ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]
άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]
αμβλύς, εία, ύ [ἀμβλύς] αμ-βλύς επίθ. {-είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} (λόγ.) 1. (μτφ.) αδύναμος, άτονος ή εξασθενημένος: ~ύς: πόνος (ΣΥΝ. ήπιος, ΑΝΤ. οξύς). ~εία: όραση (ΑΝΤ. δυνατή). ~ύ: τραύμα. 2. που δεν είναι αιχμηρός, κοφτερός: ~εία: άκρη. ~ύ: εργαλείο (= στομωμένο). ΑΝΤ. μυτερός, οξύς (5) ● ΣΥΜΠΛ.: αμβλεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι μεγαλύτερη από 90° και μικρότερη από 180°. Βλ. οξεία, ορθή γωνία. [< γαλλ. angle curriligne] [< αρχ. ἀμβλύς]
ανάδραση [ἀνάδραση] α-νά-δρα-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): ανατροφοδότηση. Βλ. βιο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση & αρνητική ανατροφοδότηση: που τείνει να σταθεροποιήσει μια διαδικασία, μειώνοντας τον ρυθμό ή το αποτέλεσμά της σε περίπτωση που οι επιδράσεις της είναι υπερβολικά μεγάλες. [< αγγλ. negative feedback, 1934] , θετική ανάδραση & θετική ανατροφοδότηση: που στοχεύει ή καταλήγει στη διεύρυνση ή αύξηση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας: ~ ~ της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.|| ~ ~ του πολιτισμού (πβ. ενθάρρυνση, ενίσχυση, στήριξη). [< αγγλ. positive feedback, 1934]
αφήγηση [ἀφήγηση] α-φή-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΟΤ. απλή ή έντεχνη παρουσίαση ιστορίας με προφορικό ή γραπτό λόγο, εικόνα, κίνηση· διήγηση: προσωπική ~. ~ γεγονότων/παραμυθιού/περιπετειών. Η ~ της ζωής της. Το κόμικ ως εικαστική ~.|| Ιστορική/λογοτεχνική ~. Η οπτική γωνία/τα πρόσωπα/οι τεχνικές (βλ. αφηγηματικός)/ο χρόνος της ~ης. ~ σε πρώτο πρόσωπο. Αναδροµικές ~ήσεις (ή αναδροµές, φλας μπακ). Πρόδροµες ~ήσεις (ή προλήψεις). Με τον διάλογο επιτυγχάνεται ζωντάνια στην ~.|| ~ήσεις μαρτύρων. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική αφήγηση: εξιστόρηση αφηγηματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά. [< αρχ. ἀφήγησις, γαλλ. narration]
γένος γέ-νος ουσ. (ουδ.) {γέν-ους | -η, -ών} 1. σύνολο ανθρώπων με κοινή οικογενειακή καταγωγή, γενιά: αρχοντικό/ένδοξο ~.|| Το ~ ... (: το επώνυμο του πατέρα, για παντρεμένη γυναίκα). Βλ. σόι.|| (ΙΣΤ.) Αριστοκρατικό ~. Πβ. οικογένεια. Βλ. φατρία. 2. φυλή, έθνος· σπάν. το φύλο: το ~ των Ελλήνων. Το ελληνικό ~. Ελληνίδα (σ)το ~. Βλ. εθνότητα, ράτσα, φάρα.|| (ειδικότ., κυρ. με κεφαλ. Γ) Το σκλαβωμένο/υπόδουλο ~ (: ο Ελληνισμός επί Τουρκοκρατίας). Ο ξεσηκωμός του ~ους. Αγώνες/απελευθέρωση/ευεργέτες του ~ους. Η μεγάλη του ~ους Σχολή.|| Το ~ των ανθρώπων (= η ανθρωπότητα).|| Φυσικό ~. Το ~ των ανδρών/των γυναικών. 3. ΓΡΑΜΜ. & γραμματικό γένος: γραμματική κατηγορία του ονόματος που ρυθμίζει κυρ. τις σχέσεις συμφωνίας ανάμεσα στο όνομα και το ρήμα ή τους ονοματικούς προσδιορισμούς: το ~ των αντωνυμιών/άρθρων/επιθέτων/μετοχών/ουσιαστικών. Βλ. αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο. 4. ΒΙΟΛ. υποδιαίρεση της ταξινόμησης των ζωντανών οργανισμών: ~ ζώων/φυτών. Βλ. είδος, οικογένεια, υπο~. 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) έννοια που στο εύρος της περιλαμβάνει άλλες στενότερες, τα είδη που υπάγονται σε αυτή: Το "δέντρο" είναι έννοια ~ους σε σχέση με το "πεύκο". Βλ. βάθος. ΑΝΤ. πλάτος (4) 6. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετράχορδου ή το σύνολο των ήχων που ακολουθούν τα ίδια ή συγγενικά διαστήματα στις κλίμακές τους: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λογοτεχνικά γένη/είδη βλ. λογοτεχνικός, το ανθρώπινο είδος/γένος βλ. είδος ● ΦΡ.: εν γένει & ενγένει (λόγ.): γενικά: Ο νόμος δεν καλύπτει ~ ~ όλες τις επιχειρήσεις. Πβ. κατά (γενικό) κανόνα.|| Η ~ ~ (= γενικότερη) διαδικασία/κατάσταση/λειτουργία/συμπεριφορά/συνεργασία. [< γαλλ. en général] [< αρχ. γένος, γαλλ. genre, αγγλ. genus]
γκραμ: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: gram αρνητικός & αρνητικός κατά gram: που παίρνει κόκκινο χρώμα, όταν εφαρμόζεται η χρώση gram: ~ ~ά βακτήρια. ~ ~οί κόκκοι (: γονό-, μηνιγγιτιδό-κοκκος).|| (κατ' επέκτ.) ~ ~ή λοίμωξη. [< γαλλ. gram négatif] , gram θετικός & θετικός κατά gram: που διατηρεί το μοβ χρώμα, όταν εφαρμόζεται η χρώση gram: ~ ~ά βακτήρια. ~ ~οί κόκκοι (: εντερό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος). [< γαλλ. gram positif] ● ΦΡ.: χρώση (κατά) gram & (κατά) gram χρώση: μέθοδος επεξεργασίας ιστών ή σωματικών υγρών που έχουν υποστεί βακτηριακή μόλυνση, κατά την οποία τα βακτήρια αρχικά χρωματίζονται μοβ και στη συνέχεια με διαδοχική χρήση οργανικού διαλύτη και δεύτερης χρωστικής είτε διατηρούν το χρώμα αυτό είτε αποχρωματίζονται και βάφονται κόκκινα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν (gram θετικά ή gram αρνητικά αντίστοιχα). [< γαλλ. coloration de Gram] [< γαλλ. gram, δανέζικο ανθρ. Hans C. J. Gram]
-γώνιος, α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
διαδοχικός, ή, ό δι-α-δο-χι-κός επίθ. {συνηθέστ. στον πλήθ.} 1. που ανήκει σε μια χρονική κυρ. ακολουθία, σε μια σειρά, αλλεπάλληλος, συνεχόμενος: ~ός: έλεγχος. (ΝΟΜ.) ~ή: ασφάλιση. ~ό: πάτημα (κουμπιού). ~οί: γύροι. ~ές: γενιές/ήττες/κληρώσεις/νίκες/(ΝΟΜ.) συμβάσεις εργασίας (: χωρίς να μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ τους)/συσκέψεις/φάσεις. ~ά: βήματα/πλήγματα/στάδια. ~ές εκρήξεις βομβών. ~ές συναντήσεις έχει από το πρωί ο πρόεδρος. Πβ. αλυσιδωτός, απανωτός, επάλληλος.|| (ΜΑΘ.) ~οί: αριθμοί/όροι. ~ά: σημεία.|| (ΓΕΩΜ.) Δύο ~ές κορυφές ενός πολυγώνου. 2. (σπάν.) που σχετίζεται με τη διαδοχή ή τον διάδοχο: ~ή: βασιλεία. ● επίρρ.: διαδοχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ΣΥΝ. αλληλοδιαδόχως ● ΣΥΜΠΛ.: διαδοχικές γωνίες: ΓΕΩΜ. περισσότερες από δύο γωνίες, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και καθεμιά από αυτές είναι εφεξής γωνία με την προηγούμενη ή την επόμενή της. [< πβ. μεσν. διαδοχικός 'που ανήκει σε φιλοσοφική σχολή', γαλλ. successif]
διάκριση δι-ά-κρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. αναγνώριση της αξίας ή της προσφοράς κάποιου και κατ' επέκτ. βραβείο, έπαινος: ακαδημαϊκή/διεθνής/επιστημονική/κορυφαία/παγκόσμια/πανελλήνια/ύψιστη ~. Στοχεύει στη ~ σε αγώνισμα/διαγωνισμό/κύπελλο/πρωτάθλημα. Απονέμω/παίρνω ~ (: έπαθλο). Απέσπασε/έλαβε/κατέκτησε/πέτυχε ~. Χρονιά ρεκόρ και ~ίσεων για τον αθλητή του στίβου. Η ομάδα παίζει απόψε χωρίς ελπίδες ~ης. ~ίσεις και τιμές. Συμμετοχές-~ίσεις.|| (λόγ.) (συνήθ. για τίτλους σπουδών) Έλαβε το πτυχίο της με ~ (= με υψηλή βαθμολογία, πβ. έπαινος). 2. διαχωρισμός: ~ εννοιών/ήχων/σημασιών/φθόγγων. ~ αριστερού-δεξιού/καλού-κακού/μορφής-περιεχομένου/σωστού-λάθους. Η πλατωνική θεωρία για την τριμερή ~ της ψυχής (: διαίρεση). Επαρκής ~ καθηκόντων. ~ σε κατηγορίες (= χωρισμός). Σαφής ~ ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν (πβ. διαφοροποίηση). Λεπτές ~ίσεις μεταξύ δύο όρων (= διαφορές). 3. (στην εκκλησ. γλ.) διακριτικότητα, ταπεινοφροσύνη. ● διακρίσεις (οι): μεροληπτική στάση, συμπεριφορά· άνιση και άδικη μεταχείριση ατόμου ή κυρ. ομάδων λόγω προκαταλήψεων: Κάνει ~ υπέρ (: δείχνει προτίμηση, εύνοια)/σε βάρος κάποιου. Χωρίς ~ και προκαταλήψεις. Θύμα ~ίσεων (π.χ. λόγω αναπηρίας, πεποιθήσεων, φύλου, χρώματος).|| ~ (εναντίον/κατά) των ηλικιωμένων/των μειονοτήτων. Θρησκευτικές/κοινωνικές/κομματικές/σεξιστικές (βλ. σεξισμός)/ταξικές ~. ~ στην αγορά εργασίας/εκπαίδευση. Καταπολέμηση των ~ίσεων. Εκστρατεία/μέτρα/νομοθεσία/πολιτική κατά των ~ίσεων.|| (κατ' επέκτ.) Ιός/νόμος που δεν κάνει ~ (πβ. εξαιρέσεις).|| (ΝΟΜ.) Η αρχή της μη ~ίσεως. Βλ. ρατσισμός. [< γαλλ. discrimination] ● ΣΥΜΠΛ.: θετική διάκριση & αντίστροφη διάκριση: μορφή κοινωνικής πολιτικής που προβλέπει ειδικά πλεονεκτήματα σε μέλη ομάδων με ανεπαρκή εκπροσώπηση, συνήθ. σε θέσεις εργασίας, στην εκπαίδευση (π.χ. άτομα με ειδικές ανάγκες), με στόχο την πρόληψη ή την αντιστάθμιση ανισοτήτων: ~ ~ προς όφελος γυναικών/υπέρ αναπήρων. Μέτρα/συνθήκες ~ής ~ης. Βλ. ποσόστωση. [< αγγλ. positive/reverse discrimination, 1967] , διάκριση των εξουσιών βλ. εξουσία, τιμητική διάκριση βλ. τιμητικός, φυλετικές διακρίσεις βλ. φυλετικός ● ΦΡ.: (είναι) στη διάκριση (κάποιου) (λόγ.): εξαρτάται από: Η παροχή κρατικής βοήθειας είναι ~ ~ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πβ. επαφίεται). Πβ. διακριτική ευχέρεια. [< πβ. γαλλ. être à la discrétion de (quelqu'un)] [< αρχ. διάκρισις 1,2: γαλλ. distinction]
διαφήμιση δι-α-φή-μι-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή και το αποτέλεσμα του διαφημίζω: αθέμιτη/διαδικτυακή//εμπορική/έντυπη/ηλεκτρονική/κινητή/κρατική/πληρωμένη/πολιτική/προσωπική/υπαίθρια ~. ~ εναλλακτικών μορφών τουρισμού. ~ κατά των ναρκωτικών. Βλ. αερο~, αυτο~.|| Διασκεδαστική/εξαιρετική/έξυπνη/ευρηματική/ευφάνταστη/κακόγουστη/πετυχημένη/πρωτότυπη ~. Πβ. ρεκλάμα.|| (σε ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές:) Μικρή διακοπή για ~ίσεις. Βλ. προ~. 2. διαφημιστικός κλάδος, τομέας: Ασχολείται με τη/δουλεύει στη ~. Παραγωγός/υπεύθυνος ~ης. Η βιομηχανία της/μέσα/τεχνικές/υπηρεσίες ~ης. 3. προβολή, έπαινος: Κάνει ~ στον εαυτό του (= αυτοδιαφημίζεται). Αγώνας/ματς ~ του ποδοσφαίρου (: συναρπαστικός, συνήθ. με πολλά γκολ). ΑΝΤ. δυσφήμιση ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική/μαύρη διαφήμιση 1. που άμεσα ή έμμεσα δημιουργεί αρνητική εικόνα ή δυσφημεί ανταγωνιστικό προϊόν ή υπηρεσία. 2. που στοχεύει στη δυσφήμιση του πολιτικού αντιπάλου., γκρίζα διαφήμιση & έμμεση/συγκεκαλυμμένη/συγκαλυμμένη διαφήμιση: έμμεσος τρόπος που επιλέγει μια εταιρεία για την προώθηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών της. Πβ. τοποθέτηση προϊόντων. , παραπλανητική διαφήμιση: που οδηγεί τον καταναλωτή σε λάθος συμπεράσματα και συνήθ. βλάπτει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. [< αγγλ. misleading advertising] , συγκριτική διαφήμιση: που προσδιορίζει άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα ενός ανταγωνιστή ή τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρει. [< αγγλ. comparative advertising] , άμεσο μάρκετινγκ/άμεση διαφήμιση βλ. μάρκετινγκ [< γαλλ. réclame, publicité, αγγλ. advertisement]
διάφραγμα δι-ά-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΦΩΤΟΓΡ. σειρά λεπίδων σε ακτινωτή διάταξη που ρυθμίζουν το άνοιγμα φακού και την ποσότητα φωτός η οποία εισέρχεται σε οπτικό όργανο ή φωτογραφική μηχανή: εστίαση, ~ και ταχύτητα της κάμερας. Ανοίγω/κλείνω/ρυθμίζω το ~. 2. ΑΝΑΤ. μυώδης ιστός που διαχωρίζει σωματικές κοιλότητες στα θηλαστικά· ειδικότ. ο αναπνευστικός μυς που βρίσκεται κάτω από τους πνεύμονες και χωρίζει την κοιλιακή από τη θωρακική κοιλότητα: μεσοκοιλιακό/μεσοκολπικό ~. Αναπνέει με το ~. Έχει στραβό (ενν. ρινικό) ~ (: χόνδρος που χωρίζει τη μύτη στη μέση σε δύο θαλάμους, τα ρουθούνια). 3. ΙΑΤΡ. κοίλο, ελαστικό γυναικείο μέσο αντισύλληψης που εφαρμόζεται στον τράχηλο της μήτρας. Βλ. προφυλακτικό, σπιράλ, χάπι. 4. ΤΕΧΝΟΛ. μεμβράνη ακουστικής συσκευής που δονείται από ηχητικά κύματα και παράγει ηλεκτρικά σήματα: το ~ του μικροφώνου. [< 1,3,4: γαλλ. diaphragme, αγγλ. diaphragm 2: αρχ. διάφραγμα]
δίκαιο δί-και-ο ουσ. (ουδ.) {δικαί-ου | -ων} 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Δ) το σύνολο των νόμων και των κανόνων που θεσμοθετεί και αναγνωρίζει το κράτος και οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων: αεροπορικό/αθλητικό/ασφαλιστικό/γραπτό/διοικητικό/εκκλησιαστικό/εκλογικό/ενεργειακό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/κοινό/κοινοβουλευτικό/κοινωνικό/στρατιωτικό/συγκριτικό/σωφρονιστικό/τραπεζικό/φορολογικό/χρηματιστηριακό/χωροταξικό ~. ~ αλλοδαπών/αναγκαστικής εκτέλεσης/ανηλίκων/ανταγωνισμού/ανωνύμων εταιρειών/αξιογράφων/βιομηχανικής ιδιοκτησίας/διεθνών συναλλαγών/ιθαγένειας/Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης/περιβάλλοντος/πληροφορικής/πνευματικής ιδιοκτησίας/συμβάσεων/συνεταιρισμών/της υγείας. Διάταξη/επιβολή/ισχύς/καταστρατήγηση/παράβαση (του) ~ου. Η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών είναι ζήτημα ~ου. (ΙΣΤ.) Βυζαντινό/ελληνιστικό/ρωμαϊκό ~. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ~ου (της Ακαδημίας Αθηνών). 2. το σύνολο των αρχών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα προσώπου ή ομάδας και κατ' επέκτ. το σωστό: αποκατάσταση του ~ου. Οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να έχουν ως γνώμονα το ~ (= τη δικαιοσύνη). Να υπηρετείς το ~. Βλ. δίκιο.|| (στον πληθ., δικαιωματικές απαιτήσεις) Αγωνίζομαι για/διεκδικώ τα/πολεμώ για τα ~ά μου. Τα ~α του έθνους (= εθνικά ~α)/του ελληνισμού/του λαού. Πβ. αξίωση. ΑΝΤ. άδικο 3. ΝΟΜ. η νομική επιστήμη: θεωρία του ~ου. Πβ. Επιστήμη του Δικαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Αστικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις διαφορές των πολιτών και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Zivilrecht, γαλλ. droit civil] , Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία επίλυσης ιδιωτικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. [< γερμ. Zivilprozeß] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο & Διεθνές Δίκαιο: που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, και τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. [< γερμ. Völkerrecht] , Δημόσιο Δίκαιο : ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης και εκείνων που ρυθμίζουν την οργάνωση, λειτουργία και γενικά τη δραστηριότητα των πολιτειακών οργάνων, όπως και τις σχέσεις των διοικούμενων με τη δημόσια διοίκηση. Βλ. Ιδιωτικό Δίκαιο. [< γερμ. Staatsrecht] , Εμπορικό Δίκαιο: το σύνολο γραπτών ή εθιμικών κανόνων Ιδιωτικού Δικαίου που ρυθμίζουν το Δίκαιο των εμπορικών πράξεων και των εμπόρων. [< γερμ. Handelsrecht] , Ενδοτικό Δίκαιο & ενδοτικός κανόνας δικαίου: που η εφαρμογή των κανόνων του είναι προαιρετική, η ισχύς του μπορεί να αρθεί από την ιδιωτική βούληση. Βλ. κανόνες αναγκαστικού Δικαίου. [< λατ. jus dispositivum] , Ενοχικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις ενοχικές σχέσεις (: συμβάσεις, αδικοπραξίες): γενικό/ειδικό ~ ~. Βλ. προστασία (του) καταναλωτή. [< γερμ. Schuldrecht] , Επιστήμη του Δικαίου: Νομική Επιστήμη που εξετάζει το ισχύον Δίκαιο., Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Κοινοτικό Δίκαιο: το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Europarecht] , θετικό δίκαιο: οι γραπτοί συνήθ. κανόνες δικαίου., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ πολιτών διαφορετικών χωρών. [< γερμ. internationales Privatrecht] , Κληρονομικό Δίκαιο: το σύνολο των διατάξεων του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους μεταβίβασης περιουσίας λόγω θανάτου· το αντίστοιχο νομικό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Erbrecht] , κράτος δικαίου: ΝΟΜ. που λειτουργεί με βάση το γραπτό δίκαιο., Ναυτικό/Ναυτιλιακό Δίκαιο: το δίκαιο της θαλασσοπλοΐας. [< γερμ. Seerecht] , Οικογενειακό Δίκαιο & (προφ.) Οικογενειακό: οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις που συνδέονται με τον γάμο, τη συγγένεια εξ αίματος και την υιοθεσία. [< γερμ. Familienrecht] , Ποινικό Δίκαιο: ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στις εγκληματικές πράξεις και στις αντίστοιχες ποινές για τους δράστες: ~ ~ ανηλίκων. Αγωγή ~ού ~ου. Το ~ ~ διακρίνεται στο Ουσιαστικό ~ ~ και στην Ποινική Δικονομία.|| (προφ.) Αδίκημα/εγκληματίες του κοινού ~ού ~ου. [< γερμ. Strafrecht] , φυσικό δίκαιο: που πηγάζει από τη φύση του ανθρώπου και τις αρχές του για το ηθικό και το σωστό., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, Δημοσιονομικό Δίκαιο βλ. δημοσιονομικός, εθιμικό δίκαιο βλ. εθιμικός, Εμπράγματο Δίκαιο βλ. εμπράγματος, Εργατικό Δίκαιο/Εργατική Νομοθεσία/Εργατικός Κώδικας βλ. εργατικός, Ιδιωτικό Δίκαιο βλ. ιδιωτικός, ικανότητα δικαίου βλ. ικανότητα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, Κανονικό Δίκαιο βλ. κανονικός, Οικονομικό Δίκαιο βλ. οικονομικός, Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο βλ. ποινικός, Πειθαρχικό Δίκαιο βλ. πειθαρχικός, πλάσμα δικαίου βλ. πλάσμα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία βλ. ποινικός, Πτωχευτικό Δίκαιο βλ. πτωχευτικός, Συνταγματικό Δίκαιο βλ. συνταγματικός, Υπαλληλικό Δίκαιο βλ. υπαλληλικός ● ΦΡ.: το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου & ο νόμος/το δίκαιο του ισχυρού & το δίκαιο της πυγμής: σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η βούληση εκείνου που έχει τη μεγαλύτερη (υλική, οικονομική, πολιτική) δύναμη, σε βάρος των αδυνάτων. ΣΥΝ. ο νόμος της ζούγκλας (2), το δίκαιο των πολλών: όταν υπερισχύει η θέληση των περισσοτέρων., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα βλ. αίσθημα [< αρχ. δίκαιον, γαλλ. droit < λατ. directum ‘ορθή κατεύθυνση’, γερμ. Recht, Rechts-, αγγλ. law]
εισαγωγή [εἰσαγωγή] ει-σα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος σε μία χώρα αγαθών ή υπηρεσιών από χώρα του εξωτερικού: ~ ανταλλακτικών/ηλεκτρικής ενέργειας/κεφαλαίων/μηχανημάτων/πρώτων υλών/συναλλάγματος/φαρμάκων. Άδεια/κόστος/φόρος ~ής. Άδηλες/αθρόες ~ές. ΑΝΤ. εξαγωγή (1) 2. ένταξη κάποιου σε (εκπαιδευτικό ή νοσηλευτικό) ίδρυμα: ~ υποψηφίων σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Εξετάσεις/μόρια/σύστημα ~ής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.|| (για παροχή ιατρικής περίθαλψης) Επείγουσα ~ ασθενούς στο νοσοκομείο. Βλ. εξιτήριο, επαν~. 3. τοποθέτηση, προσθήκη, προώθηση: ~ φαρμάκου στον οργανισμό/φύλλου στον εκτυπωτή/CD στον υπολογιστή. Βλ. εισδοχή, εισροή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (με πληκτρολόγιο)/κωδικού πρόσβασης. Πεδίο/φόρμα ~ής (κειμένου).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ μετοχών/τίτλων στο χρηματιστήριο.|| (μτφ.) ~ σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας στην εκπαίδευση. Βλ. εμπλουτισμός.|| (ΝΟΜ.) ~ της υπόθεσης στο Συμβούλιο Επικρατείας (πβ. παραπομπή). 4. το εναρκτήριο τμήμα γραπτού ή προφορικού λόγου που περιλαμβάνει τις βασικές έννοιες του θέματος που πρόκειται να αναλυθεί· κατ' επέκτ. βιβλίο ή κύκλος παραδόσεων που παρουσιάζει τις θεμελιώδεις έννοιες ενός αντικειμένου μελέτης: γενική/εκτενής/σύντομη ~. Αντί ~ής ... Πβ. προλεγόμενα, προοίμιο. Βλ. επίλογος, προ~.|| ~ στην Πολιτική Επιστήμη/στη Φιλοσοφία/στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών.|| (ΜΟΥΣ., το εναρκτήριο τμήμα μουσικής σύνθεσης) Η ~ της όπερας/της σονάτας (πβ. ουβερτούρα, πρελούδιο, προανάκρουσμα). 5. ΜΗΧΑΝΟΛ. διέλευση αέρα για την ανάφλεξη καυσίμου σε μηχανές εσωτερικής καύσης: το σύστημα ~ής του κινητήρα. Βαλβίδα ~ής. ● εισαγωγές (οι): εισαγόμενα προϊόντα: εταιρεία/τμήμα ~ών. Οι (συνολικές) ~ ανήλθαν σε ... ευρώ. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές βλ. παράλληλος ● ΦΡ.: εισαγωγής: για προϊόν που έχει εισαχθεί από χώρα του εξωτερικού: ενδύματα/έπιπλα/κρέατα/φρούτα εγχώρια και ~. [< αρχ. εἰσαγωγή, γαλλ.-αγγλ. introduction, εισαγωγές, αγγλ. imports, γαλλ. importations]
εκτεθειμένος, η, ο [ἐκτεθειμένος] ε-κτε-θει-μέ-νος επίθ. 1. (+ σε) απροστάτευτος απέναντι σε κάτι που δέχεται ή υφίσταται: ~ στην ακτινοβολία/ηχορύπανση/ραδιενέργεια.|| Ανήλικοι ~οι σε κακοποίηση (πβ. ανυπεράσπιστος). ~οι στα αδιάκριτα βλέμματα.|| Τρόφιμα ~α στον ήλιο.|| Άφησαν ~α (= ακάλυπτα) τα μετόπισθεν. ΣΥΝ. έκθετος (1) 2. (για πρόσ.) που οι ενέργειες ή οι παραλείψεις του τον αφήνουν ευάλωτο απέναντι στην κριτική· γενικότ. που η υπόληψή του έχει θιγεί: Βρέθηκε ~ (απέναντι) στην κοινή γνώμη. Διέψευσαν τις δηλώσεις του, αφήνοντάς τον ~ο. ΣΥΝ. έκθετος (2) 3. (για έκθεμα) τοποθετημένο σε προθήκη, ώστε να το βλέπει το κοινό: αγγεία ~α στις προθήκες του μουσείου. ● βλ. εκθέτω [< αρχ. ἐκτεθειμένος, γαλλ. exposé]
εμουλσιόν [ἐμουλσιόν] ε-μουλ-σιόν ουσ. (θηλ.) {άκλ.} 1. υγρό μείγμα που εμπεριέχει λιπώδεις ή ρητινώδεις ουσίες και έχει γαλακτώδη υφή: ~ από γάλα καρύδας. 2. ΦΩΤΟΓΡ. φωτοευαίσθητο γαλάκτωμα: η ~ του φιλμ. Βλ. εμφανιστής. [< γαλλ. émulsion]
εμφανιστής [ἐμφανιστής] εμ-φα-νι-στής ουσ. (αρσ.) : ΦΩΤΟΓΡ. χημικό διάλυμα που χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία εμφάνισης του φιλμ. Βλ. εμουλσιόν. [< μτγν. ἐμφανιστής ‘πληροφοριοδότης’, γαλλ. développateur]
ενέργεια [ἐνέργεια] ε-νέρ-γει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λογ.) -είας | -ών} 1. συγκεκριμένη δράση υποκειμένου ή φορέα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού· κίνηση, πράξη: αυθαίρετη (= αυθαιρεσία)/επιθετική (= επίθεση)/εχθρική (: εισβολή)/πραξικοπηματική (= πραξικόπημα)/πολιτική/προκλητική/πρωτοφανής/τρομοκρατική ~. Υλοποίηση μιας ~ας. Αποσπασματικές/αποτελεσματικές/αποφασιστικές/άστοχες/διπλωματικές/καινοτόμες/κοινές/μεμονωμένες/λανθασμένες/νομικές/προπαρασκευαστικές/σπασμωδικές/συντονισμένες ~ες. ~ες ανάδειξης και προβολής/ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης (βλ. μέτρο, σχέδιο). Έγιναν όλες οι αναγκαίες/δυνατές/κατάλληλες ~ες. Κατόπιν ~ών μου. Έχουν προβεί/προχωρήσει στις απαραίτητες ~ες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Βλ. αντ~, αυτ~, δι~. 2. ΦΥΣ. μέγεθος που εκφράζει το ποσό του έργου που απαιτείται για να μεταβεί ένα φυσικό σύστημα από μια αρχική σε μια τελική κατάσταση: ύλη και ~. ~ και ισχύς. Κατανάλωση ~ας. Αποθήκευση/απορρόφηση/απώλεια ~ας. Αρχή διατήρησης της ~ας. Οποιαδήποτε μεταβολή στη φύση απαιτεί ή απελευθερώνει ~. Βλ. βιο~, ραδι~, τηλ~, υδρο~. Βλ. τζάουλ.|| (με αναφορά στην ηλεκτρική ~) Αγορά/διαχείριση/εξοικονόμηση/κατανάλωση/παροχή ~ας.|| (ΟΙΚΟΛ., για τις ανανεώσιμες ή τις συμβατικές μορφές ~ας) Βιώσιμη/πράσινη/φτηνή ~. Ήπιες/καθαρές πηγές ~ας.|| Η ~ των τροφών υπολογίζεται σε θερμίδες. 3. ενεργητικότητα, ζωντάνια: Είναι γεμάτη ~. Η ~ά της είναι ανεξάντλητη. Διαθέτει μεγάλα αποθέματα ~ας. Πβ. δυναμισμός, ζωτικότητα, σφρίγος.|| Ανάλωσε πολλή ~ μέχρι να την πείσει (= έκανε πολύ κόπο). Το μέλι μάς χαρίζει ~. 4. επενέργεια, επίδραση, δραστικότητα: ανεπιθύμητη ~ φαρμάκου (= παρ~). Θεραπευτική ~ των ιαματικών νερών. Βλ. μετ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική/θετική ενέργεια: αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι, προκαλώντας στους άλλους κακή ή καλή διάθεση: Βγάζει/εκπέμπει ~ ~. Πβ. αύρα.|| (νεαν. αργκό) Σας στέλνουμε (όλη) τη θετική μας ~ (: θερμές και ειλικρινείς ευχές)! [< γαλλ. énergie négative/positive] , ελεύθερη ενέργεια (συστήματος): ΦΥΣ. που είναι διαθέσιμη για την παραγωγή ωφέλιμου έργου (μέσω ορισμένων διεργασιών). Βλ. εντροπία. [< αγγλ. free energy] , αιολική ενέργεια βλ. αιολικός2, ανάκτηση ενέργειας βλ. ανάκτηση, ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας βλ. ανανεώσιμος, ατομική ενέργεια βλ. ατομικός, γεωθερμική ενέργεια βλ. γεωθερμικός, δυναμική ενέργεια βλ. δυναμικός, δυναμικό ενέργειας βλ. δυναμικό, εγκληματική ενέργεια βλ. εγκληματικός, ενέργεια ιονισμού βλ. ιονισμός, ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη βλ. ζωτικός, ηλεκτρική ενέργεια βλ. ηλεκτρικός, ηλιακή ενέργεια βλ. ηλιακός, θερμική ενέργεια βλ. θερμικός, ισοκατανομή της ενέργειας βλ. ισοκατανομή, κινητική ενέργεια βλ. κινητικός, μηχανική ενέργεια βλ. μηχανικός, ποιόν ενεργείας βλ. ποιόν, πυρηνική ενέργεια βλ. πυρηνικός, σκοτεινή ενέργεια βλ. σκοτεινός, συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός, υδραυλική ενέργεια βλ. υδραυλικός, υδροηλεκτρική ενέργεια βλ. υδροηλεκτρικός, φωτεινή ενέργεια βλ. φωτεινός, χημική ενέργεια βλ. χημικός ● ΦΡ.: εν ενεργεία [ἐν ἐνεργείᾳ] (λόγ.) 1. σε ενεργό δράση: αξιωματικός/βουλευτής/εκπαιδευτικός ~ ~. ΑΝΤ. εν αποστρατεία, συνταξιούχος.|| ~ ~ ηφαίστειο. 2. ΦΙΛΟΣ. που έχει πραγματοποιηθεί: ~ ~ ικανότητες. Βλ. εντελέχεια. ΑΝΤ. εν δυνάμει [< γαλλ. en activité] , θέτω/βάζω σε ενέργεια: εφαρμόζω: Έβαλαν σε ~ το σχέδιό τους. Πρόγραμμα δράσης που τέθηκε σε ~. Πβ. βάζω μπροστά/μπρος, ενεργοποιώ. [< γαλλ. mettre en action] , προς ενέργεια & (λόγ.) προς ενέργειαν: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. για τη διεκπεραίωση, υλοποίηση (μιας εντολής, υποχρέωσης): αποδέκτες/προθεσμίες ~ ~. [< 1: αρχ. ἐνέργεια 2,3: γαλλ. énergie, αγγλ. energy 4: κατά τη σημ. 3 του ενεργώ]
εξαφάνιση [ἐξαφάνιση] ε-ξα-φά-νι-ση ουσ. (θηλ.) 1. αφύσικη και ανεξήγητη απουσία, κατά την οποία χάνονται τα ίχνη προσώπου ή πράγματος: αινιγματική/μυστηριώδης/ξαφνική/περίεργη ~. ~ ανηλίκου/παιδιού (βλ. απαγωγή). Υπόθεση ~ης. Ακούσιες/εξαναγκαστικές/ύποπτες ~ίσεις. Δεν έχουν δώσει σημεία ζωής από την ημέρα που διαπιστώθηκε η ~ή τους.|| ~ίσεις πλοίων και αεροσκαφών. ~ χρημάτων από το ταμείο (βλ. κλοπή). Πβ. απώλεια, χαμός, χάσιμο. ΑΝΤ. εμφάνιση (1) 2. καταστροφή, αφανισμός: η ~ των δεινόσαυρων. Μαζική ~ έμβιων οργανισμών. Ζώα/φυτά απειλούμενα με ~. Είδη που κινδυνεύουν με ~/έχουν εκλείψει ή τείνουν προς ~.|| ~ διαλέκτων και μικρών γλωσσών/πολιτισμών. Σταδιακή ~ παραδοσιακών επαγγελμάτων.|| Κόμμα που οδηγείται σε πολιτική ~. Πβ. εξάλειψη, εξολόθρευση, εξόντωση, θάνατος. 3. απόκρυψη, κάλυψη, ώστε να μην μπορεί να βρεθεί ή να μη φαίνεται κάτι: ~ εγγράφων/στοιχείων/φακέλων (πβ. κρύψιμο). ~ του ήλιου κάτω από τον ορίζοντα (πβ. βασίλεμα, δύση). ~ ουλών/ρυτίδων/σημαδιών (: με χρήση καλλυντικών ή φαρμακευτικών ουσιών. Βλ. δερματοαπόξεση). ● ΣΥΜΠΛ.: εξαφάνιση της απόφασης: ΝΟΜ. μερική ή ολική ακύρωση της απόφασης πρωτοδικείου από εφετείο. Βλ. έφεση. [< γαλλ. infirmation d'un jugement] ● ΦΡ.: (είδος) υπό εξαφάνιση: που απειλείται με αφανισμό, που τείνει να εκλείψει: ~ ~ η καρέτα καρέτα/η καφέ αρκούδα. Η φώκια αναγνωρίζεται/αντιμετωπίζεται/προστατεύεται ως ~ ~. Διάσωση/λαθρεμπόριο/παράνομο κυνήγι/προστασία ειδών ~. Πβ. απειλούμενα είδη.|| (μτφ.) Ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί ~ ~ στην εποχή μας. [< μεσν. εξαφάνισις, γαλλ. disparition]
επιφανειακός, ή, ό [ἐπιφανειακός] ε-πι-φα-νει-α-κός επίθ. 1. που βρίσκεται, συμβαίνει ή αναφέρεται στην επιφάνεια στερεού ή υγρού: (συνήθ. ως προς το έδαφος) ~ός: σεισμός/φλοιός. ~ή: απορροή (: κίνηση του νερού της βροχής πάνω στην επιφάνεια της Γης από υψηλότερα σημεία σε χαμηλότερα εξαιτίας της βαρύτητας)/ατμοσφαιρική πίεση/θερμοκρασία. ~ό: ρήγμα/στρώμα (της Γης). ~ά: έργα (σε δρόμους)/ιζήματα/νερά (: που χρησιμοποιούνται για ύδρευση σε αντίθεση με τα υπόγεια).|| ~ή: επεξεργασία (μετάλλου).|| (ΙΑΤΡ., για το δέρμα) ~ό: τραύμα. ~ά: εγκαύματα.|| (ΜΑΘ.) ~ά: ολοκληρώματα. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμβάθυνσης και ουσίας: ~ός: έλεγχος/λόγος/τρόπος (αντιμετώπισης). ~ή: ανάγνωση/ανάλυση/αντίληψη/γνώση/ενημέρωση/εξέταση/έρευνα/θεώρηση/μελέτη/προσέγγιση/συζήτηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: σχέσεις. ~ά: επιχειρήματα. Πβ. ανούσιος, επιδερμικός, επιπόλαιος, πρόχειρος, ρηχός.|| ~ή: (= φαινομενική) ευγένεια.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος/παρατηρητής. ~οί: χαρακτήρες (βιβλίου/ταινίας). Είναι ~ στις κρίσεις του. ΑΝΤ. ουσιαστικός, ουσιώδης. ● επίρρ.: επιφανειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιφανειακή δομή βλ. δομή, επιφανειακή τάση βλ. τάση [< αγγλ. superficial, surface, γαλλ. superficiel]
εστιακός, ή, ό [ἑστιακός] ε-στι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται σε εστία: ~οί: φοιτητές (: που διαμένουν σε φοιτητική εστία).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: βλάβες.|| (στη σεισμολογία) ~ός: χώρος. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: εστιακές κρίσεις (επιληψίας): ΙΑΤΡ. στις οποίες συμμετέχει ένα μόνο μέρος του εγκεφάλου, σε αντιδιαστολή με τις γενικευμένες., εστιακή απόσταση: ΟΠΤ. σταθερή απόσταση της κύριας εστίας από το οπτικό κέντρο του φακού ή την κορυφή του κατόπτρου., εστιακό βάθος: ΓΕΩΛ. κατακόρυφη απόσταση μεταξύ της εστίας και του επίκεντρου του σεισμού., εστιακό μήκος: ΟΠΤ. η απόσταση μεταξύ του οπτικού κέντρου του φακού και του σημείου εστίασης (σύμβ. f): μεγάλο/μεταβλητό/σταθερό ~ ~., εστιακός λόγος: ΟΠΤ. το πηλίκο της εστιακής απόστασης του τηλεσκοπίου προς το άνοιγμα. [< πβ. μτγν. Ἑστιακός 'που αναφέρεται στη θεά Εστία', γαλλ. -αγγλ. focal]
ευθύς, εία, ύ [εὐθύς] ευ-θύς επίθ. {ευθ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} 1. που ακολουθεί ευθύγραμμη κατεύθυνση, ίσιος: ~ύς: δρόμος. ~εία: γραμμή (ΑΝΤ. καμπύλη, τεθλασμένη)/διαδρομή/πορεία. Σε ~εία (= ίσια) θέση. ΑΝΤ. κυματοειδής, στραβός (1) 2. (μτφ.) άμεσος, ειλικρινής, ντόμπρος: ~εία: αμφισβήτηση/αντιπαράθεση/απάντηση/επίθεση/σύγκρουση. ~ύ: βλέμμα. ΑΝΤ. έμμεσος, πλάγιος.|| (για πρόσ.) Τίμιος και ~ άνθρωπος. ~ στις κρίσεις/παρατηρήσεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: ευθεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 180°., ευθεία ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε ευθύ λόγο: Η ερώτηση "Θα έρθεις αύριο;" είναι μια ~ ~. ΑΝΤ. πλάγια ερώτηση, ευθεία οδός 1. ίσιος δρόμος: οδήγηση σε ~ ~ό. 2. (μτφ.) τρόπος ζωής που ακολουθεί τους ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες., ευθύς λόγος: ΓΛΩΣΣ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου όπως ακριβώς ειπώθηκαν: π.χ. Είπε "θα αργήσω". ΑΝΤ. πλάγιος λόγος ● ΦΡ.: σε ευθεία γραμμή 1. ίσια: αποστάσεις ~ ~. Σώμα που κινείται ~ ~. 2. ΝΟΜ. για πρόσωπα πoυ κατάγovται τo έvα από τo άλλo: συγγένεια εξ αίματος ~ ~. Έvα άτoμo είvαι συγγεvής ~ ~ με τo παιδί ή τo εγγόvι τoυ καθώς και με τov πατέρα ή τη γιαγιά τoυ. Βλ. κατευθείαν γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου 3. (μτφ.) σε πλήρη αντιστοιχία. ● βλ. ευθεία, ευθέως [< αρχ. εὐθύς, γαλλ.-αγγλ. direct]
εφεξής [ἐφεξῆς] ε-φε-ξής επίρρ. (απαιτ. λεξιλόγ.): στο εξής: Μέτρο που θα ισχύσει από 1/1 και ~.|| (στον γραπτό λόγο) Ο Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, ~ "ΣΩΒ" (δηλ. έτσι θα δηλώνεται στη συνέχεια του κειμένου), ... ● ΣΥΜΠΛ.: εφεξής γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και μία κοινή πλευρά, χωρίς κανένα άλλο κοινό σημείο. Βλ. διαδοχικές γωνίες. [< αρχ. ἐφεξῆς]
ημίτονο [ἡμίτονο] η-μί-το-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνηθέστ. λόγ.) -όνου}: ΜΑΘ. περιοδική τριγωνομετρική συνάρτηση (σύμβ. ημχ, sinx) με σύνολο τιμών από -1 έως 1. Βλ. (συν)εφαπτομένη, συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: ημίτονο γωνίας & ημίτονο: ΓΕΩΜ. (σε ορθογώνιο τρίγωνο) ο λόγος της κάθετης πλευράς, που βρίσκεται απέναντι από αυτή, προς την υποτείνουσα. [< γαλλ. sinus]
θεσμός θε-σμός ουσ. (αρσ.) 1. κάθε θεμελιώδες πολιτειακό στοιχείο, κοινωνική σχέση ή συλλογική δραστηριότητα που, μέσω της επανάληψης, αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά και γίνεται νόμος ή εθιμικός κανόνας: δημοκρατικοί/διεθνείς/ευρωπαϊκοί/θρησκευτικοί/οικονομικοί/πολιτικοί/συνταγματικοί/υποστηρικτικοί ~οί. Οι ~οί της Πολιτείας. Οι κοινωνικοί/κρατικοί ~οί. Διασφάλιση/επέκταση/καθιέρωση/κατάλυση/κατάργηση/καταστρατήγηση/κατοχύρωση/(ομαλή) λειτουργία/κλονισμός/προστασία/σύσταση/υπεράσπιση/υπονόμευση ενός ~ού. Αναμόρφωση/απαξίωση/διαφύλαξη/ενδυνάμωση/ευτελισμός/κρίση/περιφρόνηση/περιφρούρηση/προάσπιση/προσβολή/σταθερότητα των ~ών. Απειλή/επίθεση/πλήγμα κατά των ~ών. Εμπιστοσύνη/πίστη στους ~ούς. Ο ~ του γάμου/της Δικαιοσύνης/της εκπαίδευσης/του κοινοβουλίου/της οικογένειας/της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η αξιοπιστία/η ιστορία/το κύρος/ο ρόλος/η σημασία ενός ~ού. ~ που έχει ατονήσει. Υποστηρίζω έναν ~ό. Σέβομαι τους ~ούς. Εφαρμόζεται/θεσπίζεται ένας ~.|| Πολιτιστικοί ~οί. Δημιουργία ~ού βραβείων. Αναβίωση του ~ού της ολυμπιακής εκεχειρίας. Διάδοση του ~ού της εθελοντικής αιμοδοσίας. Βλ. αξίες, έθιμο, ήθη. 2. (κατ' επέκτ.) σταθερά επαναλαμβανόμενη και καθιερωμένη συνήθεια: Η συγκέντρωσή μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα είναι/έχει γίνει πια ~. Πβ. παράδοση. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) : ΠΟΛΙΤ. μόνιμη ειδική επιτροπή της Βουλής, η οποία έχει ως αντικείμενό της τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των ανεξάρτητων διοικητικών Αρχών, καθώς και την έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη μελέτη και επεξεργασία προτάσεων, που συμβάλλουν στη διαφάνεια της πολιτικής και γενικότ. της δημόσιας ζωής της χώρας, και την παρακολούθηση της εφαρμογής τους. [< αρχ. θεσμός ‘νόμος, κανόνας, έθιμο’, γαλλ.-αγγλ. institution]
θησαυρός1 θη-σαυ-ρός ουσ. (αρσ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. κ. σε παραμύθια) σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, συνήθ. νομίσματα, κοσμήματα, που φυλάσσονται ώστε να μη βρεθούν: ~ αμύθητης αξίας. Ο ~ των πειρατών. Το σεντούκι/ο χάρτης του ~ού. ~ από χρυσές λίρες.|| (κατ' επέκτ.) Ο δημόσιος ~ (: το δημόσιο χρήμα). Βλ. περιουσία. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) αντικείμενα ή έργα μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, τα οποία συνήθ. εκτίθενται ή φυλάσσονται σε ειδικό χώρο: αρχαιολογικοί/αυτοκρατορικοί/βυζαντινοί ~οί. Οι εθνικοί ~οί. Οι ~οί του Αγίου Όρους/της Βεργίνας/μιας Μονής. Μουσείο με ανεκτίμητους ~ούς από την εποχή των ... Πβ. κειμήλιο. 3. (μτφ.) συλλογή ή αγαθό μεγάλης σημασίας, πλούτος: ο γλωσσικός/λαογραφικός ~ ενός τόπου. Οι φυσικοί ~οί της χώρας μας. Οι ~οί της Γης (: τα ορυκτά)/της θάλασσας.|| ~ σοφίας. Το βιβλίο είναι ένας ανεξάντλητος/αστείρευτος/μοναδικός ~ γνώσεων. Πβ. αμητός, πηγή. 4. (μτφ.) πρόσωπο που έχει προσφέρει βοήθεια σε κάποιον ή έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: Είσαι (αληθινός/πραγματικός/σκέτος/σωστός) ~!|| Δεν ήξερε τι ~ό είχε/κρατούσε στα χέρια του.|| (οικ., ως προσφών.) ~έ μου (= αγάπη μου, χρυσέ μου)! 5. ΑΡΧ. (στην αρχαία Ελλάδα) κτίσμα στον χώρο τεμένους στο οποίο φυλάσσονταν τρόπαια και αναθήματα αφιερωμένα στον ναό. ● ΣΥΜΠΛ.: κυνήγι θησαυρού & το κυνήγι του κρυμμένου/χαμένου θησαυρού: παιχνίδι, συχνά αποκριάτικο, στο οποίο νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που θα καταφέρει να βρει πρώτη το αντικείμενο της αναζήτησης, λύνοντας τους γρίφους που οδηγούν σε αυτό. Βλ. καρναβάλι. ● ΦΡ.: άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός βλ. άνθρακας [< αρχ. θησαυρός]
θυσανοστρώματα θυ-σα-νο-στρώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΕΤΕΩΡ. κατηγορία ανωτέρων νεφών με τη μορφή διάφανου ινώδους ή ομοιόμορφου υπόλευκου πέπλου, τα οποία δημιουργούν συχνά ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη. Βλ. μελανο-, υψι-στρώματα, στρωματο-, υψι-σωρείτες. [< γαλλ. cirrostratus]
ιονισμός [ἰονισμός] ι-ο-νι-σμός ουσ. (αρσ.) & (σπάν.-ορθότ.) ιοντισμός: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. παραγωγή ιόντων με αφαίρεση ή προσθήκη ενός ηλεκτρονίου σε άτομο ή μόριο χημικής ένωσης, ως αποτέλεσμα ηλεκτρικής φόρτισης, χημικής αντίδρασης ή αύξησης της θερμοκρασίας: ~ της ατμόσφαιρας/του νερού. Συσκευή ~ού (= ιονιστής). Βλ. -ισμός. ΑΝΤ. απιονισμός ● ΣΥΜΠΛ.: ενέργεια ιονισμού: αυτή που απαιτείται για την απομάκρυνση ενός ηλεκτρονίου από ηλεκτρικά ουδέτερο άτομο., θάλαμος ιονισμού: συσκευή ανίχνευσης και μέτρησης της έντασης ραδιενεργού ακτινοβολίας., σταθερά ιονισμού: ο λόγος των συγκεντρώσεων των διαχωρισμένων ιόντων προς τις συγκεντρώσεις των μη διαχωρισμένων σε ένα διάλυμα, όταν αυτό βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. [< γαλλ. ionisation, αγγλ. ionization]
καλύπτω κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {κάλυ-ψα, καλύ-φθηκε κ. -φτηκε, -μμένος (λόγ. κεκαλυμμένος), καλύπτ-οντας, -όμενος} 1. τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι άλλο: Το πάτωμα ~φθηκε με μάρμαρο/μοκέτα/πλακάκια (= επενδύθηκε, επικαλύφθηκε, στρώθηκε). Τα πάντα έχουν ~φτεί από/με σκόνη/σύννεφα καπνού/χιόνι. ΣΥΝ. σκεπάζω.|| ~ψαν (= γέμισαν) τον λάκκο με χώμα.|| ~ψε το πρόσωπο με τα χέρια της. Κάλυπτε (= έκρυβε) την είσοδο με το σώμα του.|| Τον ~ψε με μια κουβέρτα.|| Τοίχος ~μμένος με ταπετσαρία (βλ. περι~). Τούρτα ~μμένη με σαντιγί. Η διόρθωση των γραπτών γίνεται με ~μμένα τα ονόματα (των εξεταζομένων). ~μμένος με κουκούλα.|| (μτφ.) Πέπλο μυστηρίου ~ει την υπόθεση. Η δυνατή μουσική ~ψε τις φωνές. 2. (μτφ.) προστατεύω, προφυλάσσω: (σε ένοπλη συμπλοκή) ~ψέ με (να περάσω απέναντι)! Αν γίνει σεισμός, ~φθείτε κάτω από κάποιο έπιπλο!|| Δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα, τον ~ει ο νόμος. Σε περίπτωση ατυχήματος/βλάβης, σας ~ει η ασφάλεια/η εγγύηση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ~ψε τον υπουργό (: τον άφησε εκτεθειμένο, τον άδειασε). Θέλω να είμαι ~μμένος (= διασφαλισμένος) ό,τι και να γίνει.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~μμένα: ομόλογα (: πλήρους εξασφάλισης). Βλ. ακάλυπτη επιταγή. 3. (μτφ.) εκπληρώνω, ικανοποιώ: Δεν νιώθει συναισθηματικά ~μμένη από τη σχέση της. Προσπαθούν να ~ψουν τις ανάγκες/τις απαιτήσεις/τα γούστα του κοινού. Πβ. ανταποκρίν-, αντεπεξέρχ-ομαι. Βλ. υπερ~.|| Η υποτροφία τού ~ει τα δίδακτρα. Η δαπάνη ~φθηκε από δωρεές/έρανο. Διακοπές με όλα τα έξοδα ~μμένα (= πληρωμένα).|| Η προσφορά δεν ~ει τη ζήτηση (: είναι μικρότερή της).|| (προφ.) Δεν έχω να προσθέσω τίποτα, με έχεις ~ψει (: είπες όσα ήθελα να πω). 4. (μτφ.) διανύω, διατρέχω: ~ψαν μια απόσταση/διαδρομή ... χιλιομέτρων. 5. (μτφ.) εξετάζω, πραγματεύομαι· (ειδικότ., στη δημοσιογραφία) ερευνώ ή/και παρουσιάζω ένα θέμα ή γεγονός: Η μελέτη ~ει την περίοδο από τον ... μέχρι τον ... αιώνα π.Χ.|| ~ μια συνέντευξη ραδιοφωνικά/τηλεοπτικά. Ποιος ~ψε το ρεπορτάζ; Η εκδήλωση ~εται (= μεταδίδεται) από τα κανάλια.|| Η ορχήστρα ~ψε (= ανέλαβε) το μουσικό μέρος της εκδήλωσης. 6. (μτφ.) αναπληρώνω, συμπληρώνω: Οι κενές θέσεις θα ~φθούν από τους επιλαχόντες.|| Στο τελευταίο πεντάλεπτο, ~ψαν τη διαφορά στο σκορ. Τρέχει για να ~ψει τον χαμένο χρόνο. 7. (μτφ.) ολοκληρώνω, τελειώνω: ~ψαν την ύλη του μαθήματος. 8. (μτφ.) αποκρύπτω, συγκαλύπτω: Θέλουν να ~ψουν το σκάνδαλο. Βλ. ανα~. ΣΥΝ. αποσιωπώ, θάβω (4), καπακώνω (3), κουκουλώνω (2) ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), ξεσκεπάζω (2) ● καλύπτει: καταλαμβάνει: Οι εγκαταστάσεις ~ουν (= πιάνουν) (μια) έκταση ... στρεμμάτων.|| Η ανθολογία/έκθεση ~ μια περίοδο ... ετών. Πβ. διαρκεί. ● ΦΡ.: καλύπτω το κενό/τα κενά: αντιμετωπίζω τις ελλείψεις που έχουν δημιουργηθεί: Προσπαθούν να ~ψουν το κενό που δημιουργήθηκε με την αποχώρησή του.|| Πρέπει να ~ψεις τα κενά σου στα Μαθηματικά!, καλυφθείτε!: ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα σε στρατιώτες να φορέσουν τα πηλήκια ή τους μπερέδες τους. ΑΝΤ. αποκαλυφθείτε!, καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος, φυλάω/καλύπτω τα νώτα μου βλ. νώτα ● βλ. κεκαλυμμένος [< αρχ. καλύπτω, γαλλ. couvrir, αγγλ. cover]
κατεύθυνση κα-τεύ-θυν-ση ουσ. (θηλ.) 1. η πορεία που ακολουθεί ένα κινούμενο σώμα· το σημείο προς το οποίο κινείται κάποιος ή κάτι: αντίστροφη/κάθετη/λάθος/οριζόντια/σωστή ~. Αλλαγή ~ης. Έχει/παίρνει ~ προς/για ... Πάει με ~ (προς) ... (πβ. προορισμός). Έρχεται από αντίθετη ~. Έστριψε προς άλλη ~. (Δι)έφυγε προς άγνωστη ~.|| (ΦΥΣ.) Η ~ του αεροπλάνου/βλήματος (= τροχιά). Η ~ του ανέμου/του πλοίου (= ρότα)/του ρεύματος/της ροής. Πβ. διεύθυνση, φορά. Βλ. τηλε~.|| (μτφ., για πρόσ.) Μήνυμα προς κάθε/πάσα ~/προς όλες τις ~ύνσεις (= προς όλους). 2. (μτφ.) στόχος δραστηριότητας ή προσπάθειας: στρατηγική ~ της χώρας. Επενδύσεις με κύρια ~ τη φυτική παραγωγή. Μελέτη πολλαπλών ~ύνσεων. Η έρευνα πήρε διαφορετική ~. Οι τελευταίες ανακαλύψεις έδωσαν/χάραξαν νέα ~ στην επιστήμη. Έχει κάνει βήματα προς την ~ της οικολογικής ευαισθητοποίησης. Πβ. γραμμή.|| Η κουβέντα στράφηκε προς άλλη ~ (= ζήτημα, θέμα). Πβ. σκοπός. 3. (μτφ.) τάση, προσανατολισμός: επαγγελματική/ιδεολογική/πνευματική/πολιτική ~. Αλλαγή ~ης στην Παιδεία. Γενικές/μεθοδολογικές ~ύνσεις (= αρχές, κανόνες, οδηγίες). Νέες/σύγχρονες παιδαγωγικές ~ύνσεις. Μελλοντικές ~ύνσεις και προοπτικές. 4. (ειδικότ., κ. με κεφαλ. Κ) ειδίκευση σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο: (στο πανεπιστήμιο) ~ σπουδών. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Ενεργειακής ~ης. ~ Γλωσσολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: θετική/θεωρητική/τεχνολογική κατεύθυνση (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Θ, Τ, Κ): που ακολουθούν οι μαθητές της Β' και Γ' τάξης του Γενικού Λυκείου, για να εισαχθούν, ύστερα από Πανελλαδικές Εξετάσεις, σε σχολές των θετικών, θεωρητικών ή εφαρμοσμένων επιστημών, αντίστοιχα: Αρχαία Θεωρητικής ~ης. Μαθηματικά Θετικής/Τεχνολογικής ~ης.|| Υποψήφιοι ανά κατεύθυνση., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως βλ. διπλός, μαθήματα κατεύθυνσης βλ. μάθημα, μονής κατεύθυνσης βλ. μονός [< γαλλ. direction]
κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]
κορυφή κο-ρυ-φή ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κορφή 1. το πιο ψηλό σημείο· ειδικότ. βουνοκορφή: ~ δέντρου/κεφαλιού/κτιρίου/κύματος/σελίδας. (ΒΟΤ.) ~ βλαστού (: η τρυφερή άκρη του). ΑΝΤ. βάση.|| Απότομη/γυμνή/επιβλητική/χιονισμένη/η ψηλότερη ~. ~ λόφου. Κατάκτηση μιας ~ής. Ανάβαση στην ~. Πβ. κορφοβούνι. Βλ. πλαγιά. 2. (μτφ.) το ανώτερο σημείο κλίμακας, ιεραρχίας: η μοναξιά της ~ής. Μάχη για την/πτώση από την ~. Ανεβαίνω/επιστρέφω/στοχεύω/συνεχίζω/φτάνω στην ~. Αμετάβλητη παρέμεινε η ~ της βαθμολογίας. Κατακτώ/πιάνω την ~ της επιτυχίας. Σταθερά στην ~. Πβ. Έβερεστ, ρετιρέ.|| (συνεκδ.-προφ., για πρόσ.) Είναι/θεωρείται ~ στον τομέα του (: ο καλύτερος, κορυφαίος· πβ. διάνοια, ιδιο-, μεγαλο-φυΐα). 3. ΓΕΩΜ. (σε πολύγωνο ή πολύεδρο) το σημείο όπου τέμνονται πλευρές ή ακμές και το οποίο βρίσκεται απέναντι από την πλευρά ή έδρα που θεωρείται βάση του: ~ κώνου/πυραμίδας/τριγώνου. ● κορυφής: που γίνεται σε επίπεδο αρχηγών ή γενικότ. υψηλά ιστάμενων προσώπων: συμφωνία/συνάντηση/συνδιάσκεψη/συνεργασία/σύνοδος ~ (: ηγεσίας κρατών). ● Υποκ.: κορυφούλα & κορφούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κορυφή γωνίας: ΓΕΩΜ. το σημείο όπου ενώνονται οι δύο πλευρές της., Ευρωπαϊκό Συμβούλιο & (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο Κορυφής βλ. συμβούλιο, η κορυφή του παγόβουνου βλ. παγόβουνο, κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τα νύχια & (προφ.) απ' την κορφή ως τα νύχια & (σπάν.-λόγ.) από κορυφής έως/μέχρις ονύχων: σε όλο το σώμα, παντού: Με κοιτούσε ~ ~ (: από πάνω μέχρι κάτω). Ακτινοβολούσε/έγινε μούσκεμα/έσταζε ~ ~. Πβ. πατόκορφα.|| Αλλαγές ~ ~., από την κορυφή ως τον πάτο βλ. πάτος, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα [< 1: αρχ. κορυφή 2,3: γαλλ. sommet, αγγλ. summit]
μουσελίνα μου-σε-λί-να ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό και διάφανο ύφασμα εξαιρετικής υφής από μαλλί, βαμβάκι ή μετάξι: μπλούζα/φόρεμα/φουλάρι/φούστα (από) ~. Βλ. κασμίρι, οργαντίνα, ταφτάς, τούλι. 2. ΜΑΓΕΙΡ. ελαφρύς πουρές πολύ καλά χτυπημένος: ~ πατάτας. ~ από καρότο και λεμόνι. [< γαλλ. mousseline]
νεκρός, ή/(λόγ.) ά, ό νε-κρός επίθ. 1. που έχει πεθάνει, δεν βρίσκεται πια στη ζωή: ~ από ανακοπή/σφαίρα (: σκοτωμένος)/το ψύχος. Ανασύρθηκε/έπεσε ~. Πβ. πεθαμένος. Βλ. ημιθανής.|| ~ά: ζώα. Ψάρια που ξεβράστηκαν ~ά. Πβ. ψόφιος.|| ~ό: σώμα (= άψυχο· βλ. πτώμα, σορός). ~οί: ιστοί. ~ά: κύτταρα (βλ. πίλινγκ).|| ~ά: δέντρα (: καμένα)/φύλλα (: μαρα-, ξερα-μένα).|| ~ό: αστέρι (βλ. λευκός νάνος, μαύρος νάνος). ΑΝΤ. ζωντανός (1) Βλ. πολύνεκρος. 2. (μτφ.) που έχει πάψει πλέον να υφίσταται, να ισχύει ή να λειτουργεί, που δεν χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και έντονη δραστηριότητα, που παραμένει αναξιοποίητος, αχρησιμοποίητος: ~ές: ελπίδες. ~ά: όνειρα. ΣΥΝ. χαμένος.|| Το τηλέφωνο είναι ~ό.|| ~ή: πόλη (= νεκρόπολη).|| ~ή: περίοδος (τουριστικά). ~ό: κεφάλαιο (: που δεν αποφέρει κέρδη).|| ~ές: ώρες (ΑΝΤ. ώρες αιχμής).|| (ΙΑΤΡ.) Ανατομικός/κυψελιδικός ~ χώρος (του αναπνευστικού συστήματος) (: ο όγκος του αέρα που δεν συμμετέχει στην ανταλλαγή των αερίων). ● Ουσ.: νεκρός, νεκρή (ο/η): οι ~οί του πολέμου. Τρισάγιο στη μνήμη των ~ών. Εκατόμβη ~ών. Ασέβεια/προσφορές (βλ. κτέρισμα)/σεβασμός/ύβρη προς τους ~ούς. Φόρος τιμής στους ~ούς. Δυστύχημα με δεκάδες ~ούς (και τραυματίες). Θάβουν/θρηνούν τους ~ούς τους. Πβ. αποβιώσας, αποθανών, εκλιπών, μακαρίτης, συγχωρεμένος, τεθνεώς.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ανάσταση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: νεκρή γωνία 1. περιοχή που δεν είναι ορατή από τον οδηγό μέσω των καθρεφτών του οχήματος. 2. (γενικότ.) ζώνη μέσα στην οποία είναι αδύνατη η παρατήρηση: ~ ~ ραντάρ., νεκρή ζώνη & (σπάν.) νεκρή περιοχή 1. ΣΤΡΑΤ. ουδέτερη ζώνη. ΣΥΝ. πράσινη ζώνη (2) 2. (μτφ.) στην οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη ζωής. [< 1: αγγλ. dead zone, 1902 2: ~, 1971] , νεκρή ταχύτητα & (προφ.) νεκρά (η): (σε όχημα) θέση του μοχλού ταχυτήτων στην οποία δεν μεταδίδεται κίνηση στον κεντρικό άξονα., νεκρό βάρος 1. ΝΑΥΤ. το βάρος του πλοίου που προκύπτει από το άθροισμα του ωφέλιμου φορτίου και των αναλώσιμων (καύσιμα, λιπαντικά, εφόδια) και αντιστοιχεί στη μεταφορική του ικανότητα. Βλ. απόβαρο. 2. ΟΙΚΟΝ. το κόστος μιας κυβερνητικής πολιτικής η οποία δεν επέφερε αντισταθμιστικό κέρδος, δηλ. δεν πέτυχε τον στόχο της. 3. ΟΙΚΟΝ. χρέος που εκδίδεται για κάλυψη τρεχουσών αναγκών και δεν καλύπτεται από κάποιο περιουσιακό στοιχείο του δανειζομένου., νεκρό πλήκτρο: ΠΛΗΡΟΦ. το οποίο δεν εμφανίζει αμέσως στην οθόνη του υπολογιστή κάποιο σημάδι, παρά μόνο αφού πατηθεί μετά από αυτό το επιθυμητό γράμμα (π.χ. το πλήκτρο του τόνου). [< αγγλ. dead key] , νεκρό σημείο 1. (μτφ.) αδιέξοδο, στασιμότητα: Σε ~ ~ βρίσκονται/έχουν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις. 2. & (προφ.) νεκρό (το): νεκρή ταχύτητα. 3. ΟΙΚΟΝ. τιμή που δεν επιφέρει κέρδος ή ζημία ούτε στον αγοραστή ούτε στον πωλητή ενός δικαιώματος. 4. ΜΗΧΑΝΟΛ. το πιο απομακρυσμένο ή το πιο κοντινό, ως προς τον στροφαλοφόρο άξονα, σημείο της διαδρομής του εμβόλου μιας μηχανής: άνω/κάτω ~ ~. [< γαλλ. point mort] , άταφος νεκρός βλ. άταφος, κενό/νεκρό γράμμα βλ. γράμμα, νεκρή γλώσσα βλ. γλώσσα, νεκρή θάλασσα βλ. θάλασσα, νεκρή φύση βλ. φύση, περιύβριση νεκρού βλ. περιύβριση, προσκλητήριο νεκρών/πεσόντων βλ. προσκλητήριο ● ΦΡ.: ούτε νεκρός δεν ...! (προφ.): για έντονα αρνητική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: ~ ~ γυρίζω πίσω (= ποτέ)! ~ ~ό δεν θέλω να τον ξαναδώ!, έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα βλ. πεθαίνω, ζωντανός νεκρός βλ. ζωντανός, και νεκρούς ανασταίνει βλ. ανασταίνω, κλινικά νεκρός βλ. κλινικός, ο νεκρός/ο αποθανών δεδικαίωται βλ. δεδικαίωται [< αρχ. νεκρός, γαλλ. mort, αγγλ. dead]
οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]
ολοκαύτωμα [ὁλοκαύτωμα] ο-λο-καύ-τω-μα ουσ. (ουδ.) {ολοκαυτώμ-ατος} 1. κάθε ολική καταστροφή που προκαλείται κυρ. από φωτιά και έχει συνήθ. ως αποτέλεσμα την απώλεια πολλών ζωών· ειδικότ. μαζική θανάτωση, γενοκτονία: πυρηνικό ~. Η πόλη έγινε ~ (: κάηκε ολοσχερώς).|| (ΙΣΤ.) Το ~ των Εβραίων/των Καλαβρύτων. Οι επιζήσαντες/τα θύματα του ~ατος. Βλ. αφανισμός, όλεθρος, σφαγή.|| (επιτατ.) Το αυτοκίνητο έγινε ~ (: παρανάλωμα του πυρός, στάχτη).|| (μτφ.) Οικολογικό/οικονομικό ~. 2. αυτοθυσία για την υπεράσπιση ιδανικού: (ΙΣΤ.) το ~ της Ιεράς Μονής Αρκαδίου/του Σουλίου. Βλ. αυτοπυρπόληση. [< μτγν. ὁλοκαύτωμα ‘θυσιαστική προσφορά με πλήρη καύση’, γαλλ. holocauste, αγγλ. holocaust]
οξύς, εία, ύ [ὀξύς] ο-ξύς επίθ. {οξ-έος κ. οξ-έως (θηλ. -είας) | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)· οξύτ-ερος, -ατος} (λόγ.) 1. ΙΑΤΡ. που εκδηλώνεται αιφνίδια, έχει έντονα συμπτώματα, εξελίσσεται γρήγορα και συνήθ. παρέρχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα: ~ύς: βήχας/πονοκέφαλος/τραυματισμός. ~εία: αλλεργική αντίδραση (= αναφυλαξία)/αμυγδαλίτιδα/(αναπνευστική/καρδιακή/νεφρική) ανεπάρκεια/βρογχίτιδα/γαστρεντερίτιδα/δηλητηρίαση/ηπατίτιδα/λευχαιμία/σκωληκοειδίτιδα/φλεγμονή. ~ύ: έμφραγμα του μυοκαρδίου (= κοιλιακή μαρμαρυγή). ~είς: (θωρακικοί/κοιλιακοί) πόνοι (= σουβλεροί). ~είς: επιπλοκές. ~έα: στεφανιαία σύνδρομα.|| ~εία: τοξικότητα (: λόγω έκθεσης σε χημική ουσία). Βλ. υπ~. ΑΝΤ. χρόνιος (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση· δριμύς, καυστικός: ~ύς: λόγος. ~εία: αντιπαράθεση/κόντρα/κριτική/πόλωση/σύγκρουση. ~ύ: πρόβλημα/σχόλιο (πβ. τσουχτερός). ~είες: αντιδράσεις/αντιθέσεις. Σε ~είς τόνους η συζήτηση για ... (επίσ.) Καταφέρθηκε με ~ατους χαρακτηρισμούς κατά του ... Πβ. έντονος, σκληρός, σφοδρός.|| (για πρόσ.) ~ύς: επικριτής. Είναι άνθρωπος με ~ύ χιούμορ (= δηκτικό). ΣΥΝ. αιχμηρός (1) 3. (για αίσθηση ή νοητική ικανότητα) που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη· διεισδυτικός, οξυδερκής: ~ύς: νους. ~εία: ακοή/αντίληψη/όραση/όσφρηση. ~ύ: κριτικό πνεύμα.|| ~ύς: παρατηρητής.~ύ: βλέμμα. 4. που χαρακτηρίζεται από υψηλή συχνότητα: ~εία: κραυγή/φωνή (= στριγκιά, τσιριχτή). ~ύς: ήχος/θόρυβος (: που μοιάζει να τρυπάει τ' αυτιά). 5. μυτερός, κοφτερός: ~εία: ακμή/κορυφή. ~ύ: άκρο. Τραύμα από ~ύ όργανο (π.χ. μαχαίρι). Πβ. οξύληκτος. ΣΥΝ. αιχμηρός (2) ΑΝΤ. αμβλύς (2) ● ΣΥΜΠΛ.: οξεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι μικρότερη των 90°. Βλ. αμβλεία, ορθή γωνία. [< αρχ. ὀξύς]
ορθός, ή, ό [ὀρθός] oρ-θός επίθ. {ορθότ-ερος, -ατος} 1. (μτφ.) σωστός: ~ός: λόγος (= ορθολογισμός)/χαρακτηρισμός/χειρισμός. ~ή: αντιμετώπιση/γραφή (βλ. ορθογραφία)/διάγνωση/διαχείριση (αποβλήτων)/ενημέρωση/ερμηνεία/εφαρμογή/κατεύθυνση/κρίση/λειτουργία/λύση/πράξη (= ορθοπραξία)/συμπλήρωση (εντύπου)/χρήση. ~ό: ποσό/συμπέρασμα. ~ές: απαντήσεις/επιλογές/(γεωργικές) πρακτικές. ~ά: επιχειρήματα. ~ή εκμετάλλευση διαθέσιμων πόρων. Γραμματικά ~οί τύποι.|| (ως ουσ.) Το ~ό είναι να ... Ανακοινοποίηση επί το/στο ~ό(ν) (: χωρίς λάθη). ΑΝΤ. εσφαλμένος, λανθασμένος 2. όρθιος· κατακόρυφος: Σκαρφάλωσε στο τραπέζι και στάθηκε ~. ΑΝΤ. καθιστός, ξαπλωμένος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: έντερο (= ορθό). ~ή στάση της σπονδυλικής στήλης. ~οί και πλάγιοι κοιλιακοί μύες. || (ΓΕΩΜ.) ~ός: κώνος. ~ό: πρίσμα. ● επίρρ.: ορθά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 90°. Βλ. αμβλεία, οξεία γωνία., ορθή αναφορά βλ. αναφορά, ορθή επανάληψη βλ. επανάληψη, ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή ● ΦΡ.: επί το ορθότερο(ν) (λόγ.): πιο σωστά: Ο πρόεδρος άκουσε τις παραινέσεις ή, ~ ~, τις συστάσεις του ..., πολιτικά ορθός: που χαρακτηρίζεται από την υπεράσπιση αποδεκτών απόψεων και την απόρριψη γλώσσας ή συμπεριφοράς που θεωρείται ότι στοχεύει στην κοινωνική απομόνωση, περιθωριοποίηση ή προσβολή συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων: ~ ~ ήρωας. (Μη) ~ ~ή: απάντηση/δήλωση/έκφραση/επιλογή/προσέγγιση/ταινία. ~ ~ό: όνομα. Το χιούμορ δεν είναι πάντα ~ ~ό. Πβ. πολιτική ορθότητα. [< αγγλ. politically correct, 1934] , ορθά-κοφτά βλ. κοφτός [< αρχ. ὀρθός]
οροθετικός2, ή, ό [ὀροθετικός] ο-ρο-θε-τι-κός επίθ./ουσ. ΙΑΤΡ. 1. (για πρόσ. ή ζώο) του οποίου η αιματολογική ανάλυση αποδεικνύει την παρουσία ιού στον οργανισμό και ειδικότ. του HIV: ~οί: ασθενείς. ~ά: βρέφη.|| (ως ουσ.) Μετάδοση του έιτζ από ~ό.|| ~ός: σκύλος. Βλ. οροαρνητικός. 2. (για νόσο) που χαρακτηρίζεται από την παρουσία συγκεκριμένου αυτοαντισώματος στο αίμα: ~ή: ρευματοειδής αρθρίτιδα. [< γαλλ. séropositif, αρχές του 20ού αι., αγγλ. seropositive, περ. 1930]
παραλλακτικός, ή, ό πα-ραλ-λα-κτι-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με την παράλλαξη. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παραλλακτική γωνία: γωνία κατά την οποία μετατοπίζεται ένα άστρο σύμφωνα με το φαινόμενο της παράλλαξης και με την οποία υπολογίζεται η απόστασή του από τη Γη. [< μτγν. παραλλακτικός, γαλλ. parallactique, αγγλ. parallactic]
παραπληρωματικός, ή, ό πα-ρα-πλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: συμπληρωματικός: ~ά: μέσα/νοήματα/στοιχεία. ● ΣΥΜΠΛ.: παραπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν άθροισμα 180°. [< γαλλ. angles supplémentaires] [< μτγν. παραπληρωματικός]
πληθωρισμός πλη-θω-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΟΙΚΟΝ. συνεχής αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών, που συνοδεύεται συνήθ. από οικονομική ύφεση και ανεργία: αναμενόμενος/ανεξέλεγκτος/διαρθρωτικός/ελεγχόμενος/έντονος/ήπιος/μηδενικός/πραγματικός/υψηλός/χαμηλός ~. Ο επίσημος/ετήσιος/μέσος ~. Άνοδος/επιβράδυνση/μείωση/πτώση/συγκράτηση του ~ού. Στο ... % (ανήλθε/αυξήθηκε/διαμορφώθηκε/κινήθηκε/κυμάνθηκε/υποχώρησε) ο ~ (στην ευρωζώνη/της χώρας). Βλ. εναρμονισμένος, αντι~, απο~, στασιμο~, υπερ~. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) πληθώρα: ~ της εικόνας/πληροφορίας. ~ πτυχίων. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητικός πληθωρισμός: ΟΙΚΟΝ. αποπληθωρισμός., δομικός πληθωρισμός: ΟΙΚΟΝ. που εξαιρεί συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (τρόφιμα, ενέργεια) στους οποίους οι τιμές είναι ευμετάβλητες., εισαγόμενος πληθωρισμός: ΟΙΚΟΝ. που προέρχεται από αύξηση των τιμών εισαγόμενων προϊόντων: εγχώριος και ~ ~., καλπάζων πληθωρισμός: ΟΙΚΟΝ. υπερπληθωρισμός., κυκλικός πληθωρισμός: ΟΙΚΟΝ. άνοδος του πληθωρισμού προς το τέλος ενός οικονομικού κύκλου, εξαιτίας της αύξησης του κόστους πρώτων υλών και εργασίας., πληθωρισμός ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. που οφείλεται σε υπερβάλλουσα ζήτηση αγαθών: ~ προσφοράς ή ζήτησης. Βλ. ανελαστικότητα (της) ζήτησης., πληθωρισμός κόστους: ΟΙΚΟΝ. που προέρχεται από την αύξηση του κόστους παραγωγής (συνήθ. των πρώτων υλών και κυρ. του πετρελαίου) ή από την υπερβολική αύξηση των μισθών και κατόπιν διαχέεται σε όλη την οικονομία. [< αγγλ. inflation, γαλλ. ~, 1919]
πρακτικό πρα-κτι-κό ουσ. (ουδ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. γραπτή και συνήθ. συνοπτική έκθεση γεγονότος, ενεργειών ή διαδικασιών που καταχωρούνται σε ειδικό αρχείο: ~ αρχαιρεσιών/εξετάσεων. ~ ανάρτησης αποτελεσμάτων/καταστροφής άχρηστων αντικειμένων/κλήρωσης (μελών επιτροπής)/παράδοσης και παραλαβής (π.χ. ακίνητης περιουσίας)/συμβιβασμού (των διαδίκων). Το ~ της εφορευτικής επιτροπής. Συντάχθηκε/υπογράφηκε το ~. ● πρακτικά (τα) (συνήθ. με κεφαλ. Π): επίσημο κείμενο στο οποίο αναφέρονται όσα έχουν λεχθεί ή γίνει σε συνεδριάσεις, συναντήσεις, συνέδρια: δημοσιευμένα/στενογραφημένα ~. ~ δίκης/διοικητικού συμβουλίου/ίδρυσης (π.χ. σωματείου)/συνέλευσης/(οικουμενικών) συνόδων. Τα ~ της Βουλής. Κρατώ/τηρώ ~. Να (μη) γραφεί στα ~. Έκδοση ~ών ημερίδας. Πβ. πεπραγμένα. [< μεσν. πρακτικά] [< γαλλ. acte]
προεκτεθείς, είσα, έν προ-ε-κτε-θείς επίθ. (λόγ.): που παρουσιάστηκε, εκτέθηκε προηγουμένως: ~είς: λόγος. Από την ~είσα επιχειρηματολογία συνάγεται ... (ΝΟΜ.) Υπό την ~είσα έννοια ...|| (ως ουσ.) Σύμφωνα με τα ~έντα ...
προσκήνιο προ-σκή-νι-ο ουσ. (ουδ.) {προσκηνί-ου} 1. δημοσιότητα, επικαιρότητα, η πρώτη γραμμή δράσης: αθλητικό/πολιτικό/τηλεοπτικό ~. Το ~ της ιστορίας. Ο καλλιτέχνης απουσιάζει/εξαφανίστηκε από το μουσικό ~. Βλ. επίκεντρο, στερέωμα. ΑΝΤ. παρασκήνιο 2. ΑΡΧ. το μπροστινό μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου στο οποίο εμφανίζονταν οι ηθοποιοί. ΣΥΝ. λογείο 3. ΑΡΧΙΤ. μέρος της σκηνής του σύγχρονου θεάτρου μπροστά από την αυλαία. ● ΦΡ.: βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο: παρουσιάζεται, γίνεται γνωστό, αναδεικνύεται: Το ζήτημα/πρόβλημα ήρθε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας. [< 2: μτγν. προσκήνιον, γαλλ.-αγγλ. proscenium 1: αγγλ. foreground]
προφυλακτικό προ-φυ-λα-κτι-κό ουσ. (ουδ.): ελαστικό περίβλημα που εφαρμόζεται στο πέος (ή στον γυναικείο κόλπο) κατά τη σεξουαλική πράξη, με σκοπό την προστασία από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και την αποφυγή εγκυμοσύνης: ανδρικά/γυναικεία (βλ. διάφραγμα, σπιράλ) ~ά. Βάζει/φορά/χρησιμοποιεί ~. Πβ. καπότα. Βλ. λατέξ. [< γαλλ. préservatif]
συμπληρωματικός, ή, ό συ-μπλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: που συμπληρώνει κάτι που λείπει ή προσθέτει κάτι παραπάνω: ~ός: εξοπλισμός/κανονισμός/πίνακας (επιτυχόντων)/προϋπολογισμός/φόρος (μισθωμάτων). ~ή: αγωγή/ανακοίνωση/απάντηση/βιβλιογραφία/δήλωση/δίωξη/έκθεση/εκπαίδευση/ενίσχυση/κατανομή/σύμβαση/σχέση/χορήγηση (φαρμάκου)/χρηματοδότηση. ~ό: εισόδημα/κείμενο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό (μαθήματος)/υπόμνημα. ~οί: όροι. ~ές: οδηγίες/παροχές (μητρότητας)/πιστώσεις/προτάσεις. ~ά: δικαιολογητικά/έντυπα/έργα/μαθήματα/μέτρα/στοιχεία. (ΝΟΜ.) Έδωσε ~ή κατάθεση. Ζητήθηκαν ~ές διευκρινίσεις/πληροφορίες (πβ. έξτρα, επιπλέον, επιπρόσθετος). Το άρθρο ... περιλαμβάνει ~ές διατάξεις. Υπογράμμισε τον ~ό ρόλο της ιδιωτικής συμμετοχής. Πβ. δευτερεύων, βοηθητ-, επικουρ-, παραπληρωματ-ικός. ΑΝΤ. βασικός, θεμελιώδης, κεντρικός, κύριος, πρωταρχικός. ● επίρρ.: συμπληρωματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμπληρωματικές βάσεις: ΒΙΟΧ. οι βάσεις του DNA και του RNA, μεταξύ των οποίων μπορεί να δημιουργηθούν δεσμοί υδρογόνου. Βλ. αδενίνη, γουανίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, ουρακίλη., συμπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο οξείες γωνίες το άθροισμα των οποίων είναι ίσο με 90°. Βλ. παραπληρωματικές γωνίες., συμπληρωματική ιατρική: (κυρ. για εναλλακτικές μορφές θεραπείας) θεραπευτική που μπορεί να συμπληρώσει τη συμβατική ιατρική. [< αγγλ. complementary medicine, 1982] , συμπληρωματικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. συμπληρωματικός, γαλλ. complémentaire, supplémentaire, αγγλ. complementary]
σύνδρομο σύν-δρο-μο ουσ. (ουδ.) {συνδρόμ -ου} 1. ΙΑΤΡ. ταυτόχρονη παρουσία κλινικών συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν ορισμένη παθολογική κατάσταση: (οξύ) αναπνευστικό/υπερκινητικό ~. ~ αιφνίδιου θανάτου (βρεφών)/του άρρωστου κτιρίου (: σε άτομα που ζουν ή εργάζονται σε κτίρια στα οποία υπάρχει αυξημένη ρύπανση του αέρα)/του Κόλπου, ενν. του Περσικού (: ψυχικά τραύματα από πολεμικές συρράξεις)/πολυκυστικών ωοθηκών/χρόνιας κόπωσης. Διακατέχεται από/βιώνει το ~ … Πβ. συνδρομή. Βλ. ψυχο~. 2. (μτφ.) ορισμένος τύπος συμπεριφοράς που αποτελείται από μια σειρά αρνητικών εκδηλώσεων και χαρακτηριστικών: εθνικιστικό/καταναλωτικό ~. ~ της εξουσίας (βλ. εξουσιομανία).|| (προφ.) ~ του σκαντζόχοιρου (: της αμυντικής στάσης). Βλ. κόμπλεξ, σύμπλεγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον: ΙΑΤΡ. πάρκινσον. , σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού: σύνολο σωματικών και ψυχικών τραυμάτων που εκδηλώνονται σε παιδιά και οφείλονται στη συστηματικά βίαιη συμπεριφορά ή στην αδιαφορία ενηλίκων, συνήθ. των γονέων τους. Βλ. ενδοοικογενειακή βία, παιδική κακοποίηση, ξυλοδαρμός. [< αγγλ. battered child syndrome, 1962] , σύνδρομο οικονομικής θέσης: ΙΑΤΡ. φλεβική θρόμβωση λόγω συγκέντρωσης αίματος στα πόδια ύστερα από πολύωρο, κυρ. αεροπορικό, ταξίδι. [< αγγλ. economy class syndrome, 1977] , αυχενικό σύνδρομο βλ. αυχενικός, κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο βλ. νευροληπτικός, κατοχικό σύνδρομο βλ. κατοχικός, μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη, μεταβολικό σύνδρομο βλ. μεταβολικός, μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός, νεφρωσικό σύνδρομο βλ. νεφρωσικός, σύνδρομο (του) Άσπεργκερ βλ. Άσπεργκερ, σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας βλ. ανοσοανεπάρκεια, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου βλ. έντερο, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα βλ. καρπιαίος, σύνδρομο ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, σύνδρομο ντάουν/Down βλ. ντάουν1, σύνδρομο στέρησης/στερητικό σύνδρομο βλ. στέρηση, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά, σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου βλ. κτίριο, σύνδρομο της ύβρεως βλ. ύβρις, υπνοαπνοϊκό σύνδρομο βλ. υπνοαπνοϊκός, φαινόμενο της πεταλούδας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: σύνδρομο της Στοκχόλμης: ΨΥΧΟΛ. ψυχολογική αντίδραση που εκδηλώνουν συνήθ. θύματα απαγωγής, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη αισθημάτων υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή και αγάπης για τους απαγωγείς τους. [< αγγλ. Stockholm syndrome, 1978] [< γαλλ.-αγγλ. syndrome, πβ. αρχ. επίθ. σύνδρομος 'που τρέχει μαζί ή συμπίπτει με κάποιον/κάτι΄]
τακάκια τα-κά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. τακάκ-ι}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξαρτήματα των δισκόφρενων για την επιβράδυνση της κίνησης στους τροχούς: εργοστασιακά/κεραμικά/μαλακά/μεταλλικά/οργανικά/σκληρά/φαγωμένα/φθαρμένα ~. ~ φρένων. Δαγκάνες με ~. Άλλαξα τα ~. Βλ. έμβολο, πέλμα, σιαγόνα.|| Μπροστινό/πίσω ~ι.
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
τούνελ [τοῦνελ] τού-νελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνητό πέρασμα, σήραγγα: κρυφό/υπόγειο/υποθαλάσσιο ~. ~ διαφυγής. Διάνοιξη ~. Το τρένο πέρασε μέσα από το ~. Πβ. γαλαρία, στοά. Βλ. ευρω~.|| Φούρνος ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το τούνελ (μτφ.): βρίσκω διέξοδο ή λύση σε δυσκολίες ή προβλήματα., φως στο τούνελ & φως στην άκρη/στο βάθος του τούνελ (μτφ.): πιθανότητα εξεύρεσης λύσης: Δεν βλέπω ~ ~. Αρχίζει να διαφαίνεται ~ ~ της οικονομικής κρίσης. [< αγγλ. tunnel]
υπηρεσιακός, ή, ό [ὑπηρεσιακός] υ-πη-ρε-σι-α-κός επίθ. 1. που ανήκει σε συγκεκριμένη υπηρεσία ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: μηχανισμός/φάκελος. ~ή: άδεια/αλληλογραφία/αποστολή/γλώσσα/εξέλιξη/επιτροπή/θέση/ιδιότητα/μονάδα/σύσκεψη. ~ό: αυτοκίνητο/όπλο (αστυνομικού)/όχημα/σημείωμα/ταξίδι. ~οί: λόγοι/παράγοντες. ~ές: ανάγκες. ~ά: έγγραφα/θέματα. Διαβουλεύσεις σε ~ό επίπεδο. Βλ. ενδοϋπηρεσιακός, εξω~, προϋπηρεσιακός.|| ~ό: ύφος (= σοβαρό, τυπικό). 2. που ασκεί προσωρινά τα καθήκοντά του: ~ός: πρόεδρος/προπονητής/τεχνικός (αθλητικής ομάδας)/(υφ)υπουργός. ● επίρρ.: υπηρεσιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: υπηρεσιακή έκθεση: έκθεση αξιολόγησης δημοσίου υπαλλήλου, η οποία συντάσσεται από τον προϊστάμενό του σε τακτά χρονικά διαστήματα., υπηρεσιακή κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. διορισμένη κυβέρνηση η οποία συγκροτείται προσωρινά, κατά κανόνα από μη πολιτικά πρόσωπα, με αποκλειστικό έργο τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών., υπηρεσιακό συμβούλιο: συμβούλιο με αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί και να αποφασίζει σχετικά με κάθε μεταβολή της κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων: Ανώτατο Περιφερειακό ~ ~ (Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης)., εκπαιδευτική άδεια βλ. άδεια, υπηρεσιακός/υπηρεσιακή πρωθυπουργός βλ. πρωθυπουργός
ύψος [ὕψος] ύ-ψος ουσ. (ουδ.) {ύψ-ους | -η, -ών} 1. απόσταση σε κατακόρυφο άξονα από τη βάση ως την κορυφή: το ~ του αγάλματος/δωματίου/κτιρίου/τοίχου. ~ πόρτας. Ρύθμιση του ~ους (του καθίσματος).|| Το ~ του βουνού. Βλ. υψόμετρο.|| (το ~ του ανθρώπου) Αναλογία βάρους-~ους. Tι ~ έχεις; Πβ. ανάστημα, μπόι. 2. συγκεκριμένη θέση πάνω σε νοητή κατακόρυφη γραμμή και γενικότ. σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς: μπότες/φούστα μέχρι το ~ του γόνατου. Μου φτάνει μέχρι το ~ των ώμων. Πετάμε σε μεγάλο ~. Πβ. επίπεδο.|| Ατύχημα στο ~ της οδού ...|| (μτφ.) Περιμένει την εξ ~ους βοήθεια (: τη θεϊκή βοήθεια, το θαύμα). 3. (μτφ.) το ανώτερο σημείο προς το οποίο κινείται ένα οικονομικό κυρ. μέγεθος: (ΟΙΚΟΝ.) το ~ των αποδοχών/της αποζημίωσης/των δαπανών/των επενδύσεων/των επιτοκίων/της παραγωγής/των συναλλαγών/των τιμών/της χρηματοδότησης. Αγορές/δάνειο/κεφάλαιο/λογαριασμός/οφειλές/πρόστιμο/συμφωνία/υποτροφία ~ους ... ευρώ.|| Το ~ της βροχόπτωσης. Πβ. ποσότητα. 4. ΓΕΩΜ. το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που φέρεται από κορυφή γεωμετρικού σχήματος ή σώματος προς τη βάση του: ~ του κυλίνδρου/ορθογωνίου/παραλληλογράμμου/πρίσματος/τραπεζίου/τριγώνου (βλ. ορθόκεντρο). 5. ΜΟΥΣ. η ποιότητα ενός μουσικού ήχου, η οποία καθορίζεται από τη συχνότητα των δονήσεων που τον παράγουν. Πβ. τόνος. ΣΥΝ. οξύτητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) ύψος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει πάνω από έναν πήχη τοποθετημένο οριζόντια σε δύο στυλοβάτες: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. high jump] ● ΦΡ.: ή του ύψους ή του βάθους: προκειμένου να δηλωθεί η αστάθεια που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι: Είναι ~ ~, τη μια κατενθουσιασμένος με τη δουλειά, την άλλη απογοητευμένος. ~ ~ η ομάδα· από τη νίκη στην ήττα., παίρνω ύψος ΑΝΤ. χάνω ύψος 1. ψηλώνω: Πήρε απότομα ~, όταν μπήκε στην εφηβεία. ΣΥΝ. παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι 2. φτάνω σε επιθυμητή ή μεγάλη απόσταση, συνήθ. από το έδαφος: Το ελικόπτερο πήρε ~ και άλλαξε πορεία. Η μπάλα πήρε ~ και κατέληξε εκτός γηπέδου., πετώ στα ύψη (μτφ.) 1. ανεβαίνω, αυξάνομαι: Οι τιμές πέταξαν ~. 2. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέταξε ~, όταν άκουσε τα καλά νέα., στα ύψη (μτφ.): για να δηλωθεί αύξηση σε μεγάλο βαθμό: αδρεναλίνη/ψυχολογία ~ ~. Τα ενοίκια/οι πωλήσεις του βιβλίου/οι τιμές (των ακινήτων/τροφίμων) ανέβηκαν ~ ~. ~ ~ εκτινάχθηκε/εκτοξεύτηκε η μετοχή της ..., χάνω ύψος: παύω να έχω μεγάλη ή την επιθυμητή απόσταση συνήθ. από το έδαφος: Λόγω βλάβης το αεροπλάνο έχασε ~ και συνετρίβη.|| Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση τείνουν να ~ουν ~. Πβ. κονταίνω. ΑΝΤ. παίρνω ύψος., σε δυσθεώρητα ύψη βλ. δυσθεώρητος, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. ὕψος, γαλλ. hauteur]
ψυχολογία ψυ-χο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά και τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου· συνεκδ. η αντίστοιχη επιστημονική μελέτη ή το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα ή σύγγραμμα: αναλυτική/αναπτυξιακή/ανθρωπιστική/βιολογική (= βιο~)/γενική/διαπολιτισμική/δικαστική (ή εγκληματολογική)/επαγγελματική/εσωτερική (βλ. παρα~)/εφαρμοσμένη/θετική/ιατρική/οικονομική/ομαδική/πειραματική (βλ. ψυχομετρία)/ποιμαντική/πολιτική/συγκριτική/συνειρμική/σχολική/τουριστική/υπαρξιακή/φαινομενολογική/φιλοσοφική/φροϋδική/φυσιολογική (= ψυχοφυσιολογία) ~. ~ του αθλητισμού (ή αθλητική ~)/της αντίληψης/των ατομικών διαφορών (ή διαφορική ~)/της διαφήμισης/του εαυτού/του Εγώ/του εφήβου (ή εφηβική ~)/των κινήτρων/των λαών (βλ. εθνο~)/της μάθησης/του παιδιού (ή παιδική ~· ΣΥΝ. παιδο~)/της προσωπικότητας/της συμπεριφοράς (= συμπεριφορισμός)/της Τέχνης/της τρίτης ηλικίας/της υγείας/των χρωμάτων. ~ της απασχόλησης/εκπαίδευσης/εργασίας/θρησκείας/οικογένειας. ~ των πελατών/του προσωπικού. Η ~ του πολέμου. || (κατ' επέκτ.) ~ των ζώων. Βλ. μετα~, μορφο~, νευρο~, -λογία. 2. (κατ' επέκτ.) ψυχισμός, ψυχοσύνθεση· ψυχολογική κατάσταση: η ανδρική/γυναικεία ~. Η ~ του καταναλωτή/των χαρακτήρων (ενός μυθιστορήματος· βλ. χαρακτηρολογία). Βαθύς γνώστης της (ανθρώπινης) ~ας (βλ. συναισθηματική νοημοσύνη). Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία.|| Έχει αρνητική/άσχημη/εύθραυστη/κακή ~. Πήγε στις εξετάσεις με ανεβασμένη/πεσμένη ~. (προφ.) Η ~ μου είναι χάλια. Η νίκη άλλαξε/ενίσχυσε/τόνωσε την ~ τους. Η έλλειψη ~ας οδήγησε στην ήττα. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως αδιαίρετο σύνολο, ολότητα., βιομηχανική ψυχολογία & οργανωτική/εργασιακή ψυχολογία & ψυχολογία της εργασίας: ΨΥΧΟΛ. έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή ψυχολογικών θεωριών για την κατάλληλη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάζουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της εργασίας. [< αγγλ. industrial psychology, περ. 1924] , γενετική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. μελετά την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βλ. αναπτυξιολογία. [< αγγλ. genetic psychology, 1909] , εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία: ασχολείται με την εφαρμογή ψυχολογικών μεθόδων και κυρ. επιστημονικών δοκιμασιών, για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως είναι η αξιολόγηση των μαθητών. ΣΥΝ. Ψυχοπαιδαγωγική [< αγγλ. educational psychology] , μορφολογική ψυχολογία & ψυχολογία της μορφής: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη αντίληψη και συμπεριφορά ως οργανωμένο σύνολο, ολιστικά, και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων αντιδράσεων σε ερεθίσματα. [< γερμ. Gestaltpsychologie, αγγλ. Gestalt psychology, 1924] , συμβουλευτική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ασχολείται με την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου και την προώθηση της αυτογνωσίας του, ώστε να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. [< αγγλ. counseling psychology] , ψυχολογία του βάθους: ΨΥΧΟΛ. μελετά τον ρόλο του υποσυνείδητου στην ψυχική ζωή. Πβ. ψυχανάλυση. [< γερμ. Tiefenpsychologie, αγγλ. depth psychology, 1924] , γνωστική ψυχολογία βλ. γνωστικός1, εξελικτική ψυχολογία βλ. εξελικτικός, κλινική ψυχολογία βλ. κλινικός, κοινωνική ψυχολογία βλ. κοινωνικός, ομαδική ψυχολογία βλ. ομαδικός, ψυχολογία της μάζας/των μαζών/του όχλου/του πλήθους βλ. μάζα [< γαλλ. psychologie, γερμ. Psychologie, αγγλ. psychology]
ωριαίος, α, ο [ὡριαῖος] ω-ρι-αί-ος επίθ. 1. που διαρκεί μία ώρα: ~α: συνάντηση. ~ο: διαγώνισμα. 2. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα μίας ώρας: ~α: αμοιβή/αντιμισθία (= ωρομίσθιο)/αποζημίωση/παραγωγή/χρέωση. Μέση ~α ταχύτητα οχήματος. ~ο κόστος προγράμματος. 3. που επαναλαμβάνεται ανά μία ώρα: ~ες: αναχωρήσεις. ~α πρόβλεψη καιρού (: κάθε μία ώρα). Βλ. -ιαίος. ● επίρρ.: ωριαία ● ΣΥΜΠΛ.: ωριαία γωνία: ΑΣΤΡΟΝ. δίεδρη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου και του ωριαίου κύκλου αστέρα: ~ ~ (δύσης) του Ήλιου/της Σελήνης. [< γαλλ. angle horaire] , ωριαίος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και είναι κάθετος στον ουράνιο ισημερινό. Βλ. ουράνιος μεσημβρινός., ζώνη ώρας βλ. ζώνη, ωριαία άτρακτος βλ. άτρακτος [< 1: μτγν. ὡριαῖος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ