Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6180-6200]


  • απατεώνας [ἀπατεώνας] α-πα-τε-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. απατεώνισσα}: πρόσωπο που εξαπατά συστηματικά τους άλλους με σκοπό το προσωπικό, συνήθ. οικονομικό, κέρδος: αδίστακτος/επαγγελματίας ~. Είναι ψεύτης και ~. Δίκτυο/σπείρα/συμμορία ~ων. Τον ξεγέλασε ένας ~. Έπεσε θύμα ~α. Πβ. αγύρτης, κατεργάρης, κλέφτης, κομπιναδόρος, λαμόγιο, λοβιτουρατζής, μασκαράς, μούτρο, μπαγαπόντης, τσαρλατάνος.|| (ως επίθ.) ~ εργοδότης. Βλ. μεγαλο~, μικρο~. ● Υποκ.: απατεωνίσκος (ο) [< αρχ. ἀπατεών]
  • απατεωνιά [ἀπατεωνιά] α-πα-τε-ω-νιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): πράξη εξαπάτησης με στόχο το προσωπικό συμφέρον: θράσος και ~. Έκανε μεγάλη περιουσία με κλεψιές και ~ιές. Πβ. απάτη, κομπίνα, λοβιτούρα, μπαγαποντιά, παλιανθρωπιά.
  • απάτη [ἀπάτη] α-πά-τη ουσ. (θηλ.) 1. κάθε δόλια πράξη παραπλάνησης για προσωπικό όφελος: διαφημιστική/πολιτική ~. ~ και παραποίηση της αλήθειας. Ξεσκεπάστηκε η ~. Πβ. απατεωνιά, βρομοδουλειά, κομπίνα. Βλ. αυτ~, πλάνη. 2. ΝΟΜ. κάθε συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σκόπιμα εσφαλμένη αντίληψη στον άλλο, με σκοπό να αποκομίσει κάποιος παρανόμως οικονομικά οφέλη ή να επιφέρει βλάβη σε ξένη περιουσία: διαδικτυακή/επιχειρηματική/ηλεκτρονική/καλοστημένη/λογιστική/οικονομική/χρηματιστηριακή ~. Κύκλωμα ~ης. ~ με ακίνητα/πλαστές επιταγές. ~ στις συναλλαγές. ~ και κλοπή/υπεξαίρεση/φοροδιαφυγή. Διώκεται/καταδικάστηκε για ~ εις βάρος/κατά του Δημοσίου. Στήθηκε ~ (εκατομμυρίων). Έπεσε θύμα ~ης. Τραπεζικές ~ες. Εμπλέκεται σε ~ες και παρατυπίες (πβ. ατασθαλία). Βλ. μικρο~, ναυτ~. 3. (προφ.-μειωτ.) ως χαρακτηρισμός για αναξιόπιστο πρόσωπο ή πράγμα: Μεγάλη ~ το άτομο (ΣΥΝ. απατεώνας, μάρκα, μούτρο, μπαγαπόντης)! Η προσφορά ήταν σκέτη ~! ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική απάτη: οφθαλμαπάτη: παιχνίδια με ~ές ~ες. Βλ. ψευδαίσθηση. [< αγγλ. optical illusion, γαλλ. illusion d'optique] , τηλεπικοινωνιακή απάτη: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή σε βάσεις δεδομένων για παράνομους σκοπούς (εξαπάτηση στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, βιομηχανική κατασκοπεία): ~ ~ και δικτυοπειρατεία/ηλεκτρονικό (οικονομικό) έγκλημα. [< αγγλ. telecommunication fraud, γαλλ. fraud de télécommunication] [< αρχ. ἀπάτη]
  • απατηλός , ή, ό [ἀπατηλός] α-πα-τη-λός επίθ.: που εξαπατά, παραπλανεί: ~ή: γοητεία/εικόνα/λάμψη/πραγματικότητα/συμπεριφορά. ~ό: όνειρο. ~ές: ελπίδες (βλ. φρούδες)/ενδείξεις/εντυπώσεις/υποσχέσεις. ~ά: λόγια/μέσα/φαινόμενα. Ο ~ κόσμος των παραισθήσεων. Πβ. παραπλανητικός, ψεύτικος. Βλ. -ηλός. [< αρχ ἀπατηλός]
  • απάτητος , η, ο [ἀπάτητος] α-πά-τη-τος επίθ. 1. στον οποίο δεν έχει πατήσει άνθρωπος, επειδή είναι δύσβατος, δυσπρόσιτος· κατ' επέκτ. ανεξερεύνητος: ~η: παραλία. ~ο: βουνό/νησί. ~ες: βουνοκορφές/διαδρομές/περιοχές. Τόπος ~ και άγνωστος/απόκρημνος/απομονωμένος. Πβ. αδιάβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος. 2. που δεν έχει πατηθεί: ~ο: χώμα. ~α: παπούτσια (= καινούργια). Σκι σε ~ο χιόνι. 3. (μτφ.-λαϊκό) που δεν έχει κατακτηθεί, κυριευτεί: ~ο: κάστρο. ~α: εδάφη. Πβ. άπαρτος, απόρθητος. [< αρχ. ἀπάτητος]
  • απατίτης [ἀπατίτης] α-πα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. φωσφορικό ορυκτό του ασβεστίου, (κυανο)πράσινο, ιώδες, καστανό, λευκό ή άχρωμο, (ημι)διαφανές, με μορφή πρισματικών κρυστάλλων. Βλ. φωσφορίτης, -ίτης2. [< γερμ. Apatit, γαλλ.-αγγλ. apatite]
  • άπατος , η, ο [ἄπατος] ά-πα-τος επίθ. (λαϊκό): υπερβολικά βαθύς, που μοιάζει να μην έχει πυθμένα: ~ος: βυθός. ~η: θάλασσα. ~ο: πηγάδι. ~α: νερά. ΣΥΝ. απύθμενος (2) ΑΝΤ. ρηχός (1) ● Ουσ.: άπατα (τα): βαθιά νερά, εκεί που δεν πατώνει κάποιος: Κολυμπάει στα ~. Μην πηγαίνεις στα ~! ΑΝΤ. αβαθή ● ΦΡ.: πάει/πηγαίνει άπατος (μτφ.-προφ.): αποτυγχάνει παντελώς: Πήγε ~ στις εξετάσεις (= πάτωσε). Ο τελευταίος της δίσκος πήγε ~. [< μεσν. άπατος 'που πατιέται πάρα πολύ']
  • απατός , ή, ό [ἀπατός] α-πα-τός αντων. (λαϊκό): (+ μου/σου/του) μόνος, ο ίδιος: Είναι ~ του. Έλα ~ σου!|| Κανόνισε ~ σου (: εσύ ο ίδιος). [< μεσν. απατός]
  • άπατρις [ἄπατρις] ά-πα-τρις ουσ. (αρσ. + θηλ.) {απάτριδ-ος| -ιδες} (λόγ.) 1. ΝΟΜ. πρόσωπο που δεν έχει πατρίδα, υπηκοότητα: ~ιδες και μετανάστες/πρόσφυγες. Πβ. ανιθαγενής. Βλ. ανέστιος. 2. πρόσωπο που έχει αποκηρύξει την πατρίδα ως θεσμό: διεθνιστής και ~. Δηλώνει ~ και άθεος. ΑΝΤ. φιλόπατρις [< μεσν. άπατρις, γαλλ. apatride, περ. 1920]
  • απατώ [ἀπατῶ] α-πα-τώ ρ. (μτβ.) {απατ-άς, -ά κ. (σπανιότ.) -άει ..., απάτ-ησα, -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -ημένος} & απατάω 1. έχω ερωτική σχέση ή σεξουαλική επαφή κρυφά από σύζυγο ή σύντροφο: ~ά τον άντρα της/τη γυναίκα του (: έχει εξωσυζυγικές σχέσεις). Πβ. απιστώ, κερατώνω, μοιχεύω. 2. οδηγώ σε λάθος συμπέρασμα, ξεγελώ, παραπλανώ: Αν δεν με ~ά η ακοή (: αν ακούω καλά)/η διαίσθησή/το ένστικτό/η όρασή μου (: αν βλέπω καλά) ... ~ήθηκα (= εξαπατήθηκα) από την συμπεριφορά/τους τρόπους του. ~άσαι (= αυταπατάσαι, γελιέσαι, κάνεις λάθος) αν νομίζεις ότι ... 3. (λόγ.) εξαπατώ: Έχει ~ήσει πολλά άτομα, παριστάνοντας το μέντιουμ. ● ΦΡ.: αν δεν απατώμαι (λόγ.): αν δεν κάνω λάθος: ~ ~, εσύ επέμενες να φύγουμε., τα φαινόμενα απατούν: αυτό που φαίνεται δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα: Μην κρίνεις από αυτό που βλέπεις, συχνά ~ ~! [< γαλλ. les apparences sont trompeuses] , αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, ο όφις με εξηπάτησε/εξαπάτησε βλ. όφις [< αρχ. ἀπατῶ, γαλλ. tromper]
  • απαύγασμα [ἀπαύγασμα] α-παύ-γα-σμα ουσ. (ουδ.) {απαυγάσμ-ατος | σπανιότ. -ατα} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) το πιο σημαντικό προϊόν, το θετικό αποτέλεσμα, το λαμπρό επίτευγμα μιας διαδικασίας: ~ μακρόχρονης εμπειρίας/έρευνας/συλλογικής προσπάθειας. ~ γνώσης/δημιουργικότητας/πολιτιστικής κληρονομιάς/σοφίας/τέχνης/τεχνολογίας. Κτίρια ~ατα αρχιτεκτονικής αισθητικής. Πβ. αποκρυστάλλωμα, απόρροια, παρακαταθήκη. 2. (σπάν.) ακτινοβολία, λάμψη, φέγγος. [< 2: μτγν. ἀπαύγασμα]
  • απαυδώ [ἀπαυδῶ] α-παυ-δώ ρ. (αμτβ.) {απαυδ-άς ... | (συνηθέστ.) απηύδ-ησα, απαυδ-ήσει, απηυδ-ισμένος} & (σπάν.) απαυδίζω: εξαντλείται η υπομονή μου, κουράζομαι ψυχικά, δεν αντέχω άλλο: ~ησα με τη δουλειά. ~ησε να ακούει συνέχεια ψεύτικες υποσχέσεις. Έχω απαυδήσει/(εσφαλμ.) απηυδήσει με τα καμώματά του! ~ισμένος από την καθυστέρηση. Πβ. αγανακτώ, αποκάνω, δεινοπαθώ, μπαϊλντίζω. [< αρχ. ἀπαυδῶ]
  • άπαυτος , η, ο [ἄπαυτος] ά-παυ-τος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): ασταμάτητος, αδιάκοπος, συνεχής: ~ος: αγώνας. ~η: ροή. ΣΥΝ. ακατάπαυστος [< μτγν. ἄπαυτος]
  • απαυτός , ή, ό [ἀπαυτός] α-παυ-τός αντων. (προφ.) 1. (μειωτ.) αναφορά σε πρόσωπο ή πράγμα, το όνομα του οποίου μας διαφεύγει, δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε: Τι κάνει ο ~, ο ... πώς τον λένε; Πβ. (απο)τέτοιος. 2. (ευφημ.) πισινός, κώλος. ● Ουσ.: απαυτά/αυτά (τα): (ευφημ.) τα γεννητικά όργανα. ● ΦΡ.: στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου βλ. αρχίδι [< μεσν. απαυτός]
  • απαυτώνω [ἀπαυτώνω] α-παυ-τώ-νω ρ. (μτβ.) {απαύτω-σε, -θηκε} (προφ.-ευφημ.): αντί για το γαμώ. Πβ. αυτώνω, πηδώ.
  • άπαχος , η, ο [ἄπαχος] ά-πα-χος επίθ.: που έχει μικρή έως μηδαμινή περιεκτικότητα σε λιπαρά: ~ος: κιμάς. ~ο: κρέας/τυρί. (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Πλήρες ή ~ο γάλα/γιαούρτι (0%· βλ. ημι~, ελαφρύ). ΑΝΤ. παχύς (3) [< μτγν. ἄπαχος]
  • ΑΠΔ (η): Αναλυτική Περιοδική Δήλωση.
  • ΑΠΔΠΧ (η): Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
  • απέ [ἀπέ] α-πέ επίρρ. (διαλεκτ., συνήθ. με το "κι"): έπειτα, ύστερα, μετά: Σταμάτησε για κάμποσο κι ~ συνέχισε. [< μεσν. απέ] ΑΠΕ
  • ΑΠΕ 1. (το) Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Βλ. ΜΠΕ. 2. (οι) Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

ανέστιος

ανέστιος, α, ο [ἀνέστιος] α-νέ-στι-ος επίθ. (επίσ.): (για πρόσ.) που δεν έχει μόνιμη κατοικία, σπίτι και κατ' επέκτ. πατρίδα: ~ος: λαός. ~οι: πρόσφυγες. ~α και αποπροστάτευτα/ορφανά παιδιά. Πβ. άπατρις, άστεγος, περιπλανώμενος, πλάνης. ● ΦΡ.: ανέστιος και πένης: υπερβολικά φτωχός και δυστυχισμένος. [< αρχ. ἀνέστιος]

αρχίδι

αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]

-ηλός

-ηλός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιότητα: απατ~/σιωπ~/σφριγ~/τρυφ~/χαμ~.

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

μπε

μπε επιφών. {άκλ.} (συνήθ. μπεε(ε)!): βέλασμα προβάτου. [< λ. ηχομιμητ.]

όφις

όφις [ὄφις] ό-φις ουσ. (αρσ.) 1. (αρχαιοπρ.) φίδι. 2. (στην Αγία Γραφή) αναπαράσταση του Σατανά ως φίδι που οδήγησε τους Πρωτόπλαστους στην πτώση. ● ΦΡ.: (γίνεσθε) φρόνιμοι ως οι όφεις (και ακέραιοι ως αι περιστεραί) (ΚΔ): ως προτροπή σε κάποιον να επιδεικνύει σύνεση και ηθική ακεραιότητα., ο όφις με εξηπάτησε/εξαπάτησε (ΠΔ) (ειρων.): για αποποίηση ευθυνών και μετάθεσή τους σε άλλον: Δεν φταίω. ~ ~. [< αρχ. ὄφις]

φωσφορίτης

φωσφορίτης φω-σφο-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα με υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού ασβεστίου. Βλ. απατίτης, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. phosphorite]

ψευδαίσθηση

ψευδαίσθηση ψευ-δαί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντίληψη, εντύπωση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι λανθασμένη: συλλογική ~ (πβ. φούσκα). Η ~ της εξουσίας/του πλούτου (βλ. επίφαση). Ο κόσμος των ~ήσεων. Η κατάρρευση/το τέλος των ~ήσεων. Δημιουργείται/καλλιεργείται η ~ ότι ... Ζει με την ~ ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Δίνει/συντηρεί την ~ της ασφάλειας. Μην έχεις/τρέφεις ~ήσεις (= αυταπάτες· βλ. χτίζει στον αέρα)! Πβ. φρεναπάτη, χίμαιρα. 2. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. ψευδής αισθητηριακή αντίληψη που δημιουργείται χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματικό εξωτερικό ερέθισμα: ακουστική/οπτική (= οφθαλμαπάτη· βλ. οπτασία, όραμα) ~. Υπναγωγικές ~ήσεις. Πβ. παραίσθηση. Βλ. ντεζαβού, ονειρισμός, σχιζοφρένεια, τρομώδες παραλήρημα, ψευδαισθησιογόνα, ψυχεδέλεια.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Η ~ της κίνησης (βλ. κινούμενα σχέδια, μαύρο θέατρο, οπ αρτ). [< γαλλ. hallucination]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.