλά χρόνια)! Τι θα ~ζε αν ... Δεν έχει ~ξει τίποτα. Πολλά έχουν ~ξει από τότε. Και τι θα ~ξει; Πβ. διαφοροποιώ, μετα-μορφώνω, -σχηματίζω, -τρέπω, τροποποιώ. 2. αντικαθιστώ, αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο: ~ αριθμό (τηλεφώνου)/αυτοκίνητο (: αγοράζω άλλο)/γραμματοσειρά/(για φίδι ή έντομο) δέρμα/διαβατήριο/διεύθυνση (= μετακομίζω)/δρομολόγιο/τους επιδέσμους (σε πληγή)/έπιπλα/θέση/κανάλι (πβ. ζάπινγκ)/λάδια (σε αυτοκίνητο)/λάμπα (: την καμένη με καινούργια)/λάστιχα/όνομα/πίστη (= θρησκεία, πβ. αλλαξοπιστώ)/σεντόνια/σταθμό (συνήθ. στο ραδιόφωνο)/σχολείο/το τραπεζομάντιλο (= βάζω καθαρό)/τρένο (= επιβιβάζομαι σε άλλο)/υπηκοότητα. ~ξε ταχύτητα. Έχει ~ξει τρία σπίτια και δύο δουλειές. Η εταιρεία ~ξε ιδιοκτήτες.|| Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το ~ξεις (: να επιστρέψεις το προϊόν στο κατάστημα και να πάρεις κάτι άλλο στην ίδια τουλάχιστον τιμή).|| ~ξε η ώρα/ο υπουργός/το ωράριο από θερινό σε χειμερινό/ο χρόνος. Τα σχολικά βιβλία θα ~ξουν. 3. ανταλλάσσω: Θες ν’ ~ξουμε θέσεις/τηλέφωνα;|| (προφ.) Μπορείτε να μου ~ξετε ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ (: να μου κάνετε ψιλά, να μου το χαλάσετε); Θα ~ξω χρήματα στην τράπεζα (: για συνάλλαγμα). ~ξαν πλαστά δολάρια σε/με ευρώ. 4. βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα ή βοηθώ κάποιον να το κάνει: Περίμενε ν’ ~ξω (φόρεμα) και φύγαμε!|| Ο μπαμπάς ~ει το μωρό (: τις λερωμένες πάνες). Ο ασθενής πρέπει να ~χτεί. ● ΦΡ.: αλλάζει πρόσωπο: μεταβάλλεται η δομή, η μορφή του: Η πόλη ~ ~ και εκσυγχρονίζεται. Η ιστοσελίδα ~ξε ~ μετά τον ανασχεδιασμό της., αλλάζει τα λόγια του (αρνητ. συνυποδ.): τροποποιεί, αναιρεί τα όσα είπε, λέει άλλα: Γιατί, άραγε, τώρα ~ ~; Υπόσχεται πράγματα και μετά τα αλλάζει (: δηλώνει το ακριβώς αντίθετο)., αλλάζει τους άντρες/τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: συνάπτει πολύ συχνά εφήμερες ερωτικές σχέσεις., αλλάζει χέρια: περνά σε άλλον ιδιοκτήτη, αποκτά νέο: Η εταιρεία ~ ~. [< αγγλ. change hands] , αλλάζουν οι καιροί: οι καταστάσεις μεταβάλλονται (συχνά προς το αντίθετο): Βρε πώς ~ ~! Εσύ δεν την ήθελες και τώρα τρέχεις από πίσω της;, αλλάζω δρόμο {συνήθ. στον αόρ.} 1. & αλλάζω πεζοδρόμιο: τροποποιώ την πορεία μου, για να αποφύγω κάποιον: Μόλις με είδε, ~ξε ~. 2. (μτφ.) ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση: Όταν είδαν τα σκούρα, ~ξαν ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα (μτφ.): αλλάζω τρόπο σκέψης ή συμπεριφορά, κάνω στροφή στη ζωή μου: Από τη στιγμή που έπιασα δουλειά, η ζωή μου ~ξε πορεία/ρότα. Πρέπει να ~ξεις σελίδα/ζωή και να τον ξεχάσεις., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου): ξεφεύγω από τη ρουτίνα: Πρέπει να φύγω από εδώ, ν' ~ξω ~. Πήγαινε μια βόλτα να ξεσκάσεις και ν' ~ξεις ~., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά (λαϊκό): αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Δεν ~ει τροπάρι. Για ~ξε ~, φτάνει πια αυτή η γκρίνια!, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση: αλλάζω θέμα από αμηχανία, για να βγω από τη δύσκολη θέση: ~σε ~ έξυπνα/τεχνηέντως και δεν απάντησε σ' αυτό που τον ρώτησα., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες: μεταβάλλω τη γνώμη, τη νοοτροπία ή την ιδεολογία κάποιου, τον μεταπείθω: Πήρε την απόφασή του· ό,τι και να κάνεις, δεν του ~εις μυαλά. Αγύριστο κεφάλι, δύσκολα του ~εις ιδέες., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς (παροιμ.): για επιφανειακή και όχι ουσιαστική μεταβολή. Πβ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα (μτφ.): αισθάνθηκε έντονη αμηχανία, θυμό, ζήλια (άσπρισε, κοκκίνισε, κιτρίνισε, πρασίνισε, χλόμιασε): Μόλις του ζήτησα να βγούμε, ~ξε ~., δεν τον/την/το αλλάζω με τίποτα: για κάποιον ή κάτι αναντικατάστατο, πολύτιμο, πολύ χρήσιμο: Την αγάπη του κόσμου δεν την ~ ~., το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα: για επανατοποθέτηση σε ένα θέμα: Θέλεις κι εσύ μερίδιο; Ε, τότε ~ ~. Αν το φτιάξεις μόνος σου, ~ ~., αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα [< μεσν. αλλάζω, αγγλ. change, γαλλ. changer, γερμ. ändern]

αμβλύς

αμβλύς, εία, ύ [ἀμβλύς] αμ-βλύς επίθ. {-είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} (λόγ.) 1. (μτφ.) αδύναμος, άτονος ή εξασθενημένος: ~ύς: πόνος (ΣΥΝ. ήπιος, ΑΝΤ. οξύς). ~εία: όραση (ΑΝΤ. δυνατή). ~ύ: τραύμα. 2. που δεν είναι αιχμηρός, κοφτερός: ~εία: άκρη. ~ύ: εργαλείο (= στομωμένο). ΑΝΤ. μυτερός, οξύς (5) ● ΣΥΜΠΛ.: αμβλεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι μεγαλύτερη από 90° και μικρότερη από 180°. Βλ. οξεία, ορθή γωνία. [< γαλλ. angle curriligne] [< αρχ. ἀμβλύς]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

αντιβραβείο

αντιβραβείο [ἀντιβραβεῖο] α-ντι-βρα-βεί-ο ουσ. (ουδ.): βραβείο που απονέμεται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε κάποιον για τη χειρότερη επίδοση σε ορισμένο τομέα, συνήθ. καλλιτεχνικό. Βλ. αντι-όσκαρ. [< γαλλ. anti-prix]

αντοχή

αντοχή [ἀντοχή] α-ντο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. η ιδιότητα υλικού σώματος να αντιστέκεται στις δυνάμεις που του ασκούνται, χωρίς να μεταβάλλεται μόνιμα: άριστη/εγγυημένη/ελάχιστη/θλιπτική/μέγιστη/μέτρια/μηχανική/περιορισμένη/υψηλή ~. Εξαιρετικής/μεγάλης ~ής. ~ μετάλλου/χρώματος. ~ θραύσης (π.χ. σκυροδέματος). (Δεν) έχει καλή ~ στον αέρα/στις καιρικές συνθήκες/σε κάμψη/στο νερό/στο πλύσιμο/στην υγρασία/στο φως/στη φωτιά/στον χρόνο/στο ψύχος. Πβ. ανθεκτικότητα. Βλ. πυρ~. 2. η ικανότητα οργανισμού, οργάνου, θεσμού να αντιστέκεται στην καταπόνηση και τη φθορά: αυξημένη/βιολογική/καρδιοαναπνευστική/μειωμένη/σωματική ~. ~ στην κόπωση/στον πόνο. Βιολογικά όρια ~ής. || (μτφ.) Ψυχική ~. ~ στις στερήσεις. Ξεπέρασε τα όρια της ~ής μου (πβ. ανοχή). Εξαντλήθηκε η υπομονή και οι ~ές μου.|| Οι ~ές της οικονομίας/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντοχή (των) υλικών: ΜΗΧΑΝ. κλάδος που μελετά την αντοχή των στερεών υπό ένταση, την κατανομή των τάσεων σε αυτά, τις παραμορφώσεις καθώς και τις σχέσεις τάσεων-παραμορφώσεων: πειραματική ~ ~., δρόμος αντοχής: ΑΘΛ. αγώνισμα δρόμου σε αποστάσεις από τρεις χιλιάδες μέτρα και πάνω: ~ ~ πέντε/δέκα χιλιάδων μέτρων. ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. δόλιχος, ημιαντοχή, μαραθώνιος, στιπλ., τεστ αντοχής βλ. τεστ [< πβ. μτγν. ἀντοχή 'προσκόλληση, πρόσφυση', γαλλ. résistance, endurance]

ανώμαλος

ανώμαλος, η, ο [ἀνώμαλος] α-νώ-μα-λος επίθ. ΑΝΤ. ομαλός 1. ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από οργανική βλάβη, διαταραχή: ~ος: κύκλος (ενν. εμμηνορροϊκός)/πολλαπλασιασμός (των κυττάρων). ~η: ανάπτυξη (εμβρύου, ΣΥΝ. αφύσικη. ΑΝΤ. κανονική, φυσιολογική)/αύξηση (λίπους)/κυκλοφορία (αίματος). 2. (μτφ.) που παρεκκλίνει από τον κανόνα, τη νόρμα, το θεωρούμενο φυσιολογικό: ~η: εξέλιξη/κατάσταση (πβ. έκρυθμη, ταραγμένη)/συμπεριφορά. ~ο: μυαλό (πβ. αρρωστημένο, διεστραμμένο). Βλ. ψυχ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~α: ρήματα. 3. που δεν είναι ομαλός, λείος: ~ος: σχηματισμός. ~η: επιφάνεια. ~ο: ανάγλυφο/έδαφος/οδόστρωμα/περίγραμμα/σχήμα (πβ. ακανόνιστο). ΑΝΤ. επίπεδος (1), στρωτός (1) ● Ουσ.: ανώμαλος, ανώμαλη (ο/η): πρόσωπο που παρουσιάζει παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά (π.χ. βιαστής, επιδειξίας, παιδεραστής)· καταχρ. αλλοπρόσαλλος: Πβ. βιτσιόζος, διεστραμμένος.|| (οικ.-προφ.) Καλά ~ είσαι; Πήγες να κολυμπήσεις με τόσο κρύο; ● επίρρ.: ανώμαλα & (λόγ.) ανωμάλως ● ΣΥΜΠΛ.: ανώμαλη προσγείωση ΑΝΤ. ομαλή προσγείωση 1. (μτφ.) απότομη και οδυνηρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας λόγω απροσδόκητης αντιξοότητας: ~ ~ στην πραγματικότητα. 2. (για αεροσκάφος) η οποία οφείλεται συνήθ. σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή σε μηχανική βλάβη. Πβ. αναγκαστική προσγείωση., ανώμαλος δρόμος & (προφ.) ανώμαλος: ΑΘΛ. που γίνεται σε ανώμαλο έδαφος, εκτός σταδίου: λαϊκός ~ ~. Σχολικοί αγώνες ~ου ~ου. Βλ. στίβος. [< 1,2: γαλλ. anormal, αγγλ. abnormal 3: αρχ. ἀνώμαλος]

αρτηρία

αρτηρία [ἀρτηρία] αρ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. μεγάλο αγγείο που με τις διακλαδώσεις του μεταφέρει το αίμα από την καρδιά σε όλο το σώμα: βραχιόνια/ηπατική/ιγνυακή/κεντρική/κροταφική/λαγόνια/μασχαλιαία/μηριαία/νεφρική/πνευμονική/υποκλείδια ~. Απόφραξη/στένωση ~ας (: εμβολή, έμφραγμα, ισχαιμία· βλ. μπαλονάκι, μπαϊπάς, στεντ). Βλ. φλέβα.|| (λόγ., με τη σημ. του αγωγού) Τραχεία ~ (= τραχεία).|| (μτφ.) Ενεργειακή ~ (: αγωγός φυσικού αερίου). 2. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αγωγών μέσω των οποίων μεταφέρονται δεδομένα μεταξύ των διαφόρων τμημάτων ενός υπολογιστή ή δικτύου. Βλ. USB. 3. ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική γραμμή σύνδεσης: παθητική ~. ● Υποκ.: αρτηρίδιο (το) (λόγ.): βλ. -ίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: οδική αρτηρία & αρτηρία: κύριος οδικός άξονας, συνήθ. αστικής περιοχής, στον οποίο καταλήγουν με διασταυρώσεις άλλοι μικρότεροι: κομβική/κύρια/πολυσύχναστη/υποθαλάσσια (~) ~. Πολλές ~ές ~ες έχουν αποκλειστεί λόγω κατολισθήσεων. Πβ. αυτοκινητόδρομος, λεωφόρος. [< γαλλ. artère] , ανώνυμη αρτηρία βλ. ανώνυμος, στεφανιαία (αρτηρία) βλ. στεφανιαίος [< 1: αρχ. ἀρτηρία, γαλλ. artère 2,3: αγγλ. bus, artery]

αφήγηση

αφήγηση [ἀφήγηση] α-φή-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΟΤ. απλή ή έντεχνη παρουσίαση ιστορίας με προφορικό ή γραπτό λόγο, εικόνα, κίνηση· διήγηση: προσωπική ~. ~ γεγονότων/παραμυθιού/περιπετειών. Η ~ της ζωής της. Το κόμικ ως εικαστική ~.|| Ιστορική/λογοτεχνική ~. Η οπτική γωνία/τα πρόσωπα/οι τεχνικές (βλ. αφηγηματικός)/ο χρόνος της ~ης. ~ σε πρώτο πρόσωπο. Αναδροµικές ~ήσεις (ή αναδροµές, φλας μπακ). Πρόδροµες ~ήσεις (ή προλήψεις). Με τον διάλογο επιτυγχάνεται ζωντάνια στην ~.|| ~ήσεις μαρτύρων. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική αφήγηση: εξιστόρηση αφηγηματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά. [< αρχ. ἀφήγησις, γαλλ. narration]

βασιλικός

βασιλικός βα-σι-λι-κός ουσ. (αρσ.) {πληθ. -οί (λαϊκό) βασιλικά (τα)}: ΒΟΤ. ποώδες, μονοετές καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ocimum basilicum), με ελλειπτικά, έντονα μυρωδάτα φύλλα και μικρά άσπρα άνθη, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία, την ποτοποιία: πλατύφυλλος/σγουρός ~. Σάλτσα με ντομάτα και ~ό (: με τα ψιλοκομμένα φύλλα του, βλ. πέστο). ● ΦΡ.: βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει (παροιμ.): τα χαρίσματα και η αξία κάποιου δεν χάνονται, όσα βάσανα και δοκιμασίες κι αν περάσει., μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ωφελείται λόγω της σχέσης του με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει μεγαλύτερο κύρος. [< μεσν. βασιλικός, γαλλ. basilic, αγγλ. basil]

γραμμωτός

γραμμωτός, ή, ό γραμ-μω-τός επίθ.: που έχει γραμμώσεις: ~ό: χαρτί.|| (ΒΟΤ.) ~ός: βλαστός. ~ά: φύλλα. Πβ. ραβδ-, ριγ-ωτός. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμωτός/γραμμικός κώδικας & ραβδωτός κώδικας: ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη κάθετων γραμμών των οποίων το πάχος και οι μεταξύ τους αποστάσεις αντιστοιχούν σε έναν αριθμητικό κώδικα δεκατριών ψηφίων που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρονική αναγνώριση προϊόντος: ~ ~ στα βιβλία (= ISBN). Αναγνώστης/ανιχνευτής/σαρωτής ~ού ~α (= σκάνερ). ΣΥΝ. γραμμοκώδικας, ραβδοκώδικας [< αγγλ. barcode, 1963] , σκελετικός/γραμμωτός μυς βλ. μυς

διαδοχικός

διαδοχικός, ή, ό δι-α-δο-χι-κός επίθ. {συνηθέστ. στον πλήθ.} 1. που ανήκει σε μια χρονική κυρ. ακολουθία, σε μια σειρά, αλλεπάλληλος, συνεχόμενος: ~ός: έλεγχος. (ΝΟΜ.) ~ή: ασφάλιση. ~ό: πάτημα (κουμπιού). ~οί: γύροι. ~ές: γενιές/ήττες/κληρώσεις/νίκες/(ΝΟΜ.) συμβάσεις εργασίας (: χωρίς να μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ τους)/συσκέψεις/φάσεις. ~ά: βήματα/πλήγματα/στάδια. ~ές εκρήξεις βομβών. ~ές συναντήσεις έχει από το πρωί ο πρόεδρος. Πβ. αλυσιδωτός, απανωτός, επάλληλος.|| (ΜΑΘ.) ~οί: αριθμοί/όροι. ~ά: σημεία.|| (ΓΕΩΜ.) Δύο ~ές κορυφές ενός πολυγώνου. 2. (σπάν.) που σχετίζεται με τη διαδοχή ή τον διάδοχο: ~ή: βασιλεία. ● επίρρ.: διαδοχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ΣΥΝ. αλληλοδιαδόχως ● ΣΥΜΠΛ.: διαδοχικές γωνίες: ΓΕΩΜ. περισσότερες από δύο γωνίες, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και καθεμιά από αυτές είναι εφεξής γωνία με την προηγούμενη ή την επόμενή της. [< πβ. μεσν. διαδοχικός 'που ανήκει σε φιλοσοφική σχολή', γαλλ. successif]

διάδρομος

διάδρομος δι-ά-δρο-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνηθέστ. λόγ.) -όμου} 1. μακρόστενος χώρος που ενώνει τα δωμάτια ενός οικοδομήματος ή επιτρέπει τη διέλευση και πρόσβαση σε άλλο σημείο (συνήθ. στο εσωτερικό των μέσων μεταφοράς)· συνεκδ. το στενόμακρο χαλί που τον καλύπτει: μακρύς/σκοτεινός/φαρδύς ~. Δαιδαλώδεις ~οι. Ο κεντρικός ~ του κτιρίου. Ο ~ του θεάτρου. Συζητήσεις στους ~όμους της Βουλής/του υπουργείου (: με ανεπίσημο και εμπιστευτικό χαρακτήρα). Ο ~ οδηγεί στα υπνοδωμάτια. Πβ. οφίς. Βλ. -δρομος, χολ.|| (για θέση στο αεροπλάνο:) ~ο ή παράθυρο;|| Έστρωσαν καινούργιο ~ο. 2. πίστα προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών. Βλ. αερο~. 3. (κατ' επέκτ.) μακρόστενη κατασκευή που κατευθύνει και περιορίζει την πορεία κινούμενου συνήθ. εξαρτήματος: ~ καλωδίων. Ο ~ του κουρτινόξυλου. Ράφια με ~όμους. Πβ. σιδηρόδρομος. 4. (μτφ.) στενή γεωγραφική έκταση που διευκολύνει την επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ κρατών ή αποτελεί διέξοδο μιας περιοχής σε μια άλλη: εμπορικός/ενεργειακός/θαλάσσιος ~. Οδικός ~ διασύνδεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις βαλκανικές χώρες. 5. ΑΘΛ. (κυρ. στον στίβο) μία από τις παράλληλες ζώνες όπου κινούνται οι αθλητές ή οι κολυμβητές. Πβ. διαδρομή, κουλουάρ. 6. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αγωγών μέσω των οποίων γίνεται η διακίνηση της πληροφορίας μεταξύ του επεξεργαστή και των περιφερειακών του μονάδων: ~ δεδομένων και μονάδα ελέγχου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπιστικός διάδρομος: συγκεκριμένη διαδρομή σε εμπόλεμη ζώνη που έχει συμφωνηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη για τη διαφυγή του άμαχου πληθυσμού και για τη μεταφορά από ανθρωπιστικές οργανώσεις τροφίμων και φαρμάκων. [< αγγλ. humanitarian corridor] , κυλιόμενος διάδρομος 1. κινούμενος ιμάντας μεταφοράς: ~ ~ αεροδρομίου. ~οι ~οι και σκάλες. 2. ΓΥΜΝ. & διάδρομος: όργανο γυμναστικής με ρυθμιζόμενη ταχύτητα για βάδισμα ή τρέξιμο. [< γαλλ. trottoir roulant, 1900] [< μτγν. διάδρομος ‘πέρασμα’, γαλλ. corridor 2,5: γαλλ. couloir 6: αγγλ. bus, 1930]

διακλαδωτός

διακλαδωτός, ή, ό δι-α-κλα-δω-τός επίθ. (σπάν.): που σχηματίζει διακλαδώσεις: ~ό: σύστημα. Βλ. γραμμικός. ● επίρρ.: διακλαδωτά

ενζενί

ενζενί [ἐνζενί] εν-ζε-νί ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: (στο θέατρο και τον κινηματογράφο) νεαρή ηθοποιός που υποδύεται την αθώα, καλοσυνάτη και αφελή κοπέλα. Βλ. ζεν πρεμιέ, ντίβα. [< γαλλ. ingénue]

επιταχυντής

επιταχυντής [ἐπιταχυντής] ε-πι-τα-χυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. μηχανική διάταξη που επιταχύνει φορτισμένα σωματιδία με χρήση ισχυρών ηλεκτρικών πεδίων για τη μελέτη μικρότερων συστατικών της ύλης και κατ' επέκτ. των φυσικών νόμων: κυκλικός ~ (βλ. κύκλοτρο, σύγχροτρο). ~ αδρονίων/ηλεκτρονίων/ιόντων/πρωτονίων. 2. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης: ~ πήξης/σκλήρυνσης σκυροδέματος. Βλ. καταλύτης. ΑΝΤ. επιβραδυντής (1) 3. ΠΛΗΡΟΦ. επιπρόσθετο υλικό ικανό να προσαρμοστεί σε δεδομένο σύστημα για την αναβάθμισή του: ~ γραφικών (: κάρτα επέκτασης, που επιταχύνει διαδικασίες, όπως τη σχεδίαση γραμμών). 4. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε επισπεύδει μια διαδικασία: Η διαδήλωση λειτούργησε ως ~ των εξελίξεων. 5. ΜΗΧΑΝΟΛ. πεντάλ γκαζιού: ηλεκτρονικός/χειροκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμικός επιταχυντής: ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα που παράγει φωτόνια και ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας για τη θεραπεία όγκων. [< αγγλ. linear accelerator, 1935] [< γαλλ. accélérateur 3: αγγλ. accelerator]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

ευθύς

ευθύς, εία, ύ [εὐθύς] ευ-θύς επίθ. {ευθ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} 1. που ακολουθεί ευθύγραμμη κατεύθυνση, ίσιος: ~ύς: δρόμος. ~εία: γραμμή (ΑΝΤ. καμπύλη, τεθλασμένη)/διαδρομή/πορεία. Σε ~εία (= ίσια) θέση. ΑΝΤ. κυματοειδής, στραβός (1) 2. (μτφ.) άμεσος, ειλικρινής, ντόμπρος: ~εία: αμφισβήτηση/αντιπαράθεση/απάντηση/επίθεση/σύγκρουση. ~ύ: βλέμμα. ΑΝΤ. έμμεσος, πλάγιος.|| (για πρόσ.) Τίμιος και ~ άνθρωπος. ~ στις κρίσεις/παρατηρήσεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: ευθεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 180°., ευθεία ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε ευθύ λόγο: Η ερώτηση "Θα έρθεις αύριο;" είναι μια ~ ~. ΑΝΤ. πλάγια ερώτηση, ευθεία οδός 1. ίσιος δρόμος: οδήγηση σε ~ ~ό. 2. (μτφ.) τρόπος ζωής που ακολουθεί τους ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες., ευθύς λόγος: ΓΛΩΣΣ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου όπως ακριβώς ειπώθηκαν: π.χ. Είπε "θα αργήσω". ΑΝΤ. πλάγιος λόγος ● ΦΡ.: σε ευθεία γραμμή 1. ίσια: αποστάσεις ~ ~. Σώμα που κινείται ~ ~. 2. ΝΟΜ. για πρόσωπα πoυ κατάγovται τo έvα από τo άλλo: συγγένεια εξ αίματος ~ ~. Έvα άτoμo είvαι συγγεvής ~ ~ με τo παιδί ή τo εγγόvι τoυ καθώς και με τov πατέρα ή τη γιαγιά τoυ. Βλ. κατευθείαν γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου 3. (μτφ.) σε πλήρη αντιστοιχία. ● βλ. ευθεία, ευθέως [< αρχ. εὐθύς, γαλλ.-αγγλ. direct]

εφεξής

εφεξής [ἐφεξῆς] ε-φε-ξής επίρρ. (απαιτ. λεξιλόγ.): στο εξής: Μέτρο που θα ισχύσει από 1/1 και ~.|| (στον γραπτό λόγο) Ο Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, ~ "ΣΩΒ" (δηλ. έτσι θα δηλώνεται στη συνέχεια του κειμένου), ... ● ΣΥΜΠΛ.: εφεξής γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και μία κοινή πλευρά, χωρίς κανένα άλλο κοινό σημείο. Βλ. διαδοχικές γωνίες. [< αρχ. ἐφεξῆς]

ζουμ

ζουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΦΩΤΟΓΡ. σύστημα φακών με τους οποίους επιτυγχάνεται αυξομείωση της εστιακής απόστασης· συνεκδ. ο αντίστοιχος φακός: ισχυρό ~. Ψηφιακή μηχανή με ~. Ενεργοποιείται το ~ της κάμερας. 2. ΚΙΝΗΜ. λήψη σκηνής με τους εν λόγω φακούς: Η ταινία τελειώνει με αργό ~ (: εστίαση, ζουμάρισμα) στο πρόσωπο της ηθοποιού.|| (μτφ.) ~ (: επικέντρωση) στις λεπτομέρειες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. αυξομείωση κατά βούληση του μεγέθους της ψηφιακής εικόνας που προβάλλεται σε οθόνη υπολογιστή: εργαλείο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτικό ζουμ: δυνατότητα φωτογραφικής μηχανής για εστίαση, χωρίς εμφανή αλλοίωση της ποιότητας. ● ΦΡ.: κάνω ζουμ: ζουμάρω. [< 1: αγγλ. zoom lens, 1936, 2,3: αγγλ. zoom, 1948]

ημίτονο

ημίτονο [ἡμίτονο] η-μί-το-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνηθέστ. λόγ.) -όνου}: ΜΑΘ. περιοδική τριγωνομετρική συνάρτηση (σύμβ. ημχ, sinx) με σύνολο τιμών από -1 έως 1. Βλ. (συν)εφαπτομένη, συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: ημίτονο γωνίας & ημίτονο: ΓΕΩΜ. (σε ορθογώνιο τρίγωνο) ο λόγος της κάθετης πλευράς, που βρίσκεται απέναντι από αυτή, προς την υποτείνουσα. [< γαλλ. sinus]

θέαμα

θέαμα θέ-α-μα ουσ. (ουδ.) {θεάμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οτιδήποτε παρουσιάζεται μπροστά σε κοινό και έχει συνήθ. καλλιτεχνικό ή ψυχαγωγικό χαρακτήρα· ειδικότ. παράσταση, προβολή, αθλητικός αγώνας ή άλλη εκδήλωση με στοιχεία που προσελκύουν την προσοχή των θεατών και προκαλούν έντονες εντυπώσεις: απολαυστικό/βαρετό/δυνατό/εντυπωσιακό/κακόγουστο/καλό/μοναδικό/παιδικό/πλούσιο/ποιοτικό/σπάνιο/φαντασμαγορικό/φτωχό/ωραίο ~. Υψηλό ~/~ υψηλής αισθητικής. Δημόσια/καλοκαιρινά ~ατα. Βίαια/ρωμαϊκά ~ατα (βλ. αρένα). Γιορτές/δρώμενα και ~ατα. Η ομάδα προσέφερε/υπόσχεται/χάρισε (ένα) ανεπανάληπτο ~.|| Εικαστικό/ζωντανό/θεατρικό/κινηματογραφικό/μουσικό/οπτικό/σκηνικό/σύνθετο/τηλεοπτικό/χορευτικό ~. Υπηρεσίες ~ατος. (Δωρεάν) δελτία ~ατος (: για την είσοδο σε θέατρο, κινηματογράφο, μουσείο). Αίθουσες/εισιτήρια ~άτων. (Δι)οργάνωση/παρακολούθηση ~άτων. Πβ. περφόρμανς, σόου, χάπενινγκ. Βλ. ακρόαμα, πολυ~, υπερ~.|| Οι άνθρωποι/οι αστέρες/οι εταιρείες/ο κόσμος/ο χώρος του ~ατος (= σοουμπίζ). 2. οτιδήποτε βλέπει κάποιος, με αποτέλεσμα να του προκαλούνται συγκεκριμένα συναισθήματα· θέαση: Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού, θα απολαύσετε ένα μαγευτικό ~ (= θέα). Αντίκρισαν/βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αηδιαστικό/αλλόκοτο/απάνθρωπο/απερίγραπτο/αποτρόπαιο/ασύλληπτο/μακάβριο/σκληρό/τρομακτικό/φρικιαστικό ~. Είναι απαράδεκτο/απίστευτο/αστείο/άσχημο/γελοίο/θλιβερό/τραγικό το ~ (= η εικόνα) που παρουσιάζει το ... Σοκαρίστηκε/συγκλονίστηκε από το ~.|| Το ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: θεάματα (του) δρόμου: υπαίθρια δρώμενα: αυτοσχέδια ~ ~. Ακροβάτες/ζογκλέρ/κλόουν/ταχυδακτυλουργοί και ~ ~. ~ ~ με ξυλοπόδαρα, φωτιές και πυροτεχνήματα. Βλ. θέατρο (του) δρόμου. [< αγγλ. street performance] , κοινωνία του θεάματος: τάση που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες να μετατρέπονται τα πάντα σε παράσταση προς τέρψη του τηλεθεατή και η πολιτική πράξη να καταντά θεατρική διαδικασία: ~ ~ και του καταναλωτισμού. Βλ. κοινωνία της γνώσης. [< γαλλ. société du spectacle, 1967] , βιομηχανία του θεάματος βλ. βιομηχανία ● ΦΡ.: άρτος και θεάματα βλ. άρτος, γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< αρχ. θέαμα, γαλλ.-αγγλ. spectacle]

θέατρο

θέατρο θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.) {θεάτρ-ου} 1. είδος θεάματος, όπου οι ηθοποιοί αναπαριστάνουν μια ιστορία, συνήθ. με προκαθορισμένο κείμενο, υποδυόμενοι τα πρόσωπα που δρουν σε αυτή, σε περιορισμένο χώρο και με φυσική παρουσία θεατών: λάτρης/φίλος του ~ου (= θεατρόφιλος). Βραβεία ~ου. Έκανε καριέρα στο ~. Μεγάλα ονόματα /ιερά τέρατα του ~ου και του κινηματογράφου. Κουστούμια/σκηνικά/σκηνοθεσία ~ου. Τεχνικοί ~ου. Γράφει ~ (= είναι θεατρικός συγγραφέας/δραματουργός). Ιστορικός/θεωρητικός του ~ου (πβ. θεατρολόγος). Κριτικός ~ου. Βλ. χορο~. 2. το σύνολο των θεατρικών έργων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: δραματικό/κωμικό ~. Κλασικό/μοντέρνο/(λαϊκό) παραδοσιακό/πειραματικό/πολιτικό/πρωτοποριακό/ρεαλιστικό ~. Επικό ~ (: αφήγηση κοσμοϊστορικών γεγονότων). Ιαπωνικό/ευρωπαϊκό/παγκόσμιο ~. Αρχαίο ελληνικό/επτανησιακό/κρητικό/νεοελληνικό ~ (βλ. δράμα). Σαιξπηρικό ~. Ερασιτεχνικό/παιδικό/σχολικό ~. ~ μαριονετών (πβ. κουκλοθέατρο). Βλ. βαριετέ, επιθεώρηση, κομέντια ντελ άρτε, μιούζικαλ, μπουλβάρ, όπερα, παντομίμα, φάρσα, χορόδραμα. 3. χώρος όπου δίνονται θεατρικές παραστάσεις, ο οποίος συνήθ. είναι στο εσωτερικό κτιρίου και περιλαμβάνει μια υπερυψωμένη κατασκευή, τη σκηνή, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί και σειρές καθισμάτων για τους θεατές· κατ' επέκτ. ο ίδιος ή παρόμοιος χώρος, όπου πραγματοποιούνται άλλες εκδηλώσεις καλλιτεχνικές ή μη: ανοιχτό/θερινό/κλειστό/υπαίθριο ~. Αυλαία/βεστιάριο/γαλαρία/εξώστης/θεωρείο/καμαρίνια/κουίντα/παρασκήνια/πλατεία/φουαγιέ του ~ου.|| Γιορτή/ομιλία στο ~ του σχολείου. Βλ. καφε~, κινηματο~, παλκοσένικο, σανίδι, -τρο. 4. (συνεκδ.) οι θεατές που παρακολουθούν μια παράσταση: Όλο το ~ σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 5. οι άνθρωποι των οποίων η επαγγελματική ενασχόληση έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τις θεατρικές παραστάσεις: Όλο το ~ πενθεί τον θάνατο του δημοφιλούς ηθοποιού (= ο κόσμος του ~ου). Βλ. ενδυματολόγος, θεατράνθρωπος, μακιγιέρ, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ταξιθέτης, υποβολέας. 6. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση και οργάνωση θεατρικών παραστάσεων: To Εθνικό ~ αρχίζει την περιοδεία του/ανεβάζει το αριστούργημα ... Κρατικό ~ Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Δημοτικό Περιφερειακό ~. Ο θίασος/το ρεπερτόριο του ~ου ... Βλ. θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος. 7. υποκριτική ή θεατρολογία: Σπουδάζει ~ στη δραματική σχολή .../στο Πανεπιστήμιο ... 8. (μτφ.-προφ.) προσποιητή, υποκριτική συμπεριφορά: Άσε το ~ (= τους θεατρινισμούς)/πάψε να παίζεις ~ και πες την αλήθεια (βλ. άσε τα σάπια). Τιμωρήθηκε για ~ (: για ποδοσφαιριστή που με θεαματική συνήθ. βουτιά επιχειρεί να κερδίσει πέναλτι ή φάουλ). 9. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. ημικυκλική κατασκευή με κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων στο κέντρο της οποίας εκτείνεται κυκλικά η ορχήστρα, μπροστά από την οποία βρίσκεται η σκηνή: Στο ~ της Επιδαύρου παίζονται κάθε καλοκαίρι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες. Βλ. αμφι~, κοίλο(ν). 10. τόπος όπου συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, συνήθ. στρατιωτικά: ~ (πολεμικών) επιχειρήσεων/μαχών/πολέμου. ● Υποκ.: θεατράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο (του) δρόμου: υπαίθρια, συνήθ. αυτοσχέδια παράσταση. Βλ. θεάματα (του) δρόμου, περφόρμανς, χάπενινγκ. [< αγγλ. street theater, 1959] , λυρικό θέατρο: όπερα., μαύρο θέατρο: που χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οπτικών ψευδαισθήσεων στους θεατές, καθώς χρησιμοποιείται ειδικός φωτισμός κοντά στο υπεριώδες φάσμα και μαύρος σκηνικός χώρος εντός του οποίου κινούνται ηθοποιοί που φορούν κουστούμια ή αξεσουάρ από φθορίζοντα υλικά. [< αγγλ. black theatre] , θέατρο σκιών βλ. σκιά, θέατρο της επινόησης βλ. επινόηση, θέατρο του παραλόγου βλ. παράλογο ● ΦΡ.: βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή (μτφ.): (κυρ. για ηθοποιό) πρωτοεμφανίστηκε σε θεατρική παράσταση. Βλ. ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο, ντεμπούτο, σανίδι., είμαι στο θέατρο: (προφ.) συμμετέχω επαγγελματικά σε θεατρικές παραστάσεις: ~ ~ πολλά χρόνια/από πολύ νέος., γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< 3,4,9: αρχ. θέατρον 1,2,5,6,7,8,10: γαλλ. théâtre, αγγλ. theatre, γερμ. Theater]

ίσιος

ίσιος, ια, ιο [ἴσιος] ί-σιος επίθ. & (προφ.) ίσος 1. που δεν έχει κλίση, δεν σχηματίζει καμπύλες, γωνίες: ~ια: γραμμή (= ευθεία. ΑΝΤ. καμπύλη, λοξή, τεθλασμένη)/επιφάνεια (ΑΝΤ. κοίλη, κυρτή). ~ιο: έδαφος. Πβ. επίπεδος, ομαλός. ΑΝΤ. ανώμαλος.|| ~ια: κοιλιά/μύτη (ΑΝΤ. γαμψή). ~ιο: κορμί (= ευθυτενές). ~ια: δόντια/πόδια. ΑΝΤ. στραβός.|| ~ια: μαλλιά (ΑΝΤ. κατσαρά, σγουρά, σπαστά). Πβ. ολόισιος. 2. (μτφ., για πρόσ.) που έχει αίσθηση του δικαίου, ευθύτητα, ειλικρινή και έντιμη συμπεριφορά απέναντι στους άλλους: ~ιος: άνθρωπος/χαρακτήρας. Πβ. ενάρετος, ηθικός, ντόμπρος.|| (κατ' επέκτ.) ~ια: απάντηση. ΣΥΝ. ευθύς (2) ● επίρρ.: ίσια 1. σε ευθεία γραμμή: Σήκωσέ το ~ πάνω. 2. ίσα: Κοίτα ~ μπροστά σου. Προχωρήστε ~ μπροστά. Πβ. ευθεία. ΑΝΤ. λοξά.|| Στάσου ~ (= σε όρθια στάση).|| Έφυγε ~ (= αμέσως, απευθείας) για το σπίτι. Πβ. κατευθείαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ίσιος δρόμος (μτφ.): σωστός, ηθικός τρόπος ζωής: Παίρνω τον ~ιο ~ο. Βάζω/ξαναφέρνω κάποιον στον ~ιο ~ο. Πβ. ευθεία οδός. Βλ. (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο. ● ΦΡ.: στα ίσ(ι)α βλ. ίσος [< μεσν. ίσιος]

-ισμα

-ισμα (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).

καμήλα

καμήλα κα-μή-λα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γκαμήλα 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο μηρυκαστικό της ερήμου και των άνυδρων στεπών (γένος Camelus), με ψηλά πόδια, μακρύ και καμπυλωτό λαιμό, κρεμαστά χείλη, πυκνό κιτρινο-κόκκινο, καφέ ή σχεδόν μαύρο τρίχωμα και ένα ή δύο λιπώδη εξογκώματα (ύβους) στη ράχη: γάλα ~ας. Η καμπούρα της ~ας. Ύφασμα από τρίχα ~ας (πβ. καμηλό). Βόλτα/σαφάρι με ~ες. Καραβάνι από ~ες. Βλ. βακτριανή, δρομάδα.|| Έχει μνήμη ~ας (= ελέφαντα). ΣΥΝ. κάμηλος 2. (μτφ.-μειωτ.) ψηλή και άχαρη γυναίκα. ● ΦΡ.: ο δρόμος της καμήλας (μτφ.): μέση οδός, συμβιβαστική λύση. [< μεσν. καμήλα, αγγλ. camel, γερμ. kamel, γαλλ. chameau]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κόλαση

κόλαση κό-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. τόπος αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών μετά τον θάνατό τους: ~ και παράδεισος. Τα βασανιστήρια/οι δαίμονες/οι δυνάμεις/τα καζάνια/οι φλόγες/οι φωτιές της ~ης. Θα πας στην ~. Ο Διάβολος και η ~. Βλ. Άδης, Τάρταρα. ΑΝΤ. παράδεισος (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) συνθήκες ή χώρος όπου επικρατεί μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, καταστροφή: πύρινη ~ (= μεγάλη πυρκαγιά). Ημέρα/νύχτα ~ης (εξαιτίας του καύσωνα). Η ~ των ναρκωτικών/του πολέμου/των φυλακών. Η ζωή τους είναι/έχει γίνει πραγματική ~ (: ανυπόφορη). Ζει την προσωπική του ~ (πβ. δράμα). Σε ~ μετατράπηκαν οι διακοπές μας. Πενήντα σπίτια αποτεφρώθηκαν, σωστή ~!|| (ως παραθετικό σύνθ.) Γήπεδο-~ (: όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή, πανικός). 3. (αργκό) για κάτι πολύ ωραίο, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς: βλέμμα/γλυκό σκέτη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλαση του Δάντη/δαντική κόλαση (μτφ.): φρικιαστική κατάσταση, μεγάλη καταστροφή: Σκηνές που θύμιζαν ~ ~ εκτυλίχθηκαν στη βομβαρδισμένη πρωτεύουσα., άρχοντας του σκότους βλ. άρχοντας, οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: από την κόλαση στον παράδεισο & από τον παράδεισο στην κόλαση: για τη ριζική μεταβολή μιας κατάστασης από το χειρότερο στο καλύτερο (ή αντιστρόφως): Η ομάδα βρέθηκε/γύρισε/επέστρεψε/πήγε ~ ~ με γκολ που σημείωσε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης., έγινε κόλαση/της κολάσεως (αργκό): έγινε χαμός: ~ ~ στο χθεσινό ντέρμπι. ΣΥΝ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος: ο άνθρωπος τιμωρείται ή ανταμείβεται αντίστοιχα για τις πράξεις του, όσο ζει στη Γη. ΣΥΝ. όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις: τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προέρχονται από καλούς στόχους. [< γερμ. Der Weg zur Hölle ist mit guten Vorsätzen gepflastert] , όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ανέφικτο ή πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί: Μόνο ~ ~ θα του ξαναμιλήσω. [< αγγλ. when/until hell freezes (over), 1919] , να/θα καείς στην κόλαση! βλ. καίω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< 1: αρχ. κόλασις 'τιμωρία']

κομπάρσος

κομπάρσος κο-μπάρ-σος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. κομπάρσα}: (σε τηλεοπτικό, κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο) βουβό συνήθ. πρόσωπο, το οποίο πλαισιώνει τους ηθοποιούς: πρωταγωνιστές και ~οι. Εμφανίζομαι/συμμετέχω σε ταινία ως ~. Κάνω τον ~ο. Βλ. γλάστρα, δευτεραγωνιστής, ήρωας, κασκαντέρ.|| (μτφ.) Ρόλος ~ου (: ασήμαντος, διακοσμητικός). Χώρα που έχει γίνει/καταντήσει ~ (πβ. ουραγός). [< ιταλ. comparsa, γαλλ. comparse]

κόντρα

κόντρα κό-ντρα επίρρ. (προφ.): ενάντια, εναντίον: Ταξιδέψαμε με τον άνεμο/καιρό ~ (: αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου).|| Παίζουμε ~ στους πρωταθλητές Ευρώπης. Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ~ στα συμφέροντά μας (ΑΝΤ. σύμφωνα με). Τα πράγματα μας ήρθαν ~ (πβ. ανάποδα, στραβά).|| (ως επίθ.) ~ επίθεση (: αντεπίθεση)/ξύρισμα (: με φορά από κάτω προς τα πάνω). ● ΣΥΜΠΛ.: κόντρα φιλέτο & (σπάν.) κόντρα μοσχάρι: διαλεχτό κομμάτι μοσχαρίσιου συνήθ. κρέατος από την οσφυϊκή χώρα του σφαγίου. Βλ. καρέ, κιλότο, λαιμός, μπριζόλα, σπάλα, ψαρονέφρι. [< γαλλ. contre-filet , 1926] , κόντρα τενόρος βλ. τενόρος, κόντρα φαγκότο βλ. φαγκότο ● ΦΡ.: κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο (μτφ.): ενάντια στα καθιερωμένα, στις τάσεις της εποχής: Πάμε ~ ~. Βλ. μέινστριμ., κρατάω κόντρα: σπρώχνω κάτι, στο οποίο ασκείται πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΣΥΝ. κρατώ αντίσταση (2), πάω/πηγαίνω κόντρα (προφ.): αντιστέκομαι, εναντιώνομαι: ~ ~ στο κατεστημένο/στην τύχη/στη φύση/στον χρόνο. Όλη την ώρα μου πάει ~., κόντρα στο κύμα βλ. κύμα [< μεσν. κόντρα]

κορυφή

κορυφή κο-ρυ-φή ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κορφή 1. το πιο ψηλό σημείο· ειδικότ. βουνοκορφή: ~ δέντρου/κεφαλιού/κτιρίου/κύματος/σελίδας. (ΒΟΤ.) ~ βλαστού (: η τρυφερή άκρη του). ΑΝΤ. βάση.|| Απότομη/γυμνή/επιβλητική/χιονισμένη/η ψηλότερη ~. ~ λόφου. Κατάκτηση μιας ~ής. Ανάβαση στην ~. Πβ. κορφοβούνι. Βλ. πλαγιά. 2. (μτφ.) το ανώτερο σημείο κλίμακας, ιεραρχίας: η μοναξιά της ~ής. Μάχη για την/πτώση από την ~. Ανεβαίνω/επιστρέφω/στοχεύω/συνεχίζω/φτάνω στην ~. Αμετάβλητη παρέμεινε η ~ της βαθμολογίας. Κατακτώ/πιάνω την ~ της επιτυχίας. Σταθερά στην ~. Πβ. Έβερεστ, ρετιρέ.|| (συνεκδ.-προφ., για πρόσ.) Είναι/θεωρείται ~ στον τομέα του (: ο καλύτερος, κορυφαίος· πβ. διάνοια, ιδιο-, μεγαλο-φυΐα). 3. ΓΕΩΜ. (σε πολύγωνο ή πολύεδρο) το σημείο όπου τέμνονται πλευρές ή ακμές και το οποίο βρίσκεται απέναντι από την πλευρά ή έδρα που θεωρείται βάση του: ~ κώνου/πυραμίδας/τριγώνου.κορυφής: που γίνεται σε επίπεδο αρχηγών ή γενικότ. υψηλά ιστάμενων προσώπων: συμφωνία/συνάντηση/συνδιάσκεψη/συνεργασία/σύνοδος ~ (: ηγεσίας κρατών). ● Υποκ.: κορυφούλα & κορφούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κορυφή γωνίας: ΓΕΩΜ. το σημείο όπου ενώνονται οι δύο πλευρές της., Ευρωπαϊκό Συμβούλιο & (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο Κορυφής βλ. συμβούλιο, η κορυφή του παγόβουνου βλ. παγόβουνο, κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τα νύχια & (προφ.) απ' την κορφή ως τα νύχια & (σπάν.-λόγ.) από κορυφής έως/μέχρις ονύχων: σε όλο το σώμα, παντού: Με κοιτούσε ~ ~ (: από πάνω μέχρι κάτω). Ακτινοβολούσε/έγινε μούσκεμα/έσταζε ~ ~. Πβ. πατόκορφα.|| Αλλαγές ~ ~., από την κορυφή ως τον πάτο βλ. πάτος, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα [< 1: αρχ. κορυφή 2,3: γαλλ. sommet, αγγλ. summit]

λάσο

λάσο λά-σο ουσ. (ουδ.): μακρύ σχοινί με θηλιά στο ένα του άκρο, για σύλληψη ζώων, κυρ. αλόγων ή βοοειδών: Έριξε/πέταξε το ~. Βλ. καουμπόης, ροντέο.|| (μτφ.) Δεν πιάνεται ούτε με ~ (: είναι πολύ γρήγορος). [< ιταλ. ή γαλλ. lasso]

μαραθώνιος

μαραθώνιος, α, ο μα-ρα-θώ-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον Μαραθώνιο ή/και τον Μαραθώνα: (ΑΘΛ.) ~α: διαδρομή/πορεία. 2. (μτφ.) χρονοβόρος και εξαντλητικός: ~α: απολογία/συνεδρίαση. ~ες: συσκέψεις/συζητήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: Μαραθώνιος Δρόμος: ΑΘΛ. Μαραθώνιος., μαραθώνια κολύμβηση βλ. κολύμβηση [< μτγν. Μαραθώνιος 'που αναφέρεται στον Μαραθώνα']

μαρτύριο

μαρτύριο μαρ-τύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μαρτυρί-ου | -ων} 1. σκληρή σωματική ή ψυχική δοκιμασία, συνήθ. μεγάλης διάρκειας: ατέλειωτο/βασανιστικό/καθημερινό/σωστό/φρικτό ~. Το ~ του πόνου. ~ δίχως τέλος για τους σεισμοπαθείς. Η ζωή μου έχει γίνει/είναι/κατάντησε (ένα) ~. Είναι ~ να δουλεύεις με τέτοια ζέστη. Πβ. βάσανο, ταλαιπωρία, τυραννία. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (ειδικότ.-παλαιότ.) σωματικά βασανιστήρια, συνήθ. μέχρι θανάτου, κυρ. σε βάρος χριστιανών, καθώς και του ίδιου του Χριστού: Το ~ του Αγίου .../του Σταυρού (= σταυρικό ~). Για την πίστη τους υπέφεραν φοβερά ~α. Πβ. βασανισμός.|| Απάνθρωπα ~α. Το ~ της δίψας/της πείνας. Τόπος ~ου. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Μ) τμήμα ναού ή ναΐσκος που έχει ανεγερθεί πάνω από τα λείψανα Αγίου ή αναμνηστικό ιερό για τη στέγαση αντικειμένων σχετικών με τα βασανιστήρια Αγίου. 4. (λόγ.) απόδειξη, τεκμήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: ο δρόμος του μαρτυρίου & η οδός του μαρτυρίου 1. ΕΚΚΛΗΣ. η πορεία του Χριστού με τον Σταυρό προς τον Γολγοθά. 2. (μτφ.) κάθε κουραστική προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού: Ακολούθησε/βάδισε με αξιοπρέπεια/με καρτερία τον ~ο ~., ο σταυρός του μαρτυρίου 1. ΕΚΚΛΗΣ. στον οποίο σταυρώθηκε ο Xριστός. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο: Κουβαλάει/σηκώνει τον ~ό ~., το μαρτύριο της σταγόνας βλ. σταγόνα ● ΦΡ.: το μαρτύριο του Ταντάλου βλ. Τάνταλος, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαρτύριον]

μετάξι

μετάξι με-τά-ξι ουσ. (ουδ.) {μεταξ-ιού}: ουσία που εκκρίνεται με μορφή λεπτού και λαμπερού νήματος από διάφορα αρθρόποδα (κυρ. τον μεταξοσκώληκα, άλλες κάμπιες, αλλά και τις αράχνες)· ιδ. συνεκδ. το νήμα, το ύφασμα ή το ρούχο που κατασκευάζεται από αυτή την ουσία: άγριο (βλ. σουά σοβάζ)/ακατέργαστο/καθαρό/συνθετικό/τεχνητό/φυσικό ~. Κόκκινο/λευκό ~.|| ~ για πλέξιμο (: μεταξένια κλωστή). Χειροποίητο χαλί από μαλλί και ~.|| Ζωγραφική σε ~.|| (μτφ.) Δέρμα/μαλλιά (σαν) ~ (: απαλά, λαμπερά). ● ΣΥΜΠΛ.: ο δρόμος/η οδός του μεταξιού: αρχαία εμπορική οδός που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση και εξυπηρετούσε πολιτιστικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. [< γερμ. Seidenstraße, αγγλ. Silk Road] [< μτγν. μετάξιον, μεσν. μετάξι(ν)]

μιλιμετρέ

μιλιμετρέ μι-λι-με-τρέ επίθ. {άκλ.} (σύμβ. mm): που είναι διαιρεμένος, χωρισμένος σε μιλιμέτρ, που φέρει διαγραμμίσεις ανά μιλιμέτρ: ~ χαρτί σχεδίασης. Μπλοκ ~. ΣΥΝ. χιλιοστομετρικός [< γαλλ. millimétré, περ. 1900]

μονοπάτι

μονοπάτι μο-νο-πά-τι ουσ. (ουδ.) {μονοπατ-ιού} 1. μικρός και στενός δρόμος, συνήθ. στην ύπαιθρο, που έχει σχηματιστεί από τη συχνή διάβαση ανθρώπων και ζώων: άγνωστο/δύσβατο/επικίνδυνο/κακοτράχαλο/κρυφό/λιθόστρωτο/μυστικό/οικολογικό/ορειβατικό/ορεινό/περιπατητικό/σηματοδοτημένο/στενό/τουριστικό/φυσικό/χωμάτινο ~. Ακολουθώ/ανεβαίνω/ανηφορίζω/κατεβαίνω/κατηφορίζω/παίρνω ένα ~. Το ~ έκλεισε. Ευρωπαϊκό ~ μεγάλων διαδρομών. Βαθμός δυσκολίας ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους. Πβ. δρομάκι. 2. (μτφ.) πράξη ή τρόπος ζωής που οδηγεί σε ορισμένο αποτέλεσμα: το ~ της αρετής/επιτυχίας/ευτυχίας/ζωής. Περιπλανιέμαι/χάνομαι στα ~ια του διαδικτύου/της μνήμης/της φαντασίας. Βαδίζεις σε επικίνδυνα/ολισθηρά ~ια. 3. ΠΛΗΡΟΦ. διαδρομή που ακολουθείται για την εκτέλεση συγκεκριμένης λειτουργίας: ~ αποθήκευσης/δεδομένων/δικτύου/εκτέλεσης. ● Υποκ.: μονοπατάκι (το) ● ΦΡ.: το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι [< 1,2: μεσν. μονοπάτι 3: αγγλ. path]

μούρο

μούρο [μοῦρο] μού-ρο ουσ. (ουδ.): ο εδώδιμος καρπός της μουριάς με χυμώδη σάρκα και έναν ή περισσότερους σπόρους στο εσωτερικό του: άσπρα/κόκκινα/μαύρα ~α. Βλ. γκότζι μπέρι. [< μεσν. μούρο(ν) < αρχ. μόρον]

νεκρός

νεκρός, ή/(λόγ.) ά, ό νε-κρός επίθ. 1. που έχει πεθάνει, δεν βρίσκεται πια στη ζωή: ~ από ανακοπή/σφαίρα (: σκοτωμένος)/το ψύχος. Ανασύρθηκε/έπεσε ~. Πβ. πεθαμένος. Βλ. ημιθανής.|| ~ά: ζώα. Ψάρια που ξεβράστηκαν ~ά. Πβ. ψόφιος.|| ~ό: σώμα (= άψυχο· βλ. πτώμα, σορός). ~οί: ιστοί. ~ά: κύτταρα (βλ. πίλινγκ).|| ~ά: δέντρα (: καμένα)/φύλλα (: μαρα-, ξερα-μένα).|| ~ό: αστέρι (βλ. λευκός νάνος, μαύρος νάνος). ΑΝΤ. ζωντανός (1) Βλ. πολύνεκρος. 2. (μτφ.) που έχει πάψει πλέον να υφίσταται, να ισχύει ή να λειτουργεί, που δεν χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και έντονη δραστηριότητα, που παραμένει αναξιοποίητος, αχρησιμοποίητος: ~ές: ελπίδες. ~ά: όνειρα. ΣΥΝ. χαμένος.|| Το τηλέφωνο είναι ~ό.|| ~ή: πόλη (= νεκρόπολη).|| ~ή: περίοδος (τουριστικά). ~ό: κεφάλαιο (: που δεν αποφέρει κέρδη).|| ~ές: ώρες (ΑΝΤ. ώρες αιχμής).|| (ΙΑΤΡ.) Ανατομικός/κυψελιδικός ~ χώρος (του αναπνευστικού συστήματος) (: ο όγκος του αέρα που δεν συμμετέχει στην ανταλλαγή των αερίων). ● Ουσ.: νεκρός, νεκρή (ο/η): οι ~οί του πολέμου. Τρισάγιο στη μνήμη των ~ών. Εκατόμβη ~ών. Ασέβεια/προσφορές (βλ. κτέρισμα)/σεβασμός/ύβρη προς τους ~ούς. Φόρος τιμής στους ~ούς. Δυστύχημα με δεκάδες ~ούς (και τραυματίες). Θάβουν/θρηνούν τους ~ούς τους. Πβ. αποβιώσας, αποθανών, εκλιπών, μακαρίτης, συγχωρεμένος, τεθνεώς.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ανάσταση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: νεκρή γωνία 1. περιοχή που δεν είναι ορατή από τον οδηγό μέσω των καθρεφτών του οχήματος. 2. (γενικότ.) ζώνη μέσα στην οποία είναι αδύνατη η παρατήρηση: ~ ~ ραντάρ., νεκρή ζώνη & (σπάν.) νεκρή περιοχή 1. ΣΤΡΑΤ. ουδέτερη ζώνη. ΣΥΝ. πράσινη ζώνη (2) 2. (μτφ.) στην οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη ζωής. [< 1: αγγλ. dead zone, 1902 2: ~, 1971] , νεκρή ταχύτητα & (προφ.) νεκρά (η): (σε όχημα) θέση του μοχλού ταχυτήτων στην οποία δεν μεταδίδεται κίνηση στον κεντρικό άξονα., νεκρό βάρος 1. ΝΑΥΤ. το βάρος του πλοίου που προκύπτει από το άθροισμα του ωφέλιμου φορτίου και των αναλώσιμων (καύσιμα, λιπαντικά, εφόδια) και αντιστοιχεί στη μεταφορική του ικανότητα. Βλ. απόβαρο. 2. ΟΙΚΟΝ. το κόστος μιας κυβερνητικής πολιτικής η οποία δεν επέφερε αντισταθμιστικό κέρδος, δηλ. δεν πέτυχε τον στόχο της. 3. ΟΙΚΟΝ. χρέος που εκδίδεται για κάλυψη τρεχουσών αναγκών και δεν καλύπτεται από κάποιο περιουσιακό στοιχείο του δανειζομένου., νεκρό πλήκτρο: ΠΛΗΡΟΦ. το οποίο δεν εμφανίζει αμέσως στην οθόνη του υπολογιστή κάποιο σημάδι, παρά μόνο αφού πατηθεί μετά από αυτό το επιθυμητό γράμμα (π.χ. το πλήκτρο του τόνου). [< αγγλ. dead key] , νεκρό σημείο 1. (μτφ.) αδιέξοδο, στασιμότητα: Σε ~ ~ βρίσκονται/έχουν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις. 2. & (προφ.) νεκρό (το): νεκρή ταχύτητα. 3. ΟΙΚΟΝ. τιμή που δεν επιφέρει κέρδος ή ζημία ούτε στον αγοραστή ούτε στον πωλητή ενός δικαιώματος. 4. ΜΗΧΑΝΟΛ. το πιο απομακρυσμένο ή το πιο κοντινό, ως προς τον στροφαλοφόρο άξονα, σημείο της διαδρομής του εμβόλου μιας μηχανής: άνω/κάτω ~ ~. [< γαλλ. point mort] , άταφος νεκρός βλ. άταφος, κενό/νεκρό γράμμα βλ. γράμμα, νεκρή γλώσσα βλ. γλώσσα, νεκρή θάλασσα βλ. θάλασσα, νεκρή φύση βλ. φύση, περιύβριση νεκρού βλ. περιύβριση, προσκλητήριο νεκρών/πεσόντων βλ. προσκλητήριο ● ΦΡ.: ούτε νεκρός δεν ...! (προφ.): για έντονα αρνητική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: ~ ~ γυρίζω πίσω (= ποτέ)! ~ ~ό δεν θέλω να τον ξαναδώ!, έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα βλ. πεθαίνω, ζωντανός νεκρός βλ. ζωντανός, και νεκρούς ανασταίνει βλ. ανασταίνω, κλινικά νεκρός βλ. κλινικός, ο νεκρός/ο αποθανών δεδικαίωται βλ. δεδικαίωται [< αρχ. νεκρός, γαλλ. mort, αγγλ. dead]

ντεκουπάζ

ντεκουπάζ ντε-κου-πάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) ντεκουπάρισμα 1. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. σχεδιασμός της δομής ενός έργου, ανάλυση του σεναρίου σε πλάνα και καταγραφή των λεπτομερειών τους (μεγέθη πλάνου, γωνίες λήψης, κινήσεις κάμερας, ατάκες): αναλυτικό/κλασικό/συνθετικό ~. 2. ΦΩΤΟΓΡ. απόσπαση τμήματος ή και ολόκληρης εικόνας από το φόντο της. ΣΥΝ. ξεγύρισμα 3. τεχνική διακόσμησης με κομμάτια χαρτιού τα οποία επικολλώνται πάνω σε μια επιφάνεια (μέταλλο, πέτρα, ξύλο, γυαλί, κεραμικά): κόλλα ~. Βλ. τεχνική (της) χαρτοπετσέτας. [< γαλλ. découpage 3: αγγλ. ~, 1946]

οδός

οδός [ὁδός] ο-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. δρόμος: αγροτική/δευτερεύουσα/εμπορική/κεντρική/κοινοτική/κύρια/παραλιακή/περιμετρική ~. ~ ανεφοδιασμού/διέλευσης/παράκαμψης. Ανάπλαση/αποκατάσταση/ασφαλτόστρωση/βελτίωση/διάνοιξη/διαπλάτυνση/επέκταση/μονοδρόμηση/πεζοδρόμηση ~ού. Καθαρισμός/πινακίδες σήμανσης (: οδοσήμανση)/φωτισμός ~ών. Επαρχιακή ~ (: που συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά). Η ~ Ακαδημίας. Η Εγνατία ~. Αρίθμηση/μετονομασία/ονοματοθεσία ~ού. Τμήμα ~ού κλειστό λόγω εργασιών. Κατοικία επί/στο ύψος της ~ού ... Αναζήτηση ~ού σε χάρτη. Μένει στην ~ό ... Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των ~ών ...|| (Φυσική) υδάτινη ~ός. (: κανάλι, δίαυλος). 2. (μτφ.) τρόπος δράσης, το σύνολο των μεθόδων και τακτικών που ακολουθούνται για την επίτευξη στόχου, καθώς και η ίδια η πορεία προς αυτόν: εναλλακτική/επίσημη/λανθασμένη/νόμιμη/συναινετική ~. Η μόνη ~ επίλυσης των διαφορών τους είναι η δικαστική. Η επιχείρηση βαδίζει στην ~ό της επιτυχίας.|| Η ~ της αγάπης/αλήθειας/πίστης. Η ~ του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δίοδος, πέρασμα που επιτρέπει την κυκλοφορία ουσίας στον οργανισμό: (γαστρ)εντερική/μεταβολική/οπτική/ουροφόρος/πεπτική (: σωλήνας)/χοληφόρος ~. Η εκφορητική ~ του ήπατος. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική οδός & (προφ.) εθνική: μεγάλος δημόσιος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τις βασικές πόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους μεταξύ τους: ~ ~ Αθηνών-Κορίνθου/-Λαμίας., οδός πρόσβασης/προσπέλασης 1. δρόμος αστικού ή επαρχιακού δικτύου που το συνδέει με μια οδό ταχείας κυκλοφορίας. 2. δευτερεύων βοηθητικός δρόμος ο οποίος ενώνει εγκαταστάσεις, κτίρια ή χώρους με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς. [< αγγλ. access road] , οδός προτεραιότητας: ειδικά χαρακτηρισμένη και σημασμένη, στην οποία τα οχήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των εισερχόμενων από άλλες οδούς: τέλος ~ού ~., οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας: στον οποίο τα αυτοκίνητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα., αεροφόρος οδός βλ. αεροφόρος, αναπνευστική οδός βλ. αναπνευστικός, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, ευθεία οδός βλ. ευθύς, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με έμμεσο τρόπο: Απάντησε/έμαθε τα νέα ~ ~.|| (κατ' επέκτ., με παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας:) Διορίστηκε/πήραν την επιχορήγηση ~ ~. ΣΥΝ. με πλάγια μέσα, εν μέση οδώ [ἐν μέσῃ ὀδῷ] (λόγ.): στη μέση του δρόμου και κατ' επέκτ. ενώπιον όλων: Aπόμεινε, ~ ~, να χαζεύει αμήχανος.|| Του επιτέθηκε ~ ~., καθ' οδόν (λόγ.): προχωρώντας, στον δρόμο, κατά την πορεία: ~ ~ προς την πόλη. Βρίσκω/συναντώ κάποιον ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ προς τη νέα χρονιά αναμένονται αλλαγές. Η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι ~ ~., ανά τας οδούς και τας ρύμας βλ. ρύμη, η οδός της απωλείας βλ. απώλεια, μέση οδός/λύση βλ. μέσος, μέσω/διά της διπλωματικής οδού βλ. διπλωματικός, ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου βλ. αρετή [< αρχ. ὁδός]

ομιλών

ομιλών, ούσα, ούν [ὁμιλῶν] ο-μι-λών επίθ. {ομιλ-ούντος | -ούντες (ουδ. -ούντα)} (λόγ.): που μιλά: ~ούσα: κούκλα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ών: υπολογιστής. ~ούσες: κάμερες. ~ούντα: βιβλία (= ηχογραφημένα). ● Ουσ.: ομιλών (ο): ομιλητής: Ο ~ (= αυτός που σας μιλά) χαίρεται που βρίσκεται στην πόλη σας. Οι ~ούντες Γαλλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ομιλών κινηματογράφος & ομιλούσες ταινίες: ΚΙΝΗΜ. το σύνολο των φιλμ (ιδ. μετά το 1930) στα οποία η εικόνα συνοδεύεται από ήχο και ομιλία. Βλ. βουβός/βωβός κινηματογράφος. [< γαλλ. cinéma parlant, 1931] , ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο ● ΦΡ.: γενικώς ομιλούντες: για να μιλήσουμε γενικά: ~ ~, κάθε φορά που ... [< αρχ. ὁμιλῶν]

οξύς

οξύς, εία, ύ [ὀξύς] ο-ξύς επίθ. {οξ-έος κ. οξ-έως (θηλ. -είας) | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)· οξύτ-ερος, -ατος} (λόγ.) 1. ΙΑΤΡ. που εκδηλώνεται αιφνίδια, έχει έντονα συμπτώματα, εξελίσσεται γρήγορα και συνήθ. παρέρχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα: ~ύς: βήχας/πονοκέφαλος/τραυματισμός. ~εία: αλλεργική αντίδραση (= αναφυλαξία)/αμυγδαλίτιδα/(αναπνευστική/καρδιακή/νεφρική) ανεπάρκεια/βρογχίτιδα/γαστρεντερίτιδα/δηλητηρίαση/ηπατίτιδα/λευχαιμία/σκωληκοειδίτιδα/φλεγμονή. ~ύ: έμφραγμα του μυοκαρδίου (= κοιλιακή μαρμαρυγή). ~είς: (θωρακικοί/κοιλιακοί) πόνοι (= σουβλεροί). ~είς: επιπλοκές. ~έα: στεφανιαία σύνδρομα.|| ~εία: τοξικότητα (: λόγω έκθεσης σε χημική ουσία). Βλ. υπ~. ΑΝΤ. χρόνιος (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση· δριμύς, καυστικός: ~ύς: λόγος. ~εία: αντιπαράθεση/κόντρα/κριτική/πόλωση/σύγκρουση. ~ύ: πρόβλημα/σχόλιο (πβ. τσουχτερός). ~είες: αντιδράσεις/αντιθέσεις. Σε ~είς τόνους η συζήτηση για ... (επίσ.) Καταφέρθηκε με ~ατους χαρακτηρισμούς κατά του ... Πβ. έντονος, σκληρός, σφοδρός.|| (για πρόσ.) ~ύς: επικριτής. Είναι άνθρωπος με ~ύ χιούμορ (= δηκτικό). ΣΥΝ. αιχμηρός (1) 3. (για αίσθηση ή νοητική ικανότητα) που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη· διεισδυτικός, οξυδερκής: ~ύς: νους. ~εία: ακοή/αντίληψη/όραση/όσφρηση. ~ύ: κριτικό πνεύμα.|| ~ύς: παρατηρητής.~ύ: βλέμμα. 4. που χαρακτηρίζεται από υψηλή συχνότητα: ~εία: κραυγή/φωνή (= στριγκιά, τσιριχτή). ~ύς: ήχος/θόρυβος (: που μοιάζει να τρυπάει τ' αυτιά). 5. μυτερός, κοφτερός: ~εία: ακμή/κορυφή. ~ύ: άκρο. Τραύμα από ~ύ όργανο (π.χ. μαχαίρι). Πβ. οξύληκτος. ΣΥΝ. αιχμηρός (2) ΑΝΤ. αμβλύς (2) ● ΣΥΜΠΛ.: οξεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι μικρότερη των 90°. Βλ. αμβλεία, ορθή γωνία. [< αρχ. ὀξύς]

ορθός

ορθός, ή, ό [ὀρθός] oρ-θός επίθ. {ορθότ-ερος, -ατος} 1. (μτφ.) σωστός: ~ός: λόγος (= ορθολογισμός)/χαρακτηρισμός/χειρισμός. ~ή: αντιμετώπιση/γραφή (βλ. ορθογραφία)/διάγνωση/διαχείριση (αποβλήτων)/ενημέρωση/ερμηνεία/εφαρμογή/κατεύθυνση/κρίση/λειτουργία/λύση/πράξη (= ορθοπραξία)/συμπλήρωση (εντύπου)/χρήση. ~ό: ποσό/συμπέρασμα. ~ές: απαντήσεις/επιλογές/(γεωργικές) πρακτικές. ~ά: επιχειρήματα. ~ή εκμετάλλευση διαθέσιμων πόρων. Γραμματικά ~οί τύποι.|| (ως ουσ.) Το ~ό είναι να ... Ανακοινοποίηση επί το/στο ~ό(ν) (: χωρίς λάθη). ΑΝΤ. εσφαλμένος, λανθασμένος 2. όρθιος· κατακόρυφος: Σκαρφάλωσε στο τραπέζι και στάθηκε ~. ΑΝΤ. καθιστός, ξαπλωμένος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: έντερο (= ορθό). ~ή στάση της σπονδυλικής στήλης. ~οί και πλάγιοι κοιλιακοί μύες. || (ΓΕΩΜ.) ~ός: κώνος. ~ό: πρίσμα. ● επίρρ.: ορθά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 90°. Βλ. αμβλεία, οξεία γωνία., ορθή αναφορά βλ. αναφορά, ορθή επανάληψη βλ. επανάληψη, ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή ● ΦΡ.: επί το ορθότερο(ν) (λόγ.): πιο σωστά: Ο πρόεδρος άκουσε τις παραινέσεις ή, ~ ~, τις συστάσεις του ..., πολιτικά ορθός: που χαρακτηρίζεται από την υπεράσπιση αποδεκτών απόψεων και την απόρριψη γλώσσας ή συμπεριφοράς που θεωρείται ότι στοχεύει στην κοινωνική απομόνωση, περιθωριοποίηση ή προσβολή συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων: ~ ~ ήρωας. (Μη) ~ ~ή: απάντηση/δήλωση/έκφραση/επιλογή/προσέγγιση/ταινία. ~ ~ό: όνομα. Το χιούμορ δεν είναι πάντα ~ ~ό. Πβ. πολιτική ορθότητα. [< αγγλ. politically correct, 1934] , ορθά-κοφτά βλ. κοφτός [< αρχ. ὀρθός]

παραλλακτικός

παραλλακτικός, ή, ό πα-ραλ-λα-κτι-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με την παράλλαξη. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παραλλακτική γωνία: γωνία κατά την οποία μετατοπίζεται ένα άστρο σύμφωνα με το φαινόμενο της παράλλαξης και με την οποία υπολογίζεται η απόστασή του από τη Γη. [< μτγν. παραλλακτικός, γαλλ. parallactique, αγγλ. parallactic]

παραμετρικός

παραμετρικός, ή, ό πα-ρα-με-τρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που εξαρτάται ή ορίζεται από μία ή περισσότερες παραμέτρους: ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός (βλ. γραμμικός). ~ή: ανάλυση/παράσταση/στατιστική/τιμή. ΑΝΤ. α~.|| (σε αυτοκίνητο) ~ό: σύστημα διεύθυνσης. ● ΣΥΜΠΛ.: παραμετρικές εξισώσεις: αυτές που περιέχουν μία ή περισσότερες παραμέτρους. [< αγγλ. parametric, γαλλ. paramétrique]

παραπληρωματικός

παραπληρωματικός, ή, ό πα-ρα-πλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: συμπληρωματικός: ~ά: μέσα/νοήματα/στοιχεία. ● ΣΥΜΠΛ.: παραπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν άθροισμα 180°. [< γαλλ. angles supplémentaires] [< μτγν. παραπληρωματικός]

περιφερειακός

περιφερειακός, ή, ό πε-ρι-φε-ρει-α-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην περιφέρεια: ~ή: ανάπτυξη/πολιτική/συνεργασία. ~ό: Γενικό Νοσοκομείο/επιχειρησιακό πρόγραμμα/πρωτάθλημα/συμβούλιο/συνέδριο/σχέδιο διαχείρισης/τμήμα. ~οί: αγώνες/φορείς. ~ές: βιβλιοθήκες/εκλογές/υπηρεσίες. Δημοτικό ~ό Θέατρο. Βλ. δια~, ενδο~, υπο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αρτηριοπάθεια/όραση. ~ό νευρικό σύστημα (= που μεταφέρει αισθητικά μηνύματα από και προς το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα). ΣΥΝ. περιφερικός. 2. που βρίσκεται μακριά από το κέντρο εξουσίας, ισχύος: ~ές: χώρες.|| ~ός: ρόλος (= δευτερεύων). 3. που σχετίζεται με τη διοικητική περιφέρεια: ~ός: σταθμός. ~ή: διάρθρωση/Διεύθυνση/Ένωση Δήμων (ακρ. ΠΕΔ)/Επιτροπή. ~ές: ενότητες.|| ~ός: διευθυντής. 4. που αναφέρεται στην περιφέρεια σε αντίθεση με το αστικό κέντρο, κυρ. την πρωτεύουσα: ~ός: προγραμματισμός/σχεδιασμός. Οδικός άξονας ~ής σημασίας. Πβ. επαρχιακός, περιαστικός, τοπικός. ● επίρρ.: περιφερειακά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακές ενισχύσεις: κρατικές ενισχύσεις οι οποίες στοχεύουν στην οικονομική ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων εντός των συνόρων της, με σκοπό την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής συνοχής., περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος): που παρακάμπτει μια περιοχή (συνήθ. το κέντρο μιας πόλης) ή που περνά έξω ή γύρω από αυτή. [< αγγλ. circular road] , περιφερειακή ενότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διοικητική υποδιαίρεση της περιφέρειας που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης". Βλ. νομαρχία., περιφερειακή συσκευή/μονάδα & περιφερειακά (τα): ΠΛΗΡΟΦ. κάθε λειτουργική μονάδα που συνδέεται και ελέγχεται άμεσα από τον υπολογιστή (π.χ. οθόνη, ποντίκι, πληκτρολόγιο, εκτυπωτής, σαρωτής). Βλ. κεντρική μονάδα επεξεργασίας. [< αγγλ. peripherals, 1966, peripheral device/unit] , δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη βλ. μνήμη, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός, περιφερειακή αυτοδιοίκηση βλ. αυτοδιοίκηση, περιφερειακός δακτύλιος βλ. δακτύλιος [< γαλλ. périphérique, αγγλ. peripheral, regional]

πλανόδιος

πλανόδιος, α, ο πλα-νό-δι-ος επίθ.: που δεν έχει μόνιμη και σταθερή, κυρ. επαγγελματική, στέγη και περιφέρεται: ~ος: έμπορος/ζωγράφος/θίασος/μουσικός. ~ο: εμπόριο (= υπαίθριο)/τσίρκο. || (ως ουσ.) Αγόρασα λουλούδια από έναν ~ο (ενν. μικροπωλητή). [< αρχ. πλανόδιος]

πρόδρομος

πρόδρομος πρό-δρο-μος ουσ. (αρσ.): (+ γεν.) οτιδήποτε αποτελεί το προηγούμενο στάδιο από κάτι, συνήθ. σημαντικότερο, ή προετοιμάζει, προαναγγέλλει την εμφάνισή του· άτομο που με τη ζωή ή το έργο του προετοιμάζει το έδαφος για τη δράση κάποιου άλλου ή τη δημιουργία νέων καταστάσεων: ~ αλλαγών/γεγονότων/εξελίξεων. Πβ. προάγγελος, προανάκρουσμα.|| ~οι του Διαφωτισμού. [< μτγν. πρόδρομος, γαλλ.-αγγλ. prodrome]

Ρώμη1

Ρώμη1 [Ῥώμη] Ρώ-μη ουσ. (θηλ.): στα ● ΣΥΜΠΛ.: Νέα Ρώμη (η): ΙΣΤ. η Κωνσταντινούπολη. ● ΦΡ.: όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη: (μτφ.) υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι για την επίτευξη ενός στόχου. [< γαλλ. tous les chemins mènent à Rome] , από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση [< αρχ. Ῥώμη]

σκιαγράφηση

σκιαγράφηση σκι-α-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.): περιληπτική περιγραφή, παρουσίαση των βασικών στοιχείων: ~ του έργου (κάποιου)/των ηρώων/της κοινωνίας/της προσωπικότητας/του προφίλ (π.χ. του καταναλωτή). Αδρή ~ (= διαγραφή) χαρακτήρων. Ψυχολογική ~ των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Πβ. ιχνογράφηση. Βλ. -γράφηση.

στοπ

στοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (προφ.) τέρμα, παύση ή (ως επιφών.) σταμάτα, σταματήστε: (συχνά ως τίτλος άρθρου ή διαφήμισης) ~ στη βία/στην πειρατεία μέσω διαδικτύου/στον πόλεμο/στην τριχόπτωση. Κάπνισμα ~! Προσωρινό ~ (= διακοπή) στα έργα. Πείτε ~ στην κούραση (= βάλτε/δώστε/θέστε τέλος). Βλ. οτοστόπ. || (ως επιφών.) Περίμενε! ~! Πβ. ακίνητος! αλτ! στάσου! 2. οδικό σήμα σε διασταύρωση που επιβάλλει στα οχήματα στάση για παραχώρηση προτεραιότητας· (ειδικότ., συνήθ. στον πληθ.) το πίσω κόκκινο φανάρι οχήματος που ανάβει με το φρενάρισμα: (Δεν) σταμάτησε στο/παραβίασε το ~. (συνήθ. με κεφαλ. όλα τα γράμματα) Πινακίδα ~.|| Καμένα ~. 3. αντικείμενο ή κατασκευή που εμποδίζει την κίνηση πέρα από συγκεκριμένο σημείο ή (σε μηχανισμό, συσκευή) κουμπί που τερματίζει ορισμένη λειτουργία: μαγνητικό ~. ~ πόρτας/τροχών. Στόμιο καφετιέρας με ~ ροής. Βάζω ~.|| Πατήστε ~, για να σταματήσετε την αναπαραγωγή του βίντεο. 4. (παλαιότ. σε τηλεγράφημα) λέξη που δηλώνει το τέλος πρότασης αντί τελείας. ● ΦΡ.: στοπ καρέ: ΚΙΝΗΜ. σταμάτημα ή εστίαση σε μια εικόνα ή σκηνή και η αντίστοιχη τεχνική: Το εξώφυλλο/η φωτογραφία είναι ~ ~ από ταινία. [< αγγλ. stop, γαλλ. ~]

στρώνω

στρώνω στρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστρω-σα, στρώ-σω, -θηκα, -θώ, -μένος, στρών-οντας} 1. απλώνω ή διασκορπίζω κάτι σε μια επιφάνεια ή την καλύπτω με κάτι: ~ει το κρεβάτι (με σεντόνι)/το σπίτι (με χαλιά). ~σαν την πλατεία με πλάκες (πβ. επενδύω, επιστρώνω)/τον στίβο με τάπητα. (σε συνταγές) ~ετε το φύλλο στο ταψί. Ο δρόμος ~θηκε με άσφαλτο. ~μένο: χιόνι.|| Στρώσε μου δίπλα στο τζάκι (: για να κοιμηθώ). ΑΝΤ. ξεστρώνω 2. (μτφ.) (για μηχάνημα, κατάσταση ή όργανο) κάνω να λειτουργήσει σωστά ή αρχίζω να λειτουργώ ομαλά, παύω να εμφανίζω προβλήματα· (για πρόσ.) συμμορφώνω, διορθώνω ή συμμορφώνομαι, αποβάλλω κακές συνήθειες και συμπεριφορές: Μην τρέχεις, προτού ~σεις (= ροντάρεις) το αυτοκίνητο (: για καινούργιο όχημα, το οδηγώ σε χαμηλές στροφές, ώσπου να προσαρμοστεί ο κινητήρας). Λίγη σουπίτσα είναι ό,τι πρέπει, για να ~σει (= φτιάξει) το στομάχι. Μην ανησυχείς, θα ~σουν τα πράγματα. Κοιμήθηκα κι ~σα (= συνήλθα). Από αύριο ο καιρός θα ~σει (= θα βελτιωθεί. ΑΝΤ. θα χαλάσει, θα χειροτερέψει). Τελειώνοντας τη σχολή βρήκε ~μένη δουλειά (: εξασφαλισμένη, έτοιμη, σίγουρη). Έχει εργασία, σπίτι, οικογένεια: μια ~μένη ζωή. Πβ. διευθετώ, ομαλοποιώ.|| Είναι ανώριμη ακόμη, αλλά με τον καιρό θα ~σει. (απειλητ.-προφ.) Μωρέ, θα σας ~σω (: δείξω, τακτοποιήσω) εγώ! Πβ. τιθασεύω, φρονιμεύω, χαλιναγωγώ. 3. δίνω σε κάτι τη σωστή του μορφή, θέση, το ισιώνω, το τεντώνω, ώστε να εφαρμόζει καλά: ~σε (= έφτιαξε) τη φούστα της που είχε διπλώσει στο πλάι. Τεχνικές για να ~ει καλύτερα το κραγιόν/το μακιγιάζ. Όταν έχει υγρασία, τα μαλλιά μου δεν ~ουν με τίποτα. Το παντελόνι δεν σου ~ει καλά (= σακουλιάζει). ~μένη: πίστα (του σκι).|| (ΑΘΛ.) Από κόντρα σε αμυντικό η μπάλα ~θηκε στον ... (: βρέθηκε στην κατάλληλη θέση για σουτ). ● Παθ.: στρώνομαι (προφ.) 1. (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: Με το που ήρθαν, ~θηκαν στο φαΐ. Άντε στρώσου να διαβάσεις! ΣΥΝ. πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι 2. κάθομαι, ξαπλώνω, βολεύομαι κάπου και παραμένω εκεί, προκαλώντας συνήθ. ενόχληση: ~θηκε στον καναπέ και τον πήρε ο ύπνος.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τι ήρθες και μου ~θηκες (: θρονιάστηκες, καλο-, στρογγυλο-κάθισες) εδώ; ● ΦΡ.: δρόμος στρωμένος με αγκάθια (μτφ.): δύσκολη πορεία γεμάτη εμπόδια: Ο δρόμος της ανανέωσης είναι στρωμένος ~., όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) (παροιμ.): οι συνέπειες που θα υποστεί(ς) θα είναι ανάλογες των πράξεών σου/(του). ΣΥΝ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, στρώνω το(ν) δρόμο (μτφ.-προφ.): προετοιμάζω μια κατάσταση, το έδαφος για κάτι: ~σε ~ για την άνοδο του ... στην εξουσία., το 'στρωσε (το χιόνι) (προφ.): καλύφθηκε η επιφάνεια του εδάφους με χιόνι: ~ ~ για τα καλά/μέσα σε μια νύχτα.|| Χιόνιζε όλο το πρωί, χωρίς να το στρώσει.|| (κατ' επέκτ.) ~ ~ στις στέγες των σπιτιών., βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, στρωμένος/σπαρμένος με ροδοπέταλα βλ. ροδοπέταλα, στρώνει το χαλί βλ. χαλί, στρώνω κάποιον/στρώνομαι στη δουλειά βλ. δουλειά, στρώνω κώλο/πισινό βλ. κώλος, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι [< μεσν. στρώνω]

συμπληρωματικός

συμπληρωματικός, ή, ό συ-μπλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: που συμπληρώνει κάτι που λείπει ή προσθέτει κάτι παραπάνω: ~ός: εξοπλισμός/κανονισμός/πίνακας (επιτυχόντων)/προϋπολογισμός/φόρος (μισθωμάτων). ~ή: αγωγή/ανακοίνωση/απάντηση/βιβλιογραφία/δήλωση/δίωξη/έκθεση/εκπαίδευση/ενίσχυση/κατανομή/σύμβαση/σχέση/χορήγηση (φαρμάκου)/χρηματοδότηση. ~ό: εισόδημα/κείμενο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό (μαθήματος)/υπόμνημα. ~οί: όροι. ~ές: οδηγίες/παροχές (μητρότητας)/πιστώσεις/προτάσεις. ~ά: δικαιολογητικά/έντυπα/έργα/μαθήματα/μέτρα/στοιχεία. (ΝΟΜ.) Έδωσε ~ή κατάθεση. Ζητήθηκαν ~ές διευκρινίσεις/πληροφορίες (πβ. έξτρα, επιπλέον, επιπρόσθετος). Το άρθρο ... περιλαμβάνει ~ές διατάξεις. Υπογράμμισε τον ~ό ρόλο της ιδιωτικής συμμετοχής. Πβ. δευτερεύων, βοηθητ-, επικουρ-, παραπληρωματ-ικός. ΑΝΤ. βασικός, θεμελιώδης, κεντρικός, κύριος, πρωταρχικός. ● επίρρ.: συμπληρωματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμπληρωματικές βάσεις: ΒΙΟΧ. οι βάσεις του DNA και του RNA, μεταξύ των οποίων μπορεί να δημιουργηθούν δεσμοί υδρογόνου. Βλ. αδενίνη, γουανίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, ουρακίλη., συμπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο οξείες γωνίες το άθροισμα των οποίων είναι ίσο με 90°. Βλ. παραπληρωματικές γωνίες., συμπληρωματική ιατρική: (κυρ. για εναλλακτικές μορφές θεραπείας) θεραπευτική που μπορεί να συμπληρώσει τη συμβατική ιατρική. [< αγγλ. complementary medicine, 1982] , συμπληρωματικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. συμπληρωματικός, γαλλ. complémentaire, supplémentaire, αγγλ. complementary]

τακάκια

τακάκια τα-κά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. τακάκ-ι}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξαρτήματα των δισκόφρενων για την επιβράδυνση της κίνησης στους τροχούς: εργοστασιακά/κεραμικά/μαλακά/μεταλλικά/οργανικά/σκληρά/φαγωμένα/φθαρμένα ~. ~ φρένων. Δαγκάνες με ~. Άλλαξα τα ~. Βλ. έμβολο, πέλμα, σιαγόνα.|| Μπροστινό/πίσω ~ι.

χωρίζω

χωρίζω χω-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χώρι-σα, χωρί-σει, -στηκε, -στεί, χωρίζ-οντας, -όμενος, χωρι-σμένος} 1. διαιρώ ένα σύνολο σε διακριτά υποσύνολα: ~ τη ζύμη σε δύο ίσα μέρη (ή στη μέση)/το κείμενο σε παραγράφους/τις λέξεις σε συλλαβές. Ο δρόμος ~ει/~εται στα δύο. Το ακαδημαϊκό έτος ~εται σε δύο εξάμηνα. Τα παιδιά ~στηκαν σε ομάδες. Η διαδικασία έχει ~στεί σε τρεις φάσεις. Πβ. κατανέμω, κόβω. Βλ. κατα~, κόβω.|| ~σαν την περιουσία (και ο καθένας πήρε το μερίδιό του). ΣΥΝ. μοιράζω. Πβ. μερίζω.|| ~σμένοι σε αντίπαλα στρατόπεδα/παρατάξεις (= διασπασμένοι). Πβ. διαιρώ, κατα-κερματίζω, -τέμνω. ΑΝΤ. ενώνω (1) 2. διακόπτω τη στενή σχέση, συνήθ. ερωτική ή συζυγική, που έχω με κάποιον: ~σε τον άνδρα της/τη γυναίκα του (: τον/την παράτησε, πήρε διαζύγιο).|| ~σε από/με τον αγαπημένο της. ~σαν οριστικά/πολιτισμένα. Του ζήτησε να ~σουν. Αποφάσισαν να ~σουν μετά/ύστερα από ... χρόνια γάμου/συμβίωσης. Πβ. τα χαλάω.|| ~σμένοι: γονείς. Πβ. διαζευγμένος, ζωντοχήρος. Βλ. φρεσκοχωρισμένος.|| (σπανιότ., για επαγγελματική σχέση:) ~σαν φιλικά λίγο πριν από τη λήξη της συνεργασίας τους. 3. (μτφ.) απομακρύνω κάποιον από πρόσωπο με το οποίο συνδέεται στενά, συνήθ. οικογενειακά ή ερωτικά: Μόνο ο θάνατος θα μας ~σει. Δεν μπορείς να ~σεις μια μάνα απ' τα παιδιά της.|| (για ζευγάρι:) Τους ~σε η απόσταση/ζήλια. ΑΝΤ. ενώνω (2), φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά 4. βάζω, τοποθετώ χωριστά: ~ τα μάλλινα απ' τα βαμβακερά/τα φρούτα απ' τα λαχανικά. Πβ. δια~, ξεδιαλέγω.|| Χωρίστε τα χρήσιμα απ' τα άχρηστα! Πβ. ξεσκαρτάρω.|| (κατ' επέκτ.) ~ουν (= διακρίνουν) τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς/πλούσιους και φτωχούς. ΣΥΝ. ξεχωρίζω (1) 5. επεμβαίνω, για να σταματήσω καβγά: Έπεσαν πάνω τους/μπήκαν στη μέση, για να τους ~σουν. 6. {στον πληθ.} (προφ.) αποχωρίζομαι: ~σαμε έξω από το εστιατόριο. Ήρθε η ώρα/είναι αργά· πρέπει να ~σουμε.χωρίζει: εμποδίζει την επαφή ή την επικοινωνία μεταξύ δύο στοιχείων, επειδή βρίσκεται ανάμεσά τους: Το ποτάμι ~ το βόρειο από το νότιο τμήμα της πόλης.|| Θάλασσες και βουνά μας ~ουν (: είμαστε πολύ μακριά). Ψηλοί τοίχοι τους χώριζαν απ' τον έξω/υπόλοιπο κόσμο.|| (μτφ.) Τους ~ άβυσσος/μεγάλη απόσταση/μίσος/(αγεφύρωτο) χάσμα. Μια ανάσα/μέρα μας ~ απ' τον τελικό. Τους ~ μεγάλη διαφορά ηλικίας. ΑΝΤ. συνδέει. ● ΦΡ.: (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας & χωρίζουν οι δρόμοι μου με κάποιον 1. σταματά πλέον η ερωτική, φιλική ή επαγγελματική μας σχέση. 2. αφήνουμε ο ένας τον άλλο και πηγαίνουμε προς διαφορετική κατεύθυνση: ~σαν οι δρόμοι τους και πήγε ο καθένας σπίτι του., δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε & τι έχουμε να χωρίσουμε;: δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ μας: Γιατί να τσακωθούμε; ~ ~, άλλωστε., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος, και ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω βλ. συζευγνύω, ξεχωρίζω/χωρίζω την ήρα από το σ(ι)τάρι βλ. ήρα, χωρίζω/ξεχωρίζω τους αμνούς/τα πρόβατα από τα ερίφια βλ. αμνός, χωρίζω/σπάω/έχω χωριστά τα τσανάκια μου με κάποιον βλ. τσανάκι [< αρχ. χωρίζω]

ωριαίος

ωριαίος, α, ο [ὡριαῖος] ω-ρι-αί-ος επίθ. 1. που διαρκεί μία ώρα: ~α: συνάντηση. ~ο: διαγώνισμα. 2. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα μίας ώρας: ~α: αμοιβή/αντιμισθία (= ωρομίσθιο)/αποζημίωση/παραγωγή/χρέωση. Μέση ~α ταχύτητα οχήματος. ~ο κόστος προγράμματος. 3. που επαναλαμβάνεται ανά μία ώρα: ~ες: αναχωρήσεις. ~α πρόβλεψη καιρού (: κάθε μία ώρα). Βλ. -ιαίος. ● επίρρ.: ωριαία ● ΣΥΜΠΛ.: ωριαία γωνία: ΑΣΤΡΟΝ. δίεδρη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου και του ωριαίου κύκλου αστέρα: ~ ~ (δύσης) του Ήλιου/της Σελήνης. [< γαλλ. angle horaire] , ωριαίος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και είναι κάθετος στον ουράνιο ισημερινό. Βλ. ουράνιος μεσημβρινός., ζώνη ώρας βλ. ζώνη, ωριαία άτρακτος βλ. άτρακτος [< 1: μτγν. ὡριαῖος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.