Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 81 εγγραφές  [0-20]


  • αγγελιοφόρος [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): που είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά ενός μηνύματος, μιας πληροφορίας (γραπτής ή προφορικής): (παλαιότ.) ειδικός/έμπιστος/έφιππος ~. (ΘΕΟΛ.) Ο ~ του Θεού (= ο αρχάγγελος Γαβριήλ)/(ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών (= ο Ερμής). Βλ. -φόρος.|| (μτφ.) ~οι της δημοκρατίας/του εθελοντισμού/της ειρήνης. Οι μετεωρίτες είναι πολύτιμοι ~οι από το διάστημα.|| (ΒΙΟΛ.) Δεύτερος ~. Χημικοί ~οι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό ~ων. Υπηρεσία ~ων σπαμ. [< αρχ. ἀγγελιαφόρος, γαλλ. messager]
  • αγέλαστος , η/ος, ο [ἀγέλαστος] α-γέ-λα-στος επίθ.: που δεν γελά, που είναι σκυθρωπός: ~ος: άνθρωπος. ~ο: πρόσωπο. ~α: χείλη. Εσωστρεφής κι ~ απέφευγε κάθε συναναστροφή.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ος: κόρη. ~η: μορφή.|| (μτφ.-λογοτ.) ~η: άνοιξη/γη.|| (ΜΥΘ.) ~ος: πέτρα (: το φρέαρ όπου κάθισε η θεά Δήμητρα συντετριμμένη από την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης). ΑΝΤ. γελαστός ● επίρρ.: αγέλαστα ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< αρχ. ἀγέλαστος]
  • Άδης [Ἅδης] Ά-δης ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου} 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. ο θεός του κάτω κόσμου που εξουσιάζει τους νεκρούς· συχνότ. συνεκδ. ο κάτω κόσμος: το βασίλειο/η λατρεία του Άδη. Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη (= τον Πλούτωνα).|| Ο μαύρος ~. Τα έγκατα/οι κριτές του Άδη.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο Παράδεισος και ο ~ (= η κόλαση). 2. (μτφ.-λογοτ.) χαρακτηρισμός για κάθε βαθύ και σκοτεινό τόπο και ειδικότ. το βαθύ σκοτάδι. Πβ. έρεβος. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: η εις Άδου κάθοδος: ΕΚΚΛΗΣ. ο χαρακτηριστικότερος τύπος παράστασης της Ανάστασης στην ορθόδοξη εικονογραφία, κατά τον οποίο ο Χριστός ανασύρει τους Πρωτόπλαστους από τον Άδη., πήγα (στον Άδη) και γύρισα (οικ.): πέρασα μεγάλο κίνδυνο, έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου: Η εγχείρηση ήταν πολύ σοβαρή, ~ ~., σαν τους στραβούς στον Άδη (προφ.): για πρόσωπα που ακολουθούν άκριτα και μοιρολατρικά μια επικίνδυνη πορεία: Πηγαίναμε/προχωρούσαμε ~ ~ (= εντελώς στα τυφλά). [< αρχ. Ἅδης]
  • αθάνατος , η, ο [ἀθάνατος] α-θά-να-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επιβιώνει αιώνια στη μνήμη των ανθρώπων ή που θεωρείται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τον καταστρέψει, να τον αλλοιώσει: (για πρόσ.) ~ος: ηγέτης/ήρωας/ποιητής.|| ~ος: έρωτας. ~η: αγάπη/δόξα (: αιώνια, ακατάλυτη)/ελληνική ψυχή/εποποιία/κληρονομιά/μνήμη (= αγέραστη)/τέχνη/φήμη/φιλία. ~ο: Εικοσιένα/έπος/μεγαλείο/πνεύμα. ~οι: στίχοι (: αξεπέραστοι, έξοχοι). ~ες: αλήθειες/αξίες/επιτυχίες (: μεγάλες)/ταινίες. ~α: έργα/τραγούδια. Έμεινε ~ μέσω του έργου του. Πβ. άφθαρτος, παντοτινός.|| (προφ., ως επευφημία για έντονη επιδοκιμασία, αποδοχή). Γεια σου ~η εργατιά! ΑΝΤ. εφήμερος 2. (μτφ.) που δεν υπόκειται στον θάνατο: ~η: ζωή (= η μεταθανάτια)/ψυχή. ~α: κύτταρα (βλ. βλαστοκύτταρα)/όντα. Ουδείς ~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ Λόγος. Άγιος ~.|| (ΜΥΘ.) ~οι: θεοί (του Ολύμπου). Βλ. -θάνατος. ΑΝΤ. θνητός 3. {μόνο στην κλητ.} (ειρων.) (ως αποδοκιμασία) για να δηλωθεί ότι κάτι παραμένει στην ίδια πάντα απελπιστική κατάσταση: ~η: αξιοκρατία/γραφειοκρατία/επαρχία/πατρίδα! ~ο: ελληνικό δαιμόνιο/δημόσιο! ~ες μίζες! 4. (προφ.-οικ.) (για κάτι) που αντιστέκεται στη φθορά, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν χαλάει: ~ες: κατασκευές/μηχανές/μπαταρίες (: μεγάλων επιδόσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι: ΛΑΟΓΡ. νερό ή βότανο που ο λαός θεωρεί ότι χαρίζει την αθανασία: Να' χα τ’ ~ νερό! Ψάχνουν τ' ~ βοτάνι. ● ΦΡ.: αθάνατος!, αθάνατη!: ως επευφημία, τη στιγμή της εκφοράς νεκρού (συνήθ. για δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες). [< αρχ. ἀθάνατος, γαλλ. immortel]
  • Αίολος [Αἴολος] Α-ί-ο-λος ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ. ο θεός των ανέμων. Κυρ. στη ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός [< αρχ. Αἴολος]
  • αμαζόνα [ἀμαζόνα] α-μα-ζό-να ουσ. (θηλ.) 1. ΜΥΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, συνηθέστ. στον πληθ.} μέλος μυθικού πολεμικού έθνους γυναικών, φημισμένων για την ιππευτική τους ικανότητα και την εχθρική τους στάση προς τους άνδρες. 2. (μτφ.) νεαρή συνήθ. γυναίκα που ασχολείται με την ιππασία: ~ του Ιππικού Ομίλου. Πβ. ιππεύτρια. [< 1: αρχ. Ἀμαζών, μεσν. Αμαζόνα 2: γαλλ. amazone]
  • αμβροσία [ἀμβροσία] αμ-βρο-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΥΘ. η τροφή των θεών του Ολύμπου: νέκταρ και ~. 2. (σπάν.-μτφ.) πάρα πολύ νόστιμο ή ασυνήθιστο φαγητό: Ένα γλυκό σκέτη ~! 3. ΒΟΤ. ετήσιο φυτό, ζιζάνιο (επιστ. ονομασ. Ambrosia), με τριχωτούς βλαστούς και διαιρεμένα φύλλα, γνωστό για την αλλεργία που προκαλεί. Βλ. βρομούσα. [< αρχ. ἀμβροσία 1,3: γαλλ. ambroisie]
  • αργοναυτικός , ή, ό [ἀργοναυτικός] αρ-γο-ναυ-τι-κός επίθ.: ΜΥΘ. που σχετίζεται με τους Αργοναύτες: ~ή: εκστρατεία. [< μτγν. ουδ. πληθ. Ἀργοναυτικά]
  • αρπαγή [ἁρπαγή] αρ-πα-γή ουσ. (θηλ.) 1. δόλια και συνήθ. βίαιη οικειοποίηση ξένου αγαθού: ~ αρχαιοτήτων/ζώων. ~ές και λεηλασίες. Πβ. κλοπή.|| ~ της εξουσίας/του πλούτου (= σφετερισμός). Βλ. υφ~. ΣΥΝ. άρπαγμα 2. ΝΟΜ. παράνομη σύλληψη και κατακράτηση προσώπου με χρήση βίας ή δόλου: ~ ανηλίκου. Η ~ συνιστά έγκλημα κατά της προσωπικής ελευθερίας.|| (ΜΥΘ.) Η ~ της Ευρώπης/Περσεφόνης. Πβ. απαγωγή. [< αρχ. ἁρπαγή]
  • άτι [ἄτι] ά-τι ουσ. (ουδ.) (λογοτ.): αρσενικό άλογο, συνήθ. όμορφο και δυνατό: άγριο/ατίθασο/λευκό/περήφανο/(ΜΥΘ.) φτερωτό ~. ΣΥΝ. ίππος (1) [< μεσν. άτι < τουρκ. at]
  • βασίλειο βα-σί-λει-ο ουσ. (ουδ.) {βασιλεί-ου} 1. κράτος του οποίου ανώτατος άρχοντας είναι βασιλιάς ή βασίλισσα: ανεξάρτητο ~. Οι επαρχίες/τα σύνορα/οι υπήκοοι του ~ου. Βλ. αυτοκρατορία, πριγκιπάτο.|| (ΘΕΟΛ.) Το ~ του Θεού (: η πνευματική επικράτειά του στη Γη και την αιωνιότητα)/των ουρανών (βλ. παράδεισος).|| (ΜΥΘ.) Το ~ του Άδη/του κάτω κόσμου/των νεκρών. 2. ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. καθεμία από τις βασικές κατηγορίες παραδοσιακής ταξινόμησης του βιοτικού και αβιοτικού περιβάλλοντος: το ζωικό/το ορυκτό/το φυτικό ~. Βλ. φύλο. 3. (μτφ.) περιοχή απόλυτης κυριαρχίας, επικράτησης μιας κατάστασης: ταξίδι στο ~ (= στον κόσμο) της φαντασίας. Ζουν στο ~ του παραλόγου/του τρόμου. Πβ. βασιλεία. ● ΦΡ.: έχει δικό του βασίλειο (μτφ.-προφ.): έχει δικό του τρόπο σκέψης και ζωής, ζει στον κόσμο του., σόι πάει το βασίλειο (συχνά ειρων.): για να δηλωθεί η ομοιότητα που παρουσιάζει ένα πρόσωπο με τους προγόνους ή προκατόχους του (ως προς τα ελαττώματα, το επάγγελμα, τις συνήθειες) ή μια αρνητική κατάσταση με την προηγούμενή της. Πβ. το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει., κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας βλ. Δανιμαρκία [< 1: μτγν. βασίλειον 2: γαλλ. règne 3: γαλλ. royaume]
  • βασιλιάς βα-σι-λιάς ουσ. (αρσ.) {βασιλιάδες} & (επίσ.) βασιλέας, βασιλεύς {βασιλ-έως | -είς, -έων} 1. (κ. με κεφαλ. Β) (για άνδρα) ανώτατος ισόβιος άρχοντας ενός κράτους, που καταλαμβάνει την εξουσία, συνήθ. με κληρονομικό δικαίωμα: αυταρχικός/έκπτωτος/μυθικός/συνταγματικός ~. Ο πρώην/ο τέως ~. Η Αυτού Μεγαλειότης ο ~ της ... Τα ανάκτορα/η αυλή/ο θρόνος/το παλάτι/το σκήπτρο/το στέμμα/οι σύμβουλοι του ~ά. Βλ. αυτοκράτορας, ηγεμόνας, μονάρχης, συμβασιλέας, τσάρος, τύραννος.|| (ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών και των ανθρώπων (= ο Δίας). Ο ~ του κάτω κόσμου (= ο Άδης). ΣΥΝ. άναξ 2. (μτφ.) κυρίαρχος σε έναν χώρο, έναν τομέα, ένα σύνολο: ο ~ των σπορ (: το ποδόσφαιρο). Ο ~ του ροκ εν ρολ/της φόρμουλα 1. Ο ~ των ζώων (: το λιοντάρι)/των πουλιών (: ο αετός). Πβ. άρχοντας, ηγέτης, κύριος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Β, συνήθ. στον τ. βασιλεύς) ο Θεός: ο ~ των ουρανών/του σύμπαντος (κόσμου). Πβ. Κύριος. 4. (στο σκάκι) το πιο σημαντικό πιόνι, που μπορεί να κινήσει ο παίκτης κατά ένα τετράγωνο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και που, αν το αιχμαλωτίσει ο αντίπαλος, κερδίζει την παρτίδα: ~, βασίλισσα, αξιωματικοί, άλογα, πύργοι, στρατιωτάκια. Βλ. πατ, ρουά1, σαχ. 5. (σπάν., στην τράπουλα) ρήγας. Βλ. ντάμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Βασιλεύς της Δόξης/των Αιώνων & των Βασιλέων: ΕΚΚΛΗΣ. ο Κύριος., ο Μέγας Βασιλεύς: ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός., ο μαρμαρωμένος βασιλιάς βλ. μαρμαρώνω ● ΦΡ.: εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του (προφ.): στην τουαλέτα., ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! (παλαιότ.): για να δηλωθεί άμεση διαδοχή ή αντικατάσταση., σαν βασιλιάς: με πλούτη και ανέσεις, πλουσιοπάροχα: Ζει/περνάει ~ ~ (= βασιλικά). Πβ. άρχοντας, πασάς. , βασιλικότερος του βασιλέως βλ. βασιλικός, ο βασιλιάς είναι γυμνός βλ. γυμνός ● βλ. βασίλισσα [< μεσν. βασιλιάς, αγγλ. king, γαλλ. roi] ΒΑΣΙΛΙΑΣ
  • βουνό βου-νό ουσ. (ουδ.) 1. φυσικό ύψωμα γης που ξεπερνά τα τριακόσια μέτρα σε ύψος (είναι δηλ. μεγαλύτερο από τον λόφο): απόκρημνο/ιερό/κακοτράχαλο/καταπράσινο/χιονισμένο/ψηλό ~. Γυμνό/φαλακρό ~ (: χωρίς δέντρα). (ΜΥΘ.) Το ~ των θεών (: ο Όλυμπος). Κορυφή/μονοπάτια/πλαγιά/πρόποδες (παρυφές/ρίζες/υπώρειες) ~ού. Τσάι/χόρτα του ~ού. Απάτητα/δασωμένα/δύσβατα/πετρώδη ~ά. ~ά με απότομα φαράγγια/βαθιές χαράδρες/πλούσια βλάστηση. ~ά και πεδιάδες. ~ που υψώνεται στα βόρεια του νομού. Διασχίζω/κατεβαίνω το ~. Ανεβαίνω στο/το ~. Ο ήλιος έδυσε πίσω από τα ~ά. Περιοχή που περιβάλλεται από ~ά. Πβ. όρος. Βλ. παγόβουνο, πρόβουνο.|| (Αθλήματα/σπορ ~ού:) Ποδηλασία/σκι ~ού. Ανάβαση/αναρρίχηση/ορειβασία/πεζοπορία σε ~. 2. (κατ΄επέκτ.) ορεινή περιοχή: άνθρωπος του ~ού (= βουνίσιος). Διακοπές/ταξίδι στο ~ (βλ. στη θάλασσα). Ζει στα ~ά. 3. (μτφ.-εμφατ.) πληθώρα, σωρός· ειδικότ. για κάτι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο ή μεγάλο, ογκώδες: ~ από άπλυτα (= ίσα με το ταβάνι)! ~ά σκουπιδιών/από σκουπίδια. Σκυμμένος πάνω από ένα ~ βιβλία. Πβ. πλήθος, στοίβα, σωρεία.|| ~ οι δυσκολίες/τα εμπόδια/τα προβλήματα/τα χρέη. Η υπόθεση μού φαίνεται/φαντάζει ~! Πβ. σκόπελος, τροχοπέδη, φραγμός.|| Κύματα ~ά (= τεράστια). ● Υποκ.: βουναλάκι & (λαϊκό-λογοτ.) βουνάκι & βουνί (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ποδήλατο βουνού βλ. ποδήλατο ● ΦΡ.: (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά!: ευχή για υγεία και μακροζωία: Να 'σαι γερός ~ ~!|| Έργο αθάνατο σαν ~ ~., από το βουνό κατέβηκε; (ειρων.-μειωτ.): για άνθρωπο ανίδεο ή αγροίκο, αγενή. ΣΥΝ. κατέβηκε/ήρθε/είναι από τα Γκράβαρα, βουνά και λαγκάδια: δύσβατες περιοχές, συνήθ. μακρινές: Περάσαμε μέσα από ~ ~., βουνό με βουνό δεν σμίγει: για να δηλωθεί ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι. Βλ. καλώς τα μάτια μου τα δυο!, σαν τα χιόνια!, η τρέλα δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους) (παροιμ.): λέγεται για πράξεις παράλογες, απερίσκεπτες., μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια (παροιμ.): όποιος έχει συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στο παρελθόν, αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις αντιξοότητες. ΣΥΝ. ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά (μτφ.): μπορεί να πετύχει ακόμα και κάτι θεωρητικά ανέφικτο., παίρνω τα (όρη και τα) βουνά (μτφ.) 1. φεύγω μακριά, συνήθ. επειδή βρίσκομαι σε κίνδυνο ή/και σε απόγνωση. 2. (σπάν.) τρελαίνομαι, παραφρονώ., στα όρη, στ' άγρια βουνά & στα όρη και στα βουνά (προφ.): πάρα πολύ μακριά (και απόκρημνα): Τι γύρευαν ~ ~ μες στα μεσάνυχτα; Ήταν ανάγκη να τρέχεις ~ ~;, τύχη βουνό (προφ.): (συνήθ. σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος) πολύ μεγάλη, εξαιρετική τύχη: ~ ~ είχε ο οδηγός του ΙΧ που έπεσε στον γκρεμό και σώθηκε., βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) βλ. κρατώ, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ [< μεσν. βουνό(ν)]
  • γενάρχης γε-νάρ-χης ουσ. (αρσ.) 1. ο θεωρούμενος ως πρώτος πρόγονος μιας φυλής, ενός έθνους, λαού, στον οποίο ανάγεται η καταγωγή της/του: (ΜΥΘ.) ο ~ των Ελλήνων/των Ρωμαίων. Πβ. προπάτορας. Βλ. -άρχης. 2. (μτφ.) ιδρυτής, θεμελιωτής, πρωτεργάτης: ο ~ της (αμερικανικής) λογοτεχνίας. Οι ~ες (και δάσκαλοι) της νεοελληνικής ζωγραφικής.|| (ΙΣΤ.) Ο ~ της δυναστείας των ... [< 1: αρχ. γενάρχης]
  • γίγαντας γί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]
  • γοργόνα γορ-γό-να ουσ. (θηλ.) 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μυθική θαλασσινή οντότητα με σώμα γυναίκας από τη μέση και πάνω και ψαριού από τη μέση και κάτω· κατ' επέκτ. ακρόπρωρο με αναπαράστασή της. 2. (μτφ.) καλλίγραμμη, λυγερή γυναίκα: ~ μου εσύ! [< μτγν. γοργόνη, αρχ. Γοργώ, Γοργών 'μυθικό τέρας']
  • γρύπας γρύ-πας ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ. μυθικό πλάσμα με κεφάλι και φτερά αετού και σώμα λιονταριού. Βλ. κένταυρος, σφίγγα, χίμαιρα. [< αρχ. γρύψ]
  • δέρας δέ-ρας ουσ. (ουδ.) (λόγ.): δέρμα ζώου, κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσόμαλλο δέρας: ΜΥΘ. η χρυσή προβιά του κριαριού που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη με προορισμό την Κολχίδα και για την οποία έγινε η Αργοναυτική εκστρατεία· κατ' επέκτ. οτιδήποτε πολύτιμο. [< αρχ. δέρας]
  • δηλητηριάζω δη-λη-τη-ρι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {δηλητηρία-σε, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, δηλητηριάζ-οντας} 1. προκαλώ βλάβη ή θάνατο σε ζωντανό οργανισμό με δηλητήριο· κατ΄ επέκτ. επιβαρύνω με τοξικές ουσίες: Ασυνείδητοι ~ουν αδέσποτα σκυλιά. Προσπάθησαν να τη ~σουν με φυτοφάρμακο. ~στηκε από μανιτάρια (= έπαθε τροφική δηλητηρίαση). Πβ. φαρμακώνω.|| Η όξινη βροχή ~ει το έδαφος (= μολύνει, προσβάλλει). ~εται το οικοσύστημα/περιβάλλον (= διαταράσσεται, καταστρέφεται).|| ~σμένο: νερό/ποτό. ~σμένα: (ΜΥΘ.-ΙΣΤ.) βέλη/τρόφιμα. Εξόντωση ζώων με ~σμένα δολώματα (πβ. φόλα).|| ~σμένος: αέρας. ~σμένη: ατμόσφαιρα. Πβ. μολυσμένος. 2. (μτφ.) βλάπτω, φθείρω: Ο κομματισμός/ο ρατσισμός/η σκανδαλολογία ~ει την κοινωνία. Το άγχος ~ει (= κατατρώει) τη ζωή του. Μην ~εις την ψυχή σου με μίση και κακίες. Η ζήλια ~σε τη σχέση τους. Πβ. υπονομεύω, υποσκάπτω. [< μεσν. δηλητηριάζω, γαλλ. empoisonner]
  • δράκοντας δρά-κο-ντας ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μυθικό τέρας με σώμα ερπετού, φτερά νυχτερίδας, τεράστια νύχια και μακριά αγκαθωτή ουρά, από το στόμα ή/και τα ρουθούνια του οποίου βγαίνουν φλόγες: μάγοι/νεράιδες και ~ες. Κεφαλή ~α (: ως διακοσμητικό στοιχείο). Ο Άγιος Γεώργιος παριστάνεται έφιππος να σκοτώνει τον ~α. Βλ. δράκος. [< μεσν. δράκοντας]

αγαθός

αγαθός, ή, ό [ἀγαθός] α-γα-θός επίθ. 1. καλός, ενάρετος, αγνός, αθώος: ~ός: άνθρωπος/σκοπός. ~ή: βούληση/διάθεση/έκφραση/εντύπωση/πράξη/προαίρεση/ψυχή. ~ό: πνεύμα/χαμόγελο. ~ές: σχέσεις. ~ά: αισθήματα. Κάνω κάτι από ~ή πρόθεση.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ (πβ. παν-, υπερ-άγαθος). ΣΥΝ. χρηστός 2. (συνήθ. μειωτ.) αφελής και καλόπιστος: ~ό ανθρωπάκι. Πβ. απονήρευτος. ΣΥΝ. αγαθιάρης ● Υποκ.: αγαθούλης , α, -ικο/-ι: λιγάκι αφελής. ΣΥΝ. αγαθιάρης, αγαθούτσικος , η/ια, ο (σπάν.): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: αγαθός γίγαντας (μτφ.): (συνήθ. για αθλητές του μπάσκετ και της άρσης βαρών) μεγαλόσωμος και καλόψυχος. ● ΦΡ.: τύχη αγαθή βλ. τύχη [< 1: αρχ. ἀγαθός 2: μεσν. αγαθός]

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

-άρχης

-άρχης {-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~. 2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~. 3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~

ασκός

ασκός [ἀσκός] α-σκός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) ασκί. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δομή, σχηματισμός ή όργανο που μοιάζει με σάκο: δακρυϊκός/λεκιθικός ~. Πβ. θύλακας, κύστη.|| (γενικότ.) Αναπνευστικός ~ (: για διενέργεια τεχνητής αναπνοής). ~ αερισμού (για παροχή οξυγόνου). ~οί μεταφοράς/συλλογής αίματος-πλάσματος (: οι φιάλες της αιμοδοσίας, αιμοληψίας). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρό, κλειστό αγγείο με σφαιρικό πεπιεσμένο σώμα και στενό στόμιο (για υγρά, κυρ. λάδι). Βλ. αρύβαλλος. ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου: πυροδοτεί σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων που μπορούν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις: Οι αποκαλύψεις/τα μέτρα άνοιξαν ~ ~. Πβ. ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. [< 1,3: αρχ. ἀσκός 2: αγγλ.-γαλλ. sac]

αυτοκράτορας

αυτοκράτορας [αὐτοκράτορας] αυ-το-κρά-το-ρας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) αυτοκράτωρ 1. τίτλος μονάρχη: ~ του Βυζαντίου/της Γερμανίας (βλ. κάιζερ)/της Ρωσίας (βλ. τσάρος). Ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~. Πότε ανέβηκε στον θρόνο ο ~ ...; Βλ. βασιλιάς. 2. (μτφ.) απόλυτος κυρίαρχος στον χώρο του: ~ του κόσμου των μίντια/του μπάσκετ/του στίβου. Βλ. -κράτορας, τσάρος. [< μτγν. αὐτοκράτωρ]

αυτοκρατορία

αυτοκρατορία [αὐτοκρατορία] αυ-το-κρα-το-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΣΤ. πολιτικό καθεστώς απολυταρχικής διακυβέρνησης στο οποίο ο μονάρχης φέρει τον τίτλο του αυτοκράτορα ή κρατική οντότητα με αυτό το καθεστώς· η εξουσία του αυτοκράτορα και η αντίστοιχη χρονική περίοδος: βρετανική/οθωμανική/ρωμαϊκή/ρωσική ~. Κραταιά/πανίσχυρη/τεράστια ~. Η ~ της Νέας Ρώμης (= το Βυζάντιο). Η ~ διαλύθηκε/εξαπλώθηκε/κατέρρευσε. Βλ. βασιλεία, μοναρχία.|| (κατ' επέκτ. για εκτεταμένο κράτος) Αραβική/περσική ~. Η ~ του M. Aλεξάνδρου/της Κίνας.|| Αμερικανική/αποικιακή/παγκόσμια/(παλαιότ.) σοβιετική ~. Επί ~ας ... 2. (μτφ.) επιχειρηματικός όμιλος με πολύ μεγάλη ισχύ και επιρροή: βιομηχανική/εκδοτική/εμπορική/ναυτιλιακή/οικονομική ~. Πβ. οικονομικός κολοσσός. 3. (μτφ.) κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι έχει την απόλυτη κυριαρχία: Η ~ του κακού. Πβ. βασίλειο. ● ΣΥΜΠΛ.: Βυζαντινή Αυτοκρατορία βλ. βυζαντινός [< 1: μτγν. αὐτοκρατορία, γαλλ. empire 2,3: αγγλ. empire]

βασιλικός

βασιλικός βα-σι-λι-κός ουσ. (αρσ.) {πληθ. -οί (λαϊκό) βασιλικά (τα)}: ΒΟΤ. ποώδες, μονοετές καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ocimum basilicum), με ελλειπτικά, έντονα μυρωδάτα φύλλα και μικρά άσπρα άνθη, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία, την ποτοποιία: πλατύφυλλος/σγουρός ~. Σάλτσα με ντομάτα και ~ό (: με τα ψιλοκομμένα φύλλα του, βλ. πέστο). ● ΦΡ.: βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει (παροιμ.): τα χαρίσματα και η αξία κάποιου δεν χάνονται, όσα βάσανα και δοκιμασίες κι αν περάσει., μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ωφελείται λόγω της σχέσης του με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει μεγαλύτερο κύρος. [< μεσν. βασιλικός, γαλλ. basilic, αγγλ. basil]

βασίλισσα

βασίλισσα βα-σί-λισ-σα ουσ. (θηλ.) 1. γυναίκα που ασκεί την εξουσία του βασιλιά· η σύζυγος (ή χήρα) του βασιλιά: Στέφθηκε ~. Η ~ της Αγγλίας ... Βλ. τσαρίνα. 2. (μτφ.) πρόσωπο ή πράγμα θηλυκού γένους που κατέχει κορυφαία θέση, ξεχωρίζει σε έναν τομέα, χώρο: Η ~ της βραδιάς/της κουζίνας/της ομορφιάς (πβ. μις)/της ποπ. Η ~ της Ευρώπης (: ομάδα που κατέκτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).|| (για πόλη) Η ~ της διασκέδασης.|| (για μοτοσικλέτα) Η ~ του δρόμου. 3. (στο σκάκι) το δεύτερο πιο σημαντικό πιόνι μετά τον βασιλιά, αλλά και το πιο ισχυρό, που μπορεί να κινηθεί σε ευθεία γραμμή σε απεριόριστο αριθμό τετραγώνων προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Βλ. ρεν. 4. ΖΩΟΛ. το μοναδικό γόνιμο θηλυκό έντομο μιας αποικίας μελισσών ή άλλων εντόμων (π.χ. μυρμηγκιών, τερμιτών ή σφηκών). Βλ. εργάτρια, κηφήνας. 5. (σπάν., στην τράπουλα) ντάμα. Βλ. ρήγας. ● ΦΡ.: την έχω σαν βασίλισσα: της προσφέρω άνετη και πλούσια ζωή, της κάνω όλα τα χατίρια., ο βασιλιάς είναι γυμνός βλ. γυμνός ● βλ. βασιλιάς [< αρχ. βασίλισσα, αγγλ. queen]

βοηθώ

βοηθώ [βοηθῶ] βο-η-θώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βοηθ-άς (σπανιότ.) -είς ... | βοήθ-ησα, -ήσω, -ιέμαι (λόγ.) -ούμαι, -ήθηκα, -ηθώ, (λόγ.) -ούμενος, -ημένος, -ώντας} & βοηθάω 1. δίνω, παρέχω βοήθεια σε κάποιον: ~ τη μητέρα μου στα ψώνια/τα παιδιά μου στο διάβασμα. Ευχαριστώ για την πληροφορία, με ~άς πολύ. Μπορώ να ~ήσω σε κάτι (= να εξυπηρετήσω, να φανώ χρήσιμος); Τον ~ησε να βγει από το αυτοκίνητο/τη δύσκολη θέση. Ο γιατρός/η γυμναστική με ~ησε να χάσω βάρος. ~ήθηκε από το περιβάλλον της (πβ. στηρίζω, συμπαραστέκομαι, συντρέχω). Τις εργασίες διευθύνει ο Πρόεδρος, ~ούμενος από τον Γραμματέα. ~ώντας ο ένας τον άλλο (= αλληλοβοηθούμενοι).|| (ευχετ.) Ο Θεός να σε ~ήσει! (λαϊκό-προστ.) Παναγία βόηθα!|| (κατ' επέκτ.) Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δεν με ~άει η μνήμη μου. Δεν ~ησε ο καιρός να βγούμε έξω (: είχε κακοκαιρία). Βλ. επι~. 2. ενισχύω, υποστηρίζω με οικονομικά ή γενικότ. υλικά μέσα: Εργάζεται από μικρός, για να ~άει τους γονείς του. Βοηθήστε μας! Αναξιοπαθούντες που ~ιούνται με τρόφιμα και ρούχα.|| (ειδικότ.) ~ήστε τον συνάνθρωπό σας (βλ. ελεήστε)! 3. συμβάλλω σε κάτι, το κάνω ευκολότερο: Η σόδα ~ά στην πέψη. ~άμε/~ούμε στη λύση των προβλημάτων. Βόηθα λίγο την κατάσταση. Πβ. συν-τείνω, -τελώ.βοηθά & βοηθάει (συνήθ. με άρνηση): ωφελεί: Δεν ~ να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο φανατισμός δεν ~ σε τίποτα. Πβ. εξυπηρετεί, συμφέρει, χρησιμεύει. ● ΦΡ.: βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό (παροιμ.): για να δηλωθεί η αξία της αλληλοβοήθειας. Πβ. κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό). [< αρχ. βοηθῶ, γαλλ. aider]

βρομούσα

βρομούσα βρο-μού-σα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. είδος εντόμου (οικογ. Pentatomidae) που εκκρίνει δύσοσμο υγρό για λόγους προστασίας. 2. ΒΟΤ. ονομασία φυτών με δυσάρεστη μυρωδιά. ΣΥΝ. αμβροσία (3) [< μεσν. βρομούσα (για γυναίκα)]

γυμνός

γυμνός, ή, ό γυ-μνός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν φορά ρούχα ή είναι ελαφρά ντυμένος· (για μέρος του σώματος) που δεν καλύπτεται από αυτά: ~ό: μοντέλο. ~ από τη μέση και πάνω (βλ. ημί-, μισό-γυμνος). Πόζαρε/φωτογραφήθηκε ~ή. Βούτηξαν ~οί στο νερό. Πβ. γδυτός, τσίτσιδος. Βλ. θεό-, ολό-γυμνος.|| Μη βγεις έτσι ~, φόρα κάτι ζεστό πάνω σου.|| ~ή: πλάτη (βλ. εξώπλατος). ~ό: στήθος (βλ. γυμνόστηθος)/χέρι (: χωρίς γάντια). ~οί: ώμοι.|| (συνεκδ., που περιλαμβάνει γυμνό σώμα:) ~ή: σκηνή/φωτογραφία/φωτογράφιση. ~ό: εξώφυλλο. Αντιπολεμική ~ή διαμαρτυρία. 2. (μτφ.) που δεν καλύπτεται από κάτι: (χωρίς βλάστηση ή φύλλα:) ~ό: βουνό (πβ. φαλακρό)/κλαδί/νησί (πβ. άδενδρο, ξερονήσι. ΑΝΤ. κατάφυτο). ~ά: βράχια.|| (χωρίς διακόσμηση ή επίπλωση:) ~οί: τοίχοι. Το σπίτι φάνταζε άδειο και ~ό.|| (χωρίς προστασία, περίβλημα:) ~ή: φλόγα (: ακάλυπτη). ~ό: καλώδιο (: χωρίς μόνωση)/μέταλλο/(ηλεκτροφόρο) σύρμα.|| ~ό: σπαθί (: έξω από τη θήκη του).|| Οι νεοσσοί γεννιούνται ~οί (: χωρίς φτέρωμα). 3. (μτφ.) που δεν διαθέτει, στερείται κάτι: (χωρίς προσχήματα, ωραιοποιήσεις:) ~ή: αλήθεια (= απροκάλυπτη)/βία (= ωμή)/πραγματικότητα. ~ά: γεγονότα.|| Κείμενο ~ό από επιχειρήματα/νόημα/συναίσθημα (πβ. φτωχό). ● Ουσ.: γυμνό (το): αναπαράσταση στην τέχνη ή εμφάνιση (συνήθ. στην τηλεόραση ή σε έντυπα) του γυμνού ανθρώπινου σώματος: ανδρικό/γυναικείο/καθιστό ~. Το ~ στη φωτογραφία. Σπουδή ~ού (: για έργα ζωγραφικής).|| Σκηνές ~ού. Το ~ πουλάει. ● Υποκ.: γυμνούλης , α, -ικο/-ι ● ΦΡ.: με γυμνό μάτι/οφθαλμό & (λόγ.) διά γυμνού οφθαλμού 1. χωρίς χρήση οπτικού οργάνου (φακού, μικροσκοπίου, τηλεσκοπίου): πλανήτες ορατοί ~ ~. Οργανισμοί αόρατοι ~ ~. 2. (μτφ.) για κάτι ολοφάνερο, οφθαλμοφανές: Το αποτέλεσμα είναι ορατό ~ ~. [< γαλλ. (invisible) à l'œil nu] , ο βασιλιάς είναι γυμνός & η βασίλισσα είναι γυμνή: σε περιπτώσεις που αποκαλύπτεται η σαθρότητα, αδυναμία ισχυρού προσώπου ή θεσμού. [< αγγλ. the king is naked (Σαίξπηρ)] [< αρχ. γυμνός]

Δανιμαρκία

Δανιμαρκία Δα-νι-μαρ-κί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): η Δανία, συνήθ. στη ● ΦΡ.: κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας: λέγεται για να υπονοηθεί ότι μία κατάσταση είναι νοσηρή. [< αγγλ. something is rotten in the state of Denmark]

δράκος

δράκος δρά-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΛΑΟΓΡ. (σε λαϊκές παραδόσεις ή παραμύθια) ανθρωπόμορφο δαιμονικό ον, που τρώει ανθρώπους ή και ζώα. Βλ. δράκοντας, λάμια. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ κακός άνθρωπος· (συνήθ. ειδικότ.) κατά συρροή βιαστής ή και δολοφόνος: αδίστακτος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενειοφόρος δράκος: ΖΩΟΛ. μεγάλη αυστραλιανή σαύρα (επιστ. ονομασ. Amphibolurus barbatus), που τρέφεται με έντομα. Βλ. τεράριουμ. [< αγγλ. bearded dragon] ● ΦΡ.: καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο βλ. παραμύθι [< μεσν. δράκος]

-θάνατος

-θάνατος, η, ο: β' συνθετικό ουσιαστικοποιημένων κυρ. επιθέτων με αναφορά στον θάνατο: ετοιμο~/μελλο~.

καλώς

καλώς [καλῶς] κα-λώς επίρρ. {καλύτερα, άριστα (λογιότ.) κάλλιστα} (λόγ.) 1. σωστά, ικανοποιητικά: Αν ενθυμούμαι ~, ...|| ~ έπραξες! Έτσι αποφάσισαν και ~ (έκαναν). Πβ. ορθώς.|| Βαθμός πτυχίου "~".|| Αν είναι έτσι, ~ (= σύμφωνοι). ΑΝΤ. κακώς 2. για την εισαγωγή ευχετ. φράσεων: ~ να γυρίσεις/να πας!|| (σε εκφρ. υποδοχής:) ~ τον/τους! ~ τα παιδιά! (συχνά ειρων.) ~ τα μάτια μου/μας τα δυο! (ως απάντηση:) ~ σε/σας βρήκα!|| ~ τα/τους δέχτηκες/να τους δεχτείς (= να τους υποδεχτείς)! ● ΦΡ.: έχει καλώς: για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· καλά, εντάξει: ~ ~, θα το φροντίσω. Αν τα καταφέρω, ~ ~· αλλιώς, θα ξαναπροσπαθήσω. Πβ. πάει καλά., καλώς εχόντων των πραγμάτων: αν εξελιχθούν όλα ομαλά: ~ ~, θα έχω τελειώσει μέχρι αύριο. Πβ. εκτός απροόπτου., καλώς ή κακώς: ανεξαρτήτως του αν κάτι είναι θετικό ή αρνητικό, αν συμφωνούμε ή όχι: ~ ~, αύριο θα έχει λήξει το θέμα., βαίνει καλώς βλ. βαίνω, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, καλώς ήρθες/ήρθατε βλ. έρχομαι, καλώς όρισες/ορίσατε βλ. ορίζω, καλώς τον(α) κι ας άργησε! βλ. αργώ, λίαν καλώς βλ. λίαν, ο καλώς/κακώς εννοούμενος βλ. εννοούμενος ● βλ. καλά, καλός [< αρχ. καλῶς]

Κένταυρος

Κένταυρος Κέ-νταυ-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αύρου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου: το Άλφα του ~αύρου. Βλ. Αιγόκερως, εγγύτατος, Σταυρός του Νότου/Νότιος Σταυρός, Τοξότης. 2. ΜΥΘ. {συνήθ. στον πληθ.} ον με ανθρώπινο σώμα από τη μέση και πάνω και σώμα αλόγου από τη μέση και κάτω. [< αρχ. Κένταυρος, γαλλ. Centaure, αγγλ. Centaurus]

κρατώ

κρατώ [κρατῶ] κρα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρατ-άς (σπάν.) -είς, κρατ-ά κ. -άει (σπανιότ.) -εί ... | κράτ-ησα, -ιέται κ. -είται, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κρατάω 1. έχω κάτι ή κάποιον στα χέρια μου, πιάνοντάς το(ν) ώστε να μην πέσει, να μην κινείται: ~ τη βαλίτσα/λουλούδια/το μωρό (αγκαλιά)/πανό/τη ρακέτα/τη σημαία (πβ. βαστώ). Μου ~άει την πόρτα, για να περάσω. Τον ~ούσε σφιχτά από το μανίκι/τη μέση/το χέρι. ~ σταθερά το τιμόνι. ~ τον σκύλο από το λουρί. ~ά στα χέρια της ένα βιβλίο/το τρόπαιο. Κράτα το όρθιο/χαμηλά/ψηλά. Κράτα μου λίγο την τσάντα. ~ιέμαι από τα κάγκελα/την κουπαστή (πβ. πιάνομαι). ~ήσου καλά. ~ηθείτε χέρι-χέρι. ΑΝΤ. αφήνω.|| (κατ' επέκτ.) Δεν με ~άει το σκοινί. Πώς θα ~ήσει τόσο βάρος το τραπέζι; Πβ. αντέχω, σηκώνω. 2. (γενικότ.) έχω στην κατοχή μου κάτι: Θα ~ήσει το διαμέρισμα για δική του χρήση. ~ησε το μερίδιό του.|| ~άει όπλο. Δεν ~ χρήματα/ψιλά (: δεν έχω πάνω μου, δεν μου βρίσκονται). 3. διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ησε την ανωνυμία του/την αξιοπρέπειά του/το δικαίωμα να .../μια σχέση (μυστική)/την ψυχραιμία του (ΑΝΤ. έχασε). ~ ουδετερότητα. Μας ~άει σε αγωνία/αναμονή/εγρήγορση/υπερένταση/φόρμα. ~ούν το κοινό καθηλωμένο. ~ τα βλέφαρα/μάτια ανοιχτά. ~ αποθηκευμένο το μήνυμα/απόρρητη την έκθεση/(καλά) κρυμμένο το γράμμα. ~ το παράθυρο κλειστό/πατημένο το πλήκτρο/το περιβάλλον καθαρό/τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Οι παίκτες ~ησαν τη διαφορά σταθερά πάνω από τους δέκα πόντους. ~ήστε το δέρμα σας ενυδατωμένο/ίσια την πλάτη/το κεφάλι ψηλά/τον οργανισμό σας υγιή. ~άει τον ρυθμό με το ντέφι. Με το ζόρι ~ιέμαι ξύπνιος/όρθιος. Κατάφερε να ~ηθεί στην εξουσία/στην επιφάνεια/στην κορυφή/στην πρώτη θέση (πβ. παραμένω). 4. φυλάω ή συγκρατώ κάτι, ώστε να μη χαθεί, καταστραφεί ή ξεχαστεί: ~ αντίγραφο/αποδείξεις/αρχεία/ντοκουμέντα/τα πρωτότυπα/φωτογραφίες. ~ (κάτι) ως εγγύηση/για ενθύμιο/ως φυλαχτό. ~ αποθέματα/δυνάμεις για ... ~ τα γραπτά μου σε συρτάρι. Μην ~άτε προσωπικά δεδομένα στον υπολογιστή σας. Τα στοιχεία ~ούνται εμπιστευτικά. ~ήστε τα εισιτήρια μέχρι την έξοδό σας από τον σταθμό.|| ~ αυτά που είπες/τα βασικά/τα θετικά/την ουσία/μια φράση από ... ~ στη μνήμη/στο μυαλό/στο νου μου τις αναμνήσεις από .../(ζωντανά) τα λόγια/τη μορφή σου (πβ. θυμάμαι). Αυτό που ~ από τις δηλώσεις/από τη φετινή χρονιά είναι ... Θα ~ήσω μόνο τα καλά. 5. φυλακίζω προσωρινά κάποιον χωρίς δικαστική απόφαση ή ένταλμα σύλληψης, του στερώ την ελευθερία του: Τον ~ησαν για ανάκριση/στην Aσφάλεια/στο αυτόφωρο/στο (αστυνομικό) τμήμα. Τους ~ούσε αιχμαλώτους/δεμένους/δέσμιους/έγκλειστους/ομήρους/φυλακισμένους. ~ούνται αδίκως/παράνομα/για τα πολιτικά τους φρονήματα/υπό περιορισμό. ~είται σε απομόνωση/σε κελί/σε στρατόπεδο/στη φυλακή. Συνελήφθη και ~είται για εμπλοκή στη ληστεία/στην υπόθεση. Εξακολουθούν να ~ούνται από τις Αρχές οι ... (: τελούν υπό κράτηση). 6. έχω κάτι υπό τον έλεγχο, τη φροντίδα, την ευθύνη, την επίβλεψή μου: ~ το μαγαζί (πβ. διευθύνω)/το νοικοκυριό/το ξενοδοχείο/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συντηρώ)/το ταμείο. ~ τα λογιστικά βιβλία (πβ. ενημερώνω, τηρώ). Από τότε που αρρώστησε, τα παιδιά του ~άνε τη δουλειά/το μαγαζί.|| (μτφ.) ~άμε την τύχη στα χέρια μας. Η ομάδα ~ά το εισιτήριο για τον τελικό. ~ούν τα κλειδιά της επιτυχίας. Ένας παίκτης ~ησε μόνος του όλη την ομάδα (πβ. στηρίζω). Βλ. ανδρο-, γυναικο-κρατείται. 7. δεν αφήνω κάτι να εκτεθεί, να φανερωθεί, να εκδηλωθεί: ~ησε τα δάκρυα/τον θυμό/τα νεύρα του (πβ. συγκρατώ). Έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά την ~ για τον εαυτό μου/για μένα. Δεν μπορεί να ~ήσει τα συναισθήματά της. Το καλύτερο σας το ~ για το τέλος/έκπληξη. Μού 'ρχεται να κλάψω μα ~ιέμαι. Πώς ~ήθηκα και δεν είπα τίποτα! Δεν μπόρεσα να ~ηθώ από τα γέλια.|| Δεν μπορώ να ~ηθώ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. 8. τηρώ: ~ούν τις αξίες/τις αρχές/τα έθιμα/τις παραδόσεις. ~ησε την αξιοπρέπειά/το λόγο (της τιμής)/τον όρκο/την υπόσχεσή του (ΑΝΤ. αθετώ). ~ (αρνητική/θετική) στάση απέναντι σε ... Θα ~ηθεί σειρά προτεραιότητας. 9. (γενικότ.) για να δηλωθεί ενέργεια: ~ παρέα/συντροφιά σε κάποιον (πβ. κάνω). ~ τις επιφυλάξεις μου (= επιφυλάσσομαι).|| ~ ημερολόγιο (πβ. γράφω)/λογαριασμό/παρουσίες (πβ. παίρνω)/πρακτικά/σημειώσεις. ~ τα στοιχεία κάποιου (πβ. καταχωρώ, σημειώνω). Δεν ~ησα το νούμερο του αυτοκινήτου/το τηλέφωνό του. Εφαρμογή/συσκευή που ~άει τον χρόνο/την ώρα (πβ. καταγράφω). 10. κάνω κράτηση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων θέση, εισιτήριο: ~ δωμάτιο/τραπέζι (στο όνομά μου). Πβ. αγκαζάρω, κλείνω. 11. δεσμεύω κάποιον, δεν τον αφήνω να φύγει: Την ~ησα για φαγητό. Πουλάει φτηνά, για να ~ήσει τους πελάτες. Τίποτα δεν με ~άει πια εδώ. Πώς θα τον ~ήσω κοντά μου; Η αγάπη τούς ~ησε μαζί. Μη σας ~ άλλο (πβ. καθυστερώ). Μας ~ησε μέχρι αργά. Θα τον ~ήσουν (: δεν θα τον απολύσουν) στη δουλειά. 12. παρακρατώ: ~ μέρος των χρημάτων/τους τόκους. Τι σου ~άνε από τον μισθό; ~είται προμήθεια 0,30 ευρώ ανά συναλλαγή.|| (ειδικότ.) Κράτα τα ρέστα (: μη μου τα δίνεις). 13. (για πρόσ., πράγμα ή ουσία) συγκρατώ: Κράτα με, γιατί θα του ορμήξω. Τα δέντρα ~ούν το χώμα. Ο οργανισμός του ~ά (= κατακρατεί) περισσότερα υγρά από όσα χρειάζεται (πβ. απορροφώ). 14. αντέχω: Λάστιχα που ~άνε στον δρόμο (: είναι ανθεκτικά).|| (μτφ.) ~ησε στην πολιορκία (πβ. αντιστέκομαι). Πώς ~ησε και δεν τα παράτησε! (ως προτροπή) Κράτα γερά! Παρά τις δοκιμασίες ~ήθηκε στο ύψος του. Πβ. βαστώ. 15. (προφ.) κατάγομαι: ~άει από καλή οικογένεια/σόι. ~ από τη Μάνη.|| (παλαιότ.) ~άει από αρχοντική γενιά.κρατά & κρατάει 1. διαρκεί, αντέχει στον χρόνο: Μπαταρία που δεν ~ πολύ. Όλα τα ωραία ~άνε λίγο. Η εξορία/ο πόλεμος/η σχέση ~ησε δέκα χρόνια. Καλό ήταν όσο ~ησε. Πόσο ~ησαν οι διαπραγματεύσεις; 2. διατηρείται: Το μακιγιάζ/το χτένισμα ~ (: δεν χαλάει). Δεν ~άνε τα τυριά εκτός ψυγείου (: αλλοιώνονται). ● ΦΡ.: (ο χορός) καλά κρατεί (συχνά αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που έχει διάρκεια, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: Η βεντέτα/η κρίση/o πόλεμος ~ ~. ~ ~ η προεκλογική αντιπαράθεση. (Και) τα πανηγύρια/σκάνδαλα ~ ~ούν., δεν κρατιέμαι (προφ.): για να δηλωθεί έντονη ανυπομονησία, επιθυμία, ανάγκη για κάτι: ~ ~ιόταν από τη χαρά της., κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι με τη συνεργασία επιτυγχάνεται καλύτερα ο στόχος. Πβ. το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο., κρατά(ει) τη θέση του (μτφ.) 1. ενεργεί κατά τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπειά του ή να μην εκτίθεται: Ξέρει να ~ ~. 2. επιμένει στις απόψεις του., κρατάει χαρακτήρα (μτφ.-προφ.): παραμένει σταθερός στις απόψεις του, δεν αλλάζει στάση, συμπεριφορά., κρατάω το παιδί 1. (για έγκυο) αποφασίζω να μη διακόψω την κύηση. 2. το φυλάω, προσέχω (όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι): Ποιος σου ~άει ~; Βλ. μπέιμπι σίτερ., κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή: τον βοηθώ να ζήσει ή να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες: Την ~ούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.|| (μτφ.) Η ελπίδα/το πείσμα τον ~ησε ζωντανό. (κατ' επέκτ.) ~ησε ζωντανό το όνειρο., κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό: δεν το φανερώνω: ~ά(ει) (επτασφράγιστο) μυστικό το παρελθόν του. ~ησε κρυφό το γεγονός από τους φίλους του. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) (προφ.): θυμάμαι το κακό που μου έκαναν και επιδιώκω εκδίκηση: Μια φορά του είπα ψέματα και ακόμη μου το ~ει. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο, κρατάω (κάτι) γινάτι βλ. γινάτι, κρατάω (κάτι) μέσα μου βλ. μέσα, κρατάω κόντρα βλ. κόντρα, κρατάω πισινή βλ. πισινός, κρατάω τα μπόσικα βλ. μπόσικος, κρατάω το ίσο βλ. ίσο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, κρατώ (κάποιον) ενήμερο βλ. ενήμερος, κρατώ (το) φανάρι βλ. φανάρι, κρατώ αντίσταση βλ. αντίσταση, κρατώ επαφή (με κάποιον) βλ. επαφή, κρατώ κακία σε κάποιον βλ. κακία, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρατώ μακριά βλ. μακριά, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση βλ. απόσταση, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, κρατώ/τηρώ τις ισορροπίες βλ. ισορροπία, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, κρύβε λόγια βλ. λόγια, λαμβάνω/κρατώ υπό σημείωση βλ. σημείωση, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, πιάνω/κρατώ τη μύτη μου βλ. μύτη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή ● βλ. κράτει, κρατημένος, κρατούμενος, κρατών [< αρχ. κρατῶ ‘είμαι ισχυρός, επικρατώ, κρατώ σταθερά’]

μαρμαρώνω

μαρμαρώνω μαρ-μα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μαρμάρω-σα, -θηκε, -μένος} ΣΥΝ. πετρώνω 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μετατρέπω ή μετατρέπομαι σε μάρμαρο: Η μάγισσα τον ~σε. ~μένη βασιλοπούλα. 2. (μτφ.) μένω ακίνητος ή/και άναυδος από έντονη έκπληξη ή φόβο· γενικότ. δεν μπορώ να κινηθώ: ~σε σαν άγαλμα. Κοιτούσε/στεκόταν ~μένη.|| ~μένος από το κρύο (= ξεπαγιασμένος). ΣΥΝ. κοκαλώνω, παγώνω. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μαρμαρωμένος βασιλιάς: ΙΣΤ. για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο που, σύμφωνα με τον λαϊκό θρύλο, τον μαρμάρωσε Άγγελος Κυρίου, μόλις τον περικύκλωσαν οι Τούρκοι. [< μεσν. μαρμαρώνω < μτγν. μαρμαρῶ]

Μωάμεθ

Μωάμεθ Μω-ά-μεθ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναλαμβάνει πρωτοβουλία για μια ενέργεια ή συνάντηση, την οποία κανονικά θα έπρεπε να πραγματοποιήσει κάποιος άλλος. [< μεσν. Μωάμεθ]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

παγόβουνο

παγόβουνο πα-γό-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. τεράστιος συνήθ. όγκος πάγου που έχει αποκοπεί από κάποιον πολικό παγετώνα και επιπλέει στις ανοιχτές θάλασσες. Βλ. παγονησίδα. 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο ψυχρό, συνήθ. ερωτικά. Πβ. παγοκολόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: η κορυφή του παγόβουνου 1. (μτφ.) το ορατό σημείο αρνητικής συνήθ. κατάστασης που δεν είναι γνωστή σε όλο το εύρος της: Το σκάνδαλο δεν είναι παρά ~ ~ σε μια σειρά παράνομων υποθέσεων. 2. το τμήμα του παγόβουνου που είναι πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. [< αγγλ. the tip of the iceberg] [< γαλλ.-αγγλ. iceberg]

πατ

πατ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: κομμάτι από ύφασμα που ράβεται ως τελείωμα σε ρούχο: μανσέτες/τσέπη με ~. Ζώνη με ~. Βλ. μπάλωμα. [< γαλλ. patte] ΠΑΤ

ποδήλατο

ποδήλατο πο-δή-λα-το ουσ. (ουδ.) {ποδηλάτ-ου}: ΤΕΧΝΟΛ. όχημα με δύο συνήθ. τροχούς, τον έναν πίσω από τον άλλο, συνδεδεμένους με μεταλλικό σκελετό, το οποίο κινείται με την περιστροφική κίνηση που ασκούν τα πόδια του αναβάτη στα πετάλια και χρησιμοποιείται για μετακίνηση, άθληση ή ψυχαγωγία: ανδρικό/γυναικείο/διθέσιο/ενεργειακό/ηλεκτροκίνητο/μηχανοκίνητο (= μοτο~)/τρίκυκλο ~. ~ με βοηθητικές ρόδες/ταχύτητες. Το ~ ως εναλλακτικό μέσο φιλικό προς το περιβάλλον. Αλυσίδα (βλ. ντεραγιέρ)/καλάθι/κράνος/ρόδες/σέλα/σχάρα/τιμόνι/φρένα ~ου. Κάνω/μαθαίνω/ξέρω/οδηγώ ~. Πηγαίνει στη δουλειά με (το) ~. Βλ. υδρο~. ● Υποκ.: ποδηλατάκι (το): μικρό ποδήλατο, κυρ. παιδικό. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο ποδήλατο & ποδήλατο θαλάσσης: μικρό πλωτό όχημα που κινείται με πετάλια. [< αγγλ. aqua/sea bike] , ποδήλατο βουνού & ορειβατικό ποδήλατο: μάουντεν μπάικ., ποδήλατο γυμναστικής & στατικό/(σπάν.) σταθερό ποδήλατο: το αντίστοιχο όργανο γυμναστικής: καθιστά/μαγνητικά/στατικά ~ατα ~. [< αγγλ. stationary bicycle, 1962] ● ΦΡ.: ποδήλατο δρόμου & αγωνιστικό ποδήλατο: που διαθέτει ελαφρύ σκελετό και λεπτά λάστιχα, για μεγαλύτερη ταχύτητα. [< αγγλ. road bike] , ποδήλατο πόλης: κατάλληλο για μετακίνηση σε αστικούς δρόμους: σπαστό ~ ~., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< γαλλ. vélocipède, 1818]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.