αιματέμεση [αἱματέμεση] αι-μα-τέ-με-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εμετός αίματος που προέρχεται από το πεπτικό σύστημα, κυρ. το στομάχι. Βλ. αιμόπτυση. [< γαλλ. hématemèse, αγγλ. hæmatemesis]
αιμοδοτώ [αἱμοδοτῶ] αι-μο-δο-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αιμοδοτ-είς ..., -ώντας | αιμοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} (επίσ.) 1. (μτφ.) παρέχω πόρους, ενισχύω, εμπλουτίζω: Ο τουρισμός ~εί την οικονομία. Το ταμείο ~είται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βλ. αιμορραγώ.|| Νέοι ηθοποιοί που ~ούν το θέατρο (βλ. νέο αίμα). 2. (σπανιότ.) δίνω αίμα: Δεν μπορεί να ~ήσει για λόγους υγείας. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. donner de sang]
αιμόσταση [αἱμόσταση] αι-μό-στα-ση ουσ. (θηλ.) & αιμοστασία: ΙΑΤΡ. αναστολή της αιμορραγίας με φυσικά ή άλλα μέσα. ΣΥΝ. πήξη του αίματος [< μτγν. αἱμόστασις, γαλλ. hémostase, αγγλ. hæmostasis]
-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.
-ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~. 2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία. 3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~. 4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
-ποιητικός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.
-ρραγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε απώλεια αίματος, αιμορραγία οργάνου: γαστρο~/ρινο~ (πβ. -ρροια).
-ρροια (λόγ.): επίθημα ιατρικών όρων θηλυκού γένους με αναφορά σε παθολογική συνήθ. έκκριση υγρού: δακρύ~/πυό~/σιελό~.|| Eμμηνό~.
φυλοσύνδετος, η, ο φυ-λο-σύν-δε-τος επίθ.: ΒΙΟΛ. (για κληρονομήσιμο χαρακτηριστικό) που σχετίζεται ή μεταφέρεται κυρ. με το χρωμόσωμα Χ: ~η: ασθένεια/διαταραχή/μεταβίβαση (βλ. αιμορροφιλία). ~α: γονίδια. ~η υπολειπόμενη κληρονομικότητα. [< αγγλ. sex-linked, 1912]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ