Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6380-6400]


  • απληροφόρητος , η, ο [ἀπληροφόρητος] α-πλη-ρο-φό-ρη-τος επίθ.: ανενημέρωτος: ~ο: κοινό. Επιστημονικά/πολιτικά ~ (πβ. ανίδεος). Παραμένουν εντελώς άσχετοι και ~οι για την πορεία των πραγμάτων. ΣΥΝ. ακατατόπιστος ΑΝΤ. ενήμερος (1), πληροφορημένος [< μτγν. ἀπληροφόρητος 'ανικανοποίητος', γαλλ. non informé]
  • απληρωσιά [ἀπληρωσιά] α-πλη-ρω-σιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): κατάσταση κατά την οποία μένει κάποιος απλήρωτος.
  • απλήρωτος , η, ο [ἀπλήρωτος] α-πλή-ρω-τος επίθ. 1. που δεν έχει εξοφληθεί: ~ος: λογαριασμός. ~η: δόση/επιταγή. ~ο: γραμμάτιο/δάνειο/ποσό/χρέος. ~α: ασφάλιστρα/πρόστιμα. Έχει ~ο το νοίκι. Η συναλλαγματική επεστράφη ~η κατά τη λήξη της. ΣΥΝ. ανεξόφλητος (1) ΑΝΤ. εξοφλημένος, πληρωμένος (1) 2. που δεν έχει πληρωθεί τα δεδουλευμένα: ~η: εργασία. ~ες: υπερωρίες. Οι εργαζόμενοι είναι/παραμένουν για μήνες ~οι. 3. (σπάν.-λόγ.) που δεν έχει συμπληρωθεί, κενός: H μία από τις δύο θέσεις παρέμεινε ~η. [< 1,2: μεσν. απλήρωτος 3: μτγν. ἀπλήρωτος]
  • απλησίαστος , η, ο [ἀπλησίαστος] α-πλη-σί-α-στος επίθ. 1. απρόσιτος: (για πρόσ.) αμίλητος/αυστηρός/ψυχρός και ~. Πβ. απόμακρος.|| (για τόπο) ~η: βουνοκορφή/πλαγιά. ΑΝΤ. προσιτός (2) 2. πανάκριβος: ~α: ενοίκια. ~ες οι εξοχικές κατοικίες! Οι τιμές παραμένουν ~ες για το μέσο βαλάντιο. 3. που είναι δύσκολο να επιτευχθεί: ~ο: όνειρο. Ανέφικτος και ~ στόχος.|| ~ο: ρεκόρ. Πβ. άφθαστος. [< μτγν. ἀπλησίαστος]
  • απληστία [ἀπληστία] α-πλη-στί-α ουσ. (θηλ.) 1. ακόρεστη επιθυμία, πάθος για κάτι και ειδικότ. υπερβολική και αγωνιώδης αναζήτηση οικονομικού κυρ. κέρδους: επιχειρηματική ~. Φιλαργυρία και ~. Η ~ των τραπεζών. ~ για δόξα/δύναμη/χρήματα. Πβ. αδηφαγία, πλεονεξία.|| (μτφ.) Διάβαζε με ~ όποιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια του. Πβ. λαιμαργία. ΑΝΤ. αφιλοκέρδεια, ολιγάρκεια 2. ΠΛΗΡΟΦ. εύρεση της βέλτιστης λύσης (από αλγόριθμο). Βλ. άπληστος αλγόριθμος. [< 1: αρχ. ἀπληστία 2: αγγλ. greed]
  • άπληστος , η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]
  • απλίκα [ἀπλίκα] α-πλί-κα ουσ. (θηλ.): φωτιστικό στερεωμένο σε τοίχο: ~ εξωτερικού/εσωτερικού χώρου. ~ από αλουμίνιο/κρύσταλλο. Βλ. αμπαζούρ, πλαφονιέρα.|| (κατ' επέκτ.) ~ες οροφής. [< γαλλ. applique]
  • απλικατέρ [ἀπλικατέρ] α-πλι-κα-τέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: συσκευασία ή εξάρτημα με το οποίο απλώνεται ρευστή συνήθ. καλλυντική ουσία: πινέλο ~. Βαφή με ~.|| Μπουκάλι με ~ (: εξάρτημα εφαρμογής). [< γαλλ. applicateur]
  • απλικέ [ἀπλικέ] α-πλι-κέ επίθ./ουσ. {άκλ.}: διακοσμητικό σχέδιο ή αντικείμενο που ράβεται πάνω σε ύφασμα: ~ λογότυπος/μοτίβα. Ρούχο με ~ κέντημα/φιόγκο/χάντρες. [< γαλλ. appliqué]
  • απλο- & απλό- α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει 1. απλότητα: απλο-ποιώ. 2. άνεση, γενναιοδωρία: απλό-χωρος.|| Απλο-χέρης (πβ. ανοιχτο-).
  • απλογράφηση [ἁπλογράφηση] α-πλο-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. ορθογραφική απλοποίηση, κυρ. των ξένων λέξεων, βάσει του φωνητικού αλφαβήτου: π.χ. Σοσίρ, αντί Σωσσύρ < γαλλ. Saussure. Βλ. αντιστρεψιμότητα.
  • απλογραφία [ἁπλογραφία] α-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. μέθοδος λογιστικής καταχώρισης, κατά την οποία κάθε λογιστικό γεγονός εγγράφεται σε έναν μόνο αναλυτικό λογαριασμό. Βλ. διπλογραφία. 2. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη παράλειψη ενός από δύο όμοιους φθόγγους ή μιας από δύο συνεχόμενες ίδιες συλλαβές κατά την αντιγραφή κειμένων. Βλ. -γραφία, διττογραφία. [< 1: γαλλ. comptabilité (en partie) simple 2: γερμ. Haplographie, αγγλ. haplography]
  • απλογραφικός , ή, ό [ἁπλογραφικός] α-πλο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με την απλογραφία: ~ός: λογαριασμός. ~ή: μέθοδος (καταγραφής). ~ό: σύστημα (εγγραφών). ~ά: βιβλία (εσόδων). Βλ. διπλογραφικός. ● επίρρ.: απλογραφικά
  • απλοειδής , ής, ές [ἁπλοειδής] α-πλο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΛ. για πυρήνα κυττάρου ή οργανισμό στο γενετικό υλικό του οποίου το κάθε χρωμόσωμα αντιπροσωπεύεται μία μόνο φορά: ~ής: αλληλουχία. ~ή: γονιδιώματα. Βλ. διπλοειδής, -ειδής. [< μτγν. ἁπλοειδής 'απλός', αγγλ. haploid, 1908, γαλλ. haploïde, 1911]
  • απλοελληνική [ἁπλοελληνική] α-πλο-ελ-λη-νι-κή ουσ. (θηλ.) & απλοελληνικά (τα) 1. ΓΛΩΣΣ. (κυρ. παλαιότ.) (με αναφορά στη δημοτική) απλή, κατανοητή μορφή της ελληνικής γλώσσας. Βλ. καθαρεύουσα, νεοελληνική. 2. απλουστευμένη έκφραση ως επεξήγηση σε λέξεις ή φράσεις του απαιτητικού λεξιλογίου: (ειρων.) Ποιεί την νήσσαν, στην ~ (= σε απλά ελληνικά, κοινώς, κατά το κοινώς λεγόμενο) κάνει την πάπια.
  • απλοϊκός , ή, ό [ἁπλοϊκός] α-πλο-ϊ-κός επίθ. 1. αγαθός, αφελής: (για πρόσ.) αθώος, ~ χωρικός. Πβ. αγνός, απονήρευτος.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~οί και άξεστοι/γραφικοί άνθρωποι. Πβ. ανόητος, κουτός. 2. επιφανειακός, ρηχός: ~ός: λόγος/ορισμός. ~ή: απάντηση/προσέγγιση/σκέψη. ~οί: συλλογισμοί. ~ές: απόψεις/ερμηνείες. Πβ. (υπερ)απλουστευτικός, επιπόλαιος. ● επίρρ.: απλοϊκά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἁπλοϊκός, γαλλ. simple]
  • απλοϊκότητα [ἁπλοϊκότητα] α-πλο-ϊ-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του απλοϊκού. Πβ. αγαθότητα, αθωότητα, αφέλεια.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ των επιχειρημάτων (: ρηχότητα). Πβ. απλότητα, υπεραπλούστευση. [< γαλλ. simplicité]
  • απλολογία [ἁπλολογία] α-πλο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σύμπτυξη μιας λέξης με αποβολή ενός ή περισσότερων όμοιων ή παρόμοιων συνεχόμενων φθόγγων ή συλλαβών: π.χ. αθλ(ητ)ίατρος, αστρ(απ)οπελέκι. Βλ. ανομοίωση, -λογία. [< γαλλ. haplologie, 1908, γερμ. Haplologie, αγγλ. haplology]
  • απλοποίηση [ἁπλοποίηση] α-πλο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται απλούστερο και κατ' επέκτ. ευκολότερο και το αντίστοιχο αποτέλεσμα: ~ των εργασιών/των θεσμών/των κανόνων/της νομοθεσίας. Τεχνικές ~ης. Πβ. απλούστευση|| (MΑΘ.) ~ κλάσματος/λογικών συναρτήσεων/παράστασης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Ορθογραφική/τονική ~. ~ των κλιτικών σχημάτων. 2. ΓΡΑΜΜ. σίγηση φθόγγου που ανήκει σε σύμπλεγμα, κυρ. για διευκόλυνση της προφοράς: π.χ. νύφη < νύμφη, απόγεμα < απόγευμα.|| Η ~ των διπλών συμφώνων στην ελληνιστική κοινή. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. simplification]
  • απλοποιητικός , ή, ό [ἁπλοποιητικός] α-πλο-ποι-η-τι-κός επίθ.: που απλοποιεί: ~ός: μηχανισμός. ~ή: μέθοδος/υπόθεση. ~ό: ερώτημα/μοντέλο/σχήμα. Βλ. -ποιητικός. ΣΥΝ. απλουστευτικός ● επίρρ.: απλοποιητικά [< γαλλ. simplificateur]

αμπαζούρ

αμπαζούρ [ἀμπαζούρ] α-μπα-ζούρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: προστατευτικό ή διακοσμητικό κάλυμμα λάμπας που περιορίζει και κατευθύνει το φως κυρ. προς τα κάτω· κατ' επέκτ. ολόκληρο το φωτιστικό. Πβ. επιτραπέζια λάμπα, καπέλο, πορτατίφ. [< γαλλ. abat-jour]

ανομοίωση

ανομοίωση [ἀνομοίωση] α-νο-μοί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. επίδραση (αποβολή ή μεταβολή) που ασκεί ένας φθόγγος στην άρθρωση άλλου γειτονικού, αρθρωτικά συγγενούς (π.χ. γλήγορα < γρήγορα): (αρχ. ελλην.) ~ των δασέων (λ.χ. *θρέχω > τρέχω). Βλ. πάθη φωνηέντων. [< αρχ. ἀνομοίωσις, γαλλ. dissimilation, γερμ. Dissimilation]

αντιστρεψιμότητα

αντιστρεψιμότητα [ἀντιστρεψιμότητα] α-ντι-στρε-ψι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) η ιδιότητα του αντιστρέψιμου: ~ ενεργειών/πράξεων. Η μη ~ των γεγονότων/του χρόνου. (ΨΥΧΟΛ.-ΠΑΙΔΑΓ.) Η ~ της σκέψης. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αναστρεψιμότητα (1), αντιστρεπτότητα 2. ΓΛΩΣΣ. δυνατότητα αναγωγής μέσω της γραφής μιας λέξης, συνήθ. κύριου ονόματος, στη μορφή της αντίστοιχης ξένης λέξης: η αρχή της ~ας (π.χ. Σωσσύρ < γαλλ. Saussure. Βλ. απλογράφηση). [< αγγλ. reversibility, γαλλ. réversibilité]

άπληστος

άπληστος, η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

διπλογραφία

διπλογραφία δι-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΙΣΤ. καταχώρηση συναλλαγής με εγγραφή της πιστωτικής και της αντίστοιχης χρεωστικής κίνησης. Βλ. απλογραφία, -γραφία. [< γαλλ. tenue des livres en partie double]

διπλογραφικός

διπλογραφικός, ή, ό δι-πλο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τη διπλογραφία: ~ό: σύστημα. ~ά: λογιστικά βιβλία.

διπλοειδής

διπλοειδής, ής, ές δι-πλο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΛ. για κύτταρο που το γονιδίωμά του βρίσκεται σε δύο αντίγραφα: οργανισμός με ~ή αριθμό χρωμοσωμάτων. Βλ. αλληλόμορφο (γονίδιο), απλοειδής, -ειδής. [< γαλλ. diploïde, 1931, αγγλ. diploid, 1908]

καθαρεύουσα

καθαρεύουσα κα-θα-ρεύ-ου-σα ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΛΩΣΣ. τεχνητή μορφή της νεοελληνικής γλώσσας, κυρ. της γραπτής, που βασίστηκε σε αρχαϊκότερα και λόγια στοιχεία και χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους μέχρι το 1976: κατάργηση/υποστηρικτές της ~ας. Σε απλή/αυστηρή ~. Πβ. αρχαΐζουσα. Βλ. γλωσσικό (ζήτημα), δημοτική, διμορφία, καθομιλουμένη. [< μτγν. καθαρεύουσα, θηλ. της μτχ. εν. του ρ. καθαρεύω ‘χρησιμοποιώ καθαρή γλώσσα’, γαλλ. idiome épuré, γερμ. Reinsprache, αγγλ. katharev(o)usa, 1936]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιητικός

-ποιητικός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.