-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~. 2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.
εκ [ἐκ] πρόθ. (εκ πριν από σύμφωνο, εξ πριν από φωνήεν): (+ γεν.) για δήλωση προέλευσης, τόπου, χρόνου, αιτίας· από: δικηγόρος εξ Αθηνών. Οδηγία ~ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία βλ. αγχιστεία, (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος βλ. αίμα, από αβλεψία βλ. αβλεψία, από αμέλεια βλ. αμέλεια, από ένστικτο βλ. ένστικτο, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, από το αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, από/με πρόθεση βλ. πρόθεση, εκ βαθέων βλ. βαθύς, εκ βάθρων βλ. βάθρο, εκ γενετής βλ. γενετή, εκ δεξιών βλ. δεξιός, εκ διαμέτρου αντίθετος βλ. διάμετρος, εκ θεμελίων βλ. θεμέλιο, εκ μέρους/από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, εκ νέου βλ. νέος, εκ παραδρομής βλ. παραδρομή, εκ πείρας βλ. πείρα, εκ πεποιθήσεως βλ. πεποίθηση, εκ περιτροπής βλ. περιτροπή, εκ προμελέτης βλ. προμελέτη, εκ προοιμίου βλ. προοίμιο, εκ πρώτης όψεως/όψης βλ. όψη, εκ συστήματος/κατά σύστημα βλ. σύστημα, εκ του ασφαλούς βλ. ασφαλής, εκ του αφανούς βλ. αφανής, εκ του μακρόθεν βλ. μακρόθεν, εκ του μη όντος βλ. ον, εκ του νόμου βλ. νόμος, εκ του πλησίον βλ. πλησίον, εκ του πονηρού βλ. πονηρός, εκ του προχείρου βλ. πρόχειρος, εκ του σύνεγγυς βλ. σύνεγγυς, εκ του συστάδην βλ. συστάδην, εκ του φυσικού βλ. φυσικός, εκ των ενόντων βλ. ενόντων, εκ των έσω/ένδον βλ. ένδον, εκ των πραγμάτων βλ. πράγμα, εκ των προτέρων βλ. πρότερος, εκ των υστέρων βλ. ύστερος, εκ των ων ουκ άνευ βλ. ος, η, ο, εκ φύσεως βλ. φύση, εκ/από Θεού βλ. θεός, εξ αδιαθέτου βλ. αδιάθετος, εξ αδιαιρέτου βλ. αδιαίρετος, εξ ακοής βλ. ακοή, εξ ακοής μαρτυρία βλ. ακοή, εξ Ανατολών βλ. ανατολή, εξ αντανακλάσεως βλ. αντανάκλαση, εξ αντικειμένου βλ. αντικείμενο, εξ απαλών ονύχων βλ. απαλός, εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. απόσταση, εξ απροόπτου βλ. απρόοπτος, εξ αριστερών βλ. αριστερός, εξ επαγγέλματος βλ. επάγγελμα, εξ επαφής βλ. επαφή, εξ ευωνύμων βλ. ευώνυμος, εξ εφόδου βλ. έφοδος, εξ ημισείας βλ. ήμισυς, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, εξ ολοκλήρου βλ. ολόκληρος, εξ ονόματος βλ. όνομα, εξ όνυχος τον λέοντα βλ. όνυχας1, εξ ορισμού βλ. ορισμός, εξ ου/εξού και βλ. ος, η, ο, εξ όψεως βλ. όψη, εξ υπαμοιβής βλ. υπαμοιβή, εξ υπαρχής βλ. υπαρχή, εξ υποκειμένου βλ. υποκείμενο, κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης βλ. ανάγκη, κατά λάθος βλ. λάθος, ως εκ τούτου βλ. τούτος [< αρχ. ἐκ, ἐξ]
εξτρεμιστής [ἐξτρεμιστής] εξ-τρε-μι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εξτρεμίστρια}: πρόσωπο που υιοθετεί ακραίες απόψεις ή/και προβαίνει σε αντίστοιχες ενέργειες: κουκουλοφόρος/φανατικός ~. Θρησκευτικοί ~ές.|| (ως επίθ.) ~ές: μουσουλμάνοι. [< γαλλ. extrémiste, 1911] ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
οντισιόν [ὀντισιόν] ο-ντι-σιόν ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: δοκιμαστική ακρόαση προσώπων, κυρ. καλλιτεχνών, και επιλογή των καταλληλότερων για συμμετοχή σε καλλιτεχνική παραγωγή: Επιλέχθηκε για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αφού πέρασε/ύστερα από ~. Ξεκίνησαν οι ~ για ... Τον κάλεσαν σε ~. Πβ. κάστινγκ. [< γαλλ. audition]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ