Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5280-5300]


  • αντέτι [ἀντέτι] α-ντέ-τι ουσ. (ουδ.) (ιδιωμ.-λαϊκό): έθιμο, άγραφος νόμος: ιδιόμορφα/παλιά ~ια. Πβ. συνήθειο. [< τουρκ. âdet]
  • αντεύχομαι [ἀντεύχομαι] α-ντεύ-χο-μαι ρ. {αντευχή-θηκε, αντευχ-όμενος} (λόγ.): ανταποδίδω συνήθ. γραπτές ευχές: Ευχαριστώ πολύ και ~ (από καρδιάς) καλές γιορτές/τα βέλτιστα.
  • αντέφεση [ἀντέφεση] α-ντέ-φε-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλεται η έφεση του αντιδίκου. [< γαλλ. contre-appel]
  • αντέχω [ἀντέχω] α-ντέ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άντε-ξα, αντέ-ξει, αντέχ-οντας} 1. (συνήθ. με την άρνηση "δεν") έχω την ψυχική ή σωματική δύναμη να υφίσταμαι κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο: Δεν ~ (άλλο) την ειρωνεία/τις προσβολές/τη φλυαρία του! Δεν σε ~ πια. Δεν ~ να σε βλέπω να κλαις (= δεν το βαστάει η καρδιά μου, δεν το μπορώ)! Πόσο μπορεί να ~ξει ένας άνθρωπος; Δεν ~ξε στον πειρασμό και ...|| Δεν ~ει τους θορύβους/τον καπνό του τσιγάρου. Δεν ~ξε (σ)τα βασανιστήρια και ομολόγησε. Πβ. υπο-μένω, -φέρω.|| (κατ' επέκτ., για πρόσ.) Δεν τον ~ άλλο! ΣΥΝ. ανέχομαι ΑΝΤ. απαυδώ 2. (για πρόσ. ή ζωντανό οργανισμό) καταφέρνω να αντιμετωπίσω με επιτυχία δύσκολη ή άσχημη κατάσταση: Μην ανησυχείς! ~ (σ)τις δοκιμασίες/(σ)τις κακουχίες! Πώς ~εις (σε/με) τέτοιο εξοντωτικό ωράριο; Θα ~ξει (σ)την πείνα/(σ)το κρύο; ~ξε την αποτυχία. Συνεχίζουμε και όποιος ~ξει!|| ~ ακόμη (παρά τα χρόνια μου). Πβ. βαστώ, κρατώ. 3. υφίσταμαι αντίξοες συνθήκες (περιβάλλοντος) χωρίς να φθαρώ, να αλλοιωθεί η σύστασή μου ή να καταστραφώ: Το φαγητό δεν θα ~ξει έξω από το ψυγείο. Σκεύη που ~ουν σε υψηλές θερμοκρασίες (= είναι ανθεκτικά, πυρίμαχα).|| (μτφ.) ~ει η μπαταρία; Θεσμός/σχέση που ~ξε στο χρόνο. ● ΦΡ.: δεν αντέχεται: δεν υποφέρεται: ~ ~ η ζέστη/η κατάσταση/ο πόνος (= είναι αφόρητα)!|| (προφ.) Ε, δεν ~εσαι πια (= είσαι ανυπόφορος)! ΣΥΝ. δεν παλεύεται, κάποιος (δεν) αντέχει (σ)τη σύγκριση με κάποιον άλλο: (δεν) είναι σε θέση να συγκριθεί μαζί του., (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη [< αρχ. ἀντέχω]
  • αντζούγια βλ. αντσούγια
  • αντζούρι [ἀντζούρι] α-ντζού-ρι ουσ. (ουδ.) (σπάν.): ΒΟΤ. ποικιλία αγγουριού. Πβ. ξυλάγγουρο. [< τουρκ. acur]
  • αντηλιά [ἀντηλιά] α-ντη-λιά ουσ. (θηλ.): ακτινοβολία φωτός ή εκπομπή θερμότητας λόγω αντανάκλασης των ηλιακών ακτίνων· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: μεμβράνες αυτοκινήτου για προστασία από την ~. Με θάμπωσε η ~. Έχει/κάνει ~.|| Μες στην ~.
  • αντηλιακό [ἀντηλιακό] α-ντη-λι-α-κό ουσ. (ουδ.) & αντιηλιακό: παρασκεύασμα, συνήθ. κρέμα ή λάδι, που απλώνεται στο δέρμα, προφυλάσσοντάς το από τις βλαβερές επιπτώσεις της ηλιακής ακτινοβολίας: αδιάβροχο ~. ~ με υψηλό δείκτη προστασίας. Βλ. ηλιοθεραπεία. [< αγγλ. sun-tan cream, γαλλ. crème solaire]
  • αντηλιακός , ή, ό [ἀντηλιακός] α-ντη-λι-α-κός επίθ. & αντιηλιακός: που σχετίζεται με την προστασία από τις ηλιακές ακτίνες: ~ός: δείκτης. ~ή: δράση/κρέμα (= αντηλιακό)/λοσιόν. ~ό: φίλτρο. ~ές: μεμβράνες αυτοκινήτων.
  • αντηρίδα [ἀντηρίδα] α-ντη-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή (τοίχος, δοκός, σανίδα) που χρησιμοποιείται ως στήριγμα, συνήθ. κεκλιμένο: διαγώνια/λοξή ~. Εγκάρσιες/ξύλινες/πλαϊνές ~ες. Πβ. αντέρεισμα, αντιστήριγμα. Βλ. ορθοστάτης. 2. (σπάν.) παραφυάδα, παρακλάδι: (ΓΕΩΛ.) ~ες του όρους ... (: που φαίνεται να στηρίζουν την κεντρική οροσειρά, έχοντας διαφορετική κατεύθυνση από αυτή). [< 1: αρχ. ἀντηρίς 2: γαλλ. contrefort]
  • αντηχεί [ἀντηχεῖ] α-ντη-χεί ρ. (αμτβ.) {αντήχ-ησε} 1. (για ήχο που) ακούγεται δυνατά ή/και μακριά: Ακόμα ~ στ' αυτιά μου η φωνή του. Μια κραυγή ~ησε (μέσα) στο δάσος. Οι πυροβολισμοί/τα τύμπανα ~ούσαν.|| (μτφ.) Το μήνυμά του ~ (: έχει απήχηση) ακόμη στις μέρες μας. 2. (για χώρο που) ανακλά τον ήχο, προκαλεί αντήχηση: Ο διάδρομος ~ησε από τα γέλια. Πβ. αντι-βουίζει, -λαλεί. [< αρχ. ἀντηχῶ]
  • αντηχείο [ἀντηχεῖο] α-ντη-χεί-ο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. ηχείο. [< γαλλ. résonateur]
  • αντήχηση [ἀντήχηση] α-ντή-χη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων}: ΦΥΣ. αύξηση της διάρκειας ή της έντασης ήχου λόγω ανάκλασης των ηχητικών κυμάτων: στερεοφωνική/τεχνητή/φυσική ~. Πβ. αντίλαλος, ηχώ. [< μτγν. ἀντήχησις, γαλλ. résonance]
  • αντηχητικός , ή, ό [ἀντηχητικός] α-ντη-χη-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αντήχηση ή την προκαλεί: ~ός: θάλαμος. ~ό: υλικό. ~ά: κοιλώματα/φράγματα (: για τη μείωση του θορύβου, βλ. ηχοπέτασμα). [< γαλλ. résonant]
  • αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
  • αντι-νόμπελ [ἀντι-νόμπελ] α-ντι-νό-μπελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: παρωδία του βραβείου Νόμπελ. Βλ. αντιβραβείο, αντι-όσκαρ. [< αμερικ. Ig (= ignoble) Nobel, 1991]
  • αντι-όσκαρ [ἀντι-όσκαρ] α-ντι-ό-σκαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: χρυσό βατόμουρο.
  • αντί1 [ἀντί] α-ντί ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): ξύλινο κυλινδρικό εξάρτημα του αργαλειού, όπου τυλιγόταν το στημόνι ή το ύφασμα. [< αρχ. ἀντίον]
  • αντί2 [ἀντί] α-ντί πρόθ. {αντ' (πριν από φωνήεν), ανθ' (πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία)} & (λαϊκό) αντίς 1. αντικατάσταση: σε δέκα ~ (σε) είκοσι λεπτά. Θα έρθει τον Αύγουστο ~ τον Σεπτέμβρη.|| (+ γεν.) Χρήση πληθυντικού ~ ενικού.|| Να πας εσύ ~ για μένα. 2. επιλογή ενός έναντι άλλου: ~ προλόγου/συγγνώμης. Πβ. έναντι, στη θέση.|| ~ να συμμετέχει στη συζήτηση, σιωπά.|| ~ για ρούχα, αγόρασέ του καλύτερα παπούτσια. ● ΦΡ.: άλλα αντ' άλλων βλ. άλλος, αντ' αυτού βλ. αυτός, αντί του μάννα χολή βλ. μάννα1, αντί/έναντι πινακίου φακής βλ. πινάκιο, οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος) βλ. οφθαλμός [< αρχ. ἀντί]
  • αντιαγροτικός , ή, ό [ἀντιαγροτικός] α-ντι-α-γρο-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στους αγρότες και ιδ. τα συμφέροντά τους: ~ή: πολιτική. ~ά: μέτρα. Βλ. αντεργατικός, αντιλαϊκός. ΑΝΤ. φιλοαγροτικός [< αγγλ. anti-agricultural]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

αντεργατικός

αντεργατικός, ή, ό [ἀντεργατικός] α-ντερ-γα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αντιεργατικός: που στρέφεται εναντίον των εργατών και των συμφερόντων τους: ~ός: νόμος. ~ή: πολιτική/συμφωνία. ~ές: μεταρρυθμίσεις. ~ά: μέτρα. ΑΝΤ. φιλεργατικός [< αγγλ. anti-labour, γαλλ. anti-ouvrier]

αντιβραβείο

αντιβραβείο [ἀντιβραβεῖο] α-ντι-βρα-βεί-ο ουσ. (ουδ.): βραβείο που απονέμεται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε κάποιον για τη χειρότερη επίδοση σε ορισμένο τομέα, συνήθ. καλλιτεχνικό. Βλ. αντι-όσκαρ. [< γαλλ. anti-prix]

αντσούγια

αντσούγια [ἀντσούγια] αν-τσού-για ουσ. (θηλ.) & αντζούγια: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαύρος ή σαρδέλα που συντηρείται συνήθ. σε άλμη ή λάδι: ~ σε κονσέρβα. Παστές ~ιες. Πίτσα με ~ιες. [< ιταλ. acciuga]

αυτός

αυτός, ή, ό [αὐτός] αυ-τός αντων. {αυτ-ού (λαϊκό) -ουνού (θηλ. -ηνής), -ών (λαϊκό) -ωνών, -ούς (λαϊκό) -ουνούς | αδύνατοι τ.: τος (θηλ. τη, ουδ. το), του (θηλ. της), τον (θηλ. τη[ν], ουδ. το), των, τους (θηλ. τις/(λαϊκό) τες, ουδ. τα)} 1. {προσ. αντων. γ' προσ., με δυνατούς και αδύνατους τ.} δηλώνει εκείνον, εκείνη ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, στο οποίο αναφερόμαστε: Πήραν κι ~ές το μάθημά τους. Τη χαιρέτησε κι αποχώρησε. Μου το εξήγησε. Τους είπε ότι θα παραιτηθεί. Καλώς τον/(προφ.-σπανιότ.) καλώστον. Μπράβο της. Άνοιξέ το. Είναι πολύ καλύτερός τους. Να τες οι φίλες μου!|| (για αντιδιαστολή ή έμφαση:) ~οί έχουν άδικο, (κι) εμείς δίκιο. ~ούς μην τους πλησιάζεις! ~ είναι που έχει τον πρώτο λόγο.|| Δεν ήρθε σήμερα η Μαρία. Ας ξεκουραστεί κι ~ή λίγο!|| (με την αντων. ο ίδιος για έμφαση:) Σ’ ~ό το ίδιο χρονικό διάστημα ...|| (με τη σημ. μόνος:) Δεν του το είπα εγώ· ~ το κατάλαβε.|| (μειωτ.) Τι θέλει πάλι ~ή;|| (με άρθρο:) Τα γράφω όλα στ' ~ά μου (= στ' απαυτά μου). Η ~ή μού το 'πε (: όταν δεν μπορεί κάποιος να θυμηθεί ένα όνομα).|| (οι αδύνατοι τύποι σε θέση ουσ. σε φρ.:) Τα 'χασα. Τη γλίτωσα. Μου την έφερε. 2. {προσ. αντων. γ' προσώπου, με αδύνατους τ. του, της, τους} δηλώνει κτήση: Μου έδωσε το βιβλίο του. Υπέβαλε την αίτησή της στη γραμματεία. Άφησαν τις βαλίτσες τους στη ρεσεψιόν. 3. {δεικτ. αντων.} για να δείξει ο ομιλητής κάποιον ή κάτι που είναι κοντά του (τοπικά ή χρονικά): ~ με χτύπησε! Με την επιστολή ~ή επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε ότι ... Δεν είναι ~ό το θέμα μας. Έρχονται ~όν το(ν) μήνα. Μια χαρά τα κατάφεραν ~ή τη φορά. Τι ακούτε ~ή τη στιγμή (= τώρα); Πάει κι ~ός ο χρόνος (= φετινός). Ποιος είναι ~ εκεί με το μαύρο πουκάμισο;|| (με το εδώ/πια/δα, για έμφαση:) Σ' ~ήν εδώ την αίθουσα ... ~ό πια το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή.|| (με το αναφορικό που) ~ που τον σκότωσε κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Βρείτε ~ό που ψάχνετε εύκολα και γρήγορα. ~ό που σας λεω είναι απολύτως εξακριβωμένο.|| (εμφατ. ως έπαινος:) ~ είναι άντρας! ~ είναι καφές! ~ή είναι τύχη! ~ό θα πει διασκέδαση! Βλ. εκείνος. 4. {οριστ. αντων.} (συνήθ. έναρθρα) (επίσ.) ο ίδιος: Είμαστε της ~ής γνώμης. Και τα δύο ψευδώνυμα ανήκουν σε ένα και το ~ό πρόσωπο. Τα ~ά ισχύουν για όλους. || (επιτατ.) Μέχρι κι ~ ο αντίπαλός του ομολόγησε πως ήταν καλύτερός του. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτός καθαυτόν/αυτή καθαυτή/αυτό καθαυτό βλ. καθαυτόν. ● ΦΡ.: αντ' αυτού (συντομ. α.α.) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος κάνει κάτι στη θέση άλλου: Μίλησε/υπέγραψε ~ ~.|| (συχνά) Ο ~ ~ (= ο αντικαταστάτης) του πρωθυπουργού., αυτά (προφ.): για να δηλωθεί ότι η κουβέντα τερματίζεται ή ότι δεν έχουμε τι άλλο να πούμε: ~ για σήμερα. ~ που λες. ~ λοιπόν., αυτό κι αυτό/αυτά κι αυτά (σε αφηγήσεις): για να μην επαναληφθούν όσα έχουν ήδη ειπωθεί: Αν τους πω ότι συμβαίνει ~ ~, δεν θα με πιστέψουν. ~ ~ έγινε, πες μου τι να κάνω.|| (στον πληθ. συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Λέτε ~ ~ σε βάρος μου., αυτός κι/και αν (δεν) είναι (εμφατ.): είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~ ~ καλλιτέχνης/λαϊκισμός! Αυτό ~ είδηση. Αυτή κι αν δεν είναι έκπληξη!, επ' αυτού (λόγ.): σχετικά με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: Θα μπορούσα ~ ~ να αναπτύξω σειρά επιχειρημάτων. Θα τοποθετηθώ και ~ ~ (= πάνω σε αυτό το θέμα)., κι αυτό γιατί/διότι: αιτιολογείται εμφατικά ό,τι προηγείται: Οι μαζικές θεραπείες θα αντικατασταθούν από εξατομικευμένες, ~ ~ κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός., μ' αυτά και μ' αυτά ... (προφ.) 1. με αυτό τον τρόπο, με αυτά τα λόγια, με αυτές τις πράξεις: ~ ~ έχει απαξιωθεί πλήρως. ~ ~ παραμερίζεται κάθε παραδοσιακή αξία. 2. με τα συνηθισμένα, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~ με πήρε ο ύπνος., μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα (προφ.): με διάφορες ασχολίες, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~, πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες., το και το (προφ.): για αποφυγή λεπτομερούς αναφοράς ή επανάληψης αυτού που έχει ειπωθεί: Πάει και του λέει: "~ ~, κανόνισέ το"., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, άλλος (κι) αυτός! βλ. άλλος, άστα αυτά βλ. αφήνω, αυτά έχει/έχουν ... βλ. έχω, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, αυτό είν' όλο βλ. όλος, αυτό θα πει ...! βλ. λέω, αυτό το κάτι βλ. κάτι, αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε βλ. λείπω, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω, αυτός είσαι! βλ. είμαι, είναι αυτός ένας ... βλ. είμαι, θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε βλ. βλέπω, κάτι είναι κι αυτό! βλ. κάτι, με την ίδια/με αυτή τη λογική βλ. λογική, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, ποιος το είπε/λέει (αυτό); βλ. λέω, σωστό κι αυτό βλ. σωστός, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω ● βλ. αυτό, τος, τη, το [< αρχ. αὐτός]

ηλιοθεραπεία

ηλιοθεραπεία [ἡλιοθεραπεία] η-λιο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): παρατεταμένη έκθεση του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία με σκοπό το μαύρισμα της επιδερμίδας: εγκαύματα από ~. Κάνω ~. Αποφύγετε την ~, κυρίως κατά τις μεσημεριανές ώρες.|| Τεχνητή ~ (= σολάριουμ). [< πβ. αγγλ. heliotherapy, γαλλ. héliothérapie, 1900]

μάννα1

μάννα1 μάν-να ουσ. (ουδ.) 1. ΘΕΟΛ. (στην ΠΔ) τροφή που έριξε ο Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό, κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, καθώς περνούσαν την έρημο του Σινά. 2. (μτφ.) καθετί πολύτιμο, ζωτικό: Ο τουρισμός αποτελεί το ~ της χώρας. ● ΦΡ.: αντί του μάννα χολή (από εκκλησ. χωρίο "αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος"): για περιπτώσεις σκληρότητας ή αχαριστίας, εκεί όπου αναμένεται ευεργεσία ή ευγνωμοσύνη., μάννα εξ ουρανού: για απρόσμενη ευεργεσία ή αγαθό που αποκτήθηκε την κατάλληλη στιγμή χωρίς προσπάθεια: Η επιχορήγηση ήρθε σαν/ως ~ ~. Κάθονται με σταυρωμένα χέρια και περιμένουν το ~ ~. [< 1: μτγν. μάννα]

ορθοστάτης

ορθοστάτης [ὀρθοστάτης] ορ-θο-στά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατακόρυφη βάση στήριξης: μεταλλικός ~. ~ βιβλίων (= βιβλιοστάτης)/ηχείων. Ανεμιστήρας με ~η. Πβ. σταντ. Βλ. αποστάτης2.|| (ΜΗΧΑΝ.) Σωληνωτοί ~ες. ~ες στηθαίων ασφαλείας. (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ αρχαίου κτιρίου (: λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος τοίχου οικοδομήματος). Βλ. στύλος.|| (ΓΥΜΝ.-ΑΘΛ.) Πάγκος με ~η. ~ες μπάρας/τένις.|| Αναπηρικό κάθισμα-~. Βλ. -στάτης. [< αρχ. ὀρθοστάτης ‘κάθετη δοκός, κίονας’]

οφθαλμός

οφθαλμός [ὀφθαλμός] ο-φθαλ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μάτι. 2. ΒΟΤ. το μέρος του φυτού από όπου εκφύεται άνθος, φύλλο, βλαστός: ανθοφόρος ~. Πβ. κόμπος, (ρ)όζος. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) 3. ΤΥΠΟΓΡ. η ανάγλυφη επιφάνεια του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο. ● ΣΥΜΠΛ.: βυθός του ματιού/του οφθαλμού βλ. βυθός, παντεπόπτης οφθαλμός βλ. Παντεπόπτης ● ΦΡ.: έχω προ οφθαλμών (κάτι): κοιτάζω ή έχω κατά νου κάτι: Ας έχουμε ~ το παράδειγμά του., οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος): για να δηλωθεί η ανταπόδοση κακού που υπέστη κάποιος, αντεκδίκηση. Πβ. μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις, μία σου και μία μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα., εν ριπή οφθαλμού βλ. ριπή, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά βλ. ορώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, χάρμα οφθαλμών βλ. χάρμα, ως κόρη(ν) οφθαλμού βλ. κόρη [< 1, 2: αρχ. ὀφθαλμός]

πινάκιο

πινάκιο πι-νά-κι-ο ουσ. (ουδ.) {πινακί-ου} (λόγ.) 1. έντυπο, κατάσταση: ~ αμοιβής/παράδοσης. ~α επιταγών. 2. ΝΟΜ. βιβλίο στο οποίο εγγράφονται με αριθμητική σειρά οι υποθέσεις που πρόκειται να εκδικαστούν· το αντίγραφο που αναρτάται έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου σε κάθε δικάσιμο. 3. (λόγ.) μικρός πίνακας. 4. (κατά την αρχαία και βυζαντινή εποχή) πιάτο. ● ΦΡ.: αντί/έναντι πινακίου φακής: για κάτι που πουλιέται σε ευτελή τιμή: Ακίνητο που εκχωρήθηκε ~ ~ (ΑΝΤ. μοσχοπουλήθηκε). ΣΥΝ. για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί [< 3,4: αρχ. πινάκιον 2: μτγν. ~]

τσέπη

τσέπη τσέ-πη ουσ. (θηλ.) 1. μέρος συνήθ. ρούχου που μοιάζει με θήκη και χρησιμοποιείται κυρ. για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: κρυφή/μπροστινή/πίσω/πλαϊνή/τρύπια ~. ~ καγκουρό (: με δύο ανοίγματα για τα χέρια)/με φερμουάρ. Οι ~ες του μπουφάν/παντελονιού. Σακάκι με μικρές/χωρίς ~ες. Έβαλε το πορτοφόλι στην/έβγαλε το σημείωμα από την ~. Του έπεσαν τα κλειδιά από την ~. Περπατά με τα χέρια στις ~ες. Δεν έχω φράγκο στην ~ (= είμαι άφραγκος). Βλ. κωλότσεπη.|| Τσάντα με εξωτερικές ~ες. Σακίδιο/χαρτοφύλακας με εσωτερικές ~ες.|| ~ες στις πλάτες καθισμάτων. 2. (μτφ.) εισόδημα, οικονομική κατάσταση: λύσεις για κάθε ~/για όλες τις ~ες. Έβαλε/ξόδεψε/πλήρωσε από την ~ της χιλιάδες ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οπωροκηπευτικών καίνε/πλήττουν την ~ των καταναλωτών. Δεν θα επιβαρυνθεί η ~ μας. Τα λεφτά θα πάνε στις ~ες των λίγων. Πβ. βαλάντιο, πορτοφόλι.τσέπης: για αντικείμενο που έχει μικρές διαστάσεις και κατ' επέκτ. για καθετί που είναι μικρότερο από το κανονικό: αριθμομηχανή/βιβλίο/ημερολόγιο/φακός ~.|| Ρολόγια χειρός και ~ης.|| Θωρηκτό/υποβρύχιο ~. ● Υποκ.: τσεπάκι (το): στη σημ. 1., τσεπούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιές τσέπες (μτφ.): οικονομική ευρωστία: πελάτες με (αρκετά) ~ ~. Οι έχοντες ~ ~., γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη (μτφ.): οικονομική άνεση, πολλά χρήματα: Διαθέτει/έχει ~ ~. Με ~ ~ έφυγε για το εξωτερικό. Πβ. γερό/μεγάλο πορτοφόλι., πάρκο τσέπης βλ. πάρκο, υπολογιστής τσέπης βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου (μτφ.-προφ.): (δεν) έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω κάτι: Το νοίκι είναι πολύ ακριβό, δεν το ~ ~. Θα αγοράσει το αυτοκίνητο τώρα που το ~ ~ του., βάζω στην τσέπη (μτφ.): τσεπώνω: Έβαλε ~ εκατομμύρια ευρώ., έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του (ειρων.): είναι τσιγκούνης. Πβ. καβουροτσέπης, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος., έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου (μτφ.-προφ.): τον έχω υπό τον έλεγχό μου: Με έχει ~ ~ της και με κάνει ό,τι θέλει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη.|| (για πράγμα) Έχει το βραβείο/την επιτυχία ~ ~ του (: είναι σίγουρος νικητής)., κοιτάει (μόνο) την τσέπη του (προφ.): ενδιαφέρεται μόνο για το συμφέρον του, συνήθ. οικονομικό., ματώνει η τσέπη (κάποιου) (μτφ.-προφ.): είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αδρά, για να αποκτήσει κάτι., με άδειες τσέπες (προφ.): χωρίς χρήματα: γιορτές/διακοπές ~ ~. Γύρισε σπίτι/έμεινε/έφυγε ~ ~., τα σάβανα δεν έχουν τσέπες (γνωμ.): για να δηλωθεί η ματαιότητα συσσώρευσης υλικών αγαθών., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη βλ. δάκρυ, με τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, οι τσέπες του είναι τρύπιες/έχει τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, σε μέγεθος τσέπης βλ. μέγεθος [< τουρκ. cep, αγγλ. pocket]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.