Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 96 εγγραφές  [0-20]


  • -τος , η, ο επίθημα ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν 1. ότι μπορεί να γίνει κάτι: ευκολοδιάβασ~/ευλύγισ~.|| (με το πρόθημα α- για κάτι που δεν μπορεί να γίνει:) αβοήθη~/αγεφύρω~/αγνώρισ~/αδιάβα~/ανοίκιασ~.|| Δυσδιάκρι~. 2. (γενικότ.) ιδιότητα, κατάσταση: μισάνοιχ~/ολάνθισ~.
  • α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.
  • αει- & αεί- (λόγ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι είναι διαρκές ή συνεχίζεται αδιάκοπα: ~θαλής/~κίνητος. Αείμνηστος.
  • αλεξι- & αλεξί- & αλεξ- (λόγ.): λεξικό πρόθημα επιθέτων που σημαίνει προστασία από ανεπιθύμητη δράση ή αποτέλεσμα και συνηθέστ. ουδετέρων κυρ. ουσιαστικών που δηλώνουν το σχετικό μέσο: αλεξί-σφαιρος.|| Αλεξι-κέραυνο. Αλεξί-πτωτο. Αλεξ-ήλιο.
  • αλλαξο- & αλλαξό- : λεξικό πρόθημα ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που δηλώνει μεταβολή ιδιότητας ή κατάστασης: αλλαξο-πιστία. Αλλαξό-θρησκος.
  • αμφι- & αμφί- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που σημαίνει 1. από τη μία και από την άλλη μεριά και κατ' επέκτ. δύο διαφορετικές ή αντίθετες πλευρές: (κυρ. επιστ.) αμφί-κυρτος. Αμφι-κλινής.|| (μτφ.) Αμφι-ταλαντεύομαι.|| Aμφί-θυμος. 2. διπλή ιδιότητα: αμφί-χειρας (= αμφιδέξιος). Αμφί-βια.|| Αμφι-θαλής. ΑΝΤ. ετερο-.|| (μτφ.) Αμφί-σημος. Πβ. δί-.
  • ανα- & αν- & ανά- & άν- (λόγ.) πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη: (κυρ. σε ουσ. και ρ.) ανα-βαθμολόγηση/~βίωση (πβ. επανα-)/~δάσωση/~παλαίωση/~σχηματισμός. Ανα-θαρρώ. Ανα-γεννιέμαι (πβ. ξανα-).|| (σε επιστ. όρους) Ανα-βολισμός/~διπλασιασμός. 2. κίνηση προς τα πάνω: ανα-βάτης. Αν-οδικός. Ανά-βαση. Άν-οδος. ΑΝΤ. κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- (3) 3. έμφαση: ανα-βοώ. Αν-αγαλλιάζω/~αγγελία. Ανά-λαφρος.
  • ανε- & ανέ- (ιδιωμ.-λαϊκό): στερητικό πρόθημα: ανε-χόρταγος. Βλ. α-.
  • ανθυπο- λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. ΣΤΡΑΤ. τον κατώτερο βαθμοφόρο: ανθυπο-λοχαγός/~πλοίαρχος/~πυραγός/~σμηναγός. 2. (ειρων.) τον χαμηλόβαθμο ή/και τον μέτριο: ~ηγέτες. Βλ. -ίσκος.|| (τον μικρό, ασήμαντο:) ~είδηση/~λεπτομέρεια.
  • αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
  • απο- & από- & απ- & αφ- πρόθημα που δηλώνει 1. απομάκρυνση, αφαίρεση: απο-γείωση (ΑΝΤ. προσ-)/~κέντρωση. Από-πλους.|| Απο-φλοίωση. 2. απώλεια χαρακτηριστικού, συνήθ. θετικού: απο-διοργάνωση/~δόμηση/~συντονισμός. Απ-αισιόδοξος.|| Απο-αποικιοποίηση/~ενοχοποίηση/~συμφόρηση. 3. ολοκλήρωση, λήξη: απo-γαλακτισμός/~περάτωση/~φοίτηση. Απ-εγκλωβισμός. 4. επίταση στον απόλυτο βαθμό: (με αρνητ. συνυποδ.) απο-θηριώνω/~θρασύνω/~τελειώνω. Απο-γίνομαι (πβ. παρα-). Απ-αθλίωση (πβ. εξ-).|| Aπο-δεικνύω (πβ. κατα-). 5. υστερόχρονο: απο-μεσήμερο. Από-βραδο.|| Από-γονος (πβ. επί-). 6. υπόλοιπο: απο-μεινάρι. Από-σταγμα. 7. εκτροπή κάθε έννοιας από το αληθινό της περιεχόμενο: αποπολιτικοποίηση της πολιτικής.
  • αρχι- & αρχ- & αρχί- & αρχέ- & αρχε-: πρόθημα που δηλώνει 1. τον επικεφαλής: αρχι-δικαστής. Aρχι-μάστορας (πβ. πρωτο-). Αρχι-σύμβουλος. Αρχ-ιερέας.|| (ως τίτλος του πρώτου στην ιεραρχία:) ~πλοίαρχος.|| (την αντίστοιχη ιδιότητα:) Αρχι-συνταξία. Αρχ-ιεροσύνη.|| (τον τόπο:) Αρχι-επισκοπή. 2. (προφ.-επιτατ.-μειωτ.) τον ύψιστο βαθμό αρνητικής ιδιότητας: αρχι-κλέφτης/~λαμόγιο/~μαφιόζος/~τεμπέλης/~τσιγκούνης. 3. τον αρχικό: αρχι-μηνιά/~χρονιά. Αρχί-γραμμα. 4. τον πανάρχαιο ή πρωταρχικό: αρχέ-γονος.|| Τα αρχέ-τυπα.
  • αύξηση [αὔξηση] αύ-ξη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ποσοτική άνοδος: αλματώδης/ανησυχητική/απότομη/γενναία/εκρηκτική/επικείμενη/ετήσια/καθαρή/κατακόρυφη/μηδενική/νόμιμη/ονομαστική/ποσοστιαία/σημαντική/σταδιακή/υψηλή ~. ~ της ανταγωνιστικότητας/των αποδοχών/του αφορολόγητου/βάρους (= πάχυνση)/της εγκληματικότητας/του ελλείμματος/των εξαγωγών/των επιτοκίων/της ζήτησης (ΑΝΤ. πτώση)/του κόστους/των μέτρων ασφαλείας (= ενίσχυση)/της παραγωγής/των ωρών διδασκαλίας. ~ του περιθωρίου (= μεγάλωμα). ~ στα καταναλωτικά δάνεια της τάξης του ...%. Ρυθμός ~ης.|| (ειδικότ., για μισθολογική ~:) Αναστολή/καταβολή/πάγωμα/χορήγηση αυξήσεων.|| (Για ~ των τιμών:) Νέες αυξήσεις. Αυξήσεις-φωτιά. Κύμα αυξήσεων (= ανατιμήσεων) σε προϊόντα. Βλ. επ~, προσ~, υπερ~. ΑΝΤ. ελάττωση, μείωση. 2. ΒΙΟΛ. φυσιολογική ανάπτυξη οργανισμού ή ανεξέλεγκτος κυτταρικός πολλαπλασιασμός: ~ της μυϊκής μάζας.|| ~ των καρκινικών κυττάρων. 3. ΓΡΑΜΜ. μεταβολή του ρηματικού θέματος στην οριστική παρατατικού και αορίστου, συλλαβική, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο (γράφω – έγραφα –έγραψα), χρονική ή, αλλιώς, φωνηεντική, όταν το θέμα αρχίζει από φωνήεν (ελπίζω – ήλπιζα – ήλπισα) και εσωτερική, συλλαβική ή χρονική, όταν το ρήμα είναι σύνθετο με προθετικό πρόθημα (προβάλλω – προέβαλα, απευθύνω – απηύθυνα). ● ΣΥΜΠΛ.: αύξηση πληθυσμού: ΔΗΜΟΓΡ. άνοδος του αριθμού των ατόμων που ζουν σε μία χώρα ή περιοχή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: αναιμική/ραγδαία/ταχεία/φυσική ~ ~. [< αγγλ. population growth, 1927] ● ΦΡ.: δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση: παρέχω, λαμβάνω ή αξιώνω μεγαλύτερο μισθό: Η κυβέρνηση έδωσε ~ ... % στους μισθωτούς. Προήχθη και πήρε ~.|| (κατ' επέκτ.) Τα ασφάλιστρα πήραν ~. [< 1: αρχ. αὔξησις, γαλλ. augmentation, αγγλ. increase 2: γαλλ. augmentation, αγγλ. growth 3: μτγν. σημ.]
  • αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ- : λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στον ίδιο τον εαυτό, σε ό,τι γίνεται από μόνο του ή στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις: (έκφρ. αυτοπάθειας:) αυτο-ειρωνεία/~εξορία/~καταστροφή/~μάθηση/~προβολή/~συγκράτηση. Αυτο-συγκεντρώνομαι. Αυτο-επιβάλλομαι.|| Aυτο-γενής/~φυής. Αυτ-απόδεικτος. Αυθ-ύπαρκτος.|| Aυτο-δίδακτος/~δύναμος/~νομος/~φωτος (ΑΝΤ. ετερό-). Αυτ-εξούσιος.
  • αυτοπάθεια [αὐτοπάθεια] αυ-το-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. ενέργεια που εκτελείται από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό: Το λεξικό πρόθημα "αυτο-" δηλώνει ~. Στην πρόταση «Σκέφτεται πολύ τον εαυτό της» έχουμε ~. Βλ. αλληλοπάθεια. 2. (σπανιότ.) πράξη που επηρεάζει τον ίδιο τον δράστη: αυτοαναφορικότητα και ~. Βλ. -πάθεια. [< μτγν. αὐτοπάθεια]
  • αφρο- : λεξικό πρόθημα λέξεων με αναφορά στην Αφρική ή τους Αφρικανούς: ~βραζιλιάνικος/~λάτιν.
  • γαστρο- & γαστρό-, γαστερό-, γαστρί-, γαστρι-, γαστρ- (κυρ. επιστ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο στομάχι: γαστρο-ρραγία/~σκόπηση. Γαστρ-εντερολόγος.|| Γαστερό-ποδα.|| (κατ' επέκτ. με αναφορά στο φαγητό:) Γαστρο-νομία/~νομικός. Γαστρί-μαργος.
  • γεροντο- : λεξικό πρόθημα που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο: (μειωτ.) ~έρωτας/~κόρη/~κρατία/~παλίκαρο.|| (ΙΑΤΡ.) ~λογία. ● βλ. γερο- & γερό-1, γηρο- & γηρ- [< αρχ. γεροντ(ο)- , διεθν. geront(o)-]
  • γεω- & γεώ- : λεξικό πρόθημα επιστημονικών τομέων και όρων με αναφορά στη γη: γεω-γραφία/~δαισία/~θερμία/~λογία/~μαγνητισμός/~μορφολογία/~οικονομία/~πολιτική/~πονία/~ραντάρ/~στρατηγική/~φυσική/~χημεία. Γεώ-φυτα. Βλ. γαιο-, γη-.|| Γεω-τεμάχιο (πβ. αγρο-).
  • γηρο- & γηρ- (επίσ.): λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στα γηρατειά: γηρο-κομώ/~ψυχολογία. Γηρ-ιατρική. ● βλ. γερο- & γερό-1, γεροντο-

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

ανε- & ανέ-

ανε- & ανέ- (ιδιωμ.-λαϊκό): στερητικό πρόθημα: ανε-χόρταγος. Βλ. α-.

γαιο- & γαι-

γαιο- & γαι-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο υπέδαφος, στη γη, συνήθ. ως εδαφική έκταση, ή στον πλανήτη Γη: γαι-άνθρακας.|| Γαιο-κτήμονας.|| Γαι-όραμα. Βλ. γεω-, γη-.

γερο- & γερό-1

γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]

-ίσκος

-ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.

-πάθεια

-πάθεια (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. πάθηση: αδενο~/δισκο~/ηπατο~/καρδιο~/μυο~/νεφρο~/ψυχο~. 2. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: ευ~/ηττο~/μετριο~/μυστικο~/ωραιο~. Bλ. -παθής. 3. συναισθήματα, συνήθ. για άτομο: αντι~/συμ~. ΠΑΘΕΙΑ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.