Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6400-6420]


  • απλοποιώ [ἁπλοποιῶ] α-πλο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {απλοποι-είς ..., -ώντας | απλοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. κάνω κάτι απλούστερο και κατ' επέκτ. ευκολότερο: Υπολογιστικό πρόγραμμα που ~εί (= διευκολύνει) και επιταχύνει την εκτέλεση εργασιών. Το κείμενο ~ήθηκε και έγινε σαφέστερο. ~ημένες: διαδικασίες/έννοιες. Πβ. απλουστεύω. ΑΝΤ. περιπλέκω.|| (ΜΑΘ.) ~ημένη: παράσταση/συνάρτηση. ~ημένο: κλάσμα (βλ. ανάγωγο). Βλ. -ποιώ. 2. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. μεσοπαθ.} για φθόγγο ενός συμπλέγματος που σιγάται για διευκόλυνση της άρθρωσης ή της γραφής: ~ημένη ορθογραφία. [< γαλλ. simplifier]
  • απλός , ή, ό [ἁπλός] α-πλός επίθ. {απλούστ-ερος, -ατος} 1. που είναι εύκολος στην κατανόηση ή την εκτέλεση, την εφαρμογή, τη χρήση: ~ός: ορισμός/συλλογισμός. ~ή: άσκηση/εξήγηση/λύση/μέθοδος. ~ό: κείμενο (πβ. βατό, εύληπτο)/παράδειγμα/σκεπτικό (πβ. κατανοητό). ~ές: κουβέντες/οδηγίες/συμβουλές. Σε ~ά ελληνικά/με ~ά λόγια ... Με ~ά μαθηματικά ... Ένα κι ένα κάνουν δύο, ~ά πράγματα (: για κάτι προφανές, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη). Για τον ~ατο λόγο ότι ... ΑΝΤ. ακατανόητος.|| ~ός: μηχανισμός/τρόπος. ~ή: κατασκευή/συσκευή (πβ. εύχρηστη. ΑΝΤ. δύσχρηστη). ~ό, γρήγορο φαγητό. ~ές συνταγές μαγειρικής. Η εγκυμοσύνη δεν είναι ~ή υπόθεση. Δεν είναι ~ό πράγμα να ... Δεν είναι τόσο ~ό όσο φαίνεται! Είναι πολύ ~ό αυτό που σου ζητάω. (ως ουσ.) Μη βιάζεσαι, ξεκίνα από τα ~ά! ΑΝΤ. περίπλοκος, πολύπλοκος 2. συνηθισμένος, τυπικός, κοινός: Ο ~ άνθρωπος (πβ. του λαού, βλ. απλοϊκός)/καταναλωτής/κόσμος (πβ. ανώνυμος) δεν θα σκεφτεί έτσι (πβ. μέσος). Οι μικρές, ~ές (πβ. καθημερινές) απολαύσεις.|| (χωρίς αρμοδιότητα, εξουσία ή αξίωμα:) ~ός: παπάς/πολίτης/στρατιώτης (ΑΝΤ. αξιωματικός, βαθμοφόρος)/(ΝΟΜ.) συνεργός (βλ. αυτουργός, εγκέφαλος)/υπάλληλος/(ΔΙΑΔΙΚΤ.) χρήστης (βλ. αντμινιστρέιτορ). ~ό: μέλος. Παραμένει ~ θεατής των εξελίξεων (: δεν αντιδρά· πβ. απαθής).|| ~ή: (τηλεφωνική) γραμμή (πβ. αναλογική)/διαδρομή (ΑΝΤ. αλέ-ρετούρ)/(ιατρική) εξέταση/επέμβαση (= ρουτίνας). ~ό: γράμμα/δέμα (ΑΝΤ. εξπρές, συστημένο)/εισιτήριο (ΑΝΤ. μειωμένο, μετ' επιστροφής). Η δουλειά σου θα γίνει με μια ~ή αίτηση(/εξουσιοδότηση)/ένα ~ό τηλεφώνημα (: χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες). ~ή παράκληση, όχι απαίτηση ... Μην παρεξηγείσαι, είναι μόνο μια ~ή διαπίστωση/παρατήρηση/υπενθύμιση! Πρόκειται για ~ή σύμπτωση/συνωνυμία/τύχη (ΣΥΝ. καθαρή, σκέτη). Η ~ή λογική λέει ότι ... (πβ. κοινός νους). 3. στοιχειώδης, βασικός: ~ή: δομή. ~ές: (ΒΙΟΛ.) μορφές ζωής (πβ. κατώτερες, πρώτες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή πρόταση (: χωρίς προσδιορισμούς). ~ές και σύνθετες λέξεις.|| ~ή: (ΔΙΑΔΙΚΤ.) αναζήτηση (ΑΝΤ. πολλαπλή)/διόρθωση κειμένου (: χωρίς επιμέλεια). ΑΝΤ. σύνθετος. 4. απέριττος, λιτός· φυσικός: ~ή: διακόσμηση (πβ. διακριτική, ΑΝΤ. βαριά). ~ό: γούστο/διαμέρισμα/ντύσιμο (βλ. μοντέρνο, σινιέ, σπορ). ~ά: ρούχα.|| ~ή: γλώσσα (πβ. άμεση)/γραφή. ~ό: ύφος. ΣΥΝ. ανεπιτήδευτος. ΑΝΤ. πομπώδης.|| ~ή: διατροφή (πβ. υγιεινή)/ζωή/συμπεριφορά. ~οί: τρόποι. (για πρόσ.) Παρά τις επιτυχίες, παραμένει ~ (πβ. αυθόρμητος, γνήσιος, σεμνός. ΑΝΤ. ακατάδεκτος, αλαζόνας). ΑΝΤ. εξεζητημένος, επιτηδευμένος 5. ΧΗΜ. που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο ή μία ένωση: ~ό: σώμα.|| ~ός: δεσμός (π.χ. άνθρακα-υδρογόνου. ΑΝΤ. διπλός). ● επίρρ.: απλά 1. με απλό τρόπο: Ζει/ντύνεται/συμπεριφέρεται ~. Γράφει/μιλάει ~ και κατανοητά. Βρείτε αυτό που ψάχνετε γρήγορα/εύκολα και ~! Σηκώθηκε και έφυγε, έτσι/τόσο ~! 2. (καταχρ.) μόνο: ~ νομίζω ότι … Είμαι όχι ~ ικανοποιημένος, αλλά ενθουσιασμένος. Θα ερχόμουν, ~ (= αλλά) κάτι μου έτυχε. Δεν ξέχασα να σου τηλεφωνήσω, ~ δεν πρόλαβα. Πβ. απλώς. || (εμφατ.) ~ και μόνο. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή δυσφήμιση βλ. δυσφήμιση, απλή/σχετική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία ● ΦΡ.: είναι πολύ/τόσο απλό (εμφατ.): για να δηλωθεί η απλότητα, η ευκολία ενός πράγματος: ~ ~, δεν το σκέφτηκες; ΣΥΝ. αυτό είν' όλο, η απλή μέθοδος των τριών βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. απλός 2: γαλλ.-αγγλ. simple]
  • απλότητα [ἁπλότητα] α-πλό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ευκολία στην κατανόηση ή τον χειρισμό: ~ και σαφήνεια εννοιών.|| ~ της δομής/κατασκευής. ~ και λειτουργικότητα στην εφαρμογή/χρήση. ΑΝΤ. περιπλοκότητα, πολυπλοκότητα (2) 2. μέτρο, φυσικότητα: ~ στην αρχιτεκτονική (βλ. μεγαλοπρέπεια)/στη διακόσμηση (πβ. μινιμαλισμός)/στο ντύσιμο (ΑΝΤ. εκζήτηση, υπερβολή)/στον σχεδιασμό.|| ~ στη ζωή (βλ. επιδεικτικότητα)/στη συμπεριφορά (πβ. αυθορμητισμός)/στους τρόπους. Το μεγαλείο της ~ας. Η ~ των εκφραστικών μέσων (πβ. λιτότητα)/του ύφους (πβ. αμεσότητα). Μιλά με (ανεπιτήδευτη) ~, χωρίς επιτήδευση. Βλ. -ότητα. [< αρχ. ἁπλότης, γαλλ. simplicité]
  • απλότυπος [ἁπλότυπος] α-πλό-τυ-πος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ύπου}: ΒΙΟΛ. κάθε σύνολο αλληλόμορφων γονιδίων· το γενετικό υλικό που κληρονομείται από τον κάθε γονέα. Βλ. γονό-, φαινό-τυπος. [< αγγλ. haplotype, 1967]
  • απλούστατα [ἁπλούστατα] α-πλού-στα-τα επίρρ. {υπερθ.} (εμφατ.): πάρα πολύ απλά: Δεν ήρθε, γιατί ~ αδιαφορεί. ● βλ. απλώς
  • απλούστερος , η, ο βλ. απλός
  • απλούστευση [ἁπλούστευση] α-πλού-στευ-ση ουσ. (θηλ.) : απλοποίηση: (κυρ. επίσ.) ~ των διατάξεων/των διατυπώσεων/των συναλλαγών. ~ και διασαφήνιση του κειμένου/επίσπευση των διαδικασιών. Προσπάθεια ~ης των κανόνων.|| (ΓΡΑΜΜ.) Ορθογραφικές ~εύσεις.|| (στον πληθ., συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Επικίνδυνες/λαϊκίστικες ~εύσεις. Κάνεις ~εύσεις (βλ. γενικεύσεις). Πβ. υπερ~. [< γαλλ. simplification]
  • απλουστευτικός , ή, ό [ἁπλουστευτικός] α-πλου-στευ-τι-κός επίθ.: που παρουσιάζει ένα περίπλοκο θέμα με επιφανειακό τρόπο ή σπανιότ. που καθιστά κάτι πιο απλό: (αρνητ. συνυποδ.) ~ή: ανάλυση/απάντηση/εικόνα/θεώρηση/λογική/προσέγγιση. ~ό: επιχείρημα. ~ές: γενικεύσεις/ερμηνείες. ~ά: παραδείγματα/συμπεράσματα. Εξαιρετικά ~οί και παραπλανητικοί ισχυρισμοί. Πβ. σχηματικός, υπερ~.|| ~ές: διαδικασίες. Πβ. απλοποιητικός. ● επίρρ.: απλουστευτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. simplificateur]
  • απλουστεύω [ἁπλουστεύω] α-πλου-στεύ-ω ρ. (μτβ.) {απλούστευ-σα, -σει, -θηκε κ. -τηκε, -θεί κ. -τεί, -οντας, -μένος}: καθιστώ κάτι απλούστερο, απλοποιώ: Συσκευές που ~ουν (= διευκολύνουν) τη ζωή.|| ~μένη: γλώσσα (πβ. απλή, κατανοητή). Κείμενο σε ~μένη μορφή. Πβ. εκλαϊκεύω. Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. δυσκολεύω (1) [< γαλλ. simplifier]
  • απλοχέρης [ἁπλοχέρης] α-πλο-χέ-ρης επίθ./ουσ. {απλοχέρ-ηδες | σπανιότ. θηλ. απλοχέρα} (προφ.) 1. που ξοδεύει με γενναιοδωρία, ανοιχτοχέρης. ΣΥΝ. απλόχερος, χουβαρντάς ΑΝΤ. σφιχτοχέρης, τσιγκούνης, τσιφούτης 2. (αρνητ. συνυποδ.) που έχει την τάση να κλέβει. ΣΥΝ. μακρυχέρης (1) [< μεσν. απλοχέρης]
  • απλοχεριά [ἁπλοχεριά] α-πλο-χε-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.): η ιδιότητα του απλοχέρη· γενναιοδωρία: Δίνει/προσφέρει στους άλλους με ~. (ειρων.) Μοίρασαν τις επιχορηγήσεις με περισσή ~. ΣΥΝ. γαλαντομία, χουβαρνταλίκι [< μεσν. απλοχεριά]
  • απλόχερος , η, ο [ἁπλόχερος] α-πλό-χε-ρος επίθ. : που χαρακτηρίζεται από απλοχεριά, γενναιόδωρος: (για πρόσ.) ~ με όλους. (ειρων.) ~ στις υποσχέσεις. Πβ. κιμπάρης. ΑΝΤ. τσιγκούνης, τσιφούτης.|| ~η: βοήθεια/προσφορά/φιλοξενία. ~o: χαμόγελο/χειροκρότημα (ΑΝΤ. χλιαρό). Η φύση υπήρξε/φάνηκε ~η μαζί της. (ειρων.) ~ες: παροχές (ΑΝΤ. φειδωλές). ● επίρρ.: απλόχερα: Δίνει/χαρίζει την αγάπη του ~. ΣΥΝ. αβέρτα (1), αφειδώς
  • απλοχωριά [ἁπλοχωριά] α-πλο-χω-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.-λογοτ.): άνεση χώρου, ευρυχωρία. Πβ. άπλα, απλωσιά. [< μεσν. ἁπλοχωριά]
  • απλόχωρος , η, ο [ἁπλόχωρος] α-πλό-χω-ρος επίθ. (προφ.-λογοτ.): που έχει άνεση χώρου, άπλα: ~η: αίθουσα/πλατεία. Άνετα/μεγάλα και ~α δωμάτια. Πβ. ευρύχωρος. ΑΝΤ. στενόχωρος (1) ● επίρρ.: απλόχωρα [< μεσν. απλόχωρος]
  • απλυσιά [ἀπλυσιά] α-πλυ-σιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): η ιδιότητα του άπλυτου: μπόχα και ~. Βλ. μπίχλα. [< μτγν. ἀπλυσία]
  • άπλυτος , η, ο [ἄπλυτος] ά-πλυ-τος επίθ.: που δεν έχει πλυθεί· κατ' επέκτ. βρόμικος: (για πρόσ.) ~ και αξύριστος/αχτένιστος.|| ~α: πιάτα/ποτήρια/ρούχα. Μαλλιά ~α και μπερδεμένα. Μην τρως με ~α χέρια! ΑΝΤ. πλυμένος ● Ουσ.: άπλυτα (τα): ρούχα για πλύσιμο: καλάθι των απλύτων/για τα ~. Βάζω τα ~ στο πλυντήριο. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2 [< αρχ. ἄπλυτος]
  • άπλωμα [ἅπλωμα] ά-πλω-μα ουσ. (ουδ.) {απλώμ-ατος} (προφ.) 1. η διαδικασία του απλώνω: ~ της μπουγάδας/των ρούχων. Σχοινί ~ατος.|| ~ της σταφίδας/του τραχανά (στον ήλιο).|| ~ των διχτυών (ΑΝΤ. μάζεμα). ~ του σεντονιού (πβ. ξεδίπλωμα)/τραπεζομάντιλου (πβ. στρώσιμο).|| ~ της κρέμας/πούδρας (στο πρόσωπο). Πβ. επάλειψη.|| Μπορείς να το πιάσεις μ' ένα ~ του χεριού (πβ. τέντωμα). 2. (μτφ.) επέκταση, διεύρυνση: ~ των κινητοποιήσεων (βλ. κλιμάκωση). 3. ανοιχτή έκταση: πόλη χτισμένη σε ~. Πβ. απλωσιά, πλάτωμα. [< μτγν. ἅπλωμα]
  • απλώνω [ἁπλώνω] α-πλώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άπλω-σα, απλώ-θηκα, -μένος, απλών-οντας} 1. ανοίγω, ξεδιπλώνω, τεντώνω, τοποθετώ δίπλα δίπλα, στρώνω: ~ την πετσέτα/ψάθα στην αμμουδιά. ~ το τραπεζομάντιλο στο τραπέζι. ~ τον χάρτη πάνω στο γραφείο.|| ~ τα πόδια μου να ξεμουδιάσουν. ~σε το χέρι (: για χειραψία, για βοήθεια). Έτρεξε να μ' αγκαλιάσει με ~μένα χέρια. Το δέντρο ~ει τις ρίζες του στο έδαφος.|| ~ το εμπόρευμα/την πραμάτεια (στο πεζοδρόμιο). Βλ. αραδιάζω. ΑΝΤ. μαζεύω.|| ~ βούτυρο/μαρμελάδα στη φρυγανιά/στο ψωμί (= αλείφω). Να ~ετε ομοιόμορφα την κρέμα στο πρόσωπο (πβ. επαλείφω). 2. αφήνω κάτι στον ήλιο ή στον αέρα, για να στεγνώσει ή να ξεραθεί: ~ (την) μπουγάδα.|| ~ουν τα σύκα. ● Παθ.: απλώνεται 1. (επ)εκτείνεται: Ο κάμπος ~ (= ξανοίγεται) μπροστά μας. Η πόλη ~θηκε προς τη θάλασσα.|| Ο καπνός/η μυρωδιά/η ομίχλη/η φωτιά ~θηκε (= εξαπλώθηκε) σ' όλη την περιοχή.|| Ο λεκές/το μελάνι ~θηκε στο ρούχο/στο ύφασμα/στο χαρτί.|| Η επιχείρησή του ~θηκε και στις γειτονικές χώρες.|| (μτφ.) Η ζωή ~ (= ανοίγεται) μπροστά σου. Μόλις έμαθαν το νέο, ~θηκε (= έπεσε) σιωπή ανάμεσά τους. 2. διαδίδεται: Η φήμη του ~θηκε παντού. ● ΦΡ.: απλώνω χέρι (προφ.) 1. κλέβω, παίρνω κάτι που δεν επιτρέπεται: ~σε ~ στις εισπράξεις. Πβ. βουτώ, σουφρώνω.|| Ποιο παιδί ~σε ~ στο γλυκό; 2. χτυπώ κάποιον: Αν ~σεις ~ πάνω μου, χάθηκες! Πβ. σηκώνω χέρι. 3. αγγίζω κάποιον με ερωτική διάθεση χωρίς τη θέλησή του: Δεν έχω ~σει ~ πάνω της. Πβ. βάζω χέρι, πασπατεύω, χουφτώνω., ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, απλώνω/τεντώνω την αρίδα/τις αρίδες μου βλ. αρίδα, έχει απλωμένο τραχανά βλ. τραχανάς [< μεσν. απλώνω]
  • απλώς [ἁπλῶς] α-πλώς επίρρ. (λόγ.) 1. μόνο: Το γεγονός ήταν ~ η αφορμή. ~ πιστεύω ότι … Μην εκνευρίζεσαι, ~ μια ερώτηση έκανα! Ό,τι έγινε ήταν μελετημένο, όχι ~ και ως έτυχε! (εμφατ.) Είναι ~ υπέροχος!|| (επιδοτικά:) Όχι ~ καλά, πολύ καλά! Δεν πρόκειται ~ για επιστήμονα, αλλά για ιδιοφυΐα!|| (επεξηγηματικά:) Δεν ερμηνεύω, ~ παραθέτω τα στοιχεία. Δεν συνέβη τίποτε σοβαρό· ~ μια παρεξήγηση. 2. (ως αντιθετικός σύνδ.) μόνο (που), όμως, αλλά: Δεν είπα ψέματα, ~ δεν είπα όλη την αλήθεια. Θα του μιλούσα, ~ δεν έτυχε να τον συναντήσω. Πβ. απλά. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, απλώς/εική και ως έτυχε βλ. τυγχάνω ● βλ. απλούστατα [< αρχ. ἁπλῶς, γαλλ. simplement]
  • απλωσιά [ἁπλωσιά] α-πλω-σιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. ανοιχτή έκταση· ευρυχωρία: λόφοι/πεδιάδες και ~ιές. Πβ. πλάτωμα.|| H ~ της αμμουδιάς. Αυλή με μεγάλη ~. Πβ. άπλα, απλοχωριά. 2. (σπάν.-περιληπτ.) απλωμένα ρούχα. [< μεσν. απλωσία]

απλός

απλός, ή, ό [ἁπλός] α-πλός επίθ. {απλούστ-ερος, -ατος} 1. που είναι εύκολος στην κατανόηση ή την εκτέλεση, την εφαρμογή, τη χρήση: ~ός: ορισμός/συλλογισμός. ~ή: άσκηση/εξήγηση/λύση/μέθοδος. ~ό: κείμενο (πβ. βατό, εύληπτο)/παράδειγμα/σκεπτικό (πβ. κατανοητό). ~ές: κουβέντες/οδηγίες/συμβουλές. Σε ~ά ελληνικά/με ~ά λόγια ... Με ~ά μαθηματικά ... Ένα κι ένα κάνουν δύο, ~ά πράγματα (: για κάτι προφανές, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη). Για τον ~ατο λόγο ότι ... ΑΝΤ. ακατανόητος.|| ~ός: μηχανισμός/τρόπος. ~ή: κατασκευή/συσκευή (πβ. εύχρηστη. ΑΝΤ. δύσχρηστη). ~ό, γρήγορο φαγητό. ~ές συνταγές μαγειρικής. Η εγκυμοσύνη δεν είναι ~ή υπόθεση. Δεν είναι ~ό πράγμα να ... Δεν είναι τόσο ~ό όσο φαίνεται! Είναι πολύ ~ό αυτό που σου ζητάω. (ως ουσ.) Μη βιάζεσαι, ξεκίνα από τα ~ά! ΑΝΤ. περίπλοκος, πολύπλοκος 2. συνηθισμένος, τυπικός, κοινός: Ο ~ άνθρωπος (πβ. του λαού, βλ. απλοϊκός)/καταναλωτής/κόσμος (πβ. ανώνυμος) δεν θα σκεφτεί έτσι (πβ. μέσος). Οι μικρές, ~ές (πβ. καθημερινές) απολαύσεις.|| (χωρίς αρμοδιότητα, εξουσία ή αξίωμα:) ~ός: παπάς/πολίτης/στρατιώτης (ΑΝΤ. αξιωματικός, βαθμοφόρος)/(ΝΟΜ.) συνεργός (βλ. αυτουργός, εγκέφαλος)/υπάλληλος/(ΔΙΑΔΙΚΤ.) χρήστης (βλ. αντμινιστρέιτορ). ~ό: μέλος. Παραμένει ~ θεατής των εξελίξεων (: δεν αντιδρά· πβ. απαθής).|| ~ή: (τηλεφωνική) γραμμή (πβ. αναλογική)/διαδρομή (ΑΝΤ. αλέ-ρετούρ)/(ιατρική) εξέταση/επέμβαση (= ρουτίνας). ~ό: γράμμα/δέμα (ΑΝΤ. εξπρές, συστημένο)/εισιτήριο (ΑΝΤ. μειωμένο, μετ' επιστροφής). Η δουλειά σου θα γίνει με μια ~ή αίτηση(/εξουσιοδότηση)/ένα ~ό τηλεφώνημα (: χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες). ~ή παράκληση, όχι απαίτηση ... Μην παρεξηγείσαι, είναι μόνο μια ~ή διαπίστωση/παρατήρηση/υπενθύμιση! Πρόκειται για ~ή σύμπτωση/συνωνυμία/τύχη (ΣΥΝ. καθαρή, σκέτη). Η ~ή λογική λέει ότι ... (πβ. κοινός νους). 3. στοιχειώδης, βασικός: ~ή: δομή. ~ές: (ΒΙΟΛ.) μορφές ζωής (πβ. κατώτερες, πρώτες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή πρόταση (: χωρίς προσδιορισμούς). ~ές και σύνθετες λέξεις.|| ~ή: (ΔΙΑΔΙΚΤ.) αναζήτηση (ΑΝΤ. πολλαπλή)/διόρθωση κειμένου (: χωρίς επιμέλεια). ΑΝΤ. σύνθετος. 4. απέριττος, λιτός· φυσικός: ~ή: διακόσμηση (πβ. διακριτική, ΑΝΤ. βαριά). ~ό: γούστο/διαμέρισμα/ντύσιμο (βλ. μοντέρνο, σινιέ, σπορ). ~ά: ρούχα.|| ~ή: γλώσσα (πβ. άμεση)/γραφή. ~ό: ύφος. ΣΥΝ. ανεπιτήδευτος. ΑΝΤ. πομπώδης.|| ~ή: διατροφή (πβ. υγιεινή)/ζωή/συμπεριφορά. ~οί: τρόποι. (για πρόσ.) Παρά τις επιτυχίες, παραμένει ~ (πβ. αυθόρμητος, γνήσιος, σεμνός. ΑΝΤ. ακατάδεκτος, αλαζόνας). ΑΝΤ. εξεζητημένος, επιτηδευμένος 5. ΧΗΜ. που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο ή μία ένωση: ~ό: σώμα.|| ~ός: δεσμός (π.χ. άνθρακα-υδρογόνου. ΑΝΤ. διπλός). ● επίρρ.: απλά 1. με απλό τρόπο: Ζει/ντύνεται/συμπεριφέρεται ~. Γράφει/μιλάει ~ και κατανοητά. Βρείτε αυτό που ψάχνετε γρήγορα/εύκολα και ~! Σηκώθηκε και έφυγε, έτσι/τόσο ~! 2. (καταχρ.) μόνο: ~ νομίζω ότι … Είμαι όχι ~ ικανοποιημένος, αλλά ενθουσιασμένος. Θα ερχόμουν, ~ (= αλλά) κάτι μου έτυχε. Δεν ξέχασα να σου τηλεφωνήσω, ~ δεν πρόλαβα. Πβ. απλώς. || (εμφατ.) ~ και μόνο. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή δυσφήμιση βλ. δυσφήμιση, απλή/σχετική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία ● ΦΡ.: είναι πολύ/τόσο απλό (εμφατ.): για να δηλωθεί η απλότητα, η ευκολία ενός πράγματος: ~ ~, δεν το σκέφτηκες; ΣΥΝ. αυτό είν' όλο, η απλή μέθοδος των τριών βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. απλός 2: γαλλ.-αγγλ. simple]

απλούστατα

απλούστατα [ἁπλούστατα] α-πλού-στα-τα επίρρ. {υπερθ.} (εμφατ.): πάρα πολύ απλά: Δεν ήρθε, γιατί ~ αδιαφορεί. ● βλ. απλώς

απλώς

απλώς [ἁπλῶς] α-πλώς επίρρ. (λόγ.) 1. μόνο: Το γεγονός ήταν ~ η αφορμή. ~ πιστεύω ότι … Μην εκνευρίζεσαι, ~ μια ερώτηση έκανα! Ό,τι έγινε ήταν μελετημένο, όχι ~ και ως έτυχε! (εμφατ.) Είναι ~ υπέροχος!|| (επιδοτικά:) Όχι ~ καλά, πολύ καλά! Δεν πρόκειται ~ για επιστήμονα, αλλά για ιδιοφυΐα!|| (επεξηγηματικά:) Δεν ερμηνεύω, ~ παραθέτω τα στοιχεία. Δεν συνέβη τίποτε σοβαρό· ~ μια παρεξήγηση. 2. (ως αντιθετικός σύνδ.) μόνο (που), όμως, αλλά: Δεν είπα ψέματα, ~ δεν είπα όλη την αλήθεια. Θα του μιλούσα, ~ δεν έτυχε να τον συναντήσω. Πβ. απλά. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, απλώς/εική και ως έτυχε βλ. τυγχάνω ● βλ. απλούστατα [< αρχ. ἁπλῶς, γαλλ. simplement]

αραδιάζω

αραδιάζω [ἀραδιάζω] α-ρα-διά-ζω ρ. (μτβ.) {αράδια-ζε, -σε, -στηκε, -σμένος, αραδιάζ-οντας} (προφ.) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) λέω, παραθέτω ή απαριθμώ κάτι, συνήθ. με κουραστικές ή ενοχλητικές λεπτομέρειες: Μας ~σε ένα σωρό παραμύθια/ψευτιές. Θες ν' αρχίσω να ~ ονόματα/στοιχεία; Πβ. αναφέρω. 2. (κυρ. για πράγμα, σπανιότ. για πρόσ.) τοποθετώ συνήθ. πρόχειρα, τυχαία: Προϊόντα ~σμένα στα ράφια/στη σειρά. ~σμένοι εκεί, ο ένας δίπλα στον άλλο. Πβ. παρατάσσω. Βλ. απλώνω, στοιβάζω. 3. (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) γεννοβολώ: ~ζαν παιδιά. [< μεσν. αραδιάζω]

αρίδα

αρίδα [ἀρίδα] α-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (λαϊκό) η γάμπα ή ολόκληρο το πόδι: Μάζεψε την ~/τις ~ες σου! ΣΥΝ. ποδάρα, ποδάρι 2. ΤΕΧΝΟΛ. τρυπάνι για ξυλουργικές συνήθ. εργασίες: περιστρεφόμενη/υδραυλική ~. ~ες διάτρησης δομικών υλικών/μετάλλου. ΣΥΝ. αρίδι ● ΦΡ.: απλώνω/τεντώνω την αρίδα/τις αρίδες μου (οικ.): κάθομαι άνετα και ιδ. αράζω, τεμπελιάζω: ~σαν ~ τους στον καναπέ/στο μπαλκόνι. ~ουν ~ τους και τα περιμένουν όλα έτοιμα. [< μεσν. αρίδα]

αυτουργός

αυτουργός [αὐτουργός] αυ-τουρ-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΟΜ. δράστης ή υποκινητής αξιόποινης πράξης: Κατηγορείται/κρίθηκε ένοχος/φέρεται (: θεωρείται) ως ~ του εγκλήματος/της επίθεσης. Βλ. συμμέτοχος, συν~, συνεργός. Βλ. υπαίτιος, υπεύθυνος. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικός/έμμεσος αυτουργός (o/η): αυτός που παρακινεί συνειδητά ή εξαναγκάζει άλλον να εκτελέσει αξιόποινη πράξη. [< γαλλ. responsable moral] , φυσικός αυτουργός & άμεσος αυτουργός: πρόσωπο που εκτελεί αξιόποινη πράξη, δράστης. [< αρχ. αὐτουργός]

δυσφήμιση

δυσφήμιση δυ-σφή-μι-ση ουσ. (θηλ.) & δυσφήμηση: διάδοση ισχυρισμών, στοιχείων, πληροφοριών, συμβάντων που δημιουργούν αρνητική εικόνα για κάποιον ή κάτι ή θίγουν τα συμφέροντά του: διεθνής/επαγγελματική/προσωπική ~. ~ προϊόντων/υπηρεσιών.|| Ενέργειες/παραβάσεις που συνιστούν ~ του αθλήματος. Πβ. αμαύρωση, διαπόμπευση, διασυρμός, δυσφημισμός, συκοφάντηση. ΑΝΤ. διαφήμιση (3) ● ΣΥΜΠΛ.: απλή δυσφήμιση: ΝΟΜ. αδίκημα σύμφωνα με το οποίο τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει κάτι μεμπτό, επιλήψιμο για κάποιον, βλάπτοντας έτσι την τιμή και την υπόληψή του., συκοφαντική δυσφήμιση: ΝΟΜ. αδίκημα το οποίο διαπράττει κάποιος που διαβάλλει συνειδητά κάποιον άλλο ενώπιον τρίτου: μήνυση/ποινική δίωξη για ~ ~. ~ ~ σε βάρος ... [< γαλλ. diffamation]

μόνο

μόνο μό-νο επίρρ. δηλώνει 1. αποκλειστικότητα ή περιορισμό: ~ για μέλη/παιδιά/σένα. ~ για επαγγελματική/προσωπική/σχολική χρήση. ~ εσένα εμπιστεύομαι/εσύ το ξέρεις. Σκέφτεται ~ τον εαυτό του. ~ αυτόν ακούει (: κανέναν άλλο). ~ η Μαρία δεν ήρθε. Αυτός ~ με καταλαβαίνει. Εγώ ~ Αγγλικά ξέρω. ~ το απόγευμα είμαστε ανοιχτά. ~ με χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων γίνεται η κυκλοφορία των οχημάτων. ~ άκου, μη μιλάς. ~ να κοιτάς, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο. Αυτό ~ έχω, δεν φτάνει; Όταν είσαι ήρεμος, τότε ~ μπορείς να αποφασίσεις σωστά. Πρόσεχε ~ (να) μη σε καταλάβουν. Γράφω ~ όταν έχω κάτι να πω.|| ~ (: μακάρι) να μπορούσα να έρθω! Αχ, και ~ να 'ξερες! (απειλητ.) ~ να τον δω μπροστά μου, θα δει τι έχει να πάθει. Πβ. μονάχα. 2. ανώτατο αριθμητικό όριο ή ελάχιστη ποσότητα ή ιδιότητα: Το ασανσέρ χωράει ~ τρία άτομα. ~ πέντε λεπτά θα σας απασχολήσω. Θέλω ~ μισό κιλό (: όχι παραπάνω). ~ οι δυο μας ήμασταν. ~ μια φορά, ποτέ ξανά. Κράτηση ~ για δυο άτομα. Έναν μήνα ~ θα λείψω. -Πέντε ευρώ πλήρωσα. -~ (: τόσο λίγο); Τρεις μέρες ~ έμειναν.|| (αόριστα) ~ ένας τρελός θα δεχόταν. 3. αντίθεση ή εξαίρεση: Μπορείς να μείνεις, ~ φασαρία μην κάνεις. Καθάρισα όλο το σπίτι, ~ με τον κήπο δεν ασχολήθηκα (: εκτός από). 4. (σε σχήμα λιτότητας) μετριασμό αρνητικής άποψης: ~ ευγενικός δεν ήταν (: κάθε άλλο παρά, καθόλου)/ωραίο δεν το λες. Δεν είναι ~ για να ... 5. προϋπόθεση, όρο: Πες ό,τι έχεις να πεις, ~ μη φωνάζεις. Μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί ~ αν έχετε κλείσει τραπέζι. Να αργήσεις όσο θες, ~ (: αρκεί, φτάνει) να με ειδοποιήσεις/να μη με στήσεις. Η είσοδος επιτρέπεται ~ εφόσον έχετε σχετική άδεια. Η συσκευή λειτουργεί ~ όταν είναι στην πρίζα. Το προϊόν μπορεί να επιστραφεί ~ σε περίπτωση που είναι αλλοιωμένο. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο (εμφατ.): για κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό, τίποτα άλλο: Δεν θα τον προσλάβω ~ ~ επειδή είναι φίλος (ενν. χωρίς να πληροί άλλες προϋποθέσεις). Θα το κάνω ~ ~ επειδή το ζήτησες. Ήρθε ~ ~ για να περάσει την ώρα του! (συχνότ. καταχρ.) Δεν τον ενδιαφέρει απλά και μόνο να κάνει ένα ρεκόρ.|| Εισάγει αποκλειστικά και μόνο βιολογικά προϊόντα., και μόνο: για ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που αναφέρεται: Τρομάζω ~ ~ με την ιδέα/στη σκέψη ότι ... Από την έκφρασή του ~ ~ κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Μ' αυτή ~ ~ μ' αυτή την κάρτα επιτρέπεται να μπεις μέσα. ~ ~ που τον είδα, εκνευρίστηκα., και όχι μόνο: για να υποδηλώσει ότι αυτό που μόλις αναφέρθηκε αφορά ή περιλαμβάνει και άλλους ή άλλα: για συλλέκτες ~ ~. Μουσικό-~ ~- τριήμερο. Στην ιστοσελίδα θα βρείτε συνταγές μαγειρικής ~ ~., μόνο που (σύνδ.): αλλά, όμως: Τον συμπαθώ, ~ ~ συχνά με εξοργίζει. Θα ερχόμουν, ~ ~ έχω κανονίσει. Θα το αγόραζα, ~ ~ δεν έχω χρήματα. Μοιάζουν πολύ, ~ ~ (: με τη διαφορά ότι) αυτός είναι λίγο πιο ψηλός., μόνο που δεν (+ αόρ.) (προφ.): λίγο έλειψε να, παρά λίγο, σχεδόν: ~ ~ μας έβρισε/χτύπησε.|| (εμφατ.) Μόνο την αστυνομία (που) δεν μας έφεραν!, τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., αν και μόνο αν βλ. αν, μόνο αφού βλ. αφού, μόνο έτσι/έτσι μόνο βλ. έτσι, όχι μόνο ..., αλλά και βλ. όχι, παρά μόνο βλ. παρά, παρά μόνο αν βλ. παρά [< αρχ. μόνον]

μπίχλα

μπίχλα μπί-χλα ουσ. (θηλ.) (αργκό): βρομιά: Το σπίτι είναι μες στη ~, θέλει καθάρισμα. Πβ. μάκα.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πάπλωμα

πάπλωμα πά-πλω-μα ουσ. (ουδ.) {παπλώμ-ατος | -ατα} 1. κλινοσκέπασμα γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα, υαλοβάμβακα ή άλλο υλικό: διπλό/μονό/υπέρδιπλο ~. Βλ. κουβέρτα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ινώδες θερμοηχομονωτικό υλικό: οικοδομικό ~. ~ πετροβάμβακα/υαλοβάμβακα. ~ με κοτετσόσυρμα. ● Υποκ.: παπλωματάκι (το) ● ΦΡ.: απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ βάσει των δυνατοτήτων μου., ο καβγάς είναι για το πάπλωμα (μτφ.-προφ.): η πραγματική αλλά κρυφή αιτία της σύγκρουσης είναι το συμφέρον., τον πλάκωσε το πάπλωμα (ειρων.): άργησε να ξυπνήσει. [< μεσν. (ε)πάπλωμα < ἐφάπλωμα]

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

τραχανάς

τραχανάς τρα-χα-νάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος αποξηραμένου ζυμαρικού σε κόκκους από σιτάλευρο ή σιμιγδάλι βρασμένο σε γάλα: γλυκός (: από χοντροκομμένο σιτάρι και φρέσκο γάλα)/ξινός (: από αλεύρι και ξινόγαλο. Πβ. ξινόχοντρος)/παραδοσιακός ~. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ νηστίσιμος. ~ με κοτόπουλο. Σούπα με ~ά. 2. (μτφ.) μαλθακός, κουτός ή βαρετός άνθρωπος. ● ΦΡ.: έχει απλωμένο τραχανά (μτφ.-λαϊκό): για κάποιον που έχει εκκρεμότητες ή αρκετές δουλειές να κάνει, συνήθ. για να αποφύγει κάτι άλλο. [< τουρκ. tarhana]

τυγχάνω

τυγχάνω τυγ-χά-νω ρ. (αμτβ.) {έτυχα (βλ. τυχαίνω), συνήθ. στο γ΄πρόσ., τυγχάν-οντας} (λόγ.) 1. (συνήθ. + κατηγορούμενο) είμαι: ~ει συνταξιούχος/φιλόλογος. 2. (+ γεν.) απολαμβάνω, έχω: ~ της αμέριστης εκτίμησης/της υποστήριξης κάποιου (πβ. απολαύω). Διατάξεις που δεν ~ουν εφαρμογής (= δεν εφαρμόζονται). Ο ... ~ει ευνοϊκής μεταχείρισης/ευρείας αποδοχής. Έτυχε υποτροφίας (= έλαβε, πέτυχε, πήρε).τυγχάνει: τυχαίνει: Οι συναντήσεις μας ~ να είναι συχνές. Έτυχε να το ακούσω. ΣΥΝ. συμβαίνει ● ΦΡ.: απλώς/εική και ως έτυχε (λόγ.): τυχαία, χωρίς σχέδιο ή σκοπό: Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα χωρίς πρόγραμμα, ~ ~. ΣΥΝ. στα κουτουρού, στα τυφλά (1), στην τύχη [< αρχ. τυγχάνω]

φόρα2

φόρα2 φό-ρα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (προφ., ως επίρρ.): ενώπιον του κόσμου, δημόσια· κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα: σε περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόμεμπτων πράξεων, ένοχων μυστικών: Τώρα που βγήκαν τ' άπλυτά του ~, δεν έχει πού να κρυφτεί., βγαίνει στη φόρα: αποκαλύπτεται: Η αλήθεια βγήκε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια. ΣΥΝ. βγαίνει στον αφρό, φάτσα φόρα 1. ακριβώς μπροστά, σε πολύ εμφανή θέση: Μας είδε ~ ~ μπροστά της. ~ ~ στο εξώφυλλο έχει τη φωτογραφία του. 2. ξεκάθαρα: Του τα είπε ~ ~., φόρα παρτίδα: δημόσια: Έβγαλε ~ ~ τα προσωπικά του στο διαδίκτυο. [< ιταλ. fora]

φτερό

φτερό φτε-ρό ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) πτερό 1. ΖΩΟΛ. -ΟΡΝΙΘ. καθένας από τους σχηματισμούς που καλύπτουν και προστατεύουν το σώμα των πτηνών και με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πετούν, να επιπλέουν στο νερό και να διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τους· αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, το κάτω μέρος του οποίου είναι γυμνό (κάλαμος), ενώ το επάνω (ράχη) φέρει αριστερά και δεξιά μύστακες που ενώνονται μεταξύ τους: πλουμιστά ~ά. Τα ~ά του παγονιού/της πάπιας/της χήνας. ~ά και πούπουλα (βλ. φτέρωμα). Βλ. πτερόρροια, πτεροφυΐα.|| Πένα από ~. Καπέλο με ~ά. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} φτερούγα: πληγωμένα ~ά. Τα ~ά των πουλιών. Το άνοιγμα των ~ών του αετού.|| Τα ~ά της μύγας/της πεταλούδας.|| Τα ~ά των αγγέλων/του δράκου.|| (μτφ.) Με τα ~ά του έρωτα/της φαντασίας/της ψυχής. 3. (κατ' επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φτερό ή φτερούγα: βλάβη στο αριστερό ~ (= πτέρυγα) του αεροσκάφους. Τα ~ά του ανεμιστήρα (= πτερύγια, φτερωτή)/ανεμόμυλου.|| Σερβιέτες με ~ά (προστασίας). 4. τμήμα του αμαξώματος που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών οχήματος: το μπροστινό/πίσω ~ του αυτοκινήτου/της μηχανής. Βαθούλωμα/βούλιαγμα στο ~. ~ά ποδηλάτου. 5. ΑΘΛ. το μπαλάκι του μπάντμιντον. 6. ξεσκονιστήρι. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία φτερού 1. ΑΘΛ. (στην πυγμαχία) κατηγορία βάρους στην οποία κατατάσσονται πυγμάχοι που ζυγίζουν από 55 μέχρι 57 κιλά: πρωταθλητής στην ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) για κάποιον πολύ αδύνατο ή κάτι πολύ ελαφρύ., το φτερό της επίθεσης: ΑΘΛ. το άκρο της επιθετικής γραμμής ποδοσφαιρικής ομάδας: Στο αριστερό/δεξί φτερό ~ έπαιζε/ήταν ο ... ● ΦΡ.: ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) (μτφ.) 1. ανεξαρτητοποιούμαι, κάνω μια νέα αρχή: Είναι καιρός να ανοίξεις τα ~ σου και να γνωρίσεις τον κόσμο. 2. επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία ετοιμάζεται να απλώσει τα ~ της στο εξωτερικό., βάζω φτερά (στα πόδια) (μτφ.) 1. αρχίζω να τρέχω γρήγορα: Έβαλε ~ ~ κι εξαφανίστηκε (= έγινε πύραυλος). 2. εμψυχώνω: Το γκολ έβαλε ~ στα πόδια των γηπεδούχων., βγάζω φτερά (μτφ.-προφ.): φεύγω γρήγορα: Μόλις κατάλαβε τι τον περίμενε, έβγαλε ~ (= την έκανε, έγινε καπνός/Λούης)., δίνω φτερά (σε κάποιον) (μτφ.): ενθαρρύνω: Η επιβράβευση ~ει ~ στους μαθητές να συνεχίσουν την προσπάθεια., κάνει φτερά (μτφ.-προφ.): εξαφανίζεται, συνήθ. λόγω κλοπής: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας έκαναν ~.|| Τα λεφτά έχουν κάνει ~ (= εξανεμιστεί)., κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου (μτφ.): αποθαρρύνω, απογοητεύω: Η αποτυχία τού έκοψε ~. ΣΥΝ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά & με τα φτερά κομμένα (μτφ.): αποθαρρυμένος, χωρίς αυτοπεποίθηση: Μετά την ήττα της, η ομάδα συνεχίζει ~ ~., πετώ με τα δικά μου φτερά (μτφ.): στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, τα καταφέρνω μόνος μου: Είναι σε ηλικία που μπορεί πια να ~άξει με τα δικά του ~., στο φτερό (προφ.): βιαστικά, πολύ γρήγορα, αμέσως: Συναντιόμαστε πάντα ~ ~. Έκαναν τη δουλειά/πήρα την απόφαση ~ ~ (= στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς-φιτίλι/τάκα-τάκα). ΣΥΝ. στα γρήγορα, στα πεταχτά, φτερό στον άνεμο βλ. άνεμος, φύλλο (και) φτερό βλ. φύλλο [< μεσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν 3,4: γαλλ. aile]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.