Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6260-6280]


  • απελευθερωτής [ἀπελευθερωτής] α-πε-λευ-θε-ρω-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. απελευθερώτρια}: πρόσωπο που απελευθερώνει κάποιον ή κάτι, ελευθερωτής: εθνικός ~. ~ του λαού/των ομήρων. Τους υποδέχθηκαν ως ~ές (της χώρας από τους κατακτητές).|| (ως επίθ.) ~ στρατός (= απελευθερωτικός). ~τριες: δυνάμεις. ΑΝΤ. καταπιεστής [< γαλλ. libérateur]
  • απελευθερωτικός , ή, ό [ἀπελευθερωτικός] α-πε-λευ-θε-ρω-τι-κός επίθ.: που συντελεί, στοχεύει στην απελευθέρωση: ~ός: αγώνας/πόλεμος/στρατός. ~ή: δύναμη/επανάσταση/οργάνωση. ~ό: κίνημα/μέτωπο.|| (μτφ.) ~ός: λόγος. ~ή: εμπειρία. Πβ. λυτρωτικός. [< μτγν. ἀπελευθερωτικός, γαλλ. libérateur]
  • απέλθει βλ. απέρχομαι
  • απελπίζω [ἀπελπίζω] α-πελ-πί-ζω ρ. (μτβ.) {απέλπι-σα, απελπί-στηκα (κ. -σθηκα), -σμένος}: οδηγώ κάποιον σε απόγνωση: Αυτό που με ~ει είναι ότι ... Μη σε ~ουν (= πτοούν) οι δυσκολίες! Δεν θέλω να σε ~σω, αλλά ... Πβ. απο-γοητεύω, -θαρρύνω, -καρδιώνω, καταπτοώ. ΑΝΤ. ενθαρρύνω (1) ● Παθ.: απελπίζομαι: χάνω τις ελπίδες μου, απογοητεύομαι εντελώς: Είναι στιγμές που ~. Δεν πρέπει να ~εσαι. ΣΥΝ. με παίρνει από κάτω/αποκάτω, τα βάφω μαύρα ΑΝΤ. αναθαρρώ [< μτγν. ἀπελπίζω]
  • άπελπις , ις, ι [ἄπελπις] ά-πελ-πις επίθ. {απέλπ-ιδος, (λόγ.) -ι(ν)/-ιδα | -ιδες (ουδ. -ιδα), -ιδων} (λόγ.): απεγνωσμένος: ~ις: αγώνας. ~ιδες: ενέργειες/κινήσεις. Κατέβαλαν ~ιδες προσπάθειες, για να τους σώσουν. Πβ. ανέλπιδος, απελπισμένος. Βλ. εύ-, φέρ-ελπις. [< γαλλ. désespéré]
  • απελπισία [ἀπελπισία] α-πελ-πι-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ελπίδας, αίσθημα απόγνωσης μπροστά σε αδιέξοδη κατάσταση: ερωτική/μαύρη (= πλήρης) ~. Απαισιοδοξία/θλίψη και ~. Αντίδραση/κίνηση/κραυγή/λύση/ξέσπασμα/πράξη/φωνή ~ας. Σε βαθμό/κατάσταση ~ας. Σε μια κρίση/στιγμή ~ας, ... Στα όρια/στο χείλος της ~ας. Έβαλε τα κλάματα από ~/πάνω στην ~ του. Με έχει πιάσει/νιώθω ~. Βρίσκεται/έχει πέσει σε ~. Πβ. απογοήτευση, αποθάρρυνση. 2. (προφ., ως χαρακτηρισμός) απογοητευτικός: Το έργο ήταν ~ (= χάλια)! Αυτός ο άνθρωπος είναι σκέτη ~ (= αδιόρθωτος)! Πβ. συμφορά. [< μεσν. απελπισία]
  • απελπισμένος , η, ο [ἀπελπισμένος] α-πελ-πι-σμέ-νος επίθ.: που βρίσκεται σε ή φανερώνει απελπισία, απόγνωση: (για πρόσ.) ~οι: μετανάστες. (ως ουσ.) Η ελπίδα των ~ων (κυρ. η Παναγία). Πβ. απογοητευ-, αποθαρρυ-, καταπτοη-μένος.|| ~ος: αγώνας/έρωτας (πβ. μάταιος). ~η: αντίδραση/απόφαση/έκκληση/ενέργεια/κραυγή/προσπάθεια (πβ. ριψοκίνδυνη). ~ο: βλέμμα/τραγούδι/ύφος. Πβ. απεγνωσμένος. ● επίρρ.: απελπισμένα [< μεσν. απελπισμένος 'για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα επιβίωσης']
  • απελπιστικός , ή, ό [ἀπελπιστικός] α-πελ-πι-στι-κός επίθ. 1. που προκαλεί απελπισία, απογοήτευση: ~ή: εικόνα/μοναξιά/φτώχεια. ~ό: αδιέξοδο. Η κατάσταση είναι άκρως ~ή. Πβ. απογοητευτικός, αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός. 2. (εμφατ.) έντονα αρνητικός, δυσάρεστος: ~ή: ζέστη/καθυστέρηση. ~ές: συνθήκες. Σε ~ά χάλια. Έχει παχύνει σε ~ό βαθμό/σημείο. Πβ. άθλιος, απαίσιος, απαράδεκτος. ● επίρρ.: απελπιστικά (συνήθ. εμφατ.): Είναι ~ αφελής. [< γαλλ. désespérant]
  • απεμπλέκω [ἀπεμπλέκω] α-πε-μπλέ-κω ρ. (μτβ.) {απεμπλακεί, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.) 1. αποδεσμεύω από δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση, απεγκλωβίζω: Γίνονται προσπάθειες να απεμπλακούν τα έργα από τη γραφειοκρατία. Αναζητά τρόπο να απεμπλακεί σταδιακά από το κύκλωμα/το πρόβλημα (πβ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω). ΑΝΤ. εμπλέκω (1), μπλέκω (4) 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. για συμπλέκτη) απομονώνω τους τροχούς από τον κινητήρα, ώστε να διακοπεί η μετάδοση κίνησης. [< γαλλ. désengager]
  • απεμπλοκή [ἀπεμπλοκή] α-πε-μπλο-κή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αποδέσμευση από δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση: οριστική/πολιτική/σταδιακή/στρατιωτική (πβ. απαγκίστρωση) ~. Στρατηγική/σχέδιο ~ής. ~ και απεξάρτηση. ~ από το αδιέξοδο/την κρίση (πβ. ξεμπέρδεμα, ξέμπλεγμα). Απαιτούσαν την άμεση ~ της χώρας από τον πόλεμο (ΑΝΤ. ανάμειξη). Πβ. απεγκλωβισμός.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ. για τη διακοπή της μετάδοσης κίνησης από κινητήρα) ~ του άξονα/του διαφορικού/των τροχών/των φρένων. ΑΝΤ. εμπλοκή (1), μπλέξιμο (3) [< γαλλ. désengagement]
  • απεμπλουτισμένος , η, ο [ἀπεμπλουτισμένος] α-πε-μπλου-τι-σμέ-νος επίθ.: ΧΗΜ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: απεμπλουτισμένο ουράνιο: ουράνιο το οποίο περιέχει εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό του ισοτόπου U-235, συνήθ. ως αποτέλεσμα της χρήσης του ως καυσίμου σε πυρηνικό αντιδραστήρα: βλήματα/βόμβες/όπλα/πυρομαχικά ~ου ~ίου. Μόλυνση από ~ ~. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. depleted uranium]
  • απεμπόληση [ἀπεμπόληση] α-πε-μπό-λη-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): απάρνηση, προδοσία ιδεών και αξιών: ~ και συρρίκνωση της ατομικής ταυτότητας/των δικαιωμάτων (πβ. αποποίηση, εκ-, παρα-χώρηση)/των υποχρεώσεων. Πβ. ξεπούλημα. [< αρχ. ἀπεμπόλησις ‘αποβολή, απαλλαγή’]
  • απεμπολώ [ἀπεμπολῶ] α-πε-μπο-λώ ρ. (μτβ.) {απεμπολ-είς ...| απεμπόλ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} (απαιτ. λεξιλόγ.): εγκαταλείπω, προδίδω ιδέες και αξίες: ~ούνται τα ιδανικά ενός λαού/τα κυριαρχικά δικαιώματα (πβ. εκχωρούνται). ~ησε την ιδεολογία/τις πεποιθήσεις του στον βωμό του χρήματος (πβ. απαρν-, αποποι-ούμαι). Πβ. ξεπουλώ. [< αρχ. ἀπεμπολῶ ‘πουλώ, ανταλάσσω’]
  • απέναντι [ἀπέναντι] α-πέ-να-ντι επίρρ. 1. προς την κατεύθυνση που είναι στραμμένος ο παρατηρητής ή γενικότ. το σημείο αναφοράς, στην αντικρινή πλευρά, αντίκρυ: Δεν περνάμε ~ με κόκκινο (πβ. αντίπερα). Πετάχτηκε ~ κι επιστρέφει αμέσως. Δεν απομακρύνθηκα· εδώ ~ ήμουν. Ερχόταν αυτοκίνητο από ~ και δεν το είχε δει. Το βλέμμα έφτανε ως ~, στις ακτές.|| (+ από/σε ή μου/σου/του) Καθισμένοι ο ένας ~ στον άλλον (= αντικριστά). Μένει ~ί μου. Το μαγαζί βρίσκεται ακριβώς ~ από την/στην πολυκατοικία μας (πβ. μπροστά, φάτσα).|| (ως επίθ.) Το ~ διαμέρισμα/πεζοδρόμιο. Οι ~ πλευρές του παραλληλογράμμου (πβ. αντικρινός, αντικριστός). Έφτασε/πέρασε στην ~ (= αντίπερα) όχθη. 2. (+ σε ή μου/σου/του) αναφορικά, σχετικά με: δέος/φόβος ~ στο άγνωστο/στους κινδύνους (πβ. ενώπιον, μπροστά). Είναι εχθρικός/φιλικός ~ σε όλους. Δείχνει δυσπιστία/επιφύλαξη ~ί μας. Έχει ευθύνη ~ στους μαθητές της. Δεν έχει αλλάξει η στάση μου ~ί του. Ποιες είναι οι απόψεις/θέσεις σου ~ στο ζήτημα (πβ. ως προς); 3. (+ σε) ενάντια: Παρέταξε τις δυνάμεις του ~ στον εχθρό.|| Έντονες αντιδράσεις ~ στην πολιτική της κυβέρνησης. ● Ουσ.: απέναντι (ο) (προφ.): ο κάτοικος του απέναντι σπιτιού, διαμερίσματος: Οι ~ και οι αποκάτω/αποπάνω. Βλ. γείτονας. ● ΦΡ.: βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου βλ. βρίσκω [< αρχ. ἀπέναντι]
  • απεναντίας [ἀπεναντίας] α-πε-να-ντί-ας επίρρ.: αντίθετα, τουναντίον: Με τη βία δεν λύνονται τα κοινωνικά προβλήματα· ~, οξύνονται. (εμφατ.) Δεν τους υποτιμώ! ~ μάλιστα (: τους θεωρώ πολύ άξιους). Πβ. ίσα ίσα. [< μτγν. ἀπεναντίας]
  • απενεργοποιημένος , η, ο [ἀπενεργοποιημένος] α-πε-νερ-γο-ποι-η-μέ-νος επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που έχει απενεργοποιηθεί: ~ος: αερόσακος/κωδικός/(ΔΙΑΔΙΚΤ.) λογαριασμός χρήστη. ~ο: κινητό/σύστημα (συναγερμού). Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του ~ο (: από αυτόματο τηλεφωνητή στην κινητή τηλεφωνία). [< αγγλ. deactivated]
  • απενεργοποίηση [ἀπενεργοποίηση] α-πε-νερ-γο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. παύση ή προσωρινή διακοπή δυνατότητας, ισχύος ή λειτουργίας: αυτόματη/μόνιμη ~. ~ βόμβας (πβ. εξουδετέρωση)/κινητού τηλεφώνου/πυρηνικού αντιδραστήρα/συναγερμού/τηλεφωνητή.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ λογαριασμού χρήστη/υπηρεσίας.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολής/επιλογής/κάρτας ήχου/πλήκτρου. Δήλωση ~ης Α.Φ.Μ. ΑΝΤ. ενεργοποίηση (1) 2. ΧΗΜ. μείωση της δραστικότητας χημικής ένωσης: ~ καταλύτη. [< αγγλ. deactivation, 1904]
  • απενεργοποιώ [ἀπενεργοποιῶ] α-πε-νερ-γο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {απενεργοποι-είς ... | απενεργοποί-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: ΤΕΧΝΟΛ. παύω, διακόπτω δυνατότητα, ισχύ, λειτουργία: Η συσκευή ~είται (= κλείνει, τίθεται εκτός λειτουργίας) αυτόματα/με το πάτημα ενός κουμπιού. ΑΝΤ. ενεργοποιώ (1) [< αγγλ. deactivate, 1926]
  • απενοχοποίηση [ἀπενεχοποίηση] α-πε-νο-χο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & αποενοχοποίηση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απενοχοποιώ: ~ του δράστη/του εαυτού/των υπευθύνων. Βλ. αθώωση, εξιλέωση.|| ~ των αμβλώσεων (πβ. αποποινικοποίηση). ΑΝΤ. ενοχοποίηση [< γαλλ. deculpabilisation, 1966]
  • απενοχοποιητικός , ή, ό [ἀπενοχοποιητικός] α-πε-νο-χο-ποι-η-τι-κός επίθ.: που απενοχοποιεί: ~ά: στοιχεία. Βλ. αθωωτικός. ΑΝΤ. ενοχοποιητικός (1)

αθώωση

αθώωση [ἀθῴωση] α-θώ-ω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως}: ΝΟΜ. απαλλαγή από κατηγορία με δικαστική απόφαση: πανηγυρική ~. ~ από το αυτόφωρο/εφετείο. Αναίρεση/έφεση κατά της ~ης. Άσκηση ενδίκων μέσων κατά/κατάθεση ψηφίσματος υπέρ της ~ης του ... Ο εισαγγελέας εισηγήθηκε/ζήτησε/πρότεινε την ~ του κατηγορουμένου.|| (κατ' επέκτ.) ~ του υπαλλήλου από το Πειθαρχικό (Συμβούλιο).|| (μτφ.) ~ του προπονητή από τον κόσμο της ομάδας. ΑΝΤ. καταδίκη (1) [< αρχ. ἀθῴωσις]

αθωωτικός

αθωωτικός, ή, ό [ἀθωωτικός] α-θω-ω-τι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την αθώωση: ~ή: απόφαση. ~ό: βούλευμα/πόρισμα (= απαλλακτικό). Η ~ή (ΑΝΤ. καταδικαστική) ψήφος των ενόρκων.

απέρχομαι

απέρχομαι [ἀπέρχομαι] α-πέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {μτχ. απερχόμενος, -η, -ο | απ-ήλθα, απ-έλθει, μτχ. απελθ-ών, -ούσα, -όν} (λόγ.): φεύγω, αποχωρώ· κατ' επέκτ. εγκαταλείπω θέση, αξίωμα λόγω αποπομπής ή συνταξιοδότησης: ~ από μια εκδήλωση/την εργασία μου/μια σύσκεψη. (λογιότ.) ~ήλθε της αιθούσης. ΑΝΤ. (προσ)έρχομαι, φτάνω.|| ~ήλθε από το διοικητικό συμβούλιο. ~εται από την ενεργό υπηρεσία (πβ. αποσύρεται, συνταξιοδοτείται). ● Μτχ.: απελθών , ούσα, όν: Ο ~ πρόεδρος/υπουργός. Η ~ούσα διοίκηση., απερχόμενος , η, ο: Δηλώσεις/ομιλία του ~ου δημάρχου/πρύτανη. Η ~η Βουλή/δημοτική Αρχή/ηγεσία. Απολογισμός της θητείας της ~ης κυβέρνησης. ● ΦΡ.: ήλθε, είδε και απήλθε & ήλθον, είδον και απήλθον (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος καλείται να βοηθήσει, αλλά αποχωρεί άπρακτος: ~ ~, χωρίς να δώσει κάποια λύση. Βλ. veni, vidi, vici., παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο βλ. ποτήριο [< αρχ. ἀπέρχομαι]

βρίσκω

βρίσκω βρί-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βρήκα (λαϊκό) ήβρα, βρω, βρει, προστ. βρες, βρίσκ-οντας} & (λόγ.) ευρίσκω 1. εντοπίζω τυχαία ή μετά από αναζήτηση κάποιον ή κάτι που έψαχνα, που παρέμενε κρυφό(ς) ή που αγνοούσα την ύπαρξή του: Βρήκα τα κλειδιά μου κάτω από το τραπέζι. Βλ. επανευρίσκω, ξανα~.|| Η αστυνομία βρήκε όπλα και ναρκωτικά/τους δράστες. ΣΥΝ. ανακαλύπτω.|| Βρες κάπου να καθίσεις.|| ~ πληροφορίες στην εγκυκλοπαίδεια/στο ίντερνετ.|| Βρείτε τη σωστή απάντηση/τις διαφορές/τα λάθη.|| (ύστερα από προσεκτική εξέταση:) Όλο μειονεκτήματα ~εις. Δεν μπορώ να του βρω κανένα ελάττωμα/προτέρημα. Ψάχνω να βρω τι έγινε.|| (στη βασιλόπιτα:) Ποιος βρήκε το φλουρί (= σε ποιον έτυχε);|| Σε βρήκα (πβ. σ’ έπιασα, σε τσάκωσα)! ΑΝΤ. χάνω (2) 2. εξασφαλίζω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή κατάλληλους χειρισμούς: Βρήκε μια θέση ως υπάλληλος. Δεν μπορεί να βρει διέξοδο/δουλειά πουθενά. Πού θα βρούμε χρήματα, τώρα που τα έχουμε ανάγκη;|| Πώς να βρω το θάρρος/τη δύναμη/το κουράγιο να του πω ότι ... Βρήκε την ευκαιρία να ...|| (με αγανάκτηση:) Πότε θα βρω (και πάλι) την ησυχία μου (= θα ξαναβρώ, επανακτήσω);|| Βρες λίγο χρόνο κι έλα να με δεις (= εξοικονόμησε).|| Θα σου βρω εγώ μέρος να μείνεις. Βρήκαν τροφή και στέγη.|| Να κοιτάξεις να βρεις ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα να παντρευτείς. Βρες (έναν) γιατρό επειγόντως! (ειρων.) Τώρα μάλιστα, βρήκες άνθρωπο να σε βοηθήσει! 3. σκέφτομαι, επινοώ: Πρέπει να βρούμε μια λύση. Μη ~οντας άλλο τρόπο να ... Βρες μια δικαιολογία και φύγε (= προφασίσου κάτι)! ΣΥΝ. σκαρφίζομαι.|| Βρήκαν το εμβόλιο/το φάρμακο κατά του ... (= ανακάλυψαν, εφηύραν).|| Δεν ~ τι άλλο να πω/τρόπο να σε ευχαριστήσω (= δεν έχω, δεν ξέρω). 4. γίνομαι αποδέκτης αρνητικού ή θετικού ερεθίσματος: Η πρότασή τους έχει βρει ανταπόκριση/(σθεναρή) αντίδραση/απήχηση (= έχει τύχει/χαίρει ανταπόκρισης).|| ~ει αγάπη και στοργή/στήριξη κοντά στους δικούς του/στην οικογένειά του (= απολαμβάνει).|| Βρήκε τραγικό θάνατο (= είχε). Τους βρήκαν δεινά/συμφορές (= τους έπληξαν, τους έτυχαν). 5. {συνήθ. στον αόρ.} έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι που είναι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Τη βρήκα αναστατωμένη/να κλαίει/σύμφωνη/στο πλευρό μου. Βρήκαν το σπίτι άδειο.|| Μας ~εις πάνω που τρώγαμε/στο τραπέζι (= μας πετυχαίνεις).|| Έτσι τα βρήκαμε από τους γονείς μας (= τα κληρονομήσαμε, τα παραλάβαμε). 6. συναντώ: Θα με βρείτε στο γραφείο μου. Τη βρήκα κατά τύχη στον δρόμο (= την πέτυχα). Πού μπορώ να σε βρω; Έλα να με βρεις! 7. καταλήγω σε συγκεκριμένη κρίση· θεωρώ, μου φαίνεται: (Δεν) το ~ δίκαιο/λογικό/σκόπιμο/σωστό να (= κρίνω, νομίζω) ... ~ ότι … (= πιστεύω). (Το) βρήκε υπερβολικό το ποσό.|| (για πρόσ.) -Πώς τον ~εις; -Αδιάφορο/όμορφο! Μια χαρά σε ~, παρά την ίωση που πέρασες (= σε βλέπω).|| Βρήκαν τον κατηγορούμενο αθώο/ένοχο (= κρίθηκε από το δικαστήριο). 8. (προφ.) κάνω διάγνωση: Του βρήκαν (ότι έχει) ανεβασμένη χοληστερίνη.βρήκε (για κάτι που εκτοξεύεται, ρίχνεται ή πετιέται από μακριά): πέτυχε, ευστόχησε: Η σφαίρα ~ τον στόχο της/τον ~ πισώπλατα (= τον χτύπησε). Η μπάλα ~ (σ)το δοκάρι (= προσέκρουσε, χτύπησε). ● ΦΡ.: απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! (συνήθ. ως κατάρα): ο Θεός να τον τιμωρήσει για το κακό ή να του ανταποδώσει το καλό που έκανε: Τέτοιο καλό που μου 'κανες ~ ~!, βρήκε το(ν) δάσκαλό/το(ν) μάστορά του (μτφ.-προφ.): βρέθηκε ο άνθρωπος που κατάφερε να τον τιθασεύσει ή να τον νικήσει: ~ ~ στο πρόσωπο του .../στον ... Πού θα πάει, θα βρεις ~ ~ σου!, βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα: στηρίζεται σε κάτι που ειπώθηκε ή έγινε, για να πει ή να κάνει αυτό που επιδιώκει: Βρήκαν αφορμή (από κάποιες δηλώσεις του)/πάτημα (σε κάποιες δηλώσεις του), για να τον ενοχοποιήσουν., βρίσκει αντίσταση: συναντά εμπόδιο: (για αντικείμενο:) Η πόρτα δεν κλείνει, φαίνεται ότι κάπου ~ ~ (πβ. σκαλώνει)!|| Τα στρατεύματα βρήκαν (μεγάλη/σθεναρή) ~ στην προσπάθειά τους να ..., βρίσκει θέση (κάπου): γίνεται αποδεκτός: Η άθληση/δημιουργικότητα πρέπει να ~ ~ στο σχολείο., βρίσκει και τα κάνει: συμπεριφέρεται άσχημα, επειδή οι άλλοι είναι ανεκτικοί απέναντί του: Αφού του επιτρέπετε, ~ ~., βρίσκεις; (προφ.): (σε διάλογο, όταν έχει προηγηθεί διατύπωση προσωπικής άποψης του συνομιλητή) πράγματι πιστεύεις ότι ισχύει αυτό που είπες; -Ωραίο το μπλουζάκι σου. -~;, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου 1. πρέπει να τον αντιμετωπίσω ως αντίπαλο: Τους βρήκε μπροστά του και τους αποτελείωσε. 2. (μόνο στο βρίσκω μπροστά μου) τον συναντώ τυχαία., βρίσκω κάτι μπροστά μου (μτφ.): υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, γιατί θα το βρεις ~ σου., καλώς μας βρήκες/βρήκατε! (χαιρετισμός): καλώς ήρθες/ήρθατε!, καλώς σε/σας βρήκα/βρήκαμε! (χαιρετισμός): ως απάντηση στο καλώς ήρθες/ήρθατε, καλώς όρισες/ορίσατε., ό,τι βρει: χωρίς να τον ενδιαφέρει: Τρώει/φοράει ~ ~ (μπροστά του)!, όπου βρω/βρεις: χωρίς να με/σε απασχολεί το μέρος: Πετάνε τα σκουπίδια όπου βρουν (= όπου λάχει/τύχει/τους καπνίσει).|| Δεν υπάρχουν και πολλές θέσεις. Κάτσε (τώρα) ~ ~!, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία σε περιπτώσεις επιλογής προσώπου ή πράγματος: Μα καλά, ~ τον ~! Αυτός είναι τελείως άσχετος!|| Φοβερή συσκευή! Πού ~ες και τη ~ες;, πού το βρήκες γραμμένο; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι που λέγεται με βεβαιότητα δεν ισχύει: Τι λες καημένε μου; ~ ~;, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια (μτφ.-προφ.): δυσκολεύομαι πάρα πολύ: Τα ~ ~ στα μαθηματικά. Νόμιζαν ότι θα τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα βρήκαν ~. Τα ~ουν ζόρικα και προσπαθούν να λουφάρουν (πβ. έχω/περνάω ζόρι/ζόρια)., τα βρίσκω με κάποιον (προφ.) 1. επιλύω τις διαφορές μου, έρχομαι σε συνεννόηση, συμφωνώ μαζί του: Δεν τα βρήκανε στη μοιρασιά. Θα τα βρουν Διοίκηση και εργαζόμενοι.|| Τα βρήκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ... 2. ταιριάζω με κάποιον: Είναι κι οι δυο χωρισμένοι κι έτσι τα βρήκανε., τη βρίσκω (προφ.): νιώθω έντονη ευχαρίστηση, μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι: Τη ~ει να διαβάζει βιβλία/με το τρέξιμο. Πβ. απολαμβάνω, γουστάρω, ηδονίζομαι., τι του/της βρίσκει/βρήκε; (προφ.) (με αναφορά στον σύντροφο κάποιου, για να δηλωθεί ότι είναι άσχημος ή αντιπαθητικός): τι όμορφο ή καλό έχει που τον ελκύει: Απορώ ~ βρήκε και τον/την παντρεύτηκε!, το βρήκα! (προφ.): για να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του για μια λαμπρή ιδέα που είχε ή μια ανακάλυψη που έκανε: ~ ~! Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου! ΣΥΝ. εύρηκα, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος (λογοτ.): πέθανε., (δεν) βρίσκω άκρη βλ. άκρη, (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου βλ. εαυτός, (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός, βρήκα τον διάολό μου βλ. διάβολος, βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει βλ. αγελάδα, βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος, βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα βλ. μήνας, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! βλ. μέρα, βρήκες την ώρα να ... βλ. ώρα, βρίσκει ευήκοον ους βλ. ους, βρίσκει εφαρμογή βλ. εφαρμογή, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου βλ. κιλό, βρίσκω (τον) μπελά (μου) βλ. μπελάς, βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, βρίσκω την υγειά μου βλ. υγεία, βρίσκω το δίκιο μου βλ. δίκιο, βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα βλ. μέρα, δεν βρήκε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, κακό που με βρήκε/έπαθα! βλ. κακό, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα βρίσκω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας βλ. λεφτά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς [< μεσν. βρίσκω]

γείτονας

γείτονας γεί-το-νας ουσ. (αρσ.) {γειτόν-ων} , γειτόνισσα (η) 1. πρόσωπο που κατοικεί σε διπλανό, κοντινό σπίτι ή διαμέρισμα ή μένει στην ίδια γειτονιά με κάποιον: ενοχλητικός/ευγενικός ~. Τσακώθηκε με τον ~α. Έχει καλούς ~ες (πβ. γειτονιά). Μετακόμισαν καινούργιοι ~ες. Παράπονα των ~ων για τη δυνατή μουσική. Κουτσομπόλες γειτόνισσες. Έχει πιάσει φιλία με τη γειτόνισσα. Πβ. διπλανός, περίοικος.|| (μτφ.) Ο πιο κοντινός ~ της Γης (: το φεγγάρι). 2. (προφ.) για αόριστη αναφορά σε πρόσωπο: Ποιος φταίει, ο ~ ; (: είναι προφανές ότι φταις εσύ).γείτονες (οι): όμορα κράτη, γειτονικοί λαοί. Πβ. γείτων (χώρα). [< μεσν. γείτονας]

ευ- & εύ-

ευ- & εύ- (λόγ.) πρόθημα που αναφέρεται στην ιδιότητα του 1. καλού: ευ-διάθετος (πβ. καλο-, ΑΝΤ. κακο-)/~ειδής/~ημερία/~θυμία. Εύ-γευστος (βλ. α-)/~γλωττος/~ηχος. 2. εύκολου: ευ-διάκριτος/~διάλυτος/~ερέθιστος. Ευ-ελιξία/~καμψία. Εύ-θικτος/~θραυστος/~πιστος (πβ. ευκολό-, ΑΝΤ. δύσ- κ. δυσκολό-). 3. (συνήθ. επιτατ.) πολύ: ευ-μεγέθης/~τραφής.|| Εύ-σωμος (πβ. μεγαλό-).

πλουτώνιο

πλουτώνιο πλου-τώ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ίου (σπανιότ.) -ου}: ΧΗΜ. ραδιενεργό υπερουράνιο στοιχείο (σύμβ. Pu, Ζ 94) το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό και χρησιμοποιείται κυρ. στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Βλ. ακτινίδες. [< αγγλ. plutonium, 1942, γαλλ. ~, 1948]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.