Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2180-2200]


  • αθιγγανικός , ή, ό [ἀθιγγανικός] α-θιγ-γα-νι-κός επίθ. (λόγ.): τσιγγάνικος.
  • αθίγγανος, αθίγγανη [ἀθίγγανος] α-θίγ-γα-νος επίθ./ουσ. & αθιγγανίδα (επίσ.): τσιγγάνος. [< μεσν. αθίγγανος]
  • άθικτος , η, ο [ἄθικτος] ά-θι-κτος επίθ. & (προφ.) άθιχτος 1. που δεν τον έχουν αγγίξει ή χρησιμοποιήσει: Το κεφάλαιο των καταθέσεων παραμένει ~ο (= ακέραιο). Το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε ~ο (= ανέπαφο, απείραχτο). Πωλείται ~η τηλεόραση (: καινούργια, αμεταχείριστη) μέσα στο κουτί της. Τα γλυκά έμειναν όλα ~α (: αφάγωτα). ΣΥΝ. ανέγγιχτος (2) 2. (μτφ.) που δεν έχει φθαρεί, δεν έχει υποστεί (υλική ή ηθική) βλάβη ή αλλαγή: ~η: μνήμη (: άφθαρτη). ~ο: μνημείο/(φυσικό) περιβάλλον/τοπίο. ~α: προνόμια. Ο κορμός του διοικητικού συμβουλίου/της κυβέρνησης παραμένει ~. Διατήρησε ~ο (= αλώβητο) το επιστημονικό και ηθικό του κύρος. Κτίρια ~α από τους βομβαρδισμούς/τον σεισμό. 3. (μτφ.) που δεν το έθιξε, δεν αναφέρθηκε σε αυτό κανείς: Το ζήτημα/θέμα/πρόβλημα (παρ)έμεινε ~ο. [< αρχ. ἄθικτος]
  • άθλημα [ἄθλημα] ά-θλη-μα ουσ. (ουδ.) {αθλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σωματική κυρ. δραστηριότητα ή συνήθ. αγώνισμα με κανόνες, που στοχεύει στην επίτευξη καλύτερων επιδόσεων, στην εκγύμναση του σώματος ή/και την ψυχαγωγία: ακριβό (π.χ. αερομοντελισμός)/ατομικό/δημοφιλές/λαϊκό/ομαδικό/(παρα)ολυμπιακό/πνευματικό (βλ. μπριτζ)/ριψοκίνδυνο/χειμερινό ~. Αγωνιστικά/ψυχαγωγικά ~ατα. ~ατα δράσης/στίβου. Ομοσπονδίες ~άτων. Ασκούμαι σε/ασχολούμαι με/διαπρέπω σε/καλλιεργώ ένα ~. Βλ. πρωτ~.|| (μτφ. για κάτι αρνητικό που έχει ευρύτατη διάδοση) Εθνικό ~. Πβ. σπορ. 2. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) υψηλή και δύσκολη επιδίωξη, κατόρθωμα: το ~ της αρετής/της ελευθερίας. Αντιμετωπίζει τη συνεχή κοινωνική προσφορά ως ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ακραία αθλήματα & εξτρίμ σπορ: επικίνδυνες και θεαματικές αθλητικές δραστηριότητες που απαιτούν έντονη σωματική προσπάθεια: ~ ~ στον αέρα (πβ. αεράθλημα)/στο νερό. Τα ~ ~ ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη. [< αγγλ. extreme sports, 1989] , ευγενές άθλημα: άθλημα ή ενασχόληση που καλλιεργεί το ήθος ή/και το πνεύμα: Το ~ ~ του γκολφ/του σκακιού.|| (μτφ.-ειρων.) το ~ ~ της κερδοσκοπίας/του τζόγου., θαλάσσια σπορ/αθλήματα βλ. σπορ, ναυτικά αθλήματα/αγωνίσματα βλ. ναυτικός [< 1: αρχ. ἄθλημα, αγγλ.-γαλλ. sport 2: μτγν. ἄθλημα]
  • άθληση [ἄθληση] ά-θλη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} 1. ενασχόληση με τον αθλητισμό, με ένα ή περισσότερα αθλήματα, γυμναστική: αεροβική/ομαδική/σχολική/σωματική/τακτική ~. ~ για όλους/στην ύπαιθρο/στη φύση. ~ και αναψυχή/υγεία/ψυχαγωγία. Ιατρική (= αθλητιατρική)/κέντρα/χώροι ~ης. Η καθημερινή ~ συμβάλλει στη μακροζωία. Πβ. εκγύμναση, γύμνασμα. 2. (μτφ.-λόγ.) επίπονη διανοητική και ψυχική κυρ. προσπάθεια ή δοκιμασία για την επίτευξη ορισμένου στόχου: ηθική ~. Η επιστημονική έρευνα/καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια συνεχής πνευματική ~. [< μτγν. ἄθλησις]
  • αθλητής, αθλήτρια [ἀθλητής] α-θλη-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που αθλείται συστηματικά, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά: βετεράνος/κορυφαίος ~. ~ της (ενόργανης ή ~τρια ρυθμικής) γυμναστικής/κολύμβησης/πάλης/ποδηλασίας/του στίβου. ~ές με αναπηρία/παγκοσμίου επιπέδου. Βράβευση/επιδόσεις/κατάταξη/μεταγραφές/προπόνηση ~ών/~τριών. Ανακηρύχθηκε ~ της χρονιάς. ~ές που διακρίθηκαν/κατέκτησαν μετάλλια/κατέλαβαν την πρώτη θέση στους (Παρα)ολυμπιακούς Αγώνες. Οι ~ές αγωνίζονται/συμμετέχουν σε αγώνες. Επιλογή/κλήρωση ~ών για έλεγχο ντόπινγκ. Βλ. αερ~, δεκ~, πρωτ~, συν~, τριτ~, υπερ~, επταθλήτρια. 2. (μτφ.-λόγ.) πρόσωπο που έχει αναλάβει δύσκολο πνευματικό ή/και ψυχικό αγώνα: ~ της ζωής/του πνεύματος/της χριστιανικής πίστης. Πβ. μαχητής. ● ΣΥΜΠΛ.: πόδι του αθλητή (προφ.): ΙΑΤΡ. μυκητίαση του ποδιού. Βλ. τριχοφυτία. [< γαλλ. pied d'athlète, αγγλ. athlete's foot, 1928] [< 1: αρχ. ἀθλητής, γαλλ. athlète, αγγλ. athlete, γερμ. Athlet 2: μτγν. ἀθλητής]
  • αθλητιατρική [ἀθλητιατρική] α-θλη-τι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με την πρόληψη και θεραπεία των αθλητικών κακώσεων: εφαρμοσμένη/ορθοπαιδική/πειραματική ~. Βλ. -ιατρική. [< αγγλ. sports medicine, 1952]
  • αθλητιατρικός , ή, ό [ἀθλητιατρικός] α-θλη-τι-α-τρι-κός επίθ. & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρικός: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αθλητιατρική ή τον αθλητίατρο: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση. ~ά: είδη. Βλ. -ιατρικός.
  • αθλητίατρος [ἀθλητίατρος] α-θλη-τί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (καταχρ.) αθλίατρος : ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικός στην αθλητιατρική: ~ ομάδας. ~ και ορθοπαιδικός. ~οι ειδικευμένοι σε θέματα αναβολικών. Βλ. -ίατρος.
  • αθλητικογραφία [ἀθλητικογραφία] α-θλη-τι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. η περιγραφή, η ανάλυση και ο σχολιασμός αθλητικών γεγονότων και θεμάτων. Βλ. αθλητικό ρεπορτάζ, -γραφία.
  • αθλητικογράφος [ἀθλητικογράφος] α-θλη-τι-κο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): δημοσιογράφος που περιγράφει, σχολιάζει και αναλύει αθλητικά γεγονότα και θέματα, αθλητικός συντάκτης. Βλ. -γράφος, σπορτκάστερ. [< αγγλ. sportswriter, 1927]
  • αθλητικός , ή, ό [ἀθλητικός] α-θλη-τι-κός επίθ. 1. ΑΘΛ. που αναφέρεται στον αθλητή, τον αθλητισμό ή την άθληση: ~ός: αγώνας/ανταποκριτής/δημοσιογράφος (πβ. σπορτκάστερ)/διαιτολόγος/εισαγγελέας/κόσμος/νόμος/οργανισμός/παράγοντας/στίβος/στοιχηματισμός/σύλλογος/σύνδεσμος/φανατισμός (πβ. χουλιγκανισμός)/φορέας/χορός (βλ. καλλιτεχνικό πατινάζ, συγχρονισμένη κολύμβηση)/χώρος (βλ. γήπεδο, στάδιο)/ψυχολόγος. ~ή: απόδοση/δικαιοσύνη/διοργάνωση/εκπαίδευση/εκπομπή/ένωση/επικαιρότητα/επιστήμη (βλ. φυσική αγωγή)/επιτροπή/λέσχη/ομοσπονδία/παιδαγωγική/παιδεία/συνάντηση/φιέστα/φόρμα/ψυχολογία. ~ό: γεγονός/δελτίο/δίκαιο/ήθος/κέντρο/παιχνίδι/πρόγραμμα/ρεπορτάζ/στοίχημα/σχολείο/σωματείο/τμήμα/φανελάκι. ~ές: ασκήσεις (βλ. γυμναστική)/δραστηριότητες. ~ά: βραβεία/είδη/νέα/όργανα/παπούτσια/ρούχα/ταλέντα. Βλ. αερ~, αντι~, εξω~, ναυτ~. 2. που είναι δυνατός και μυώδης, που έχει την εμφάνιση και τις συνήθειες αθλητή: ~ή: κορμοστασιά. ~ό: παράστημα/σώμα (= γυμνασμένο, ΑΝΤ. αγύμναστο). Εμφανίσιμος και ~. Πβ. γεροδεμένος. ● Ουσ.: αθλητικά (τα) 1. ειδήσεις που αφορούν τον αθλητισμό: Παρακολουθώ ~ στην τηλεόραση. 2. (προφ.) αθλητικά παπούτσια: Φορώ ~. ● επίρρ.: αθλητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά: ΙΑΤΡ. υπερτροφία της καρδιάς που οφείλεται σε μακροχρόνια άσκηση: Το σύνδρομο της ~ής ~άς., αθλητικό ιδεώδες: το να αγωνίζεται ο αθλητής για τη νίκη, προτάσσοντας τον σεβασμό στον αντίπαλο και την αρμονική ανάπτυξη σώματος και ψυχής: Το ~ ~ του ολυμπισμού. Η εμπορευματοποίηση/το ντόπινγκ αλλοιώνει το γνήσιο ~ ~. Πβ. ευ αγωνίζεσθαι. Βλ. αντιαθλητικός., αθλητικό πνεύμα: ευγενής άμιλλα, αναγνώριση του καλύτερου και ικανότερου στον αθλητισμό: Η χρήση απαγορευμένων ουσιών είναι αντίθετη με το ~ ~., αθλητικός τύπος 1. γεροδεμένο άτομο: Μυώδης και ~ ~. 2. {μόνο στον εν.} αθλητικές εφημερίδες και περιοδικά., αθλητική βιομηχανική βλ. βιομηχανική, αθλητικός δικαστής βλ. δικαστής, αθλητικός τουρισμός βλ. τουρισμός, φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή βλ. αγωγή [< 1: αρχ. ἀθλητικός, αγγλ. athletic 2: γαλλ. athlétique]
  • αθλητικότητα [ἀθλητικότητα] α-θλη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αθλητικού· αθλητικό πνεύμα: ~, δύναμη, αντοχή και επιδεξιότητα.|| Η ~ του αγώνα/της ομάδας. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. sportivité, 1898]
  • αθλητισμός [ἀθλητισμός] α-θλη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/λαϊκός/μαζικός/σχολικός/χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]
  • αθλητοπρέπεια [ἀθλητοπρέπεια] α-θλη-το-πρέ-πει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ., κυρ. στην Κύπρο): συμπεριφορά και ήθος που αρμόζουν σε αθλητή και προάγουν το αθλητικό πνεύμα.
  • αθλητοπρεπής , ής, ές [ἀθλητοπρεπής] α-θλη-το-πρε-πής επίθ. (επίσ., κυρ. στην Κύπρο): που τον διακρίνει αθλητοπρέπεια: ~ής: συμπεριφορά. Βλ. -πρεπής.
  • αθλιατρική βλ. αθλητιατρική
  • αθλιατρικός βλ. αθλητιατρικός
  • αθλίατρος βλ. αθλητίατρος
  • άθλιος , α, ο [ἄθλιος] ά-θλι-ος επίθ. 1. που βρίσκεται σε κακή κατάσταση ή είναι κακής ποιότητας και κατ' επέκτ. προκαλεί οίκτο ή αποστροφή: ~ος: δρόμος/καιρός (= απαίσιος, άσχημος). ~α: αμοιβή/διοργάνωση/εμφάνιση/ζωή (= αξιολύπητη, μίζερη, ταλαίπωρη)/οικονομία/συνοικία/ταινία (= απαράδεκτη, θλιβερή). ~ο: έργο. ~ες: συνθήκες εργασίας/ζωής. ~α: νοσοκομεία. Κτίρια που βρίσκονται σε ~α κατάσταση. 2. που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα ή κακοήθεια, φαύλος: ~ος: χαρακτήρας (ΣΥΝ. αχρείος, ελεεινός, τιποτένιος). ~α: επίθεση/συμπεριφορά. ~ο: άρθρο/υποκείμενο. ~ες: μεθοδεύσεις. Δεν υπέκυψε στους ~ους εκβιασμούς τους. Γελοιοποιεί τους συναδέλφους του με τον ~ότερο τρόπο. Βλ. παν~, τρισ~. ● επίρρ.: άθλια & (λόγ.) αθλίως [< αρχ. ἄθλιος]

αγωγή

αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]

αθλητιατρική

αθλητιατρική [ἀθλητιατρική] α-θλη-τι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με την πρόληψη και θεραπεία των αθλητικών κακώσεων: εφαρμοσμένη/ορθοπαιδική/πειραματική ~. Βλ. -ιατρική. [< αγγλ. sports medicine, 1952]

αθλητιατρικός

αθλητιατρικός, ή, ό [ἀθλητιατρικός] α-θλη-τι-α-τρι-κός επίθ. & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρικός: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αθλητιατρική ή τον αθλητίατρο: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση. ~ά: είδη. Βλ. -ιατρικός.

αθλητίατρος

αθλητίατρος [ἀθλητίατρος] α-θλη-τί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (καταχρ.) αθλίατρος : ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικός στην αθλητιατρική: ~ ομάδας. ~ και ορθοπαιδικός. ~οι ειδικευμένοι σε θέματα αναβολικών. Βλ. -ίατρος.

αντιαθλητικός

αντιαθλητικός, ή, ό [ἀντιαθλητικός] α-ντι-α-θλη-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στο πνεύμα του αθλητισμού ή δεν αρμόζει σε αθλητή: ~ός: παίκτης (πβ. σκληρός, σκοτώστρα). ~ή: ενέργεια/συμπεριφορά. ~ό: μαρκάρισμα. ● επίρρ.: αντιαθλητικά ● ΣΥΜΠΛ.: αντιαθλητικό φάουλ: (στο μπάσκετ) βίαιο φάουλ που γίνεται πάνω σε επιτιθέμενο παίκτη, το οποίο επιφέρει ως ποινή δύο βολές και κατοχή (της μπάλας) στην ομάδα που το κέρδισε: ανύπαρκτο/αυστηρό ~ ~. Δόθηκε/χρεώθηκε με ~ ~. [< αγγλ. unsporting, unsportsmanlike, γαλλ. antisportif]

βιομηχανική

βιομηχανική βι-ο-μη-χα-νι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΦΥΣ. εμβιομηχανική. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική βιομηχανική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που εξετάζει τους μηχανισμούς κίνησης των αθλητών, λαμβάνοντας υπόψη τις εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις που δρουν κατά την εκτέλεση μιας άσκησης: εργοφυσιολογία και ~ ~. Βλ. αθλητιατρική, ανθρωπομετρία, βιοκινητική, ηλεκτρομυογραφία. [< αγγλ. biomechanics, 1933] ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

γήπεδο

γήπεδο γή-πε-δο ουσ. (ουδ.) {γηπέδ-ου} 1. ΑΘΛ. ειδικά διαμορφωμένος χώρος, στεγασμένος ή μη, συνήθ. με κερκίδες, για τη διεξαγωγή αθλημάτων που παίζονται με μπάλα: ανοιχτό/κλειστό ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/ποδοσφαίρου/τένις/χάντμπολ. Πβ. στάδιο, τερέν. Βλ. αρένα, γυμνασ-, κολυμβη-τήριο.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Πηγαίνω στο ~. Επεισόδια εντός και εκτός ~ου (= αγωνιστικού χώρου). Η βία στα ~α. 2. (συνεκδ.) το σύνολο των θεατών που παρευρίσκονται στη συγκεκριμένη αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα: Ξεσηκώθηκε όλο το ~. 3. (προφ.) ανοιχτή, μη οικοδομημένη έκταση γης. Πβ. αλάνα, οικόπεδο. ● Υποκ.: γηπεδάκι (το) ● Μεγεθ.: γηπεδάρα (η) [< αρχ. γήπεδον ‘κομμάτι γης, οικόπεδο, κήπος’, γαλλ. terrain]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

δικαστής

δικαστής δι-κα-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {γεν. θηλ. δικαστού· κλητ. δικαστά | (προφ.) θηλ. δικαστίνα} 1. ΝΟΜ. δημόσιος λειτουργός που ασκεί τη δικαστική εξουσία: αδέκαστος/αμερόληπτος/ανώτατος/αρμόδιος/αυστηρός/δίκαιος/διοικητικός/επίορκος/κοινοτικός/ποινικός/πολιτικός/στρατιωτικός ~. ~ ανηλίκων. Εισηγητής ~. Διορισμός ~ή. Η ακεραιότητα/ανεξαρτησία/ευθυκρισία/το κύρος του ~ή. Ο εναγόμενος θα εμφανιστεί σήμερα ενώπιον του ~ή. Ο προεδρεύων ~. ~ές και ένορκοι. Οι ~ές (= το δικαστήριο) τον αθώωσαν. Εθνική Σχολή ~ών. Ένωση Eλλήνων ~ών και Εισαγγελέων. Πβ. δικαστικός. Βλ. αρχι~, ευρω~. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) κριτής: ~ των πράξεων/της συμπεριφοράς (κάποιου). Αυτόκλητος ~ των πάντων (πβ. τιμητής). Με ύφος ~ή (= επικριτικό, σοβαρό, αυστηρό). Βλ. τηλε~. ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητικός δικαστής: ΝΟΜ. που επιβάλλει ποινές για πειθαρχικά παραπτώματα σε αθλητικά σωματεία, παράγοντες και αθλητές., τακτικός δικαστής: ΝΟΜ. που ασκεί τη δικαστική εξουσία ως κύριο έργο. Βλ. ένορκος., φυσικός δικαστής: ΝΟΜ. που ορίζεται από τον νόμο πριν και ανεξάρτητα από την εκδίκαση συγκεκριμένης υπόθεσης. [< αρχ. δικαστής, μτγν. δικάστρια, πβ. αγγλ. dicast, γαλλ. juge]

-ιατρική

-ιατρική: το ουσιαστικό ιατρική ως β’ συνθετικό για τη δήλωση επιμέρους κλάδων: αθλητ~/γηρ~/κτην~/οδοντ~/οφθαλμ~ (= οφθαλμο-λογία)/παιδ~/φυσ~/ψυχ~.

-ιατρικός

-ιατρικός, ή, ό: το επίθετο ιατρικός ως β’ συνθετικό: αθλητ~/κτην~/οδοντ~/παιδ~/φυσ~.

-ίατρος

-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.

ναυτικός

ναυτικός ναυ-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΑΥΤ. πρόσωπο που εργάζεται σε πλοίο ως αξιωματικός ή ως μέλος πληρώματος. Πβ. θαλασσινός, ναυτεργάτης, ναύτης. ΣΥΝ. ναυτιλλόμενος [< αρχ. ναυτικός]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-πρεπής

-πρεπής, ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.

σπορ

σπορ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. κάθε είδους αθλητικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, που συνδυάζει άσκηση και ψυχαγωγία: μοναχικό ~. Καλοκαιρινά/μηχανοκίνητα (: ράλι, φόρμουλα)/περιπετειώδη/χειμερινά ~. ~ του αέρα/του νερού (= υδάτινα ~).|| Ο βασιλιάς των ~ (= το ποδόσφαιρο). Πβ. άθλημα. ΣΥΝ. αθλοπαιδιά 2. (ως επίθ., για ρουχισμό και υπόδηση) που έχει σχεδιαστεί για ανεπίσημες ή εξωτερικές, συνήθ. υπαίθριες, δραστηριότητες: ~ εμφάνιση. ~ λουκ/ντύσιμο. Πβ. κάζουαλ, καθημερινός. Βλ. απλός. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικό σπορ: άθλημα με το οποίο ασχολούνται συστηματικά και παραδοσιακά οι κάτοικοι μιας χώρας. || (μτφ.-ειρων.) Η φοροδιαφυγή έχει καταντήσει ~ ~ των ..., θαλάσσια σπορ/αθλήματα: κάθε είδους αθλητικό παιχνίδι, αγωνιστικό ή ψυχαγωγικό, που διεξάγεται κυρ. σε θάλασσα: Σέρφινγκ και θαλάσσιο σκι μονοπωλούν τα ~ ~. Κέντρο ~ων ~/αθλημάτων. Βλ. ράφτινγκ., σπορ αυτοκίνητο: που διαθέτει αγωνιστικά χαρακτηριστικά, δηλ. αεροδυναμικό στιλ και ανάλογες επιδόσεις., σπορ επαφής: ΑΘΛ. άθλημα (ποδόσφαιρο, χόκεϊ, πυγμαχία) που περιλαμβάνει φυσική επαφή μεταξύ των συμμετεχόντων αθλητών. [< αμερικ. contact sport, 1949] , ακραία αθλήματα βλ. άθλημα [< αγγλ.-γαλλ. sport]

τουρισμός

τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]

τριχοφυτία

τριχοφυτία τρι-χο-φυ-τί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δερματική λοίμωξη που οφείλεται στα τριχόφυτα, προκαλεί κνησμό και είναι μεταδοτική. Βλ. πόδι του αθλητή. [< γαλλ. trichophytie, αγγλ. trichophytosis]

φυσική

φυσική φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Φ): ΦΥΣ. επιστήμη που μελετά την ύλη, τον χώρο, τον χρόνο και την ενέργεια, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ατμοσφαιρική (= ~ της ατμόσφαιρας)/ατομική/βιολογική/εφαρμοσμένη/ηλιακή/θεωρητική/κβαντική/κλασική/πειραματική/υπολογιστική ~. ~ περιβάλλοντος/πολυμερών/υλικών/υψηλών ενεργειών/του χάους. Αξιώματα/θεωρίες/νόμοι της ~ής. Εργαστήριο/Νόμπελ/πειράματα ~ής. Βλ. αστρο~, βιο~, γεω~, μετα~, μικρο~, ραδιο~, ψυχο~, ακουστική, δυναμική, ηλεκτρονική, κινητική, κυματική, μηχανική, οπτική, φωτονική, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, ραδιολογία, ρεολογία, θετικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρική φυσική: κλάδος που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό και τις εφαρμογές της στη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Πβ. ακτινοφυσική. [< αγγλ. medical physics] , αστροσωματιδιακή φυσική βλ. αστροσωματιδιακός, πυρηνική φυσική βλ. πυρηνικός, στατιστική φυσική βλ. στατιστικός [< αρχ. φυσική, γαλλ. physique, αγγλ. physics]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.