Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 90 εγγραφές  [0-20]


  • -ότατος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτάτη}: επίθημα του απόλυτου υπερθετικού επιθέτων σε -ός και -ος: λαμπρ~/νε~ (πβ. -ώτατος). Βλ. -έστατος, -ιστος, -ύτατος.|| (συνήθ. στην κλητ., σε προσφών.) (ΕΚΚΛΗΣ.) Αιδεσιμ-ότατε/οσι~/σεβασμι~.|| Eκλαμπρ~/μεγαλει~. ● επίρρ.: -ότατα
  • αγάπη [ἀγάπη] α-γά-πη ουσ. (θηλ.) 1. ισχυρό (συν)αίσθημα συμπάθειας, τρυφερότητας και αφοσίωσης: αγνή/αδελφική/άδολη/αθώα/ακλόνητη/αμοιβαία/ανεκτίμητη/άπειρη/ανυπόκριτη/απέραντη/απεριόριστη/βαθιά/μητρική/πατρική/πραγματική ~. Εισπράττω/νιώθω/προσφέρω/τρέφω ~. Δείχνω/εκδηλώνω/εκφράζω την ~ μου. Έχω/κερδίζω την ~ κάποιου. Δεν είχαν ~ μεταξύ τους. Υπάρχει ~ ανάμεσά τους. Διψώ για ~. Χορταίνω από ~. Το έκανα από ~. Η ~ του κόσμου με γέμιζε δύναμη. Του έχω μεγάλη ~ (πβ. αδυναμία). Απολαμβάνει/χαίρει της ~ης όλων.|| (ως κατακλείδα σε επιστολές) Mε όλη μου την ~. Με (απέραντη/ιδιαίτερη/πολλή) ~. Με σεβασμό και ~. Σου στέλνω την ~ μου.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/προς τον πλησίον. ΑΝΤ. απέχθεια, μίσος 2. έρωτας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα και συνεκδ. αγαπημένο πρόσωπο: αιώνια/δυνατή/κρυφή/νεανική/παθολογική/παντοτινή/παράνομη/παράφορη/πλατωνική/τρελή/τυφλή/φλογερή ~.|| Η πρώτη ~ δεν ξεχνιέται. Αναζητώ τη μία και μοναδική ~. Εφήμερες/καλοκαιρινές/περασμένες/χαμένες ~ες.|| (ως οικ. προσφών.) ~ μου (γλυκιά)! 3. έντονο ενδιαφέρον, παθιασμένη ενασχόληση με κάτι: ~ για τον αθλητισμό/τα γράμματα/την ελευθερία/τη ζωή/το θέατρο/την πατρίδα (= φιλοπατρία). ~ για τη (σπανιότ. στη) λογοτεχνία. Τρέφει (μια) ρομαντική/υπέρμετρη ~ για την Ελλάδα. Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του ~. Βλ. έφεση, κλίση, ροπή.Αγάπες (οι): ΕΚΚΛΗΣ. κοινά δείπνα ανάμεσα στους πρώτους χριστιανούς. ● Υποκ.: αγαπάκι (το), αγαπούλης (ο), αγαπούλα & (σπάν.) αγαπίτσα, αγαπουλίτσα (η): αγαπημένος, αγαπημένη. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, μαραθώνιος αγάπης βλ. μαραθώνιος ● ΦΡ.: αγάπες και λουλούδια: εκδηλώσεις στοργής, γλυκύτητας· γενικότ. κατάσταση ευτυχίας: Η ζωή δεν είναι μόνο ~ ~. Τη μια είναι όλο ~ ~ και την άλλη μαλώνουν. ΣΥΝ. (είναι) όλο αγκαλιές και φιλιά, είναι στις αγάπες τους: περνούν περίοδο τρυφερών ή αγαθών σχέσεων., όλο αγάπη (εμφατ.): με πολλή αγάπη: αγκαλιά/λόγια/ματιά/υποδοχή ~ ~. Με κοιτούσε ~ ~. Άνθρωπος ανεξίκακος, υπομονετικός και ~ ~ (= γεμάτος αγάπη)., πουλάω αγάπη/έρωτα (μτφ.): παριστάνω ότι είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Της πουλούσε ~, για να της πάρει τα λεφτά., το φιλί της αγάπης: ασπασμός συγγενικών και φιλικών συνήθ. προσώπων κατά την τελετή της Ανάστασης, μόλις ο ιερέας αρχίσει να ψάλλει το "Χριστός Ανέστη"., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί [< μτγν. ἀγάπη, γαλλ. amour, αγγλ. love]
  • αγαπημένος , η, ο [ἀγαπημένος] α-γα-πη-μέ-νος επίθ.: που απολαμβάνει της αγάπης ή της προτίμησης κάποιου: ~ος: αθλητής/ηθοποιός/καλλιτέχνης/ποιητής/προορισμός/συγγραφέας/τραγουδιστής (= δημοφιλής). ~η: εκπομπή/μουσική/ομάδα/πατρίδα/πόλη/συνήθεια (= προσφιλής)/ταινία. ~ο: τραγούδι/φαγητό. ~ες: ασχολίες/φωτογραφίες. ~α: αδέλφια. Ποιο είναι το ~ο σας βιβλίο; (ως ουσ.) Ήταν ο ~ της οικογένειάς του. Πβ. αγαπητός, δημοφιλής. Βλ. πολυ~.|| (ως οικ. προσφών.) ~ε μου (φίλε)/~η μου (φίλη). ΑΝΤ. μισητός ● Ουσ.: αγαπημένα (τα): ΔΙΑΔΙΚΤ. κουμπί της γραμμής εργαλείων σε πρόγραμμα περιήγησης του διαδικτύου και ο αντίστοιχος φάκελος: Προσθήκη (διεύθυνσης ιστοσελίδας) στα ~. Ταξινόμηση ~ων. [< αγγλ. favourites] , αγαπημένος, αγαπημένη (ο/η): πρόσωπο με το οποίο κάποιος συνδέεται ερωτικά, συνήθ. σε περιπτώσεις που θέλει να αποφύγει ονομαστική αναφορά: Παρέα με τον ~ο μου. Αντίο/σ' ευχαριστώ ~η μου. ● επίρρ.: αγαπημένα: ήρεμα, αρμονικά, χωρίς συγκρούσεις. ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι βλ. μακριά [< μεσν. αγαπημένος]
  • αγαπητός , ή, ό [ἀγαπητός] α-γα-πη-τός επίθ. 1. που προκαλεί αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης, σεβασμού: Είναι ιδιαίτερα ~ σε όλους. Μου είναι πολύ ~ή (βλ. συμπαθής). Βλ. αξι-, κοσμ-αγάπητος. ΑΝΤ. μισητός, αντιπαθής.|| (ως τυπική προσφών.) ~έ κ. ... ~ό: (μου) ημερολόγιο/περιοδικό. ~οί: ακροατές/συμπολίτες/συνάδελφοι. ~ές: (μου) κυρίες/φίλες. ~ά: (μου) παιδιά.|| (ειρων.) Μα τι λες/σοβαρολογείς ~ή (= χρυσή) μου;|| (επιτηδευμένη ευγένεια:) Ω, τον ~ό (= τον φίλτατο)! 2. (σπάν.) αγαπημένος, προσφιλής. [< μτγν. ἀγαπητός, γαλλ. aimé, cher]
  • αγγελούδι [ἀγγελούδι] αγ-γε-λού-δι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρός άγγελος, κυρ. ως χαρακτηρισμός όμορφου και ήσυχου βρέφους, νεκρού παιδιού ή προσφιλούς προσώπου: εικόνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο με ~ια.|| (μτφ.) Ξανθό/τρυφερό ~. Όμορφο μωρό σαν ~.|| Εγκλήματα με θύματα αθώα ~ια.|| (ως οικ. προσφών.) Σ' αγαπώ/κοιμήσου ~ μου! Γλυκό μου ~! (ειρων.) Τι ζημιά έκανε πάλι το ~ μου; ΣΥΝ. αγγελάκι (2) 2. (μτφ.-ειρων.) τίμιος, αγνός και ακέραιος άνθρωπος: Παριστάνει το ~. Κανείς δεν είναι "~". ● Υποκ.: αγγελουδάκι (το)
  • αγιότητα [ἁγιότητα] α-γι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αγιότης: η ιδιότητα του Αγίου και του Θεού: πρότυπο/φωτοστέφανο ~ας. Σεβάσμια μορφή που αντανακλούσε ~ και πραότητα. Βλ. αμαρτωλότητα, -ότητα.|| (μτφ.) Το ένδυμα της ~ας.|| (ειρων.) Φαρισαϊκές/ψεύτικες ~ες.|| (ως προσφών., συνήθ. σε ανώτερο κληρικό) Παρακαλώ/προσκυνώ την Αγιότητά σας. Η Αυτού ~ ο Πατριάρχης ... Βλ. παν~. ΣΥΝ. αγιοσύνη, ιερότητα [< μτγν. ἁγιότης]
  • αγόρι [ἀγόρι] α-γό-ρι ουσ. (ουδ.) {αγορ-ιού | -ιών} 1. αρσενικό παιδί, άνδρας νεαρής ηλικίας: ανήλικο/μικρό/νεαρό/τρίχρονο ~. Απέκτησε/γέννησε/έκανε/περιμένει ~. Βλ. κορίτσι.|| (ως οικ. προσφών.) Έλα εδώ ~ μου! 2. (οικ., συνήθ. + γεν. ονόματος ή κτητικής αντωνυμίας) (κυρ. στην εφηβική ηλικία) νεαρός με τον οποίο ένα κορίτσι έχει σχέση. Πβ. φίλος. ● Υποκ.: αγοράκι (το) ● Μεγεθ.: αγοράρα (η), αγόραρος (ο) ● ΦΡ.: το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός [< μεσν. αγόριν < μτγν. άγωρος < αρχ. ἄωρος ‘ανώριμος’– παλαιότ. ορθογρ. αγώρι]
  • αδελφή [ἀδελφή] α-δελ-φή ουσ. (θηλ.) {-ές (λαϊκό-σπάν.) -άδες} & (προφ.) αδερφή 1. πρόσωπο θηλυκού γένους με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον έναν ή και τους δύο γονείς: δίδυμη/ετεροθαλής/η μεγάλη/η μικρή ~. Αγαπημένες/σιαμαίες ~ές. Μου στάθηκε σαν ~.|| Θετή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων θηλυκού γένους με το οποίο κάποιος έχει στενούς δεσμούς: Είναι φίλη και ~ μας.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα:) Εσωκλείω τη συνεισφορά από μια ~ μας. 3. (συχνά ως προσφών.) καλόγρια, μοναχή: οι ~ές της Μονής. 4. (συνήθ. ως προσφών.) νοσοκόμα, νοσηλεύτρια: αποκλειστική/εθελόντρια/επισκέπτρια/προϊσταμένη ~.|| (ως επίθ.) Σχολή ~ών Νοσοκόμων. 5. (μειωτ., συνήθ. στον τ. αδερφή) ομοφυλόφιλος άνδρας ή άνδρας με θηλυπρεπή εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: κραγμένη/ξεφωνημένη ~. Πβ. γυναικωτός, κρυφ~, τοιούτος. ΣΥΝ. γκέι (1) ● Υποκ.: αδελφούλα & αδερφούλα (η): στις σημ. 1, 5. ● Μεγεθ.: αδερφάρα & αδελφάρα (η): στη σημ. 5. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους βλ. έλεος, πνευματικός/ή αδελφός/ή βλ. αδελφός ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! βλ. αδέλφι [< 1,5: αρχ. ἀδελφή 2,3: μεσν. αδερφή 4: αγγλ. sister, γερμ. (Kranken)schwester]
  • αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
  • ακριβός , ή, ό [ἀκριβός] α-κρι-βός επίθ. 1. που έχει υψηλή τιμή, κοστίζει πολύ: ~ός: εξοπλισμός/λογαριασμός (πβ. αλμυρός, τσουχτερός). ~ό: αυτοκίνητο/εισιτήριο/ενοίκιο/νόμισμα/πετρέλαιο/(κυριολ. κ. μτφ.) τίμημα. Πολύ ~ό δώρο (: απαγορευτικά ~ό, πανάκριβο). ~ές: τιμές (ΑΝΤ. προσιτές). ~ά: αρώματα (= πολυτελείας)/κοσμήματα (βλ. πολύτιμα)/υλικά. Βλ. παν-, χιλι-άκριβος. ΑΝΤ. οικονομικός (2), φτηνός (1) 2. που έχει ή απαιτεί πολλά έξοδα, πολυέξοδος: ~ός: γάμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπορ/ταξίδι. ~ές: διακοπές. Πβ. δαπανηρός, πολυδάπανος. ΑΝΤ. φτηνός (2) 3. που προσφέρει προϊόντα, υπηρεσίες σε υψηλή τιμή: ~ός: τεχνίτης. ~ό: εστιατόριο/μαγαζί/νησί/ξενοδοχείο/(ιδιωτικό) σχολείο. ~ή περιοχή (: απλησίαστη, με υψηλό κόστος ζωής ή με ακίνητα σε υψηλές τιμές). ΑΝΤ. φτηνός (3) 4. (μτφ.) πολύτιμος, λατρευτός, πολυαγαπημένος: ~ό: προνόμιο.|| (κυρ. ως προσφών.-παλαιότ.) ~έ μου φίλε, ~ή μου αγάπη! ● Υποκ.: ακριβούτσικος , η/ια, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος είναι σπάταλος σε ευτελή πράγματα και φειδωλός σε σημαντικά., έχει ακριβά τα λόγια του: είναι ολιγόλογος., πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι ● βλ. ακριβά [< μεσν. ακριβός, γαλλ. cher]
  • αλήτης [ἀλήτης] α-λή-της ουσ. (αρσ.) {αλητών | σπανιότ. θηλ. αλήτ-ισσα} (μειωτ.) 1. πρόσωπο με ανάγωγη, απρεπή, προκλητική ή/και επιθετική συμπεριφορά: ~, μηχανόβιος και τσαντάκιας. Αγύρτες/απατεώνες και ~ες. Βρίζει/μιλάει σαν ~. Με έδιωξε σαν τον χειρότερο ~η. Οι ~ες των γηπέδων/της εξέδρας (βλ. χούλιγκαν)/της νύχτας.|| (προφ.-υβριστ.) Άκου τι λέει ο ~! Φύγε από 'δώ, ρε ~η! Είναι μεγάλοι ~ες. Δεν ντρέπονται, οι ~ες! Πβ. κάθαρμα, καθίκι, λεχρίτης, παλιάνθρωπος, ρεμάλι, τομάρι, τσογλάνι, χαμένο κορμί. 2. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και σταθερά εισοδήματα, που περιφέρεται στους δρόμους και αγαπά την περιπέτεια· κατ' επέκτ. κάθε άτομο που ζει άστατα ή στο περιθώριο: περιπλανώμενοι ~ες.|| (ως επίθ., μτφ.-λογοτ.) ~ισσα: καρδιά/ψυχή. ● Υποκ.: αλητάκι (το) & αλητάκος (ο) 1. παιδί ή έφηβος που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους και έχει παραβατική συμπεριφορά: ~ της γειτονιάς/του δρόμου. Τα ~ια του γκέτο. ~ια που σπάνε βιτρίνες. Πβ. αλητάμπουρας, μορτάκι, χαμίνι. ΣΥΝ. αλάνι 2. (προφ.) ανυπάκουο, σκανταλιάρικο και άτακτο συνήθ. παιδί: Επ, τι κάνεις εδώ ~; Πού πας, βρε αλητάκο, κάτσε λίγο φρόνιμα!|| (χαϊδευτ., ως τρυφερή προσφών.) ~ μου! ● Μεγεθ.: αληταράς (ο) {αληταρ-άδες} (επιτατ.): Μου κατέστρεψαν το αμάξι οι ~άδες! (υβριστ.) Σε ποιον τα πουλάς αυτά, ρε ~ά; Βλ. ρέμπελος, ρεμπεσκές. ΣΥΝ. τσογλαναράς [< αρχ. ἀλήτης ‘περιπλανώμενος (για ζητιάνους)’, αγγλ.-γαλλ. vagabond]
  • αμάραντος , η, ο [ἀμάραντος] α-μά-ρα-ντος επίθ. 1. που δεν μαραίνεται ή δεν έχει μαραθεί: ~α: άνθη/φυτά (ΑΝΤ. μαραμένα). Βλ. αειθαλής, θαλερός. 2. (μτφ.-λογοτ.) αιώνιος, αμετάβλητος, άφθαρτος: Το ~ο στεφάνι της δόξας/του μαρτυρίου/της νίκης. Βλ. αθάνατος. ● Ουσ.: αμάραντος ουσ. (αρσ.) (ο): ΒΟΤ. ετήσιο ποώδες φυτό με πολλές ποικιλίες (επιστ. ονομασ. Amaranthus), το οποίο δεν μαραίνεται εύκολα, ευδοκιμεί σε ημιορεινές συνήθ. περιοχές και χρησιμοποιείται ως βότανο ή ως διακοσμητικό. [< μτγν. ἀμάραντος] ● ΦΡ.: Ρόδο (το) Αμάραντο: ΕΚΚΛΗΣ. προσφών. της Θεοτόκου. [< 1: μτγν. ἀμάραντος, γαλλ. amarante, αγγλ. amarant(h)]
  • αξιοσέβαστος , η, ο [ἀξιοσέβαστος] α-ξι-ο-σέ-βα-στος επίθ. (λόγ.): που αξίζει τον σεβασμό και την τιμή των άλλων: ~η: θέση/οικογένεια. ~ο: επάγγελμα/πρόσωπο. ~ για τις γνώσεις και τις αρετές του. ~α μέλη της κοινωνίας. Πβ. ευυπόληπτος.|| (ως προσφών.) ~οι κύριοι/φίλοι ...|| (μτφ.) ~ο: ποσό (= αρκετά υψηλό) Πβ. σεβαστός. [< μεσν. αξιοσέβαστος]
  • αξιότιμος , η, ο [ἀξιότιμος] α-ξι-ό-τι-μος επίθ.: άξιος τιμής, σεβασμού· συνήθ. ως προσφών. σε επιστολές και ομιλίες ή γενικότ. ως χαρακτηρισμός προσώπου που κατέχει κάποιο αξίωμα: ~ος: δήμαρχος/καθηγητής. ~η: οικογένεια. ~ο: ακροατήριο/δικαστήριο.|| ~ε κύριε Πρόεδρε ... ~ες κυρίες και ~οι κύριοι. Ευχαριστώ τον ~ο συνάδελφο για ... Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο ~ Υπουργός ...|| (ειρων.) Ο ~ και φίλτατος κ. ... [< αρχ. ἀξιότιμος, γαλλ. honorable]
  • αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]
  • αστέρι [ἀστέρι] α-στέ-ρι ουσ. (ουδ.) {αστερ-ιού | -ιών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα άπειρα ουράνια σώματα που είναι ορατά από τη Γη κατά τη διάρκεια της νύχτας ως μικρά φωτεινά σημεία στον ουρανό: λαμπερό/μακρινό/φεγγοβόλο/φωτεινό ~. ~ που τρεμοπαίζει/τρεμοσβήνει. Ένα ~ πέφτει. Το ~ του Βορρά (= ο Πολικός Αστέρας). Βραδιά γεμάτη ~ια. Βροχή/σύμπλεγμα ~ιών. Το φεγγάρι και τ' ~ια. Κοιμήθηκα κάτω από τ' ~ια (: κάτω από τον έναστρο ουρανό). (συνεκδ.) Ταξίδι στ' ~ια (= στο Διάστημα). Πβ. αστέρας, άστρο. Βλ. αστερισμός.|| (μτφ.) Ένα τυχερό ~ που μας ακολουθεί/μας συντροφεύει. Τραγούδια που σε ανεβάζουν ως τα ~ια (= σε μαγεύουν, σε σαγηνεύουν).|| (ως οικ. προσφών.-χαϊδευτ.) ~ μου! 2. αντικείμενο που έχει το συμβατικό σχήμα του παραπάνω ουράνιου σώματος (συνήθ. τρεις ή περισσότερες τριγωνικές αιχμηρές απολήξεις εκτεινόμενες ακτινοειδώς από το κέντρο) και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό ή ως σύμβολο: χριστουγεννιάτικο ~. Δέντρο στολισμένο με ~ια και φωτάκια. Κόσμημα/μπισκότα σε σχήμα ~ιού. Κερί-/πιάτο-~.|| Αξιωματικός του στρατού με τρία ασημένια ~ια στον ώμο (= λοχαγός).|| (μτφ., σε δοκιμή πρόσκρουσης) Αυτοκίνητο που απέσπασε/έλαβε πέντε ~ια (= άριστη, κορυφαία βαθμολογία) για την ασφάλεια που προσφέρει. 3. (μτφ.) πρόσωπο, συνήθ. καλλιτέχνης ή αθλητής, που διαπρέπει στον τομέα του και έχει μεγάλη φήμη: κινηματογραφικό/ποδοσφαιρικό/πολιτικό ~ (πβ. άστρο). Ένα ~ ανατέλλει/γεννιέται. Μεγάλα ~ια του μπάσκετ. Πβ. σταρ.|| ~ (= άριστος/άσος) στα μαθηματικά. Είσαι ~, σε παραδέχομαι! ● Υποκ.: αστεράκι (το): Πβ. αστράκι. ● ΣΥΜΠΛ.: ανερχόμενο αστέρι & ανερχόμενος αστέρας: πρόσωπο που ακολουθεί ανοδική πορεία σε έναν χώρο, συνήθ. καλλιτεχνικό ή αθλητικό: ~ ~ της όπερας/του στίβου. ~ ~ στον χώρο της μόδας. [< γαλλ. étoile montante] , απλανής (αστέρας) βλ. αστέρας, άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας ● ΦΡ.: βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο [< 1,2: μεσν. αστέρι, γαλλ. étoile 3: αγγλ. star, γαλλ. étoile]
  • άσχετος , η, ο [ἄσχετος] ά-σχε-τος επίθ. 1. που δεν σχετίζεται, δεν συνδέεται με κάτι: απαντήσεις ~ες με τις ερωτήσεις. Αναφορά ~η (ως) προς το θέμα. Γεγονότα ~α μεταξύ τους. Στοιχεία ~α (και ανεξάρτητα/διαφορετικά) το ένα από το άλλο. Πβ. ασύνδετος, ασυσχέτιστος, ξεκάρφωτος. ΑΝΤ. συναφής, σχετικός (1) 2. (μειωτ.) (για πρόσ.) που αγνοεί εντελώς κάτι: ~οι: άνθρωποι. Είναι ~ με τα οικονομικά/περί του θέματος. ~ από υπολογιστές. Πβ. άκυρος. Βλ. παν~. ΑΝΤ. σχετικός (3) ● Ουσ.: άσχετος, άσχετη (ο/η): Για πείτε και σε μένα τον ~ο, πώς ... ~ε! (: ως προσφών., για δήλωση αγανάκτησης). Πβ. αδαής, ανίδεος. ΑΝΤ. ειδικός, εξπέρ ● επίρρ.: άσχετα & (λόγ.) ασχέτως: χωρίς να υπάρχει σχέση, σύνδεση, συσχετισμός: Μίλα ελεύθερα, ~α από (/με το) αν διαφωνούμε. Ίσες ευκαιρίες σε όλους, ~ως (= αδιακρίτως) καταγωγής και φύλου. Πβ. ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως. ● ΦΡ.: άσχετο (νεαν. αργκό): στην αρχή ή στο τέλος φράσης, για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει σχέση με τα προαναφερθέντα: Καλό, αλλά ~!, στο άσχετο (νεαν. αργκό) 1. για κάτι που δεν σχετίζεται με τα συμφραζόμενά του, με το περιβάλλον του: Της έπιασε στο (εντελώς/τελείως) ~ κουβέντα και γνωρίστηκαν. ΣΥΝ. στο ξεκούδουνο 2. ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση: Έσκασε μύτη ~ ~. Ο υπολογιστής κάνει επανεκκίνηση ~ ~. Πετάχτηκε ~ ~ να πει τη γνώμη του. Πβ. στο ξεκάρφωτο. [< μτγν. ἄσχετος] ΑΣΧΕΤΟΣ
  • αφεντικό [ἀφεντικό] α-φε-ντι-κό ουσ. (ουδ.) {σπανιότ. θηλ. αφεντικίνα} 1. (οικ.) διευθυντής, προϊστάμενος, ιδιοκτήτης μικρής συνήθ. επιχείρησης: Ζήτησε αύξηση από το ~ του. Πβ. εργοδότης.|| Πού είναι η αφεντικίνα (= η σύζυγος του ~ού ή η διευθύντρια).|| (ειδικότ.) Ο σκύλος ακολούθησε το ~ του (= τον κύριό του). 2. (γενικότ.) αυτός που εξουσιάζει, που ασκεί εξουσία: Ποιος είναι το ~ εδώ μέσα; Η ομάδα ήταν το απόλυτο ~ της αναμέτρησης (= κυρίαρχος). Δεν θέλει να έχει ~ στο κεφάλι του (πβ. έχω (κάποιον) πάνω από το κεφάλι μου).|| (ως προσφών. που εκφράζει σεβασμό) Τι κάνεις ~;|| (στον πληθ. με αρνητ. συνυποδ.) Ντόπια και ξένα ~ά. Τα μεγάλα ~ά του πλανήτη. Πβ. αφέντης, μπος. [< μεσν. αφεντικός]
  • γίγαντας γί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]
  • γλύκα γλύ-κα ουσ. (θηλ.) 1. γλυκιά γεύση: η ~ της καραμέλας/του κρασιού/του μελιού/της σοκολάτας. Μου άφησε μια ~ στο στόμα. Πβ. γλυκάδα. ΑΝΤ. πίκρα (2), πικρίλα 2. (μτφ.) αίσθηση απαλότητας, ευχαρίστησης, ηδονής, ασφάλειας: ~ του δειλινού/του έρωτα/της ζωής/του φιλιού (= απόλαυση)/της φωνής/των χαδιών. Η ~ του ύπνου (πβ. γαλήνη, ηρεμία). Ένιωσα μια ~ στην καρδιά. Έχει μια ιδιαίτερη ~ (πβ. ηπιότητα, πραότητα). Πήρε τη ~ της μαμάς της. Πβ. γλυκύτητα. 3. (οικ.) χαρακτηρισμός που δηλώνει συμπάθεια, τρυφερότητα: Το μωράκι είναι (μία/σκέτη) ~. Δεν είναι ~; (πβ. χαριτωμένος). (προσφών. ) ~ μου!γλύκες (οι): καλοπιάσματα, συνήθ. ερωτικά: ~ και νάζια/χάδια. Είναι όλο ~. Δεν αφήνεις τις ~; Μη μου κάνεις ~ εμένα!|| Μέσα στα σορόπια και τις ~. Αρχίσανε τις ~ (= ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα). ● ΦΡ.: βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα (προφ.-ειρων.): αποκτώ προσωπική εμπειρία από μια δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση: Για έλα να ζήσεις τον χειμώνα στο νησί, να δεις/να καταλάβεις ~., έμεινα με τη γλύκα (προφ.): για διάψευση προσδοκιών: Νόμιζα πως θα πληρωθώ, αλλά ~ ~. ΣΥΝ. έμεινα με την όρεξη [< μεσν. γλύκα]

αγαθός

αγαθός, ή, ό [ἀγαθός] α-γα-θός επίθ. 1. καλός, ενάρετος, αγνός, αθώος: ~ός: άνθρωπος/σκοπός. ~ή: βούληση/διάθεση/έκφραση/εντύπωση/πράξη/προαίρεση/ψυχή. ~ό: πνεύμα/χαμόγελο. ~ές: σχέσεις. ~ά: αισθήματα. Κάνω κάτι από ~ή πρόθεση.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ (πβ. παν-, υπερ-άγαθος). ΣΥΝ. χρηστός 2. (συνήθ. μειωτ.) αφελής και καλόπιστος: ~ό ανθρωπάκι. Πβ. απονήρευτος. ΣΥΝ. αγαθιάρης ● Υποκ.: αγαθούλης , α, -ικο/-ι: λιγάκι αφελής. ΣΥΝ. αγαθιάρης, αγαθούτσικος , η/ια, ο (σπάν.): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: αγαθός γίγαντας (μτφ.): (συνήθ. για αθλητές του μπάσκετ και της άρσης βαρών) μεγαλόσωμος και καλόψυχος. ● ΦΡ.: τύχη αγαθή βλ. τύχη [< 1: αρχ. ἀγαθός 2: μεσν. αγαθός]

αδέλφι

αδέλφι [ἀδέλφι] α-δέλ-φι ουσ. (ουδ.) {αδέλφ-ια, -ιών, συνήθ. στον πληθ.} & αδέρφι 1. αδελφός (χωρίς να δηλώνεται το φύλο): Διατηρεί στενές σχέσεις με όλα τα ~ια της.|| (προφ.-οικ. στον εν.) Ήρθε τ' ~ σου;|| Mοιάζουν σαν ~ια (: σε μεγάλο βαθμό). 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει ισχυρούς δεσμούς, κυρ. φυλετικούς ή θρησκευτικούς: Έχεις κοντά σου φίλους πραγματικούς, ~ια που θα σε στηρίξουν. ● Υποκ.: αδερφάκι & αδελφάκι (το): στη σημ. 1: Η μικρή απέκτησε πρόσφατα καινούργιο ~.|| (μτφ. για πράγματα όμοια ή ομόλογα:) Σε λίγους μήνες θα κυκλοφορήσει το ~ του παλιού μοντέλου αυτοκινήτου. ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! & αδερφούλα (μου)! (σε επιφων. χρήση): προσφώνηση οικείου συνήθ. προσώπου, για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα: Μια κουβέντα είπαμε, ρε ~ ~, μην κάνεις έτσι! Αμάν μωρέ ~ ~, μας ζάλισες! Αυτές είναι διακοπές, ~ ~! [< μεσν. αδέρφιν]

αδελφός

αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]

αειθαλής

αειθαλής, ής, ές [ἀειθαλής] α-ει-θα-λής επίθ. {αειθαλ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. ΒΟΤ. (για δέντρο, φυτό) που διατηρεί τα φύλλα του όλο τον χρόνο: ~ής: θάμνος. ~ές: φύλλωμα. ~ή: κωνοφόρα. ΣΥΝ. αείφυλλος ΑΝΤ. φυλλοβόλος 2. (μτφ.) που παραμένει ακμαίος, σφριγηλός, δημιουργικός: ~ής: γέροντας. ~ές: πνεύμα. Πβ. αγέραστος, δραστήριος, θαλερός. [< μτγν. ἀειθαλής]

αθάνατος

αθάνατος, η, ο [ἀθάνατος] α-θά-να-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επιβιώνει αιώνια στη μνήμη των ανθρώπων ή που θεωρείται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τον καταστρέψει, να τον αλλοιώσει: (για πρόσ.) ~ος: ηγέτης/ήρωας/ποιητής.|| ~ος: έρωτας. ~η: αγάπη/δόξα (: αιώνια, ακατάλυτη)/ελληνική ψυχή/εποποιία/κληρονομιά/μνήμη (= αγέραστη)/τέχνη/φήμη/φιλία. ~ο: Εικοσιένα/έπος/μεγαλείο/πνεύμα. ~οι: στίχοι (: αξεπέραστοι, έξοχοι). ~ες: αλήθειες/αξίες/επιτυχίες (: μεγάλες)/ταινίες. ~α: έργα/τραγούδια. Έμεινε ~ μέσω του έργου του. Πβ. άφθαρτος, παντοτινός.|| (προφ., ως επευφημία για έντονη επιδοκιμασία, αποδοχή). Γεια σου ~η εργατιά! ΑΝΤ. εφήμερος 2. (μτφ.) που δεν υπόκειται στον θάνατο: ~η: ζωή (= η μεταθανάτια)/ψυχή. ~α: κύτταρα (βλ. βλαστοκύτταρα)/όντα. Ουδείς ~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ Λόγος. Άγιος ~.|| (ΜΥΘ.) ~οι: θεοί (του Ολύμπου). Βλ. -θάνατος. ΑΝΤ. θνητός 3. {μόνο στην κλητ.} (ειρων.) (ως αποδοκιμασία) για να δηλωθεί ότι κάτι παραμένει στην ίδια πάντα απελπιστική κατάσταση: ~η: αξιοκρατία/γραφειοκρατία/επαρχία/πατρίδα! ~ο: ελληνικό δαιμόνιο/δημόσιο! ~ες μίζες! 4. (προφ.-οικ.) (για κάτι) που αντιστέκεται στη φθορά, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν χαλάει: ~ες: κατασκευές/μηχανές/μπαταρίες (: μεγάλων επιδόσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι: ΛΑΟΓΡ. νερό ή βότανο που ο λαός θεωρεί ότι χαρίζει την αθανασία: Να' χα τ’ ~ νερό! Ψάχνουν τ' ~ βοτάνι. ● ΦΡ.: αθάνατος!, αθάνατη!: ως επευφημία, τη στιγμή της εκφοράς νεκρού (συνήθ. για δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες). [< αρχ. ἀθάνατος, γαλλ. immortel]

ακριβά

ακριβά [ἀκριβά] α-κρι-βά επίρρ.: με υψηλό κόστος: Αγοράζω/πουλώ κάτι ~. Κοστίζει/στοιχίζει ~.|| Πλήρωσα ~ τα λάθη μου. ΑΝΤ. φτηνά ● Υποκ.: ακριβούτσικα ● ΦΡ.: πληρώνω ακριβά (μτφ.): υφίσταμαι αυστηρές συνέπειες: Αν τον αγνοήσεις, θα το πληρώσεις ~! Πλήρωσε ~ την επιπολαιότητα/το λάθος του. ● βλ. ακριβός [< μεσν. ακριβά]

αμαρτωλότητα

αμαρτωλότητα [ἁμαρτωλότητα] α-μαρ-τω-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΕΚΚΛΗΣ. η ιδιότητα του αμαρτωλού. Βλ. αγιότητα, -ότητα.

ανάσταση

ανάσταση [ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]

αξι-

αξι- βλ. αξιο-

αστέρας

αστέρας [ἀστέρας] α-στέ-ρας ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & (αρχαιοπρ.) αστήρ 1. ΑΣΤΡΟΝ. αστέρι: γέννηση/θάνατος/θέση/κίνηση/μάζα/τροχιά/φάσμα ενός ~α. ~ γίγαντας (βλ. κόκκινος/ερυθρός γίγαντας)/νάνος (βλ. λευκός νάνος). Σμήνη ~ων. Α(ει)φανείς ~ες. Οι ~ες ενός γαλαξία. Πβ. άστρο. Βλ. αστερισμός, ημι~. 2. (μτφ.) γνωστή προσωπικότητα, συνήθ. καλλιτέχνης, με λάμψη και γοητεία: διάσημος/διεθνής/νέος/τηλεοπτικός (= τηλε~) ~. ~ες της δημοσιογραφίας/του θεάματος/του κινηματογράφου/της μουσικής/του ποδοσφαίρου/του Χόλιγουντ. Η διοργάνωση θα φιλοξενήσει ~ες του παγκόσμιου κλασικού αθλητισμού. Πβ. βεντέτα, διασημότητα, (σούπερ) σταρ, φίρμα.αστέρων: διακριτικό διαβάθμισης της ποιότητας: εστιατόριο/ξενοδοχείο πέντε (: πρώτης κατηγορίας)/έξι (: πολυτελείας) ~. Κονιάκ/μπράντι τριών, πέντε ή επτά ~.|| (μτφ.-επιτατ.) Γιορτή/συμφωνία πολλών ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απλανής (αστέρας) & απλανές αστέρι: που λόγω της απόστασής του από τη Γη, δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε σταθερή θέση σε σχέση με άλλους αστέρες. [< γαλλ. étoile fixe] , άστρο/αστέρας νετρονίων & αστέρι νετρονίων: ουράνιο σώμα που αποτελείται από συμπυκνωμένη ύλη, προκύπτει από την κατάρρευση άστρου στην τελευταία φάση της ζωής του και έχει ισχυρό βαρυτικό πεδίο. Βλ. σουπερνόβα. [< αγγλ. neutron star, 1934] , διπλός αστέρας: σύστημα δύο αστέρων που φαίνονται (οπτικό ζεύγος) ή είναι (φυσικό ζεύγος ή δυαδικός αστέρας) πολύ κοντινοί στο ουράνιο στερέωμα., μεταβλητός αστέρας: του οποίου η φωτεινότητα υπόκειται σε μεταβολές με την πάροδο του χρόνου. Πβ. πάλσαρ., πολικός αστέρας: ο λαμπρότερος αστέρας της Μικρής Άρκτου, που φαίνεται πολύ κοντά στον Β. Πόλο: Ο ~ ~ χρησιμεύει ως δείκτης προσανατολισμού. [< αγγλ. North Star] , ανερχόμενο αστέρι βλ. αστέρι, διάττων αστέρας βλ. διάττων, καινοφανής (αστέρας) βλ. καινοφανής, νεφελοειδής (αστέρας) βλ. νεφελοειδής, υπερκαινοφανής (αστέρας) βλ. υπερκαινοφανής [< μεσν. αστέρας, αγγλ. star, γαλλ. étoile]

αστερισμός

αστερισμός [ἀστερισμός] α-στε-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. ομάδα αστέρων, συνήθ. φαινομενικά γειτονικών, που είναι ορατοί από τη Γη και διαμορφώνουν ένα αναγνωρίσιμο σχήμα: αμυδρός ~. Ο ~ της Ανδρομέδας/των Πλειάδων/του Ωρίωνα. Βλ. Κύων, -ισμός. 2. ΑΣΤΡΟΛ. ζώδιο: Ανήκει/γεννήθηκε στον ~ό των Διδύμων. 3. (μτφ.) πλαίσιο, πεδίο (μέσα στο οποίο διαδραματίζονται γεγονότα, δρομολογούνται εξελίξεις): οικογενειακός ~. 4. ΤΗΛΕΠ. ομάδα, σύνολο: ~ δορυφόρων. ● ΦΡ.: στον αστερισμό (+ γεν.) (μτφ.): στο πλαίσιο, στην ατμόσφαιρα, στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί (από κάτι): (Είμαστε/ζούμε) ~ ~ της ταχύτητας. (Κινείται) ~ ~ των δημοσκοπήσεων/της μόδας/των νέων τεχνολογιών. [< γαλλ. sous le signe de ...] [< 1: μτγν. ἀστερισμός, αγγλ.-γαλλ. constellation]

άστρο

άστρο [ἄστρο] ά-στρο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. λογοτ.) αστέρι: λαμπρό ~. ~ της αυγής (: ο Αυγερινός)/ημέρας (: ο Ήλιος)/νύχτας (: η Σελήνη)/τραμουντάνας (: ο Πολικός Αστέρας).|| Το ~ της Βηθλεέμ/των Μάγων. Λάμπει/τρεμοσβήνει ένα ~. Μάζα/πυρήνας ~ου. Ουρανός γεμάτος ~α (= έναστρος). ~α ορατά με γυμνό μάτι. Πλήθος ~ων στο ουράνιο στερέωμα. Βλ. αστέρας. 2. (μτφ.) άστρο που επηρεάζει την ανθρώπινη μοίρα: το καλό/τυχερό του ~ (που τον επηρεάζει θετικά).|| Πολιτικό ~. 3. αντικείμενο ή σύμβολο με ακτίνες ή τριγωνικά άκρα-σχηματική αναπαράσταση αστεριού: ασημένιο/χρυσό ~. Το ~ του Δαβίδ/των Χριστουγέννων.άστρα (τα) (προφ.): αστερισμοί του ζωδιακού κύκλου: Διαβάζω τα ~. Δεν πιστεύω στ' ~. Τ' ~ σάς συμβουλεύουν. Επιρροές των ~ων. Τι λένε/προβλέπουν τ' ~ σήμερα; Δεν ταιριάζουν τ' ~ τους. Φταίνε τ' ~ (: ως δικαιολογία για παράλογες ή ανεξήγητες πράξεις). Πβ. ζώδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: πόλεμος των άστρων: αμυντικό πρόγραμμα των ΗΠΑ εξεύρεσης διαστημικών τεχνολογικών μέσων για την αντιμετώπιση επιτιθέμενων πυραύλων με πυρηνικές κυρ. κεφαλές. [< αγγλ. Star War, 1983] , άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας ● ΦΡ.: ανατέλλει/μεσουρανεί, δύει/σβήνει το άστρο κάποιου (μτφ.): η ανοδική και λαμπρή πορεία κάποιου (καλλιτέχνη, πολιτικού, οργάνωσης) βρίσκεται στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος της., έχω άστρο/αστέρι: έχω την εύνοια της τύχης: Είχα ~, τράκαρα σοβαρά και δεν έπαθα τίποτα. Πβ. τύχη βουνό., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, τον ουρανό με τ' άστρα βλ. ουρανός [< 1: αρχ. ἄστρον 2: μεσν. άστρον 2: γαλλ. étoile]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γυναικάδελφος

γυναικάδελφος γυ-ναι-κά-δελ-φος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. γυναικαδέλφη} & (σπάν.) γυναικάδερφος (λαϊκό-λογοτ.): αδελφός της συζύγου. Πβ. κουνιάδος. [< μεσν. γυναικάδελφος]

έλεος

έλεος [ἔλεος] έ-λε-ος ουσ. (ουδ.) {ελέ-ους | -η} 1. ευσπλαχνία, συμπόνια: Δείχνω ~. Ζητώ το ~ κάποιου. Χωρίς ~ (= ανηλεώς). Συμπάθεια και ~ για τους άλλους. Πβ. ελεημοσύνη, λύπηση, οίκτος, πονοψυχία.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η αγάπη και το ~ του Θεού. 2. (ως επιφών.) δηλώνει αγανάκτηση, διαφωνία ή δυσαρέσκεια για κάτι που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό· φτάνει πια: ~ με το ψέμα και την κοροϊδία! ~ ρε παιδιά, ούτε ίχνος ντροπής; Η πόλη είναι γεμάτη σκουπίδια εδώ και μέρες. ~! 3. (ως επιφών.) για έκφραση βοήθειας, λύπησης, συγχώρεσης: ~, σταμάτα.ελέη (τα): αγαθά: τα ~ της φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους 1. μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας που προσφέρει φιλανθρωπικό έργο: μοναστικό τάγμα/ορφανοτροφείο των ~ών ~. 2. (συνήθ. ειρων.) πρόσωπο φιλάνθρωπο ή σεμνότυφο. 3. (καταχρ.-αργκό) ομοφυλόφιλος. [< γαλλ. soeur de la charité] , άγγελος του ελέους βλ. άγγελος ● ΦΡ.: πλούσια τα ελέη: για αφθονία, συνήθ. αγαθών ή χαρισμάτων: Έχουν ~ ~, δεν τους λείπει τίποτα.|| (συνήθ. για γυναίκα με πλούσια σωματικά προσόντα) Είναι ψηλή με ~ ~., στο έλεος (κάποιου): στην απόλυτη διάθεση, υπό την επίδραση, την κυριαρχία κάποιου: Βρίσκεται/είναι ~ ~ της τύχης/της φύσης/της φωτιάς., στο έλεος του Θεού: χωρίς καμία απολύτως βοήθεια: Αφήνω/εγκαταλείπω κάποιον ~ ~., τα ελέη του Θεού: τα άφθονα αγαθά που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους: (συχνά ως ευχή:) Μακάρι να 'χεις όλα ~ ~. Πβ. του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά. [< 1: μτγν. ἔλεος]

-έστατος

-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα

έφεση

έφεση [ἔφεση] έ-φε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έμφυτη κλίση: ~ για μόρφωση. Έχει (από μικρός) ~ στο γράψιμο/στα μαθηματικά/στη μουσική. Πβ. ροπή, ταλέντο, φλέβα. 2. ΝΟΜ. ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από ανώτερο δικαστήριο επανεξέταση υπόθεσης για την οποία έχει εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση: ~ του εισαγγελέα. Άσκησε/κατέθεσε/υπέβαλε ~. Δικαίωμα ~ης. Απόσυρση/εκδίκαση της ~ης. (λόγ.) Η κατ' ~ διαδικασία/δίκη. Ενστάσεις-~έσεις. Απορρίφθηκε/έγινε δεκτή η ~. Βλ. αντ~. [< αρχ. ἔφεσις]

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

κορίτσι

κορίτσι κο-ρί-τσι ουσ. (ουδ.) {κοριτσ-ιού | -ιών} 1. άτομο θηλυκού γένους από τη γέννησή του ως την ενηλικίωση· κόρη: ανήλικο/μικρό/νεαρό/όμορφο (= ομορφοκόριτσο) ~.|| Γέννησε/έκανε ~. Έχει ένα ~ και ένα αγόρι. Πβ. θυγατέρα. Βλ. παλιο-, πλουσιο-, τρελο-, φτωχο-κόριτσο. 2. ανύπαντρη, συνήθ. νεαρή γυναίκα: άβγαλτο/εργαζόμενο/χαριτωμένο ~. ~ της παντρειάς. ~ της διπλανής πόρτας (: συνηθισμένο ~). Πβ. νέα, τσούπρα. ΣΥΝ. κοπέλα (1), κοπελιά 3. (οικ., συνήθ. + γεν. ονόματος ή κτητικής αντωνυμίας) νεαρή με την οποία κάποιος έχει σχέση. Πβ. γκόμενα, φιλενάδα, φίλη. ΣΥΝ. κοπέλα (2), κοπελιά ● Υποκ.: κοριτσάκι (το), κοριτσόπουλο (το): στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: κοριτσάρα (η): συνήθ. σε οικ. προσφών. για αγαπημένο κορίτσι: Μπράβο, ~ μου!, κορίτσαρος (ο): εντυπωσιακά ωραία και ψηλή κοπέλα. ΣΥΝ. κοπελάρα ● ΦΡ.: είναι κορίτσι από σπίτι: με αρχές και καλή ανατροφή., κορίτσι μου/κοπέλα μου!: ως προσφώνηση, χαϊδευτικά ή υποτιμητικά, ανάλογα με τον επιτονισμό ή τα συμφραζόμενα: Να 'σαι καλά, ~ ~! Καλώς τα ~ια/τις κοπέλες!|| Άσε μας, ~ ~!, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός [< μεσν. κορίτσι(ν) < αρχ. κόρη]

μακριά

μακριά μα-κρι-ά επίρρ. 1. σε μεγάλη απόσταση: Έχω παρκάρει ~. Η θάλασσα πέφτει ~.|| (μτφ.) Ας μην πάμε τόσο ~, γιατί ξεφύγαμε τελείως από το θέμα. Ζει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις, ~ (= μην τις πιστεύεις)! 2. σε σημείο που απέχει πολύ χρονικά: Υπομονή, οι διακοπές δεν είναι ~! ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι: η απόσταση διασφαλίζει μια αδιατάρακτη σχέση., κρατώ μακριά: απομακρύνω: Κρατήστε ~ τους αδιάκριτους! Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί τον κράτησαν ~ από τα γήπεδα.|| (μτφ.) ~ήθηκε ~ από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις., μακριά από μας/απ' εδώ (εμφατ.): ως ευχή για την αποφυγή κακού: ~ ~ οι αρρώστιες/ο πόλεμος!|| ~ μένα τέτοιες παράνομες μεθοδεύσεις! Πβ. άπαγε απ' εμού., χιλιόμετρα/μίλια μακριά (εμφατ.): πολύ μακριά: Είναι/έφυγε ~ ~ από την πατρίδα., βλέπει μακριά βλ. βλέπω, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, μακριά κι αλάργα βλ. αλάργα, μένω μακριά βλ. μένω, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος [< μεσν. μακριά]

μαραθώνιος

μαραθώνιος, α, ο μα-ρα-θώ-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον Μαραθώνιο ή/και τον Μαραθώνα: (ΑΘΛ.) ~α: διαδρομή/πορεία. 2. (μτφ.) χρονοβόρος και εξαντλητικός: ~α: απολογία/συνεδρίαση. ~ες: συσκέψεις/συζητήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: Μαραθώνιος Δρόμος: ΑΘΛ. Μαραθώνιος., μαραθώνια κολύμβηση βλ. κολύμβηση [< μτγν. Μαραθώνιος 'που αναφέρεται στον Μαραθώνα']

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ-

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ- (λόγ.) α' συνθετικό που δηλώνει 1. επίταση ιδιότητας: παν-άρχαιος/~εύκολος. Πάλ-λευκος (πβ. κατά-, ολό-). Πάμ-φθηνος. 2. όλα τα μέρη ενός συνόλου: παν-ελλήνιος/~εργατικός. Παγ-κόσμιος. Παλ-λαϊκός. Παμ-ψηφεί.

ρέμπελος

ρέμπελος, η, ο ρέ-μπε-λος επίθ.: (λαϊκό) που ρεμπελεύει, αργόσχολος: ~η: ζωή (= τεμπέλικη). Πβ. ανεπρόκοπος, ρεμπεσκές, τεμπέλης. [< μεσν. ρέμπελος < βεν. rebelo]

τομάρι

τομάρι το-μά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.-μειωτ.) ο εαυτός, η ζωή του ανθρώπου: Μόνο για το ~ του νοιάζεται/κοιτάει μόνο το ~ του (: είναι ατομιστής, εαυτούλης, φιλοτομαριστής). Πάνω απ' όλους βάζει το ~ του. 2. (υβριστ.) παλιάνθρωπος, κάθαρμα: πουλημένο ~. ΣΥΝ. αλήτης (1), απόβρασμα, καθίκι (1), μούτρο (2), παλιοτόμαρο, τσογλάνι 3. δέρμα ζώου: ~ αρκούδας/λύκου. ~ από αρνί/κατσίκι. Γδέρνω το ~. Πβ. δορά, πετσί. Βλ. γούνα, προβιά. ● ΦΡ.: πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου: αντιστέκομαι σθεναρά στους αντιπάλους μου, προτού υποκύψω: Δεν θα μας πιάσουν έτσι εύκολα, θα πουλήσουμε ~ ~ μας., σώζω/γλιτώνω το τομάρι μου (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): ξεφεύγω από μεγάλο κίνδυνο, ιδ. θανάσιμο, με κάθε τρόπο. [< 3: μεσν. τομάρι < πβ. τομάριον ΄μικρός τόμος’]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

χρυσός

χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.