ώχρα [ὤχρα] ώ-χρα ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. σιδηρομετάλλευμα από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγγανίου, που έχει χρώμα υποκίτρινο ή κόκκινο και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία: ψημένη ~. Κίτρινο της ~ας. [< αρχ. ὤχρα, γαλλ. ocre, αγγλ. ochre]
ωχριώ [ὠχριῶ] ω-χρι-ώ ρ. (αμτβ.) {ωχρι-άς ...· μόνο στον ενεστ.} (λόγ.) 1. (μτφ.) υστερώ, μειονεκτώ: Το πρόστιμο που θα πληρώσουν ~ά σε σχέση με τα κέρδη που αποκόμισαν. Τα λόγια ~ούν μπροστά στη θλιβερή πραγματικότητητα (: δεν μπορούν να την περιγράψουν). Πβ. υπολείπομαι.2. γίνομαι ωχρός: ~ά από το φόβο της. Πβ. κιτρινίζω, χλομιάζω. [< αρχ. ὠχριῶ]
ωχροκίτρινος , η, ο [ὠχροκίτρινος] ω-χρο-κί-τρι-νος επίθ.: που έχει το κίτρινο της ώχρας: ~ο: υγρό. ~α: άνθη. Πβ. υποκίτρινος. [< γαλλ. jaune d΄ocre]
ωχρός , ή, ό [ὠχρός] ω-χρός επίθ. 1. χλομός: ~ή: όψη. ~ό: πρόσωπο. Έγιναν ~οί από τον φόβο τους. Πβ. κάτωχρος, πελιδνός.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: ανάμνηση. ~ό: φως. Πβ. αμυδρός, θαμπός, θολός.2. που έχει το χρώμα της ώχρας. Πβ. υποκίτρινος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: σωμάτιο (: ιστός που σχηματίζεται στη θέση του ωοθυλακίου μετά την ωορρηξία). ● ΣΥΜΠΛ.: ωχρά/ωχρή κηλίδα: ΙΑΤΡ. μικρή περιοχή στο οπίσθιο τοίχωμα του οφθαλμού που επιτρέπει να διακρίνονται καθαρά οι λεπτομέρειες των αντικειμένων: εκφυλισμός της ~άς ~ας.,ωχρά σπειροχαίτη βλ. σπειροχαίτη. [< αρχ. ὠχρός, γαλλ. pâle]
ωχρότητα [ὠχρότητα] ω-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωχρού: η ~ του δέρματος/προσώπου. Πβ. πελιδνότητα, χλομάδα. Βλ. κυάνωση, -ότητα. [< αρχ. ὠχρότης]
κυάνωση
κυάνωση κυ-ά-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μπλε χρωματισμός του δέρματος, των βλεννογόνων και της γλώσσας λόγω αυξημένης συγκέντρωσης μη οξυγονωμένης αιμοσφαιρίνης: κεντρική/περιφερική ~. ~ των άκρων/των αυτιών/των δαχτύλων/της μύτης/των νυχιών/των χειλιών. ~ των βρεφών (: συνήθ. όταν κλαίνε). Βλ. αν-, υπ-οξία, ερύθημα, ωχρότητα. ΣΥΝ. μελάνιασμα 2. ΟΡΥΚΤ. επιβλαβής για το περιβάλλον μέθοδος απόληψης του χρυσού από τα μεταλλεύματά του με τη χρήση κυανιούχου νατρίου: ~ πετρωμάτων.3. μεταχρωματισμός του ξύλου, το οποίο αποκτά μελανό χρωματισμό, εξαιτίας της προσβολής του από χρωστικούς μύκητες. Βλ. σαράκι. [< αρχ. κυάνωσις ‘βαθύ γαλάζιο χρώμα’ 1: γαλλ. cyanose]
οχ & ωχ
οχ & ωχ [ὄχ] επιφών.: δηλωτικό έντονου αρνητικού συναισθήματος: (πόνος) ~, χτύπησα το πόδι μου! Πβ. άουτς.|| (στενοχώρια) ~ βάσανα ...|| (αγανάκτηση, δυσφορία, δυσαρέσκεια) ~, δε μας αφήνεις στην ησυχία μας πρωί πρωί; Πβ. ουφ, όχου.|| (έκπληξη) ~, χίλια συγγνώμη, δεν το ήθελα!|| (ως ουσ.) Άρχισε τα ~ και τα αχ πάλι! ● ΦΡ.: (οχ) αμάν αμάν βλ. αμάν, οχ/ωχ, αδερφέ! βλ. αδελφός [< μεσν. οχ, λ. ηχομιμητ.]
οχαδερφισμός
οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός
σπειροχαίτη
σπειροχαίτη σπει-ρο-χαί-τη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. γένος gram αρνητικών βακτηρίων (τάξη Spirochaetales) με χαρακτηριστική σπειροειδή μορφή, τα οποία είναι παθογόνα στους ανθρώπους και τα ζώα: ωχρά ~ (επιστ. ονομασ.Treponema pallidum = σύφιλη). Βλ. λεπτόσπειρα, τρεπόνημα. [< γαλλ. spirochète, αγγλ. spirochete]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.