Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [58740-58760]


  • ωτοθεραπεία [ὠτοθεραπεία] ω-το-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ωτοβελονισμός. Βλ. -θεραπεία. [< αγγλ. auriculotherapy, γαλλ. auriculothérapie, περ. 1970]
  • ωτόλιθος [ὠτόλιθος] ω-τό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. σκληρός ιστός αποτελούμενος από ανθρακικό ασβέστιο ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό αυτί των σπονδυλωτών και συμμετέχει στην αισθητηριακή αντίληψη: Η ηλικία των ψαριών καταγράφεται στους ~ους. [< γαλλ.-αγγλ. otolith]
  • ωτοπλαστική [ὠτοπλαστική] ω-το-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πλαστική χειρουργική επέμβαση στα αυτιά. Βλ. -πλαστική. [< αγγλ. otoplasty, γαλλ. otoplastie]
  • ωτορινολαρυγγολογία [ὠτορινολαρυγγολογία] ω-το-ρι-νο-λα-ρυγ-γο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος που μελετά τις παθήσεις των αυτιών και της ρινικής και λαρυγγικής κοιλότητας. Βλ. -λογία. [< γαλλ. otorhinolaryngologie, 1923, αγγλ. otorhinolaryngology, περ. 1900]
  • ωτορινολαρυγγολογικός , ή, ό [ὠτορινολαρυγγολογικός] ω-το-ρι-νο-λα-ρυγ-γο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ωτορινολαρυγγολογία ή τον ωτορινολαρυγγολόγο: ~ή: εξέταση. [< γαλλ. otorhinolaryngologique, 1923, αγγλ. otorhinolaryngologic(al)]
  • ωτορινολαρυγγολόγος [ὠτορινολαρυγγολόγος] ω-το-ρι-νο-λα-ρυγ-γο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (ακρ. ΩΡΛ): γιατρός με ειδίκευση στην ωτορινολαρυγγολογία. [< γαλλ. otorhinolaryngologiste, 1923, αγγλ. otorhinolaryngologist, 1926]
  • ωτόρροια [ὠτόρροια] ω-τόρ-ροι-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εκροή υγρού (πύου) από τον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού. Βλ. ρινόρροια, -ρροια. [< γαλλ. otorrhée, αγγλ. otorrhoea]
  • ωτοσκλήρυνση [ὠτοσκλήρυνση] ω-το-σκλή-ρυν-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μη φυσιολογική ανάπτυξη οστίτη ιστού στο μέσο αυτί, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η διέλευση των ηχητικών κυμάτων και να προκαλείται βλάβη στην ακοή. Βλ. αρτηριοσκλήρυνση. [< γαλλ. otosclérose, αγγλ. otosclerosis, 1901]
  • ωτοσκόπηση [ὠτοσκόπηση] ω-το-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ωτοσκοπία: ΙΑΤΡ. εξέταση του αυτιού με ωτοσκόπιο. Βλ. -σκόπηση. [< γαλλ. otoscopie, αγγλ. otoscopy]
  • ωτοσκόπιο [ὠτοσκόπιο] ω-το-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ειδικό όργανο εξέτασης του έξω ακουστικού πόρου και του τυμπάνου του αυτιού. Βλ. -σκόπιο. [< γαλλ.-αγγλ. otoscope]
  • ωτοστόπ βλ. οτοστόπ
  • ωφέλεια [ὠφέλεια] ω-φέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών}: όφελος, κέρδος: δημόσια/ηθική/κοινωνική/πνευματική/οικονομική/πρακτική/υλική/ψυχική ~ (πβ. απολαβή). Προκύπτει σημαντική ~ για το κράτος. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινής ωφελείας: χαρακτηρισμός δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών που υπάρχουν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου: έργα ~ ~ (= κοινωφελή).|| Επιχειρήσεις/οργανισμοί ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ. ● ΦΡ.: επ' ωφελεία (+ γεν.) (επίσ.): προς όφελος κάποιου, για το συμφέρον του: διμερείς σχέσεις ~ ~ και των δύο λαών. Πβ. επ' αγαθώ. [< αρχ. ὠφέλεια]
  • ωφέλημα [ὠφέλημα] ω-φέ-λη-μα ουσ. (ουδ.) {ωφελήμ-ατος | -ατα· συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): όφελος, συνήθ. χρηματικό: κοινωνικά/οικονομικά ~ατα.|| (ΝΟΜ.) Συνταξιοδοτικά ~ατα. ~ τοκετού. Πβ. ευεργέτημα. [< αρχ. ὠφέλημα]
  • ωφελιμισμός [ὠφελιμισμός] ω-φε-λι-μι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) τρόπος σκέψης και στάση ζωής που αποσκοπούν στο προσωπικό όφελος. Πβ. χρησιμοθηρία. Βλ. -ισμός. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία η ωφελιμότητα αποτελεί κριτήριο της συμπεριφοράς του ανθρώπου, υπέρτατη αξία και τελικό σκοπό των ενεργειών του: ατομικός/κοινωνικός ~. Βλ. ευδαιμον-, ηδον-ισμός. [< γαλλ. utilitarisme]
  • ωφελιμιστής [ὠφελιμιστής] ω-φε-λι-μι-στής ουσ. (αρσ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που ενεργεί με κύριο γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον. Πβ. ιδιοτελής, συμφεροντολόγος, υπολογιστής, υστερόβουλος. 2. ΦΙΛΟΣ. οπαδός του ωφελιμισμού. [< γαλλ. utilitariste, πριν από το 1922]
  • ωφελιμιστικός , ή, ό [ὠφελιμιστικός] ω-φε-λι-μι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον ωφελιμιστή ή τον ωφελιμισμό: (αρνητ. συνυποδ.) ~ή: διάθεση. ~ό: πνεύμα. ~ά: κίνητρα (= ιδιοτελή). Η σχολική γνώση δεν πρέπει να έχει ~ό χαρακτήρα. Πβ. συμφεροντολογ-, υπολογιστ-, χρησιμοθηρ-ικός.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~ή: θεωρία. ● επίρρ.: ωφελιμιστικά [< γαλλ. utilitariste, πριν από το 1922]
  • ωφέλιμος , η, ο [ὠφέλιμος] ω-φέ-λι-μος επίθ. 1. που ωφελεί· ευεργετικός, χρήσιμος: ~η: λύση. ~ες: επιδράσεις/συμβουλές. ~α: αποτελέσματα/βιβλία. Θα ήταν ~ο (για όλους) εάν/να ... Πβ. επωφελής, λυσιτελής, συμφέρων.|| ~οι: (μικρο)οργανισμοί (ΑΝΤ. παθογόνος). ~α: βακτήρια/έντομα/λιπαρά οξέα (: ω-3/6/9)/προϊόντα/(θρεπτικά) συστατικά. Τροφές ~ες για την υγεία.|| Άτομα ~α για την κοινωνία. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιζήμιος 2. που αποτελεί το συνολικό προς διάθεση ποσό ενός μεγέθους· που μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραγωγικά: ~ος: όγκος (δοχείου)/χώρος (πβ. διαθέσιμος). ~η: ισχύς/χωρητικότητα. ~ο: εμβαδόν κτιρίου/(μηχανικό) έργο. ~ες: διαστάσεις προϊόντος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η ζωή των παγίων. ~η διάρκεια ζωής του μηχανήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ωφέλιμο φορτίο/βάρος: το συνολικό βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα μέσο μεταφοράς: το ~ ~ του φορτηγού. Βλ. απόβαρο. ● ΦΡ.: συνδυάζω το τερπνόν μετά του ωφελίμου βλ. τερπνός [< αρχ. ὠφέλιμος]
  • ωφελιμότητα [ὠφελιμότητα] ω-φε-λι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωφέλιμου: η ~ των φρούτων.|| Κοινωνική ~. Πβ. λυσιτέλεια, χρησιμότητα. ΑΝΤ. βλαβερότητα, βλαπτικότητα [< γαλλ. utilité]
  • ωφελώ [ὠφελῶ] ω-φε-λώ ρ. (μτβ.) {ωφελ-είς ..., -ώντας | -ησε, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: έχω θετική επίδραση, κάνω καλό σε κάποιον/κάτι: Το περπάτημα ~εί την υγεία.|| Πολλές επιχειρήσεις ~ήθηκαν από τα προγράμματα επιδοτήσεων. Πβ. επωφελούμαι.|| Η ομάδα βγήκε ~ημένη (= κερδισμένη) από την ισοπαλία. ΑΝΤ. βλάπτω, ζημιώνω ● ωφελεί (συνήθ. με άρνηση): βοηθά, χρησιμεύει: Δεν ~ σε τίποτα να κλαις. Πβ. εξυπηρετεί, συμφέρει. [< αρχ. ὠφελῶ]
  • ώφου βλ. όφου

απόβαρο

απόβαρο [ἀπόβαρο] α-πό-βα-ρο ουσ. (ουδ.): (συνήθ. για εμπόρευμα) η διαφορά μεταξύ ολικού (μικτού) και πραγματικού (καθαρού) βάρους: ~ συσκευασίας.|| (για φορτηγό όχημα:) Ελάχιστο/μέγιστο ~. Βλ. ωφέλιμο φορτίο/βάρος. ΣΥΝ. τάρα [< γαλλ. tare]

αρτηριοσκλήρυνση

αρτηριοσκλήρυνση [ἀρτηριοσκλήρυνση] αρ-τη-ρι-ο-σκλή-ρυν-ση ουσ. (θηλ.) & αρτηριοσκλήρωση 1. ΙΑΤΡ. χρόνια παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η προοδευτική αύξηση του πάχους, η σκλήρυνση και η απώλεια της ελαστικότητας των αρτηριακών τοιχωμάτων, συνήθ. λόγω εναπόθεσης λίπους, δυσχεραίνουν την κυκλοφορία του αίματος: εγκεφαλική/στεφανιαία ~. Πβ. αθηρ-ωμάτωση, -οσκλήρωση. Βλ. έμφραγμα, χοληστερίνη. 2. (κυρ. ως αρτηριοσκλήρωση, μτφ.) οπισθοδρομική νοοτροπία, προσκόλληση σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις και αδυναμία προσαρμογής σε νεωτερισμούς: ιδεολογική/πνευματική/πολιτική ~. Πβ. αναχρον-, συντηρητ-ισμός. [< γαλλ. artériosclérose, αγγλ. arteriosclerosis]

ΔΕΚΟ

ΔΕΚΟ (οι) 1. Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας. 2. Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί.

-θεραπεία

-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

οτοστόπ

οτοστόπ [ὀτοστόπ] ο-το-στόπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ωτοστόπ: το σταμάτημα διερχόμενου αυτοκινήτου από πεζό, προκειμένου να μεταφερθεί στον προορισμό του: Κάνω ~. Ταξίδεψε με ~. [< γαλλ. autostop, auto-stop, 1938]

όφου

όφου [ὄφου] ό-φου επιφών. & ώφου (ιδιωμ.-συχνά επαναλαμβανόμενο): όχου, ουφ. [< μεσν. όχου]

-πλαστική

-πλαστική το ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.

ρινόρροια

ρινόρροια ρι-νόρ-ροι-α ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. επίμονη εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη λόγω κατάγματος στη βάση του κρανίου. Βλ. -ρροια, ωτόρροια. 2. καταρροή. [< γαλλ. rhinorrhée, αγγλ. rhinorrhea]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

τερπνός

τερπνός, ή, ό τερ-πνός επίθ. (λόγ.-συνήθ. λογοτ.): ευχάριστος: ψυχωφελές, ~ό ανάγνωσμα. ΑΝΤ. δυσάρεστος ● Ουσ.: τερπνό (το): ευχαρίστηση: (σε εκκλησιαστικά κείμενα) Τα ~ά του κόσμου. Η ματαιότητα των ~ών του βίου (: των επίγειων, πρόσκαιρων απολαύσεων). ΑΝΤ. δεινά.|| (ειρων.) Αντιδικίες, απειλές και άλλα ~ά (= ωραία). ● ΦΡ.: συνδυάζω το τερπνόν μετά του ωφελίμου (λόγ.): κάνω κάτι που είναι ευχάριστο και παράλληλα χρήσιμο. Βλ. τα καλά και συμφέροντα. [< γαλλ. joindre l'utile à l'agréable] [< αρχ. τερπνός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.