Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5260-5280]


  • αντεξουσιαστής βλ. αντιεξουσιαστής
  • αντεπανάσταση [ἀντεπανάσταση] α-ντε-πα-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. (πολιτικό, κοινωνικό) κίνημα που στοχεύει στην καταστολή επανάστασης ή στην ανατροπή επαναστατικού καθεστώτος. 2. (γενικότ.) ρηξικέλευθη συνήθ. ιδεολογία που αντιτίθεται σε άλλη: πολιτιστική ~. [< γαλλ. contre-révolution]
  • αντεπαναστατικός , ή, ό [ἀντεπαναστατικός] α-ντε-πα-να-στα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αντεπανάσταση ή στον αντεπαναστάτη: ~ός: αγώνας/στρατός. ~ή: δράση/κίνηση. ~ά: στρατεύματα. [< γαλλ. contre-révolutionnaire]
  • αντεπεξέρχομαι [ἀντεπεξέρχομαι] α-ντε-πε-ξέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {αντεπεξήλθε, προφ. (συχνότ.) ανταπεξήλθε} (απαιτ. λεξιλόγ.) & (προφ.) ανταπεξέρχομαι: αντιμετωπίζω, μπορώ να εκπληρώσω κάτι επιτυχώς, επαρκώ: ~εται ικανοποιητικά στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις/στις δυσκολίες/στις ευθύνες που έχει αναλάβει/στα καθήκοντά του/στις προσδοκίες των άλλων. Επιχειρήσεις που αντεπεξήλθαν στην οικονομική κρίση. Δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Πβ. τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω. ΣΥΝ. ανταποκρίνομαι (1) [< μεσν. αντεπεξέρχομαι, γαλλ. faire face à]
  • αντεπίθεση [ἀντεπίθεση] α-ντε-πί-θε-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια του αντεπιτίθεμαι: ολομέτωπη ~. ~ διαρκείας. Πέρασε στην ~, ζητώντας αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμιση. Κάνουν ~.|| (ΑΘΛ.) Βγήκε στην ~. Γρήγορες/ξαφνικές ~έσεις. [< μτγν. ἀντεπίθεσις]
  • αντεπιστέλλων , ουσα, ον [ἀντεπιστέλλων] α-ντε-πι-στέλ-λων επίθ. {αντεπιστέλλ-οντος | -οντα, -όντων}: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αντεπιστέλλον μέλος (επίσ.): μέλος επιστημονικού, πνευματικού ιδρύματος ή εταιρείας που διαμένει σε τόπο διαφορετικό από την έδρα του ιδρύματος ή της εταιρείας: ~ ~ της Ακαδημίας Αθηνών. Τακτικά και ~οντα ~η. [< γαλλ. membre correspondant]
  • αντεπιστημονικός , ή, ό βλ. αντιεπιστημονικός
  • αντεπιτίθεμαι [ἀντεπιτίθεμαι] α-ντε-πι-τί-θε-μαι ρ. (αμτβ.) {αντεπιτέ-θηκα (λόγ. γ' πρόσ. αντεπετέθη, -ησαν)}: κάνω επίθεση (ένοπλη, λεκτική), για να αποκρούσω επίθεση του αντιπάλου: ~θηκαν με πυραύλους. Αντί να απολογούνται, ~ενται. (λόγ.) Αντεπετέθησαν, επιρρίπτοντας ευθύνες στους ...|| (ΑΘΛ.) Η ομάδα ~θηκε και πήρε τη νίκη. Πβ. βγαίνει στην κόντρα. [< μτγν. ἀντεπιτίθεμαι]
  • αντεπίτροπος [ἀντεπίτροπος] α-ντε-πί-τρο-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.): (επίσ.) αυτός που αναπληρώνει επίτροπο: ~ Επικρατείας/των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. [< μτγν. ἀντεπίτροπος]
  • αντεπιχείρημα [ἀντεπιχείρημα] α-ντε-πι-χεί-ρη-μα ουσ. (ουδ.): επιχείρημα που προβάλλεται, για να ανασκευαστεί άλλο: λογικό/σοβαρό ~. Απαντώ με/προβάλλω ~ατα. Χρησιμοποιούν ως ~ ότι ... Βλ. ανταπάντηση, αντιπρόταση. [< γαλλ. contre-argument]
  • αντεραστής [ἀντεραστής] α-ντε-ρα-στής ουσ. (αρσ.) {(σπάν. θηλ.) αντεράστρια}: ερωτικός αντίζηλος. [< αρχ. ἀντεραστής]
  • αντεργατικός , ή, ό [ἀντεργατικός] α-ντερ-γα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αντιεργατικός: που στρέφεται εναντίον των εργατών και των συμφερόντων τους: ~ός: νόμος. ~ή: πολιτική/συμφωνία. ~ές: μεταρρυθμίσεις. ~ά: μέτρα. ΑΝΤ. φιλεργατικός [< αγγλ. anti-labour, γαλλ. anti-ouvrier]
  • αντεργκράουντ [ἀντεργκράουντ] α-ντερ-γκρά-ουντ επίθ./ουσ. {άκλ.} & (σπάν.) άντεργκραουντ 1. που διακρίνεται για τον εναλλακτικό, ιδιόρρυθμο, πειραματικό ή πρωτοποριακό χαρακτήρα του, που αντιτίθεται στα κυρίαρχα συνήθ. δίκτυα εμπορικής διανομής και υπάρχει ή παράγεται έξω από αυτά: ~ κινηματογράφος/μουσική σκηνή/συγκρότημα. ~ και αντιεξουσιαστικό περιοδικό. Βλ. αλτέρνατιβ.|| (ως ουσ.) Ο χώρος του ~. Πβ. αβανγκάρντ, αντικουλτούρα. 2. (γενικότ.) περιθωριακός: ~ κλαμπ/τύπος. [< αγγλ. underground, γαλλ. ~, 1967]
  • αντέρεισμα [ἀντέρεισμα] α-ντέ-ρει-σμα ουσ. (ουδ.) {αντερείσμ-ατα} 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή που χρησιμοποιείται ως μέσο στήριξης: πέτρινο ~. ~ θόλου. Εγκάρσια ~ατα για την ενδυνάμωση της κατασκευής. Πβ. ανάλημμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα, υποστύλωμα. 2. ΓΕΩΓΡ. τμήμα του βουνού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές χαράδρες: ~ της κορυφής. Βραχώδη ~ατα. Τα ~ατα της οροσειράς ... 3. (απαιτ.-λεξιλόγ.-μτφ.) στήριγμα, έρεισμα: πνευματικά ~ατα. [< μτγν. ἀντέρεισμα]
  • αντερί [ἀντερί] α-ντε-ρί ουσ. (ουδ.): μακρύ ένδυμα κληρικών και μοναχών που φοριέται μέσα από το ράσο. ΣΥΝ. ζωστικό [< τουρκ. entari]
  • άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]
  • αντεροβγάλτης [ἀντεροβγάλτης] α-ντε-ρο-βγάλ-της ουσ. (αρσ.): μανιακός, στυγνός δολοφόνος που σκοτώνει τα θύματά του συνήθ. με μαχαίρι. [< αγγλ. (Jack the) Ripper]
  • άντες [ἄντες] ά-ντες επιφών. (λαϊκό): άντε. [< άντε]
  • αντέστε & άντεστε [ἀντέστε] α-ντέ-στε επιφών. (λαϊκό): μπρος, πηγαίνετε: ~ στα σπίτια σας! [< άντε]
  • αντεστραμμένος , η, ο [ἀντεστραμμένος] α-ντε-στραμ-μέ-νος επίθ. & αντιστραμμένος 1. που τον έχουν αντιστρέψει: ~ος: κώνος. ~η: πυραμίδα/σειρά (π.χ. εκκίνησης). ~ο: είδωλο. Πβ. αναποδογυρισμένος, ανά-ποδος, -στροφος, ανεστραμμένος. Βλ. αντί-θετος, -στροφος. 2. (μτφ.) που έχει μεταβληθεί ριζικά: ~ος: κόσμος. ~η: εικόνα (του ζητήματος)/πραγματικότητα. ~οι: όροι. Βλ. αλλαγ-, διαστρεβλω-, τροποποιη-μένος. ● επίρρ.: αντεστραμμένα ● βλ. αντιστρέφω [< αρχ. ἀντεστραμμένος, αγγλ. inverted]

αγλέουρας

αγλέουρας [ἀγλέουρας] α-γλέ-ου-ρας ουσ. (αρσ.) & αγλέορας & αγκλέο(υ)ρας: δηλητηριώδες φυτό (χρησιμοποιήθηκε από τη λαϊκή ιατρική κατά της παραφροσύνης). ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα: τρώω, πίνω πάρα πολύ. Βλ. μέχρι σκασμού. ΣΥΝ. τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο [< αρχ. ἑλλέβορος]

αλτέρνατιβ

αλτέρνατιβ [ἀλτέρνατιβ] αλ-τέρ-να-τιβ επίθ./ουσ. {άκλ.} (νεαν. αργκό) 1. που διαφέρει από το συνηθισμένο ή το συμβατικό, που κινείται εκτός του καθιερωμένου πολιτιστικού, κοινωνικού ή οικονομικού συστήματος: ~ μαγαζί/μουσική/ντύσιμο/πάρτι/στέκι/στιλ. Πβ. εναλλακτικός. Βλ. αντεργκράουντ, μέινστριμ. 2. ΜΟΥΣ. που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος της ροκ, η οποία έχει επηρεαστεί από το πανκ, το χαρντ ροκ, το χιπ χοπ ή τη φολκ και (ως ουσ.) η μουσική αυτή: Το γκρουπ έχει αφομοιώσει δημιουργικά το ~. [< αγγλ. alternative]

ανταπάντηση

ανταπάντηση [ἀνταπάντηση] α-ντα-πά-ντη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταπαντώ: άμεση/σκληρή ~. Υπόμνημα απαντήσεως και ~ήσεως. Πβ. αντεπιχείρημα. [< γαλλ. réponse en retour]

αντιεξουσιαστής

αντιεξουσιαστής [ἀντιεξουσιαστής] α-ντι-ε-ξου-σι-α-στής ουσ. (αρσ.) & αντεξουσιαστής: πρόσωπο που εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας.

αντιεπιστημονικός

αντιεπιστημονικός, ή, ό [ἀντιεπιστημονικός] α-ντι-ε-πι-στη-μο-νι-κός επίθ. & (σπανιότ.) αντεπιστημονικός: που αντιτίθεται στην επιστήμη ή δεν ακολουθεί τους νόμους της: ~ή: αντίληψη/μέθοδος. ~ό: συμπέρασμα. ~ές: θέσεις. ΑΝΤ. επιστημονικός ● επίρρ.: αντιεπιστημονικά [< αγγλ. anti-scientific, γαλλ. antiscientifique, ιταλ. antiscientifico]

αντιστρέφω

αντιστρέφω [ἀντιστρέφω] α-ντι-στρέ-φω ρ. (μτβ.) {αντέστρε-ψα, αντιστρά-φηκε (λόγ. αντεστράφη), αντιστρα-φεί, αντεστραμμένος κ. (σπανιότ.) αντιστραμμένος}: μεταβάλλω τη φορά, τη διάταξη ή τη σημασία, την κατάσταση προς την αντίθετή της: ~ αριθμούς/γράμματα/εικόνες/την κλεψύδρα (= αναποδογυρίζω)/(ΜΑΘ.) τους όρους κλάσματος (: κάνω τον παρονομαστή αριθμητή και τον αριθμητή παρονομαστή)/την πολικότητα/το ρεύμα.|| (μτφ.) ~ μια άποψη (= ανατρέπω)/επιχειρήματα/ένα ερώτημα/το (αρνητικό/θετικό) κλίμα. Οι τελευταίες εξελίξεις ~ψαν την οικονομική κατάσταση. Πβ. αναστρέφω. ● βλ. αντεστραμμένος [< αρχ. ἀντιστρέφω, γαλλ. inverser]

γυρίζω

γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]

ξερνώ

ξερνώ [ξερνῶ] ξερ-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {-ά κ. -άει ... | ξέρ-ασα, ξερ-άσω, -ασμένος, ξερν-ώντας} & ξερνάω (προφ.) 1. κάνω εμετό: ~ το φαγητό/το φάρμακο. Ήπια πολύ/μ' έπιασε ναυτία και θέλω να ~άσω.|| (μτφ., νιώθω αηδία) Και μόνο που τον βλέπω, μου 'ρχεται να ~άσω. Είναι να ~άς με αυτά που ακούς. ΣΥΝ. εξεμώ (1) 2. (μτφ.) ομολογώ, αποκαλύπτω κάτι, συνήθ. ύστερα από πίεση: Τα ~ασε όλα στην αστυνομία. Πβ. φανερώνω.ξερνά & ξερνάει 1. (για θάλασσα, λίμνη ή ποταμό) βγάζει στην ακτή, ξεβράζει: Το κύμα ~ασε φύκια στα βράχια/στη στεριά. Πβ. εκβράζει, ξεβγάζει. 2. ωθεί προς τα έξω, συνήθ. με δύναμη, ορμητικά: Το ηφαίστειο ~ασε λάβα.|| Ο τοίχος/το χρώμα ~ (: βγάζει υγρασία). ● ΦΡ.: βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου 1. ξερνώ ακατάσχετα: Μετά το μεθύσι άρχισε να βγάζει τ' άντερά του. Πβ. ξερνοβολώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα ξερνάς τ' άντερά σου από τα γέλια. ΣΥΝ. βγάζω τα συκώτια μου 2. (μτφ.) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι: Στη διαδρομή ξερνάς τ' άντερά σου από τις πολλές στροφές., κατουρώ/ξερνώ αίμα βλ. αίμα [< μεσν. ξερνώ < αρχ. ἐξερῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.