Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2400-2420]


  • αισθαντικός , ή, ό [αἰσθαντικός] αι-σθα-ντι-κός επίθ. (λόγ.): που διακρίνεται από λεπτά συναισθήματα ή τα προκαλεί, που αγγίζει συναισθηματικά κάποιον: ~ός: στίχος (πβ. συγκινητικός). ~ή: ατμόσφαιρα/ερμηνεία/ψυχή (= ευαίσθητη, συναισθηματική). ● επίρρ.: αισθαντικά [< γαλλ. sensible, sensitif]
  • αισθαντικότητα [αἰσθαντικότητα] αι-σθα-ντι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αισθαντικού: ποιητική ~ (πβ. ευαισθησία, συναισθηματισμός). Φωνή γεμάτη ~. Η μουσική του ξεχωρίζει για την ~ά της. Βλ. -ότητα.
  • αίσθημα [αἴσθημα] αί-σθη-μα ουσ. (ουδ.) {αισθήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. συναίσθημα: αγνό/αληθινό/γνήσιο/διάχυτο/έντονο/ερωτικό/μητρικό/ρομαντικό/τρυφερό ~. ~ αγάπης/αλληλεγγύης/ανασφάλειας/ανησυχίας/απόρριψης/αποτυχίας/ευφορίας/θλίψης/ικανοποίησης/κενού/μίσους/πανικού/πληρότητας/φόβου/χαράς. Αδελφικά/ακραία/αμοιβαία/ανάμεικτα/ανώτερα/βίαια/γενναιόδωρα/ευγενικά/καλοπροαίρετα/κατώτερα/λεπτά/φιλικά ~ατα. Άνθρωπος με ~ατα (= ευαισθησίες). Αρμονία/εναλλαγή ~άτων. Συναυλία με ~ (πβ. ένταση, συγκίνηση). Απαλύνω/βιώνω/εκδηλώνω/εκτονώνω/εκφράζω/καλλιεργώ ένα ~. Εμπνέουν ~ατα εμπιστοσύνης στους συνεργάτες τους. Μας συνδέει (ένα) δυνατό ~. Δεν άλλαξαν/δεν κρύβω τα ~ατά μου για σένα. Πλήγωσε/πρόδωσε τα ~ατά της. Γενικευμένο ~ αγανάκτησης. 2. εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση μέσω των αισθήσεων: ακουστικό/γευστικό/οπτικό ~ (βλ. μετ~). ~ ασφυξίας/βάρους (στο στήθος)/δίψας/δυσφορίας/ευεξίας/καύσου (= κάψιμο)/κοπώσεως/κορεσμού/ναυτίας/ξηρότητας/παλμών (: η συναίσθηση των χτύπων της καρδιάς)/πείνας/πίεσης/πόνου/φαγούρας. Βλ. προ~. 3. συνείδηση που διαμορφώνεται σχετικά με κάτι, συναίσθηση, φρόνημα: δημοκρατικό/εθνικό/θρησκευτικό/κοινωνικό/λαϊκό/συλλογικό ~. ~ δικαιοσύνης/ενοχής/της ιδιοκτησίας/του καθήκοντος/ντροπής/τιμής/χρέους. Υψηλό ~ ευθύνης. Προσβολή του δημοσίου ~ατος (= της δημοσίας αιδούς, πβ. κοινό/δημόσιο αίσθημα). Διαπνέεται από ανθρωπιστικά/αντιπολεμικά/φιλειρηνικά ~ατα (= ιδεώδη). 4. (προφ.-οικ.) έρωτας, ερωτική σχέση και συνεκδ. ερωτικός σύντροφος: επιπόλαιο/σοβαρό/φλογερό ~. Γάμος από/χωρίς ~.|| (αργκό) Να σου συστήσω το ~. Πβ. αμόρε, γκόμενος, γκόμενα, φίλος, φίλη. ● Υποκ. αισθηματάκι (το) στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσικό αίσθημα: η αντίληψη μιας γλωσσικής κοινότητας για την ορθή χρήση της γλώσσας: Έχει έντονα ανεπτυγμένο το ~ ~ (= γλωσσικό αισθητήριο)., το κοινό/το δημόσιο αίσθημα: το σύνολο των αντιλήψεων και πεποιθήσεων ενός κοινωνικού συνόλου, κυρ. σχετικά με ζητήματα ηθικής φύσεως: το ~ ~ δικαιοσύνης (πβ. το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα). Προκλητική για το ~ ~ συμπεριφορά. Πβ. χρηστά ήθη., σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας) βλ. σύμπλεγμα ● ΦΡ.: παίζω με τα αισθήματα κάποιου (μτφ.): αντιμετωπίζω επιπόλαια ή εκμεταλλεύομαι τα συναισθήματά του: Δεν τον αγαπούσε πραγματικά, έπαιζε ~ ~ά του., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα: η επικρατούσα άποψη μιας κοινωνίας σχετικά με το δίκαιο, το σωστό: κοινό αίσθημα δικαίου (ή ~ ~ της κοινής γνώμης). Ικανοποιείται ~ ~. Τα λάθη και οι παραλείψεις των Αρχών πλήττουν ~ ~ του λαού., τρέφω αισθήματα (για κάποιον): νιώθω κάτι (για κάποιον): Έτρεφε (ερωτικά/φιλικά) ~ για κείνη. ~ουν ~ θαυμασμού για τον μεγάλο ηγέτη. [< 1,3,4: γαλλ. sentiment, αγγλ. feeling, sense 2: αρχ. αἴσθημα]
  • αισθηματίας [αἰσθηματίας] αι-σθη-μα-τί-ας ουσ. (αρσ.): άνθρωπος ευαίσθητος και εκδηλωτικός, που δένεται συναισθηματικά -συνήθ. ερωτικά- με κάποιον/α: ρομαντικός/ονειροπόλος και ~. Βλ. αγαπησιάρης. ΣΥΝ. συναισθηματικός (2) [< γαλλ. sentimentaliste] ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΑΣ
  • αισθηματικός , ή, ό [αἰσθηματικός] αι-σθη-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στα αισθήματα και ειδικότ. τα ερωτικά: ~ός: κόσμος (ΣΥΝ. συναισθηματικός)/τομέας. ~ή: ζωή/ιστορία/κωμωδία/περιπέτεια/σχέση/ταινία. ~ό: δράμα/μυθιστόρημα. ~ά: προβλήματα. Βλ. αγαπησιάρης. ● Ουσ.: αισθηματικά (τα) (προφ.): οι ερωτικές υποθέσεις, η ερωτική ζωή κάποιου: Μην μπλέκετε τα ~ με τα επαγγελματικά. (ΑΣΤΡΟΛ.) Εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στα ~ σας. Πβ. γκομενικά. ΣΥΝ. ερωτικά (τα) ● επίρρ.: αισθηματικά [< γαλλ. sentimental]
  • αισθηματικότητα [αἰσθηματικότητα] αι-σθη-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αισθηματικού. Βλ. αισθαντικότητα, -ότητα. ΣΥΝ. συναισθηματικότητα [< γαλλ. sentimentalité]
  • αισθηματισμός [αἰσθηματισμός] αι-σθη-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): συναισθηματισμός, αισθηματολογία: ο ~ του Ρομαντισμού. Έργα με πλούσιο ~ό. Ύφος εκφραστικό χωρίς ~ούς. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. sentimentalisme]
  • αισθηματολογία [αἰσθηματολογία] αι-σθη-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (αρνητ. συνυποδ.): υπερβολικός συναισθηματισμός στην έκφραση· (συνεκδ. στον πληθ.) λόγος με αντίστοιχα χαρακτηριστικά: Έντονη ~ που αγγίζει τον μελοδραματισμό.|| Ποίηση ερωτική/λυρική χωρίς ~ες. Βλ. -λογία.
  • αίσθηση [αἴσθηση] αί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} 1. καθεμία από τις λειτουργίες μέσω των οποίων γίνονται αντιληπτά τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και συνεκδ. το αποτέλεσμα της λειτουργίας αυτής, αίσθημα: ακουστική/απτική/γευστική/οπτική/οσφραντική ~. Άμβλυνση/ανάπτυξη/απουσία/απώλεια/διαταραχή/μείωση/όξυνση μιας ~ης. Ανθρώπινες/εξωτερικές (: οι πέντε ~ήσεις: ακοή, αφή, γεύση, όραση, όσφρηση)/εσωτερικές (: πόνος, πείνα)/σωματικές/χημικές (: όσφρηση, γεύση) ~ήσεις. Μυϊκή (: η αντίληψη των μυϊκών κινήσεων)/οργανική ~. Η ~ της ισορροπίας. Ανεπτυγμένη/οξυμμένη ~ της ακοής. Ο νους και οι ~ήσεις. Χάνω τις ~ήσεις μου (= λιποθυμώ). (Επ)ανακτώ/ξαναβρίσκω τις ~ήσεις μου (: συνέρχομαι από λιποθυμία). Διατηρώ/έχω τις ~ήσεις μου (: έχω επαφή με το περιβάλλον). Αντιλαμβάνομαι/γνωρίζω/προσλαμβάνω τον κόσμο μέσω των ~ήσεων.|| ~ αδυναμίας/κνησμού/ναυτίας. Η ~ της δίψας/του κρύου. Βλ. παρ~, ψευδ~. 2. αντίληψη, συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση: γλωσσική (ΣΥΝ. γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο)/ηθική/κριτική ~. Η ~ του ανήκειν/της ατομικότητας/του γελοίου/του καθήκοντος/του κινδύνου/της υπεροχής/του χρέους/του ωραίου. Έχει (ανεπτυγμένη/καλή) ~ του χιούμορ. Δεν έχει καμία/έχει χάσει την ~ της κατάστασης/της πραγματικότητας. Βλ. δι~, προ~. 3. εντύπωση, συναίσθημα: Εμπνέω/μεταδίδω/παρέχω/προσφέρω (μια) ~ ασφάλειας/εμπιστοσύνης/σιγουριάς. Αποπνέει (μια) ~ αυτοπεποίθησης/γαλήνης/μυστηρίου/υπεροχής. Κρέμα που αφήνει/χαρίζει απαράμιλλη/βελούδινη ~. Αποτελεί κοινή ~ ότι ... Έχω την ~ (= νομίζω, μου φαίνεται) ότι ... Η ~ή μου/η ~ που αποκομίζει κανείς είναι ότι κάτι δεν πάει καλά. Διάχυτη είναι η/καλλιεργείται η ~ ότι η κατάσταση βελτιώνεται (πβ. άποψη). Οι δηλώσεις του δημιούργησαν/έκαναν/προκάλεσαν/προξένησαν ~ (: ζωηρή εντύπωση, είχαν μεγάλη απήχηση).αισθήσεις (οι): οι ερωτικές κυρ. επιθυμίες, οι ορμές: απελευθέρωση/έκρηξη/έξαρση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Δέσμιος των ~ήσεων. Άρωμα που αναστατώνει/απογειώνει/διεγείρει/εξάπτει/ξεσηκώνει/ξυπνά/προκαλεί τις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου: επίγνωση των ορίων: Αναπτύσσω/έχω/με διακρίνει (εξαιρετική/ισχυρή/μοναδική) ~ ~. Έχασε παντελώς την ~ ~ στο φαγητό. Παρεκτρέπεται συνεχώς, δεν έχει καθόλου/καμία ~ ~. [< γαλλ. sens de (la) mesure] , έκτη αίσθηση: διαίσθηση, ενόραση: προικισμένος με την ~ ~. Πβ. τρίτο μάτι, υπεραισθητική αντίληψη., αίσθηση του χρόνου βλ. χρόνος, αίσθηση του χώρου βλ. χώρος ● ΦΡ.: κάνει αίσθηση: δημιουργεί εντύπωση, κινητοποιεί το ενδιαφέρον: Το βιβλίο/η ταινία έχει ~ ~ (: έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις). Δεν μου ~ ~ (: δεν έχω διάθεση/όρεξη) να πάω για μπάνιο. [< 1: αρχ. αἴσθησις 2: αγγλ.-γαλλ. sensation 3: γαλλ. sentiment, αγγλ. sense]
  • αισθησιακός , ή, ό [αἰσθησιακός] αι-σθη-σι-α-κός επίθ.: που προκαλεί ή χαρακτηρίζεται από ερωτική διάθεση, ερωτισμό: ~ός: χορός. ~ή: απόλαυση/εμπειρία/ομορφιά/ταινία/υφή/φωνή/φωτογραφία. ~ό: άρωμα/μασάζ/φιλί. ~ά: μηνύματα/χείλη. Πβ. σεξουαλικός. ΣΥΝ. διεγερτικός, ερεθιστικός (1), ερωτικός (1), ηδονικός (1) ● επίρρ.: αισθησιακά [< γαλλ. sensuel]
  • αισθησιαρχία [αἰσθησιαρχία] αι-σθη-σι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. αισθησιοκρατία. Βλ. -αρχία. ΣΥΝ. σενσουαλισμός
  • αισθησιαρχικός , ή, ό [αἰσθησιαρχικός] αι-σθη-σι-αρ-χι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. αισθησιοκρατικός.
  • αισθησιασμός [αἰσθησιασμός] αι-σθη-σι-α-σμός ουσ. (αρσ.): ερωτική διάθεση που αποπνέει, προκαλεί κάποιος ή κάτι, τάση προς τις ερωτικές κυρ. απολαύσεις: Λαγνεία/πάθος και ~. ΣΥΝ. ερωτισμός, ηδυπάθεια (1) [< γαλλ. sensualité]
  • αισθησιοκινητικός , ή, ό [αἰσθησιοκινητικός] αι-σθη-σι-ο-κι-νη-τι-κός επίθ.: ΠΑΙΔΑΓ. -ΨΥΧΟΛ. που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αισθήσεων και κίνησης: ~ή: αγωγή/δραστηριότητα/νοηµοσύνη/περίοδος. ~ή ανάπτυξη των νηπίων. ~ά γνωστικά σχήματα. Βλ. κιναισθητικός. [< γαλλ. sensorimoteur]
  • αισθησιοκρατία [αἰσθησιοκρατία] αι-σθη-σι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση του ανθρώπου πηγάζει αποκλειστικά από τις αισθήσεις. Βλ. εμπειρισμός, -κρατία. ΣΥΝ. αισθησιαρχία, σενσουαλισμός ΑΝΤ. νοησιαρχία [< γαλλ. sensualisme]
  • αισθησιοκρατικός , ή, ό [αἰσθησιοκρατικός] αι-σθη-σι-ο-κρα-τι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με την αισθησιοκρατία ή τους οπαδούς της. ΣΥΝ. αισθησιαρχικός ΑΝΤ. νοησιαρχικός, ορθολογικός [< γαλλ. sensualiste]
  • αισθητήρας [αἰσθητήρας] αι-σθη-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα συσκευής, μηχανής ή οργάνου που προσλαμβάνει συγκεκριμένα ερεθίσματα από το περιβάλλον και τα μετατρέπει σε κατάλληλη εντολή, σένσορας: αυτόματος/ηλεκτρονικός/μαγνητικός/οπτικός/ψηφιακός ~. ~-ραντάρ. ~ εικόνας/θερμοκρασίας/κίνησης/παρκαρίσματος/φωτός. ~ες αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Βλ. βιο~, -τήρας. [< αγγλ. sensor, περ. 1928, γαλλ. senseur, περ. 1970]
  • αισθητηριακός , ή, ό [αἰσθητηριακός] αι-σθη-τη-ρι-α-κός επίθ. ΦΥΣΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ.: που γίνεται ή σχετίζεται με τα αισθητήρια όργανα: ~ή: αντίληψη/γνώση/εμπειρία. ~ά: ερεθίσματα. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακές διαταραχές: ΙΑΤΡ. δυσχέρειες στη λειτουργία των αισθήσεων: ~ ~ όρασης και ακοής (: τύφλωση, βαρηκοΐα-κώφωση). ~ ~ και κινητική αναπηρία., αισθητηριακή ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση [< γαλλ. sensoriel]
  • αισθητήριος , α, ο [αἰσθητήριος] αι-σθη-τή-ρι-ος επίθ.: που σχετίζεται με τις αισθήσεις και γενικότ. την πρόσληψη ερεθισμάτων: ~α: αντίληψη. ~ο: νεύρο. ~οι: υποδοχείς. ~α: κύτταρα. Βλ. νευρο~, υπερ~, -τήριος. ● Ουσ.: αισθητήριο (το) {αισθητηρίου}: αντίληψη, ένστικτο, διορατικότητα: αλάνθαστο/ανεπτυγμένο/γλωσσικό (βλ. αίσθημα)/καλλιτεχνικό/πολιτικό ~. Το ~ της κοινής γνώμης. Εμπιστεύεται το/έχασε το/υπακούει στο ~ό της. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητήριο (όργανο) 1. ΦΥΣΙΟΛ. όργανο (αυτί, γλώσσα, δέρμα, μάτι, μύτη) με νευρικές απολήξεις που προσλαμβάνει συγκεκριμένα ερεθίσματα μεταβιβάζοντάς τα ως νευρικές διεγέρσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα· ειδικότ. το σύνολο των εξειδικευμένων κυττάρων στα αντίστοιχα όργανα που επιτελούν τη λειτουργία αυτή: το ~ της ακοής/της αφής/γεύσης/όρασης/όσφρησης. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αισθητήρας: ~α ~α εντοπισμού διάρρηξης ή παράνομης παρουσίας. Βλ. οπτικές ίνες, φωτοκύτταρο. [< 1: αρχ. αἰσθητήριον] [< γαλλ. sensoriel]
  • αισθητική [αἰσθητική] αι-σθη-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (κ. με κεφαλ. Α) ο κλάδος που μελετά τις αισθητικές αξίες (του ωραίου, του υψηλού, του δραματικού) που διέπουν συνήθ. ένα έργο τέχνης ή ένα αντικείμενο, γεγονός· κατ' επέκτ. η στάση (ως θεωρία, τρόπος έκφρασης, προσωπική ή συλλογική αντίληψη) που διαμορφώνεται απέναντι στο ωραίο: οι αρχές/οι κανόνες της ~ής.|| Αρχιτεκτονική/ιδεαλιστική/κλασική/σύγχρονη/τηλεοπτική ~. Η ~ του Μεσαίωνα/του μοντερνισμού.|| Έργο που εκφράζει/προσβάλλει την ~ μου. Σύμφωνα με τη δική μου ~, είναι ωραίο. 2. αρμονία που χαρακτηρίζει ένα αντικείμενο ή έργο τέχνης: ~ του πίνακα/των πόλεων/του τοπίου/του χώρου. Προϊόντα υψηλής ποιότητας και ~ής. Κατασκευή που συνδυάζει άψογα/χαρακτηρίζεται από έξοχη/υψηλή ~ και απλότητα. Κτίρια που αναβαθμίζουν/σέβονται/υποβαθμίζουν την ~ του περιβάλλοντος χώρου/εντυπωσιάζουν με την ~ τους. Πβ. γούστο, καλαισθησία, φιλοκαλία. ΑΝΤ. ακαλαισθησία, κακογουστιά 3. (κ. με κεφαλ. Α) το σύνολο των τεχνικών που αποσκοπούν στη διατήρηση ή/και τη βελτίωση της νεανικής εμφάνισης και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: ινστιτούτο/κέντρο αδυνατίσματος και ~ής. Κάνω ~ άκρων/προσώπου/σώματος.|| Εναλλακτική/ολιστική ~. ~ και Κομμωτική. Βλ. πλαστική εγχείρηση/επέμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αισθητική: σύλληψη και δημιουργία αντικειμένων ή χώρων που κατασκευάζονται με σκοπό να συνδυάζουν ομορφιά, λειτουργικότητα και εμπορικότητα. Βλ. ντιζάιν. [< γαλλ. esthétique industrielle, 1951] [< γερμ. Ästhetik, γαλλ. esthétique]

αγαπησιάρης

αγαπησιάρης, α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α. 2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.

αισθαντικότητα

αισθαντικότητα [αἰσθαντικότητα] αι-σθα-ντι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αισθαντικού: ποιητική ~ (πβ. ευαισθησία, συναισθηματισμός). Φωνή γεμάτη ~. Η μουσική του ξεχωρίζει για την ~ά της. Βλ. -ότητα.

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

εμπειρισμός

εμπειρισμός [ἐμπειρισμός] ε-μπει-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία πηγή της γνώσης είναι η εμπειρία που βασίζεται στις αισθήσεις και την παρατήρηση: αγγλικός/λογικός ~ (= λογικός θετικισμός). Πβ. πρακτικισμός. Βλ. αισθησιοκρατία, θετικ-, ορθολογ-ισμός. ΣΥΝ. εμπειριοκρατία ΑΝΤ. νοησιαρχία 2. (κατ' επέκτ.) τρόπος σκέψης και δράσης στηριζόμενος στην εμπειρία. [< γαλλ. empirisme, αγγλ. empiricism]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κιναισθητικός

κιναισθητικός, ή, ό κι-ναι-σθη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με την κιναισθησία: ~ή: αντίληψη/ικανότητα/νοημοσύνη. ~ό: τμήμα (του εγκεφάλου). ~ές: δυσκολίες. ~ά ερεθίσματα. Ακουστικός, οπτικός και ~ τύπος μαθητή. [< γαλλ. kinesthésique, 1931, αγγλ. kinesthetic, 1953]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

ντιζάιν

ντιζάιν ντι-ζά-ιν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. σχεδιασμός βιομηχανικών χρηστικών προϊόντων ή χώρων, με έμφαση στη λειτουργικότητα και τη μοντέρνα αισθητική· κατ' επέκτ. ο κλάδος που ασχολείται με το συγκεκριμένο αντικείμενο: δωμάτια με διαχρονικό/κομψό/μινιμαλιστικό/μοντέρνο/πρωτοποριακό/σύγχρονο ~. Αμάξι με σπορ ~.|| Αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό ~. Βλ. βιομηχανική αισθητική, βιομηχανικός σχεδιασμός. 2. (ως επίθ.) ντιζαϊνάτος: ~ έπιπλα. [< αγγλ. design, γαλλ. ~, 1959]

ολοκλήρωση

ολοκλήρωση [ὁλοκλήρωση] ο-λο-κλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να φτάνει κάτι στο τέλος του, τελειοποίηση, τελείωση: ~ διαπραγματεύσεων/δοκιμών/ελέγχου/εξαγοράς/εργασιών (: αποπεράτωση, διεκπεραίωση)/μαθημάτων/μελέτης/προγράμματος/πώλησης/σπουδών/συγχώνευσης/συναλλαγής. Διαδικασία/πορεία/προθεσμία ~ης. ~ κατασκευής έργου. Προς ~ η συμφωνία ... Πβ. λήξη, ξεπέταγμα, συμπλήρωση, τελείωμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ συστήματος (: συνδυασμός διαφορετικών λογισμικών και εφαρμογών).|| (ΤΗΛΕΠ., υπηρεσία τηλεφώνου:) ~ κλήσης.|| Ευρωπαϊκή (: ένταξη των ευρωπαϊκών κρατών σε ενιαίο οικονομικό και πολιτικό σύνολο)/περιφερειακή (: στενότεροι οικονομικοί δεσμοί χωρών που βρίσκονται κοντά γεωγραφικά) ~.|| Πνευματική/σεξουαλική/ψυχοσωματική ~ (πβ. ενηλικίωση, ωρίμανση). Η ~ της προσωπικότητας του ατόμου. Πβ. αυτο-εκπλήρωση, -πραγμάτωση. 2. ΜΑΘ. σύνολο μαθηματικών πράξεων που εκτελούνται για την εύρεση του ολοκληρώματος: αριθμητική/διπλή/παραγοντική/πολλαπλή ~. ~ συναρτήσεων. ~ με αντικατάσταση. Θεωρία μέτρου και ~ης. Βλ. παραγώγιση. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακή ολοκλήρωση: (στην εργοθεραπεία) η ικανότητα του εγκεφάλου να δέχεται, να ερμηνεύει και να οργανώνει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αισθήσεις. [< αγγλ. sensory integration] , εθνική ολοκλήρωση: η σύμπτωση των ορίων έθνους και κράτους με την ενσωμάτωση όλων των ομοεθνών πληθυσμών στα σύνορα του κράτους., κάθετη ολοκλήρωση & κάθετη συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών διαφορετικού επιπέδου παραγωγής, με σκοπό τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων τους και την εκμετάλλευση των κερδών από το στάδιο της παραγωγής μέχρι εκείνο της κατανάλωσης αγαθών, προϊόντων ή υπηρεσιών. Πβ. καθετοποίηση. [< αγγλ. vertical integration] , οριζόντια ολοκλήρωση & οριζόντια συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών ιδίων δραστηριοτήτων από μία άλλη εταιρεία, έτσι ώστε να μοιράζονται από κοινού τα οικονομικά οφέλη ή επέκταση του πεδίου δραστηριότητας επιχείρησης σε ένα στάδιο παραγωγής. [< αγγλ. horizontal integration] [< 1: μτγν. ὁλοκλήρωσις 2: γαλλ. intégrale]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

σύμπλεγμα

σύμπλεγμα σύ-μπλεγ-μα ουσ. (ουδ.) {συμπλέγμ-ατα} 1. (επιστ.) σύνολο από στοιχεία που συνδέονται, συνδυάζονται μεταξύ τους ή και αλληλεξαρτώνται: αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό/δασικό/κτιριακό/ορεινό (πβ. οροσειρά)/φυσικό ~. ~ αστέρων (πβ. αστερισμός)/βράχων/κατοικιών. Το Αιγαίο αποτελεί νησιωτικό ~/~ από νησιά (: που βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο· πβ. συστάδα).|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.-ΑΡΧΑΙΟΛ., ζωγραφική ή γλυπτική παράσταση με συμπλεκόμενα πρόσωπα, ζώα ή φυτά) Ανάγλυφο/μαρμάρινο/πήλινο/χάλκινο ~. ~ Έρωτα και Ψυχής. Πβ. σύνταγμα.|| (ΓΡΑΜΜ., ακολουθία φθόγγων που συμπροφέρονται ή αρθρώνονται σχεδόν ταυτόχρονα) Συμφωνικά ~ατα (π.χ. μπ, ντ, τσ).|| (ΧΗΜ.) ~ βιταμινών (π.χ. B και C)/πρωτεϊνών.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξικά ~ατα (= συνάψεις). || (ΤΥΠΟΓΡ., παράσταση κεφαλαίων γραμμάτων, πλεγμένων σε μονόγραμμα) Η γραμματοσειρά χαρακτηρίζεται από ~ατα και βραχυγραφίες. Πβ. συνδυασμός. 2. ΨΥΧΑΝ. σύνολο απωθημένων επιθυμιών ή εμπειριών που λειτουργούν στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά κάποιου: κοινωνικά/ψυχολογικά ~ατα. Έχει/κουβαλάει διάφορα ~ατα (: είναι κομπλεξικός). Πβ. κόμπλεξ. ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας): ΨΥΧΟΛ. η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι είναι ανώτερος ή κατώτερος σε σχέση με τους άλλους: Πάσχει από ~ ανωτερότητας για την καταγωγή της. Έχει ξεπεράσει το ~ κατωτερότητας απέναντι στον πατέρα του. [< γερμ. Superioritätskomplex, γαλλ. sentiment de superiorité/d'infériorité, αγγλ. superiority complex, περ. 1924, inferiority complex, 1922] , οιδιπόδειο σύμπλεγμα/σύνδρομο βλ. οιδιπόδειος, σύμπλεγμα/σύνδρομο της Ηλέκτρας βλ. Ηλέκτρα [< 1: μτγν. σύμπλεγμα, αγγλ. cluster 2: γερμ. Komplex]

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

χώρος

χώρος [χῶρος] χώ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. υπαίθρια έκταση που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό· κατ' επέκτ. κάθε τρισδιάστατη έκταση στην οποία εντοπίζονται οντότητες και εκδηλώνεται ακολουθία γεγονότων: αύλειος ~. Ελεύθερος/κοινόχρηστος ~ πρασίνου. Ανοιχτοί/εξωτερικοί ~οι (ΑΝΤ. κλειστοί/εσωτερικοί). ~ αναψυχής/ελλιμενισμού (σκαφών)/υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (: ΧΥΤΑ). Ο γύρω ~. Ο ~ της ανασκαφής. ~ συνολικής επιφάνειας ... τ.μ. Ανάπλαση/απαλλοτρίωση/περίφραξη/φύλαξη/χαρτογράφηση ενός ~ου. Άποψη/διαμόρφωση του περιβάλλοντος ~ου. ~οι αθλοπαιδιών. Πβ. περιοχή.|| (ΦΥΣ.) Ο κοσμικός/συμπαντικός ~. Τετραδιάστατος ~ (: χωρόχρονος). ~ και χρόνος.|| Ηπειρωτικός/θαλάσσιος/νησιωτικός/ορεινός ~. Ο ελληνικός/ευρωπαϊκός ~. Παρεμβάσεις στον αστικό και αγροτικό ~ο. Ζώα που ζουν ελεύθερα στον φυσικό τους ~ο. Πβ. περιβάλλον, τόπος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικός ~. Εικονικός ~ επικοινωνίας/συζήτησης/συνάντησης (: φόρουμ). Ενιαίος ~ πληρωμών σε ευρώ. Βλ. κυβερνο~. 2. έκταση με εγκαταστάσεις· κτίριο, διαμέρισμα, αίθουσα, θάλαμος ή δωμάτιο, που έχει ορισμένη λειτουργία: εκθεσιακός/εργοστασιακός/θεατρικός/κατασκηνωτικός/πολιτιστικός/ σκηνικός/συναυλιακός ~. Αθλητικοί/βιομηχανικοί ~οι. Ο ~ του αεροδρομίου/λιμανιού/πανεπιστημίου/σχολείου. Κάμερα παρακολούθησης του ~ου.|| Αποθηκευτικός/γραφειακός/ιδιωτικός ~. Ανακαινισμένοι/εργαστηριακοί/κύριοι και βοηθητικοί/μαζικοί ~οι. ~ αποσκευών/διαμονής/(μη) καπνιστών/ξεκούρασης/υποδοχής. Ο ~ της εκδήλωσης/του πιλοτηρίου (= κόκπιτ)/του συνεδρίου. Κάτοψη του ~ου. ~οι διασκέδασης/διδασκαλίας/εστιάσεων/υγιεινής. Ο ωφέλιμος ~ του ισογείου/υπογείου. Ειδικά διαμορφωμένος ~ με υπολογιστές. Ειδικός ~ αναμονής. Ο ~ κλιματίζεται. Παρενόχληση στον ~ο εργασίας. ~οι σύγχρονων προδιαγραφών. Αναζητώ/ψάχνω τον ιδανικό/κατάλληλο ~ο κατοικίας. Επισκέπτομαι τον ~ο κάποιου. Μέσα σε περιορισμένο ~ο. Αγοράζω/εκμισθώνω επαγγελματικούς ~ους. Ξενάγηση/περιήγηση στους ~ους του μουσείου.|| Ο προσωπικός μου ~. Σπίτι με ανεξάρτητους/άνετους/ζεστούς/καθαρούς/καλαίσθητους/λειτουργικούς ~ους. Βλ. πολυ~. 3. κενό τμήμα τρισδιάστατου συνόλου: λόγω έλλειψης/(λόγ.) ελλείψει ~ου, ... Άνεση ~ου. Δεν έχει μείνει καθόλου ~ για ... Υπάρχει ~ για να αφήσετε τα πράγματά σας/παρκάρετε το αυτοκίνητο/για να γράψετε σχόλια. Δεν υπάρχει άλλος/αρκετός/πολύς ~ στην αποθήκη (: είναι γεμάτη). Εξοικονομώ ~ο. Πβ. θέση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Διαθέσιμος ~ στον σκληρό δίσκο (βλ. χωρητικότητα). 4. (μτφ.) γνωστικός ή επαγγελματικός τομέας· γενικότ. πεδίο δράσης: ακαδημαϊκός/ειδησεογραφικός/επιστημονικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός ~. Ειδήσεις από τον ~ο του αθλητισμού/των θετικών επιστημών. Εμβόλιο που έφερε επανάσταση στον ~ο της ιατρικής/υγείας. Δραστηριοποιείται στον ~ο του εμπορίου/των επενδύσεων. Πβ. κλάδος, περιοχή.|| Ανήκει στον αριστερό/δεξιό/κεντρώο ~ο. Εξελίξεις στον οικονομικό/πολιτικό ~ο. Ανακατατάξεις/μεταρρυθμίσεις στον ~ο της εκπαίδευσης. ~ ανταλλαγής απόψεων/έκφρασης. ~ για διάλογο. Ο ~ της οικογένειας (= περιβάλλον). 5. το εσωτερικό μέρος συσκευής, οχήματος, σκάφους· (στον πληθ.) τα μικρότερα τμήματα στα οποία αυτό χωρίζεται: ο ~ του ψυγείου. Οι ~οι του αυτοκινήτου/πλοίου. 6. ΜΑΘ. σύνολο σημείων με γεωμετρικές ιδιότητες: ορθογώνιος/τοπολογικός ~. Γεωμετρία/τοπολογία του ~ου. Οι διαστάσεις/συντεταγμένες του ~ου. Ορίζω ευθεία στον ~ο. 7. ΙΑΤΡ. μέρος του ανθρώπινου κυρ. οργανισμού: κοιλιακός ~. Ο ~ του εγκεφάλου. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωνιστικός χώρος: η συγκεκριμένη έκταση εντός των ορίων της οποίας διεξάγεται αθλητικός αγώνας· ο ίδιος ο αγώνας: (στο ποδόσφαιρο) άσχημος/κακός/λασπωμένος/χωμάτινος ~ ~. Ο χλοοτάπητας του ~ού ~ου. Πβ. γήπεδο.|| Επιστροφή στους ~ούς ~ους. Ποινή αποκλεισμού από τους ~ούς ~ους., αίσθηση του χώρου: αντίληψη, συναίσθηση του χώρου, ως τρισδιάστατου διαστήματος: καλή ~ ~. Δεν έχει την ~ ~ (: δεν μπορεί να προσανατολιστεί). Βλ. αίσθηση του χρόνου., αρχαιολογικός χώρος: που έχει αρχαιολογικά μνημεία: ο ~ ~ της Ακρόπολης/της Βεργίνας/των Δελφών/της Κνωσού., δημόσιος χώρος 1. κοινόχρηστη υπαίθρια έκταση ή κτίριο υπηρεσίας: ο ~ ~ της (σύγχρονης) πόλης/της πλατείας. Απαγόρευση του καπνίσματος στους ~ους ~ους. 2. (μτφ.) πεδίο ανοιχτό σε όλα τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: ~ ~ επαφής/προβολής αιτημάτων., ιερός χώρος: μέρος, έκταση ή κτίσμα με θρησκευτική και γενικότ. ηθική σημασία: βεβήλωση/παραβίαση/προστασία ενός ~ού ~ου., όνομα χώρου/τομέα & δικτυακό όνομα χώρου: ΔΙΑΔΙΚΤ. μοναδικό όνομα κόμβου που αποτελείται από μια συμβολοσειρά δηλωτική του ονόματος του οργανισμού ή της επιχείρησης στην οποία ανήκει, μια τελεία και το όνομα του τομέα ανώτατου επιπέδου: εκχώρηση/κατοχύρωση ~ατος ~. [< αμερικ. domain name, 1982] , χώρος στάθμευσης: όπου σταθμεύουν οχήματα: επίγειος/κλειστός/υπαίθριος/υπόγειος ~ ~ αυτοκινήτων (πβ. γκαράζ, πάρκινγκ). ~ ~ αεροσκαφών/αναπηρικών οχημάτων/ποδηλάτων., (εθνικός) εναέριος χώρος βλ. εναέριος, ακάλυπτος (χώρος) βλ. ακάλυπτος, βάση διανυσματικού χώρου βλ. βάση, δειγματικός χώρος βλ. δειγματικός, διάσταση διανυσματικού χώρου βλ. διάσταση, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, έντυπος χώρος βλ. έντυπος, ζωτικός χώρος βλ. ζωτικός, ημιυπαίθριος (χώρος) βλ. ημιυπαίθριος, προαύλιος χώρος βλ. προαύλιος ● ΦΡ.: αφήνω χώρο 1. αφήνω ένα μέρος κενό, ελεύθερο, ώστε να μπορεί κάποιος να το αξιοποιήσει ή να το εκμεταλλευτεί: Άσε μου λίγο ~! Δεν μας έχουν αφήσει ~ για παρκάρισμα. 2. (μτφ.) επιτρέπω: Διδακτικές μέθοδοι που ~ουν ~ για διάλογο/συνεργασία., ο χώρος μου/ο δικός μου χώρος: το σπίτι, η κατοικία μου ή το ιδιόκτητο επαγγελματικό μου περιβάλλον: Υποδέχτηκε τους φίλους του στον ~ο του. Απέκτησε/ψάχνει τον δικό του ~ο., πιάνει χώρο: καταλαμβάνει μεγάλη επιφάνεια εξαιτίας των διαστάσεων, του μεγέθους του: Ρούχα που ~ουν ~ στη ντουλάπα. Αρχεία που διαγράφηκαν, γιατί έπιαναν ~ στον σκληρό δίσκο (του Η/Υ). Συσκευή που δεν ~ (πολύ) ~., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω [< αρχ. χῶρος, γαλλ. espace, place, domaine, αγγλ. space, room, area, γερμ. Raum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.