απεγκαθιστώ [ἀπεγκαθιστῶ] α-πε-γκα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {απεγκαθιστ-ά ... | απεγκατ-έστησα κ. (προφ.) -άστησα, -αστήσει, απεγκαθ-ίσταται, απεγκατ-αστάθηκε, -ασταθεί, -εστημένος} 1. ΠΛΗΡΟΦ. αφαιρώ λογισμικό από τον σκληρό δίσκο ή αποσυνδέω περιφερειακές συσκευές από τον υπολογιστή: ~έστησε όλα τα παιχνίδια από τον υπολογιστή. Το πρόγραμμα ~ίσταται αυτόματα.|| ~ κάρτα (πρόσθετων δυνατοτήτων). Εκτυπωτής/μόντεμ που έχει ~ασταθεί. ΑΝΤ. εγκαθιστώ (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. αποσυνδέω συσκευή από το σημείο εγκατάστασής της: ~ γεννήτρια/εξοπλισμό/κεραία/μηχάνημα. [< αγγλ. uninstall, 1981, γαλλ. désinstaller, 1987]
απεγκατάσταση [ἀπεγκατάσταση] α-πε-γκα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. αφαίρεση λογισμικού από τον σκληρό δίσκο: (για σόφτγουερ:) ~ (παλιάς) έκδοσης/εφαρμογής. Απενεργοποίηση και ~. Πρόγραμμα ~ης.|| (για χάρντγουερ:) ~ κάρτας γραφικών.2. ΤΕΧΝΟΛ. αποσύνδεση συσκευής ή μηχανής από το σημείο εγκατάστασής της: ~ εξοπλισμού/κεραίας (κινητής τηλεφωνίας). Πβ. αποξήλωση. [< αγγλ. uninstallation]
απεγκλωβίζω [ἀπεγκλωβίζω] α-πε-γκλω-βί-ζω ρ. (μτβ.) {απεγκλώβι-σε, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος} ΑΝΤ. εγκλωβίζω 1. ανασύρω κάποιον ή κάτι από χώρο στον οποίο είχε εγκλωβιστεί: Οι πυροσβέστες ~σαν με ασφάλεια τους επιζώντες. Τον ~σαν από το ασανσέρ. Η ομάδα διάσωσης κατάφερε να ~σει ορειβάτη παγιδευμένο σε φαράγγι. ~στηκε ζωντανός/νεκρός. Πλοίο που ~στηκε από ρυμουλκό.2. (μτφ.) αποδεσμεύω, απελευθερώνω: Μέτρα που θα ~σουν (= απαλλάξουν) τους πολίτες από τη γραφειοκρατία. ~ομαι από το άγχος/μια σχέση (πβ. απεξαρτώμαι, ξεκολλώ). ~σμένος από νομικά κωλύματα.
απεγκλωβισμός [ἀπεγκλωβισμός] α-πε-γκλω-βι-σμός ουσ. (αρσ.) ΑΝΤ. εγκλωβισμός 1. απομάκρυνση, ανάσυρση εγκλωβισμένου από χώρο στον οποίο είχε παγιδευτεί: ~ και διάσωση επιβατών/ζώων/θυμάτων τροχαίου/τραυματιών. ~ επιζώντων από ερείπια. Επιχειρήσεις/συνεργείο ~ού.2. (μτφ.) αποδέσμευση, απεμπλοκή: ~ της οικονομίας από την κρατική παρεμβατικότητα. Μέτρα/στρατηγικές ~ού. ΑΝΤ. παγίδευση (1) [< γαλλ. désincarcération, 1972]
απεγνωσμένος , η, ο [ἀπεγνωσμένος] α-πε-γνω-σμέ-νος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται σε ή φανερώνει απόγνωση: ~ος: αγώνας. ~η: αντίσταση/απόπειρα/μάχη/φωνή. ~ο: βλέμμα/διάβημα/ύφος. ~ες: εκκλήσεις/ενέργειες/κινήσεις/κραυγές/προσπάθειες. ~η και αγωνιώδης αναζήτηση.|| (για πρόσ.) ~οι οι καλλιεργητές εξαιτίας της κακοκαιρίας. Πβ. απελπισμένος. ● επίρρ.: απεγνωσμένα [< μτγν. ἀπεγνωσμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀπογιγνώσκω ‘απελπίζομαι’]
απέθαντος , η, ο [ἀπέθαντος] α-πέ-θα-ντος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που δεν πεθαίνει και κατ' επέκτ. δεν φθείρεται: ~α: όντα/πλάσματα (βλ. βρικόλακας). Πβ. αθάνατος, αιώνιος.|| ~α και άφθαρτα σύμβολα.
απειθάρχητος , η, ο [ἀπειθάρχητος] α-πει-θάρ-χη-τος επίθ.: απείθαρχος. ΑΝΤ. πειθαρχημένος
απείθεια [ἀπείθεια] α-πεί-θει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): άρνηση συμμόρφωσης σε κανόνα ή διαταγή, ανυπακοή: ομαδική/πολιτική ~.|| (ΝΟΜ.) ~ στους νόμους. Το αδίκημα/η κατηγορία της ~ας. ~ και αντίσταση κατά της Αρχής. Διώκεται/καταδικάστηκε για ~. Πβ. απειθαρχία. ΑΝΤ. ευπείθεια [< αρχ. ἀπείθεια]
απείκασμα [ἀπείκασμα] α-πεί-κα-σμα ουσ. (ουδ.) {απεικάσμ-ατος | -ατα} (λόγ.): αισθητό αντικείμενο που αποτελεί την αναπαράσταση, την απεικόνιση μιας νοητικής σύλληψης: φωτογραφικό ~. Κακέκτυπα ~ατα. Είδωλα/ομοιώματα και ~ατα. (στην πλατωνική θεωρία) Ο αισθητός κόσμος είναι ~ του κόσμου των ιδεών. [< αρχ. ἀπείκασμα ‘εικόνα, αντίγραφο’]
απεκεί
απεκεί βλ. αποκεί
αποβιώνω
αποβιώνω [ἀποβιώνω] α-πο-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {κυρ. στον αόρ. απεβίω-σε (μτχ. αποβιώ-σας, -σασα, -σαν), αποβιώ-σει} (επίσ.): πεθαίνω: ~σε πλήρης ημερών/πρόωρα/σε ηλικία ... Πβ. εκπνέω. ● Μτχ.: αποβιώσας , ασα, αν: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. νεκρός: οι κληρονόμοι/η σορός του ~σαντος. Διαγραφή ~σάντων από τα μητρώα. ΣΥΝ. (απο)θανών.|| (ως επίθ.) Ο ~ γονέας/συγγενής. ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε βλ. εγχείρηση [< μτγν. ἀποβιῶ]
αποδρώ
αποδρώ [ἀποδρῶ] α-πο-δρώ ρ. (αμτβ.) {απέδρα-σε, αποδρά-σει} 1. δραπετεύω: ~σε από τις φυλακές. Αποπειράθηκε να ~σει με τη βοήθεια συνεργών.|| Ζώο που ~σε από το κλουβί του. ΑΝΤ. φυλακίζομαι.2. (μτφ.) ξεφεύγω, απομακρύνομαι από δυσάρεστη ή μονότονη κατάσταση: ~ στην εξοχή. ~άστε από το άγχος/την καθημερινότητα/τη ρουτίνα! Πβ. το σκάω. ΑΝΤ. εγκλωβίζομαι, παγιδεύομαι. [< 1: μτγν. ἀποδρῶ 2: αγγλ. escape]
αποθνήσκω
αποθνήσκω [ἀποθνήσκω] α-πο-θνή-σκω ρ. (αμτβ.) {απέθανε, αποθάνει, μτχ. αποθαν-ών, -ούσα, -όν} (αρχαιοπρ.): πεθαίνω. ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! βλ. βασιλιάς [< αρχ. ἀποθνῄσκω]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.