Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2340-2360]


  • αιμοθώρακας [αἱμοθώρακας] αι-μο-θώ-ρα-κας ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. παθολογική συγκέντρωση αίματος ή αιματηρού υγρού στη θωρακική κοιλότητα: μετατραυματικός ~. Αντιμετώπιση ~α με παροχέτευση. Βλ. πνευμο-, υδρο-, χυλο-θώρακας. [< γαλλ. hémothorax, αγγλ. hæm(at)othorax]
  • αιμοκάθαρση [αἱμοκάθαρση] αι-μο-κά-θαρ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης | -άρσεις}: ΙΑΤΡ. τεχνητός εξωσωματικός καθαρισμός του αίματος από τοξικές ουσίες, σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας: χρόνια περιοδική ~. Καθετήρες/κέντρο/μηχάνημα/μονάδα ~ης. Μεταγγίσεις και ~άρσεις. Βλ. περιτοναϊκή κάθαρση, τεχνητός νεφρός. [< γερμ. Blutreinigung, γαλλ. hémodialyse, μετά το 1947, αγγλ. h(a)emodialysis, 1947]
  • αιμοκαλλιέργεια [αἱμοκαλλιέργεια] αι-μο-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μικροβιολογική εξέταση αίματος. Βλ. -καλλιέργεια. [< γαλλ. hémoculture, 1909]
  • αιμοληψία [αἱμοληψία] αι-μο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. λήψη αίματος από ασθενή ή αιμοδότη για εξέταση ή μετάγγιση αντίστοιχα: κινητή μονάδα ~ας. Εθελοντική αιμοδοσία και ~. Βλ. -ληψία. [< γαλλ. prise de sang]
  • αιμόλυση [αἱμόλυση] αι-μό-λυ-ση ουσ. (θηλ.) & αιμολυσία: ΙΑΤΡ. βλάβη ή καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων με απελευθέρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα ή στο υγρό που περιβάλλει τα κύτταρα διαφόρων ιστών: ενδαγγειακή/οξεία/χρόνια ~. [< αγγλ. h(a)emolysis, γαλλ. hémolyse, 1900]
  • αιμολυτικός , ή, ό [αἱμολυτικός] αι-μο-λυ-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αιμόλυση ή την προκαλεί: ~ός: ίκτερος/στρεπτόκοκκος. ~ή: αναιμία. Ουραιμικό ~ό σύνδρομο. [< αγγλ. h(a)emolytic, γαλλ. hémolytique, 1900]
  • αιμομίκτης [αἱμομίκτης] αι-μο-μί-κτης ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) αιμομείκτης: πρόσωπο που έχει διαπράξει αιμομιξία. [< μεσν. αιμομίκτης]
  • αιμομικτικός , ή, ό [αἱμομικτικός] αι-μο-μι-κτι-κός επίθ. & (σπάν.) αιμομεικτικός: που σχετίζεται με την αιμομιξία: ~ή: σχέση.
  • αιμομιξία [αἱμομιξία] αι-μο-μι-ξί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αιμομειξία: ΝΟΜ. το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής επαφής ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος. [< μτγν. αἱμομιξία]
  • αιμοπετάλια [αἱμοπετάλια] αι-μο-πε-τά-λι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {αιμοπεταλί-ων, σπάν. στον εν. αιμοπετάλιο}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. καθένα από τα έμμορφα συστατικά του αίματος χωρίς πυρήνα και DNA που συμβάλλουν στην πήξη του: αυξημένα/χαμηλά ~. Δότες/μεταγγίσεις ~ων. Βλ. αιμόσταση. ΣΥΝ. θρομβοκύτταρα [< γαλλ. plaquette sanguine]
  • αιμοπεταλιακός , ή, ό [αἱμοπεταλιακός] αι-μο-πε-τα-λι-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τα αιμοπετάλια. [< γαλλ. plaquettaire]
  • αιμοποίηση [αἱμοποίηση] αι-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & αιματοποίηση: ΙΑΤΡ. σχηματισμός αιμοσφαιρίων από τα αιμοποιητικά όργανα του σώματος. Πβ. ερυθροποίηση. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. hématopoïèse, αγγλ. hæm(at)opoiesis]
  • αιμοποιητικός , ή, ό [αἱμοποιητικός] αι-μο-ποι-η-τι-κός επίθ. & αιματοποιητικός: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται ή συντελεί στην αιμοποίηση: ~ός: ιστός. ~ά: κύτταρα. Τα ~ά όργανα του σώματος (: μυελός των οστών, λεμφαδένες). Βλ. -ποιητικός. [< γαλλ. hématopoïétique , αγγλ. hæm(at)opoietic]
  • αιμόπτυση [αἱμόπτυση] αι-μό-πτυ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης | -ύσεις, -ύσεων, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. αποβολή αίματος ή αιματηρών πτυέλων από το στόμα, συνήθ. λόγω παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος: Είχε φυματίωση και υπέφερε από/έκανε ~ύσεις. Βλ. αιματέμεση, απόχρεμψη. [< γαλλ. hémoptysie, αγγλ. hæmoptysis]
  • αιμορραγία [αἱμορραγία] αι-μορ-ρα-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. εκροή αίματος λόγω ρήξης του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων: αρτηριακή/εγκεφαλική/εξωτερική/εσωτερική/κολπική/φλεβική ~. ~ από τη μύτη/το στόμα. Ο θάνατός του οφείλεται σε ακατάσχετη ~. ~ες πεπτικού συστήματος (βλ. αιμόπτυση). Πβ. μάτωμα. Βλ. -ρραγία. ΣΥΝ. αιμόρροια 2. (μτφ.) σημαντικό πλήγμα, γρήγορη και ανεξέλεγκτη απώλεια: οικονομική/πληθυσμιακή ~. [< αρχ. αἱμορραγία, γαλλ. hémorragie, αγγλ. h(a)emorrhage]
  • αιμορραγικός , ή, ό [αἱμορραγικός] αι-μορ-ρα-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλεί αιμορραγία, σχετίζεται με αυτή ή αποτελεί σύμπτωμά της: ~ός: πυρετός (βλ. έμπολα). ~ή: γαστρίτιδα/διάθεση (βλ. αιμορροφιλία)/σηψαιμία. ~ό: εγκεφαλικό επεισόδιο/εξάνθημα/σοκ. Βλ. αντι~. [< αρχ. αἱμορραγικός, γαλλ. hémorragique, αγγλ. h(a)emorrhagic]
  • αιμορραγώ [αἱμορραγῶ] αι-μορ-ρα-γώ ρ. (αμτβ.) {αιμορραγ-εί ... | αιμορράγ-ησε, -ήσει, (λόγ.) μτχ. -ών, -ούσα} 1. έχω αιμορραγία, χάνω μεγάλη ποσότητα αίματος: ~ από τη μύτη/το στόμα. Τραύμα που ~εί. ~ούσε ακατάσχετα. 2. (μτφ.) υφίσταμαι σημαντικό πλήγμα, αποδυναμώνομαι: Η εθνική οικονομία ~εί. Οι μικρές βιοτεχνίες ~ούν. Πβ. αιμάσσω. Βλ. αιμοδοτώ. ● ΦΡ.: πληγή που αιμορραγεί (μτφ.): ψυχικό ή συναισθηματικό τραύμα που δεν έχει επουλωθεί και γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση που εξακολουθεί να υφίσταται: Ο θάνατος των γονιών του/ο χωρισμός παραμένει γι' αυτόν ~ ~ (= αιμορραγούσα πληγή). [< 1: αρχ. αἱμορραγῶ, πβ. αγγλ. hæmorrhage, 1920]
  • αιμόρροια [αἱμόρροια] αι-μόρ-ροι-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αιμορραγία. Βλ. -ρροια.
  • αιμορροΐδες [αἱμορροΐδες] αι-μορ-ρο-ΐ-δες ουσ. (θηλ.) (οι): ΙΑΤΡ. οζίδια στον πρωκτό ή στο κατώτερο τμήμα του παχέος εντέρου, που συνοδεύονται συχνά από αιμορραγία και αφόρητους πόνους: εξωτερικές/εσωτερικές ~. Αφαίρεση/διόγκωση/πρόπτωση των ~ων. Έβγαλε/υποφέρει από ~. ~ και κολίτιδα. Πβ. ζοχάδες. [< αρχ. αἱμορροΐς, γαλλ. hémorroïdes]
  • αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]

αιματέμεση

αιματέμεση [αἱματέμεση] αι-μα-τέ-με-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εμετός αίματος που προέρχεται από το πεπτικό σύστημα, κυρ. το στομάχι. Βλ. αιμόπτυση. [< γαλλ. hématemèse, αγγλ. hæmatemesis]

αιμοδοτώ

αιμοδοτώ [αἱμοδοτῶ] αι-μο-δο-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αιμοδοτ-είς ..., -ώντας | αιμοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} (επίσ.) 1. (μτφ.) παρέχω πόρους, ενισχύω, εμπλουτίζω: Ο τουρισμός ~εί την οικονομία. Το ταμείο ~είται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βλ. αιμορραγώ.|| Νέοι ηθοποιοί που ~ούν το θέατρο (βλ. νέο αίμα). 2. (σπανιότ.) δίνω αίμα: Δεν μπορεί να ~ήσει για λόγους υγείας. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. donner de sang]

αιμόσταση

αιμόσταση [αἱμόσταση] αι-μό-στα-ση ουσ. (θηλ.) & αιμοστασία: ΙΑΤΡ. αναστολή της αιμορραγίας με φυσικά ή άλλα μέσα. ΣΥΝ. πήξη του αίματος [< μτγν. αἱμόστασις, γαλλ. hémostase, αγγλ. hæmostasis]

-καλλιέργεια

-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.

-ληψία

-ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~. 2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία. 3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~. 4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιητικός

-ποιητικός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.

-ρραγία

-ρραγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε απώλεια αίματος, αιμορραγία οργάνου: γαστρο~/ρινο~ (πβ. -ρροια).

-ρροια

-ρροια (λόγ.): επίθημα ιατρικών όρων θηλυκού γένους με αναφορά σε παθολογική συνήθ. έκκριση υγρού: δακρύ~/πυό~/σιελό~.|| Eμμηνό~.

φυλοσύνδετος

φυλοσύνδετος, η, ο φυ-λο-σύν-δε-τος επίθ.: ΒΙΟΛ. (για κληρονομήσιμο χαρακτηριστικό) που σχετίζεται ή μεταφέρεται κυρ. με το χρωμόσωμα Χ: ~η: ασθένεια/διαταραχή/μεταβίβαση (βλ. αιμορροφιλία). ~α: γονίδια. ~η υπολειπόμενη κληρονομικότητα. [< αγγλ. sex-linked, 1912]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.