Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2760-2780]


  • ακροαματικός , ή, ό [ἀκροαματικός] α-κρο-α-μα-τι-κός επίθ. 1. που προορίζεται ή προσφέρεται για ακρόαση: ~ή: διδασκαλία. ~ά: έργα. Οι δικανικοί λόγοι είναι κατεξοχήν ~οί. 2. που σχετίζεται με το ακρόαμα: ~ές: απολαύσεις/εμπειρίες. Οι ~ές προτιμήσεις του κοινού. ● ΣΥΜΠΛ.: ακροαματική διαδικασία 1. ΝΟΜ. εκδίκαση υπόθεσης ενώπιον δικαστηρίου (ακροατηρίου) κατά την οποία εξετάζονται οι διάδικοι, ακούγονται οι αγορεύσεις των συνηγόρων και ανακοινώνεται η απόφαση: Η κατηγορία κατέρρευσε κατά την ~ ~. 2. (γενικότ.) νομική διαδικασία που γίνεται ενώπιον επιτροπής, κατά την οποία παρουσιάζονται αποδεικτικά στοιχεία και επιχειρήματα για την επίλυση κάποιου αντικειμενικού ή νομικού ζητήματος: προδικαστικές ~ές ~ες από στρατιωτικές επιτροπές. [< γερμ. Anhör(ungs)verfahren] [< μτγν. ἀκροαματικός ‘ικανός να προσέχει’, μτγν. ἀκροατικός ‘κατάλληλος για ακρόαση’]
  • ακροαματικότητα [ἀκροαματικότητα] α-κρο-α-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): το ποσοστό των ακροατών ή, καταχρ., τηλεθεατών που παρακολουθεί μια ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή ή σταθμό, αντιστοίχως: υψηλή/χαμηλή ~. Πρώτος σε ~ ραδιοσταθμός. Αποτελέσματα/δείκτης/ζώνες/μέτρηση/ποσοστό ~ας. Ανεβάζω/διπλασιάζω την ~. Έπεσε η ~ του καναλιού (= θεαματικότητα). Πβ. τηλεθέαση. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. audience, περ. 1950]
  • ακροαριστερά [ἀκροαριστερά] α-κρο-α-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. άκρα Αριστερά: ακτιβιστές/ιδεολογικός χώρος της ~άς. Όλο το πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά ως την ~. [< γαλλ. extrême-gauche]
  • ακροαριστερός , ή, ό [ἀκροαριστερός] α-κρο-α-ρι-στε-ρός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που αναφέρεται στην ή σχετίζεται με την άκρα Αριστερά: ~ή: ιδεολογία/οργάνωση. ~ό: κόμμα. Ασπάζεται ~ές απόψεις. ● Ουσ.: ακροαριστερός, ακροαριστερή (ο/η): πρόσωπο που υποστηρίζει τις πολιτικές θέσεις της άκρας Αριστεράς: Οι ~οί εντάσσονται σε εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. Βλ. εξτρεμιστής. ΣΥΝ. αριστεριστής ΑΝΤ. ακροδεξιός, ακροδεξιά [< γαλλ. d'extrême-gauche]
  • ακρόαση [ἀκρόαση] α-κρό-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως | -άσεις, -άσεων} 1. η ενέργεια του ακούω και ειδικότ. παρακολούθηση ομιλίας, εκπομπής: ατομική/διακριτική/ενεργητική/κριτική/μουσική ~. ~ ονλάιν. Κινητό τηλέφωνο ~ης χώρου. Γρήγορη ~ μηνυμάτων. ~ με ακουστικά. ~ ειδήσεων/μαθημάτων/ραδιοφωνικού σταθμού/τραγουδιών. Καλή ~! Πβ. άκουσμα. Βλ. λαθρ~, συν~. 2. υποδοχή κάποιου από επίσημο φορέα σε προκαθορισμένο χρόνο και συνήθ. κατόπιν αίτησης, προκειμένου να προβάλει το αίτημά του ή ειδικότ. τις ικανότητές του: Διοργανώνω/εξασφαλίζω/ζητώ ~. Περνώ από ~. Καλώ σε ~ (βλ. οντισιόν, συνέντευξη). Πηγαίνω/συμμετέχω σε (ανοιχτή) ~. Επιτροπή ~ης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε σε ~ τον/την ... 3. διαδικασία (δικαστηρίου, Αρχής, επιτροπής) κατά την οποία συγκεντρώνονται μαρτυρίες με στόχο τον προσδιορισμό ενός θέματος, ενός γεγονότος και τη λήψη απόφασης: Ημερομηνία διεξαγωγής της ~ης. Διενεργώ/διοργανώνω/πραγματοποιώ ~. Κλήθηκε σε ~ από το συμβούλιο, για να δώσει εξηγήσεις.|| (ΝΟΜ.) ~ μαρτύρων. Προκαταρκτική ~. ~ κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. ακροαματική διαδικασία. 4. ΙΑΤΡ. διάγνωση, με στηθοσκόπιο ή με γυμνό αυτί, της κατάστασης του οργανισμού από τους ήχους που παράγονται σε διάφορα όργανα του σώματος, κυρ. στη θωρακική ή κοιλιακή κοιλότητα: κλινική ~. ~ καρδιάς/πνευμόνων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή ακρόαση & ανοιχτή συνομιλία: λειτουργία του τηλεφώνου (συνήθ. του ενσύρματου) που επιτρέπει την επικοινωνία χωρίς χρήση ακουστικού με δυνατότητα συμμετοχής περισσότερων ατόμων στη συνομιλία: (Κινητό) τηλέφωνο με ~ ~. Τηλεδιάσκεψη μέσω τηλεφώνου με χρήση ~ής ~ης (= κλήση σύσκεψης)., δημόσια ακρόαση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. διαδικασία δημόσιου διαλόγου, όπου παρέχεται σε φορείς, πολίτες ή οργανωμένα σύνολα η δυνατότητα διατύπωσης απόψεων, επιχειρημάτων και εισηγήσεων σε σχέση με συγκεκριμένο αίτημά τους ή με γενικού ενδιαφέροντος θέμα: Διεξάγεται/κλήθηκε σε/παρίσταμαι σε ~ ~. Το Ευρωδικαστήριο θα κρίνει μετά από ~ ~. [< γαλλ. audience publique] , δικαίωμα ακρόασης: ΝΟΜ. δικαίωμα των διαδίκων να παραστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους με αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να τους λάβει υπόψη. ● ΦΡ.: ούτε φωνή ούτε ακρόαση (προφ.): για πρόσωπο ή φορέα που δεν δίνει σημεία ζωής· για κατάσταση, διαδικασία για την οποία δεν υπάρχει καμία ενημέρωση: Του τηλεφώνησα τρεις φορές, αλλά ~ ~. Από τον Γιώργο ~ ~. Εδώ και έναν μήνα ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκρόασις 2,3: γαλλ. audience 4: γαλλ. auscultation]
  • ακροαστικά [ἀκροαστικά] α-κρο-α-στι-κά ουσ. (ουδ.) (τα): ΙΑΤΡ. παθολογικά ευρήματα που ανιχνεύονται κυρ. στους πνεύμονες με την ακρόαση: γρίπη με ~. Έχει ~. Ο γιατρός τού βρήκε ~. [< γαλλ. (signes) auscultatoires]
  • ακροαστικός , ή, ό [ἀκροαστικός] α-κρο-α-στι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που γίνεται με ακρόαση ή προέρχεται από αυτήν: ~ή: εξέταση. ~ά: ευρήματα (= ακροαστικά).|| ~ή: εστία (: το σημείο της κοιλιάς όπου οι παλμοί του εμβρύου ακούγονται εντονότερα). [< γαλλ. auscultatoire]
  • ακροατήριο [ἀκροατήριο] α-κρο-α-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ακροατηρί-ου | -ων} 1. οι ακροατές που παρακολουθούν ομιλία ή συναυλία: ανομοιογενές/αραιό/ειδικό/ενεργητικό/ενθουσιώδες/θερμό/παθητικό/πολυπληθές/πυκνό ~. Οι αντιδράσεις/το ενδιαφέρον/η συμμετοχή του ~ου. Μαζικά/μεγάλα/φοιτητικά ~α. 2. ΝΟΜ. η αίθουσα στην οποία εκδικάζεται μια υπόθεση και οι άνθρωποι που την παρακολουθούν: ενώπιον (του) ~ου. Το θέμα θα συζητηθεί/η υπόθεση θα φτάσει στο ~. ● ΦΡ.: συζήτηση στο ακροατήριο βλ. συζήτηση [< μτγν. ἀκροατήριον, γαλλ. auditoire]
  • ακροατής, ακροάτρια [ἀκροατής] α-κρο-α-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που ακούει κάτι (συνήθ. δημόσιο ακρόαμα) προσεκτικά: ~ές διάλεξης/εισήγησης/(ραδιοφωνικής) εκπομπής/συναυλίας. Οι ~ές και οι τηλεθεατές. Κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των ~ών/~τριών (= του ακροατηρίου) του. Βλ. συν~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Ο ομιλητής (= πομπός) και ο ~ (= δέκτης). 2. (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) πρόσωπο που παρακολουθεί σειρά μαθημάτων χωρίς κανονική εγγραφή: ελεύθερος ~. [< 1: αρχ. ἀκροατής, γαλλ. auditeur 2: γαλλ. auditeur libre, γερμ. Hörer]
  • ακρόβαθρο [ἀκρόβαθρο] α-κρό-βα-θρο ουσ. (ουδ.): ΜΗΧΑΝ. τοίχος στήριξης στο άκρο γέφυρας: διάβρωση/πέδιλο ~ου. Ενισχυμένα ~α από οπλισμένο σκυρόδεμα.
  • ακροβασία [ἀκροβασία] α-κρο-βα-σί-α ουσ. (θηλ.) & ακροβατισμός (ο) 1. η τέχνη, οι ασκήσεις του ακροβάτη και γενικότ. κάθε επικίνδυνη ενέργεια που απαιτεί επιδεξιότητα: ριψοκίνδυνη ~. Εκτέλεση/επίδειξη ~ών.|| Αεροπορικές/χορευτικές ~ες. Βλ. -βασία. 2. (μτφ.) παράτολμη σκέψη ή ενέργεια που δεν ακολουθεί την πεπατημένη (για λόγους εντυπωσιασμού) ή ισορροπεί μεταξύ αντίθετων καταστάσεων: (ιδεο)λογική/νοητική/νομική/πολιτική/σκηνοθετική ~. Εικαστικές/επιστημονικές/ερμηνευτικές/μουσικές ~ες. ~ της σκέψης/φαντασίας. Το έργο είναι μια διαρκής ~ ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Πβ. σχοινοβασία. ● ΣΥΜΠΛ.: λεκτικές/ρητορικές ακροβασίες (μτφ.): εντυπωσιακά λόγια χωρίς λογική βάση, σοφιστείες: λόγος γεμάτος ασάφειες και ~ ~. Επιδίδεται/καταφεύγει σε επιδέξιες ~ ~. ● ΦΡ.: ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί 1. (μτφ.) επικίνδυνη κατάσταση με απρόβλεπτες συνέπειες: Το πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι μοιάζει με ~ ~. 2. σχοινοβασία. [< γαλλ. acrobatie, αγγλ. acrobatism]
  • ακροβάτης [ἀκροβάτης] α-κρο-βά-της ουσ. (αρσ.) {ακροβατών} , ακροβάτισσα (η) 1. πρόσωπο που διασκεδάζει το κοινό, εκτελώντας δύσκολες και επικίνδυνες γυμναστικές ασκήσεις ισορροπίας: Ποδηλάτης-~. Οι ~ες, οι ζογκλέρ και οι κλόουν του τσίρκου. Πβ. ισορροπιστής, σχοινοβάτης. 2. (μτφ.) πρόσωπο που ενεργεί παράτολμα και επικίνδυνα: Οι ~ες της πολιτικής. [< μτγν. ἀκροβάτης, γαλλ. acrobate, αγγλ. acrobat]
  • ακροβατικός , ή, ό [ἀκροβατικός] α-κρο-βα-τι-κός επίθ.: (κυριολ. κ. μτφ.) που σχετίζεται με την ακροβασία ή/και τον ακροβάτη: ~ός: θίασος. ~ή: βουτιά/επίδειξη/παράσταση/ποδηλασία/πτήση (: επικίνδυνοι ελιγμοί με αεροπλάνο). ~ό: θέαμα/σμήνος/σόου. ~ές: ασκήσεις/φιγούρες. ~ά: κόλπα/νούμερα.|| (μτφ.) ~ή: πολιτική. ~οί: συλλογισμοί. ● Ουσ.: ακροβατικά (τα): η ακροβασία και γενικότ. κάθε παράτολμη ή επικίνδυνη ενέργεια που γίνεται για εντυπωσιασμό ή επίδειξη: εναέρια/εντυπωσιακά/περίτεχνα ~. Έκανε/εκτελούσε με επιδεξιότητα ~ ακριβείας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακροβατική γυμναστική: ΑΘΛ. ομαδικό μη ολυμπιακό άθλημα της γυμναστικής, το οποίο περιλαμβάνει ακροβατικές ασκήσεις (ασκήσεις ισορροπίας ή/και πετάγματα στον αέρα) που εκτελούνται με τη συνοδεία μουσικής. [< γαλλ. gymnastique acrobatique] [< μτγν. ἀκροβατικός 'για ανυψωτικό μηχάνημα', γαλλ. acrobatique, αγγλ. acrobatic]
  • ακροβατώ [ἀκροβατῶ] α-κρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {ακροβατ-είς ..., -ώντας· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) κάνω κάτι επικίνδυνο ή/και παράτολμο, προσπαθώντας παράλληλα να ισορροπήσω μεταξύ δύο αντίθετων καταστάσεων: ~εί ανάμεσα σε δύο σχέσεις/μεταξύ τρέλας και λογικής. ~ούσαν στην κόψη του ξυραφιού. Πβ. ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω. 2. εκτελώ ακροβατικές ασκήσεις, κάνω ακροβασίες: Ο σχοινοβάτης ~ούσε με προσεκτικές κινήσεις. [< μτγν. ἀκροβατῶ ‘περπατώ στις μύτες των ποδιών, επιδίδομαι σε αναρρίχηση’]
  • ακροβολίζομαι [ἀκροβολίζομαι] α-κρο-βο-λί-ζο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ακροβολί-στηκε, -στεί, -σμένος} 1. ΣΤΡΑΤ. παρατάσσομαι σε σκόρπιες και ακραίες θέσεις βολής: Οι ελεύθεροι σκοπευτές ~στηκαν στις στέγες των κτιρίων. 2. (κατ' επέκτ.) (για πλήθος ατόμων) κάθομαι εδώ και εκεί, διασκορπίζομαι: Οι φίλαθλοι είχαν ~στεί στο άνω διάζωμα του γηπέδου. [< 1: αρχ. ἀκροβολίζομαι]
  • ακροβολισμός [ἀκροβολισμός] α-κρο-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. αραιή διάταξη στρατιωτικού τμήματος (κυρ. ομάδας πεζικού) σε μια γραμμή: Διέταξε ~ό των κομάντος/των οπλιτών. Η διμοιρία προχωρούσε σε ~ό. (παράγγελμα) εις ακροβολισμόν! Βλ. -ισμός. 2. ΣΤΡΑΤ. {συνήθ. στον πληθ.} δοκιμαστικές βολές που ανταλλάσσουν από μακριά τα αντίπαλα στρατεύματα πριν από την κύρια μάχη: ~οί και αψιμαχίες/συμπλοκές. Βλ. εκ του συστάδην. 3. (σπάν.-μτφ.) {συνήθ. στον πληθ.} λεκτικοί διαξιφισμοί με δηκτικά υπονοούμενα: ~οί μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. [< αρχ. ἀκροβολισμός 1: γαλλ. harcèlement]
  • ακροβολιστής [ἀκροβολιστής] α-κρο-βο-λι-στής ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. στρατιώτης που πολεμά παραταγμένος σε αραιή διάταξη: επιθέσεις/πυρά/τάγματα ~ών.|| (σπάν.) ~ές της Αστυνομίας.|| (μτφ.) ~ές του θεάτρου/της κριτικής. [< αρχ. ἀκροβολιστής, γαλλ. tirailleur]
  • ακροβολιστικός , ή, ό [ἀκροβολιστικός] α-κρο-βο-λι-στι-κός επίθ.: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με τον ακροβολισμό ή/και τον ακροβολιστή: ~ός: σχηματισμός. ~ή: επίθεση. [< μτγν. ἀκροβολιστικός]
  • ακροβούνι [ἀκροβούνι] α-κρο-βού-νι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-λογοτ.): βουνοκορφή: απάτητα/χιονισμένα ~ια. ΣΥΝ. κορφοβούνι
  • ακροβυστία [ἀκροβυστία] α-κρο-βυ-στί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ακροποσθία. [< μτγν. ἀκροβυστία]

-βασία

-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~. 2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.

εκ

εκ [ἐκ] πρόθ. (εκ πριν από σύμφωνο, εξ πριν από φωνήεν): (+ γεν.) για δήλωση προέλευσης, τόπου, χρόνου, αιτίας· από: δικηγόρος εξ Αθηνών. Οδηγία ~ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία βλ. αγχιστεία, (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος βλ. αίμα, από αβλεψία βλ. αβλεψία, από αμέλεια βλ. αμέλεια, από ένστικτο βλ. ένστικτο, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, από το αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, από/με πρόθεση βλ. πρόθεση, εκ βαθέων βλ. βαθύς, εκ βάθρων βλ. βάθρο, εκ γενετής βλ. γενετή, εκ δεξιών βλ. δεξιός, εκ διαμέτρου αντίθετος βλ. διάμετρος, εκ θεμελίων βλ. θεμέλιο, εκ μέρους/από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, εκ νέου βλ. νέος, εκ παραδρομής βλ. παραδρομή, εκ πείρας βλ. πείρα, εκ πεποιθήσεως βλ. πεποίθηση, εκ περιτροπής βλ. περιτροπή, εκ προμελέτης βλ. προμελέτη, εκ προοιμίου βλ. προοίμιο, εκ πρώτης όψεως/όψης βλ. όψη, εκ συστήματος/κατά σύστημα βλ. σύστημα, εκ του ασφαλούς βλ. ασφαλής, εκ του αφανούς βλ. αφανής, εκ του μακρόθεν βλ. μακρόθεν, εκ του μη όντος βλ. ον, εκ του νόμου βλ. νόμος, εκ του πλησίον βλ. πλησίον, εκ του πονηρού βλ. πονηρός, εκ του προχείρου βλ. πρόχειρος, εκ του σύνεγγυς βλ. σύνεγγυς, εκ του συστάδην βλ. συστάδην, εκ του φυσικού βλ. φυσικός, εκ των ενόντων βλ. ενόντων, εκ των έσω/ένδον βλ. ένδον, εκ των πραγμάτων βλ. πράγμα, εκ των προτέρων βλ. πρότερος, εκ των υστέρων βλ. ύστερος, εκ των ων ουκ άνευ βλ. ος, η, ο, εκ φύσεως βλ. φύση, εκ/από Θεού βλ. θεός, εξ αδιαθέτου βλ. αδιάθετος, εξ αδιαιρέτου βλ. αδιαίρετος, εξ ακοής βλ. ακοή, εξ ακοής μαρτυρία βλ. ακοή, εξ Ανατολών βλ. ανατολή, εξ αντανακλάσεως βλ. αντανάκλαση, εξ αντικειμένου βλ. αντικείμενο, εξ απαλών ονύχων βλ. απαλός, εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. απόσταση, εξ απροόπτου βλ. απρόοπτος, εξ αριστερών βλ. αριστερός, εξ επαγγέλματος βλ. επάγγελμα, εξ επαφής βλ. επαφή, εξ ευωνύμων βλ. ευώνυμος, εξ εφόδου βλ. έφοδος, εξ ημισείας βλ. ήμισυς, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, εξ ολοκλήρου βλ. ολόκληρος, εξ ονόματος βλ. όνομα, εξ όνυχος τον λέοντα βλ. όνυχας1, εξ ορισμού βλ. ορισμός, εξ ου/εξού και βλ. ος, η, ο, εξ όψεως βλ. όψη, εξ υπαμοιβής βλ. υπαμοιβή, εξ υπαρχής βλ. υπαρχή, εξ υποκειμένου βλ. υποκείμενο, κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης βλ. ανάγκη, κατά λάθος βλ. λάθος, ως εκ τούτου βλ. τούτος [< αρχ. ἐκ, ἐξ]

εξτρεμιστής

εξτρεμιστής [ἐξτρεμιστής] εξ-τρε-μι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εξτρεμίστρια}: πρόσωπο που υιοθετεί ακραίες απόψεις ή/και προβαίνει σε αντίστοιχες ενέργειες: κουκουλοφόρος/φανατικός ~. Θρησκευτικοί ~ές.|| (ως επίθ.) ~ές: μουσουλμάνοι. [< γαλλ. extrémiste, 1911] ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

οντισιόν

οντισιόν [ὀντισιόν] ο-ντι-σιόν ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: δοκιμαστική ακρόαση προσώπων, κυρ. καλλιτεχνών, και επιλογή των καταλληλότερων για συμμετοχή σε καλλιτεχνική παραγωγή: Επιλέχθηκε για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αφού πέρασε/ύστερα από ~. Ξεκίνησαν οι ~ για ... Τον κάλεσαν σε ~. Πβ. κάστινγκ. [< γαλλ. audition]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.