Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6200-6220]


  • απεβίωσε βλ. αποβιώνω
  • απεγγραφή [ἀπεγγραφή] α-πεγ-γρα-φή ουσ. (θηλ.): ΔΙΑΔΙΚΤ. εκούσια διαγραφή από λίστα αποστολής ενημερωτικών ιμέιλ. [< αγγλ. unsubscription]
  • απεγκαθιστώ [ἀπεγκαθιστῶ] α-πε-γκα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {απεγκαθιστ-ά ... | απεγκατ-έστησα κ. (προφ.) -άστησα, -αστήσει, απεγκαθ-ίσταται, απεγκατ-αστάθηκε, -ασταθεί, -εστημένος} 1. ΠΛΗΡΟΦ. αφαιρώ λογισμικό από τον σκληρό δίσκο ή αποσυνδέω περιφερειακές συσκευές από τον υπολογιστή: ~έστησε όλα τα παιχνίδια από τον υπολογιστή. Το πρόγραμμα ~ίσταται αυτόματα.|| ~ κάρτα (πρόσθετων δυνατοτήτων). Εκτυπωτής/μόντεμ που έχει ~ασταθεί. ΑΝΤ. εγκαθιστώ (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. αποσυνδέω συσκευή από το σημείο εγκατάστασής της: ~ γεννήτρια/εξοπλισμό/κεραία/μηχάνημα. [< αγγλ. uninstall, 1981, γαλλ. désinstaller, 1987]
  • απεγκατάσταση [ἀπεγκατάσταση] α-πε-γκα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. αφαίρεση λογισμικού από τον σκληρό δίσκο: (για σόφτγουερ:) ~ (παλιάς) έκδοσης/εφαρμογής. Απενεργοποίηση και ~. Πρόγραμμα ~ης.|| (για χάρντγουερ:) ~ κάρτας γραφικών. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αποσύνδεση συσκευής ή μηχανής από το σημείο εγκατάστασής της: ~ εξοπλισμού/κεραίας (κινητής τηλεφωνίας). Πβ. αποξήλωση. [< αγγλ. uninstallation]
  • απεγκλωβίζω [ἀπεγκλωβίζω] α-πε-γκλω-βί-ζω ρ. (μτβ.) {απεγκλώβι-σε, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος} ΑΝΤ. εγκλωβίζω 1. ανασύρω κάποιον ή κάτι από χώρο στον οποίο είχε εγκλωβιστεί: Οι πυροσβέστες ~σαν με ασφάλεια τους επιζώντες. Τον ~σαν από το ασανσέρ. Η ομάδα διάσωσης κατάφερε να ~σει ορειβάτη παγιδευμένο σε φαράγγι. ~στηκε ζωντανός/νεκρός. Πλοίο που ~στηκε από ρυμουλκό. 2. (μτφ.) αποδεσμεύω, απελευθερώνω: Μέτρα που θα ~σουν (= απαλλάξουν) τους πολίτες από τη γραφειοκρατία. ~ομαι από το άγχος/μια σχέση (πβ. απεξαρτώμαι, ξεκολλώ). ~σμένος από νομικά κωλύματα.
  • απεγκλωβισμός [ἀπεγκλωβισμός] α-πε-γκλω-βι-σμός ουσ. (αρσ.) ΑΝΤ. εγκλωβισμός 1. απομάκρυνση, ανάσυρση εγκλωβισμένου από χώρο στον οποίο είχε παγιδευτεί: ~ και διάσωση επιβατών/ζώων/θυμάτων τροχαίου/τραυματιών. ~ επιζώντων από ερείπια. Επιχειρήσεις/συνεργείο ~ού. 2. (μτφ.) αποδέσμευση, απεμπλοκή: ~ της οικονομίας από την κρατική παρεμβατικότητα. Μέτρα/στρατηγικές ~ού. ΑΝΤ. παγίδευση (1) [< γαλλ. désincarcération, 1972]
  • απεγνωσμένος , η, ο [ἀπεγνωσμένος] α-πε-γνω-σμέ-νος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται σε ή φανερώνει απόγνωση: ~ος: αγώνας. ~η: αντίσταση/απόπειρα/μάχη/φωνή. ~ο: βλέμμα/διάβημα/ύφος. ~ες: εκκλήσεις/ενέργειες/κινήσεις/κραυγές/προσπάθειες. ~η και αγωνιώδης αναζήτηση.|| (για πρόσ.) ~οι οι καλλιεργητές εξαιτίας της κακοκαιρίας. Πβ. απελπισμένος. ● επίρρ.: απεγνωσμένα [< μτγν. ἀπεγνωσμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀπογιγνώσκω ‘απελπίζομαι’]
  • ΑΠΕΔ (η): Αρχή Πιστοποίησης Ελληνικού Δημοσίου.
  • απέδρασα βλ. αποδρώ
  • απεδώ [ἀπεδῶ] α-πε-δώ επίρρ. (λαϊκό): αποδώ. Βλ. απεκεί. [< μεσν. απεδώ]
  • απέθανε βλ. αποθνήσκω
  • απέθαντος , η, ο [ἀπέθαντος] α-πέ-θα-ντος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που δεν πεθαίνει και κατ' επέκτ. δεν φθείρεται: ~α: όντα/πλάσματα (βλ. βρικόλακας). Πβ. αθάνατος, αιώνιος.|| ~α και άφθαρτα σύμβολα.
  • απειθάρχητος , η, ο [ἀπειθάρχητος] α-πει-θάρ-χη-τος επίθ.: απείθαρχος. ΑΝΤ. πειθαρχημένος
  • απειθαρχία [ἀπειθαρχία] α-πει-θαρ-χί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): απουσία πειθαρχίας, ανυπακοή: γενική/δημοσιονομική/κοινωνική/σχολική ~. ~ στις αποφάσεις/στους νόμους. ~ και ασέβεια. Πβ. απείθεια. [< αρχ. ἀπειθαρχία]
  • απείθαρχος , η, ο [ἀπείθαρχος] α-πεί-θαρ-χος επίθ.: που δείχνει ή φανερώνει απειθαρχία: ~οι: στρατιώτες. ~ και ανυπότακτος λαός. ~οι και ανήσυχοι/άτακτοι μαθητές. ~α και κακομαθημένα παιδιά. Πβ. ανυπάκουος, ατίθασος.|| (κατ' επέκτ.) ~ος: χαρακτήρας. ~η: σκέψη (= άναρχη)/συμπεριφορά. ~ο: πνεύμα. ΣΥΝ. απειθάρχητος, απειθής ΑΝΤ. πειθαρχικός (2), υπάκουος
  • απειθαρχώ [ἀπειθαρχῶ] α-πει-θαρ-χώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {απειθαρχ-είς ... | απειθάρχ-ησε}: επιδεικνύω απειθαρχία, ανυπακοή: ~ στις αποφάσεις/στις αρχές/στις εντολές (κάποιου)/στην εξουσία/στους νόμους. Τιμωρήθηκαν, γιατί τόλμησαν να ~ήσουν. Πβ. παρακούω. ΣΥΝ. απειθώ ΑΝΤ. πειθαρχώ (1), υπακούω [< αρχ. ἀπειθαρχῶ]
  • απείθεια [ἀπείθεια] α-πεί-θει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): άρνηση συμμόρφωσης σε κανόνα ή διαταγή, ανυπακοή: ομαδική/πολιτική ~.|| (ΝΟΜ.) ~ στους νόμους. Το αδίκημα/η κατηγορία της ~ας. ~ και αντίσταση κατά της Αρχής. Διώκεται/καταδικάστηκε για ~. Πβ. απειθαρχία. ΑΝΤ. ευπείθεια [< αρχ. ἀπείθεια]
  • απειθής , ής, ές [ἀπειθής] α-πει-θής επίθ. {απειθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): απείθαρχος, ανυπάκουος. ΑΝΤ. ευπειθής [< αρχ. ἀπειθής]
  • απειθώ [ἀπειθῶ] α-πει-θώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {-είς ... | απείθ-ησε} (λόγ.): απειθαρχώ. [< αρχ. ἀπειθῶ]
  • απείκασμα [ἀπείκασμα] α-πεί-κα-σμα ουσ. (ουδ.) {απεικάσμ-ατος | -ατα} (λόγ.): αισθητό αντικείμενο που αποτελεί την αναπαράσταση, την απεικόνιση μιας νοητικής σύλληψης: φωτογραφικό ~. Κακέκτυπα ~ατα. Είδωλα/ομοιώματα και ~ατα. (στην πλατωνική θεωρία) Ο αισθητός κόσμος είναι ~ του κόσμου των ιδεών. [< αρχ. ἀπείκασμα ‘εικόνα, αντίγραφο’]

απεκεί

απεκεί βλ. αποκεί

αποβιώνω

αποβιώνω [ἀποβιώνω] α-πο-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {κυρ. στον αόρ. απεβίω-σε (μτχ. αποβιώ-σας, -σασα, -σαν), αποβιώ-σει} (επίσ.): πεθαίνω: ~σε πλήρης ημερών/πρόωρα/σε ηλικία ... Πβ. εκπνέω. ● Μτχ.: αποβιώσας , ασα, αν: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. νεκρός: οι κληρονόμοι/η σορός του ~σαντος. Διαγραφή ~σάντων από τα μητρώα. ΣΥΝ. (απο)θανών.|| (ως επίθ.) Ο ~ γονέας/συγγενής. ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε βλ. εγχείρηση [< μτγν. ἀποβιῶ]

αποδρώ

αποδρώ [ἀποδρῶ] α-πο-δρώ ρ. (αμτβ.) {απέδρα-σε, αποδρά-σει} 1. δραπετεύω: ~σε από τις φυλακές. Αποπειράθηκε να ~σει με τη βοήθεια συνεργών.|| Ζώο που ~σε από το κλουβί του. ΑΝΤ. φυλακίζομαι. 2. (μτφ.) ξεφεύγω, απομακρύνομαι από δυσάρεστη ή μονότονη κατάσταση: ~ στην εξοχή. ~άστε από το άγχος/την καθημερινότητα/τη ρουτίνα! Πβ. το σκάω. ΑΝΤ. εγκλωβίζομαι, παγιδεύομαι. [< 1: μτγν. ἀποδρῶ 2: αγγλ. escape]

αποθνήσκω

αποθνήσκω [ἀποθνήσκω] α-πο-θνή-σκω ρ. (αμτβ.) {απέθανε, αποθάνει, μτχ. αποθαν-ών, -ούσα, -όν} (αρχαιοπρ.): πεθαίνω. ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! βλ. βασιλιάς [< αρχ. ἀποθνῄσκω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.