Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2160-2180]


  • αθερίνα [ἀθερίνα] α-θε-ρί-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. είδος μικρού και λεπτού ψαριού (επιστ. ονομασ. Atherina hepsetus): νωπή/τηγανητή ~. Βλ. γόπα, μαρίδα. [< μεσν. αθερίνα]
  • αθέριστος , η, ο [ἀθέριστος] α-θέ-ρι-στος επίθ.: που δεν έχει θεριστεί: ~ο: χωράφι. ~α: σπαρτά/στάχυα. ΑΝΤ. θερισμένος. [< μτγν. ἀθέριστος]
  • αθερμικός , ή, ό [ἀθερμικός] α-θερ-μι-κός επίθ. ΦΥΣ. 1. που δεν τον διαπερνά η θερμότητα ή η θερμική ακτινοβολία: ~ή: οροφή. ~ό: κρύσταλλο/παρμπρίζ/τζάμι. 2. που δεν σχετίζεται με αύξηση της θερμοκρασίας: ~ές: αντιδράσεις/επιδράσεις. Βλ. θερμικός. [< γαλλ. athermique, αγγλ. athermic]
  • άθερμος , η, ο [ἄθερμος] ά-θερ-μος επίθ. (λόγ.): που γίνεται ή προκύπτει χωρίς θερμότητα ή θέρμανση: ~ο βιολογικό λάδι ή ελαιόλαδο ψυχρής έκθλιψης (πβ. παρθένο ελαιόλαδο). [< μτγν. ἄθερμος]
  • αθέτηση [ἀθέτηση] α-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} 1. η μη τήρηση, παραβίαση, καταπάτηση, αναίρεση: ~ δέσμευσης/όρκου/σύμβασης/της υπογραφής/χρονοδιαγράμματος. ~ πληρωμών. Αγωγή/καταγγελία για ~ συμβολαίου. Ποινική ρήτρα σε περίπτωση ~ης/ήσεως της συμφωνίας. 2. ΦΙΛΟΛ. η απόρριψη παραδεδομένου κειμένου, τμήματος χειρογράφου ή παπύρου που θεωρείται νόθο: ~ λέξης/χωρίου. ΣΥΝ. εξοβελισμός (2) [< μτγν. ἀθέτησις]
  • αθετώ [ἀθετῶ] α-θε-τώ ρ. (μτβ.) {αθετ-είς ..., -ώντας | αθέτ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. δεν τηρώ, παραβιάζω, αναιρώ: ~ απόφαση/δέσμευση/λόγο/όρκο/όρους. ~ησαν τις προεκλογικές τους εξαγγελίες. ~ησε την υπογραφή του (: δεν τήρησε ενυπόγραφες υποσχέσεις του). Με τις ενέργειές τους ~είται (= καταπατείται) το διεθνές δίκαιο. Τα συμφωνηθέντα ~ήθηκαν. ~ημένες: υποχρεώσεις. ~ημένα: συμβόλαια. ΑΝΤ. κρατώ (8) 2. ΦΙΛΟΛ. απορρίπτω παραδεδομένο κείμενο ή τμήμα χειρογράφου ή παπύρου που θεωρείται νόθο. ΣΥΝ. εξοβελίζω (2) [< μτγν. ἀθετῶ]
  • αθέτωση [ἀθέτωση] α-θέ-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογικό σύνδρομο με ακούσιες, επαναλαμβανόμενες, βραδείες και ασυντόνιστες, ελικοειδείς κινήσεις των άνω κυρ. άκρων: συμπτώματα ~ης (π.χ. ασταθές βάδισμα, ανεξέλεγκτη στάση του σώματος και συσπάσεις του προσώπου). Παιδί με ~. Βλ. αταξία, εγκεφαλική παράλυση. [< γαλλ. athétose, αγγλ. athetosis]
  • αθεώρητος , η, ο [ἀθεώρητος] α-θε-ώ-ρη-τος επίθ. 1. που δεν θεωρήθηκε, δεν ελέγχθηκε από την αρμόδια υπηρεσία, ώστε να καταστεί έγκυρος: ~ος: λογαριασμός. ~η: συνταγή. ~ο: βιβλιάριο/πιστοποιητικό/τιμολόγιο. ~ες: αποδείξεις παροχής υπηρεσιών/(ιατρικές) εξετάσεις/καταστάσεις. ~α: (λογιστικά) βιβλία/παραστατικά. Εκδίδονται ~α μηχανογραφικά έντυπα. Τα εντάλματα πληρωμής επιστράφηκαν ~α. Βλ. ανεπικύρωτος. ΑΝΤ. θεωρημένος 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν γίνεται αντιληπτός με την όραση: (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι φύσει ~. [< 1: γαλλ. non visé, non validé 2: αρχ. ἀθεώρητος]
  • αθηναϊκός , ή, ό [ἀθηναϊκός] α-θη-να-ϊ-κός επίθ. & (σπάν.) αθηναίικος: που σχετίζεται με την Αθήνα ή/και τους Αθηναίους: ~ή: (ΙΣΤ.) δημοκρατία/Συμμαχία/(ΦΙΛΟΛ.) Σχολή. ~ό: Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ). ● ΣΥΜΠΛ.: Αθηναϊκή Τριλογία: τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Εθνικής Βιβλιοθήκης που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας.,Αθηναϊκή Ριβιέρα βλ. ριβιέρα [< αρχ. ἀθηναϊκός]
  • Αθηναίος, Αθηναία [Ἀθηναῖος] Α-θη-ναί-ος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής την Αθήνα. [< αρχ. Ἀθηναῖος]
  • Αθήνησι [Ἀθήνησι] Α-θή-νη-σι (αρχαιοπρ.): στην Αθήνα: το ~ Πανεπιστήμιο (= ΕΚΠΑ). [< αρχ. ἀθήνησι]
  • αθηνοκεντρικός , η, ο [ἀθηνοκεντρικός] α-θη-νο-κε-ντρι-κός επίθ. (συνήθ. αρνητ. συνυπόδ.): που έχει ως σημείο αναφοράς την Αθήνα, το κέντρο λήψης αποφάσεων: ~ή: αντίληψη/πολιτική. ~ό: κράτος. Βλ. -κεντρικός.
  • αθήρι [ἀθήρι] α-θή-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. λευκή ποικιλία σταφυλιού του αιγαιοπελαγίτικου χώρου και ιδ. το κρασί που παράγεται από αυτή. [< μεσν. αθήριν]
  • αθηρογόνος , ος, ο [ἀθηρογόνος] α-θη-ρο-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που συντελεί στη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας: ~ος: δράση/δυσλιπιδαιμία. Βλ. -γόνος.
  • αθηροσκλήρωση [ἀθηροσκλήρωση] α-θη-ρο-σκλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αθηροσκλήρυνση: ΙΑΤΡ. μορφή αρτηριοσκλήρωσης με αθηρωματικό εκφυλισμό του χιτώνα των αρτηριών: Η υπέρταση προκαλεί ~. Βλ. έμφραγμα του μυοκαρδίου. ΣΥΝ. αθηρωμάτωση [< γαλλ. athérosclérose, 1904, αγγλ. atherosclerosis, 1910]
  • αθηροσκληρωτικός , ή, ό [ἀθηροσκληρωτικός] α-θη-ρο-σκλη-ρω-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αθηροσκληρυντικός: ΙΑΤΡ. αθηρωματικός. [< αγγλ. atherosclerotic, 1914]
  • αθήρωμα [ἀθήρωμα] α-θή-ρω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. αθηρωματική πλάκα. Βλ. -ωμα2. [< μτγν. ἀθήρωμα 'στρογγυλό εξόγκωμα που περιέχει υγρό', γαλλ. athérome, αγγλ. atheroma]
  • αθηρωματικός , ή, ό [ἀθηρωματικός] α-θη-ρω-μα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αθηρωματώδης: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο ή προκαλείται από αθήρωμα ή εμφανίζει αθηρωμάτωση: ~ός: δείκτης. ~ή: στένωση. ~ές: αλλοιώσεις.|| (ως ουσ.: πρόσωπο που πάσχει από αθηρωμάτωση). ● ΣΥΜΠΛ.: αθηρωματική πλάκα: ΙΑΤΡ. το στρώμα που δημιουργείται στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών λόγω της μακροχρόνιας εναπόθεσης χοληστερόλης, λίπους, ασβεστίου και άλλων στοιχείων του αίματος. ΣΥΝ. αθήρωμα [< γαλλ. athéromateux]
  • αθηρωμάτωση [ἀθηρωμάτωση] α-θη-ρω-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αθηροσκλήρωση. [< γαλλ. athéromatose]
  • αθησαύριστος , η, ο [ἀθησαύριστος] α-θη-σαύ-ρι-στος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει θησαυριστεί, δεν έχει καταγραφεί ή συλλεγεί: ~ος: (ιστορικός/λαογραφικός) πλούτος. ~ο: έργο/υλικό. ~οι: νεολογισμοί. ~ες: λέξεις/παροιμίες. ~α: δημοτικά τραγούδια/λήμματα (ΑΝΤ. αποθησαυρισμένα). [< αρχ. ἀθησαύριστος]

ανεπικύρωτος

ανεπικύρωτος, η, ο [ἀνεπικύρωτος] α-νε-πι-κύ-ρω-τος επίθ. (επίσ.): που δεν επικυρώθηκε από κάποιον αρμόδιο, ώστε να ισχύει: ~η: απόφαση/φωτοτυπία. ~ο: έγγραφο. Βλ. αθεώρητος, ανυπόγραφος. ΑΝΤ. επικυρωμένος

αταξία

αταξία [ἀταξία] α-τα-ξί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία τάξης, οργάνωσης, ομαλότητας: δημοσιονομική/πολεοδομική ~. Στο δωμάτιο επικρατεί ~ (: ακαταστασία). Ζει σε πλήρη ~ και ανοργανωσιά. Πβ. αναστάτωση, αρρυθμία. 2. {συνήθ. στον πληθ.} παρεκτροπή από την τάξη: παιδικές ~ες. Ο μικρός δεν σταματά να κάνει ~ες στο σχολείο και στο σπίτι/ολοένα σκαρφίζεται καινούργιες ~ες (πβ. σκανταλιές, φάρσες).|| Ερωτικές ~ες (= απιστίες, τσιλημπουρδίσματα). Νεανικές ~ες (= τρέλες).|| Διαχειριστικές/οικονομικές ~ες (= ατασθαλίες). Πβ. παράπτωμα. 3. ΙΑΤΡ. αδυναμία μυϊκού συντονισμού λόγω νευρολογικής βλάβης: κινητική ~. Βλ. εγκεφαλική παράλυση. 4. ΦΥΣ. (αναφέρεται στην κατανομή ατόμων, ενέργειας) απουσία αναγνωρίσιμης και περιγράψιμης κανονικότητας, συμμετρίας: δομική/χημική ~. Πβ. χάος. Βλ. εντροπία. [< αρχ. ἀταξία 3: γαλλ. ataxie, αγγλ. ataxia 4: αγγλ. disorder]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

γόπα

γόπα γό-πα ουσ. (θηλ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. μικρό ψάρι (επιστ. ονομασ. Boops boops) με ασημί πλευρά και κοιλιά, το οποίο ζει κοπαδιαστά στη Μεσόγειο και τον Α. Ατλαντικό. 2. (προφ.) αποτσίγαρο: ~ες από τσιγάρα. [< 1: μτγν. βόωψ, βόαξ]

έμφραγμα

έμφραγμα [ἔμφραγμα] έμ-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. ισχαιμική νέκρωση τμήματος του μυοκαρδίου, που οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας: οξύ ~. Αιτίες (: αθηροκλήρωση, αιμορραγία, εμβολή, σπασμός των στεφανιαίων)/διάγνωση (: με ηλεκτροκαρδιογράφημα)/ενδείξεις (: ακανόνιστος καρδιακός χτύπος, δύσπνοια, εφίδρωση, πόνος στην άνω κοιλιακή χώρα συνήθ. με εμετό, σφίξιμο στο στήθος)/επιπλοκές (: ανεύρυσμα, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, ρήξη θηλοειδών μυών)/θεραπεία (: θρομβολυτικά φάρμακα, μπαλόνι, στεντ)/προδιαθεσικοί παράγοντες (: ηλικία, ιστορικό, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, στρες, υπέρταση) ~ατος. Έπαθε/πέρασε ~. Βλ. ανακοπή, εγκεφαλικό, κολπική μαρμαρυγή. 2. (μτφ.) απότομη διακοπή ή εμπλοκή, συνήθ. εξαιτίας μεγάλης ζήτησης ή συσσώρευσης: ~ στη διάθεση του πετρελαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: έμφραγμα του μυοκαρδίου βλ. μυοκάρδιο, κυκλοφοριακή συμφόρηση βλ. κυκλοφοριακός [< αρχ. ἔμφραγμα ‘φραγμός, εμπόδιο’, γαλλ. infarctus]

θερμικός

θερμικός, ή, ό θερ-μι-κός επίθ.: που έχει σχέση με τη θερμότητα ή λειτουργεί με αυτή: ~ός: έλεγχος. ~ή: αίσθηση/απόδοση/διεργασία/δράση/επεξεργασία/κατεργασία/μόνωση (= θερμομόνωση). ~ό: περιβάλλον. ~ά: πάνελ.|| (ΦΥΣ.) ~ός: συντελεστής. ~ή: αγωγιμότητα/ακτινοβολία/ανάλυση/διάσπαση (= θερμόλυση)/διαστολή/ισχύς. ~ό: κύμα/φαινόμενο/φορτίο. ~ θάνατος του Σύμπαντος.|| (ΧΗΜ.) ~ό: υγρό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: θεραπεία (= θερμοθεραπεία). ~ό: έγκαυμα (: λόγω αύξησης της θερμοκρασίας ή τριβής).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: διακόπτης/εκτυπωτής/κινητήρας/σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος). ~ή: μηχανή (: που μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανική ενέργεια· βλ. θερμοδυναμική)/μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό)/εργοστάσιο. ~ά: αεροπλάνα/ελικόπτερα/λεωφορεία (: που κινούνται με ντίζελ ή φυσικό αέριο). Βλ. ηλιο~.|| (ως ουσ.) Μοτέρ με ~ό προστασίας (πβ. θερμοστάτη). Βλ. αντι~, γεω~, ενδο~, εξω~, εσω~, ηλεκτρο~, ισο~, κυκλο~, ξηρο~, υδρο~. ● επίρρ.: θερμικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα: ισοθερμικά εσώρουχα ή ρούχα. Πβ. θερμοεσώρουχα., θερμική ενέργεια: ΦΥΣ. η κινητική ενέργεια των σωματιδίων. Πβ. θερμότητα., θερμική επαφή: ΦΥΣ. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σωμάτων με διαφορετική θερμοκρασία που έχει ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή θερμότητας., θερμική ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία δεν παρατηρείται ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή, επειδή η θερμοκρασία τους είναι η ίδια., θερμική μόλυνση: ΟΙΚΟΛ. αύξηση της θερμοκρασίας σε θάλασσες, ποταμούς ή λίμνες, η οποία προκαλείται από τη διοχέτευση ανεπεξέργαστων λυμάτων και είναι επιβλαβής για την υδρόβια ζωή. [< αγγλ. thermal pollution, 1966] , θερμικό στρες: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ψυχοσωματικές αλλαγές που προκαλούνται σε ανθρώπους, ή βιολογικές μεταβολές που υφίστανται ζώα και φυτά εξαιτίας έντονου ψύχους ή υπερβολικής ζέστης. [< αγγλ. heat/temperature stress] , θερμικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. που δημιουργείται τις πρώτες πρωινές ή τις μεσημβρινές ώρες λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ στεριάς και θάλασσας., θερμικός θόρυβος: ΦΥΣ. που προκαλείται σε ηλεκτρικό κύκλωμα από την αύξηση της κινητικότητας των ηλεκτρονίων, η οποία οφείλεται στην απορρόφηση θερμότητας., ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, θερμική άνεση βλ. άνεση, θερμική ασπίδα βλ. ασπίδα, θερμική εξάντληση βλ. εξάντληση, θερμική νησίδα βλ. νησίδα, θερμικό σοκ βλ. σοκ, θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί βλ. χαρτί, θερμικός ισημερινός βλ. ισημερινός [< γαλλ. thermique, αγγλ. thermic, thermal]

-κεντρικός

-κεντρικός, ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν ότι τίθεται στο επίκεντρο ή αποτελεί σημείο αναφοράς το α' συνθετικό: αθηνο~/ανθρωπο~/αρχηγο~/βιβλιο~/γνωσιο~/δασκαλο~/εγω~/εθνο~/ελληνο~/ηλιο~/κοινωνιο~/μαθητο~/ομαδο-/πρωθυπουργο~.

ριβιέρα

ριβιέρα ρι-βιέ-ρα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Αθηναϊκή Ριβιέρα: οι νότιες ακτές της Αθήνας που εκτείνονται από τον Φάληρο ως το Σούνιο και βρέχονται από τη θάλασσα του Σαρωνικού. [< ιταλ. riviera ‘παραλία, ακτή’]

-ωμα2

-ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.