ανέστιος, α, ο [ἀνέστιος] α-νέ-στι-ος επίθ. (επίσ.): (για πρόσ.) που δεν έχει μόνιμη κατοικία, σπίτι και κατ' επέκτ. πατρίδα: ~ος: λαός. ~οι: πρόσφυγες. ~α και αποπροστάτευτα/ορφανά παιδιά. Πβ. άπατρις, άστεγος, περιπλανώμενος, πλάνης. ● ΦΡ.: ανέστιος και πένης: υπερβολικά φτωχός και δυστυχισμένος. [< αρχ. ἀνέστιος]
αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]
-ηλός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιότητα: απατ~/σιωπ~/σφριγ~/τρυφ~/χαμ~.
μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]
μπε επιφών. {άκλ.} (συνήθ. μπεε(ε)!): βέλασμα προβάτου. [< λ. ηχομιμητ.]
όφις [ὄφις] ό-φις ουσ. (αρσ.) 1. (αρχαιοπρ.) φίδι. 2. (στην Αγία Γραφή) αναπαράσταση του Σατανά ως φίδι που οδήγησε τους Πρωτόπλαστους στην πτώση. ● ΦΡ.: (γίνεσθε) φρόνιμοι ως οι όφεις (και ακέραιοι ως αι περιστεραί) (ΚΔ): ως προτροπή σε κάποιον να επιδεικνύει σύνεση και ηθική ακεραιότητα., ο όφις με εξηπάτησε/εξαπάτησε (ΠΔ) (ειρων.): για αποποίηση ευθυνών και μετάθεσή τους σε άλλον: Δεν φταίω. ~ ~. [< αρχ. ὄφις]
φωσφορίτης φω-σφο-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα με υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού ασβεστίου. Βλ. απατίτης, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. phosphorite]
ψευδαίσθηση ψευ-δαί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντίληψη, εντύπωση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι λανθασμένη: συλλογική ~ (πβ. φούσκα). Η ~ της εξουσίας/του πλούτου (βλ. επίφαση). Ο κόσμος των ~ήσεων. Η κατάρρευση/το τέλος των ~ήσεων. Δημιουργείται/καλλιεργείται η ~ ότι ... Ζει με την ~ ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Δίνει/συντηρεί την ~ της ασφάλειας. Μην έχεις/τρέφεις ~ήσεις (= αυταπάτες· βλ. χτίζει στον αέρα)! Πβ. φρεναπάτη, χίμαιρα. 2. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. ψευδής αισθητηριακή αντίληψη που δημιουργείται χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματικό εξωτερικό ερέθισμα: ακουστική/οπτική (= οφθαλμαπάτη· βλ. οπτασία, όραμα) ~. Υπναγωγικές ~ήσεις. Πβ. παραίσθηση. Βλ. ντεζαβού, ονειρισμός, σχιζοφρένεια, τρομώδες παραλήρημα, ψευδαισθησιογόνα, ψυχεδέλεια.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Η ~ της κίνησης (βλ. κινούμενα σχέδια, μαύρο θέατρο, οπ αρτ). [< γαλλ. hallucination]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ