-τος , η, ο επίθημα ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν 1. ότι μπορεί να γίνει κάτι: ευκολοδιάβασ~/ευλύγισ~.|| (με το πρόθημα α- για κάτι που δεν μπορεί να γίνει:) αβοήθη~/αγεφύρω~/αγνώρισ~/αδιάβα~/ανοίκιασ~.|| Δυσδιάκρι~.2. (γενικότ.) ιδιότητα, κατάσταση: μισάνοιχ~/ολάνθισ~.
αει- & αεί- (λόγ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι είναι διαρκές ή συνεχίζεται αδιάκοπα: ~θαλής/~κίνητος. Αείμνηστος.
αλεξι- & αλεξί- & αλεξ- (λόγ.): λεξικό πρόθημα επιθέτων που σημαίνει προστασία από ανεπιθύμητη δράση ή αποτέλεσμα και συνηθέστ. ουδετέρων κυρ. ουσιαστικών που δηλώνουν το σχετικό μέσο: αλεξί-σφαιρος.|| Αλεξι-κέραυνο. Αλεξί-πτωτο. Αλεξ-ήλιο.
αλλαξο- & αλλαξό-: λεξικό πρόθημα ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που δηλώνει μεταβολή ιδιότητας ή κατάστασης: αλλαξο-πιστία. Αλλαξό-θρησκος.
αμφι- & αμφί- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που σημαίνει 1. από τη μία και από την άλλη μεριά και κατ' επέκτ. δύο διαφορετικές ή αντίθετες πλευρές: (κυρ. επιστ.) αμφί-κυρτος. Αμφι-κλινής.|| (μτφ.) Αμφι-ταλαντεύομαι.|| Aμφί-θυμος.2. διπλή ιδιότητα: αμφί-χειρας (= αμφιδέξιος). Αμφί-βια.|| Αμφι-θαλής. ΑΝΤ. ετερο-.|| (μτφ.) Αμφί-σημος. Πβ. δί-.
ανθυπο- λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. ΣΤΡΑΤ. τον κατώτερο βαθμοφόρο: ανθυπο-λοχαγός/~πλοίαρχος/~πυραγός/~σμηναγός.2. (ειρων.) τον χαμηλόβαθμο ή/και τον μέτριο: ~ηγέτες. Βλ. -ίσκος.|| (τον μικρό, ασήμαντο:) ~είδηση/~λεπτομέρεια.
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος).2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό.3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος.4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση.5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
απο- & από- & απ- & αφ- πρόθημα που δηλώνει 1. απομάκρυνση, αφαίρεση: απο-γείωση (ΑΝΤ. προσ-)/~κέντρωση. Από-πλους.|| Απο-φλοίωση.2. απώλεια χαρακτηριστικού, συνήθ. θετικού: απο-διοργάνωση/~δόμηση/~συντονισμός. Απ-αισιόδοξος.|| Απο-αποικιοποίηση/~ενοχοποίηση/~συμφόρηση.3. ολοκλήρωση, λήξη: απo-γαλακτισμός/~περάτωση/~φοίτηση. Απ-εγκλωβισμός.4. επίταση στον απόλυτο βαθμό: (με αρνητ. συνυποδ.) απο-θηριώνω/~θρασύνω/~τελειώνω. Απο-γίνομαι (πβ. παρα-). Απ-αθλίωση (πβ. εξ-).|| Aπο-δεικνύω (πβ. κατα-).5. υστερόχρονο: απο-μεσήμερο. Από-βραδο.|| Από-γονος (πβ. επί-).6. υπόλοιπο: απο-μεινάρι. Από-σταγμα.7. εκτροπή κάθε έννοιας από το αληθινό της περιεχόμενο: αποπολιτικοποίηση της πολιτικής.
αρχι- & αρχ- & αρχί- & αρχέ- & αρχε-: πρόθημα που δηλώνει 1. τον επικεφαλής: αρχι-δικαστής. Aρχι-μάστορας (πβ. πρωτο-). Αρχι-σύμβουλος. Αρχ-ιερέας.|| (ως τίτλος του πρώτου στην ιεραρχία:) ~πλοίαρχος.|| (την αντίστοιχη ιδιότητα:) Αρχι-συνταξία. Αρχ-ιεροσύνη.|| (τον τόπο:) Αρχι-επισκοπή.2. (προφ.-επιτατ.-μειωτ.) τον ύψιστο βαθμό αρνητικής ιδιότητας: αρχι-κλέφτης/~λαμόγιο/~μαφιόζος/~τεμπέλης/~τσιγκούνης.3. τον αρχικό: αρχι-μηνιά/~χρονιά. Αρχί-γραμμα.4. τον πανάρχαιο ή πρωταρχικό: αρχέ-γονος.|| Τα αρχέ-τυπα.
αύξηση [αὔξηση] αύ-ξη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ποσοτική άνοδος: αλματώδης/ανησυχητική/απότομη/γενναία/εκρηκτική/επικείμενη/ετήσια/καθαρή/κατακόρυφη/μηδενική/νόμιμη/ονομαστική/ποσοστιαία/σημαντική/σταδιακή/υψηλή ~. ~ της ανταγωνιστικότητας/των αποδοχών/του αφορολόγητου/βάρους (= πάχυνση)/της εγκληματικότητας/του ελλείμματος/των εξαγωγών/των επιτοκίων/της ζήτησης (ΑΝΤ. πτώση)/του κόστους/των μέτρων ασφαλείας (= ενίσχυση)/της παραγωγής/των ωρών διδασκαλίας. ~ του περιθωρίου (= μεγάλωμα). ~ στα καταναλωτικά δάνεια της τάξης του ...%. Ρυθμός ~ης.|| (ειδικότ., για μισθολογική ~:) Αναστολή/καταβολή/πάγωμα/χορήγηση αυξήσεων.|| (Για ~ των τιμών:) Νέες αυξήσεις. Αυξήσεις-φωτιά. Κύμα αυξήσεων (= ανατιμήσεων) σε προϊόντα. Βλ. επ~, προσ~, υπερ~. ΑΝΤ. ελάττωση, μείωση.2. ΒΙΟΛ. φυσιολογική ανάπτυξη οργανισμού ή ανεξέλεγκτος κυτταρικός πολλαπλασιασμός: ~ της μυϊκής μάζας.|| ~ των καρκινικών κυττάρων.3. ΓΡΑΜΜ. μεταβολή του ρηματικού θέματος στην οριστική παρατατικού και αορίστου, συλλαβική, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο (γράφω – έγραφα –έγραψα), χρονική ή, αλλιώς, φωνηεντική, όταν το θέμα αρχίζει από φωνήεν (ελπίζω – ήλπιζα – ήλπισα) και εσωτερική, συλλαβική ή χρονική, όταν το ρήμα είναι σύνθετο με προθετικό πρόθημα (προβάλλω – προέβαλα, απευθύνω – απηύθυνα). ● ΣΥΜΠΛ.: αύξηση πληθυσμού: ΔΗΜΟΓΡ. άνοδος του αριθμού των ατόμων που ζουν σε μία χώρα ή περιοχή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: αναιμική/ραγδαία/ταχεία/φυσική ~ ~. [< αγγλ. population growth, 1927] ● ΦΡ.: δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση: παρέχω, λαμβάνω ή αξιώνω μεγαλύτερο μισθό: Η κυβέρνηση έδωσε ~ ... % στους μισθωτούς. Προήχθη και πήρε ~.|| (κατ' επέκτ.) Τα ασφάλιστρα πήραν ~. [< 1: αρχ. αὔξησις, γαλλ. augmentation, αγγλ. increase 2: γαλλ. augmentation, αγγλ. growth 3: μτγν. σημ.]
αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ-: λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στον ίδιο τον εαυτό, σε ό,τι γίνεται από μόνο του ή στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις: (έκφρ. αυτοπάθειας:) αυτο-ειρωνεία/~εξορία/~καταστροφή/~μάθηση/~προβολή/~συγκράτηση. Αυτο-συγκεντρώνομαι. Αυτο-επιβάλλομαι.|| Aυτο-γενής/~φυής. Αυτ-απόδεικτος. Αυθ-ύπαρκτος.|| Aυτο-δίδακτος/~δύναμος/~νομος/~φωτος (ΑΝΤ. ετερό-). Αυτ-εξούσιος.
αυτοπάθεια [αὐτοπάθεια] αυ-το-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. ενέργεια που εκτελείται από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό: Το λεξικό πρόθημα "αυτο-" δηλώνει ~. Στην πρόταση «Σκέφτεται πολύ τον εαυτό της» έχουμε ~. Βλ. αλληλοπάθεια.2. (σπανιότ.) πράξη που επηρεάζει τον ίδιο τον δράστη: αυτοαναφορικότητα και ~. Βλ. -πάθεια. [< μτγν. αὐτοπάθεια]
αφρο-: λεξικό πρόθημα λέξεων με αναφορά στην Αφρική ή τους Αφρικανούς: ~βραζιλιάνικος/~λάτιν.
γαστρο- & γαστρό-, γαστερό-, γαστρί-, γαστρι-, γαστρ- (κυρ. επιστ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο στομάχι: γαστρο-ρραγία/~σκόπηση. Γαστρ-εντερολόγος.|| Γαστερό-ποδα.|| (κατ' επέκτ. με αναφορά στο φαγητό:) Γαστρο-νομία/~νομικός. Γαστρί-μαργος.
γεροντο-: λεξικό πρόθημα που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο: (μειωτ.) ~έρωτας/~κόρη/~κρατία/~παλίκαρο.|| (ΙΑΤΡ.) ~λογία. ● βλ. γερο- & γερό-1, γηρο- & γηρ- [< αρχ. γεροντ(ο)- , διεθν. geront(o)-]
γεω- & γεώ-: λεξικό πρόθημα επιστημονικών τομέων και όρων με αναφορά στη γη: γεω-γραφία/~δαισία/~θερμία/~λογία/~μαγνητισμός/~μορφολογία/~οικονομία/~πολιτική/~πονία/~ραντάρ/~στρατηγική/~φυσική/~χημεία. Γεώ-φυτα. Βλ. γαιο-, γη-.|| Γεω-τεμάχιο (πβ. αγρο-).
γηρο- & γηρ- (επίσ.): λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στα γηρατειά: γηρο-κομώ/~ψυχολογία. Γηρ-ιατρική. ● βλ. γερο- & γερό-1, γεροντο-
γαιο- & γαι-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο υπέδαφος, στη γη, συνήθ. ως εδαφική έκταση, ή στον πλανήτη Γη: γαι-άνθρακας.|| Γαιο-κτήμονας.|| Γαι-όραμα. Βλ. γεω-, γη-.
γερο- & γερό-1
γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.