αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]
αθλητιατρική [ἀθλητιατρική] α-θλη-τι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με την πρόληψη και θεραπεία των αθλητικών κακώσεων: εφαρμοσμένη/ορθοπαιδική/πειραματική ~. Βλ. -ιατρική. [< αγγλ. sports medicine, 1952]
αθλητιατρικός, ή, ό [ἀθλητιατρικός] α-θλη-τι-α-τρι-κός επίθ. & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρικός: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αθλητιατρική ή τον αθλητίατρο: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση. ~ά: είδη. Βλ. -ιατρικός.
αθλητίατρος [ἀθλητίατρος] α-θλη-τί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (καταχρ.) αθλίατρος : ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικός στην αθλητιατρική: ~ ομάδας. ~ και ορθοπαιδικός. ~οι ειδικευμένοι σε θέματα αναβολικών. Βλ. -ίατρος.
αντιαθλητικός, ή, ό [ἀντιαθλητικός] α-ντι-α-θλη-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στο πνεύμα του αθλητισμού ή δεν αρμόζει σε αθλητή: ~ός: παίκτης (πβ. σκληρός, σκοτώστρα). ~ή: ενέργεια/συμπεριφορά. ~ό: μαρκάρισμα. ● επίρρ.: αντιαθλητικά ● ΣΥΜΠΛ.: αντιαθλητικό φάουλ: (στο μπάσκετ) βίαιο φάουλ που γίνεται πάνω σε επιτιθέμενο παίκτη, το οποίο επιφέρει ως ποινή δύο βολές και κατοχή (της μπάλας) στην ομάδα που το κέρδισε: ανύπαρκτο/αυστηρό ~ ~. Δόθηκε/χρεώθηκε με ~ ~. [< αγγλ. unsporting, unsportsmanlike, γαλλ. antisportif]
βιομηχανική βι-ο-μη-χα-νι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΦΥΣ. εμβιομηχανική. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική βιομηχανική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που εξετάζει τους μηχανισμούς κίνησης των αθλητών, λαμβάνοντας υπόψη τις εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις που δρουν κατά την εκτέλεση μιας άσκησης: εργοφυσιολογία και ~ ~. Βλ. αθλητιατρική, ανθρωπομετρία, βιοκινητική, ηλεκτρομυογραφία. [< αγγλ. biomechanics, 1933] ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
γήπεδο γή-πε-δο ουσ. (ουδ.) {γηπέδ-ου} 1. ΑΘΛ. ειδικά διαμορφωμένος χώρος, στεγασμένος ή μη, συνήθ. με κερκίδες, για τη διεξαγωγή αθλημάτων που παίζονται με μπάλα: ανοιχτό/κλειστό ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/ποδοσφαίρου/τένις/χάντμπολ. Πβ. στάδιο, τερέν. Βλ. αρένα, γυμνασ-, κολυμβη-τήριο.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Πηγαίνω στο ~. Επεισόδια εντός και εκτός ~ου (= αγωνιστικού χώρου). Η βία στα ~α. 2. (συνεκδ.) το σύνολο των θεατών που παρευρίσκονται στη συγκεκριμένη αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα: Ξεσηκώθηκε όλο το ~. 3. (προφ.) ανοιχτή, μη οικοδομημένη έκταση γης. Πβ. αλάνα, οικόπεδο. ● Υποκ.: γηπεδάκι (το) ● Μεγεθ.: γηπεδάρα (η) [< αρχ. γήπεδον ‘κομμάτι γης, οικόπεδο, κήπος’, γαλλ. terrain]
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
δικαστής δι-κα-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {γεν. θηλ. δικαστού· κλητ. δικαστά | (προφ.) θηλ. δικαστίνα} 1. ΝΟΜ. δημόσιος λειτουργός που ασκεί τη δικαστική εξουσία: αδέκαστος/αμερόληπτος/ανώτατος/αρμόδιος/αυστηρός/δίκαιος/διοικητικός/επίορκος/κοινοτικός/ποινικός/πολιτικός/στρατιωτικός ~. ~ ανηλίκων. Εισηγητής ~. Διορισμός ~ή. Η ακεραιότητα/ανεξαρτησία/ευθυκρισία/το κύρος του ~ή. Ο εναγόμενος θα εμφανιστεί σήμερα ενώπιον του ~ή. Ο προεδρεύων ~. ~ές και ένορκοι. Οι ~ές (= το δικαστήριο) τον αθώωσαν. Εθνική Σχολή ~ών. Ένωση Eλλήνων ~ών και Εισαγγελέων. Πβ. δικαστικός. Βλ. αρχι~, ευρω~. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) κριτής: ~ των πράξεων/της συμπεριφοράς (κάποιου). Αυτόκλητος ~ των πάντων (πβ. τιμητής). Με ύφος ~ή (= επικριτικό, σοβαρό, αυστηρό). Βλ. τηλε~. ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητικός δικαστής: ΝΟΜ. που επιβάλλει ποινές για πειθαρχικά παραπτώματα σε αθλητικά σωματεία, παράγοντες και αθλητές., τακτικός δικαστής: ΝΟΜ. που ασκεί τη δικαστική εξουσία ως κύριο έργο. Βλ. ένορκος., φυσικός δικαστής: ΝΟΜ. που ορίζεται από τον νόμο πριν και ανεξάρτητα από την εκδίκαση συγκεκριμένης υπόθεσης. [< αρχ. δικαστής, μτγν. δικάστρια, πβ. αγγλ. dicast, γαλλ. juge]
-ιατρική: το ουσιαστικό ιατρική ως β’ συνθετικό για τη δήλωση επιμέρους κλάδων: αθλητ~/γηρ~/κτην~/οδοντ~/οφθαλμ~ (= οφθαλμο-λογία)/παιδ~/φυσ~/ψυχ~.
-ιατρικός, ή, ό: το επίθετο ιατρικός ως β’ συνθετικό: αθλητ~/κτην~/οδοντ~/παιδ~/φυσ~.
-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.
ναυτικός ναυ-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΑΥΤ. πρόσωπο που εργάζεται σε πλοίο ως αξιωματικός ή ως μέλος πληρώματος. Πβ. θαλασσινός, ναυτεργάτης, ναύτης. ΣΥΝ. ναυτιλλόμενος [< αρχ. ναυτικός]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-πρεπής, ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.
σπορ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. κάθε είδους αθλητικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, που συνδυάζει άσκηση και ψυχαγωγία: μοναχικό ~. Καλοκαιρινά/μηχανοκίνητα (: ράλι, φόρμουλα)/περιπετειώδη/χειμερινά ~. ~ του αέρα/του νερού (= υδάτινα ~).|| Ο βασιλιάς των ~ (= το ποδόσφαιρο). Πβ. άθλημα. ΣΥΝ. αθλοπαιδιά 2. (ως επίθ., για ρουχισμό και υπόδηση) που έχει σχεδιαστεί για ανεπίσημες ή εξωτερικές, συνήθ. υπαίθριες, δραστηριότητες: ~ εμφάνιση. ~ λουκ/ντύσιμο. Πβ. κάζουαλ, καθημερινός. Βλ. απλός. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικό σπορ: άθλημα με το οποίο ασχολούνται συστηματικά και παραδοσιακά οι κάτοικοι μιας χώρας. || (μτφ.-ειρων.) Η φοροδιαφυγή έχει καταντήσει ~ ~ των ..., θαλάσσια σπορ/αθλήματα: κάθε είδους αθλητικό παιχνίδι, αγωνιστικό ή ψυχαγωγικό, που διεξάγεται κυρ. σε θάλασσα: Σέρφινγκ και θαλάσσιο σκι μονοπωλούν τα ~ ~. Κέντρο ~ων ~/αθλημάτων. Βλ. ράφτινγκ., σπορ αυτοκίνητο: που διαθέτει αγωνιστικά χαρακτηριστικά, δηλ. αεροδυναμικό στιλ και ανάλογες επιδόσεις., σπορ επαφής: ΑΘΛ. άθλημα (ποδόσφαιρο, χόκεϊ, πυγμαχία) που περιλαμβάνει φυσική επαφή μεταξύ των συμμετεχόντων αθλητών. [< αμερικ. contact sport, 1949] , ακραία αθλήματα βλ. άθλημα [< αγγλ.-γαλλ. sport]
τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]
τριχοφυτία τρι-χο-φυ-τί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δερματική λοίμωξη που οφείλεται στα τριχόφυτα, προκαλεί κνησμό και είναι μεταδοτική. Βλ. πόδι του αθλητή. [< γαλλ. trichophytie, αγγλ. trichophytosis]
φυσική φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Φ): ΦΥΣ. επιστήμη που μελετά την ύλη, τον χώρο, τον χρόνο και την ενέργεια, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ατμοσφαιρική (= ~ της ατμόσφαιρας)/ατομική/βιολογική/εφαρμοσμένη/ηλιακή/θεωρητική/κβαντική/κλασική/πειραματική/υπολογιστική ~. ~ περιβάλλοντος/πολυμερών/υλικών/υψηλών ενεργειών/του χάους. Αξιώματα/θεωρίες/νόμοι της ~ής. Εργαστήριο/Νόμπελ/πειράματα ~ής. Βλ. αστρο~, βιο~, γεω~, μετα~, μικρο~, ραδιο~, ψυχο~, ακουστική, δυναμική, ηλεκτρονική, κινητική, κυματική, μηχανική, οπτική, φωτονική, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, ραδιολογία, ρεολογία, θετικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρική φυσική: κλάδος που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό και τις εφαρμογές της στη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Πβ. ακτινοφυσική. [< αγγλ. medical physics] , αστροσωματιδιακή φυσική βλ. αστροσωματιδιακός, πυρηνική φυσική βλ. πυρηνικός, στατιστική φυσική βλ. στατιστικός [< αρχ. φυσική, γαλλ. physique, αγγλ. physics]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ