αγλέουρας [ἀγλέουρας] α-γλέ-ου-ρας ουσ. (αρσ.) & αγλέορας & αγκλέο(υ)ρας: δηλητηριώδες φυτό (χρησιμοποιήθηκε από τη λαϊκή ιατρική κατά της παραφροσύνης). ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα: τρώω, πίνω πάρα πολύ. Βλ. μέχρι σκασμού. ΣΥΝ. τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο [< αρχ. ἑλλέβορος]
αλτέρνατιβ [ἀλτέρνατιβ] αλ-τέρ-να-τιβ επίθ./ουσ. {άκλ.} (νεαν. αργκό) 1. που διαφέρει από το συνηθισμένο ή το συμβατικό, που κινείται εκτός του καθιερωμένου πολιτιστικού, κοινωνικού ή οικονομικού συστήματος: ~ μαγαζί/μουσική/ντύσιμο/πάρτι/στέκι/στιλ. Πβ. εναλλακτικός. Βλ. αντεργκράουντ, μέινστριμ. 2. ΜΟΥΣ. που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος της ροκ, η οποία έχει επηρεαστεί από το πανκ, το χαρντ ροκ, το χιπ χοπ ή τη φολκ και (ως ουσ.) η μουσική αυτή: Το γκρουπ έχει αφομοιώσει δημιουργικά το ~. [< αγγλ. alternative]
ανταπάντηση [ἀνταπάντηση] α-ντα-πά-ντη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταπαντώ: άμεση/σκληρή ~. Υπόμνημα απαντήσεως και ~ήσεως. Πβ. αντεπιχείρημα. [< γαλλ. réponse en retour]
αντιεξουσιαστής [ἀντιεξουσιαστής] α-ντι-ε-ξου-σι-α-στής ουσ. (αρσ.) & αντεξουσιαστής: πρόσωπο που εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας.
αντιεπιστημονικός, ή, ό [ἀντιεπιστημονικός] α-ντι-ε-πι-στη-μο-νι-κός επίθ. & (σπανιότ.) αντεπιστημονικός: που αντιτίθεται στην επιστήμη ή δεν ακολουθεί τους νόμους της: ~ή: αντίληψη/μέθοδος. ~ό: συμπέρασμα. ~ές: θέσεις. ΑΝΤ. επιστημονικός ● επίρρ.: αντιεπιστημονικά [< αγγλ. anti-scientific, γαλλ. antiscientifique, ιταλ. antiscientifico]
αντιστρέφω [ἀντιστρέφω] α-ντι-στρέ-φω ρ. (μτβ.) {αντέστρε-ψα, αντιστρά-φηκε (λόγ. αντεστράφη), αντιστρα-φεί, αντεστραμμένος κ. (σπανιότ.) αντιστραμμένος}: μεταβάλλω τη φορά, τη διάταξη ή τη σημασία, την κατάσταση προς την αντίθετή της: ~ αριθμούς/γράμματα/εικόνες/την κλεψύδρα (= αναποδογυρίζω)/(ΜΑΘ.) τους όρους κλάσματος (: κάνω τον παρονομαστή αριθμητή και τον αριθμητή παρονομαστή)/την πολικότητα/το ρεύμα.|| (μτφ.) ~ μια άποψη (= ανατρέπω)/επιχειρήματα/ένα ερώτημα/το (αρνητικό/θετικό) κλίμα. Οι τελευταίες εξελίξεις ~ψαν την οικονομική κατάσταση. Πβ. αναστρέφω. ● βλ. αντεστραμμένος [< αρχ. ἀντιστρέφω, γαλλ. inverser]
γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]
ξερνώ [ξερνῶ] ξερ-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {-ά κ. -άει ... | ξέρ-ασα, ξερ-άσω, -ασμένος, ξερν-ώντας} & ξερνάω (προφ.) 1. κάνω εμετό: ~ το φαγητό/το φάρμακο. Ήπια πολύ/μ' έπιασε ναυτία και θέλω να ~άσω.|| (μτφ., νιώθω αηδία) Και μόνο που τον βλέπω, μου 'ρχεται να ~άσω. Είναι να ~άς με αυτά που ακούς. ΣΥΝ. εξεμώ (1) 2. (μτφ.) ομολογώ, αποκαλύπτω κάτι, συνήθ. ύστερα από πίεση: Τα ~ασε όλα στην αστυνομία. Πβ. φανερώνω. ● ξερνά & ξερνάει 1. (για θάλασσα, λίμνη ή ποταμό) βγάζει στην ακτή, ξεβράζει: Το κύμα ~ασε φύκια στα βράχια/στη στεριά. Πβ. εκβράζει, ξεβγάζει. 2. ωθεί προς τα έξω, συνήθ. με δύναμη, ορμητικά: Το ηφαίστειο ~ασε λάβα.|| Ο τοίχος/το χρώμα ~ (: βγάζει υγρασία). ● ΦΡ.: βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου 1. ξερνώ ακατάσχετα: Μετά το μεθύσι άρχισε να βγάζει τ' άντερά του. Πβ. ξερνοβολώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα ξερνάς τ' άντερά σου από τα γέλια. ΣΥΝ. βγάζω τα συκώτια μου 2. (μτφ.) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι: Στη διαδρομή ξερνάς τ' άντερά σου από τις πολλές στροφές., κατουρώ/ξερνώ αίμα βλ. αίμα [< μεσν. ξερνώ < αρχ. ἐξερῶ]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ