Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [58760-58767]


  • ωχ βλ. οχ
  • ωχαδερφισμός βλ. οχαδερφισμός
  • ώχρα [ὤχρα] ώ-χρα ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. σιδηρομετάλλευμα από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγγανίου, που έχει χρώμα υποκίτρινο ή κόκκινο και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία: ψημένη ~. Κίτρινο της ~ας. [< αρχ. ὤχρα, γαλλ. ocre, αγγλ. ochre]
  • ωχριώ [ὠχριῶ] ω-χρι-ώ ρ. (αμτβ.) {ωχρι-άς ...· μόνο στον ενεστ.} (λόγ.) 1. (μτφ.) υστερώ, μειονεκτώ: Το πρόστιμο που θα πληρώσουν ~ά σε σχέση με τα κέρδη που αποκόμισαν. Τα λόγια ~ούν μπροστά στη θλιβερή πραγματικότητητα (: δεν μπορούν να την περιγράψουν). Πβ. υπολείπομαι. 2. γίνομαι ωχρός: ~ά από το φόβο της. Πβ. κιτρινίζω, χλομιάζω. [< αρχ. ὠχριῶ]
  • ωχροκίτρινος , η, ο [ὠχροκίτρινος] ω-χρο-κί-τρι-νος επίθ.: που έχει το κίτρινο της ώχρας: ~ο: υγρό. ~α: άνθη. Πβ. υποκίτρινος. [< γαλλ. jaune d΄ocre]
  • ωχρός , ή, ό [ὠχρός] ω-χρός επίθ. 1. χλομός: ~ή: όψη. ~ό: πρόσωπο. Έγιναν ~οί από τον φόβο τους. Πβ. κάτωχρος, πελιδνός.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: ανάμνηση. ~ό: φως. Πβ. αμυδρός, θαμπός, θολός. 2. που έχει το χρώμα της ώχρας. Πβ. υποκίτρινος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: σωμάτιο (: ιστός που σχηματίζεται στη θέση του ωοθυλακίου μετά την ωορρηξία). ● ΣΥΜΠΛ.: ωχρά/ωχρή κηλίδα: ΙΑΤΡ. μικρή περιοχή στο οπίσθιο τοίχωμα του οφθαλμού που επιτρέπει να διακρίνονται καθαρά οι λεπτομέρειες των αντικειμένων: εκφυλισμός της ~άς ~ας., ωχρά σπειροχαίτη βλ. σπειροχαίτη. [< αρχ. ὠχρός, γαλλ. pâle]
  • ωχρότητα [ὠχρότητα] ω-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ωχρού: η ~ του δέρματος/προσώπου. Πβ. πελιδνότητα, χλομάδα. Βλ. κυάνωση, -ότητα. [< αρχ. ὠχρότης]

κυάνωση

κυάνωση κυ-ά-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μπλε χρωματισμός του δέρματος, των βλεννογόνων και της γλώσσας λόγω αυξημένης συγκέντρωσης μη οξυγονωμένης αιμοσφαιρίνης: κεντρική/περιφερική ~. ~ των άκρων/των αυτιών/των δαχτύλων/της μύτης/των νυχιών/των χειλιών. ~ των βρεφών (: συνήθ. όταν κλαίνε). Βλ. αν-, υπ-οξία, ερύθημα, ωχρότητα. ΣΥΝ. μελάνιασμα 2. ΟΡΥΚΤ. επιβλαβής για το περιβάλλον μέθοδος απόληψης του χρυσού από τα μεταλλεύματά του με τη χρήση κυανιούχου νατρίου: ~ πετρωμάτων. 3. μεταχρωματισμός του ξύλου, το οποίο αποκτά μελανό χρωματισμό, εξαιτίας της προσβολής του από χρωστικούς μύκητες. Βλ. σαράκι. [< αρχ. κυάνωσις ‘βαθύ γαλάζιο χρώμα’ 1: γαλλ. cyanose]

οχ & ωχ

οχ & ωχ [ὄχ] επιφών.: δηλωτικό έντονου αρνητικού συναισθήματος: (πόνος) ~, χτύπησα το πόδι μου! Πβ. άουτς.|| (στενοχώρια) ~ βάσανα ...|| (αγανάκτηση, δυσφορία, δυσαρέσκεια) ~, δε μας αφήνεις στην ησυχία μας πρωί πρωί; Πβ. ουφ, όχου.|| (έκπληξη) ~, χίλια συγγνώμη, δεν το ήθελα!|| (ως ουσ.) Άρχισε τα ~ και τα αχ πάλι! ● ΦΡ.: (οχ) αμάν αμάν βλ. αμάν, οχ/ωχ, αδερφέ! βλ. αδελφός [< μεσν. οχ, λ. ηχομιμητ.]

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

σπειροχαίτη

σπειροχαίτη σπει-ρο-χαί-τη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. γένος gram αρνητικών βακτηρίων (τάξη Spirochaetales) με χαρακτηριστική σπειροειδή μορφή, τα οποία είναι παθογόνα στους ανθρώπους και τα ζώα: ωχρά ~ (επιστ. ονομασ. Treponema pallidum = σύφιλη). Βλ. λεπτόσπειρα, τρεπόνημα. [< γαλλ. spirochète, αγγλ. spirochete]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.