Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2820-2840]


  • άκρως [ἄκρως] ά-κρως επίρρ. (λόγ.): (+ επίθ.) στον υπέρτατο βαθμό, εντελώς, απολύτως: ~ απαραίτητος/απόρρητο έγγραφο/αποτελεσματική μέθοδος/εμπιστευτικό. ~ (= πάρα πολύ) επικίνδυνη οδήγηση. Πβ. εξαιρετικά. ● ΦΡ.: το άκρως αντίθετο (επίσ.): το εντελώς αντίθετο, ακριβώς το αντίθετο: Δεν χαίρομαι με αυτό που έπαθε· ~ ~ (μάλιστα). Πέτυχε ~ ~ από το επιθυμητό αποτέλεσμα. ● βλ. άκρος [< αρχ. ἄκρως]
  • ακρωτηριάζω [ἀκρωτηριάζω] α-κρω-τη-ρι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {ακρωτηρία-σε, ακρωτηριά-στηκε, -σμένος} 1. κόβω ολόκληρο ή μέρος του άκρου ή των άκρων σώματος με χειρουργική επέμβαση ή με βίαιο τρόπο: Του ~σαν τα δάχτυλα/το πόδι/το χέρι. Τους είχαν ~σει και διαμελίσει. ~στηκε στον βραχίονα ύστερα από ατύχημα. ~σμένα: μέλη.|| ~σμένα: αγάλματα. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κάτι ένα σημαντικό τμήμα του, αλλοιώνοντας συνήθ. την προηγούμενη κατάσταση ή μορφή του: Ο σκηνοθέτης ~σε το σενάριο με τις παρεμβάσεις του. ~σαν τη δημοκρατία/την ελευθερία. ~σμένο: κείμενο (= κουτσουρεμένο, πετσοκομμένο). ~σμένοι: στίχοι. Πβ. ευνουχίζω. Βλ. κατακρεουργώ. [< μτγν. ἀκρωτηριάζω]
  • ακρωτηρίαση [ἀκρωτηρίαση] α-κρω-τη-ρί-α-ση ουσ. (θηλ.) (σπάν.): ακρωτηριασμός: Διαμελισμοί και ~άσεις.|| (μτφ.) ~ της ψυχής. [< αρχ. ἀκρωτηρίασις]
  • ακρωτηριασμός [ἀκρωτηριασμός] α-κρω-τη-ρι-α-σμός ουσ. (αρσ.) 1. αφαίρεση άκρου ή μέλους του σώματος με χειρουργική επέμβαση ή με βίαιο τρόπο: αμφοτερόπλευρος ~. ~ των γεννητικών οργάνων (πβ. ευνουχισμός)/των δαχτύλων/του μαστού/του ποδιού πάνω από το γόνατο. Τραυματικοί/χειρουργικοί ~οί των άνω/κάτω άκρων. Πβ. κολόβωμα. Βλ. αυτο~.|| ~ της Αφροδίτης της Μήλου. 2. (μτφ.) αφαίρεση μέρους, τμήματος από ένα σύνολο, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση και αλλοίωσή του: εθνικός ~. ~ των δικαιωμάτων/του έργου/του κράτους δικαίου (= κουτσούρεμα, περικοπή, πετσόκομμα). Ο ~ (= ευνουχισμός) της ιστορίας/της σκέψης. [< μτγν. ἀκρωτηριασμός]
  • ακρωτήριο [ἀκρωτήριο] α-κρω-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ακρωτηρί-ου| -ων} 1. ΓΕΩΓΡ. & (λαϊκό-λογοτ.) ακρωτήρι: προέκταση της ξηράς στη θάλασσα πέρα από τη μέση ακτογραμμή: απόκρημνο ~. Βραχώδη ~α. Χερσόνησοι και ~α. Πβ. κάβος. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. διακοσμητικό στοιχείο (ανθέμιο, άγαλμα) που βρίσκεται πάνω σε καθεμία από τις τρεις γωνίες του αετώματος αρχαιοελληνικού ναού: επιβλητικά μαρμάρινα ~α. Πβ. ακροκέραμο. [< αρχ. ἀκρωτήριον]
  • ακταιωρός [ἀκταιωρός] α-κται-ω-ρός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. {θηλ.} μικρό περιπολικό σκάφος για τη φρούρηση των ακτών, τη δίωξη του λαθρεμπορίου, της παράνομης αλιείας: Η ~ της Λιμενικής Αστυνομίας (στην Κύπρο). ~ έκανε περιπολίες στα παράλια. Οι λαθρέμποροι καταδιώχθηκαν από ~ό του Λιμενικού Σώματος. Πβ. ακτοφυλακίδα. 2. {αρσ.} (λόγ.-παλαιότ.) ακτοφύλακας. [< 1: γαλλ. garde-côte 2: μεσν. ακταίωρος]
  • ακτή [ἀκτή] α-κτή ουσ. (θηλ.) & (λογοτ.) αχτή: λωρίδα ξηράς που βρέχεται από θάλασσα, το σημείο όπου η στεριά συναντά τη θάλασσα: αμμώδης/απόκρημνη/βραχώδης/ερημική ~. Γραμμή της ~ής (= ακτογραμμή). Βραβευμένες (με γαλάζιες σημαίες)/καθαρές ~ές. ~ές κολύμβησης (πβ. παραλία, πλαζ). Ρύπανση των ~ών. Κατά μήκος της ~ής. Η θάλασσα ξέβρασε μια φάλαινα στην ~. Το πλοίο πλησίασε/προσάραξε στην ~. Βλ. (αι)γιαλός, ακρο-γιαλιά, -θαλασσιά, περιγιάλι.|| (ειδικότ. με κεφαλ. Α, προκυμαία:) ~ Βουλιαγμένης/Μιαούλη. [< αρχ. ἀκτή]
  • ακτήμονας [ἀκτήμονας] α-κτή-μο-νας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {ακτημ-όνων} & (λόγ.) ακτήμων {ακτήμ-ονος}: που δεν έχει κτηματική περιουσία: διανομή γης/εκχώρηση κλήρου σε ~ες. Πάγιο αίτημα των ~όνων ήταν ο αναδασμός της γης.|| (ΙΣΤ.) Η εξέγερση των ~όνων στη Θεσσαλία (πβ. κολίγας).|| (σπάν.-ως επίθ.) ~ες: χωρικοί (πβ. άκληρος). ΑΝΤ. κτηματίας [< αρχ. ἀκτήμων]
  • ακτημοσύνη [ἀκτημοσύνη] α-κτη-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το να μην έχει κάποιος ακίνητη (κυρ. κτηματική) ή/και κινητή περιουσία· (ειδικότ.) η απάρνησή της: πλήρης ~.|| Η ~ των μοναχών. Βλ. κοινοκτημοσύνη, -οσύνη. [< μτγν. ἀκτημοσύνη]
  • ακτιβισμός [ἀκτιβισμός] α-κτι-βι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΠΟΛΙΤ. δόγμα ή/και πρακτική που δίνει έμφαση στην άμεση και έντονη δράση (διαδηλώσεις, καταλήψεις, κινητοποιήσεις) για την επίτευξη πολιτικών ή/και κοινωνικών στόχων: διαδικτυακός/ευρωπαϊκός/οικολογικός/πολιτιστικός/συνδικαλιστικός ~. Μορφές/ομάδες ~ού.|| (ειρων.) ~ του καναπέ. 2. ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει την αναγκαιότητα της ενεργού δράσης και τα πρακτικά οφέλη κάθε δραστηριότητας. Βλ. -ισμός. [< γερμ. Aktivismus 1: γαλλ. activisme, 1916-1918 2: γαλλ. ~, 1911, αγγλ. activism, 1915]
  • ακτιβιστής, ακτιβίστρια [ἀκτιβιστής] α-κτι-βι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {ακτιβιστών, ακτιβιστριών}: πρόσωπο που ασπάζεται και εφαρμόζει τον ακτιβισμό: αριστερός/οικολόγος/πολιτικός/φιλειρηνικός ~. ~ εναντίον/κατά του πολέμου. ~ές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων/της δημοκρατίας/της ειρήνης. [< γαλλ. activiste, 1916-1918, αγγλ. activist, 1920]
  • ακτιβιστικός , ή, ό [ἀκτιβιστικός] α-κτι-βι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον ακτιβισμό ή/και τον ακτιβιστή: ~ ός: φεμινισμός. ~ή: διαμαρτυρία/δράση/ομάδα/οργάνωση/τέχνη. ~ό: κίνημα. Βλ. -ιστικός1. ● επίρρ.: ακτιβιστικά [< γαλλ. activiste, 1916-1918, αγγλ. activistic, 1907, activist, 1917]
  • ακτιν- βλ. ακτινο-
  • ακτίνα [ἀκτῖνα] α-κτί-να ουσ. (θηλ.) & (προφ.) αχτίνα 1. ευθύγραμμο τμήμα το οποίο συνδέει το κέντρο ενός κύκλου με ένα σημείο της περιφέρειάς του ή το κέντρο μιας σφαίρας με ένα σημείο της επιφάνειάς της: (ΓΕΩΜ.) ~ κύκλου (σύμβ. R)/κυλίνδρου. Ισημερινή/πολική ~ της Γης. Η ~ ενός αστέρα/της Σελήνης. ~ περιστροφής/τροχιάς. Τόξο με ~ ... εκ. Το μήκος της ~ας είναι το μισό της διαμέτρου του κύκλου ή της σφαίρας.|| (ΧΗΜ.) Ατομική ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ες ρόδας (ποδηλάτου)/τροχού. Τιμόνι με τρεις ~ες. 2. έκταση, απόσταση από ένα κεντρικό σημείο: ~ έκρηξης/εκτόξευσης/ομιλίας/όρασης/πτήσης. Τα θραύσματα σκορπίστηκαν σε ~ ... μ. Περιοχή ~ας ... χλμ. Μεγάλης ~ας βαλλιστικά βλήματα.|| (μτφ.) ~ δράσης/εμβέλειας/επιρροής/προστασίας. 3. ΦΥΣ. {συνήθ. στον πληθ.} λεπτή ευθεία γραμμή και γενικότ. ενέργεια που εκπέμπεται από φωτεινό, ακτινοβόλο σώμα· ακτινοβολία: ανακλώμενη/διαθλώμενη/κίτρινη/κόκκινη/μπλε/οπτική ~. ~ φωτός (πβ. αχτίδα). Ανάκλαση/απόκλιση/δέσμη/διάδοση/διάχυση/εκπομπή/μετάδοση/περίθλαση ~ων. Προστασία από τις βλαβερές ~ες του ήλιου. Φωτιστικό εφέ με πολύχρωμες ~ες.|| ~ ηλεκτρονίων/ιόντων. Υπεριώδεις/υπέρυθρες ~ες. ~ες α/β/λέιζερ. Θεραπεία με ~ες (πβ. ακτινοθεραπεία). 4. ΖΩΟΛ. (στον σκελετό των ψαριών) ευθύγραμμο τμήμα στήριξης των πτερυγίων: αγκαθωτές/μαλακές ραχιαίες/σκληρές ~ες. 5. (μτφ.) στοιχείο ενδεικτικό μιας θετικής κατάστασης: ~ ελπίδας/ζωής. ● ΣΥΜΠΛ.: ακτίνες X: ΦΥΣ. μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η οποία διαπερνά τα υλικά σώματα και βρίσκει εφαρμογές στην ιατρική, στην έρευνα και στη βιομηχανία: απορρόφηση/διασπορά/ψηφιακές εικόνες ~ων ~. Ανάλυση µέσω ~ων ~. Στην αξονική τομογραφία χρησιμοποιούνται ~ ~. [< γερμ. X-Strahlen] , ακτίνες γάμμα: ΦΥΣ. ισχυρή ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με βραχύ μήκος κύματος, που εκπέμπεται από ραδιενεργό στοιχείο κατά την αποσύνθεσή του και έχει έντονες βιολογικές επιδράσεις: Οι ~ ~ προκαλούν βλάβες στο γενετικό υλικό του ανθρώπου. Βλ. ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα, ρέντγκεν., καθοδικές ακτίνες βλ. καθοδικός, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης [< αρχ. ἀκτίς, μεσν. ακτίνα, γαλλ. rayon, αγγλ. ray]
  • ακτίνη [ἀκτίνη] α-κτί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη που μαζί με τη μυοσίνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη σύσπαση και χαλάρωση των μυών. Βλ. -ίνη. [< μτγν. ἀκτίνη 'ποώδες φυτό', γερμ. Aktin, 1942, γαλλ. actine, 1942, αγγλ. actin, 1942]
  • ακτινίδες [ἀκτινίδες] α-κτι-νί-δες ουσ. (θηλ.) (οι): ΧΗΜ. σειρά δεκαπέντε διαδοχικών φυσικών ή τεχνητών ραδιενεργών χημικών στοιχείων του περιοδικού πίνακα με ατομικό αριθμό μεταξύ 89 (ακτίνιο) και 103 (λoρένσιο). [< αγγλ. actinides, 1945 < acti(nium) + (lantha)nides, γαλλ. ~, μετά το 1950]
  • ακτινίδιο [ἀκτινίδιο] α-κτι-νί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΒΟΤ. μικρό ωοειδές φρούτο, πλούσιο σε βιταμίνη C, που έχει καστανό χνουδωτό φλοιό και γλυκόξινη πράσινη σάρκα με μικρούς, μαύρους σπόρους· σπανιότ. ο φυλλοβόλος, αναρριχητικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Actinidia chinensis) από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο φρούτο: τάρτα με ~ια. Βλ. καρύδα, μάνγκο. ΣΥΝ. κίουι (1) [< νεολατ. actinidium· πβ. ιταλ. actinidia, 1950]
  • ακτινικός , ή, ό [ἀκτινικός] α-κτι-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ακτίνα: ~ός: άξονας. ~ή: διάταξη/συμμετρία. ~ό: φορτίο. ~ά: ελαστικά/φρένα.|| (ΦΥΣ.) ~ή: κίνηση. ~ό: φως (πβ. λέιζερ). (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ή: ταχύτητα. ● επίρρ.: ακτινικά [< γαλλ. actinique, radial]
  • ακτίνιο1 [ἀκτίνιο] α-κτί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {ακτινί-ου| -ων}: ΜΑΘ. μονάδα μέτρησης γωνιών (σύμβ. rad) που ισοδυναμεί με γωνία, η οποία, όταν γίνει επίκεντρη σε κύκλο, ορίζει τόξο με μήκος ίσο με την ακτίνα του κύκλου. [< αγγλ. radian]
  • ακτίνιο2 [ἀκτίνιο] α-κτί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {ακτινίου}: ΧΗΜ. σπάνιο, ραδιενεργό, μεταλλικό, χημικό στοιχείο (σύμβ. Ac, Ζ 89) αργυρόλευκου χρώματος. Βλ. πρωτ~. [< γαλλ. actinium, αγγλ. ~, 1900]

άκρος

άκρος, α, ο [ἄκρος] ά-κρος επίθ. {υπερθ. ακρότ-ατος} 1. που είναι απόλυτος ή υπερβολικός: ~α: απελπισία (= ακραία)/γαλήνη/ευχαρίστηση/σιγή (= πλήρης)/ταπείνωση (= ολοκληρωτική)/φιλοδοξία. Χαίρει ~ας υγείας. 2. (κυριολ.) που είναι απομακρυσμένος από το κέντρο, ακραίος, ακριανός: ~ο: όριο. Το ~ατο σημείο/τμήμα της επικράτειας/του νησιού.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ος: αριστερός/δεξιός (= ακρο-αριστερός, -δεξιός). ● ΣΥΜΠΛ.: άκρες τιμές: ΜΕΤΕΩΡ. οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες τιμές των μετεωρολογικών στοιχείων: Στα δελτία καιρού τα φαινόμενα δίνονται συνήθως σε ~ ~. [< αγγλ. extreme values] , άκρα Αριστερά βλ. Αριστερά, άκρα Δεξιά βλ. Δεξιά, άκρο πόδι βλ. πόδι, άκρο χέρι βλ. χέρι ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή βλ. σιωπή, το άκρον άωτον βλ. άωτον ● βλ. άκρως [< αρχ. ἄκρος, γαλλ. extrême]

ακτινο-

ακτινο- & ακτιν-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρεται στην ακτινοβολία, κυρ. την ηλεκτρομαγνητική: ακτινο-γραφία/~διαγνωστική/~θεραπεία/~λογία/~σκόπηση/~φυσική. Ακτιν-ενέργεια.

ακτινοβολία

ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ιστικός1

-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.

καθοδικός

καθοδικός, ή, ό κα-θο-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. ανοδικός 1. (μτφ.) πτωτικός: Σε ~ή πορεία/τροχιά ο πληθωρισμός. Πβ. φθίνων.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αναθεώρηση (του ΑΕΠ/της ανάπτυξης)/τάση (της τιμής του πετρελαίου). ~ές: μετοχές. 2. που έχει κατεύθυνση, κίνηση προς τα κάτω: ~ός: άνεμος (= καταβατικός). ~ή: ροή. Το ~ό ρεύμα της λεωφόρου ... Πβ. κατιών. 3. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την κάθοδο: ~ός: παλμογράφος. Το ~ό (= αρνητικό) ηλεκτρόδιο. ● επίρρ.: καθοδικά ● ΣΥΜΠΛ.: καθοδικές ακτίνες: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. δέσμη ηλεκτρονίων που εκπέμπεται από την κάθοδο λυχνίας κενού., καθοδική λυχνία & καθοδικός σωλήνας: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. σωλήνας κενού, στον οποίο παράγονται καθοδικές ακτίνες, που μεταφέρονται σε φθορίζουσα οθόνη, δημιουργώντας φωτεινές κουκκίδες, για τη δημιουργία εικόνας. Βλ. οθόνη υγρών κρυστάλλων. [< αγγλ. cathode-ray tube] , καθοδική προστασία: ΜΕΤΑΛΛ. ηλεκτροχημική τεχνική προστασίας μετάλλου από τη διάβρωση. Βλ. ανοδική προστασία. [< αγγλ. cathodic protection, 1930] [< 1,2: γαλλ. descendant 3: γαλλ. cathodique, αγγλ. cathodic]

καρύδα

καρύδα κα-ρύ-δα ουσ. (θηλ.) & ινδική καρύδα: καρπός του κοκοφοίνικα με σκληρό ξυλώδες περίβλημα, εδώδιμη λευκή σάρκα και υπόλευκο υγρό που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ζαχαροπλαστική και την κοσμετολογία: το νερό της ~ας. Ρόφημα ~ας. Γάλα ~ας (: από ανάμειξη της ψίχας της με ζεστό νερό).|| (ΖΑΧΑΡ., με αναφορά στην τριμμένη ψίχα της) Κέικ με ~. Παγωτό ~. (συνεκδ.) ~ες (: τα αντίστοιχα γλυκίσματα).|| Λάδι ~ας (: αιθέριο έλαιο). Αφρόλουτρο με άρωμα ~ας. ΣΥΝ. ινδοκάρυδο [< πβ. μεσν. καρύδα 'καρύδι', γαλλ. noix de coco]

κατακρεουργώ

κατακρεουργώ [κατακρεουργῶ] κα-τα-κρε-ουρ-γώ ρ. (μτβ.) {κατακρεουργ-εί ... | κατακρεούργ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} 1. σκοτώνω κάποιον με μεγάλη μανία και βάναυσο τρόπο, καταφέροντάς του πολλά χτυπήματα με αιχμηρό αντικείμενο: ~ήθηκε άγρια. Φρικτά ~ημένα πτώματα. Βρέθηκε ~ημένη. Πβ. κατα-κομματιάζω, -σφάζω, πετσοκόβω. 2. (μτφ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά: Το δάσος ~ήθηκε (βλ. αποδάσωση). ~ημένη: χώρα (: διαμελισμένη, κατακερματισμένη).|| Σύστημα που ~εί την ανθρώπινη ύπαρξη.|| (για ανεπιτυχή επεξεργασία, εκτέλεση) Το ~ησε το κείμενο/κομμάτι (= το αλλοίωσε πολύ, το απέδωσε με λάθος τρόπο). Πβ. δολοφονώ, (κατα)σκοτώνω. [< 1: αρχ. κατακρεουργῶ 2: γαλλ. massacrer]

κοινοκτημοσύνη

κοινοκτημοσύνη κοι-νο-κτη-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. κοινή ιδιοκτησία και χρήση των αγαθών, συνήθ. υλικών, από όλα τα μέλη μιας ομάδας: η ~ των πρώτων χριστιανών. ~ των παραγωγικών μέσων (: σύμφωνα με τον κομμουνισμό). Ισότητα/συλλογικότητα και ~. Βλ. κιμπούτς, κοινόβιο, κολεκτιβισμός, κολχόζ.|| (κατ' επέκτ.) ~ της γνώσης/της τεχνολογίας. 2. ΝΟΜ. από κοινού (δηλ. και από τους δύο συζύγους) κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων: ~ ή οικονομική αυτοτέλεια. Σύστημα της ~ης. Βλ -οσύνη. [< γερμ. Gütergemeinschaft]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

υπεριώδης

υπεριώδης, ης, ες [ὑπεριώδης] υ-πε-ρι-ώ-δης επίθ. {υπεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υπεριώδη ακτινοβολία: ~ες: μέρος του φάσματος/φως (του ήλιου). ~εις: ακτίνες.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ους. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: υπεριώδης ακτινοβολία: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μικρότερο από το ιώδες του ορατού φάσματος, αλλά μεγαλύτερο από αυτό των ακτίνων Χ. Βλ. υπέρυθρη ακτινοβολία. [< γαλλ.-αγγλ. ultraviolet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.